Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

Ο Νίκος Μαμαγκάκης για τους ποιητές: Ρίτσος - Λόρκα






Ο Μαμαγκάκης για τους ποιητές


Οι περιπτώσεις Γιάννη Ρίτσου και Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα


Με τους δίσκους «11 λαϊκά τραγούδια» και «Του έρωτα και του πάθους», ο Νίκος Μαμαγκάκης συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον Γιάννη Ρίτσο και τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, αντίστοιχα. Οι δύο αυτές στιγμές θεωρούνται δικαιολογημένα από τις πιο προσβάσιμες και με τη μεγαλύτερη λαϊκή αποδοχή στην πλούσια εργογραφία του συνθέτη. Στις γραμμές που ακολουθούν, παρουσιάζεται συνεκτικά η οπτική του Μαμαγκάκη για τους δύο κορυφαίους αυτούς ποιητές, με τα δικά του λόγια. Αφορμή για την κουβέντα ήταν δύο άρθρα που είχα την τύχη να συνυπογράψω με τον Σπύρο Αραβανή και τον Μάκη Γκαρτζόπουλο στο περιοδικό «Δίφωνο», με θέμα την θέση του Ρίτσου και του Λόρκα στο ελληνικό τραγούδι αντίστοιχα. Οι σκέψεις του Μαμαγκάκη, προφορικά καταγεγραμμένες, παρουσιάζονται εδώ στην οριστική τους μορφή.


επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 51, Ιανουάριος-Μάρτιος 2014.








Ο Νίκος Μαμαγκάκης για τον Γιάννη Ρίτσο

Δεν κατάφερα ποτέ να μελοποιήσω ένα ποίημα του Ελύτη, αν και μου το ζητούσε, ήταν φίλος μου. Αντίθετα, Ρίτσο έχω μελοποιήσει άφθονο. Μελοποίησα πρώτα τα «11 Λαϊκά Τραγούδια», και ορισμένα τα προσάρμοσε ο ίδιος ο Ρίτσος για χατίρι μου, αλλάζοντας κάποιες λέξεις, όπου χρειαζόταν. Στο δίσκο αυτό, άγγιξα και την ποιητική συλλογή «Πλανόδιοι Μουσικοί», απ’ όπου έγραψα και το «Άιντε και ντε». Ο Δημήτρης Παπαδημητρίου μου έχει πει: «Εγώ έγινα συνθέτης με το ‘Άιντε και ντε’. Το έπαιρνα στα ακουστικά, πήγαινα στο κτήμα, το άκουγα με τις ώρες και το έμαθα». Ο Μητσάκης μου έλεγε για το «Άιντε και ντε»: «Πολύ τολμηρό αδερφέ μου Νίκο. Μου αρέσει, αλλά… αυτός ο μηχανοδηγός με το μικρό μουστάκι του». Του λέω: «Σαν το δικό σου το μουστάκι! Ξέρεις ποιος έχει γράψει τους στίχους; Ο Ρίτσος». Και μου απαντάει: «Ο Ρίτσος; Αμάν αδερφέ μου… συγνώμη!» Τέτοιο δέος προκαλούσε ο Ρίτσος!

Ύστερα μελοποίησα την «Εαρινή Συμφωνία», και την πήγα στον Ρίτσο είκοσι μέρες πριν πεθάνει. Με πήρε τηλέφωνο: «Νικάκι μου το άκουσα… έχω ζήσει πολύ τώρα πια, δεν θέλω άλλο». Στη συνέχεια άρχισα να κάνω τους «Πλανόδιους Μουσικούς» για να τους ολοκληρώσω. Τους έκανα, δεν τους δημοσίευσα ποτέ. Τους έχω ακόμα, και μπορώ να πω όλους τους στίχους απ’ έξω.

Και μετά έπεσα στα «Ερωτικά». Όταν πρωτοπήρα το κείμενο, έκανα απανωτά δύο, το «Ντύνεται, γδύνεται» και το «Πουκάμισο». Πάντα με έτρωγε αυτό το κείμενο, αυτή η τρομακτική ερωτική ποίηση, ίσως η πιο ερωτική ποίηση που γράφτηκε ποτέ. Γιατί, για μένα, η «Εαρινή Συμφωνία» - που είναι και σουρεαλισμός, αλλά ένας ευγενής σουρεαλισμός - είναι από τα συγκλονιστικότερα ερωτικά ποιήματα των αιώνων. Πριν πέντε μήνες, ξανακοίταξα το βιβλίο και έκανα άλλα δεκαεφτά τραγούδια, συν τον «Σάρκινο Λόγο» που απήγγειλα. Αυτά τα τραγούδια τα δημοσιεύω τώρα. Στον δίσκο τραγουδούν ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος, η Λιζέτα Καλημέρη, η Ναταλί Ρασούλη, και ο Αντρέας Καρακότας.

Με τον Ρίτσο υπήρξα φίλος. Υπήρχαν περιπτώσεις που πήγαινα και καθόμαστε μαζί πολλές, πάρα πολλές φορές, τρώγαμε, είχαμε και έναν κοινό φίλο, τον Σπήλιο Μεντή, συνθέτης κι αυτός, τον οποίο αγάπαγε πολύ. Ήταν τόσο καλός άνθρωπος ο Μεντής. Και σαν συνθέτης υπήρξε πάρα πολύ αξιόλογος στη χωρία του τραγουδιού, ή του τραγουδακιού. Μην φανταστείς ότι το υποβαθμίζω λέγοντάς το τραγουδάκι, όχι. Υπάρχει ένας φοβερός στίχος στον Καζαντζάκη, στην «Οδύσσεια»: «Βαριά είναι η τέχνη αδέρφια. Πιο βαριά κι απ’ τη χρυσή κορώνα, πιο δύσκολο κι απ’ τα στρατεύματα τα λόγια να ταιριάξεις. Ακέρια χώρα εγώ θα χάριζα για ένα μικρό τραγούδι». Ο Μεντής ήταν ο σύνδεσμος, και συναντιόμαστε, μιλάγαμε, γελάγαμε, με μια καθαρότητα, χωρίς καμιά χυδαιότητα, σαν κι αυτή που κυριαρχεί στα κατά συνθήκη πράγματα.

Το «Άιντε και ντε» είναι πολιτικό τραγούδι. Ένιωσα μια συγγένεια με τον Ρίτσο∙ δεν ανήκα σε κόμματα, ούτε ήμουν κομμουνιστής, αλλά ήμουν προσκείμενος στην Αριστερά. Ο αδερφός μου μπήκε στη Μακρόνησο και υπέφερε πολύ, κι εγώ υπέφερα εξαιτίας του αδερφού μου. Και είχα a priori τη συμπάθεια του Ρίτσου· μόλις του είπα ότι έχω αδερφό στη Μακρόνησο, αυτόματα με αγκάλιασε. Τον καιρό που ήρθα στην Αθήνα παιδί, με κυνηγούσε η Ασφάλεια συνέχεια, με δείρανε, με προσβάλλανε. Έχω πολλές ιστορίες από αυτή την ταλαιπωρία από τους φασίστες της εποχής εκείνης, μιας εποχής τρομακτικής. Εγώ έμενα σε μία τρώγλη στη Νέα Σμύρνη. Είχα γραφτεί στο νυχτερινό γυμνάσιο - Θεμιστοκλέους και Κατακουζηνού - ενώ παράλληλα πήγαινα στο Ελληνικό Ωδείο και τα βράδια δούλευα σε κάτι μπουζουξίδικα. Εύρισκα συνέχεια δύο τύπους πίσω μου· πού με βρίσκανε αυτοί και με κυνηγάγανε; Είχαν ικανότητα να παρακολουθούν, αλλά τους έφευγα μέσα από τα χέρια τους. Ήμουν σβέλτος, κι αυτοί έτρεχαν αλλά δεν μπορούσαν να με πιάσουν. Μία φορά με πιάσανε στα λουτρά της Ομόνοιας, όπου πήγαινα να κάνω μπάνιο - δεν είχα μπάνιο στο σπίτι. Εκεί πηδώ απ’ το παράθυρο, και πέφτω πάνω στα χέρια ενός χαφιέ που στεκόταν απ’ έξω. Εκεί με δείρανε, μπροστά στον κόσμο. Η επιλογή του Ρίτσου, λοιπόν, συνδέεται και με τα δικά μου βιώματα. Στο σπίτι μας η μάνα μου θρηνούσε μέρα-νύχτα, κι έλεγε «ωχ, παιδί μου».

Όταν έχουμε προβλήματα, στην τέχνη προστρέχουμε. Αλλά, εκτιμάει κανείς την τέχνη, προπαντός τον καιρό αυτό; Ο Ρίτσος πίστευε αφάνταστα στην επενέργεια της τέχνης. Και στους «Πλανόδιους Μουσικούς» αυτό τονίζει. Λέει στο τέλος: «Κι εμείς απ’ έξω / ντράγκα ντρουγκα τα όργανα / εχ μια, εχ δυο / μη βιάζεσαι/ δαυλός εσύ, τραγούδι εμείς / έξω απ’ του περιβολιού τα κάγκελα / βοηθάει και το τραγούδι / θα το δεις». Αυτά είναι πολιτικά ποιήματα…

Όσο για τα ερωτικά ποιήματα, αυτά είναι η πιο ειλικρινής περιγραφή ενός μεγάλου ποιητή που λέει τα πράγματα όπως είναι. Στα «Ερωτικά τραγούδια», ο Ρίτσος λέει: «Άσε / είναι όλα της καθημερινότητας ποιήματα /  άσε / εγώ θα ετοιμάσω το φαΐ / εγώ θα στρώσω το τραπέζι / εγώ δεν θα φάω / θα σε κοιτάω να τρως». Είναι όλα γραμμένα με μια γλώσσα τόσο ανθρώπινη… Αλλού λέει: «Ανεξάντλητο το ανθρώπινο σώμα / πηγμένος ουρανός, κόκκινος ουρανός / βυθίζεσαι / κλαδί δεν έχεις να πιαστείς / γη να πατήσεις». Είναι ο υπέρτατος ερωτικός λόγος, που δεν έχει σκοπό να σε επηρεάσει χυδαία, παρά μόνο να ενδοσκοπήσεις τον εαυτό σου και να παραβάλλεις τα λόγια των ποιημάτων με τον εσωτερικό σου κόσμο. Κι όλο και βρίσκεσαι μες στα ποιήματα. «Κοιμήσου στο στήθος μου, έλεγες / κι εγώ διανυκτέρευα στο στήθος σου / ψηλά που μ’ ανεβάζουν τα φιλιά σου / χάνομαι, κράτα με». Στον Ρίτσο συνυπάρχει ο ερωτικός παροξυσμός με τον λόγο της λογικής. «Δεν σου τηλεφωνώ / σε σωπαίνω, σε είμαι / τις νύχτες όταν αδειάσουν τα πάρκα / μιλώ με τ’ αγάλματα / δεν σου τηλεφωνώ».

Αυτές τις μνήμες έχω από τον πολύ μεγάλο άνθρωπο και τον πολύ μεγάλο ποιητή, τον Ρίτσο. Και η φιλία μου με τον Ρίτσο υπήρξε για μένα ένα από τα μεγαλύτερα εναύσματα στη δημιουργία μου.








Ο Νίκος Μαμαγκάκης για τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Για τον Λόρκα έχουν λεχθεί σχεδόν τα πάντα· υπάρχουν άπειρες πραγματείες πάνω στην περίπτωσή του. Η γοητεία του αποκαλύφθηκε σε μένα βλέποντας τα θεατρικά του έργα, και ιδιαίτερα τον «Ματωμένο Γάμο». Η επιρροή πάνω μου ήταν άμεση, καθώς το έργο αυτό έχει πολλά κρητικά στοιχεία· αν ήμουν σκηνοθέτης, θα το σκηνοθετούσα σε ένα κρητικό πλαίσιο. Διάβαζα παράλληλα και άλλους ισπανούς ποιητές, όπως ο Μιγκουέλ ντ’ Ουναμούνο, τον Μιγκέλ ντε Θερβάντες, και άλλους. Η ποίηση του Λόρκα όμως ήταν για μένα εντελώς καινούργια και ξεχωριστή. Και όταν σπούδαζα στο Μόναχο, ήμουν φίλος με τον μαέστρο Ραφαέλ Φρίμπεκ ντε Μπούργκος, ο οποίος με μύησε στον Λόρκα αλλά και στον Μανουέλ Ντε Φάλια.

Υπήρξε μια φοβερή φιλία μεταξύ του ηλικιωμένου Ντε Φάλια και του νεαρότατου Λόρκα. Όταν ο Λόρκα συνελήφθη από τους μπασκίνες του Φράνκο, για μέρες τον είχαν κλειδωμένο χωρίς να ξέρει κανείς που. Το έμαθε ο Ντε Φάλια και πήγε εκεί, και νόμιζε ότι με την αίγλη και τη φήμη που είχε θα μπορούσε να τον σώσει. Όμως, φαίνεται ότι οι χωροφύλακες τον είχαν δείρει τον Λόρκα πολύ άσχημα, και φυσικά δεν κατάφερε ούτε να τον δει. Αυτό μου θυμίζει το στίχο που μετέφρασε ο Ελύτης: «Χωροφυλάκοι και τον πάνε / απ’ όξω κάθονται, μιλάνε / πίνουν κρασί και βλαστημάνε». Αυτή η στιγμή του έτυχε του κακορίζικου του Λόρκα, όπως την είχε ο ίδιος περιγράψει στο «Gitano».

Ένας συνθέτης διαβάζοντας Λόρκα οδηγείται κατευθείαν σε μελοποιίες· του τρέχουν τα σάλια. Τόσο προκλητικός είναι ο στίχος του Λόρκα για ένα συνθέτη. Ο ίδιος ο Λόρκα έκανε μια συλλογή λαϊκών τραγουδιών της Ισπανίας, τα εναρμόνισε με τρόπο εντελώς ορθόδοξο, ίσως και με τη βοήθεια του Μανουέλ Nτε Φάλια, παρόλο που οι εναρμονίσεις δεν φαίνεται πουθενά καμία τολμηρή συγχορδία, μόνο έβδομες έχει, τίποτε περισσότερο. Έχουν καταχωρηθεί σαν τραγούδια του Λόρκα αλλά στην πραγματικότητα είναι παμπάλαια ισπανικά λαϊκά τραγούδια. Αυτά τα τραγούδια τα πήρα εγώ με τη Νένα Βενετσάνου, τα ανασκεύασα, άφησα δηλαδή μόνο τα μελίσματα των στίχων, τα εναρμόνισα από την αρχή, έβαλα εισαγωγές και εξόδια που δεν υπήρχαν μέσα, και έγινε ένα έργο με δική του αυτονομία. Έβαλα και τον τίτλο «Του έρωτα και του πάθους». Το ωραίο είναι ότι η κυρία Δημητρούκα που έκανε τη μετάφραση δεν συμφώνησε με τον τίτλο και τον θεώρησε υπερβολικό· μου είπε ότι στα ποιήματα αυτά ούτε έρωτας υπάρχει ούτε πάθος. Για μένα όμως ο Λόρκα ολόκληρος είναι έρωτας αβυσσαλέος, και τα τραγούδια αυτά σφύζουν από πάθος! Και ο Γκάτσος είχε τις αντιρρήσεις του, μου είχε πει ότι τα ήθελε πιο απλά τα τραγούδια. Πάντως, τις προσθήκες που έκανα στα τραγούδια τις θεωρώ αυτονόητες, ήταν δική τους απαίτηση. Διψούσαν τα τραγούδια γι’ αυτές τις προσθήκες.

Επίσης, έχω μελοποιήσει τρία εκπληκτικά ποιήματα του Λόρκα που τραγουδάει η Λιζέτα Καλημέρη στο δίσκο «Αιφνιδιασμός», σε μετάφραση του Ξενοφώντα Κοκόλη. Και υπάρχουν οι ενορχηστρώσεις που έκανα στον δίσκο του Γιάννη Γλέζου. Τα τραγούδια αυτά τα αγάπησα σαν να ήταν δικά μου. Ο Γλέζος έγραψε πολύ ωραίες μελωδίες, δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί αυτό.

Ο Λόρκα είναι ένας μεγάλος, τρανός ποιητής. Σαν μεσογειακός ποιητής, επενέργησε σε μας άμεσα. Τον μετέφρασε και καλά ο Γκάτσος, και ακόμα καλύτερα ο Ελύτης. Η μετάφραση του Ελύτη στα τραγούδια του «Gitano» δεν πιάνεται με τίποτα: «Ρίχνουν λεμόνια στρογγυλά / τα ρίχνουν στο νερό να στρώσει / και να τα χρυσαφώσει». Μας άρπαξε ο Λόρκα από τα μούτρα, από την καρδιά, από τα μυαλό. Και η ζωή του τον έκανε ακόμα μεγαλύτερο και σπουδαιότερο. Ήταν ένας άνθρωπος δημοκράτης και είχε έναν άσχημο θάνατο, ο «κακορίζικος ο Λόρκας» που γράφει και ο Εγγονόπουλος.

Θεωρώ την ενορχήστρωση στην καινούργια έκδοση από την «Ιδαία» πιο ολοκληρωμένη. Προσθέσαμε τη σπουδαία τρομπέτα του Αντώνη Φάσαρτ, η οποία στολίζει το έργο και είναι ένα λαϊκό όργανο που έχει να κάνει με την Ισπανία. Τα καλύτερα πνευστά στον κόσμο υπάρχουν στην Ισπανία. Τα καλύτερα bass-τούμπα στον κόσμο είναι Ισπανοί. Στις μεγαλύτερες ορχήστρες οι κατεξοχήν bass-τουμπίστες είναι Ισπανοί. Έβαλα λοιπόν την τρομπέτα, τα ανασκεύασα λίγο, και νομίζω ότι με την ερμηνεία του Tάση Χριστογιαννόπουλου και στα ισπανικά - όχι ότι η ερμηνεία της Νένας Βενετσάνου ήταν κακή - τα τραγούδια έχουν περισσότερο «ντοκουμενταριστεί» και δικαιωθεί επειδή έχουν τραγουδηθεί και στη γλώσσα τους.

Και μια εύθυμη, πραγματική ιστορία για το τέλος… Πήγε στην ΑΕΠΙ γνωστός τραγουδιστής να πάρει τα ποσοστά του και του λέει η υπάλληλος: «πείτε και στον κύριο Λόρκα να έρθει να πάρει τα ποσοστά του. Έχουν περάσει δυο χρόνια και δεν έχει φανεί ο άνθρωπος!». Και απαντάει ο τραγουδιστής: «Ποιος Λόρκας και ξε-Λόρκας μου λες! Σάματις ξέρω ’γω που μένει ο άνθρωπος;».