Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

Και




Ντάλα μεσημέρι στην μισοάδεια Αθήνα, βόλτα στην Πανεπιστημίου για αγορά του Μετρονόμου, τηλέφωνο στον Μάκη για την δική του Βούλα Σαββίδη που κοσμεί το περιοδικό, κι ύστερα όλο αυτό το περίεργο, ανήκουστα όμορφο γλυκό δένει με ένα παλιό και τόσο αγαπημένο τραγούδι του Λευτέρη Παπαδόπουλου σε ερμηνεία Χαρούλας Αλεξίου, από το ραδιόφωνο του Μελωδία. Είχα να το ακούσω πολλά μα πάρα πολλά χρόνια αυτό το τραγούδι, και με ταξίδεψε σε μέρη τελείως αλλόκοτα και σε πολιτείες της πιο άγριας φαντασίας, με μεγάλο τιμονιέρη τον Γιάννη Σπανό. Τα σύντομα καλοκαίρια της αναρχίας μας δεν μπορούν παρά να έχουν την σφραγίδα της μελωδικής του τρυφερότητας.
ηρ.οικ.

---

ΚΑΙ
Στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος
Μουσική: Γιάννης Σπανός
Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου


Ντύθηκε η νύφη με τ' άσπρα και
βάζει στα μαλλιά της δυο άστρα και
πάει στην εκκλησιά, πάει στην εκκλησιά.
Κι ο γαμπρός ο ήλιος προστάζει και
όλη η πολιτεία γιορτάζει και
λάμπει σαν δροσιά, λάμπει σαν δροσιά.

Στήσανε χορό οι κουμπάροι και
γέμισε φλουριά το παγκάρι και
θάλασσες κρασιά, θάλασσες κρασιά.
Κι ο γαμπρός ο ήλιος προστάζει και
όλη η πολιτεία γιορτάζει και
λάμπει σαν δροσιά, λάμπει σαν δροσιά.

23 του Ιούλη και Τρίτη και
φτάνουν για το γάμο η Κρήτη και
όλα τα νησιά, όλα τα νησιά.
Κι ο γαμπρός ο ήλιος προστάζει και
όλη η πολιτεία γιορτάζει και
λάμπει σαν δροσιά, λάμπει σαν δροσιά.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Να μετονομαστεί το Ηρώδειο σε (Η)Δάρρειο



Όλα κι όλα χρυσή μου, θα σε μαλώσω. Είχε Φωτεινή Δάρρα στο Ηρώδειο φέτος και δεν το πήρα χαμπάρι, διότι πολύ απλά δεν μου είπες κουβέντα. Αφού σου έχω πει ότι για τέτοια μείζονος σημασίας πολιτιστικά γεγονότα θέλω να με πληροφορείς πρώτο-πρώτο. Πώς; Ήταν κι ο Δημήτρης Παπαδημητρίου εκεί; Ω τι έκπληξις! Και η Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ παρέα; Εννοείς ότι η Ορχήστρα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης έπαιξε έργα του Διευθυντή της Ελληνικής Ραδιοφωνίας; Μα αυτό είναι πάρα πολύ όμορφο, και προπαντός τόσο ελληνικό!

Κανονικά θα σου κρατούσα μούτρα που δεν με πήρες τηλέφωνο να πάμε, αλλά με παρηγορεί η βεβαιότητα ότι και του χρόνου τέτοια μέρα πάλι Φωτεινή θα έχει το Ηρώδειο. Μόνο πέρυσι, αυτό το μαύρο κι άραχνο πολιτιστικά καλοκαίρι του 2012, δεν ήταν η Φωτεινή και ο Δημήτρης μαζί στο ρωμαϊκό ωδείο, αλλά ευτυχώς για όλους μας τα πράγματα πήραν το δρόμο τους και επιτέλους μπορούμε να τους χαιρόμαστε ξανά στους πρόποδες του ιερού βράχου. Ε, όπως και να το κάνεις γλυκιά μου, είναι μια παρηγοριά αυτό στους δύσκολους καιρούς που ζούμε.

Αχ, δεν το ξεχνάω με τίποτα εκείνο το καλοκαίρι του 2012 με όλα αυτά που διάβαζα στις κουτσομπολίστικες σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών. Μια αγωνία, ένας φόβος με είχε ζώσει με την ιδέα ότι ίσως να μην ξαναβλέπαμε ποτέ στο Ηρώδειο τη Φωτεινή. Γιατί χρυσή μου η Φωτεινή στο Ηρώδειο είναι πλέον θεσμός, είναι παράδοση, και πρέπει επιτέλους οι παραδόσεις σ' αυτό τον τόπο να τηρούνται με ευλάβεια! Να, ακόμα θυμάμαι και συγκινούμαι την 3η Οκτωβρίου του 2011, όταν ο Δημήτρης παρουσίασε ένα αφιέρωμα στο σύνολο του έργου του με τη Φωτεινή στο πλευρό του. Να σε πάω και πιο πίσω; 19 Ιουνίου του 2009 και η Φωτεινή εμφανίζεται και πάλι στο Φεστιβάλ Αθηνών - αυτή τη φορά φορώντας περικεφαλαία - στην υπερπαραγωγή "Όσο υπάρχουν Αχαιοί". Ακόμα θυμάμαι τα όλο ταπεινότητα λόγια του Δημήτρη για το έργο του: "Πρόκειται για ένα έργο 'σύνθεσης των τεχνών'. Δηλαδή μια μουλτιμίντια μετεξέλιξη μιας ιδέας που πρωτοεμπνεύστηκε ο Βάγκνερ. Πρόκειται σαφώς για μια πρωτοποριακή πρόταση για τον συναυλιακό χώρο". Α πα πα πα.

Βεβαίως, η πρωτοπορία πρωτοπορία, αλλά κι ο Καβάφης Καβάφης. Πώς να στο πω βρε παιδάκι μου, με έναν Καβάφη ξεχνιέμαι. Γι' αυτό και ο Δημήτρης είχε φροντίσει ήδη από τις 6 Σεπτεμβρίου του 2008 να μας προσφέρει απλόχερα μελοποιημένο Καβάφη, με τη Φωτεινή - εννοείται - στο πλευρό του. Καταλαβαίνεις τι σου είπα μόλις τώρα; Πέντε (5) ολάκερα χρόνια είχε να ακουστεί στο Ηρώδειο ο Καβάφης ο μελοποιημένος  από τον Δημήτρη, και ευτυχώς φέτος μπήκε ένα τέλος σε αυτή τη μαύρη πενταετία χωρίς Καβάφη στο Ηρώδειο. Για του χρόνου δεν ξέρω τι μας ετοιμάζουν ο Δημήτρης και η Φωτεινή στο Ηρώδειο, όμως επειδή εγώ θέλω να βοηθάω τους ανθρώπους ιδού η τέλεια πρόταση: το καλοκαίρι του 2014 θα έχουν μεσολαβήσει πέντε χρόνια χωρίς τη μουλτιμίντια μετεξέλιξη του Βάγκνερ. Δεν θα ήταν λοιπόν θαυμάσια ιδέα να ακούσουμε ξανά το "Όσο υπάρχουν Αχαιοί";

Ειλικρινά δικός σου,
ηρ.οικ.

Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Νέα έκδοση από το Red Notebook




"Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες"


50+1 κείμενα για την κρίση, την Ευρώπη, τον εκφασισμό, τις κοινωνικές αντιστάσεις και την Αριστερά

«Βελτιώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες». Αυτός είναι ο τίτλος της δεύτερης έκδοσης του Red Notebook (προηγήθηκε, μερικούς μήνες πριν, η συλλογή κειμένων με τίτλο «Το Διαρκές 1917», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΚΨΜ). 

Για την έκδοση αυτή επιλέξαμε μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά κείμενα που δημοσιεύθηκαν στο σάιτ την περίοδο 2012-2013, επιχειρώντας να συνοψίσουμε εδώ την εμπειρία από τους αγώνες και τα συμπεράσματα από τη δημόσια συζήτηση και την αρθρογραφία που αναπτύχθηκε στην ιστοσελίδα για την πιο «πυκνή» μέχρι σήμερα φάση της κρίσης.

Περί τίνος πρόκειται, λοιπόν:

Στην πρώτη ενότητα («Οι πολλαπλές όψεις της κρίσης»), προσπαθούμε να δείξουμε ότι η «δημιουργική» καταστροφή και η σαδιστική λιτότητα, που υποστηρίζουν από κοινού η Ευρωπαϊκή Ένωση και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δεν αποτελούν «λάθος» ή αναγκαίο κακό, αλλά βασικό στόχο της πολιτικής διαχείρισης της κρίσης. Υποστηρίζουμε, με άλλα λόγια, ότι σε αντίθεση με τα «χρυσά χρόνια» του καπιταλισμού (όταν δηλαδή αναπτύχθηκαν πολιτικές στήριξης της κατανάλωσης πάνω στα συντρίμμια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου), η αύξηση της κερδοφορίας περνά σήμερα υποχρεωτικά από την εκτεταμένη καταστροφή περιττών κεφαλαίων, την βίαιη απαλλοτρίωση δημόσιας ιδιοκτησίας και την απόδοσή της στο κεφάλαιο. Θεωρούμε, εν τέλει, ότι η λιτότητα και η κατά το δυνατόν ραγδαία ύφεση, που σύμφωνα με τη νεοφιλελεύθερη ενόραση θα αποκαταστήσουν την ανάπτυξη το συντομότερο, είναι στην πραγματικότητα ο πιο «ορθολογικός» τρόπος για την επίτευξη της επιθυμητής καταστροφής (πλεοναζόντων, αντιπαραγωγικών, μη επαρκώς ανταγωνιστικών και περιττών) κεφαλαίων. Ο άλλος τρόπος ̶ευτυχώς σε απόσταση ασφαλείας για την ώρα, παρά τις κάθε λογής εθνικές εξάρσεις ̶ είναι ο πόλεμος.

Με βάση τα προαναφερθέντα, γίνεται σαφές ότι τα κυρίως πεδία της σύγκρουσης με το κράτος και το κεφάλαιο δεν είναι (και δεν θα είναι και στο εξής), αυτά που αφορούν την παραμονή ή την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη, αλλά εκείνα που έχουν να κάνουν με τις προϋποθέσεις της παραμονής και τις συνέπειες της εξόδου: τι είδους συσσώρευση κεφαλαίου («ανάπτυξη») θέλουμε, τι είδους εργατικό δυναμικό, πόση εκμετάλλευση μπορεί να αντέξει αυτό, τι παραμένει και τι όχι στην επικράτεια του «κοινού» και έξω από τη σφαίρα του εμπορεύματος. Αλλά και ποιο πολιτικό και πολιτειακό καθεστώς αντιστοιχεί στο περιεχόμενο του εν εξελίξει προγράμματος κοινωνικής «αναμόρφωσης».

Την ίδια στιγμή, επιχειρούμε να δείξουμε ότι το περίγραμμα της κρίσης δεν εξαντλείται στους προαναφερθέντες οικονομικούς μετασχηματισμούς. Ότι αντίθετα, η επικράτηση των τελευταίων είναι δυνατή στο βαθμό που αξιοποιούνται και επιταχύνονται προγενέστερες εξελίξεις στα πεδία της πολιτικής και της ιδεολογίας, του πολιτισμού και των αξιών.

Η σημερινή «εμπόλεμη» Δεξιά έχει καταστήσει τα πεδία αυτά προνομιακά για την εξιλέωση και τη θωράκισή της ̶ για τη διατήρηση δεσμών εκπροσώπησης με τμήματα των λαϊκών τάξεων. Την διευκολύνουν εξάλλου, ως προς αυτό, οι στρατευμένες απόπειρες ιδεολογικής επένδυσης της εν εξελίξει καταστροφής, στις οποίες πρωταγωνιστούν σήμερα πάλαι ποτέ εχθροί της κάθε είδους στράτευσης, από κοινού με πάλαι ποτέ στρατευμένους στην Αριστερά, σε έναν δημόσιο χώρο που συγκροτήθηκε τη δεκαετία του ΄90 με βασικά υλικά τον ατομισμό, τον κυνισμό, την αντιπολιτική και την αταραξία. Εγκαταλείποντας κάθε επίφαση πλουραλισμού, και προσχωρώντας σε έναν επιλεκτικό αντικρατισμό απολύτως συμβατό στην πραγματικότητα με τη στρατηγική του κράτους, εφημερίδες μεγάλης κυκλοφορίας, εστέτ επιθεωρήσεις και οι διανοούμενοι-θαμώνες τους, δελτία ειδήσεων, λάιφστάιλ έντυπα και μεσημεριανές εκπομπές, ομογενοποιούνται και οικειοποιούνται τις πιο επιθετικές εκδοχές της κυρίαρχης ιδεολογίας («θεωρία των άκρων», αντι-«λαϊκισμός», νεορατσισμός)· προπαγανδίζουν ή/και συγκαλύπτουν τεράστιας σημασίας πολιτισμικές εκτροπές (απαξίωση της εργασίας, κοινωνικός αυτοματισμός, αποστιγματισμός του νεοναζισμού, μισοξενία, μισογυνισμός, αδιαφορία για τους απόμαχους της εργασίας)· πριμοδοτούν, τέλος, κάθε λογής εθνικό αφήγημα: αφενός ως «συγκολλητική ύλη» και στήριγμα υποκειμένων που βιώνουν με πρωτόγνωρο τρόπο τον κατακερματισμό και την υπαρξιακή ένδεια, αφετέρου ως καταφύγιο αυτών που «προδόθηκαν από τους πολιτικούς» και αποξενώνονται από την πολιτική. Σ΄ αυτά τα συμφραζόμενα, η διδακτική επίκληση της θεσμικής τάξης, ως αυτό που οφείλει άνευ όρων ̶ υποτίθεται ̶ να ενώνει χαμένους και κερδισμένους της κρίσης, αποδεικνύεται καταφανώς εργαλειακή.

Στη δεύτερη ενότητα («Η Ευρώπη και η Ευρωπαϊκή Ένωση»), υπογραμμίζουμε ότι το πεδίο της σημερινής αντικαπιταλιστικής στρατηγικής είναι το πεδίο της Ευρώπης. Κι αυτό διότι καμία απόπειρα ανατροπής δεν μπορεί να τελεσφορήσει σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα ̶ και προφανώς στην Ελλάδα ̶ χωρίς τη μετωπική σύγκρουση με τις κυρίαρχες τάξεις και την πολιτική εξουσία της ευρωζώνης ̶ πράγμα που ισχύει, εξάλλου, και για τον πλέον μετριοπαθή μεταρρυθμισμό. Η κρίση της Κύπρου, που αντιμετωπίστηκε για πολλοστή φορά με την «εκδίκηση» μιας χώρας για τα «αμαρτήματα» ολόκληρης της ευρωζώνης (αλλά και με την ωμή υπενθύμιση ότι στο παιχνίδι δεν υπάρχουν πλέον κανόνες...), επιβεβαίωσε δραματικά τη θέση αυτή.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση απέχει περισσότερο από ποτέ από το είδωλο της «Ευρώπης των λαών»· ότι η περίφημη «αρχιτεκτονική» της ενοποίησης συμπύκνωσε, κανονικοποίησε και επέτεινε το έλλειμμα (πραγματικής) δημοκρατίας σε εθνικό επίπεδο· ότι η υπαρκτή Ευρωπαϊκή Ένωση είναι στις μέρες μας το αυταρχικό κράτος του νεοφιλελευθερισμού. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, δεν υπάρχει και αμφιβολία ότι η έξαρση των εθνικών εγωισμών σε επίπεδο κυρίαρχων κύκλων, η άνοδος της Ακροδεξιάς, η ενσωμάτωση ̶ πρώτα ̶ και η αποδυνάμωση ̶ στη συνέχεια ̶ της Αριστεράς, προς όφελος εθνικο-ρατσιστικών «αντιστασιακών» σχηματισμών (π.χ. το «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» του Γκρίλο στην Ιταλία), από άλλη δε σκοπιά, η εν εξελίξει στρατιωτικοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απειλούν ακόμα και με διάλυση το ευρωπαϊκό οικοδόμημα: όχι με όρους ανατροπής της νεοφιλελεύθερης τάξης πραγμάτων, όπως το επιθυμεί και το επιδιώκει η ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά με όρους σωβινισμού και εθνικής περιχαράκωσης.

Στην τρίτη ενότητα («Όψεις του εκφασισμού»), επιχειρούμε μια αναδρομή στις βασικές στιγμές μετασχηματισμού του πάλαι ποτέ «ουδέτερου» και «ειρηνοποιού» κράτους σε κράτος-πολέμαρχο. Η διαρκής προσφυγή τους κράτους στη «νόμιμη» (και παράνομη) βία είναι από τις σταθερές της συγκυρίας· δεν είναι, ωστόσο, παρά η εμφανέστερη παράμετρος. Μόνο στο διάστημα του τελευταίου χρόνου, γίναμε μάρτυρες πρωτόγνωρων εξελίξεων: από το αίσχος του βιοπολιτικού ελέγχου και της διαπόμπευσης των οροθετικών γυναικών, παραμονές των εκλογών του Μαΐου του 2012, μέχρι τα κρατικά ρατσιστικά πογκρόμ του Ξένιου Δία και τα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών (για τη λειτουργία των οποίων εκχωρούνται σε ιδιώτες ακόμα και μέσα καταναγκασμού, συστατικά δηλαδή του «σκληρού πυρήνα» της κρατικής κυριαρχίας ̶ ώστε να ενισχύονται εν τέλει τα χαρακτηριστικά ενός κράτους-ΣΔΙΤ...)· από το κατασταλτικό όργιο των Σκουριών και τις χολιγουντιανού τύπου επιχειρήσεις εκκένωσης καταλήψεων στέγης, ως την προκλητική ατιμωρησία των γνωστών-αγνώστων πίσω από τις εκατοντάδες ρατσιστικές επιθέσεις· από τις πολλαπλές επιστρατεύσεις απεργών εργαζομένων ως τα βασανιστήρια συλληφθέντων και την απαγωγή προσφύγων από την ΕΛ.ΑΣ, σε συνεργασία με ξένες υπηρεσίες· από την αναβάπτιση, τέλος, του νεοναζισμού στη θεωρία των δύο άκρων, και τις ανοιχτές εκκλήσεις στελεχών της ΝΔ προς τη Χρυσή Αυγή, μέχρι τη χουντικής έμπνευσης απόφαση να κλείσει η δημόσια τηλεόραση την οποία στήριξαν, «εναντίον όλων», οι νεοναζί.

Στα άρθρα που συνθέτουν την ενότητα αυτή, παρακολουθείται η συγκρότηση ενός κυανόμαυρου «εθνικού τόξου»: η οικοδόμηση ενός νέου, οιονεί εμφυλιακού κράτους, με σκοπό τη συντριβή των συλλογικών αντιστάσεων που επιβιώνουν του τέλους της Μεταπολίτευσης ̶ και, βεβαίως, τη συντριβή της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, ως ασύμβατων με τους εθνικούς/μνημονιακούς στόχους. Οι προληπτικές επιστρατεύσεις, η άνευ προηγουμένου πολιτικοποίηση των κατασταλτικών μηχανισμών, η ανάδειξη της φιγούρας του μετανάστη-εγκληματία σε υπερ-εργαλείο κατασκευής συναινέσεων, και η διάβρωση όλων ανεξαιρέτως των μηχανισμών του κράτους από το νεοναζισμό, είναι στιγμές της οικοδόμησης μιας νέας, αυταρχικής ηγεμονίας ̶ της οικοδόμησης του «άκρου» της Δεξιάς. Αυτές τις τάσεις συμπυκνώνει και ενισχύει η Χρυσή Αυγή, αξιοποιώντας το αίσθημα της «απώλειας του οίκου» που βιώνουν σημαντικά τμήματα της κοινωνίας στο έδαφος που καλλιεργήθηκε πριν από την κρίση. Αυτός όμως είναι και ο λόγος που η Ακροδεξιά δεν μπορεί να αναχθεί αυτόματα στις συνέπειες των μνημονίων: μολονότι η απελπισία και ο θυμός για τα μνημόνια την τροφοδοτούν αναντίρρητα, οι τάσεις που εκφράζει διαθέτουν από χρόνια μια ισχυρή κοινωνική έδραση που προϊδεάζει για το βάθος και τη σημασία των συνεργειών της με την παραδοσιακή Δεξιά.

Στην τέταρτη ενότητα («Αριστερά, κινήματα, αντικαπιταλιστική στρατηγική»), υποστηρίζεται ότι οι προαναφερθείσες εξελίξεις δεν είναι δυνατό να αντιμετωπιστούν στωικά από την Αριστερά, ως εάν να επρόκειτο για παρεμπίπτοντα ζητήματα, επικοινωνιακά τερτίπια των αντιπάλων της ή δευτερεύουσας σημασίας εξελίξεις. Ενώ λοιπόν είναι προφανές ότι κάθε αγώνας προσκρούει στο κυρίως πολιτικό ζήτημα σήμερα (την πτώση της κυβέρνησης), κι ενώ ισχύει εξίσου ότι κάθε διεκδίκηση αναμετριέται αναπόφευκτα με ένα συνολικό πρόγραμμα κοινωνικής «αναμόρφωσης» (το Μνημόνιο), την ίδια στιγμή, η επιμονή της Αριστεράς στην προτεραιότητα των αγώνων και η άρνησή της να εγκαταλείψει και τους πλέον αντιδημοφιλείς και μειοψηφικούς από αυτούς, αποτελούν όρο εκ των ων ουκ άνευ ακόμα και για την πλέον παροδική ανάσχεση της τάσης του εκφασισμού. Η περίπτωση της ΕΡΤ από τη μια, και της Υπατίας από την άλλη, είναι, ως προς αυτά, ενδεικτικές.

Απέναντι σε μια εμπόλεμη Δεξιά που συγκροτεί την δική της ηγεμονία (οργανώνει το δικό της «άκρο»), αντιλαμβανόμενη το αναπόφευκτο της μετωπικής σύγκρουσης, η Αριστερά ̶υποστηρίζουμε ̶ δεν μπορεί να κάνει τίποτα λιγότερο· ιδίως δε στο βαθμό που επιδιώκει να κυβερνήσει, δεν μπορεί παρά να προετοιμάζει την κυβέρνηση της Αριστεράς από σήμερα, αφουγκραζόμενη το αίτημα για πραγματική δημοκρατία και την τεράστια λαϊκή διαθεσιμότητα στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς. 

Ας μην το ξεχνάμε: το αίτημα αυτό, η αδιάλειπτη παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ σε έναν κύκλο εμβληματικών αγώνων, η σωστή ανάλυση της κρίσης και η διατύπωση του στόχου της κυβέρνησης της Αριστεράς, ήταν που τον Μάιο του 2012 έφεραν τη ριζοσπαστική Αριστερά πρώτο κόμμα στους μισθωτούς του Δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, στους άνεργους και στα μεσαία στρώματα που υποβαθμίζει η κρίση, στη νεολαία και στις παραγωγικές ηλικίες έως 55 ετών. Στον λαό, δηλαδή, πάνω στον οποίο θα στηριχτεί η κυβέρνηση της Αριστεράς.

Η έκδοση περιλαμβάνει κείμενα των: Γιώργου Αλεξάτου, Γιάννη Αλμπάνη, Μάκη Αναγνώστου, Γιώργου Βελεγράκη, Μιχάλη Βεληζιώτη, Σοφίας Βιδάλη, Μάρκου Βογιατζόγλου, Νίκου Βούτση, Νικόλα Γανιάρη, Έφης Γιαννοπούλου, Νίκου Γιαννόπουλου, Σωτήρη Δημητριάδη, Αλέξανδρου Ζαχιώτη, Ηλία Ιωακείμογλου, Χρήστου Καραγιαννίδη, Γιώργου Κατσαμπέκη, Αλέξανδρου Κιουπκιολή, Αλίκης Κοσυφολόγου, Λουδοβίκου Κωτσονόπουλου, Χρήστου Λάσκου, Πέτρου Λινάρδου-Ρυλμόν, Αναστασίας Ματσούκα, Τζανσάντρο Μέρλι, Δημήτρη Μπελαντή, Φώτη Μπενλισοι, Γιώργου Νιαουνάκη, Μιχάλη Νικολακάκη, Ηρακλή Οικονόμου, Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου, Χριστόφορου Παπαδόπουλου, Έλενας Παπαδοπούλου, Γαβριήλ Σακελλαρίδη, Νικόλα Σεβαστάκη, Πρόδρομου Σεϊτανίδη, Νίκου Σκοπλάκη, Σπύρου Σούρλα, Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη, Πέτρου Σταύρου, Ντίνας Τζουβάλα, Ευκλείδη Τσακαλώτου, Στέφανου Τυροβολά, Άννας Χατζησοφιά, Δημήτρη Χριστόπουλου, Ηλία Χρονόπουλου και Άντας Ψαρρά.

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

Νίκος Μαμαγκάκης



Σε μία ανέκδοτη συνέντευξή του στα Μ.Π., ξεκινά ο Νίκος Μαμαγκάκης την κουβέντα με την εξής φράση:

"Ή συμπλέεις με την εποχή σου, ή δεν συμπλέεις. Οι επιστροφές είναι αδιανόητες".

Και κάπως έτσι θα τον μνημονεύουμε στους αιώνες των αιώνων. Ως έναν απόλυτα σύγχρονο - δηλαδή κλασικό - συνθέτη. Ελάχιστοι άκουσαν σε βάθος τη μουσική του, ακόμα λιγότεροι την κατάλαβαν, όλοι όμως γνωρίζαμε ότι είχαμε να κάνουμε με έναν γρίφο πολύ σοβαρό (και διόλου σοβαροφανή), με κάτι άξιο προσοχής και μελέτης (και όχι σεβασμού, όπως στους παπάδες), με μία ανεξάντλητη πηγή μουσικής δημιουργίας. Θα θυμάμαι με θαυμασμό τον εφηβικό του δυναμισμό, τον ίδιο δυναμισμό που τον είχε φέρει σε ηλικία 80 ετών - όταν άλλοι πίνουν τσάι και κάνουν αμμόλουτρα - να επανεκδίδει το σύνολο του έργου του και να ολοκληρώνει παλαιότερες ημιτελείς συνθέσεις του. Μιλούσε με την ίδια άνεση για πράγματα μεγάλα και πράγματα ταπεινά, αντιμετώπιζε τα αστεία πράγματα με σοβαρότητα και τα σοβαρά με χιούμορ, και πάνω απ' όλα δημιουργούσε, δημιουργούσε ακατάπαυστα. Και όχι μόνο μουσική, μα ως και μουσικά όργανα δημιουργούσε. Τον έβλεπες αγκαλιά με μία ντουζίνα αυλών δικής του κατασκευής, να δοκιμάζει τα δάχτυλά του πάνω τους, με μία ερωτική ίσως αίσθηση και με μία δύναμη που ένιωθες ότι μεταλλάσσει τον κόσμο γύρω της στον δικό της κόσμο. Κάπως έτσι δεν ορίζεται και η δημιουργία, η αντάξια ενός τιτάνιου Κρητικού, Έλληνα και εν τέλει Παγκόσμιου συνθέτη; ηρ.οικ.

Η άλλη οπτική (3)


(Μανώλης Γιάνναρος - #3)





Ο Ποσειδών είχε βγάλει ουρά ψαριού
και η σειρήνα πίστεψε πως βρήκε αρσενικό που να της μοιάζει,
Πάνω στα λέπια και των δυο τους σχηματίζονταν αχνά οι ήπειροι
και έχαιναν τα αχαρτογράφητα ρήγματα του ωκεανού.

Τους είδα σαν φαντάσματα κι όσο κράτησα τα βλέφαρα ακίνητα.
Στην πρώτη κίνηση το φιλί τους είχε χαθεί απ' τα μάτια.


Μέλια Πουρή

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Η Νατάσσα Παπαδοπούλου για τον Πάνο Τζαβέλλα

(Νατάσσα Παπαδοπούλου - Πάνος Τζαβέλλας)



Νατάσσα Παπαδοπούλου:

«Αν μάζευε λεφτά και σπίτια δεν θα ήταν ο Πάνος, θα ήταν ο κυρ-Παντελής»


επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)


Μια συνέντευξη χωρίς ερωτήσεις με την Νατάσσα Παπαδοπούλου, σύντροφο του Πάνου Τζαβέλλα στη ζωή και στην τέχνη. Την ευχαριστούμε θερμά για το χρόνο της και για τη γενναιόδωρη συμβολή της στο αφιέρωμα που κρατάτε στα χέρια σας.

"Ο Τζαβέλλας γεννιέται στην Κοζάνη και σε ηλικία 15 χρονών, μαθητής ακόμα, μπαίνει στην ΕΠΟΝ. Το 1945 τον συλλαμβάνουν, τον στέλνουν φαντάρο, κι αυτός το σκάει και πηγαίνει στο Δημοκρατικό Στρατό. Εκεί έχασε και το πόδι του, το 1947, τραυματισμένος από σφαίρα σε ενέδρα του εθνικού στρατού. Τον καταδίκασαν τρεις φορές σε θάνατο, αναβλήθηκε η εκτέλεσή του, και τελικά παρέμεινε στη φυλακή για πάνω από μία δεκαετία. Τον έβγαλαν το 1959, βαριά άρρωστο, για να μην πεθάνει στις φυλακές τους. Είχε προσβληθεί από τη νόσο του Buerger. Με τη βοήθεια του ΚΚΕ, το 1961 πηγαίνει στη Σοβιετική Ένωση για να νοσηλευτεί, θεραπεύεται, και παράλληλα σπουδάζει και μουσική. Επιστρέφει το 1965 στην Ελλάδα, αλλά συλλαμβάνεται ξανά επί Χούντας, το 1968. Καταδικάζεται σε είκοσι χρόνια φυλάκισης, Αβέρωφ, Κορυδαλλός, Ασφάλεια. Αποφυλακίζεται το 1971 με το νόμο «περί ανηκέστου βλάβης». Δεν μου είπε ποτέ τίποτα κακό για τους δεσμώτες του. Προσπαθούσε να ξεχάσει τα αρνητικά και μιλούσε μόνο για τα θετικά, όπως π.χ. για τις δραστηριότητες που έκανε μαζί με τους συγκρατούμενούς του.

Γνωριστήκαμε τον Ιανουάριο του 1971. Εγώ τότε σπούδαζα οικονομικά στην ΑΣΟΕΕ και έμενα στο Παγκράτι, εκείνος είχε αποφυλακιστεί από τη Χούντα και έμενε σε μια τρύπα στην Κυψέλη. Μας σύστησε ο Κώστας Μανταίος, αδερφός του γαμπρού μου, ο οποίος ήξερε την αγάπη μου για τη μουσική και μου πρότεινε να μου γνωρίσει κάποιον που έγραφε τραγούδια. Ήταν ο Πάνος.

Το 1971 ξεκινήσαμε από το θέατρο «Μινώα». Θυμάμαι ότι μετά από μία συναυλία εκεί με κάλεσε ο Μπάμπαλης στην Ασφάλεια για να με προειδοποιήσει να μην «παρασυρθώ». Μετά πήγαμε στην Πλάκα: το 1973 στην «5η Εποχή», το 1974 στη «Συντροφιά», και το 1975 στη «Λήδρα». Μείναμε στην Πλάκα ως το 1980. Πέρασαν από το πλάι μας ο Γιώργος Ζωγράφος, ο Ηλίας Λογοθέτης που ερχόταν κατευθείαν από το θέατρο, ο Μουφλουζέλης, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, ο Γιάννης Ζουγανέλης, η Ισιδώρα Σιδέρη, ο Νικόλας Μητσοβολέας, η Σοφία Βόσσου.

Ο κόσμος δεν ήξερε τα αντάρτικα και ήθελε να τα γνωρίσει. Ακόμα και δεξιοί έρχονταν και ρωτούσαν να μάθουν τι ήταν αυτά. Εδώ το καθεστώς δεν άφηνε τον Μίκη και τα τραγούδια του, θα άφηνε το αντάρτικο; Ο κόσμος ήταν καταπιεσμένος από το ’67, ήθελε να ξεσπάσει, και ταυτίστηκε με τον Πάνο. Το μαγαζί ήταν πάντα γεμάτο. Το ρεύμα αυτό κράτησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70. Το 1980 φεύγουμε από την Πλάκα και πήγαμε σε άλλους χώρους. 1981 και 1983 έγιναν οι συναυλίες στο Λυκαβηττό. Πολύς κόσμος, είχε γίνει χαμός τότε. Μετά πήγαμε στην «Κλωθώ» στα Εξάρχεια, μείναμε δύο χρόνια, και τέλη του ’88 πήγαμε σε έναν χώρο του Θωμά Χαλβατζή που το ονομάσαμε «Περεστρόικα»!

Το πρώτο 45άρι δισκάκι το κάνει το 1973 με τον Νταλάρα: «Πάρε με φεγγάρι μου» και «Ροδακινιά ξανθή». Τα είχε γράψει στον Κορυδαλλό αυτά τα τραγούδια. Και το 1975 εκδίδεται ο πρώτος δίσκος του Πάνου, η ζωντανή ηχογράφηση από το «αντάρτικο λημέρι» του. Η «Λήδρα» ήταν ένας από τους ωραιότερους χώρους που πήγαμε ποτέ, την είχε ο Κώστας Μανιουδάκης, ένας ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος. Εκεί κάναμε τις ωραιότερες δουλειές και με τους καλύτερους μουσικούς. Η ανταπόκριση ήταν εντυπωσιακή· κάποιες φορές κάναμε και τρεις παραστάσεις την ημέρα, με τον κόσμο να περιμένει απ’ έξω μες στο κρύο. Έρχονταν και φοιτητικές οργανώσεις και διοργάνωναν εκδηλώσεις για να μαζέψουν χρήματα να πάνε μια εκδρομή. Από τις 10 το βράδυ μέχρι τις 3 τα ξημερώματα τραγουδούσαμε, η ατμόσφαιρα ήταν καταπληκτική! Και επί Χούντας ερχόταν ο κόσμος, αλλά ήταν πιο ψυχρός και μαζεμένος γιατί η ασφάλεια περίμενε απ’ έξω.


(Νατάσσα Παπαδοπούλου - Πάνος Τζαβέλλας - Τζίμης Πανούσης - Παντελής Θαλασσινός)


Μετά το ’80, ο κύκλος των αντάρτικων έκλεισε. Ο Πάνος το κατάλαβε αυτό και το δέχθηκε ψύχραιμα. Ο Καραμανλής ήταν αρκετά έξυπνος ώστε να νομιμοποιήσει το ΚΚΕ και μετά ήρθε και το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Ο Παπανδρέου ήταν λαοπλάνος, θέλησε να διασπάσει την Αριστερά και το έκανε· πήρε πολύ κόσμο από την Αριστερά και τους έκανε βουλευτές. Εγώ ποτέ δεν ψήφισα ΠΑΣΟΚ, ούτε κι ο Πάνος. Κι όταν του πρότεινε ο Αντρέας κάποια στιγμή να κατέβει βουλευτής, ο Πάνος δεν δέχθηκε. Δεν ήθελε να εκμεταλλευθεί το έργο του για να πάρει αξιώματα, γιατί ήξερε ότι στο τέλος θα τον εκμεταλλεύονταν αυτοί.

Ο Πάνος μάζευε και μάθαινε αντάρτικα τραγούδια ήδη από την περίοδο της Χούντας. Δεν τα έκανε όλα αυτά για εμπόριο. Έδινε ποσοστά από τους δίσκους στις ενώσεις αντιστασιακών όλων των κομματικών χώρων, και του ΚΚΕ, και του ΚΚΕ εσωτερικού, και του ΠΑΣΟΚ. Το μόνο περιουσιακό στοιχείο που φτιάξαμε είναι το σπίτι μας. Και με ό,τι λεφτά βγάζαμε, πηγαίναμε ταξίδια. Αν μάζευε λεφτά και σπίτια δεν θα ήταν ο Πάνος, θα ήταν ο κυρ-Παντελής. Κάποιοι είπαν ότι «ο Τζαβέλλας εκμεταλλεύθηκε τα αντάρτικα και είχε αγοράσει Μερσεντές». Υπήρξαν μικρόψυχοι, δεν τον γνώρισαν ποτέ καλά, δεν κατάλαβαν ότι ο Πάνος ήθελε ειλικρινά να δώσει στον κόσμο τα αντάρτικα τραγούδια. Είπαν πως τα καπηλεύτηκε. Αυτά τα τραγούδια ήταν η ζωή του, τα είχε βιώσει. Πώς γίνεται να καπηλευτείς την ίδια τη ζωή σου;

Εγώ σαν φοιτήτρια ήμουν στον Ρήγα Φεραίο, κι ο Πάνος από τη διάσπαση και μετά βρέθηκε στην ανανεωτική αριστερά. Πάντα είχε καλές σχέσεις με τους συντρόφους του από το ΚΚΕ, τον σέβονταν, τους αγαπούσε, συνομιλούσαν, αλλά είχε τις αντιρρήσεις του. Όταν πήγε στη Σοβιετική Ένωση την περίοδο ’61-’64, είδε πολλά καλά αλλά είδε και πράγματα που τον δυσαρέστησαν. Έλεγε «εμείς πεθαίνουμε με το όνομα του κομμουνιστικού κόμματος και της Σοβιετικής Ένωσης στο στόμα, και καταλήγουμε να βλέπουμε αυτά τα πράγματα;» Είχε δει συμπεριφορές και προνόμια που δεν του άρεσαν. Μετά το ’68 οργανώθηκε στο ΚΚΕ εσωτερικού, και μετέπειτα στο Συνασπισμό.

Τι μου λείπει από τον Πάνο; Ο ίδιος ο Πάνος. Κι ας είχαμε διαφορά ηλικίας - εγώ ήμουν από τη «γενιά του Πολυτεχνείου», ο Πάνος ήταν από τη «γενιά της Αντίστασης». Είχε ήθος, ήταν αυθεντικός, μερικές φορές σκληρός γιατί είχε περάσει πολύ δύσκολα. Είχε πολλή ζωντάνια· τον έβλεπες να κολυμπάει, να κάνει βουτιές με το ένα πόδι, να ζει έντονα κάθε στιγμή. Δεν μιζέριαζε ποτέ, υπήρξε αντάρτης στη ζωή και στην ψυχή του. Ο Πάνος κοιμόταν χειμώνα-καλοκαίρι στο μπαλκόνι και, μόλις φυσούσε λίγο, πήγαινα και τον σκέπαζα. Ακόμα και τώρα, όταν ακούω ένα θόρυβο ξυπνάω νομίζοντας ότι είναι εδώ και χρειάζεται κάτι. Όταν κοιμόταν, έβαζε πάντα στα μάτια του μία πετσέτα, συνήθεια που του είχε μείνει από το κελί. Για να παρακολουθούν καλύτερα τους φυλακισμένους, οι δεσμοφύλακες άφηναν πάντα ανοιχτό το φως.

Είτε από σεμνότητα είτε από υπερβολική φόρτιση, πάνω στη σκηνή ο Πάνος έλεγε μόνο αντάρτικα και μόνο 2-3 δικά του τραγούδια. Φέρνει ευθύνη που δεν προέβαλλε καθόλου το υπόλοιπο έργο του. Πολλοί του έλεγαν να δώσει τα τραγούδια του να τα τραγουδήσουν κι άλλοι. Κι εγώ του έλεγα να λέμε περισσότερα δικά του τραγούδια στο μαγαζί, αυτός ήταν κι ο μόνιμος τσακωμός μας. Αλλά δεν άκουγε, ούτε ήθελε να προβληθεί· του άρεσε να είναι στο περιθώριο. Το μέλημά μου σήμερα είναι να ακουστούν και να μαθευτούν αυτά τα τραγούδια".


(Πάνος Τζαβέλλας - Νατάσσα Παπαδοπούλου)

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

O Nίκος Χουλιαράς και η Αντίπαρος

ΕΚΘΕΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ
ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΕΧΝΗΣ «αντί», ΚΑΣΤΡΟ ΑΝΤΙΠΑΡΟΥ

Καλοκαίρι στον κήπο του νου: O Nίκος Χουλιαράς και η Αντίπαρος

Το Σάββατο 20 Ιουλίου 2013, και ώρα 10.00 μ.μ., εγκαινιάζεται έκθεση του Νίκου Χουλιαρά στην Αίθουσα Τέχνης ‘αντί’, στο Κάστρο Αντιπάρου. Μέσα από ειδική επιλογή ζωγραφικών έργων, σχεδίων και αντικειμένων του Νίκου Χουλιαρά επιχειρείται μια περιεκτική προσέγγιση του έργου του σπουδαίου και πολύπλευρου αυτού καλλιτέχνη και της σχέσης του με την Αντίπαρο, όπου έργα του παρουσιάζονται για πρώτη φορά.

Ο Νίκος Χουλιαράς επισκέφτηκε την Αντίπαρο για πρώτη φορά το 1975 και ένα χρόνο αργότερα απέκτησε το δικό του σπίτι στο νησί. Μέχρι το 2007 ζούσε εκεί σχεδόν έξι μήνες τον χρόνο, καθιστώντας την Αντίπαρο προνομιακό τόπο της ζωής και της ζωγραφικής του. Από το εσωτερικό του δωματίου του, τα στενά στο Κάστρο, τον γιαλό του Σιφναίικου, τα αντικείμενα μιας δικής του πρωτόγονης φυλής, στα σχέδια με το αγωνιώδες θέατρο σκιών του Εαυτού και τα μαγεμένα αυτόφωτα τοπία, ο Χουλιαράς κατορθώνει να κάνει «το έξω ένα με το μέσα», ενώνοντας το μάτι και το χέρι του σε μια εσωτερική θέαση του κόσμου.

Την έκθεση επιμελείται η Ελισάβετ Πλέσσα, επιμελήτρια της μεγάλης αναδρομικής έκθεσης του Νίκου Χουλιαρά που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς (2011-2012).

Στις 21.00 την Κυριακή 21 Ιουλίου, το Σάββατο 27 Ιουλίου και το Σάββατο 3 Αυγούστου θα πραγματοποιείται στον χώρο της γκαλερί προβολή 25λεπτου φιλμ με αποσπάσματα συνεντεύξεων του Νίκου Χουλιαρά.

Διάρκεια έκθεσης: 20 Iουλίου - 9 Αυγούστου 2013

ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΙΚΟ ΧΟΥΛΙΑΡΑ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΑΝΤΙΠΑΡΟΥ

Πριν την έναρξη των εγκαινίων της έκθεσης, το ίδιο βράδυ του Σαββάτου 20 Ιουλίου, στις 9.00 μ. μ., θα πραγματοποιηθεί στο Κάστρο της Αντιπάρου, εκδήλωση για τον Νίκο Χουλιαρά. Ο ποιητής Σωτήρης Κακίσης και οι τραγουδιστές και συνθέτες Τζίμης Πανούσης και Φοίβος Δεληβοριάς θα διαβάσουν διηγήματα του Νίκου Χουλιαρά από το βιβλίο του Μια μέρα πριν, δυο μέρες μετά, το οποίο σχετίζεται με την Αντίπαρο. Η εκδήλωση τελεί υπό την αιγίδα του Δήμου της Αντιπάρου.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΝΙΚΟΥ ΧΟΥΛΙΑΡΑ

Ο Νίκος Χουλιαράς γεννήθηκε στα Γιάννενα τον Οκτώβριο του 1940 και είναι αναμφίβολα ένας από τους σημαντικότερους έλληνες καλλιτέχνες. Σπούδασε σκηνογραφία και γλυπτική (εργαστήριο Γιάννη Παππά) στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, στην Αθήνα, από όπου αποφοίτησε το 1967. Το 1969 τού απονεμήθηκε το Α´ Βραβείο Παρθένη για τη ζωγραφική του. Έλαβε μέρος σε πολλές ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και έχει πραγματοποιήσει μεγάλο αριθμό ατομικών εκθέσεων. Έργα του βρίσκονται σε μουσεία, ιδρύματα και ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Χωρίς να εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική τάση, και μέσα από έναν σχεδόν μυστικιστικό εξπρεσιονισμό, συχνά σουρεαλιστικών προεκτάσεων, η ζωγραφική του αποτελεί έργο βαθιά εσωτερικό και προσωπικό, εντούτοις διεθνούς ακτινοβολίας και βαρύτητας.

Η δημιουργική πορεία του Νίκου Χουλιαρά δεν επικεντρώνεται όμως μόνο στον εικαστικό χώρο. Πρόκειται επίσης για έναν από τους αξιολογότερους ποιητές και λογοτέχνες που διαθέτει η νεότερη ιστορία της χώρας μας, ενώ τα περισσότερα λογοτεχνικά έργα του έχουν μεταφραστεί και στο εξωτερικό. Επιπλέον, έχει υπάρξει ένας από τους πιο σημαντικούς στιχουργούς και συνθέτες των τελευταίων δεκαετιών, καθώς και ερμηνευτής ο ίδιος των περισσότερων τραγουδιών του. Τέλος, έχει σχεδιάσει πληθώρα εκδόσεων και έχει βραβευτεί δύο φορές στον διεθνή διαγωνισμό της Λειψίας για το καλύτερα σχεδιασμένο βιβλίο στον κόσμο.


(Σωτήρης Κακίσης - Νίκος Χουλιαράς, στην Πάρο. Φωτο: Τζίμης Πανούσης)

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Μετρονόμος αφιερωμένος στον Τάσο Λειβαδίτη



«Κι εμείς άξαφνα, σα να μαντεύαμε αόριστα ότι στο βάθος η μουσική δεν είναι πάθος ή όνειρο, νοσταλγία ή ρεμβασμός/ αλλά μια άλλη δικαιοσύνη». Τάσος Λειβαδίτης

Στον Μετρονόμο που θα κυκλοφορήσει στις 24/7: Για πρώτη φορά μεγάλο αφιέρωμα στο στιχουργικό έργο του Τάσου Λειβαδίτη. Άρθρα, συνεντεύξεις συνεργατών, ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, ντοκουμέντα.

Επιμέλεια Αφιερώματος: Σπύρος Αραβανής - Θανάσης Συλιβός.

Δευτέρα 1 Ιουλίου 2013

Συνέντευξη της Θεώνης Βαχλιώτη-Όλντριτζ στον Σωτήρη Κακίση


Η Θεώνη Βαχλιώτη-Όλντριτζ επιζωγραφισμένη από τον Γιώργο Σταθόπουλο (αρχείο Σ. Κακίση)




ΘΕώΝΗ ΒΑΧΛΙώΤΗ –ΟΛΝΤΡΙΤΖ:

«Στο θέατρο ή είσαι ή δεν είσαι!»


Του ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ


Έχει πάρει Όσκαρ, μία από τους έξι Έλληνες. Έχει πάρει Τόνυ, όχι μία, τρεις φορές. Στο Μπρόντγουεϊ τα κοστούμια της ντύνουν εδώ και πολλά χρόνια επιτυχίες μεγάλες, το ίδιο στο σινεμά. Τα τελευταία χρόνια, αφού δειλά δειλά της το ζητάμε, η γλυκιά Θεώνη Βαχλιώτη-Όλντριτζ πηγαινοέρχεται και στη χώρα μας, μας τιμάει και από κοντά με το ταλέντο της το μεγάλο, με την πείρα της την τεράστια, με την απλότητά της την εξαίρετη. Ξεκίνησε κάποτε δουλεύοντας μ' ένα σωρό μύθους, με τον Ελία Καζάν, με τον Τέννεσυ Γουίλλιαμς, με τον Πωλ Νιούμαν, με την Τζέραλντιν Πέιτζ. Είναι πια κι εκείνη μύθος σήμερα, ό,τι λέει, ό,τι έχει να πει, έχει την ευθύτητα της ακρίβειας, την ευστοχία της διακριτικότητας, τη δύναμη της ανωτερότητας. Για μένα, αυτή η δεύτερη φορά μαζί της σαν πρώτη πάλι ήτανε, σαν αρχή πάλι ενθουσιώδης:



-Τελικά, να που και το ...ελληνικό σας Μπρόντγουεϊ συνεχίζεται, κυρία Βαχλιώτη.

ΘΕΩΝΗ ΒΑΧΛΙΩΤΗ-ΟΛΝΤΡΙΤΖ: Μόνο, που για φέτος τουλάχιστον, άλλαξε όνομα. Δεν ήταν στης Κάτιας της Δανδουλάκη το Μπρόντγουεϊ, αλλά στο Μέγαρο.

-Κάνατε μια μικρή κι εσείς ...υπνοβασία, αν μου επιτρέπεται το λογοπαίγνιο. Με τη «Sonnambula» του συγκινητικού Μπελλίνι.

-Για να ξαναγυρίσω στο δικό μου μετά Μπρόντγουεϊ, εκεί που τα καταφέρνω ίσως καλύτερα. Εκεί που μπορώ κι εγώ καλύτερα να λειτουργήσω, να αναπτυχθώ.

-Γιατί το λέτε αυτό;

-Ε, εκεί, στην Αμερική εννοώ, όλα τα πράγματα εξακολουθούν να 'ναι πολύ πιο οργανωμένα, πολύ πιο επαγγελματικά. Αν και στην Κάτια, δεν μπορώ να πω, κακόμαθα: με σέβονται, με αντιμετωπίζουν συνέχεια τρυφερά, μου μιλάνε, με προσέχουνε, τους νοιάζει κάθε φορά το τι έχω να πω...

-Ωραία, δηλαδή, κι εδώ!

-Ωραία. Η διαφορά είναι πως στην Αμερική σού δίνουνε και καιρό, όσο κι αν σας μοιάζει παράξενο αυτό ίσως.

-Στην Ελλάδα, η βιασύνη είναι στο πετσί μας.

-Μα άμα μόνο βιάζεσαι και δεν κάνεις τη δουλειά σου, τι νόημα έχει; Και δεν μιλάω τώρα για τα όσα είδα κι έζησα εγώ, γενικότερα μιλάω. Για το καθετί εδώ γύρω θέλω να πω. Όλοι άνθρωποι είμαστε, από τον πιο ταπεινό σε μια δουλειά ώς τον πιο διάσημο. Όλοι πρέπει να μπορούν να λειτουργούν σωστά. Πόσο μάλλον στο θέατρο, στην όπερα, στο σινεμά, που το αποτέλεσμα εξαρτάται απολύτως από την, ει δυνατόν, ιδανική συμμετοχή των πάντων.



Η Λωρήν Μπακώλ δίνει το Όσκαρ στη Θεώνη Βαχλιώτη-Όλντριτζ 



-Μου ξαναλέτε τώρα εκείνο που μου είχατε ξαναπεί κάποτε: «Στο θέατρο δεν είναι κανένας μόνος του». Μήπως, εδώ γύρω που είπατε, πολλοί νομίζουν πως είναι ο καθένας μόνος του;

-Εδώ γύρω, εγώ νομίζω, πως υπάρχουν άνθρωποι που πιστεύουν πως, επειδή είναι αρχηγοί για κάποιο λόγο κάπου, μπορούν να κάνουν κι ό,τι θέλουνε. Έλα όμως που δεν μπορούνε. Ιδίως στη δική μας δουλειά: μπορείς να βγεις πριν από μια παράσταση και να απευθυνθείς στο κοινό και να τους πεις: "Αυτός ο ηθοποιός ήτανε να φοράει κόκκινα, αλλά δεν προλάβαμε να του το φτιάξουμε το κοστούμι που θέλαμε, γι' αυτό θα φοράει τα καθημερινά του ρούχα"; Το κάνεις, μπορείς να το πεις αυτό στο θέατρο;

-Πλάκα θα 'χε, μεταξύ μας, να 'τανε κι ένας σαν παλαβός με σημερινά ρούχα σε κάνα έργο εποχής, να περιφέρεται...

-Ωραία πλάκα! Άμα έχει ο καθένας στο μυαλό του κι άλλο πράγμα, η σύγκλιση είναι απαραίτητη. Το κοινό άλλωστε έχει ένα δευτερόλεπτο για να καταλάβει πού βρίσκεται. Δεν έχουν κανέναν οι θεατές δίπλα τους να τους εξηγεί το καθετί φιλολογικά, γιατί φοράει αυτός κίτρινα, ο άλλος κόκκινα, ο άλλος πράσινα.

-Άρα;

-Άρα, πρέπει όλα από τη δική μας πλευρά να είναι τέλεια σχεδιασμένα, τέλεια μελετημένα. Δεν γίνεται με ημίμετρα. Δεν γίνεται με τα ψέματα. Δεν γίνεται με εγωισμούς και ανθρώπινες αδυναμίες τίποτα. Δεν γίνεται με προχειρότητες.

-Γιατί τότε βρίσκεται και κανείς Οφ-οφ-Μπρόντγουεϊ ξαφνικά, χωρίς να θέλω να πω πως κι εκεί, στην Αμερική, δεν λειτουργούν όλα σχεδόν στην εντέλεια. Η δική σας επιστροφή τώρα στη Νέα Υόρκη τι έχει στο πρόγραμμα;

-Το «Φόλλις», κατ' αρχήν, του Στήβεν Σόνχαϊμ. Είναι αυτός που έγραψε τα λόγια για το «West Side Story», τη μουσική και τα λόγια επίσης για το «Gypsie». Μιλάμε για τον καλύτερο ίσως Αμερικανό συνθέτη σήμερα. Και, ύστερα από αυτό, κάνω πάλι, για δεύτερη φορά, δεν ξέρω πόσα χρόνια μετά, δεκαπέντε, είκοσι, το «42nd Street». Νέα παραγωγή, με καινούργια παιδιά, με σύγχρονο, σημερινό βλέμμα.

-Αυτό, σας προκαλεί; Εννοώ, να συμμετέχει κανείς σε κάποιου είδους ρημέικ του ...εαυτού του.

-Ειδικά το «42nd Street» με τραβάει. Γιατί δεν μπορώ και να ξεχάσω πως ο μεγάλος εκείνος χορογράφος, ο Γκάουρ Τσάμπιον, τις ημέρες τότε της παλιάς πρεμιέρας πέθανε. Ακριβώς την ημέρα της πρεμιέρας. Ήταν άρρωστος, αλλά δεν το περίμενε κανείς να φύγει ταυτόχρονα με την τελευταία του δουλειά. Την τόσο καταπληκτική. Γι' αυτό μ' αρέσει και τώρα το μιούζικαλ αυτό. Γιατί έτσι τον θυμάμαι, δεν τον ξεχνώ.

-Ιδιότυπο, αλλά και εξαίσιο μνημόσυνο για κάποιον αυτό.

-Θα το κρατήσουμε το καθετί όπως εκείνος το ήθελε, όπως το είχε εμπνευστεί, όπως το είχε δημιουργήσει, όπως μας το άφησε. Έχει πεθάνει και ο τότε παραγωγός μας, οπότε η αναφορά και το μνημόσυνο που το χαρακτηρίσατε, αφορά παραπάνω από έναν ανθρώπους σημαντικούς.

-Όπως στις ταινίες γράφεται «Dedicated to the memmory of...». Στο θέατρο αυτό πώς γράφεται;

-Απλά, πολύ απλά: στο πρόγραμμα της παράστασης, κύριε Κακίση...



H Σάρρα Τζέσσικα Πάρκερ στο "Άννι" 



-Αυτό να μου πείτε, κόλλησε το μυαλό μου, συγγνώμη. Τι γίνεται όμως σήμερα στην Αμερική, πείτε μας. Εκεί πώς πάτε; Πώς πάνε κι εκεί τα πράγματα «καλλιτεχνικά»;

-Ούτε στην Αμερική πάει και τόσο καταπληκτικά το θέατρο πια, ξέρετε.

-Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να έχω γνώμη κι εγώ από 'δώ...

-Σας λέω, λοιπόν, πως δυστυχώς δεν υπάρχουν ούτε στην Αμερική πολλοί αξιόλογοι νέοι συγγραφείς. Και χωρίς συγγραφείς θέατρο δεν γίνεται. Τον κάναμε πια τον Τέννεσυ Γουίλλιαμς τετρακόσιες φορές. Τον ξανακάναμε, τον παρακάναμε. Και μένει πάντα κλασικός, δεν λέω. Αλλά πώς θα προχωρήσει το πράγμα, άμα στηριζόμαστε συνέχεια στα έτοιμα, στο παρελθόν; Οι επαναλήψεις μπορεί να βοηθάνε λίγο μια κατάσταση, μπορεί να σε βοηθάνε πάντα κάπου να στηριχθείς, αλλά δεν μπορεί να παραμένουν πανάκεια στον αιώνα τον άπαντα.

-Με re-runs ούτε η ...ελληνική τηλεόραση δεν μπορεί πια να σωθεί!

-Η αλήθεια είναι πως τα σκοτώνουν τα νέα παιδιά κι οι κριτικοί σ' εμάς εκεί πέρα. Γιατί όταν κάθεται ένας νέος άνθρωπος κι αφιερώνει κάποια χρόνια από τη ζωή του για να γράψει, για να παρουσιάσει κάτι δικό του, δεν μπορείς εσύ να τον κατακεραυνώνεις εξοντωτικά, να του γράφεις πως δεν αξίζει τίποτα από το πρώτο κιόλας θεατρικό. Γιατί έτσι, αμέσως μετά, ο ίδιος αυτός συγγραφέας, θα σηκωθεί και θα πάει στην Καλιφόρνια, θα μπει στην τηλεόραση, θα πάρει ένα σωρό λεφτά, και στο θέατρο μετά, μην τον είδατε, μην τον απαντήσατε, παιδιά. Έτσι όμως πάει, πεθαίνει το θέατρο, λέω εγώ. Με κάτι τέτοια πράγματα, απόλυτα και σκληρά.

-Οι κριτικοί τις ημέρες μας σαν να 'χουνε απ' όλα πιο πολύ τη σκληρότητα κρατήσει, για να υπάρξουν κι αυτοί, για να σταθούν. Εσείς τι τύχη είχατε, όταν πολύ νέα κάποτε κάνατε το «Γλυκό Πουλί της Νιότης»; Σας φόβισαν κι εσάς τότε κάποιοι, παρά τον ...Καζάν;

-Και βέβαια. Αν και ήμουνα και φοβισμένη από μόνη μου εγώ τότε, μια κι ήμουνα και πολύ νέα. Αν δεν πήγαινε καλά το πράγμα, έμοιαζε σαν να 'τανε η μόνη μου ευκαιρία. Είχε μια πόρτα ανοίξει, κι εγώ έπρεπε και να μπω, και να προσπαθήσω να την κρατήσω για πάντα ανοιχτή. Όταν ανοίγει μια πόρτα μπροστά σου, αν δεν είσαι έτοιμος για όλα, ξέχνα το: δεν ξανανοίγει εύκολα αυτή η πόρτα.

-Εσείς κάνατε καλά, πολύ καλά τη δουλειά σας, αλλά είπαμε, οι κριτικοί ανέκαθεν κριτικοί ήσαν. Είχατε κι αρνητικές κριτικές τότε; Αυτό ρωτάω.

-Μα τι να κριτικάρουνε από έναν Πωλ Νιούμαν, από μια Τζέραλντιν Πέιτς, από τον Καζάν; Από έναν Τζων Μέλζινερ, την κορυφή των σκηνογράφων... Ή μήπως να λέγανε τίποτα για τον Τέννεσυ Γουίλλιαμς; Ομολογώ, πως ήμουνα πολύ προστατευμένη κι εγώ δίπλα σ' όλα αυτά τα ιερά τέρατα. Αν και σπάνια και μετά με χτυπήσανε εμένα. Δεν ξέρω γιατί.

-Ξέρουμε εμείς, οι υπερήφανοι συμπατριώτες σας, κυρία Βαχλιώτη!

-Πάντως, από τον κάθε κριτικό μπορεί κανείς να μαθαίνει πράγματα. Ιδίως αν είναι σοβαρός, καλός κριτικός, η κριτική του αποκλείεται να μη σου είναι, έστω και σε δεύτερη ανάγνωση, χρήσιμη. Εντάξει, αν μιλάμε για έναν απλώς κακό άνθρωπο, που μόνο κακίες ξέρει να λέει, «Δεν μ' αρέσανε τα μάτια της πρωταγωνίστριας ή τα πόδια της», δεν έχει καμία σημασία ο λόγος του. Αν όμως σε κριτικάρει ο κριτικός σωστά, το βλέπεις κι εσύ το δίκιο του κάποια στιγμή, κι αλλάζεις πράγματα στο μέλλον.

-Μιλάμε, βέβαια, για την Ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνος, όταν μιλάμε για τέτοιες περιπτώσεις.

-Συμφωνώ. Γιατί πολλοί κριτικοί έχουνε και προσωπικές βεντέτες με σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Και γράφουνε κακά, ό,τι και να 'ναι το έργο, όσο επιτυχημένο και να 'ναι ένα ανέβασμα. Δυστυχώς, στην Αμερική η δύναμή τους είναι μεγάλη, και μπορούν να σου κατεβάσουν και την παράσταση συχνά.

-Δεν έχουν αλλάξει τα πράγματα από τους «Παραγωγούς» του Μελ Μπρουκς, με τον ανεπανάληπτο Ζήρο Μοστέλ;

-Ο καλός μου Ζήρο! Τώρα, είναι χειρότερα τα πράγματα. Γιατί, όταν το εισιτήριο έχει φτάσει τα εκατό δολάρια, αυτός που θα έρθει, ειδικά στη Νέα Υόρκη με την οικογένειά του για να δει ένα θέατρο, πώς θα ενημερωθεί; Θα διαβάσει τις κριτικές. Κι άμα πέσει σε άσχημη κριτική, γιατί να σηκωθεί να πάει σ' ένα έργο που θα πληρώσει ένα σωρό λεφτά, τετρακόσια, πεντακόσια δολάρια, και να μην του αρέσει; Και χωρίς κόσμο πώς να σταθεί μια παράσταση εκεί;

-Όχι μόνο εκεί, παντού: θέατρο χωρίς κόσμο δεν γίνεται. Αλλά μήπως αυτό τώρα που λέτε δεν είναι ένα επιπλέον πρόβλημα της εποχής μας; Το ότι είναι πάντα ορμηνεμένος ο θεατής από πριν...

-Και δεν έχει τη δική του, την προσωπική του γνώμη; Την απόλυτα δική του γνώμη, όχι δεν την έχει πια ο άνθρωπος. Δυστυχώς. Και του αρέσει μάλιστα να του μασάνε από τα πριν το φαΐ άλλοι. Εδώ ευτυχώς δεν είναι και τόσο ακριβά τα εισιτήρια. Οπότε πάνε κι από μόνοι τους πολλοί, να διαμορφώσουν τη δική τους γνώμη. Γιατί τ' αγαπάνε εδώ το θέατρο.

-Γράφουν καλά και στην Αμερική καμιά φορά οι κριτικοί, κι όμως το έργο κατεβαίνει;

-Αυτό είναι πολύ δύσκολο για την Αμερική, πράγματι. Γιατί, μην ξεχνάμε, στην Αμερική πάνε και περιοδεία τα έργα πριν, και μετά, αφού δοκιμαστούν, ανεβαίνουν και στη Νέα Υόρκη. Στην Αγγλία, λέω, εγώ, είναι το καλύτερο σύστημα απ' όλα: εκεί, ο κόσμος έχει μάθει να πηγαίνει στο θέατρο, και πηγαίνει αδιαφορώντας για το τι του λέει ο ένας και ο άλλος. Κάτι που, είπαμε, δεν το κάνει πια για λόγους οικονομικούς ο Αμερικανός.

-Λοιπόν, πάντα τα λεφτά θα μας κλείνουν το δρόμο, ιδίως στην εποχή αυτή.

-Σου λέει ο άλλος, «-Το πολύ πολύ, πάμε σινεμά». Ναι, αλλά το σινεμά δεν είναι θέατρο. Ωραίο είναι και το σινεμά, δεν τίθεται θέμα, αλλά άλλο η ζωή τού θεάτρου. Άλλα τα φώτα τα δικά του.



The Great Gatsby



-Κι αυτό το λέτε εσείς, που για τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ» το πήρατε και το Όσκαρ σας;

-Εγώ πάντα θα 'χω πρώτο μέσα μου το θέατρο. Εκείνο που με τρελαίνει εμένα στο θέατρο, είναι το γεγονός ότι όλα γίνονται επιτόπου, εκείνη τη στιγμή. Άπαξ κι έχει ανέβει η αυλαία, δεν μπορεί να πει κανείς στοπ. Ή, «-Take five», διάλειμμα τώρα λίγο και μετά το ξαναγυρίζουμε αυτό. Τέτοια στο θέατρο δεν υπάρχουν. Στο θέατρο ή είσαι ή δεν είσαι. Όλα είναι ζωντανά, όλα αναπνέουν ενώπιόν σου. Ενώ στο σινεμά τελείως αλλιώς γίνονται τα πράγματα.

-Στο θέατρο συμμετέχουν κι οι μυρωδιές και τ' αρώματα. Άσε που το σανίδι της σκηνής έχει τη δική του αύρα, αποπνέει το δικό του, υπέροχο πάντα, άρωμα. Εδώ είναι έναν ωραίο σημείο να πούμε λίγο και για το δικό σας μετιέ: μου την είχατε χαρακτηρίσει «ζωντανή ζωγραφική» τη δικιά σας τη δουλειά, άλλοτε.

-Μα δεν είναι; Δεν κουνιούνται όλα τα χρώματα, δεν στριφογυρίζουνε στα κοστούμια πάνω, δεν μιλάμε για έναν πίνακα που αλλάζει συνέχεια σχέδιο και χρωματισμούς;

-Συμφωνώ. Πώς γίνεται όμως έτσι να μην μπλέκουν, στιγμές-στιγμές, τα χρώματα, κάθε τους νέα θέση να μην τα χαλάει, μας λέτε;

-Τώρα, όσον αφορά τα χρώματα, είναι και πώς το βλέπει ο καθένας το πράγμα. Περί χρώματος ...ουδείς λόγος! Ένας συνδυασμός που εσάς σας αρέσει πολύ ίσως, πιθανότατα να μη μου αρέσει εμένα καθόλου. Τα χρώματα δεν είναι υπόθεση αντικειμενική. Τα χρώματα είναι από τις πιο υποκειμενικές ιστορίες. Για μένα, τα χρώματα είναι μέρος της μουσικής. Μέρος των ρόλων. Μέρος της ηθοποιίας. Μέρος των πάντων, τελικά.

-Κι εσείς στα χρώματα πώς πάτε; Ως συνθέτης ζωγραφικός, αποδελτιώνοντας χρωματικά μέσα σας τις κινήσεις, τα νοήματα, τους χαρακτήρες κάθε έργου;

-Μ' ένα χρώμα αρχίζω εγώ πάντα. Σ' ένα κομμάτι χαρτί πάνω βάζω σιγά-σιγά τα χρώματα που το κάθε έργο μέσα μου εμπνέει. Σαν να 'χω μπροστά μου βόλους, σαν παιδί. Που τους πηγαίναμε από 'δώ κι από 'κεί, ανακατεύοντας τα χρώματά τους, να δούμε τι πάει με τι. Κι αν δω μια κακοφωνία ανάμεσα, ένα πράσινο άσχετο ξαφνικά, αμέσως το διώχνω, αμέσως το πετάω.

-Και τα κοστούμια έρχονται σαν σχήματα μετά, να ορίσουν τους τόπους τού κάθε χρώματος ιδανικά, φαντάζομαι.

-Στο θέατρο παίζει τρομερό ρόλο και ο φωτιστής. Αυτός μπορεί να σου πάρει τα ωραιότερα χρώματα και να σου τα κάνει μια λάσπη, μια βρώμα. Αν δεν φωτίσει σωστά ο φωτιστής, πας, τα χρώματά σου καταστράφηκαν. Και για να μη γίνονται καβγάδες μετά τρικούβερτοι, συνήθως δίνουμε στον φωτιστή μας έναν μπούσουλα με όλα τα χρώματα που είναι να χρησιμοποιήσουμε στην παράσταση, και μας λέει κι αυτός τι μπορεί να γίνει, τι τον βολεύει. Αν έχεις ένα πράσινο κι ένα κόκκινο μαζί, πώς να τα φωτίσεις σωστά; Με τη συνεργασία όλα λύνονται, όλα γίνονται.

-Τη συνεργασία οι Έλληνες, οι τόσο μοναχικοί κι εγωιστές, τη μαθαίνουνε θέλοντας και μη στο εξωτερικό; Γιατί από την Κάλλας ώς τον Μητρόπουλο, ώς τον Καζάν, ώς τη Θεώνη Βαχλιώτη-Όντριτζ...

-Θέατρο σημαίνει όλοι μαζί. Τέχνη σημαίνει όλοι μαζί. Ιδίως στην Αμερική, που ο τόπος είναι φτιαγμένος απ' όλων των ειδών τους ανθρώπους...

-Απ' όλων των ειδών τα χρώματα! Εκεί πώς τα καταφέρνουμε λέτε, και ξεχωρίζουμε;

-Δεν ξεχωρίζουν μόνο οι Έλληνες, πάντως. Αλλά μιλάμε για μια χώρα που άμα της δίνεις, σου δίνει. Αυτό είναι το κόλπο, η μέθοδός τους. Έτσι φτιάξανε το κράτος τους, τον πολιτισμό τους: αγκαλιάζοντας τους ανθρώπους που έχουν κάτι να τους προσφέρουνε.

-Οι δικοί μας δεν γίνεστε και τελείως, τελείως δικοί τους, λέγεται.

-Οι Έλληνες έχουν πάρα πολύ καλή φήμη πια στην Αμερική. Όσοι έφυγαν από 'δώ, οι παλιοί ιδίως, πήγαν να φτιάξουν εκεί τις ζωές τους, όχι να τις ξαναχαλάσουν. Να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να προχωρήσουνε, ν' ανεβούνε. Εδώ είναι μικρό το μέρος. Πάντα θα υπάρχουν μεταξύ μας αντιζηλίες, προβλήματα, δυστυχώς. Εκεί υπάρχει άπλα, ευρυχωρία.

-Ο τόπος μας είναι κλειστός, άλλωστε.

-Δεν φταίει ο τόπος. Εγώ τον βρίσκω τον τόπο μας υπέροχο. Οι Έλληνες που μένετε εδώ δεν έχετε πολύ-καταλάβει τι έχετε. Σε τι παράδεισο θα μπορούσατε να ζείτε. Η Ελλάδα θα 'πρεπε να 'ναι η πιο προχωρημένη Ελβετία του κόσμου όλου πια!

-Με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, πού ξέρετε, μπορεί και να το πετύχουμε. Ωραία που τελειώνουμε με τους Έλληνες.

-Μα τελειώνει κανείς ποτέ με τους Έλληνες; Τελειώνει κανείς ποτέ με την Ελλάδα; Θυμάμαι πώς έλεγε ο Ντασσέν στο "Ίλυα Ντάρλινγκ", που είχε όλους τους Έλληνες μαζί, τη Μελίνα, τη Διαμαντίδου, τον Βανδή, τον Κούρκουλο: "Πω-πω-πω φωνές! Όλοι μαζί πάντα μιλάτε"; Γιατί όταν μας αφήσουνε να μιλήσουμε, εμείς οι Έλληνες μιλάμε. Μιλάμε πολύ.


Πηγή: ΤΑ ΝέΑ, ΠΡόΣΩΠΑ, ΣάΒΒΑΤΟ 2 ΔΕΚΕΜΒΡίΟΥ 2000.



Θεώνη Βαχλιώτη-Όλντριτζ