«Η ποίησή του δεν έχει ήθος» - Μια αρνητική κριτική του Αιμίλιου Χουρμούζιου στο «Πούσι» του Νίκου Καββαδία
Σε γενικές γραμμές η κριτική στάθηκε θετική απέναντι στο έργο του Νίκου Καββαδία. Οι ποιητικές συλλογές του Κεφαλλονίτη ποιητή τράβηξαν την προσοχή και έτυχαν ευνοϊκής υποδοχής από τον τύπο και τα λογοτεχνικά έντυπα της εποχής. Γνωστοί διανοούμενοι έγραψαν επαινετικά και ενθαρρυντικά σχόλια, διέκριναν δυνατότητες και ξεχώρισαν τον τρόπο του νέου -τότε- ποιητή. Ο Φώτος Πολίτης, ο Καίσαρ Εμμανουήλ, ο Κώστας Βάρναλης, ο Ασημάκης Πανσέληνος και άλλοι αξιολόγησαν με θετικό πρόσημο τις δύο πρώτες συλλογές, τα «Μαραμπού» (1933) και «Πούσι» (1947).
Από το σύνολο των καταγεγραμμένων κριτικών ωστόσο, σε αντιδιαμετρική, αρνητική κατεύθυνση κινείται η κριτική του Αιμίλιου Χουρμούζιου, σχετικά με την ποιητική συλλογή «Πούσι», που δημοσιεύτηκε στο Τεύχος 483 της Νέας Εστίας (1947). Πρόκειται για ένα πραγματικό καταπέλτη εναντίον του Νίκου Καββαδία, που βρίθει βαρύτατων χαρακτηρισμών και σκληρών ειρωνειών. Παρ' όλ' αυτά, το κείμενο προσπαθεί προς το τέλος του να λειάνει τις ακμές επισημαίνοντας θετικά στοιχεία.
Αναδημοσιεύουμε λοιπόν το κείμενο αυτό της Νέας Εστίας στο σύνολο του, καθώς έχει σίγουρα μεγάλο ενδιαφέρον για τους αναγνώστες και φίλους του Νίκου Καββαδία. Σαν σημείωση από μεριάς μας: Θα ήταν δίκαιο η κριτική αυτή να «κριθεί» στα πλαίσια της εποχής που γράφτηκε (1947) και επίσης να ληφθεί υπόψιν ότι Καββαδίας και Χουρμούζιος διατηρούσαν καλές σχέσεις. Μάλιστα το 1961 ο Χουρμούζιος θα μεσολαβήσει, ώστε να επανεκδοθούν τα «Μαραμπού» και «Πούσι» σε ένα τόμο από τις εκδόσεις «Γαλαξίας».
Το κείμενο έχει μεταφερθεί στο μονοτονικό και διατηρεί την αρχική του ορθογραφία.
Κώστας Μουγιάκος
Ν. Καββαδία: «Πούσι».
Από το 1933, όταν ο Φώτος Πολίτης παρουσίαζε τον ποιητή των «Μαραμπού» σαν αντιπρόσωπο μιας νέας συναισθηματικής στάσης απέναντι στα παραδεγμένα τού καιρού, αντιπρόσωπο ενός νέου κόσμου πού αναφαίνεται, ακριβώς τη στιγμή που τα παλιότερα ιδανικά των περασμένων γενεών βρίσκονται στο τελευταίο στάδιο της φθοράς των - από τότε, ίσαμε σήμερα πέρασαν δεκαπέντε πλήρη, μεγάλα, ακέραια χρόνια. Εχώρεσαν τη Διχτατορία, τον Πόλεμο, την Κατοχή, την Απελευθέρωση, τον Εμφύλιο (πράξη πρώτη), τον Εμφύλιο (πράξη δεύτερη), το Δράμα τού έθνους... Ο Ν. Καββαδίας έμεινε ο συμπαθέστατος, ο πρωτότυπος έστω - δηλαδή ο όχι και τόσο πρωτότυπος πιά - ο αδιάφορος σ’ όλη την άλλη, την έξω από τα καράβια, τις αντέννες, τις βάρδιες και τούς πνιχτούς μεθυσμένους έρωτες των λιμανιών ζωή. Μαραμπού! Ένα πυκνό πούσι έχει κατέβει και κρύψει από την οπτική γραμμή τού ποιητή όλο τον πόνο των ανθρώπων. Κυττάζω από περιέργεια τις χρονολογίες των τραγουδιών του. Ένα το 1940. Δυο άλλα στα 1942. Ένα άλλο στα 1944. Δύο στα 1945. Άλλα δύο στα 1946. Τ' αποδέλοιπα είναι πριν από το Σαράντα. Μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας της φυλής του, πουθενά. Ή μάλλον δύο στίχοι υπομνηστικοί των εκτελέσεων στην Καισαριανή και της τραγωδίας του Διστόμου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκάρθια Λόρκα...
Βιάζομαι να το γράψω, με όσην αυστηρότητα μου εμπνέει το προκλητικό θέαμα μιας πλούσιας έκδοσης, πού σ’ αυτήν μάλιστα συνεργάστηκαν από αγάπη εφτά χαράκτες διακοσμητές, πως μπορεί ο κ. Καββαδίας να είναι αισθηματικά ένας πάροικος του τόπου αυτού, μπορεί χώρος του, πατρίδα του, κόσμος του να είναι οι άνθρωποι της Τοκοπίλλα, του Περού ή της Μπομπάλλα, μα στα 1947, έπειτα από δέκα ολόκληρα χρόνια αγωνίας και θανάτου, η ποίησή του δεν έχει ήθος. Λυπούμαι πού το γράφω, μα το πιστεύω˙ κι ό,τι πιστεύω το γράφω – μ’ όλο που ο κ. Καββαδίας μου είναι σαν άνθρωπος, και σαν ποιητής ακόμη, συμπαθέστατος.
Θα ήθελα να λησμονήσω τις χρονολογίες των τραγουδιών, θα ήθελα νοερά να μετοικήσω κ’ εγώ, να καθήσω σταυροπόδι απάνω σε κάποιο παλαμάρι στην κουβέρτα καποιανού φορτηγού πού αναπνέει τον αγέρα των θαλασσών τού Νότου, να κάνω στη μνήμη μου μιαν ένεση μορφίνης για να λησμονήση την ανθρώπινη περιπέτεια... – ή, αν δεν του γίνομαι βάρος, ας με πάρη μαζί του ο κ. Καββαδίας σε κάποιαν έρημη ξέρα της Πολυνησίας για να μου πη κάτω από το φεγγάρι για τη Γοργόνα που πέταξε στον πόντο μεθυσμένη, και να με ποτίση με το χασίσι του Κάπταιν Τζίμμυ για να ξεχάσω - να ξεχάσω το κάθε τι και λεύτερος από το φορτίο των αναμνήσεων να μπω μαζί του μέσα στους ξωτικούς κήπους που ανοίγει η ποίησή του. Έτσι...
... έτσι μπορεί κανένας να χαρή την ποίηση του Μαραμπού. Να τη χαρή χωρίς πια την πρώτην έκπληξη. Τότε, στα 1933, το εξωτικό, η σύζευξη των κοινών ποιητικών τόπων - της ρίμας, του καλορυθμισμένου στίχου, των γνώριμων μέτρων - με ολόκληρον εκείνο τον κόσμο, που ως εκείνη την εποχή, ή την αμέσως νωρίτερη, έμενε εξορισμένος από την ποιητικήν ύλη, μπορούσε να ήταν ένας ευπρόσδεκτος νεωτερισμός ακόμη και μια επανάσταση για όσους ποθούσαν μιάν αδρότερη κι ουσιαστικότερη επαφή με τη ζωή, την όποια ζωή. Ήταν η εκδήλωση μιας αντίδρασης στην ωχρή και μαραζωμένη από τα λογίς spleen ρομαντικήν ακόμα διάθεση του καιρού παρά την παρένθεση του πρώτου πολέμου. Σήμερα ο κοσμοπολιτισμός αυτός δεν είναι πιά νεωτερισμός. Δεν είναι ξάφνιασμα. Εξάλλου μεσολάβησαν τόσα ταξίδια έως το Βλαδιβοστόκ, ξεφορτώθηκε τόση μανιτόμπα σε λιμάνια κι αρμένισαν τόσες χίμαιρες στους ωκεανούς, που το εξωτικό έπαψε να ναι εξωτικό. Δαμάσθηκε από την αίσθησή μας, έγινε του σπιτιού μας και η έκπληξη έγινε πιά υπόμνηση απλώς... Ωστόσο νοιώθεις πώς ο Καββαδίας σου προσφέρει γνήσια πραμμάτεια. Είναι εμπειρία ζωής αυτό που σου δίνει. Είναι κομμάτια ζωντανά από ύλη ζεστή που σπαρταρά από ηλεκτρισμό - όσο κι αν τα θέματά του, θέματα παρατήρησης και καταγραφής νωθρών καταστάσεων, δεν απομακρύνονται κάποτε από την αφηγηματικότητα που χαρακτήριζε άλλωστε και το πρώτο του βιβλίο με στίχους. Μολαταύτα οι εικόνες του δεν είναι αφηρημένες· αντιπροσωπεύουν καταστάσεις που ο ποιητής τις υποβάλλει με εκπληκτικήν ενάργεια. Το πάθος από τα τραγούδια τούτα λείπει σχεδόν ολότελα. Ο στίχος είναι υπαινικτικός κι όχι πλαστικός. Νοσταλγικός μάλλον παρά δημιουργός άμεσων συγκινήσεων από την επαφή του αναγνώστη με τον ποιητή. Έχει τη γοητεία όλων των πραγμάτων που βρίσκονται σε κάποιαν απόσταση από το καθημερινό συνηθισμένο και τοπικό γεγονός. Ρεαλιστικός χωρίς προσπάθεια καλλιλογίας ο κ. Καββαδίας, υποβάλλει εκείνο πού θέλει. Παρασύρει με την πιο μεγάλη ευκολία τον αναγνώστη του κ’ είναι τούτο άσφαλτο σημάδι της γοητείας του. Έτσι, με παράσυρε και μένα, στ’ απίθανα τούτα ταξίδια που σ’ άλλους είναι πράξη και καθημερινή πείρα, σ’ άλλους είναι αποδημία της φαντασίας. Βρίσκουμαι ακόμη μαζί με τον πλοηγό μου και δε θέλω να ξαναγυρίσω για να συλλογιστώ πάλι πως ο ποιητής έμεινε, είτε θεληματικά είτε από αδιαφορία, πίσω από το πούσι του...
ΑΙΜ.
X.