Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2007

Ο Αντώνης Μποσκοΐτης για τον "Έρωτα Αρχάγγελο" του Χρήστου Λεοντή




Η επάνοδος στη δισκογραφία ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες με ένα νέο κύκλο τραγουδιών. Προτού ακούσει ακόμη κανείς το cd, από το εξώφυλλο με τον πίνακα του Στέφανου Ρόκου, γίνεται σαφές πως ο Λεοντής δεν αποκλίνει ούτε στο ελάχιστο από τις αισθητικές του αρχές, με τις οποίες πήρε τη θέση του μέσα στο έντεχνο τραγούδι. Ο Έρωτας Αρχάγγελος ακολουθεί από «αρχιτεκτονική» άποψη, τη γραμμή της χρυσής εποχής του ελληνικού τραγουδιού των δεκαετιών 1960 και ’70. Δηλαδή αυτήν, σύμφωνα με την οποία υπάρχει ο δημιουργός – συνθέτης (ο Χρήστος Λεοντής), ο ερμηνευτής ή οι ερμηνευτές (εδώ, οι Δημήτρης Μητροπάνος, Νίκος Δημητράτος, Παντελής Θαλασσινός, Δώρος Δημοσθένους, Μαρία Σουλτάτου, Ιωάννα Φόρτη) και ο στιχουργός (ο Δημήτρης Λέντζος). Τον Λέντζο τον γνωρίσαμε μέσα από τη συνεργασία του με τον συνθέτη Μιχάλη Τερζή, απ’ όπου και είχαν προκύψει ορισμένα πολύ όμορφα τραγούδια (Αχ, η ζωή με τον Π. Θεοχαρίδη κλπ.). Η σεμνότητα αναγραφής της ιδιότητας του στο εξώφυλλο τιμά τόσο τον ίδιο, όσο και τον Λεοντή – κοινώς, να τα βλέπουν άλλοι που φιγουράρουν ως ποιητές στους δίσκους.


Αξιοποιώντας, λοιπόν, σήμερα έξι σπουδαίες φωνές και καθοδηγώντας τις απόλυτα στην υπηρεσία της αληθινής τέχνης, ο Λεοντής έφτιαξε δεκαπέντε λαϊκά τραγούδια με στιχουργικό ζητούμενο τον έρωτα. Έναν έρωτα, όμως, με όλη του την αξιοπρέπεια, πραγματικό Αρχάγγελο και όχι φορέα μικροαστικών ονειρώξεων, όπως δυστυχώς συνηθίζεται στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Συγκλονιστικός ο Νίκος Δημητράτος, ιδιαίτερα στο Ένα ζεϊμπέκικο παλιό της έναρξης, στο Μαρακές που οι στίχοι χρωστάνε πολλά στον Νίκο Καββαδία και στο βυζαντινό επιμύθιο Αχ! Ελλάδα μου, που πας. Δωρικός για μιαν ακόμη φορά ο Μητροπάνος στο ομότιτλο τραγούδι. Και μέσα στο αμιγές λαϊκότροπο μέρος του έργου, δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν ορισμένες γλυκές μπαλάντες, απ’ αυτές που μόνο ο Λεοντής ξέρει να χτίζει: Τα λόγια ανατέλλουνε με τον Π. Θαλασσινό, το Φεγγάρι μου πορτοκαλί με την Ι. Φορτή, η Θαλασσινή αναφορά με τη Μ. Σουλτάτου και οι Αγάπες μάγισσες με τον Δ. Δημοσθένους. Μια αυθεντικότητα και ένας σπάνιος ποιητικός στοχασμός πάνω στη νεότερη ελληνική ιστορία, έστω και με τρόπο υπαινικτικό, χαρακτηρίζει τα περισσότερα κομμάτια του Έρωτα Αρχάγγελου, κάνοντας τελικά ευτυχή την επάνοδο του συνθέτη στα δισκογραφικά δρώμενα.


Την παραγωγή του δίσκου ανέλαβε το μουσικό περιοδικό Μετρονόμος και ο Θανάσης Συλιβός, εγκαινιάζοντας έτσι μια καινούργια δραστηριότητά του. Τον συγχαίρουμε και ευχόμαστε ολόψυχα καλή τύχη!

Αντώνης Μποσκοΐτης
Η Εποχή, 29 Ιουλίου 2007




Τη συνέντευξη του Χρήστου Λεοντή στα Μ.Π. μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ:
http://mousikaproastia.blogspot.com/2007/07/blog-post.html

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2007

Αναφορά στη Θεσσαλονίκη



Δε γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη. Ούτε μελαγχολικές ατάκες σαν αυτές που λεν οι μυημένοι, ούτε ονοματολογίες, τοπωνύμια και γενεαλογικά δέντρα, ούτε κλισέ Θεσσαλονίκη-Αθήνα, ούτε τίποτα. Κι ας ξέρω απ' έξω τη διαδρομή. Μόνο τραγούδια για την πόλη που συνάντησα κάποτε, και που θα συναντήσω ξανά. Μα και για τα τραγούδια πολλά πράγματα ούτε έμαθα, ούτε θυμάμαι. Με πήγαν αυτά σε μια Θεσσαλονίκη άγνωστη, ή επιβεβαίωσαν τα λόγια τους κάτι που είχα ήδη ζήσει; Θα σας γελάσω. Πάντως, δε γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη.

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ


Δεκέμβρης του '44
με μια μοτοσικλέτα του ΕΛΑΣ
η μάνα μου ετοιμόγεννη, γυρίζει ο θανατάς
Να η μαμή, ανασηκώνει το μανίκι
έτσι γεννήθηκα στην Σαλονίκη.


Από τα χώματα και με το αεράκι
βλέπει το τραμ να έρχεται γραμμή
είναι κατάφωτο και στο σκαλοπατάκι
στέκει ο Τσιτσάνης μ' ένα μικρό βιολί.


Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
μπροστά στην κλειδαρότρυπα σκυφτός
Κάστρα ανεμισμένα, καΐκια μέσ' στο φως
Η προκυμαία, βεγγαλικά και χορωδίες
τζάμια, το πλήθος βλέπει οπτασίες.


Τα χρόνια που εξαγόρασε για πάντα
η φαντασία του τα λέει παιδικά
και όπως μακραίνει του ορφανοτροφείου η μπάντα
μοιάζουν σαν να 'ναι μελλοντικά.


Κρυμμένος σαν παιδί και σαν δραπέτης
κάτω από την σκάλα που ακουμπάει το φως
στο ράδιο ο πατέρας αφουγκράζεται σκυφτός
Στριφογυρίζω, μια σημαιούλα μες στο κρύο
νύχτα και φέγγει το στρατοδικείο.


Μέσα απ' τον τοίχο που έσκασε η μπόμπα
βλέπει ένα σιντριβάνι από χρυσό
ο κόσμος λιώνει σα δωμάτιο με σόμπα
κι οι δυο Ελλάδες σιγοπίνουν το πιοτό.


Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ
στο υπόγειο νησί τους ταξίδεψα ως εδώ
με μια κρυφή, εκ γενετής αιμορραγία
Ελλάδα, γλώσσα τυφλή στην γεωγραφία
Ελλάδα, οικόπεδο και αποικία.


Αν τον ρωτήσετε που βρήκε δεκανίκι
πώς λογαριάζει να βρει την άκρη δηλαδή
θα αποκριθεί: «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη
και ξέρω απ' έξω τη διαδρομή».

(Στίχοι-Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος, Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Διονύσης Σαββόπουλος, Δίσκος: «Η Ρεζέρβα», 1979).


Είναι άραγε τυχαίο ότι ο Καββαδίας στη δική του «Θεσσαλονίκη» παίζει με τη μνήμη, με το τι ξέχασες και το τι θυμάσαι ακόμα, δέκα χρόνια μετά; Είναι τυχαίο ότι διαλέγει τη «Θεσσαλονίκη» ως σκηνικό ενός παιχνιδιού με τον χρόνο και με τη λήθη; Όχι βέβαια. Γιατί η Θεσσαλονίκη είναι κυρίαρχα πόλη της μνήμης, πόλη στην οποία η ιστορία ζει εντός της, είτε είναι η ιστορία η δικιά σου, είτε η ιστορία αιώνων και ανθρώπων περασμένων, διωγμένων, ξεριζωμένων. Μπορεί να ξέχασες «τον σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι», αλλά «θυμάσαι την Σμαρώ και την Καλαμαριά». Μπορεί να σε λησμόνησαν όλοι «εχτός από την μάνα σου», αλλά εσύ κρατάς ακόμα μέσα σου τη στιγμή που «πριν δέκα χρόνια, μεθυσμένη», σου είπε «σ’ αγαπώ». Μπορεί να λιγόστεψαν οι προφάσεις, μπορεί να ξέμεινες από εξηγήσεις και δικαιολογίες. Αρκεί που θυμάσαι το χαμόγελό της από μακριά, και τα φώτα της Καμάρας να καθρεφτίζονται πάνω της.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’ έστειλε ο πρώτος στα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι την Σμαρώ και την Kαλαμαριά.

Ξέχασες ’κείνο τον σκοπό που λέγανε οι Xιλιάνοι
-Άγιε Nικόλα φύλαγε κι Άγια Θαλασσινή.-
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει, παιδί του Modigliani
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Mαρμαρινοί.

Aπάνω στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Exτός από την μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.

Kάτω από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες «σ’ αγαπώ».
Αύριο σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το depot.

(Στίχοι: Νίκος Καββαδίας, Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος, Ερμηνεία: Γιάννης Κούτρας, Δίσκος: «Ο Σταυρός του Νότου», 1979).

Η Θεσσαλονίκη του Καββαδία και των Ξέμπαρκων δεν διαφέρει από τη Θεσσαλονίκη-σύμβολο που έχω στο μυαλό μου. Μια πόλη που σε έλκει τόσο ώστε να είσαι καταδικασμένος να γυρίζεις τριγύρω της, να επιστρέφεις σε αυτήν αλλά από απόσταση, να μην της επιτρέπεις να σε κυριαρχήσει. Μια πόλη την οποία πρέπει «να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά». Ένα απόγευμα, άνοιξη του ’98, είχα την τύχη να τη δω και εγώ από τη θάλασσα, σε ένα πολύχρωμο τουριστικό καραβάκι που έκανε βόλτες στο Θερμαϊκό. Και κατάλαβα πόσο σωστή είναι η προτροπή του Καββαδία, πόσο πιο ασφαλής και ακίνδυνη είναι η Θεσσαλονίκη όταν τη βλέπεις από το καράβι. Ας είναι.

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΙΙ


Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου 'γινες μοτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.


Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ήτανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.


Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
μα τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
-της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι-
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.


Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο μάδησε και έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια, στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.


Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.

Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
Μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.

(Στίχοι: Νίκος Καββαδίας, Μουσική-Ερμηνεία: Ξέμπαρκοι, Δίσκος: “S/S Ionion 1934”, 1986).

Και φτάνουμε στο τέλος, ή μήπως πάλι στην αρχή; Τι εννοεί η βραχνή φωνή του Μητροπάνου όταν τραγουδάει «με το μεράκι σου να βγαίνω στη ζωή»; Τι σημαίνει να βγαίνεις στη ζωή με το μεράκι της Θεσσαλονίκης; Οι Εγγλέζοι το λένε “contradiction in terms”. Βγαίνω στη ζωή με την πόλη αυτή σημαίνει στην πραγματικότητα ότι δεν βγαίνω στη ζωή, ή ότι βγαίνω σε μια ζωή όπου το τέλος βρίσκεται ήδη εντυπωμένο στην αρχή της. Η Θεσσαλονίκη σε καταδικάζει να την κουβαλάς στον ώμο, να την φέρνεις μαζί σου σαν πληγή, και εσύ όλο ξύνεις και ξύνεις ανήμπορος να την ξεφορτωθείς. Αλήθεια, σκοπεύεις να επιστρέψεις στη Θεσσαλονίκη; Ή μήπως δεν έφυγες ποτέ από αυτήν;

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΣΑΒΒΑΤΟΒΡΑΔΟ ΚΙ ΑΠΡΙΛΗΣ

Θεσσαλονίκη, Σαββατόβραδο κι Απρίλης
και να μου δίνεις τον καημό μ’ απλοχεριά
σε κάποια απόμερη γωνιά της Νέας Κρήνης
με το τζουκ -μποξ να με γυρίζεις στα παλιά.


Σε ένα ρεμπέτικο θα ρίξω την ψυχή μου
να ξεγελάσω τον χαμένο τον καιρό
ήτανε κάποτε η άνοιξη δική μου
ήμουνα κάποτε Απρίλης σου εγώ.


Θεσσαλονίκη και απ’ το κάστρο το βραδάκι
να σ’ αγναντεύω και να λιώνω σαν κερί
δεκαοχτώ χρονών τρελό παλικαράκι
με το μεράκι σου να βγαίνω στη ζωή.


(Στίχοι: Κυριάκος Ντούμος, Μουσική: Γιώργος Χατζηνάσιος, Ερμηνεία: Δημήτρης Μητροπάνος, Δίσκος: «Τα συναξάρια», 1981).

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007

"Και φτάνουμε το σούρουπο μες στο σταθμό Λαρίσης..."




Συναντιούνται οι δύο συντελεστές των Μουσικών Προαστίων ύστερα από καιρό. Ο ένας έχει ταξιδέψει επί τέσσερις ώρες με το τρένο κουβαλώντας και τον υπολογιστή του, για να κάνει μουσική έκπληξη στον άλλον. Είχε περάσει στον υπολογιστή έναν από τους πιο αγαπημένους δίσκους του, κι ήθελε να τον ακούσει μαζί με το φίλο του. Ο άλλος εντωμεταξύ είχε αγοράσει από το "Ελ. Βενιζέλος" ένα CD (από τα πιο αγαπημένα του) για να κάνει έκπληξη στον πρώτο, όταν θα συναντιόνταν στην Ουαλία. Πάει να ανοίξει τον υπολογιστή ο ένας και λέει "κάτσε να ακούσεις τι σου 'φερα". Την ίδια στιγμή παίρνει ο άλλος το CD στα χέρια του και τού το δείχνει: "κάτσε κι εσύ να ακούσεις τι σου 'φερα". Έπεσαν ξεροί και οι δύο, όταν κατάλαβαν ότι αυτό που είχαν φέρει ο ένας στον άλλον ήταν ο ίδιος δίσκος.

Συνέβη χθες το βράδυ. Ο δίσκος; Μα φυσικά "Τα Ωραιότερα Τραγούδια με την Αθηναϊκή Κομπανία". Σκεφθήκαμε λοιπόν να μοιραστούμε μαζί σας την έκπληξη και τη χαρά αυτής της συνάντησης, με το μεγάλο τραγούδι:





ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Στην τσέπη πέντε τάλιρα, και πάω στην Αθήνα
χαράμισα τα νιάτα μου εδώ στην ξένη γη
Στα χρόνια που εδούλευα και προκοπή δεν είδα
αχ, πόσο ενοστάλγησα την κάθε σπιθαμή.

Οι φάμπρικες κι οι μηχανές στη σκέψη μας αμπάρα
μας κλέβουνε τα όνειρα, και μένουμε φτωχοί
Στους ώμους το σακάκι μου, στη τσέπη τα τσιγάρα
στου τραίνου το διάδρομο για την επιστροφή.

Και φτάνουμε το σούρουπο μες στο σταθμό Λαρίσης
Ποτέ δεν το περίμενα πως θα με καρτερείς
Με της χαράς τα κλάματα ελπίδες να γεμίσεις
την μέχρι τώρα αδέσποτη και άδεια μου ζωή.

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Νικηφόρος Ρώτας: Για το άμουσο άτομο



Ο αείμνηστος συνθέτης Νικηφόρος Ρώτας (1929-2004) διακρίθηκε για τη μουσική παραγωγή του που περιλαμβάνει πάνω από 80 έργα μουσικής για ορχήστρα, φωνητικά σύνολα, και ηλεκτρονικής μουσικής, καθώς και 40 έργα μουσικής για το θέατρο, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Σημαντική υπήρξε και η συγγραφική του δραστηριότητα, με κορυφαία τα βιβλία "Πως ακούμε μουσική" (Αθήνα: Κέδρος, 1986) και "Και η μουσική που είναι;" (Αθήνα, Καστανιώτης, 1994). Ο Νικηφόρος Ρώτας υπήρξε αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης και πρωταγωνίστησε στο Θέατρο του Βουνού, έχοντας σπουδάσει και στη δραματική σχολή Θεατρικό Σπουδαστήριο.
Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το βιβλίο του "Και η μουσική που είναι;", που περιλαμβάνει άρθρα από την πολυετή συνεργασία του συνθέτη με την εφημερίδα "Ριζοσπάστης". Το συγκεκριμένο άρθρο "Για το άμουσο άτομο" πραγματεύεται τη σχέση απο-πολιτικοποίησης και απο-μουσικοποίησης. Τη σχέση αυτή τη θεωρούμε ως ένα ιδιαίτερα επίκαιρο ζήτημα, όχι φυσικά λόγω των εκλογών, αλλά εξαιτίας της συνεχιζόμενης ομογενοποίησης και υποβάθμισης του σύγχρονου εθνικού και υπερεθνικού μουσικού πολιτισμού μας. Μ.Π.

***

ΓΙΑ ΤΟ ΑΜΟΥΣΟ ΑΤΟΜΟ

του Νικηφόρου Ρώτα

Αργά αλλά σταθερά εξελίσσεται αυτό το σχέδιο: να δημιουργηθεί το α-μουσικό και γενικότερα το άμουσο άτομο. Για τη σωστή κατανόηση της έννοιας «α-μουσικό άτομο» ας βοηθηθεί ο αναγνώστης από την ήδη γνωστή έννοια «α-πολιτικό άτομο». Και για τη δημιουργία του α-πολιτικού ατόμου εξελίσσεται αργά αλλά σταθερά άλλο σχέδιο. Αυτές οι δύο έννοιες (άτομο α-πολιτικό, άτομο α-μουσικό) και αυτά τα δύο σχέδια συγγενεύουν μεταξύ τους. Δε θ' ασχοληθώ με την ταυτότητα των πατρώνων αυτών των σχεδίων. Θα επιχειρήσω μόνο να διατυπώσω τις σκέψεις μου για το ίδιο το ζήτημα:

Κατ’ αρχήν αυτό το πρόβλημα είναι καθολικό και παγκόσμιο. Δηλαδή ο κίνδυνος από τη δημιουργία του α-πολιτικού και άμουσου ατόμου αφορά ολόκληρη την ανθρωπότητα με τρόπο ανάλογο με την οικολογική καταστροφή. Αυτά τα δύο προβλήματα νομίζω πως έχουν σήμερα τη μεγαλύτερη παγκοσμιότητα. Και τα δύο οδηγούν στο ίδιο σημείο: στη χειροτέρευση (ή καταστροφή) της ζωής. Το ένα της βιολογικής, το άλλο της κοινωνικής. Η οικολογική καταστροφή οδηγεί στη χειροτέρευση (ή καταστροφή) της βιολογικής ζωής. Η δημιουργία του α-πολιτικού και άμουσου ατόμου οδηγεί στη χειροτέρευση (ή καταστροφή) της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων, δηλαδή αυτού που ονομάζουμε ανθρώπινο πολιτισμό. Η καταστροφή του περιβάλλοντος απειλεί τη ζωή. Η καταστροφή της πολιτικότητας και μουσικότητας του ανθρώπου απειλεί την κοινωνικότητά του, της οποίας η απουσία μπορεί να αφήσει τον πλανήτη γεμάτον από άτομα χωρίς πνεύμα. Αυτά τα άτομα θα έχουν χάσει ακόμα και τη στοιχειώδη ικανότητα να μιλάνε, αφού δε θα χρειάζονται να μιλάνε μεταξύ τους. Και θα ζουν χωριστά και μόνα, με μοναδικές τους συναντήσεις ίσως τις σεξουαλικές.

Δημιουργός του ανθρώπινου πνεύματος είναι η κοινωνικότητα. Γι’ αυτό ο όρος «ανθρώπινο πνεύμα» δεν είναι σωστός. Ο σωστός όρος είναι «συνανθρώπινο» ή «πανανθρώπινο» πνεύμα. Απ’ αυτό παίρνουν και έχουν τα άτομα και τότε αποχτούν ανθρωπιά. Αυτά όλα κινδυνεύουν από τη δημιουργία του α-πολιτικού και άμουσου ατόμου.

Τα οικολογικά κινήματα δείχνουν πως έχει ήδη επισημανθεί αυτός ο κίνδυνος. Και γίνονται ήδη οι πρώτες κινήσεις για την αντιμετώπισή του σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτό είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικό.

Πιστεύω πως ο δεύτερος κίνδυνος δεν έχει επισημανθεί ακόμα. Αυτό είναι εξαιρετικά αποθαρρυντικό. Ποιος ακριβώς είναι αυτός ο κίνδυνος και πως έχει προκληθεί;

Το α-πολιτικό άτομο δημιουργείται σιγά σιγά και σταδιακά από την έλλειψη πίστης στους πολιτικούς αγώνες. Το συνεχές γκρέμισμα των οραμάτων που υπήρξαν στόχοι των πολιτικών του αγώνων δημιουργεί άτομο κουρασμένο ή απογοητευμένο πολιτικά. Η απογοήτευση των κουρασμένων πολιτικά ατόμων μπορεί σιγά σιγά να γίνει πολιτική αδιαφορία. Αυτό είναι ένα βαρύ κοινωνικό νόσημα. Και σαν κάθε νόσημα μπορεί να είναι οξύ ή χρόνιο. Αν γίνει χρόνιο, τότε είναι ήδη έτοιμο το α-πολιτικό άτομο.

Το άμουσο άτομο δημιουργείται επίσης σιγά σιγά και σταδιακά από την έλλειψη ανάγκης για μουσική. Η έλλειψη αυτή δημιουργείται σταδιακά με την κατανάλωση από τα άτομα μουσικής της οποίας η περιεκτικότητα σε πραγματικές μουσικές αξίες λιγοστεύει συνεχώς. Τα άτομα που καταναλώνουν τέτοια μουσική, περιορίζοντας συνεχώς τις ανάγκες τους για μουσική με πραγματικές μουσικές αξίες, ασκούνται μακροχρόνια στη μη ανάγκη τους για μουσική.

Αν, κάνοντας ένα πείραμα, ταΐζαμε κάποιον με ψωμί που σταδιακά του αφαιρούσαμε το στάρι, το άτομο θα πέθαινε από πείνα. Τώρα μαραζώνει κοινωνικά, αργοπεθαίνει σαν κοινωνικό άτομο, από κοινωνική πείνα.

Αυτός ο περιορισμός μπορεί να φτάσει ως το σημείο μηδέν. Τότε θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία και το άμουσο άτομο θα είναι γεγονός. Πάνω στη γη θα κυκλοφορούν άτομα που δε θα χρειάζονται μουσική.
(...)

Νικηφόρος Ρώτας, Και η μουσική πού είναι; Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη, 1994, σελ. 42-44.

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Εκλογές 2007



ΗΛΕΚΤΡΙΚΟΣ ΘΗΣΕΑΣ

Με κάτασπρο πανί ένα καράβι απ' το πενήντα έχει να φανεί
και συ βιδώθηκες μες στο λιμάνι με ανθοδέσμη που 'χει μαραθεί.
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι η Αριάδνη έχει μουγκαθεί.

Σε δίκασαν να σπαταλάς τα χρόνια σε μια ζωή χωρίς προοπτική.
Χάνεσαι σαν το γλάρο στην Ομόνοια και όταν ψάχνεις λύση στην φυγή
Πληρώνεις όσο-όσο τα διόδια και κομματιάζεσαι στην εθνική.
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι Αριάδνη έχει μουγκαθεί.

Ποιος είναι ισοβίτης στο σκοτάδι ποιος αλαφιάζει δίχως πληρωμή;
Ποιος σκύβει στους αφέντες το κεφάλι και ποιος τα βράδια κλαίει σαν παιδί;
Ποιος ονειρεύεται πως κάποιοι άλλοι βγαίνουν και κάνουν πρώτοι την αρχή;
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι η Αριάδνη έχει μουγκαθεί.

Ναυάγια ονείρων αρμενίζουν και τα κεφάλια γέμισαν σκουριά.
Στα σούπερ μάρκετ τέλειωσε η ελπίδα και συ κοκάλωσες στη σκαλωσιά.
Πού πήγαν οι τρακόσοι του Λεωνίδα και τι θα πούμε τώρα στα παιδιά;
Ηλεκτρικός Θησέας... και τα λοιπά.

Φοβάσαι ότι θα 'ρθει καταιγίδα και θα μας πνίξει όξινη βροχή,
βάλε σε γυάλα μέσα την πατρίδα και κρύψε την καλά μέσα στη γη.
Μήπως την ψάχνουν σαν την Ατλαντίδα αφού η Πανδώρα ανοίγει το κουτί.
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι η Αριάδνη έχει μπερδευτεί.

Ψηφοθηρία, λόγοι κι εμβατήρια ποτέ δεν έφεραν την αλλαγή
για αυτό και χάθηκες στα σφαιριστήρια και μες στα γήπεδα την Κυριακή.
Τώρα καθώς κοιτάς τα διυλιστήρια ρωτάς ποιοι σ' έχουν βάλει στο κλουβί.
Ηλεκτρικός Θησέας σε πηγάδι κι η Αριάδνη έχει τρελαθεί.

Να κλείσεις θες πληγή θανατηφόρα και μες στα Νέα ψάχνεις για δουλειά.
Τα δάκρυα σου γίνονται μαστίγια και τον λαιμό σου σφίγγουν σα θηλιά.
Όσα τους κέρδισες με τα μαρτύρια τα παζαρεύουν πάλι στα χαρτιά.
Τρέχεις να ψάξεις μες στα καταφύγια και βρίσκεις μιαν αιχμάλωτη γενιά.

Μια πλαστική ανέμισες σημαία, πίστεψες σ' έναν άγνωστο θεό
κρέμασες το μυαλό σε μια κεραία ειδήσεις σίριαλ και τσίχλα ροκ.
Και πώς θα ξημερώσει άλλη μέρα όταν τα λάθη κλέβουν τον καιρό;
Και πώς θα ξημερώσει άλλη μέρα όταν το ψέμα σέρνει τον χορό;

Ζωγράφισε έναν ήλιο στο ταβάνι, μίλησε με τ' αγέρι της νυχτιάς
και χόρεψε μαζί με τη σκιά σου στους ήχους μιας αδύναμης καρδιάς.
Πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς.
Πάρε τηλέφωνο την μοναξιά σου ή βγες ξανά στον δρόμο της φωτιάς.

(Στίχοι: Δημήτρης Βάρος, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Εκτέλεση: Παύλος Σιδηρόπουλος & Μαρία Φωτίου, Δίσκος: "Ηλεκτρικός Θησέας", 1987)

Δευτέρα 10 Σεπτεμβρίου 2007

Εικοσιπέντε και κάτι




Σήμερα θέλω να κάνω μία σύντομη αναφορά στη στήλη «Εικοσιπέντε και κάτι» που διατηρεί ο καλός δημοσιογράφος περί μουσικών θεμάτων Σπύρος Αραβανής στο περιοδικό «Δίφωνο». Πρόσφατα τη διάβασα για πρώτη φορά, καθότι είμαι και επιπόλαιος αναγνώστης γενικά, αλλά και διαμένων στο εξωτερικό ειδικότερα. Πρώτη λοιπόν φορά αλλά όχι και τελευταία, καθώς οι δύο σελίδες του «Εικοσιπέντε και κάτι» στηλιτεύουν με λιτό και άκρως επιτυχημένο τρόπο τα κακώς κείμενα στο ελληνικό τραγούδι. Ταυτόχρονα, φωτίζουν με ευαισθησία πτυχές του μουσικού μας παρελθόντος, ενώ δεν αποφεύγουν να υιοθετούν πειστικά ό,τι φέρει υποσχέσεις για το μέλλον.

Τι διάβασα λοιπόν στο τεύχος Αυγούστου; Θραύσματα μιας γραφίδας με άποψη, που γνωρίζει και επικροτεί το ωραίο μέσα από π.χ. την αναφορά στο νέο δίσκο του Χρήστου Λεοντή και στην ιδιαίτερη φωνή του Νίκου Δημητράτου, τη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου «Η ζωή μου ένα τραγούδι» του αείμνηστου Πάνου Γεραμάνη, και το σημείωμα μνήμης για τη Βίκυ Μοσχολιού. Θραύσματα όμως και ενός ουσιαστικού, κριτικού λόγου, με καυστικά σχόλια για το τραγούδι «Θα περιμένω εδώ» που αποκαλύπτει «τον Νταλάρα να χατζηγιαννίζει», για τη μόδα που επιβάλλει στους καλλιτέχνες να γιορτάζουν πρόωρα τα δέκα χρόνια παρουσίας τους, και για τα σκουπίδια τύπου Je t’ aime που «κοσμούν» τις μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων δίσκων.

Τη μεγαλύτερη εντύπωση όμως μου έκανε το σημείωμα για τους «Ανθρωποφύλακες» του Περικλή Κοροβέση. Αντιγράφουμε από το κείμενο του Σπύρου Αραβανή (Δίφωνο, Αύγουστος 2007, τ. 143, σελ. 70):
-----


Πάρε μια λέξη για να ζεις / και στρώσε τη ζωή σου. / Και φώναζε ολονυχτίς / που βρίσκει ο βασανιστής / νερό του παραδείσου. Στη στέρνα μας, αγαπητέ κύριε Μάνο Ελευθερίου. Στη στέρνα μας. Και εξηγώ: «Ήμουνα στη θέση αυτή σ’ όλες τις κυβερνήσεις και να ‘σαι σίγουρος πως θα ‘μια και ύστερα από αυτή. Γι’ αυτό μην έχεις καμία αμφιβολία». Φράση δια στόματος ανακριτή της χούντας, όπως την κατέγραψε ο Περικλής Κοροβέσης στο βιβλίο του Ανθρωποφύλακες, μια προσωπική του μαρτυρία για τα βασανιστήρια αυτής της περιόδου, που επανακυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ηλέκτρα. Ο ανακριτής φαίνεται, λοιπόν, να δικαιώνεται πέρα ως πέρα. Δεν έχασε τη θέση του, βρίσκεται πάντα στο ίδιο σημείο χρόνια τώρα, ασκώντας το ίδιο έργο. Μόνο που σήμερα, κύριε Κοροβέση δεν θα χρειαζόταν τόσο η δική σας μαρτυρία. Η κινητή τηλεφωνία και οι ανέσεις της, κάμερα, φωτογραφίες κ.λ.π. έχουν αρχίσει πια να κάνουν απόσβεση των χρημάτων τους. Σήμερα ο «πολιτισμένος» τρόπος ανάκρισης είναι ο ένας κρατούμενος να χτυπά τον άλλο και ο ασυνόμος να καταγράφει τη σκηνή με την κάμερα του τηλεφώνου του, ο δε «επιστημονικός» τρόπος γίνεται όντως επιστημονικά: τηλεανάκριση ονομάζεται και δεν ανοίγει ούτε μύτη.

Σπύρος Αραβανής


-----
Η διαχρονική τέχνη και η κοινωνική πραγματικότητα πάνε χέρι-χέρι, και το «Εικοσιπέντε και κάτι» φαίνεται να γνωρίζει και τα δύο πολύ καλά. Καλή συνέχεια λοιπόν.
ηρ.οικ.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2007

Συναυλία της Δανάης Παναγιωτοπούλου στον Κολωνό


Ανοιχτό θέατρο Κολωνού (Καπανέως και Αλεξανδρείας)
Λόφος Σκουζέ, Κολωνός


Το φεστιβάλ Κολωνού, την Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου, φιλοξενεί την Δανάη Παναγιωτοπούλου στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που λαμβάνουν χώρα στο ανοιχτό θέατρο Κολωνού 2 με 10 Σεπτεμβρίου.

Η Δανάη Παναγιωτοπούλου θα παρουσιάσει τραγούδια από το δίσκο της “Οίκος Αντοχής” που κυκλοφόρησε στις αρχές του χρόνου, και προκάλεσε αίσθηση σε κοινό και κριτικούς, καθώς αποτελεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα πρόταση από στιχουργικής αλλά και μουσικής άποψης. Με την ίδια ενορχηστρωτική λιτότητα και ακρίβεια, θα διανύσει μαζί με τους συνεργάτες της μια διαδρομή μέσα στο ελληνικό και διεθνές ρεπερτόριο της δεκαετίας του ’70 και του ΄80.

Μαζί της οι:

Άγγελος Αγγέλου πιάνο
Νίκος Παπαναστασίου ακκορντεόν, κιθάρα
Άγγελος Παπαδάτος κοντραμπάσο
Στράτος Σαμιώτης κρουστά
Ώρα προσέλευσης: 9:00
Είσοδος ελεύθερη

Σάββατο 1 Σεπτεμβρίου 2007

Συνέντευξη του Μάνου Ελευθερίου στον Σωτήρη Κακίση






Μάνος Ελευθερίου:
«Πού να ξαναβρείς στο δρόμο τον Τσιτσάνη;»



από τον ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ.


BHMagazino, τεύχος 349, 24 Ιουνίου 2007




Δεν μιλήσαμε ούτε Για τον Καιρό των Χρυσανθέμων του, ούτε για τη Γυναίκα που Πέθανε Δυό Φορές ειδικά. Δεν μιλήσαμε για τα βιβλία του τα σημαντικά, ούτε για την Ερμούπολη την αγαπημένη του, για το θέατρό της, για τη λογοτεχνία της. Ο Μάνος Ελευθερίου, τρυφερά απόμακρος και ιδιωτικός, ήρεμα συναισθηματικός και συγκινημένος, πιο πολύ για των άλλων, για των γύρω του τα ζητήματα και τις ζωές ενδιαφέρεται, μιλάει.
Οι στίχοι του όμως είναι πάντα στις καρδιές μας μέσα, από το Τρένο Φεύγει στις Οκτώ ως της Μπέλλου το Πιτσιρικάκι, κι η Θητεία του εντός μας συνεχίζεται ακούραστη προς το μέλλον. Αυτό το μέλλον ο ίδιος το σκέφτεται με την επίγνωση όλων όσων ο κόσμος κι η Ελλάδα έχουν περάσει, με ανησυχία μεγάλη πια, αλλά και μ’ εκείνη τη επίμονη των ισχυρών ανθρώπων αισιοδοξία, που από μέσα μας, από ένα τίποτα μπορεί ξαφνικά να ξαναγιγαντωθεί, να σωθεί και να σώσει :



-Πώς νοιώθει, κύριε Ελευθερίου, ένας άνθρωπος τόσο ανακατεμένος με την ποίηση, όταν ανακηρύσσεται σε συγγραφέα, σε πεζογράφο της χρονιάς;


Μάνος Ελευθερίου: Μα πεζογραφία κατ’ αρχήν, το ξέρετε, εγώ έγραφα πάντα, παράλληλα με την ποίηση. Το 1962 που κυκλοφόρησε η πρώτη μου ποιητική συλλογή εγώ ήδη έγραφα και διηγήματα, τα οποία τα έβγαλα το 1964. Μιλάω για το «Διευθυντήριο», από τις εκδόσεις Φέξη. Ήτανε μάλλον «καφκικά» εκείνα τα διηγήματά μου, αν και τον Κάφκα εδέησα να τον διαβάσω εγώ αργότερα. Τελοσπάντων, δεν είμαι και τόσο ουρανοκατέβατος στον πεζό λόγο.


-Ζείτε δηλαδή παράλληλες συγγραφικές ζωές, παραπάνω κι από ...δύο μάλιστα, αν συνυπολογίσουμε και τη μυθική σχεδόν πια στιχουργική σας επίδοση;
-Ας πούμε. Πάντα έτσι έκανα, πάντα έτσι κάνω. Και το ’65 πάλι ξανάβγαλα διηγήματα, μιάν άλλη συλλογή, δεύτερη. Κι από το ’69 έχω ξεκινήσει μιά τρίτη συλλογή, την οποία ελπίζω να βγάλω επιτέλους φέτος. Λέγεται « Η Μελαγχολία της Αθήνας μετά τις Ειδήσεις των Οκτώ»…

-Άρα δεν εκπλαγήκατε και τόσο με την εν λόγω τιμή. Δεν νοιώσατε πως αυτός ήταν ένας άλλος σας εαυτός, που δεν προηγείται της ποίησης.
-Όχι, όχι. Αυτό δεν μπορώ να το πω.


-Η Ελλάδα όμως ξέρει πιο πολύ τον Μάνο Ελευθερίου από τους στίχους, από τα τραγούδια. Μήπως διαφωνείτε και επ’ αυτού;


-Δεν με γνωρίζανε εμένα, τα τραγούδια μάλλον γνωρίζανε. Κι αυτό χάρη στους συνθέτες, αλλά, πιο πολύ ακόμα, χάρη στους τραγουδιστές. Αυτοί άλλωστε έχουνε τη μεγαλύτερη απήχηση στον κόσμο, κι από τους συνθέτες πιο πολλή. Μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού είναι κι οι συνθέτες που «πουλάνε» ως ονόματα. Οι τραγουδιστές είναι οι φίρμες, κι αυτούς κυνηγάνε οι συνθέτες. Εγώ προσωπικά ήμουνα γνωστός ως «ονοματάκι», αν με θυμόταν και κανένας, όσον αφορά τα τραγούδια. Απόδειξη πως όλ’ αυτά τα σαράντα και χρόνια που έγραφα, ελάχιστες είναι οι συνεντεύξεις που έδωσα ως στιχουργός Μάνος Ελευθερίου.

-Καλό είν’ αυτό τώρα; Αυτή η κατάσταση δεν θυμίζει λίγο ...Χόλλυγουντ, «καινούργιο στην Ελλάδα», που τραγουδούσε κι η Σωτηρία Μπέλλου; Να μην ξέρει κανείς τους σκηνοθέτες, θέλω να πω, τους πίσω από τα καλά πράγματα;
-Είναι διεθνές θέμα αυτό, δεν μπορώ να πω. Αν κι οι μεγάλοι σκηνοθέτες τελικά μένουνε, πάντα θα μένουνε.

-Κατόπιν εορτής όμως, τις περισσότερες φορές.
-Ναι, αλλά μετά δεν θυμάται κανείς τα ονόματα ένα σωρό ηθοποιών, που θριάμβευαν μια φορά κι έναν καιρό. Προχτές έβλεπα ένα πολύ παλιό έργο, ήξερα τον σκηνοθέτη, αλλά, αν και παλαιότερος κι εγώ, κάνα-δυο μόνο ονόματα ηθοποιών θυμόμουνα. Πού να τα θυμόμαστε όμως κι όλα ; Πώς να απομνημονεύει ο άνθρωπος συνέχεια, όλο και περισσότερα πράγματα μια ζωή; Δεν γίνεται.


-Κάνει …delete το μυαλό μας, αλλά και το συλλογικό ενσυνείδητο μαζί;


-Ας πούμε. Βέβαια, βλέπω τώρα κάτι εκπομπές στην τηλεόραση, γνώσεων. Ομολογώ πως εδώ τα πράγματα είναι πια άγρια. Τα παιδιά δεν ξέρουν πια σχεδόν τίποτα. Είναι τα περισσότερα-

-Clueless; ...Τάμπουλε ράζε;
-Άγνωστες χώρες. Δεν έχουν ιδέα. Μα ιδέα!

-Παράξενη άρα εποχή. Πέρα από ποίηση και λογοτεχνία, πολύ πέρα, δεν έχει μπει πια ο κόσμος, και λόγω τηλεόρασης, σε πολύ βαθιά κι άγνωστα νερά;
-Εγώ θα πω πως η τηλεόραση ήταν απαραίτητη. Κι έκανε πολλά πράγματα γνωστά, που τ’ αγνοούσαν πριν ο κόσμος. Γνωρίσαμε με την τηλεόραση κι ανθρώπους ως τότε κρυφούς, μην ξεχνάτε. Ακούσαμε τη φωνή τους, είδαμε τα πρόσωπά τους επιτέλους. Ανθρώπων τα πρόσωπα, που δεν υπήρχε περίπτωση αλλιώς να τους πλησιάσουμε. Είδαμε και εικόνες, επίκαιρα ή την ίδια στιγμή ή συγκεντρωμένα πια σε ντοκυμαντέρ, γεγονότα σπουδαία εκτυλίχτηκαν μπροστά στα μάτια μας. Κι είδαμε κι εξομολογήσεις, σας ξαναλέω, ανθρώπων άπιαστων ως τότε για τον καθένα μας. Αλλά, παράλληλα-

-Έγινε και της ...τρελής;
-Φτάσαμε, όπου φτάσαμε. Περικυκλωθήκαμε από ανθρώπους που τα ξέρουν όλα, που όλα τα σφάζουν και όλα, κατά κυριολεξία, τα μαχαιρώνουν. Δεν μπορείς να είσαι και δικαστής και δικηγόρος συγχρόνως, και αρχιτέκτονας και μηχανικός και οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, και, και, και. Αυτό είναι αδύνατο, παλαβό.

-Ο Στέφανος ο Κουμανούδης, ο μέγιστος αρχαιολόγος και δάσκαλος που δεν υπάρχει πια, έλεγε: « Κακός δημοσιογράφος είναι εκείνος που αγνοεί τα πάντα και έχει γνώμη περί πάντων ».
-Πέρισι, πρόπερσι, εγώ θυμάμαι έναν τέτοιον στην τηλεόραση να ωρύεται εναντίον ενός επιστήμονα, ο οποίος τόλμησε να πει πως, για ν’ απαντηθεί μια ερώτηση επί κάποιου θέματος, θα χρειαζότανε έρευνα κάποιου χρόνου. «-Και πότε θα ξέρουμε, δηλαδή;», ούρλιαζε ο άλλος. «Γιατί δεν μας λέτε τώρα; Σας ερωτώ ευθέως ! ». Κι έβλεπες εναν σπουδαίο επιστήμονα να προπηλακίζεται ουσιαστικά και να στέκεται προσοχή μπροστά σ’ ένα πλάσμα άθλιο, να ανακρίνεται ενώπιον του πανελληνίου με τον πιο χυδαίο τρόπο. Εδώ, στο βασίλειο του άρπα-κόλα...


-Από τη δεκαετία του ’60 άρα ας πούμε, που η Ελλάδα παρουσίαζε και μια πνευματικότητα ενδιαφέρουσα, πώς φτάσαμε σ’ αυτό το τόσο δυσμενές σημείο, όπου όλα μοιάζουν να γονατίζουν ενώπιον μιάς τόσο ελαττωματικής τηλεοπτικής υπερεξουσίας;


-Η δεκαετία του ’60 που λέτε, δεν ήταν καθόλου εύκολη η εποχή. Γινόντουσαν και τότε φοβερά και τρομερά πράγματα. Ακόμα υπήρχανε άνθρωποι σε εξορία, σε φυλακές. Τότε, ακόμα και για ν’ αποκτήσεις τηλέφωνο έπρεπε να παρουσιάσεις χαρτί κοινωνικών φρονημάτων. Κι ύστερα ήρθε κι η Δικτατορία, που μας ξαναπήγε πίσω πολύ. Κι ας μη σκοτώσανε αυτοί και τόσο, όπως άλλοι στον υπόλοιπο κόσμο.

-Κατέστρεψαν μόνο Ελλάδα και Κύπρο, μέχρι να καταστραφούν κι αυτοί.
-Ναι. Αλλά όντως μέχρι το ’67, μπορώ να πω κι εγώ που έζησα μετά το στρατιωτικό μου στην Αθήνα, υπήρξε μια περίοδος ανάτασης για τους περισσότερους. Πράγματι ο κόσμος ήλπιζε τότε σ’ έναν καλύτερο κόσμο. Υπήρχε κι ελπίδα παγκόσμια για κάτι τέτοιο. Βέβαια, ενώ γινόντουσαν ακόμα απίστευτα πράγματα και στην Αμερική και στην τότε Σοβιετική Ένωση, τα πολύ κακά πράγματα απωσιοπούντο. Ας πήγαιναν σύννεφο οι εκτελέσεις ακόμα σε μέρη διάφορα. Ας συνεχίζονταν και μετά το θάνατο του Στάλιν πάρα πολλά. Αλλά η γραμμή του Κόμματος δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις. Και πηγαίναμε, νέοι άνθρωποι, ιδεαλιστές και μη-οργανωμένοι αλλά συμπαθούντες την Αριστερά, σαν πρόβατα επί σφαγή συχνά.

-Νομίζοντας πως ξέρετε χωρίς να ξέρετε διάφορα;
-Υποπτευόμασταν, αλλά άπαξ και τολμούσαμε να πούμε αυτά που υποπτευόμασταν, μας κοιτούσαν οι άλλοι ως παράφρονες. Σαν προδότες. Αλλά για τα πνευματικά μας πράγματα, ξέρετε τότε, Σωτήρη, δεν υπήρχε μόνο η « παρέα του Βυζαντίου » ή του « Φλόκα » αργότερα, η περιλάλητη εκείνη, με Γκάτσο, Χατζιδάκι, Ελύτη και τους άλλους. Υπήρχαν, ζούσαν ακόμα πολλοί σημαντικοί άνθρωποι ακόμα, της Γενιάς του ’30. Περπατούσες στο δρόμο, και συναντούσες, θέλω να πω, μυθικά πρόσωπα. Θαύμαζες έναν άνθρωπο, από τα γραπτά, από τις μουσικές, από την πνευματική του προσφορά, και τον πετύχαινες κάπου, κι αγωνιούσες να γίνεις φίλος του, να δεχτεί να σε κάνει παρέα. Εγώ π.χ. νέος τότε συνδέθηκα και με τον Τσαρούχη, και με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα. Κι έγινα πολύ φίλος τους ως το τέλος. Ξέρετε τι σήμαινε τότε Γκίκας;

-Για όποιον ήξερε, φαντάζομαι, πολλά.
-Ζούσε ο Θεοδωρακόπουλος, ο Παναγιώτης ο Κανελλόπουλος. Η Παξινού, ο Μινωτής, ανεβάζανε παραστάσεις εκπληκτικές. Στον Ορφέα γινόντουσαν συναυλίες Κυριακάτικες. Με τα κυάλια κι εγώ, σ’ όλες τις παραστάσεις, σ’ όλες τις συναυλίες στο Ηρώδειο, έβλεπα για πρώτη φορά κάτω στους επισήμους τις μορφές των πολιτικών, των μεγάλων εκείνης της εποχής. Ο Κανελλόπουλος στην πρώτη σειρά πάντα, σ’ όλες τις συναυλίες...

-Κι οι πολιτικοί μετείχαν της πνευματικής ζωής λίγο περισσότερο απ’ όσο σήμερα;
-Ναι. Τουλάχιστον τον τιμούσαν δημόσια τον πολιτισμό, και είχαν και προσωπικές σχέσεις με καλλιτέχνες και δημιουργούς. Ομοτράπεζοι ήσαν ο Καραμανλής με τον Χατζιδάκι, με τον Χορν. Ύστερα, πού να ξαναβρείς σήμερα στο δρόμο τον Τσιτσάνη, να ζει, να υπάρχει; Έτσι τον θυμάμαι μια φορά στην Ακαδημίας, να θέλει ν’ αγοράσει ένα πουκάμισο. Να κοιτάει απέξω τη βιτρίνα. Τον είχα ξαναδεί και μια φορά στην Πλάκα, πάλι θυμάμαι, μ’ ένα ωραίο, πράσινο ...ση-θρού πουκάμισο. Μπορεί να ‘ταν κι αυτό που κοίταζε την άλλη φορά, ποιός ξέρει;


-Μιλάμε για εποχές ανθρώπινες, αληθινές, με γλυκά πάθη;


-Τότε περίπου γνώρισα και τον Θεοδωράκη, το ’65. Στο Σύλλογο Φίλων Ελληνικής Μουσικής, στη Σόλωνος. Του είπα: «-Να σας στείλω μερικά τραγούδια μου; Τα θέλετε;». «-Με όλη μου την καρδιά ! », μου απάντησε. Του τα πήγε, λοιπόν, δώδεκα τραγούδια πού ‘χα γράψει εγώ στο στρατό, ο Φώντας ο Λάδης. Το « Τρένο Φεύγει στις Οκτώ », τη «Νυχτερίδα» και τ’ άλλα-

-Τα γνωστά αριστουργήματα...
-Τα μελοποίησε ο Θεοδωράκης. Και μια μέρα βλέπω τον Μιχάλη τον Παπανικολάου τον σκηνοθέτη, και μου λέει, «-Χτες το βράδυ ήμασταν στη Νέα Σμύρνη στον Θεοδωράκη, και μας έπαιξε στο πιάνο τα τραγούδια σου ».


-Τόσο απλά.


-Και συναντηθήκαμε μετά στο Σύλλογο πάλι, μαζί ήταν ο Μίκης με τη Μαρία τη Φαραντούρη, ένα λιγνό πλάσμα σαν ...μπιαφράκι τότε, και μας πρόλαβε η ...Δικτατορία μετά. Και βγήκανε το ’71 στο εξωτερικό, το ’71 που γνώρισα όμως εγώ εδώ και το Δήμο Μούτση.


-Και τραβήξατε και μ’ αυτόν την ανηφόρα, με τον « Άγιο Φεβρουάριό » σας. Τότε οι συνθέτες τους ποιητές τους κάνανε παρέα, δεν τους απέφευγαν επιμελώς.


-Ναι. Εγώ μάλιστα καλόπεσα, θα ‘λεγα, με Θεοδωράκη και Μούτση, αλλά και με Γιάννη Μαρκόπουλο μετά, με τη « Θητεία ».

-Και με Χατζιδάκι όμως, με όλους σχεδόν.
-Στη Λήδρα με τον Μαρκόπουλο στην Πλάκα γινότανε χαμός. Και μπλέξαμε και με τη λογοκρισία. Και δεν μας αφήνανε να βάλουμε « του λαού », και λέει ο Μαρκόπουλος, «-Τι να βάλουμε τότε, « του ...λαγού »;».


-Τα ξέρουν κι οι νέοι τα τραγούδια αυτά, τα λένε, τα θυμούνται. Ενώ δεν θυμούνται περσινά τραγούδια, φετεινά.


-Και τότε υπήρχανε πολύ κακά τραγούδια. Πάρα πολύ κακά μάλιστα. Τα κακά τραγούδια πάντα θα υπάρχουνε. Η διαφορά είναι πως σήμερα, λόγω της γενικής κατάστασης, γίνεται μιά φοβερή επικάλυψη των καλών τραγουδιών από τα κακά, και δεν μπορεί ο κόσμος να φτάσει, να ξεχωρίσει τα διαμάντια, τα διαφορετικά. Ενώ τότε, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, επιπλέανε συνήθως τα καλά τραγούδια.

-Δεν είναι καλό να γκρινιάζει κανείς, αλλά όλη αυτή η πνευματική σύγχυση, που στη χώρα μας έχει πάρει πια διαστάσεις ανοικονόμητες, πού θα πάει λέτε; Και πέρα από το τραγούδι, αν θέλετε να μας πείτε, στο κάθε τι, το «εδώ και τώρα» μεγαλόφωνο.
-Αυτή τη στιγμή από την Ελλάδα εγώ νομίζω πως απουσιάζουν οι μεγάλες προσωπικότητες. Κι ο Θεοδωράκης, που παλιότερα κατόρθωνε και ήτανε σ’ εκατό μεριές συγχρόνως, σήμερα πια, λόγω ηλικίας, αναγκαστικά κι αυτός δυσκολεύεται. Όμως, η μανιακή σχεδόν προσήλωσή του στους ποιητές δεν είναι, δεν υπήρξε ποτέ, καθόλου αστεία υπόθεση. Ούτε από σκέρτσο το έκανε, ούτε από νάζι. Από πραγματική αγάπη προς την ποίηση το έκανε. Κατάφερε μάλιστα να φτιάξει λαϊκά τραγούδια με ποιήματα, και να βγάζουν και χρήματα αυτά τα τραγούδια, πιο πολλά κι από τ’ άλλα, τα καθεαυτό λαϊκά πολλές φορές.

-Με ποίηση Τάσου Λειβαδίτη εξαίρετη, υψηλή. Υπάρχει ποίηση σήμερα, κύριε Ελευθερίου;
-Ναι. Υπάρχει. Εσείς το ρωτάτε αυτό;

-Το ρωτάω όσον αφορά ίσως και στην εσωστρέφεια τη διαρκή πια των ανθρώπων και των δημιουργών.
-Εγώ, λοιπόν, πιστεύω πως πιο πολύς κόσμος σήμερα ατομικά κατευθύνεται προς τα ποιήματα και την ποίηση. Ας λένε τα νούμερα κι οι απέξω διάφοροι.

-Γιατί το λέτε αυτό; Επειδή δεν υπάρχει πια στόμφος στην καλή ποιητική πια;
-Και γι’ αυτό, βέβαια. Οι παλιοί ποιητές μάλιστα απαγγέλλανε με τον στόμφο των τότε δραματικών ηθοποιών, κάτι που σήμερα, σ’ εποχή τέτοιας σιωπής, απωθεί, ξενίζει.

-Μόνο ο Νίκος ο Εγγονόπουλος, πιστεύω εγώ, σώζεται στην απαγγελία ως στομφώδης, λόγω άριστης εγγράφου επίδοσης και λόγω, βέβαια, σωστής δόσης υπερεαλισμού.
-Ας πούμε. Σ’ ένα επίπεδο. Μην πούμε και για τον Άγγελο Σικελιανό, που εγώ ο ίδιος κάποτε έσωσα τη φωνή του από ένα αρχαίο μαγνητόφωνο του Ηλία Βενέζη, και βγήκε ο δίσκος στη Λύρα του Πατσιφά. Μην πούμε και για Βάρναλη ν’ απαγγέλλει, τρελαίνεται κανείς... ‘Η για Παλαμά. Παναγία μου, Χριστέ μου ! Τελοσπάντων, ξεφύγαμε.

-Τι να κάνουμε, άρα, σήμερα, για να μην κρύβεται, για να μη φυγοδικεί έτσι το καλό;
-Ξέρω ‘γώ; Να γίνουνε παιδικές χαρές οι ταράτσες των πολυκατοικιών... Αλλά ποιός δίνει πια την περιουσία του για το κοινό καλό; Υπάρχουν και σήμερα πλούσιοι, κι ας μην είναι ίσως της εκτός συναγωνισμού τάξης του Σίνα, του Ζάππα, του Αβέρωφ, του Συγγρού. Κάποιοι, ναι, χορηγούν, συντηρούν και ιδρύματα χωρίς φανφάρες και πολλά-πολλά. Και δεν διαδίδουν το καλό που κάνουν.

-Καλό είναι κι αυτό. Εσείς άρα εντοπίζετε το πρόβλημά μας το σημερινό και στην έξαρση του ατομισμού. Τι σας επιτρέπει όμως η ποίηση η δική σας να διαδείτε για το μέλλον μας, για το μετά;
-Το σκέφτομαι το μέλλον των νέων παιδιών, πού πάνε, πού τους πάνε, πού τους οδηγήσαμε. Τι κόσμος είναι πια αυτός, μες στον τρόμο και στη διαρκή καταστροφή; Πού είναι οι μεγάλες προσωπικότητες που λέγαμε, να αντιστρέψουν τις τύχες λαών ολόκληρων, προς το θετικό;

-‘Η προς το αρνητικό επίσης, μια φορά κι έναν καιρό.
-Ναι. Αλήθεια ήταν κι αυτό. Αλλά κάτι υπήρχε πιο άμεσο, πιο προσωπικό. Πώς θα γίνονται κι οι πόλεμοι αύριο-μεθαύριο; Μόνο με κουμπιά; Τι καταργήσαμε; Τι καταργείται πια τελείως;

-Μήπως καταργείται ο άνθρωπος, ο με σάρκα και οστά, ο έχων λόγο, μεγάλο ή μικρό;
-Κι αυτό, κι αυτό. Θα υπάρχουν ίσως μόνο μηχανήματα δολοφονικά, μέσα από γραφεία, μέσα από καταφύγια κρυφά; Θα πατιώνται τα κουμπιά, και θα τρέχουμε πια όλοι, όπως τώρα στο Ιράκ, σαν τρελοί;


-Τραγικότερο του τραγικού δεν μοιάζει αυτό;


-Εφιαλτικό, και σαν σενάριο, και σαν ζωή. Χωρίς πια ίχνος αντίστασης άμεσης, χωρίς κανενός είδους λεβεντιά. Ποιός ξέρει όμως; Κι ο Μέγας Αλέξανδρος αν είχε οπλοπολυβόλα, ίσως να μην είχε αφήσει πέτρα πάνω στην πέτρα, και να μη μιλούσαμε τώρα για πολιτιστικές ανταλλαγές και συγχώνευση λαών.

-Να που όμως κάτι τέτοιο έγινε στο Ιράκ που είπατε, με τους αμερικανούς κατά τη γνώμη τους εκτός συναγωνισμού, αλλά με την αντίσταση να μη λέει να πάψει. Μπλέξανε.
-Καταφέρανε με τα πολλά να ...υψώσουνε νέο Βιετνάμ. Αν και στο Βιετνάμ είχανε να κάνουνε με τη συσπειρωμένη ψυχή ενός λαού, ενώ στο Ιράκ ο εμφύλιος είναι προ των πυλών. Θα τους αφήσουνε στο τέλος να σφαχτούνε μεταξύ τους, όπως μας άφησαν κι εμάς κάποτε έκθετους μετά το ’44, και περάσαμε όσα τρομερά περάσαμε.

-Κι ο Μάνος Ελευθερίου, ο ποιητής;
-« Ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες, κι αναρωτιέται: υπάρχουν άραγε; ». Να κάνει κανείς τι; Με στίχους; Με τραγούδια; Τι λέτε, να βρούμε και μια σύγχρονη Σοφία Βέμπο, να μας οδηγήσει στον πόλεμο ηρωικά;

-Στην ειρήνη;
-Τα ίδια είναι σχεδόν πια αυτά τα δύο. Αλλά, το ξέρετε, ο έρωτας -και το τραγούδι μαζί του- πάντα άνθιζε στα δύσκολα, πιο πολύ μάλιστα και πιο καλά. Γιατί όχι και τώρα; Γιατί όχι κι αύριο; Γιατί όχι και μετά;



(INFO: Ο Μάνος Ελευθερίου το 2004 τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το έργο του Ο Καιρός των Χρυσανθέμων. Ως στιχουργός έχει στο ενεργητικό του περίπου 400 τραγούδια, και έχει συνεργαστεί με όλους σχεδόν τους Έλληνες συνθέτες).