Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2018

Γιώργος Ε. Παπαδάκης: Οι αδικημένοι λαϊκοί τραγουδοποιοί


Βαγγέλης Παπάζογλου



Οι αδικημένοι λαϊκοί τραγουδοποιοί

Ο Γάλλος λογοτέχνης Jean Cocteau έγραψε πως πρέπει να πιστεύουμε στην τύχη. Πώς αλλιώς, λέει, μπορούμε να εξηγήσουμε την επιτυχία εκείνων που αντιπαθούμε; Ο Βαγγέλης Παπάζογλου, πάντως, θα συμφωνούσε μάλλον με τους επιστήμονες εκείνους που είπαν πως ο Θεός παίζει ζάρια με το Σύμπαν.

Ο άνθρωπος αυτός έκανε το καλό και το έριχνε στο γιαλό. Σμυρνιός και πατριώτης, στα 28 του πήγε εθελοντής στη μικρασιατική εκστρατεία. Φημισμένος μουσικός στη Σμύρνη, γλίτωσε από τις σφαγές των Τούρκων κι ήρθε στην Ελλάδα, όπου τον περίμενε η γνωστή μοίρα των προσφύγων. Κι εδώ «εθελοντής» στη δημιουργία όχι μόνο ωραίων λαϊκών τραγουδιών αλλά και (μαζί με τον Τούντα) παράγων διαμόρφωσης και καθιέρωσης ενός στιλ λαϊκής μουσικής που επικράτησε πριν ανακατευτούν τα μπουζούκια. Ο Τούντας όμως, που δεν το έκανε εθελοντικά, συναποκόμισε όλη τη σχετική δόξα αλλά και την ύλη. Ο Παπάζογλου φαίνεται ότι περίμενε να τον ανταμείψει η ζωή ή, έστω, η ωραία... κοιμωμένη Πολιτεία. Αντ' αυτού, πολλοί συνάδελφοί του οικειοποιήθηκαν προς όφελός τους πολλά τραγούδια του (έχουν δημοσιευτεί αυτά). Ο ίδιος πέθανε φυματικός διότι τον τσάκισε η πείνα στην Κατοχή. Η γυναίκα του Αγγελική έχει πει το εξής χαρακτηριστικό, σε συνέντευξη που έδωσε στον Τάσο Σχορέλη: «Φτάσαμε στο σημείο να ευχαριστούμε αυτούς που δεν μας έκλεψαν, διότι... δεν μας έκλεψαν...». Αδικημένος και από τα ζάρια του Θεού και από τους δίσκους των γραμμοφώνων.

Και δεν είναι ο μόνος. Πόσοι γνωρίζουν ότι ο Δημήτρης Γκόγκος ή Μπαγιαντέρας αναγκάστηκε κάποτε να βγει στην επαιτεία; Πολλά τα άδικα που γνώρισε: Τον αδίκησε πρώτον το παρατσούκλι «Μπαγιαντέρας», το οποίο του βγάλανε διότι του άρεσε η οπερέτα του Εριχ Κάλμαν «Μπαγιαντέρα» και έπαιζε στο μπουζούκι το ομώνυμο τραγούδι της. Άδικο επίσης το ότι, αν και έγραψε τραγούδια που γνώρισαν πολύ μεγάλη επιτυχία (Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη, Χατζηκυριάκειο, Σα μαγεμένο το μυαλό μου, κ.ά.), δεν εισέπραξε τα ηθικά (αλλά κυρίως υλικά) οφέλη που αντιστοίχως άλλοι συνάδελφοί του εκαρπώθησαν. Ήταν επίσης άδικο που ήταν κάποτε παλαιστής και... μικρόσωμος. Η μεγαλύτερη όμως ατυχία της ζωής του ήταν ότι τυφλώθηκε το 1941, και μάλιστα πάνω στο πάλκο, την ώρα που τραγουδούσε.

Τριπλά αδικημένος ο γνωστός επίσης Μικρασιάτης μουσικός Γιάννης Ετσιρείδης ή Ιντζιρίδης, ή ακόμα Γιοβάν Τσαούς, φυσιογνωμία του λαϊκού τραγουδιού την περίοδο 1923-1940: Πρώτον διότι, ενώ όλα πήγαιναν καλά γι' αυτόν -ήτοι 18 χρόνων ήταν φημισμένος σ' όλη τη Μικρά Ασία, σε σημείο να τον καλεί ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ να παίξει στα χαρέμια του μαζί με έναν τραγουδιστή ονόματι Μπουχράν. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι από όλους όσοι έπαιζαν στο σεράι του Χαμίτ, οι μόνοι που δεν ευνουχήθηκαν ήταν ο Μπουχράν, ένας άλλος τυχερός, ονόματι Ζουρναλή Μεμέτ και ο Γιοβάν Τσαούς. «Χαλάλι τους», έλεγε ο Χαμίτ. Ενώ λοιπόν όλα πήγαιναν καλά, έρχεται η μικρασιατική τραγωδία και ο Γιοβάν βρέθηκε από τα παλάτια του Χαμίτ στα προσφυγικά υπόστεγα του Πειραιά. Δεύτερον, διότι δεν ζούσε από τη δουλειά του μουσικού αλλά έκανε το ράφτη, με βοηθό τη γυναίκα του. Κι όμως ήταν ταλαντούχος (έπαιζε ταμπουρά, βιολί, σάζι, ούτι, μπουζούκι, ταμπούρ αλλά και πιάνο), έγραφε κι έπαιζε για το κέφι του. Πολύ λίγα τραγούδια βγήκαν στ' όνομά του (Η Ελένη η ζωντοχήρα, Πέντε μάγκες στον Περαία κ.ά.) ενώ άλλα του τα κλέβανε, όπως λέει ο Τάσος Σχορέλης αλλά και άλλοι συνάδελφοί του που ήξεραν τα πράγματα από πρώτο χέρι. Όλοι οι παλαιοί μουσικοί παραδέχονται ότι δεν ήταν μόνο ένας από τους καλύτερους μουσικούς και συνθέτες της εποχής του αλλά και ένας μεγάλος αγνοημένος. Τρίτον, και χειρότερο άδικο, είναι ότι πέθανε ξαφνικά τον Οκτώβριο του 1942 από δηλητηρίαση: Έφαγε τηγανόψωμο που έφτιαξε με χαλασμένο αλεύρι που το βρήκε σε ένα βομβαρδισμένο πλοίο στον Πειραιά. Λίγες ώρες αργότερα, από την ίδια αιτία, πέθανε και η γυναίκα του. Αυτό κι αν είναι θεϊκή ζαριά!

Η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού έχει να παρουσιάσει κι άλλους «άτυχους» και αδικημένους, τόσο από τους δίσκους όσο κι απ' την κοινωνία. Και μια και είπαμε κοινωνία, η ιστορία του τραγουδιού έχει και το εξής παράδοξο σχετικά με την αδικία: Κανείς δεν θα έλεγε πως ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε αδικημένος, ωστόσο ο ρόλος του αδικημένου και του άτυχου, στο τραγούδι, του εξασφάλισε την πιο μεγάλη δικαίωση στο ρόλο του τραγουδιστή.

Γιώργος Ε. Παπαδάκης

Τρίτη 25 Σεπτεμβρίου 2018

Για "Το χρώμα της μνήμης" του Γιώργου Σταυριανού





«Το χρώμα της μνήμης» του Γιώργου Σταυριανού

Άκουσα μετά από καιρό το «χρώμα της μνήμης», μια δισκάρα που κυκλοφόρησε το 2003 σε στίχους και μουσική του Γιώργου Σταυριανού. Οι ενορχηστρώσεις είναι του Σάκη Αμπατζίδη και του Παναγιώτη Άρητου, και οι ερμηνείες του Γεράσιμου Ανδρεάτου, της Καλλιόπης Βέττα, του Παντελή Θαλασσινού, του Βασίλη Λέκκα, και των πανάξιων συνεργατών του Σταυριανού από την παρέα της Θεσσαλονίκης - Κατερίνα Βλάχου, Πάνος Παπαϊωάννου, Σάκης Μελίτος.

Ο χρόνος έκδοσής του δίσκου κι όλο το περιεχόμενό του συμβολίζει στα μάτια μου το όμορφο, τρυφερό, μα και οριστικό τέλος αυτού που καταλάβαμε και υμνήσαμε σαν έντεχνο τραγούδι. Μέσα στο «χρώμα της μνήμης» περικλείονται τα δύο πρωταρχικά στοιχεία που μας ώθησαν να αγαπήσουμε αυτό το τραγούδι: η ποίηση και η μελωδία. Και είναι τέτοιος ο βαθμός ποιητικότητας και μελωδικότητας, είναι τόσο απόλυτη η μουσική πράξη και ο λόγος, που είναι ν’ απορείς με την σαφήνεια, με την καθαρότητα αντίληψης του εμπνευστή της.

Αυτή η σαφήνεια δεν σημαίνει και νοηματική απλότητα. Αντίθετα, κάθε τραγούδι κινείται σε πολλαπλά επίπεδα, σε πολλαπλές πραγματικότητες. Ας πούμε, το «Λάτρεψα τα σημάδια» είναι στην επιφάνεια ένα στιβαρό τραγούδι με τη φωνή του Γεράσιμου Ανδρεάτου· το ακούς, ήρεμα κι ωραία, και ξαφνικά διακτινίζεσαι μόλις μπαίνει η δεύτερη φωνή του Παντελή Θαλασσινού στο τέλος. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Τραγούδι λιανοτράγουδο» που μεταμορφώνεται σε έναν σπαρακτικό αμανέ. Το ίδιο και με το «Πέρασε κιόλας ένας χρόνος», όπου η πεζή αφήγηση των δύο πρώτων στροφών δίνει τη θέση της σε μια απίθανη κορύφωση συναισθήματος.







Δεν χαρίζει κάστανα στον ακροατή του ο Σταυριανός· δεν κολακεύει, ούτε κλείνει το μάτι συγκαταβατικά. Σε φέρνει προ των ευθυνών σου, για ό,τι έζησες και δεν έπρεπε να ζήσεις, μα προπαντός για ό,τι πόθησες να ζήσεις και δεν έζησες. Ακούστε το «παιδικό δωμάτιο», το ορχηστρικό που μετά τα πρώτα 20-25 δευτερόλεπτα έχει χάσει πια την αθωότητά του και σε παίρνει απ’ το χέρι για να δεις το φιλμ του εαυτού σου απ’ την αρχή, χωρίς υπεκφυγές. Ακούστε και το «Μ’ ένα καινούριο παραμύθι», όπου ο στίχος «κι ύστερα πάλι θα φροντίσω / να βγάλω εξάρες στη ζαριά / και στη φωτιά θα περπατήσω / για να ξορκίσω τα παλιά» σε στέλνει αδιάβαστο.

Ο Σταυριανός περιγράφει ποιητικά το πλαίσιο σύνθεσης αυτών των τραγουδιών:
Ο καιρός έχει αλλάξει. Οι ξαφνικές καταιγίδες στη μέση ενός γαλάζιου ουρανού μάς περιορίζουν τον ορίζοντα… κι ύστερα, ο ήλιος που καίει το χώμα, τη θάλασσα, που πυρπολεί τον ουρανό… τα καλοκαίρια που πλήττουν… ο έρωτας που δε χωρά πια παντού και πιο πολύ στην καρδιά μου… έτσι καθώς ακουμπά στην άκρη ενός τεράστιου σύννεφου αιθαλομίχλης και ανήσυχων συνειδήσεων… Τώρα που η ανάγκη ενός Θεού δε μας ενώνει πια, που τα γαλάζια της μνήμης πουλιά χάνονται στα διαδίκτυα…

Τώρα ακριβώς είναι που χρειαζόμαστε την τέχνη του Σταυριανού, η οποία εκτός από όμορφη είναι και χρήσιμη. Στιγμές-στιγμές, τη χρησιμοποιώ σαν μια σταθερά, μια σχεδία, μέσα σε μια θάλασσα από ακατάληπτα βουητά. Σύννεφο αιθαλομίχλης εντοπίζει ο Σταυριανός, μα το πρόβλημα δεν είναι μόνο περιβαλλοντικό. Καταδικαστήκαμε να ζούμε σε μια εποχή όπου οι μυριάδες απόψεις, τα εκατομμύρια likes και τα αμέτρητα status επικυρώνουν συνήθως ένα απέραντο κενό. Λέξεις, απόψεις και σχήματα που δεν μας βγάζουν πουθενά, παρεκτός στην ανακύκλωση του αδιεξόδου. Και κάπου εκεί έρχεται ο δημιουργός να μας θυμίσει μια στιγμή ενός εφηβικού καλοκαιριού, ένα πάθος ασίγαστο, ένα βίωμα χωρίς ιδιότητα και χωρίς κοινοποίηση, ό,τι μπορεί τέλος πάντων να τροφοδοτήσει ακόμα παλλόμενα αισθήματα και πράξη.

Σε ένα απ’ τα τραγούδια του δίσκου, ο Σταυριανός γράφει: «είμαστε παντοτινοί φυγάδες / που δεν βρίσκουν πατρίδα πουθενά». Διαφωνώ: έχουμε βρει πατρίδα, κι αυτή είναι η μνήμη, η επιστροφή. Αν λοιπόν το τραγούδι είναι ποίηση κι η μνήμη είν’ πατρίδα, τότε κι ο Σταυριανός είναι αναμφίβολα ένας από τους λιγοστούς εθνικούς μας ποιητές.

Ηρακλής Οικονόμου



Ο Νίκος Ζουρνής για τον Μάνο Ελευθερίου




Ο Νίκος Ζουρνής για τον Μάνο Ελευθερίου


(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, Οκτ. - Δεκ. 2014)

Οι ποιητικές συλλογές, οι στίχοι και τα βιβλία του είναι μονίμως πάνω στο γραφείο μου. Κάθε τόσο επιστρέφω εκεί και βιώνω την ονειρική του πραγματικότητα. Ενίοτε, με αρκετό θράσος, τολμώ να μελοποιήσω κείμενό του. Εκείνος, πάντοτε γενναιόδωρος, μου δίνει την ευχή του. Η ευχή του Μάνου Ελευθερίου είναι ακριβό παράσημο για εμένα.

Συνομιλήσαμε αρκετές φορές. Άκουσε προσεχτικά τη δουλειά μου. Και βλέπω ότι βοήθησε και βοηθάει πολλούς νέους δημιουργούς. Δεν είναι επιεικής και χαριστικός. Είναι ευθύβολος και ακριβοδίκαιος σ’ αυτά που θα σου πει. Με δυο – τρεις κουβέντες του με πήγε μίλια μπροστά. Με τα πύρινα γραφτά του μ’ έχει επηρεάσει βαθιά. Θητεύω στην τέχνη του. Μελετάω τις εμμονές του. Ο κόσμος του Μάνου Ελευθερίου είναι ένα περίτεχνο και άρτια ολοκληρωμένο οικοδόμημα. Έχει πίσω του τον δικό του αγώνα, τα δικά του βιώματα, τη δική του φαντασία, τη μοναδικότητά του. Τολμώ να πω πως όποιος μετάλαβε την ποίησή του (οι τρεις του ιδιότητες στιχουργός, ποιητής και πεζογράφος είναι ομοούσιες και αδιαίρετες) έγινε κοινωνός ενός μυστηρίου ανείπωτου και άρρητου. Άραγε με τι λόγια να προσδιορίσει κανείς το ανείπωτο; Με τι να το παρομοιάσει; Μήπως σαν συνομιλία με τους Αγγέλους;

Πάντως, όποτε επιστρέφω στην Ερμούπολη -η γιαγιά μου Συριανή, ο θείος μου συμμαθητής του- νιώθω ότι αποκρυπτογραφώ λίγο περισσότερο την ποίησή του. Ανιχνεύω τη μυστηριακή του διάσταση χωρίς, όμως ο γρίφος να λύνεται εντελώς. Υπάρχει πάντα κάτι να ανακαλύψει κανείς. Κάτι άγνωστο να χαρτογραφήσει. Και έτσι εξαίσια με μαγεύει σ’ ένα τετράστιχο στο ποίημα «Όλα τα χρώματα του μπλε»:

«Κάτι δεν ξέρεις μυστικό, υπάρχει δεν υπάρχει.
Κάτι συμβαίνει μυστικό που μοιάζει με θηλιά.
Κάτι παντού ετοιμάζεται που μοιάζει με τη στάχτη.
Σαν το κυνήγι του έρωτα τις νύχτες με σκυλιά.»



Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

Θάνος Μικρούτσικος: "Αυτό λέω..."




Αυτό λέω. Να προσπαθήσουμε με τα γραπτά μας, με τις δημόσιες παρεμβάσεις μας, με την Τέχνη μας να ξανακάνουμε γοητευτική την εικόνα του κόσμου που θέλουμε τελικά να πάμε. Γιατί είμαι σίγουρος, για όλους εσάς, ότι θέλουμε να πάμε σε μια κοινωνία που ο άνθρωπος θα αυτοπραγματωθεί. Το οφείλουμε στις επόμενες γενιές που έρχονται. Δεν θέλουμε έναν πλανήτη βάρβαρο. Δεν θέλουμε έναν πλανήτη έρημο. Θέλουμε μια κοινωνία που ο ψαράς θα γράφει ποιήματα και ο ποιητής θα ψαρεύει.

Θάνος Μικρούτσικος

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2018

Το τελευταίο ποίημα του Βίκτορ Χάρα πριν δολοφονηθεί από τη χούντα του Πινοσέτ

Σου στέλνω μετάφραση του τελευταίου ποιήματος του Victor Jara, το οποίο έγραψε κρατούμενος στο Estadio Chile, λίγες μέρες πριν δολοφονηθεί από τη χούντα του Πινοσέτ. Σύμφωνα με τον συγκρατούμενο του, Boris Navia, δικηγόρο και κομμουνιστή μαχητή, το ποίημα το οποίο είχε βάλει στο σημειωματάριο του ο ίδιος ο Victor Jara αντιγράφηκε σε δύο πακέτα τσιγάρα τα οποία δόθηκαν σε ένα φοιτητή και ένα γιατρό οι οποίοι θα απελευθερώνονταν, ενώ τα πρωτότυπα τα έκρυψε στη σόλα του παπουτσιού του. Ο φοιτητής συνελήφθη με τους στίχους και βασανίστηκε όπως και ο Boris Navia, το άλλο αντίγραφο όμως φυγαδεύτηκε από το στάδιο την ίδια νύχτα. Το ποίημα φέρει δύο τίτλους, "Somos cinco mil" (Είμαστε πέντε χιλιάδες) ή  Estadio Chile (το Στάδιο της Χιλής).
Ειρήνη Φιλιππίδου






Somos cinco mil aquí
en esta pequeña parte la ciudad.
Somos cinco mil.
¿Cuántos somos en total
en las ciudades y en todo el país?
Sólo aquí,
diez mil manos que siembran
y hacen andar las fábricas
Cuánta humanidad
con hambre, frío, pánico, dolor,
presión moral, terror y locura.

Seis de los nuestros se perdieron
en el espacio de las estrellas.
Uno muerto, un golpeado como jamás creí
se podría golpear a un ser humano.
Los otros cuatro quisieron quitarse
todos los temores,
uno saltando al vacío,
otro golpeándose la cabeza contra un muro
pero todos con la mirada fija en la muerte.
¡Qué espanto produce el rostro del fascismo!
Llevan a cabo sus planes con precisión artera
sin importarles nada.
La sangre para ellos son medallas.
La matanza es un acto de heroísmo.
¿Es este el mundo que creaste, Dios mío?
¿Para esto tus siete días de asombro y de trabajo?
En estas cuatro murallas sólo existe un número
que no progresa.
Que lentamente querrá más la muerte.

Pero de pronto me golpea la consciencia
y veo esta marea sin latido
y veo el pulso de las máquinas
y los militares mostrando su rostro de matrona
llena de dulzura.
¿Y México, Cuba y el mundo?
¡Qué griten esta ignominia!
Somos diez mil manos
menos que no producen.
¿Cuántos somos en toda la patria?
La sangre del compañero Presidente
golpea más fuerte que bombas y metrallas.
Así golpeará nuestro puño nuevamente.



***


Είμαστε πέντε χιλιάδες εδώ
σ' αυτή τη μικρή γωνιά της πόλης.
Είμαστε πέντε χιλιάδες.
Πόσοι είμαστε συνολικά
στις πόλεις και σε ολόκληρη τη χώρα;
Μονάχα εδώ,
δέκα χιλιάδες χέρια που σπέρνουν
και λειτουργούν τα εργοστάσια.
Πόση ανθρωπότητα
με πείνα, κρύο, πανικό, πόνο,
 πίεση ηθική, τρομοκρατία και τρέλα.

Έξι από τους ανθρώπους μας χάθηκαν
στ' αστέρια
Ένας νεκρός, χτυπημένος όπως ποτέ δεν πίστευα
πως θα μπορούσε να χτυπηθεί ένας άνθρωπος.
Άλλοι τέσσερις θέλησαν να τερματίσουν τον τρόμο τους
μ' ένα άλμα στο κενό,
άλλος χτυπώντας το κεφάλι του σ' έναν τοίχο,
όμως όλοι με το βλέμμα τους σταθερά στο θάνατο.
Τι τρόμο προκαλεί το πρόσωπο του φασισμού!
Εκτελούν τα σχέδιά τους με πανούργα ακρίβεια
χωρίς να νοιάζονται για τίποτα
Το αίμα γι’ αυτούς είναι μετάλλια.
Η δολοφονία πράξη ηρωισμού.
Αυτός είναι ο κόσμος που δημιούργησες, Θεέ μου;
Γι’ αυτό οι επτά μέρες θαύματος και δουλειάς;
Σ’ αυτούς τους τέσσερις τοίχους υπάρχει μόνο ένας αριθμός
που δεν εξελίσσεται
που σιγά-σιγά θα επιθυμεί όλο και περισσότερο το θάνατο.

Αλλά ξαφνικά η συνείδησή μου ξυπνά
και βλέπω αυτή την παλίρροια χωρίς καρδιοχτύπι
και βλέπω τον παλμό των μηχανών
και το στρατό να δείχνει το  πρόσωπο του
γεμάτο γλυκύτητα
Και το Μεξικό, η Κούβα και ο κόσμος;
Φωνάζουν μ’ αγανάκτηση!
Είμαστε δέκα χιλιάδες χέρια
που δεν μπορούν να παράγουν.
Πόσοι είμαστε σε ολόκληρη τη χώρα;
Το αίμα του συναδέλφου Προέδρου
χτυπάει πιο δυνατά από τις βόμβες και τα θραύσματα
Αυτό θα χτυπήσει ξανά τη γροθιά μας.

Victor Jara

Μετάφραση: Ειρήνη Φιλιππίδου

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος: Τσάμικο



Tσάμικο

Στην αγαπητή μου φίλη Μαργαρίτα
που μου άνοιξε τα μάτια
για να επισκεφτώ τη Νέα Υόρκη

Τον Σαββόπουλο τον γνώρισα διά μέσου του Σωτήρη Kακίση στο σπίτι του, στην Αθήνα. Είπαμε πολλά για την Κύπρο, για τη γλώσσα και για τη μουσική. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η οξυδέρκεια της σκέψης του. Έπιανε πουλιά στον αέρα. Όταν του ανέφερα ότι τις προηγούμενες μέρες τα είχαμε πει με τον Φαληρέα, κατενθουσιάστηκε. Μάλιστα, με ρώτησε ποια ήταν η άποψη του Φαληρέα για την Κύπρο. Ο Φαληρέας ούτε κερδοσκοπούσε ούτε καιροσκοπούσε. Μόλις μπήκαμε στο Kυπριακό, μου είπε ευθέως: «Να ’ξηγούμαστε, εγώ είμαι παιδί της Eνώσεως». Περίπου τα ίδια μου είπε και ο Σαββόπουλος. Μάλιστα, μου είπε και ήταν φίλος με τον Pάμφο, τον Ψυρούκη, τον Kυριτσόπουλο και τον Kιάο της Ελευθεροτυπίας. Όλοι τους αριστερίζοντες, αλλά ενωτικοί. Και όλοι στην ομάδα που είχε διαγράψει το Κ.Κ.Ε. με αφορμή ένα άρθρο του Ψυρούκη για την Αυτοδιάθεση της Κύπρου.

Έκτοτε και σταδιακά γίναμε καλοί φίλοι. Όποτε ερχόταν στην Kύπρο, σπανίως έβγαινε εκτός «Aιγαίου». Πίναμε και κουβεντιάζαμε και γνώρισε πολλούς φίλους, όπως τον Σάββα Παύλου, τον Πασιαρδή, τον Προδρόμου, τον Μάικ τον γιατρό και πολλούς άλλους. Έζησα από κοντά όλες τις αγωνίες του κι όλη την απομόνωση που είχε υποστεί εκείνην την περίοδο. Κάναμε και δουλειές μαζί. Οργάνωσα μια εβδομάδα Σαββόπουλου στο περιβόητο «Αντωνάκης μπαρ», μια αίθουσα που άρεσε πολύ στον Σαββόπουλο. «H αίθουσα με τις χιλιάδες φιάλες», όπως λεγόταν. Εκεί, κάθε βράδυ, το κοινό τον αποθέωνε όταν τραγουδούσε το «H Κύπρος είναι ελληνική» και μετά το «Τσάμικο» με μερικές αλλαγές μετά το «Ζήτω η Ελλάδα και καθετί μοναχικό…» Γράψαμε κάτι στιχάκια για να ενσωματώσει κάποια κατεχόμενα χωριά μας και ο Σαββόπουλος τα βελτίωνε και τα τραγουδούσε κάθε βράδυ. Στο χωριό Λύση έλεγε: «Λύση, Λύση όχι του Mπούτρος Γκάλι, Λύση του Αυξεντίου», και ακόμη ακούω τα χειροκροτήματα. O ίδιος άνθρωπος είχε το θράσος, μετά από λίγα χρόνια, να υποστηρίξει ένα σχέδιο δέκα φορές χειρότερο απ’ αυτό του Γκάλι. Ευτυχώς που το «Τσάμικο» υπάρχει ηχογραφημένο, στην κυπριακή του εκδοχή, για να μην αμφιβάλλει κανείς. Το παίζει ο Λάζαρος τακτικά στην εκπομπή του.

To «Τσάμικο» άρεσε πολύ και στη Νέα Υόρκη. Έζησα από κοντά την περιοδεία του στην Αμερική. Έπαιζε στον «Θίασο», ένα κλαμπ/εστιατόριο στο Μανχάταν, κι εκεί, για αρκετές νύχτες, ο Σαββόπουλος έκανε Έλληνες και Αμερικάνους να χαίρονται πραγματικά και να απολαμβάνουν μιαν ολοκληρωμένη παράσταση, παρά τις δυσκολίες του χώρου και των συνθηκών. Στο αεροδρόμιο ήρθε να με παραλάβει ο Σαββόπουλος, όμως εγώ θα έμενα με μία φίλη μου που ζούσε χρόνια στη Νέα Υόρκη. Πήγα για λίγες μέρες κι έμεινα σχεδόν έναν μήνα. Κάθε βράδυ δεν χόρταινα το πρόγραμμα. O Σαββόπουλος έπαιζε κυρίως τον νέο του δίσκο «Mην πετάξεις τίποτα».

Παρ’ ότι στη Nέα Υόρκη θα μπορούσες να δεις ό,τι μπορεί να φανταστεί ο νους, εγώ προτίμησα τον Σαββόπουλο. Πήγα σ’ ένα δυο μοντέρνα θεατράκια, αλλά δεν φεντυπωσιάστηκα. Ούτε με εντυπωσίασαν τα μεγάλα θέατρα με τις φαντασμαγορικές παραγωγές που έπαιζαν για χρόνια. Είδαμε και τέτοια. Στους «Άθλιους», μάλιστα, τα σκηνικά και τα κοστούμια τα έκανε μια Κυπραία που, αν την έβλεπες κάπου έξω, σίγουρα θα έλεγες ότι έπλενε πιάτα σε κάποιο φτηνό εστιατόριο. Με εντυπωσίασε, όμως, η αρχοντιά της Nέας Yόρκης. Κάπως έτσι θα ήταν και η Κωνσταντινούπολη στην ακμή της. Κάπως έτσι επί τσάρου θα ήταν και η Αγία Πετρούπολη. Εκεί γνώρισα και τον Γαβρίλο, τον μακαρίτη, από τον Kάτω Δρυ, ψυχούλα με τέσσερις κόρες και τέσσερις γαμπρούς, όλοι να καπνίζουν horto (το χόρτο στα αμερικάνικα), πλάσματα όλα καλοκάγαθα και συντηρητικά.

Μια μέρα, ξυπνήσαμε κι ένα μέτρο χιόνι κάλυπτε όλη τη Nέα Υόρκη. Το βράδυ έγινε ένα θαύμα, φτάσαμε στον «Θίασο» χωρίς να εγκλωβιστούμε πουθενά. Χιόνιζε όπως δεν έχω δει πουθενά, και έχω ζήσει στο βόρειο ημισφαίριο. Κατέφτασαν εκεί και μια παρέα έξι ατόμων από το Σικάγο. Ο Δημήτρης, ο ιδιοκτήτης του κέντρου, προβληματιζόταν αν θα ανέβαλλε την παράσταση. Υπήρχε μία μόνο άλλη προκράτηση. O Σαββόπουλος επέμενε να γίνει η παράσταση και όλοι όσοι ήμαστε εκεί ζήσαμε ένα άλλο θαύμα. Έδωσε μια από τις καλύτερες παραστάσεις που έχω δει ποτέ. Επαγγελματίας ως το κόκαλο, δεν έκανε καμία έκπτωση, δεν άλλαξε ούτε ένα γιώτα από αυτά που έλεγε συνήθως ανάμεσα στα τραγούδια. Εκείνο το βράδυ ήμαστε δεκατέσσερα άτομα. Οι έξι μετανάστες του Σικάγο, τέσσερις Κύπριοι φοιτητές, ανάμεσά τους και το κατοχικό γατί, έτσι αποκαλούσε ο Σαββόπουλος μια λεπτή Κύπρια χορεύτρια, και δυο τρεις σκόρπιοι θαμώνες. Προς το τέλος, κατέφτασαν και μερικοί νέγροι μουσικοί που άλλαζαν βάρδιες με κάποιους συναδέλφους τους στα κέντρα της περιοχής. Αυτοί λάτρευαν τον Σαββόπουλο. Έρχονταν κάθε βράδυ ν’ ακούσουν τον Greek guy, όπως ακριβώς κάποιοι συνάδελφοί τους πριν πενήντα χρόνια πήγαιναν στα ελληνικά κέντρα της 7ης Λεωφόρου ν’ ακούσουν ελληνικά και βαλκανικά άσματα.


Στον «Θίασο» ο μάγειρας ήταν Χιώτης παλαιού τύπου. Τέτοιους δεν βρίσκεις πια. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο εκτός Ελλάδας οι Έλληνες έχουν τόπο καταγωγής και το δηλώνουν κιόλας. Στην Ελλάδα είναι όλοι Αθηναίοι και ντρέπονται για την καταγωγή τους. Στη Nέα Υόρκη οι Χιώτες, για παράδειγμα, είχαν για βασικό τους χαρακτηριστικό ότι ήταν γέννημα της Χίου. O Χιώτης, λοιπόν, έβγαινε από την κουζίνα του και καθόταν μαζί μας ν’ ακούσει κανένα τραγούδι. Συνέχεια μεμψιμοιρούσε που ο Σαββόπουλος δεν ήξερε νησιώτικα, που δεν ήξερε χιώτικα. O Σαββόπουλος τραγούδησε προς το τέλος μερικά νησιώτικα και ησύχασε κι ο καημένος ο Xιώτης.

Βάσος Ν. Πτωχόπουλλος, Like A Rolling Stone, Λευκωσία: Εκδόσεις Αιγαίον / Εκδόσεις Κουκκίδα, 2018, σελ. 150-152.

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

1 αφίσα + 3 φωτογραφίες του Πάνου Τζαβέλλα


Αφίσα συναυλίας του Πάνου Τζαβέλλα στη Νυρεμβέργη





Ο Πάνος Τζαβέλλας με την κινηματογραφική Ευδοκία, Μαρία Βασιλείου





Πάνος Τζαβέλλας, Νατάσσα Παπαδοπούλου, Λεωνίδας Κύρκος





Ο Πάνος Τζαβέλλας με τον Μίκη Θεοδωράκη


Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2018

Η Μαρία Δημητριάδη για τις μπουάτ (Αντί, 1974)





Ο "νόμος" της μπουάτ μάς αφαιρεί το καλλιτεχνικό επίπεδο της δουλειάς μας

Ο χώρος «μπουάτ», όπου εξακολουθούμε να δουλεύουμε, διαμορφώθηκε έτσι με τον καιρό, που να αποκλείει και την πλήρη καλλιτεχνική μας έκφραση και την ουσιαστική μας επαφή με το κοινό. Πιο συγκεκριμένα: Η μπουάτ είναι μια καπιταλιστική επιχείρηση που σκοπό έχει το κέρδος και, κατά συνέπεια, καταφεύγει σε όλο και πολυτελέστερους χώρους, στη διαφήμιση και στη δημιουργία «σταρ» σε συνεργασία, βέβαια, με τις εταιρείες δίσκων. Τα υψηλά έξοδα αυτού του μηχανισμού καθορίζουν και την υψηλή τιμή του εισιτηρίου, με αποτέλεσμα να αποκλείονται από αυτούς τους χώρους πολλοί εργαζόμενοι και φοιτητές. Από την άλλη μεριά, η χαμηλή καλλιτεχνική ποιότητα των προγραμμάτων μαζί με την ιδεολογία της «ψευτοαντίστασης» που πλασάρεται, απομάκρυναν άλλο ένα τμήμα του κοινού, το πιο ευαισθητοποιημένο.

Δουλεύουμε μέσα σ’ αυτό το σύστημα, σημαίνει πως δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από τους νόμους του, όσο κι αν το θέλουμε. Έτσι, πολλές επιλογές μας δεν γίνονται με αυστηρά καλλιτεχνικά κριτήρια. Μας καθορίζει από τη μια μεριά η επιχείρηση και το γεγονός ότι πρέπει να επιβιώσει κι απ’ την άλλη οι απαιτήσεις του συγκεκριμένου κοινού, όπως διαμορφώθηκαν από τους παράγοντες που θίξαμε παραπάνω, αλλά και από το όλο πλέγμα σχέσεων της μουσικής ζωής του τόπου. Έτσι, δε βλέπουμε άλλη λύση από το να παρατήσουμε τη μπουάτ. Προσανατολιζόμαστε σε δύο κατευθύνσεις:

1. Σειρές πολιτιστικών εκδηλώσεων σε συνοικίες της Αθήνας, που θα γίνονται με πολύ χαμηλό εισιτήριο και σε συνεργασία με προοδευτικούς μορφωτικούς συλλόγους που υπάρχουν στις συνοικίες.

2. Δημιουργία ενός χώρου στο κέντρο της Αθήνας χωρίς επιχειρηματία, όπου κάθε νέος καλλιτέχνης θα μπορεί να δοκιμάζει τη δουλειά του. Θα δουλέψουμε χωρίς «σταρ» και ιθύνοντα νου, συλλογικά και δημοκρατικά, παρουσιάζοντας τραγούδια, σύγχρονη μουσική, μοντέρνα όπερα και μικτά θεάματα.

Μαρία Δημητριάδη
Αντί, τεύχος 5, 2 Νοεμβρίου 1974, σελ. 46.