Ένα βαρυσήμαντο κείμενο του Γιώργου Β. Μονεμβασίτη από την έκδοση Master Class - Μισός Αιώνας Έλληνες Κιθαριστές (2005, Eros Music), το οποίο ευγενικά μας παραχώρησε ο ίδιος. Η παρούσα είναι και η τελική, αναθεωρημένη εκδοχή του κειμένου. Ευχαριστώ θερμά τον κορυφαίο μας μουσικοκριτικό. ηρ.οικ.
Η ΚΙΘΑΡΑ ΣΕ ΧΡΟΝΟ ΚΑΙ ΧΩΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ
Η κιθάρα υπήρξε κυρίαρχο όργανο στην αρχαία Ελλάδα. Η μορφή της βεβαίως ήταν εμφανώς διαφορετική από τη μορφή της σύγχρονης κιθάρας. Ωστόσο παρά το ότι στη σύγχρονη εποχή η κιθάρα δεν είναι το εθνικό μουσικό όργανο των Ελλήνων, είναι αναμφίβολα το πλέον αγαπητό τους. Η σχέση του Έλληνα με την κιθάρα ήταν ανέκαθεν σχέση αγάπης, αφού το μουσικό αυτό όργανο είναι απόλυτα ταιριαστό με τη μεσογειακή ιδιοσυγκρασία του. Ο σύγχρονος Έλληνας βρήκε σε αυτήν έναν πιστό μουσικό σύντροφο, αλλά και ένα ιδανικό μέσο έκφρασης. Μέχρι όμως να απαλλαγεί η κιθάρα από συμπλεγματικούς χαρακτηρισμούς του τύπου «λαϊκό όργανο» ή «όργανο συνοδείας» πέρασε από σαράντα κύματα. Στις αρχές του 20ου αιώνα εμφανίζεται ως όργανο απαραίτητο τόσο στην επτανησιακή νυκτωδία όσο και στην αθηναϊκή καντάδα. Αλλά και στ’ αντίπερα του Αιγαίου ο ήχος της εμπλουτίζει το Σμυρναίικο Τραγούδι, που υπήρξε ο πρόδρομος του ρεμπέτικου, και δεν λείπει από τις περίφημες Εστουδιαντίνες της Σμύρνης και της Πόλης. Στο πρώιμο ρεμπέτικο συναγωνίζεται σε δημοτικότητα τα εξ ανατολής έγχορδα, ενώ δεν είναι λίγοι οι αφοσιωμένοι σε αυτήν ρεμπέτες (όπως, λόγου χάριν, ο περίφημος Γιώργος Κατσαρός [Θεολογίτης] [1888 – 1997]). Απαραίτητη είναι και στις διάφορες μαντολινάτες και στο ελαφρό και στο λαϊκό τραγούδι. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η κιθάρα λειτουργεί ως όργανο ρυθμού και συνοδείας, εξ ου και η … κακή φήμη της.
Ως λόγιο ή συναυλιακό όργανο είναι μάλλον ανύπαρκτο στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Διδάσκεται περίπου … παράνομα με ανορθόδοξες τεχνικές που αποσκοπούν στη δημιουργία κιθαρωδών-συνοδών παρά σολίστ. Ελάχιστοι οι δάσκαλοι του τότε (μνημονεύουμε ενδεικτικά τον Νίκο Ιωάννου και τον Νίκο Πατρώνα) και με ήσσονος σημασίας έργο. Ωστόσο πριν από το 1950 πέρασαν τη μουσική τους εφηβεία οι τρεις κιθαριστές και δάσκαλοι, οι οποίοι αξιοποιώντας τη διεθνή καθιέρωση της κιθάρας, που επετεύχθη χάρη στην προσφορά και την προσωπικότητα του Αντρές Σεγκόβια[1], έμελλε να θεμελιώσουν και να χτίσουν το κραταιό οικοδόμημα της Ελληνικής Σχολής Κιθάρας, που η εμβέλειά της έφτασε μέχρι τα πέρατα της οικουμένης. Τους αναφέρουμε με ηλικιακή ιεράρχηση: Χαράλαμπος Εκμεκτσόγλου (1913 – 1990), Γεράσιμος Μηλιαρέσης (1918 - 2005), Δημήτρης Φάμπας (1921 – 1996). Καθένας από αυτούς έβαλε το ανεκτίμητο λιθαράκι του ώστε να στεριώσει η τέχνη της (κλασικής) κιθάρας στον τόπο μας. Δεν πρέπει να λησμονήσουμε πάντως και τον εκ Κωνσταντινουπόλεως Ανδρέα Παλαιολόγο, ο οποίος με τη σεμνή και διακριτική προσφορά του, στις δεκαετίες του 1960 και 1970 κυρίως, συνέβαλε ουσιαστικά στην καθιέρωση και εξέλιξη της κλασικής κιθάρας στον τόπο μας.
Ο Χαράλαμπος Εκμεκτσόγλου ήταν ο πρώτος που ονομάστηκε επισήμως καθηγητής κιθάρας (Ελληνικό Ωδείο, 1945). Διακρίθηκε περισσότερο για το παιδαγωγικό του έργο (μαθητές του υπήρξαν μεταξύ άλλων οι Σπύρος Θωμάτος, Παναγιώτης Ιωάννου, Δημήτρης Καμαρωτός, Κώστας Κοτσιώλης, Γιάννης Μαυρέας, Δημήτρης Νικητός, Άγγελος Νικολόπουλος, Γιώργος Παζαΐτης, Ανδρέας Παπαδάτος, Γιώργος Σακελλαρίου), χωρίς να αμελήσει την ερμηνεία και τη σύνθεση.
Ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης πήρε το δίπλωμά του από το Ελληνικό Ωδείο το 1947 και έκτοτε άρχισε την παράλληλη δραστηριότητα του σολίστ (εντός και εκτός Ελλάδας), του παιδαγωγού και του συνθέτη και μεταγραφέα-διασκευαστή. Υπήρξε ο πρώτος Έλληνας κιθαριστής που μαθήτευσε στον Σεγκόβια (1950-53) στη Μουσική Ακαδημία Κιτζάνα στη Σιένα της Ιταλίας, ο πρώτος που ηχογράφησε για το ΕΙΡ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας), ο πρώτος που συνέπραξε ως σολίστ με ορχήστρα (1960, με τη Συμφωνική του ΕΙΡ το Κοντσέρτο του Μάριο Καστελνουόβο-Τεντέσκο και αρχιμουσικό τον Βύρωνα Κολάση). Αναμφίβολα στη δεκαετία του 1950 ήταν κυρίαρχος. Από τους πολλούς μαθητές του αναφέρουμε ανθολογώντας τους Γιάννη Ηλιόπουλο, Σπύρο Θωμάτο, Παναγιώτη Καλατζόπουλο, Στάθη Μιχαλόπουλο, Γεράσιμο Πυλαρινό, Νάνα Σιμοπούλου, Βασίλη Τενίδη, Νίκο Φρουδαράκη.
Ο Δημήτρης Φάμπας είχε πρώτο δάσκαλο τον Νίκο Ιωάννου. Πήρε το δίπλωμά του από το Εθνικό Ωδείο το 1953 και την επόμενη χρονιά άρχισε να διδάσκει σε αυτό. Και αυτός διακρίθηκε στις παράλληλες δραστηριότητες του ερμηνευτή (πολυάριθμα τα ρεσιτάλ του, τόσο στην Ελλάδα όσο και το εξωτερικό), του παιδαγωγού, του συνθέτη και του διασκευαστή-μεταγραφέα. Από το 1955 έγινε και αυτός μαθητής του Σεγκόβια αλλά και του Εμίλιο Πουχόλ. Ήταν ο πρώτος Έλληνας κιθαριστής που ερμήνευε με νύχια στο δεξί χέρι – από το 1944. Οργάνωσε στο Εθνικό Ωδείο σχολή κιθάρας η οποία έγινε ξακουστή. Από το 1958 μάλιστα οι μαθητές του έδιναν ετήσιο συλλογικό ρεσιτάλ, γεγονός πρωτόγνωρο για τα ελληνικά δεδομένα. Ήταν ο πρώτος Έλληνας κιθαριστής ο οποίος ηχογράφησε ολόκληρο δίσκο μακράς διαρκείας (LP) με σόλο κλασική κιθάρα. Ο δίσκος ονομαζόταν Ο Φάμπας παίζει Θεοδωράκη - Χατζιδάκι (RCA Victor LPMG 14) και εκδόθηκε το 1965. Είναι ο μόνος Έλληνας σολίστ ο οποίος έχει δώσει ατομικό ρεσιτάλ στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου (1965). Πολλοί από τους μαθητές του βραβεύτηκαν σε διεθνείς διαγωνισμούς κιθάρας – μέχρι το 1982 είχαν διακριθεί σε 19 τέτοιους διαγωνισμούς! Από τους πολυάριθμους μαθητές του αναφέρουμε ενδεικτικά τους Ευάγγελο Ασημακόπουλο, Κώστα Γρηγορέα, Λίζα Ζώη, Γιώργο Κερτσόπουλο, Ελευθερία Κοτζιά, Ειρήνη Κώνστα, Βασίλη Μαστοράκη, Νότη Μαυρουδή, Βαγγέλη Μπουντούνη, Κυριάκο Τζωρτζινάκη, Μιχάλη Τραυλό, Μάρκο Τσέτσο.
Οι ανωτέρω μνημονευόμενοι δάσκαλοι, οι μαθητές τους αλλά και οι μαθητές των μαθητών τους προκάλεσαν μιαν απρόσμενη κιθαριστική ανθοφορία στον ελλαδικό χώρο. Η Ελληνική Σχολή Κιθάρας την οποία δημιούργησαν προκάλεσε και προκαλεί το θαυμασμό και το σεβασμό σε όλη την οικουμένη. Αυτή τη Σχολή θέλησε να τιμήσει η παρούσα έκδοση. Το πρόγραμμα ακρόασης δομήθηκε έτσι ώστε να καλύπτει ολόκληρη σχεδόν τη μεγάλη κοινότητα των Ελλήνων κιθαριστών· χωρίς προκαταλήψεις και με λιγοστές εξαιρέσεις. Φιλοδοξία της έκδοσης είναι να αποτελέσει μια ιστορική σύνοψη-πανόραμα της κιθαριστικής τέχνης στην Ελλάδα. Συμβάλλουν σε αυτό με τα ηχογραφήματά τους τρεις γενιές κιθαριστών.
Όπως προαναφέρθηκε ο πρώτος αμιγώς κιθαριστικός ελληνικός δίσκος εκδόθηκε το 1965. Αξίζει όμως να αναφέρουμε μια δισκογραφική έκδοση της προηγούμενης χρονιάς, μια και αυτή έχει άμεση σχέση με την κλασική κιθάρα και τα εξιστορούμενα. Πρόκειται για το δίσκο Δεκαπέντε Εσπερινοί του Μάνου Χατζιδάκι. Ο σπουδαίος έλληνας τραγουδοποιός και συνθέτης ενορχήστρωσε, για το έργο του αυτό, με τον τρόπο της μουσικής δωματίου, δεκαπέντε γνωστά τραγούδια του και τα παρουσίασε σε οργανική μορφή για δυο κλασικές κιθάρες, άρπα, κοντραμπάσο και πιάνο. Οι δυο κιθαριστές οι οποίοι συμμετείχαν στην ηχογράφηση ήσαν ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης και ο Δημήτρης Φάμπας. Αποτελεί η ηχογράφηση αυτή μοναδική πολύτιμη μαρτυρία της ερμηνευτικής τους συνύπαρξης, μια και οι πορείες τους ήσαν ανταγωνιστικές.
Ο Δημήτρης Φάμπας έχει υπογράψει και το δεύτερο ελληνικό δίσκο με σόλο κλασική κιθάρα, ο οποίος εκδόθηκε λίγο μετά τον πρώτο – την ίδια χρονιά 1965. Σε αυτόν εμφανίζεται και ως ερμηνευτής και ως συνθέτης όπως προσδιορίζει και ο τίτλος του Ο Φάμπας παίζει Φάμπα (RCA Victor LPMG 19). Την επόμενη χρονιά εκδόθηκε σε δίσκο (LYRA 3552) η μουσική την οποία είχε συνθέσει ο Νίκος Μαμαγκάκης για την ταινία του Τάκη Κανελλόπουλου Η εκδρομή. Το έργο συντίθεται από μουσική για σόλο κιθάρα και δυο τραγούδια για φωνή και κιθάρα. Κιθαριστής ήταν ο Γεράσιμος Μηλιαρέσης. Δυο χρόνια αργότερα, το 1968, εμφανίζεται η πρώτη δισκογραφημενη μαρτυρία της τέχνης του κιθαριστικού ντουέτου στη χώρα μας. The art of two guitars (PHILIPS 630131) το όνομα της έκδοσης και ερμηνευτές η Λίζα Ζώη και ο Ευάγγελος Ασημακόπουλος, οι οποίοι από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960 είχαν αρχίσει μια ζηλευτή διεθνή σταδιοδρομία που συνεχίζεται αδιαλείπτως μέχρι τις μέρες μας. Θεμελίωσαν μάλιστα μεγάλη παράδοση ελληνικών ντουέτων.
Αυτά ήσαν συνοπτικά τα πρώτα βήματα της κιθαριστικής δισκογραφίας στη χώρα μας. Από τότε μέχρι σήμερα πολύ νερό κύλησε στ’ αυλάκι. Η τέχνη των Ελλήνων κιθαριστών αποτυπώθηκε σε πολλούς δίσκους. Όχι μόνον ελληνικής αλλά και διεθνούς παραγωγής από εταιρείες οι οποίες διατηρούν μιαν αξιοσέβαστη θέση στο παγκόσμιο δισκογραφικό στερέωμα. Προς επιβεβαίωση αναφέρουμε τις BIS, NAXOS, CHANDOS, GHA. Και φθάνουμε στο απρόσμενο σήμερα, οπότε, στην προ και μετά γιορταστική περίοδο - Χριστούγεννα 2004–Πρωτοχρονιά 2005 - κατεγράφησαν στον τόπο μας 7 (ναι επτά) νέες δισκογραφικές εκδόσεις κιθαριστικού ενδιαφέροντος!!! Η πλέον πρόσφατη από αυτές, προϊόντος του 2005, είναι αυτή την οποία υπογράφει ο Κώστας Γρηγορέας. Κιθάρα σε ελληνικό τρόπο το όνομά της, και εκδόθηκε από τη νεοσύστατη εταιρεία του TIMBRO. Από την πρώτη ελληνική έκδοση με κιθάρα του 1965, έως τη σημερινή του 2005 πέρασε πολύς χρόνος που η διαδρομή του ορίζεται από πολλούς-πολλούς αξιομνημόνευτους σταθμούς. Και από τον πρασβύτερο από τους μνημονευόμενους στην έκδοση Χαράλαμπο Εκμεκτσόγλου (1913 – 1990), έως τον νεώτερο Γιώργο Μπεχλιβάνογλου (γενν. 1974) η αλυσίδα είναι πολύ μεγάλη και προσδιορίζεται από πάρα πολλούς και γερούς κρίκους. Και να σκεφτεί κανείς ότι οι ακαδημαϊκές σπουδές της κιθάρας νομιμοποιήθηκαν στη χώρα μας μόλις το 1987. Μέχρι τότε και η κιθάρα και οι κιθαριστές τελούσαν υπό καθεστώς … παρανομίας.
Δυστυχώς ο Χαράλαμπος Εκμεκτσόγλου και ο Ανδρέας Παλαιολόγος δεν κατέλιπαν δισκογραφημένα ηχογραφήματα· κάποια ανεπίσημα που έχουν εντοπιστεί δεν τεκμηριώνουν, ούτε δικαιώνουν την προσφορά τους. Γι αυτό και η τέχνη τους απουσιάζει από το πρόγραμμα ακρόασης της έκδοσης. Η έκδοση ωστόσο δεν περιορίζεται στις δισκογραφημένες μαρτυρίες. Υπάρχουν ερανίσματα από προσωπικά αρχεία, από ανέκδοτες ηχογραφήσεις που στοιχειοθετούν, μαζί με τα λοιπά, ένα μοναδικό για τη χώρα μας – ίσως και παγκοσμίως – σχεδιασμό. Πέντε από τα συμπεριληφθέντα ηχογραφήματα δεν έχουν δισκογραφηθεί ποτέ. Ανάμεσά τους αυτά των δυο πρωτοπόρων Γεράσιμου Μηλιαρέση («Αραβικό καπρίτσιο» του Φρανθίσκο Τάρρεγκα, ηχογραφημένο στο ΕΙΡ το 1961) και Δημήτρη Φάμπα (οι χοροί από την Ελληνική Σουίτα «Τσάμικος» - από ρεσιτάλ στο Βατικανό το 1970 - και «Καραγκούνα» - από ηχογράφηση στο ΕΙΡ το 1959). Οργανώνεται έτσι μια επιτομή ηχογραφημάτων των Ελλήνων κιθαριστών που εκτείνεται από το 1959 έως το 2005. Και λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι οι πρώτες σοβαρές και οργανωμένες προσπάθειες για τη δημιουργία και ανάπτυξη ελληνικού κιθαριστικού δυναμικού έγιναν από τους προμνημονευθέντες πρωτεργάτες στα μέσα της δεκαετίας του 1950, τότε η έκδοση δικαίως επαγγέλλεται Μισό αιώνα Ελλήνων κιθαριστών.
Γιώργος Β. Μονεμβασίτης
Κριτικός και Ιστορικός Μουσικής
Αθήνα Ιούνιος 2005
[1] Η σωστή προφορά είναι Σεγόβια, χρησιμοποιούμε ωστόσο το καθιερωμένο Σεγκόβια