Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

Ο Αντώνης Μποσκοΐτης για το "Σε βάθος δρόμου" του Λεωνίδα Μαριδάκη







ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΑΡΙΔΑΚΗΣ
ΣΕ ΒΑΘΟΣ ΔΡΟΜΟΥ
ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ


Υπάρχουν τρεις κατηγορίες τραγουδοποιών: στην πρώτη ανήκουν αυτοί που ασκούν μία απόλυτα ιδιοσυγκρασιακή τέχνη, κινούμενοι αποκλειστικά ως προς να εξωτερικεύσουν ότι έχουν μες στο μυαλό τους και την ψυχή τους, αδιαφορώντας παράλληλα για το αν θα αρέσουν στους άλλους ή θα πιάσουν- που λέμε- τα τραγούδια τους. Οι της δεύτερης κατηγορίας φτιάχνουν τα τραγούδια τους συνήθως βάσει των λογοτεχνικών καταβολών τους, της παιδείας τους, υπηρετώντας ένα απόλυτα ελληνικό σύγχρονο τραγούδι, συνεχιστές κατά κάποιον τρόπο των μεγάλων δημιουργών του παρελθόντος. Κι οι τραγουδοποιοί της τρίτης κατηγορίας κάνουν ότι κάνουν για να αρέσουν πρωτίστως στα ραδιόφωνα, στα έντυπα και κατόπιν στο μαζικό κοινό, ξεχνώντας παρ' όλα αυτά να αρέσουν πάνω απ' όλα στον ίδιο τους τον εαυτό. Ο Λεωνίδας Μαριδάκης ανήκει μάλλον στη δεύτερη κατηγορία, χωρίς να αποποιείται και μερικά στοιχεία από την πρώτη, την καλύτερη- κατ' εμέ- των περιπτώσεων. Το δεύτερο άλμπουμ του με τίτλο Σε βάθος δρόμου μόλις κυκλοφόρησε και περιέχει δέκα τραγούδια και ένα instrumental.


Δεν θα αναλύσω ένα- ένα τα κομμάτια του Μαριδάκη, θα αναφέρω μόνο τα στοιχεία που κατά υποκειμενική εκτίμηση κάνουν σημαντικό το cd του. Κατ' αρχάς, ο λόγος των ποιητών και των στιχουργών που έντυσε με τις μουσικές του: F. G. Lorca σε απόδοση Βασίλη Λαλιώτη, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Διονύσης Καψάλης, Γιώργος Κοροπούλης, Β. Λαλιώτης και ο ίδιος ο Λ. Μαριδάκης. Αν υποτεθεί πως στόχος του ήταν το νοερό ταξίδεμα του ακροατή σε τόπους μακρινούς κι εξωτικούς, το κατάφερε απόλυτα, επιλέγοντας να μελοποιήσει το Θα πάω στο Σαντιάγο του Lorca α λα Carlos Santana, το δικό του Άγριο όνειρο και κυρίως το εναρκτήριο Στο δρόμο με το στιχούργημα του Λαλιώτη να κλείνει το μάτι στην Περιπλανώμενη ζωή, όχι του Τσιτσάνη, αλλά μιας ολόκληρης γενιάς beat ποιητών. Στα υπόλοιπα κομμάτια, τον δημιουργό απασχόλησε το αέναο ερωτικό ζήτημα κι εκεί που θα γινόταν μπανάλ, τον έσωσαν πάλι οι στίχοι που του δόθηκαν προς μελοποίηση. Εξαιρετικά υπό αυτή την έννοια τα Σαν τίγρη τρυφερός (Λ. Μαριδάκη), Η λέξη που αγάπησα (Θ. Γκόνη) και Η αγάπη νικάει (Β. Λαλιώτη), ντουέτο του Μαριδάκη με την, πρωτοεμφανιζόμενη στη δισκογραφία, jazzy ερμηνεύτρια Πέννυ Μπαλτατζή. Μουσικά, επίσης, παρουσιάζει ενδιαφέρον όλο το υλικό, με εμφανή την επιρροή του δημιουργού από ένα latin-ska-reggae κλίμα, το οποίο τυχαίνει να 'ναι και ολίγον trendy τελευταία.


Προσωπικά πάντως το χάρηκα που δεν υπάρχει ίχνος μιζέριας μέσα του. Από το πρώτο τραγούδι μέχρι το instrumental που κλείνει το cd, τόσο ο Μαριδάκης, όσο και η μπάντα που τον συνοδεύει, αν μη τι άλλο το γλεντάνε με την καρδιά τους και μας πασάρουν αφειδώς και αφιλοκερδώς το κέφι και τη χαρά τους. Ευφάνταστες και πλούσιες ενορχηστρώσεις με τον ήχο των πνευστών και του βιολιού να πρωτοστατεί συχνά μέσα στον βασικό ηλεκτρικό ηχητικό διάκοσμο. Ξεχωρίζω ακόμη τη μελοποίηση του στον Λαπαθιώτη που ορθώς τού βγήκε σε χαμηλόφωνη μπαλάντα με blues κλίμακες. Μού άρεσε πολύ και ο φωνητικός αυτοσχεδιασμός της Τυνήσιας Lamia Bedioui στο Άγριο όνειρο- συμμετοχή με ουσία, δεδομένων των στίχων που μας ταξιδεύουν κατά Πορτ Σουδάν μεριά! Όσο για τη Μάρθα Φριντζήλα που κλήθηκε να αποδώσει το Καθρεφτάκι, η ερμηνεία της σε συνδυασμό με την υφή του εν λόγω τραγουδιού μεταφέρουν ένα σπάνιο αεράκι από το πιο καλόγουστο ελαφρό ρεπερτόριο αλλοτινών εποχών. Τέλος, ο Λεωνίδας Μαριδάκης μπορεί να μην είναι ο top τραγουδιστής- φαντάζομαι το γνωρίζει κι ο ίδιος- δε με ενόχλησε καθόλου όμως η φωνή του καθ' όλη την ακρόαση. Ίσως γιατί ανήκει κι αυτός στους τραγουδοποιούς εκείνους που ξέρουν να διαχειρίζονται καλύτερα απ' τον καθένα καλλίφωνο ερμηνευτή, πρώτα το υλικό τους και κατόπιν τον τρόπο να εκφράζονται.


Αντώνης Μποσκοΐτης
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Για το " mergin' " του Αλέκου Βρέτου





Αλέκος Βρέτος
Mergin’
Jadeo Music


Ο δίσκος mergin’ του ουτίστα και συνθέτη Αλέκου Βρέτου είναι μία σημαντική προσθήκη στην εγχώρια τζαζ / έθνικ μουσική παραγωγή. Το ούτι στα μέρη μας είχε την «τύχη» να συνδεθεί ένα φεγγάρι με λογής «έντεχνες» κοινοτοπίες - δεν ξεχνάμε ότι εκεί γύρω στα μέσα των 1990s μέρος της εγχώριας δισκογραφίας είχε μετατραπεί σε ποτ πουρί της αρμένικης και αραβικής μουσικής. Στο mergin, ο Βρέτος πηγαίνει πέρα από αυτή την παγιωμένη μανιέρα, δοκιμάζοντας το ούτι σε έξι ορχηστρικά κομμάτια τζαζ, λάτιν τζαζ και έθνικ. Τα πέντε είναι σε δική του σύνθεση, ενώ το έκτο είναι το ‘Spain’ του ιερού τέρατος της τζαζ Chick Corea.


Τα εμπνευσμένα κομμάτια έχουν μία έντονη ρυθμικότητα, αγγίζουν το swing σε κάποια σημεία, σε άλλα φλερτάρουν με τις καλύτερες στιγμές της λατινοαμερικάνικης μουσικής, και ενοποιούνται στο μεσανατολικό άρωμα που φέρει το ούτι. Αν και οριοθετημένα από τη γραφή του Βρέτου, τα κομμάτια βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό. Οι μουσικοί έπαιξαν και ηχογραφήθηκαν ζωντανά, όλοι μαζί, στο στούντιο· από μόνη της, αυτή η επιλογή είναι αξιέπαινη και παραπέμπει σε παλαιότερες και αυθεντικότερες πρακτικές. Αυτή η επιλογή συνιστά φυσικά και εν δυνάμει ρίσκο, όχι όμως όταν έχεις μέρος της αφρόκρεμας των ελλήνων μουσικών πλάι σου. Εκτός από τον Βρέτο στο ούτι, συναντάμε την ανερχόμενη βιολίστρια Κωνσταντίνα Κυριαζή, μία από τις πιο αξιόλογες της γενιάς της με παρουσία σε ηχογραφήσεις παραδοσιακής μουσικής αλλά και έντεχνου και ροκ τραγουδιού, τον κορυφαίο σαξοφωνίστα Τάκη Πατερέλη, τον γνωστό τζαζ ντράμερ Σεραφείμ Μπέλο, τον καταξιωμένο κοντραμπασίστα Γιώργο Ρούλο, και τον ειδικευόμενο στη λάτιν τζαζ πιανίστα Δημήτρη Σεβδαλή. Βεβαίως, στον αυτοσχεδιασμό μοιραίο είναι να προδίδονται μερικές φορές και οι άμεσες επιρροές των μουσικών. Το ΄foud’ π.χ. θυμίζει υπερβολικά το Chan Chan των Buena Vista Social Club, όμως πέρα από τέτοιες λεπτομέρειες οι συντελεστές καταθέτουν το δικό τους, ιδιαίτερο στίγμα και ήχο.


Μόνη υποκειμενική ένσταση είναι η κάπως υπερβολική σε όγκο παρουσία της σκέψης του συνθέτη στο ένθετο. Ο Βρέτος αναλύει εξοντωτικά κάθε κομμάτι, γράφει τα βιογραφικά των μουσικών και διηγείται τη γνωριμία μαζί τους, κάνει τις αφιερώσεις. Αυτή η διαμεσολάβηση εμποδίζει παρά διευκολύνει την επικοινωνία με έναν εξαιρετικό κατά τα λοιπά δίσκο. Πόσο μάλλον όταν το ένθετο είναι γραμμένο εξ’ ολοκλήρου στα αγγλικά (!) For the rest, να ευχηθούμε καλοτάξιδη η δουλειά - μια παραγωγή έξω από τα γρανάζια των εταιρειών και της αγοράς.

Ηρακλής Οικονόμου
(Εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Απεργία



ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ – ΕΕ – ΔΝΤ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ

Το περιβόητο «Μνημόνιο» της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, της ΕΕ και του ΔΝΤ αποτελεί κήρυξη πολέμου ενάντια στους εργαζομένους και τη νεολαία. Μετά τις περικοπές μισθών και δαπανών, έρχεται η πλήρης επιβολή εργασιακού και ασφαλιστικού μεσαίωνα. Καταργούν τις συλλογικές συμβάσεις, απελευθερώνουν τις απολύσεις, θεσπίζουν μισθούς πείνας για τη νεολαία, φέρνουν την παιδική εργασία, αυξάνουν τα όρια σύνταξης για όλους χτυπώντας ιδιαίτερα τις εργαζόμενες γυναίκες, οδηγούν σε τρομαχτική συρρίκνωση των συντάξεων, εισάγουν τον κοινωνικό κανιβαλισμό της ανταποδοτικότητας και της ατομικής ευθύνης. Τα μέτρα αυτά στο όνομα της «διάσωσης της χώρας» οδηγούν κατ’ ευθείαν στη χρεοκοπία.Θέλουν να ταπεινώσουν την εργατική τάξη, να διαλύσουν όσες κατακτήσεις είχαν απομείνει, να ενισχύσουν τα κέρδη του κεφαλαίου. Οι συνέπειες της βαθιάς και ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού και της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση- ΟΝΕ-ευρωζώνη, το δυσβάσταχτο χρέος του 1 δις ευρώ που πηγαίνει κάθε βδομάδα στις τσέπες των τραπεζιτών για τόκους και χρεωλύσια και όχι για τους μισθούς και τις συντάξεις μας, οδηγούν στην εξαθλίωση των εργαζομένων και την πλήρη υποθήκευση του μέλλοντός μας.

Μας λένε ότι τα μέτρα είναι «μονόδρομος». Εμείς λέμε ότι μονόδρομος είναι η ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική, η πάλη για την υπεράσπιση των εργατικών συμφερόντων και για να πληρώσουν την κρίση οι καπιταλιστές:

· Ανατροπή των μέτρων κυβέρνησης – ΕΕ – ΔΝΤ. Άμεση απόσυρση όλων των νομοσχεδίων.
· Παύση πληρωμών- διαγραφή του ληστρικού χρέους.
· Πάλη για την αντικαπιταλιστική ρήξη αποδέσμευση από την ΟΝΕ, το ευρώ και την ΕΕ.
· Εθνικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο.
· Απαγόρευση απολύσεων.
· Αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις. Ριζική αύξηση της φορολογίας του κεφαλαίου.
· Μείωση των εξοπλισμών
· Νομιμοποίηση των μεταναστών

Ο αγώνας αυτός είναι ζήτημα επιβίωσης για μας και τα παιδιά μας. Χρειαζόμαστε μια παρατεταμένη και κλιμακούμενη εργατική και λαϊκή ανταρσία τώρα ενάντια στο «Μνημόνιο» και τα νομοσχέδια του. Οι μεγάλες απεργίες του Μάη, οι κινητοποιήσεις στις μεταφορές, στην υγεία, στα λιμάνια, ο αγώνας των εκπαιδευτικών δείχνουν το δρόμο. Τώρα πρέπει οι αγώνες να κλιμακωθούν. Η κυβέρνηση και οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ πρέπει να νιώσουν στο πετσί τους τη δύναμη της εργατικής οργής και να συνειδητοποιήσουν ότι εάν ψηφίσουν τα νομοσχέδια εκτρώματα του Λοβέρδου, δεν θα μπορούν να σταθούν πουθενά.

Η απεργία στις 29 Ιούνη πρέπει να είναι σεισμός οργής και αγανάκτησης. Εάν η κυβέρνηση δεν υποχωρήσει, να προκηρυχθεί άμεσα και νέα 48ωρη γενική πολιτική απεργία. Σε κάθε κλάδο, σε κάθε ομοσπονδία, να γίνουν συνελεύσεις και να παρθούν αποφάσεις για απεργιακούς αγώνας διαρκείας. Να παραλύσουμε τη χώρα, να γίνει απεργιακό «μπλακ άουτ» για να καταλάβουν κυβέρνηση, ΕΕ και ΔΝΤ ότι τα μέτρα δεν πρόκειται ούτε να περάσουν ούτε να εφαρμοστούν.

Να φτιάξουμε ένα πραγματικό μέτωπο αγώνα, το αντίπαλο δέος σε κυβέρνηση, ΕΕ και ΔΝΤ. Με μαζικές γενικές συνελεύσεις και συγκρότηση απεργιακών επιτροπών σε κάθε σωματείο, σε ρήξη με τη συναίνεση και την υποταγή των γραφειοκρατικών ηγεσιών ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ. Με ενωτικές επιτροπές αγώνα σε κάθε πόλη και κάθε γειτονιά, για να οικοδομήσουμε την αλληλεγγύη, την αυτοργάνωση και την πιο πλατιά συσπείρωση ενάντια στην κυρίαρχη πολιτική. Με διεθνιστικό συντονισμό με τους αγώνες των εργαζομένων στην Ευρώπη. Με κοινό αγώνα με τους μαθητές, τους φοιτητές και τους ανέργους.

Οι δυνάμεις της Αριστεράς θα κριθούν από το πόσο θα συμβάλουν στην νικηφόρα έκβαση του αγώνα. Φτάνουν πια οι αυταπάτες για μια «άλλη Ευρωπαϊκή Ένωση», οι ταλαντεύσεις προς τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, η απομόνωση αλλά και η άρνηση της πάλης πολιτικών στόχων σύγκρουσης με το σύστημα. Η κοινή δράση της Αριστεράς, η επιμονή στην αντικαπιταλιστική απάντηση στην κρίση, η συνάντηση με τη βάση του ΠΑΣΟΚ που ξεσηκώνεται, η ολόψυχη στήριξη των αγώνων και όλων των μορφών συντονισμού και αυτοοργάνωσης μπορούν να ανοίξουν δρόμους ελπίδας, ρήξης και ανατροπής. Αυτό το δρόμο να διαλέξουμε σε κάθε σωματείο, σε κάθε απεργία, σε κάθε τοπική επιτροπή αγώνα.

Οι στιγμές που ζούμε είναι ιστορικές. Μπορούμε να πετύχουμε ρήγματα στην κυρίαρχη πολιτική, να ανατρέψουμε την επίθεση, να κλονίσουμε την κυβέρνηση και τις δυνάμεις που τη στηρίζουν, ανοίγοντας το δρόμο για την υπεράσπιση και διεύρυνση των εργατικών και λαϊκών κατακτήσεων και δικαιωμάτων αλλά και για τη συνολικότερη αμφισβήτηση του συστήματος της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης.

Ας δώσουμε τη μάχη με όλες μας τις δυνάμεις και ας βγάλουμε γελασμένους όσους πιστεύουν ότι μπορεί να γυρίσει πίσω το ρολόι της ιστορικής εξέλιξης.
ΑΝΤΑΡΣΥΑ

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Συνέντευξη με τον Νίκο Μαμαγκάκη



Νίκος Μαμαγκάκης:

«Ο Μπελογιάννης και η Έλλη Παππά θα επηρεάζουν για πάντα τις ανθρώπινες ψυχές»




τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Αποσπάσματα δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ και στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)


Δεν χρειάζονται εισαγωγές και συστάσεις όταν αναφερόμαστε σε έναν από τους κορυφαίους Έλληνες συνθέτες. Και όταν αυτός αποφασίζει να εκδώσει 63 νέα και παλαιότερα έργα του, όλα σε καινούργιες ενορχηστρώσεις, τότε μιλάμε για ένα πολιτιστικό γεγονός ιστορικής σημασίας. Ανάμεσα στα έργα αυτά, συναντάμε και το «Τραγούδι του Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά», βασισμένο σε ποιήματα που γράφτηκαν από τους δύο ήρωες μέσα στη φυλακή. Στην κουβέντα μας, περιγράφει τις λεπτομέρειες αυτής της τιτάνιας εκδοτικής προσπάθειας και μοιράζεται τον προβληματισμό του για το ελληνικό τραγούδι. Ο κύριος Νίκος Μαμαγκάκης!

Τι σας ενέπνευσε η ιστορία του Νίκου Μπελογιάννη και της Έλλης Παππά;

Η ιστορία του Μπελογιάννη και της Παππά είναι σαν την ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Εδώ όμως υπάρχει και το ήθος των ανθρώπων, η ανθρωπιά τους, το νταηλίκι τους. Υπάρχει αυτή η γυναίκα που, κοριτσάκι, της σκότωσαν τον άντρα, της πήραν το παιδί, και την έβαλαν δεκαεννιά χρονών φυλακή. Δεν βρέθηκε κανένας τότε να πει «Πού την πάτε; Κατάσκοπος το κοριτσάκι το δεκαεννιάχρονο;». Με επηρέασε το διάβασμα από τα «Γράμματα προς το γιο μου», αλλά και αυτό καθεαυτό το γεγονός. Υπάρχουν πράγματα που αιωρούνται στον αέρα και στην ιστορία ενός τόπου και ενός πολιτισμού. Αυτοί οι άνθρωποι θα επηρεάζουν και θα επενεργούν για πάντα τις ανθρώπινες ψυχές. Εξάλλου, και τότε είχαν επηρεάσει όλη την ανθρωπότητα. Μην ξεχνάς ότι ο Πικάσο έκανε ένα σκίτσο για τον Μπελογιάννη. Ως και ο σκληροτράχηλος στρατηγός Ντε Γκωλ είχε ανακατευθεί στην υπόθεση αυτή. Τα τραγούδια έχουν μία ατμόσφαιρα λαϊκή, επειδή εγώ τα έζησα τα γεγονότα, ήμουν εδώ στην Αθήνα, και άκουγες παντού τα ρεμπέτικα γιατί τότε είχαν πρωτοβγεί τα πικάπ. Ο αδερφός μου ήταν τότε στη Μακρόνησο και εμένα με κυνηγούσαν ακατάπαυστα. Δεν κοιμήθηκα ποτέ ήσυχος, όλο μου την είχαν στημένη δύο μυστικοί, αλλά εγώ τους ξέφευγα επειδή έτρεχα γρήγορα! Μπήκε στο πετσί μου αυτή η ιστορία, και ήταν ένα χρέος τιμής δικό μου προς τους ανθρώπους αυτούς.

Γενικότερα, τι σας οδήγησε στην απόφαση να ξαναβγάλετε, να αναμοχλεύσετε τα έργα σας;

Δεν τα ξαναβγάζω τα έργα μου, δεν είναι μία αναβίωση. Στη Λύρα είχα βγάλει 20 cd, εδώ μιλάμε για 63 cd. Δηλαδή, από τα 63 cd, μόνο τα 20 είναι remake, όλα τα άλλα είναι καινούργια. Το Μέγα Ορατόριο των Ελλήνων είναι διπλό cd, η Όπερα των Σκιών είναι τριπλό cd, τα έργα avant-garde είναι πενταπλό cd. Αυτά δεν είναι remake, δεν είναι αναμάσημα, είναι πακτωλός.

Πώς προήλθε η κίνησή σας να τα εκδώσετε από δική σας εταιρεία;


Δεν ήταν πράξη επιλογής, ήταν πράξη απελπισίας. Από ποια εταιρεία θα τα έβγαζα; Δεν υπάρχουν σήμερα εταιρείες. Δεν υπήρξε ενδιαφέρον από κανέναν, αλλά κι αν υπήρχε, θα ήταν ένα ενδιαφέρον που εμένα δεν θα με …ενδιέφερε ποτέ. Η βασική αιτία που τα ξανάβγαλα ήταν για να διορθώσω τυχόν ελλείψεις που υπήρχαν τον καιρό που τα έκανα, ελλείψεις που είχαν πάντα αφορμή την εταιρεία, η οποία ήθελε να κάνει οικονομία, να επιβάλλει απόψεις, κλπ. Έτσι αποφάσισα να ανασκευάσω το υλικό και να θεραπεύσω ορισμένα πράγματα. Αυτό ήταν για μένα υπέρτατη ανάγκη, δεν θα μπορούσα να κοιμηθώ αν δεν το έκανα. Όλο το έγκλημα βρίσκεται σ’ αυτό που δεν γίνεται. Ό,τι γίνεται, για μένα είναι καλώς καμωμένο. Γι’ αυτό οι αρχαίοι χαιρετούσαν λέγοντας «πώς πράττετε;». Εξάλλου, όλο αυτό το διάστημα, εγώ εξελίχθηκα, έγινα σοφότερος. Όλη αυτήν την πείρα και την πρόοδο, ακόμα και την τεχνολογική πρόοδο, εγώ την ενσωμάτωσα στις αναβαθμίσεις.

Συνιστά η έκδοση αυτή μία πράξη αντίστασης στα κυρίαρχα μοντέλα μουσικής;


Αυτά τα μοντέλα υπήρχαν και θα υπάρχουν. Το μπανάλ που εμπεριέχουν οι άνθρωποι και η τέχνη υπάρχει σε ικανές ποσότητες, και νομίζω ότι καλώς υπάρχει. Δεν μπορεί κανείς μέρα-νύχτα να συνοφρυώνεται και να ακούει Στοκχάουσεν και Ξενάκη. Όμως πρέπει να ακούει και Στοκχάουσεν και Ξενάκη. Σήμερα, η μπαναλαρία έχει υπερβεί τα εσκαμμένα και έχει κυριαρχήσει, επειδή τα κανάλια έχουν εκτραχηλιστεί. Με την εμπορευματοποίηση της μουσικής από τις εταιρείες φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Και έρχεται η τεχνολογία και αποτελειώνει το θέμα, επειδή ο κάθε κλέφτης κάνει μία ιστοσελίδα και σου λέει «κατέβασε ό,τι θες». Και κατεβάζεις το μόχθο μου. Είναι τρομακτικό, δεν το καταλαβαίνει κανείς. Είναι σαν να μπαίνεις στο μπακάλικο της γειτονιάς, να παίρνεις ό,τι θες και να φεύγεις. Αυτό θα οδηγήσει τα πράγματα σε αδιέξοδο, δεν θα γίνονται καινούργιες παραγωγές. Ήδη, ποιος κάνει καινούργιες παραγωγές; Μόνο ιδιώτες, οι οποίοι όμως δεν έχουν την υποδομή να φτάσουν σε ένα ποιοτικό αποτέλεσμα.








Εσείς πώς τα καταφέρατε;


Έκανα ένα στούντιο, μάζεψα μία ομάδα ανθρώπων, πήρα όλα τα καλά προγράμματα για τα εξώφυλλα, βρήκα ταλαντούχους νέους ανθρώπους, επιστράτευσα όλες τις γνώσεις μου και τα κατάφερα. Τα πράγματα έγινα με έναν τρόπο μαγικό. Ετοίμασα τις ηχογραφήσεις, 22 cd καταρχήν, αλλά σαν άπειρος που ήμουν, δεν σκέφτηκα στοιχειώδη πράγματα. Και όταν τηλεφώνησα για να ρωτήσω πόσα χρήματα έπρεπε να έχω στο χέρι μου για να κοπούν τα cd, μου λένε «60.000 Ευρώ κύριε». Πήρα ένα τυπογραφείο και μου λέει 72.000 Ευρώ, αν θέλετε καλή ποιότητα χαρτιού και βιβλιαράκια. Εκεί καταρρέω και λέω «κρίμα τον κόπο μου». Ώσπου μία Τρίτη χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Νίκος Περάκης, ο άγιος Περάκης, ο φίλος μου. Του έχω γράψει μουσική για όλες τις ταινίες του. Και μου λέει «Νίκο, θα κάνουμε τη «Λούφα και Παραλλαγή» σε 45 επεισόδια για την ΕΡΤ; Θα είναι και η Odeon μέσα». «Αν τους δώσουμε τα δικαιώματα που θέλουν, μου τυπώνουν τζάμπα τα cd;» τον ρωτάω. «Ναι, ναι!» μου απαντάει.

Τρία λεπτά μετά ξαναχτυπάει το τηλέφωνο. «Πάνος Χρυσοστόμου, θέλω να σας βιογραφήσω». «Δεν θέλω βιογραφίες, μου θυμίζουν μνημόσυνα, δεν έχετε δει τίποτα ακόμα από μένα!». «Μα, κύριε Μαμαγκάκη, οι εκδόσεις Άγκυρα είναι μεγάλος εκδοτικός οίκος, έχουν τυπογραφεία…». «Τι; Έχουν τυπογραφεία; Αν σας παραχωρήσω όλα τα δικαιώματα, τους ρωτάς αν μπορούν να τυπώσουν αυτά τα εξώφυλλα;». «Ναι, βεβαίως!». Έτσι τυπώθηκαν τα εξώφυλλα από την «Άγκυρα» και τα CD από την Odeon Digital Press. Όσο για τη διανομή, πήρα τηλέφωνο μεγάλα δισκάδικα σε όλη την Ελλάδα και τα προώθησα, χωρίς καμιά βοήθεια.


Δεν θέλω λεφτά από κανένα, δεν θέλω σπόνσορες. Έρχονται νέοι άνθρωποι και μου λένε: «κύριε Μαμαγκάκη, πώς να το κάνω εγώ;». Αν αγαπάς κάτι, θα το κάνεις, και συμπλέουν και βοηθάνε και οι θεοί και οι διαβόλοι. Κάνε μόνος σου ό,τι μπορείς, οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν θαύματα.

Μήπως εκφράζει αυτή η πρωτοβουλία και ένα παράπονο σε σχέση με την έως τώρα αποδοχή του έργου σας;

Υπήρξαν περιπτώσεις μουσικών μου που λατρεύτηκαν, όπως οι κινηματογραφικές μου μουσικές. Η Δασκάλα με τα χρυσά μαλλιά λένε ότι είναι η πιο εμπορική, αλλά μπορεί να είναι και Η αρχόντισσα και ο αλήτης ή οι ταινίες του Νίκου Περάκη. Η μουσική αυτή βρήκε το στόχο της, αγαπήθηκε, τραγουδήθηκε. Σε παραπέμπω σε επιτυχίες όπως τα «Σ’ αγαπώ σ’ αγαπώ», «Σκληρό μου αγόρι», «Η αγάπη θέλει δύο» κ.α. Από την άλλη μεριά, έχω γράψει πολύ πειραματικά έργα και είμαι από τους πρώτους στον κόσμο που έγραψαν ηλεκτρονική μουσική, από το 1957. Τα έργα μου της avant-garde βρήκαν την απήχηση που έπρεπε, παίχτηκαν από μεγάλες ορχήστρες. Το τραγούδι δεν το ευτέλισα, έγραψα τραγούδια ελαφρά επειδή αυτό υπαγορευόταν από τις ανάγκες του σινεμά, αλλά έγραψα και αυτά που ήθελα. Πίστεψέ με, είχα ευχέρεια στη μουσική, θα μπορούσα σήμερα να είμαι ζάπλουτος. Δεν επεδίωξα να γίνω. Υπάρχουν τραγουδοποιοί που δεν πήγαν το τραγούδι ούτε μισό βήμα παραπέρα και έβγαλαν τρομακτικά χρήματα.


Αλλά αυτοί που ευθύνονται πιο πολύ για την παρακμή του ελληνικού τραγουδιού είναι κάποιοι μεγάλοι τραγουδιστάδες που καλλιεργούν ένα είδος γλειμμένης καραμέλας. Αυτοί έχουν ευτελίσει το είδος. Οι τραγουδιστές πάντα είχαν ένα είδος δύναμης μέσα στις εταιρείες και προέβαλλαν αυτά που ήθελαν. Όμως, δεν εμπόδισαν τον Χατζιδάκι να γράψει το Μεγάλο Ερωτικό, ούτε εμένα να γράψω τον Ερωτόκριτο. Τώρα όμως εμποδίζουν. Και βλέπεις μεγάλους τραγουδιστές να προωθούν πραγματικά σκουπίδια χωρίς τέχνη. Σκουπίδια που εκτείνονται σε μία έβδομη, από το ντο μέχρι το σι μπεμόλ. Έχουν μία αρμονική φαρέτρα τονική-δεσπόζουσα-υποδεσπόζουσα, ό,τι πιο πρωτόγονο υπάρχει. Οι στίχοι είναι όλο υπονοούμενα και πρέπει να λέγονται από γυμνά, ρόδινα μέλη, και παρουσιάζονται με ένα ύφος που απέχει μία τρίχα μόνο από το πορνό. Μία δόση μπανάλ χρειάζεται, αλλά αν χαλάσουν οι δόσεις, χαλάει το κέικ.


Είπατε ότι δεν βλέπεται τέχνη στα σημερινά σκουπίδια. Τότε γιατί το λέμε έντεχνο το τραγούδι σήμερα;


Δεν υπάρχει έντεχνο. Η τέχνη η ίδια είναι έντεχνη. Ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν ήξερε νότες, ήταν ένας λαϊκός βάρδος, αλλά ήταν και ένας μάστορας της μελωδίας. Τα εργαλεία του τα κατείχε από στήθους και για να γράψει ένα κομμάτι τυραννιόταν περισσότερο από μένα το σπουδαγμένο. Όλα αυτά που υπάγονται στην τέχνη και πραγματεύονται τη δημιουργία καλλιτεχνημάτων όχι μόνο προς τέρψη αλλά και προς λύτρωση της ανθρώπινης ψυχής χρειάζονται μόχθο και κόλπα έντεχνα για να γίνουν. Δεν κάθεται σε μία νύχτα ο λαϊκός βάρδος να εμπνευστεί το αριστούργημα. «Έξι μήνες μου πήρε η Συννεφιασμένη Κυριακή, μάτωσαν τα χέρια μου», μου έλεγε ο Τσιτσάνης. Σαν ετικέτες μπορούν να υπάρχουν, «έντεχνα», «λαϊκά», «δημώδη»· τραγούδια είναι όλα. Με τα σημερινά μέσα, μπορεί ένας μη ταλαντούχος να ξεγελάσει κάποιο κόσμο για ορισμένο χρόνο. Δεν μπορεί να ξεγελάσει πολύ κόσμο για πολύ χρόνο.







Νοιώθω όμως ότι κι εσείς οι συνθέτες έχετε μία ευθύνη. Διαβάζοντας τη βιογραφία σας, είδα πίκρα και θυμό απέναντι σε άλλους συνθέτες, οι οποίοι όλοι μαζί φτιάξατε το νέο ελληνικό τραγούδι. Αλλά και ευρύτερα, βλέπω διχογνωμίες, αντιθέσεις, αντιφάσεις.

Εγώ με κανέναν συνθέτη δεν έχω τίποτα. Εγώ αγάπησα και μ’ αγαπήσανε όλοι οι σπουδαίοι και ταλαντούχοι. Αλλά δεν μπορώ να δεχθώ τους ατάλαντους, αυτούς τους καταργώ. Φίλος μου αδερφικός ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Φίλος μου είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Φίλος μου ήταν ο Γιάννης Ξενάκης, ο Γιάννης Χρήστου. Φίλος μου ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μπαγιαντέρας, ο Κώστας Καπλάνης. Που βλέπεις τη διχογνωμία; Με συγχωρείται κύριε Οικονόμου, αλλά εγώ είμαι σ’ αυτά τα πράγματα μπασμένος πιο πολύ από σας.


Εννοώ ότι βλέπω μία έλλειψη ενότητας μεταξύ σας.

Ενότητα; Αν εννοείς ότι δεν συνδικαλιζόμαστε οι συνθέτες, ε, η τέχνη δεν συνδικαλίζεται. Η τέχνη είναι κάτι αυστηρά κατά μόνας και προσωπικό μέχρι θανάτου. Υπήρξα και συνδικαλιστής, ήμουν πρόεδρος της ΕΜΣΕ. Είχα βγει με μία ψήφο διαφορά, με την ψήφο του Καζαντζίδη! Αλλά μιας και ανέφερες τη διχοστασία των συνθετών, θα σου διαβάσω την επιστολή του Μίκη Θεοδωράκη που μου έστειλε όταν έλαβε τους δίσκους μου:

«Αγαπητέ μου Νίκο, η παραγωγή σου είναι εντυπωσιακή από κάθε άποψη: ποιοτική, ποσοτική, και αυτοθυσίας, μια και τα δίνεις όλα, έμπνευση, κόπο, αυτοχρηματοδότηση, ανιδιοτέλεια. Σαν να βρίσκεσαι σε μια ιδανική κοινωνία αγγέλων, έτοιμη να αγκαλιάσει τα πολύτιμα δώρα της πνευματικής δημιουργίας. Τι να σου πω, μένω άφωνος και ομολογώ ότι σε θαυμάζω. Πριν λίγες μέρες άκουσα τα Τραγούδια της Παράδεισος που με εντυπωσίασαν. Πράγματι, είναι ένα νέο κοίταγμα αυτού του σπουδαίου μουσικού κόσμου που επιβεβαιώνει αυτό που λες, ότι δηλαδή η τέχνη είναι έντεχνη. Όμως, γι’ αυτό χρειάζεται φαντασία και τεχνική, όπως με πολύ επιτυχία δείχνεις ότι είσαι κάτοχος. Εγώ θα προσθέσω τη λέξη «πνευματικότητα», χάρις στην οποία η πρώτη γνήσια ύλη ανεβαίνει ένα σκαλί πιο πάνω στην κλίμακα των ανθρωπίνων αξιών, δηλαδή στην πεμπτουσία αυτού που ονομάζουμε απλά τέχνη. Σιγά σιγά θα κοιτάξω και τα υπόλοιπα υλικά σου, στο βαθμό φυσικά που μου επιτρέπουν οι δυνάμεις μου που παλεύουν απεγνωσμένα στη φθορά του χρόνου. Και πάλι σ’ ευχαριστώ. Σε ασπάζομαι και σ’ αγαπώ. Μίκης Θεοδωράκης».

Που βλέπεις τη διχογνωμία;

Το έργο σας βασίζεται από τη μία στη δυτική μουσική πρωτοπορία, και από την άλλη στη ανατολική μουσική παράδοση. Τι σας προσέφερε η κάθε μία από αυτές τις «πηγές»;

Εγώ ξεκίνησα σαν μουσικός. Γνώρισα τους ρεμπέτες, δούλεψα μαζί τους, ήταν φίλοι μου. Θα μπορούσα κάλλιστα να είμαι ένας επιτυχημένος Χιώτης, στο λέω με κάθε γνώση. Ήξερα τα πράγματα που ήξερε αυτός ενώ αυτός δεν ήξερε τα πράγματα που ήξερα εγώ. Πήγα και σπούδασα για να γνωρίσω την τέχνη που λέγεται μουσική. Η μουσική είναι η τέχνη και η επιστήμη των ήχων. Δεν είναι άλλη η δυτική μουσική και άλλη η ανατολική. Αυτό είναι μία εφεύρεση. Όλες οι μουσικές απαιτούν έναν άνθρωπο ταγμένο από το θεό για να τις παίζει κι έναν άλλον ταγμένο από το θεό για να της γράφει. Δεν είναι άλλος ο ταλαντούχος συνθέτης της δυτικής μουσικής και άλλος της ανατολικής. Ναι μεν το δυτικό υλικό μπορεί να είναι συγκερασμένο κλπ., αλλά στο έργο ενός έντεχνου δυτικού - για να μεταχειριστώ τις δικές σας λέξεις - δυτικού συνθέτη ακούς μέσα και μόρια, ακούς μέσα και ό,τι άλλο θέλεις. Kαι δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα από κανέναν συνθέτη με μικροδιαστήματα. Όπως το ίδιο δεν έχει να ζηλέψει και ένας λαϊκός βάρδος, θεϊκός, κανέναν έντεχνο ή δυτικό ή λόγιο, όπως λες εσύ. Εγώ αυτούς τους όρους δεν τους μεταχειρίζομαι ποτέ. Ακούω ένα αρμένικο τραγούδι από ένα συνθέτη άγνωστο και τρέχουν τα μάτια μου, όπως ακούω και ένα μέρος από μια σονάτα του Μπετόβεν και τρελαίνομαι. Ποια η διαφορά; Τη διαφορά τη βρίσκουν οι διάφοροι μουσικολόγοι, οι διάφοροι αργόσχολοι. Εντάξει, καμία αντίρρηση. Εγώ μουσικός καθαρόαιμος είμαι, δεν θέλω να είμαι κάτι άλλο.

Ξεκίνησα να γράφω τα πάντα. Έγραφα τραγούδια λαϊκά και τα πούλαγα. Παράλληλα σπούδασα και έπεσα στο σωστό μέρος, γιατί στην αβάντ-γκαρντ έχω γράψει πράγματα που στέκονται. Ύστερα ήρθα εδώ, σε ένα χώρο όπου τα πράγματα ήταν και είναι αφάνταστα ρελατίφ και θολά. Πώς μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος γράφοντας μουσική εδώ; Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Δεν λογιάζω μουσική αυτή που κυκλοφορεί στα κανάλια. Ούτε μία στο εκατομμύριο δεν αξίζουν. Όλα αυτά τα τραγούδια είναι αναμασήματα τραγουδιών που έχουν ξαναγραφτεί. Ούτε ένα πράγμα δεν υπάρχει που να συγκινεί από αυτά τα τραγούδια. Αν τα βάλεις κάτω από το μουσικολογικό φακό, δεν αντέχουν επ’ ουδενί λόγο. Είναι χυδαίες επαναλήψεις.

Ζορίζομαι, γιατί αποχαιρετώ τον κόσμο και πρέπει να λέω την αλήθεια. Ο Μακρυγιάννης λέει: «Ο προκομμένος πρέπει να λέει την αλήθεια, αλλά και ο απλός άνθρωπος πρέπει να λέει την αλήθεια». Εγώ, σαν απλός άνθρωπος, πρέπει να λέω την αλήθεια. Σήμερα οι άνθρωποι τρέφονται με υποπροϊόντα. Είναι παράλληλο με ό,τι υπάρχει στα φαστ-φουντ. Εγώ ευρισκόμενος σ’ αυτή τη θέση, ανακάλυψα τα κείμενα και βρήκα τη μεγαλύτερη διέξοδο της δημιουργίας μου στα κείμενα, στα νεοελληνικά και στα αρχαία κείμενα. Δούλεψα τα περισσότερα κείμενα της κρητικής γραμματείας, τα οποία είναι η αφετηρία των ελληνικών. Αν δεν υπήρχε ο Χορτάτσης και ο Κορνάρος, δεν θα υπήρχε νεοελληνική γλώσσα. Ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος.

Μελοποιήσατε τους μεγάλους ποιητές. Τι βρήκατε εκεί;

H ποίηση και οι ποιητές όταν γράφουν, υπονοούν ότι τραγουδούνε. Άλλωστε, κάποτε η ποίηση ήταν απόλυτα συνδεδεμένη με το μέλος. Τα Ομηρικά Έπη ήταν τραγουδημένα έπη. Αυτό εξέλειψε με τον καιρό, όμως οι ποιητές εξακολουθούν να τραγουδούνε. Πολλά πράγματα από το τραγούδι έχουν ενσωματωθεί στην ποίηση, ως έννοιες ή ως ηχοπλοκές των λέξεων. Εγώ διαβάζοντας ένα ποίημα, το άκουγα αμέσως τραγουδισμένο. Ξεκινούσα και από την άποψη ότι τα ποιήματα πρέπει να τραγουδιούνται, γιατί όταν τραγουδιούνται έχουν μεγαλύτερη επενέργεια στους ανθρώπους. Εγώ βρήκα τη μεγαλύτερη διέξοδο της δημιουργίας μου στα νεοελληνικά και αρχαία κείμενα. Δούλεψα τα περισσότερα κείμενα της κρητικής γραμματείας, τα οποία είναι η αφετηρία των νέων ελληνικών. Αν δεν υπήρχε ο Χορτάτσης και ο Κορνάρος, δεν θα υπήρχε νεοελληνική γλώσσα. Ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων είναι ο Βιτσέντζος Κορνάρος.

Τι υπήρξε η Κρήτη για σας;

Τα πάντα. Εγώ γεννήθηκα σε μία οικογένεια που έβγαλε το μεγαλύτερο μουσικό της Κρήτης: τον Ανδρέα Ροδινό. Η μάνα του Ροδινού και ο πατέρας μου ήταν αδέρφια. Αίμα μου. Πέθανε 22 χρονών και έχει μείνει θρύλος μέχρι σήμερα. Αν πεις «Ροδινός» στην Κρήτη, ανατριχιάζουν όλοι, μικροί και μεγάλοι. Ψηλός, όμορφος, αρχοντολυράρης, δεν έπαιρνε ποτέ λεφτά και γι’ αυτό αγαπήθηκε από τον κόσμο, για την ανιδιοτέλειά του.


Σάββατο 19 Ιουνίου 2010

Συνέντευξη με τον Λεωνίδα Μαριδάκη







Λεωνίδας Μαριδάκης:



«Μουσική είναι οι άνθρωποι γύρω μου»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
ημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)


Ανήκει στη νέα, ελπιδοφόρα γενιά των ελλήνων τραγουδοποιών. Στη δεύτερη δισκογραφική του έξοδο, καταθέτει ένα έργο …«Σε βάθος δρόμου», ταξιδιάρικο αλλά και λυρικό. Βασικά χαρακτηριστικά του η ρυθμική ποικιλία και ο ποιητικός λόγος. Στη συζήτηση που ακολουθεί, μοιράζεται μαζί μας το …πάθος των αναχωρήσεων, αλλά και τη δυναμική εμπλοκή του με την κοινωνική πραγματικότητα. Ο κύριος Λεωνίδας Μαριδάκης!


- «Σε βάθος δρόμου», λοιπόν. Ποιος δρόμος σε έβγαλε στο νέο σου δίσκο;

Στην πραγματικότητα αυτό που μεσολάβησε μεταξύ των δύο δίσκων ήταν το στοίχημα με τον εαυτό μου για ένα επόμενο βήμα, εμπειρίες, διαβάσματα, νέοι, σπουδαίοι συνεργάτες που προστέθηκαν, κάποιοι άλλοι που αποχώρησαν... Έκανα θέμα της δουλειάς την εμμονή που έχω τα τελευταία χρόνια με την ιδέα της φυγής. Καράβια, τρένα, αεροπλάνα... ο δρόμος σαν μια φαντασίωση. Αυτό το στοιχείο, λοιπόν, μπλέχτηκε με ένα ταξίδι που είχα κάνει στην Κούβα, με περίεργα βιβλία, όπως το «Πορτ Σουδάν» του Ολιβιέ Ρολέν, από το οποίο εμπνεύστηκα να γράψω το «Άγριο όνειρο», με τον «Ποιητή στη Νέα Υόρκη» του Λόρκα, από όπου βγήκε το Σαντιάγο, με το «On the road» του Τζακ Κέρουακ που γέννησε το πρώτο τραγούδι του δίσκου. Αυτός ο δίσκος είναι ένα road movie για τα αυτιά.

- Ταξιδιάρικη ακούγεται η διάθεσή σου. Φεύγεις αναζητώντας το καινούργιο, ή προσπαθώντας να γλιτώσεις από όσα μας ζώνουν;

Η ιδέα της φυγής είναι και το κουκούτσι, ο πυρήνας της δουλειάς. Έχει πολλά πρόσωπα. Είναι ο δρόμος, η βουτιά σε ένα μυθιστόρημα, η φυγή από μια σχέση, ο δισταγμός, το πισωγύρισμα... είναι από την άλλη πλευρά ο κόσμος στο δρόμο, τα κινήματα ή τα ταξίδια του Κέρουακ και του Λόρκα προς το ανεξερεύνητο κομμάτι του εαυτού μας. Η φυγή δεν είναι λύση –αν και είναι κάποτε– και είναι σημαντικό πιστεύω καθώς ζούμε μέσα σε "όσα μας ζώνουν", όπως το είπες, να βρίσκουμε τρόπους να διατηρούμε κάτι που να μας συναρπάζει στη ζωή μας, που να μας δίνει δύναμη και νόημα να στεκόμαστε στα πόδια μας.

- Ο δίσκος είναι έκδοση του Μετρονόμου, αλλά σε δική σου παραγωγή. Δεν συνάντησες κάποιον που να θελήσει να επενδύσει στο έργο σου; Τελικά οι παραγωγοί και οι εταιρείες μας τελείωσαν;

Ναι, ο δίσκος είναι σε δική μου παραγωγή... Είχα δείξει αρχικά το ντέμο σε κάποιες εταιρείες, αλλά δεν υπήρξε ανταπόκριση. Σκέφτηκα πως μια τέτοια εξέλιξη έχει και πολλές θετικές πλευρές, μαζί με τις όποιες δυσκολίες της, και το πήρα πάνω μου χωρίς να διστάσω. Έτσι μπήκα στο στούντιο και έβγαλα, με τη γενναιόδωρη συμβολή των συνεργατών, ακριβώς τον ήχο που είχα φανταστεί για αυτά τα τραγούδια. Έπειτα απευθύνθηκα, με έτοιμο πια το υλικό, στον Θανάση Συλιβό, διευθυντή των μουσικών εκδόσεων ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, έναν άνθρωπο που έχει πάθος με τη μουσική και που μπορούσα να συνεννοηθώ όπως πρέπει.

- Πολύς λόγος γίνεται σήμερα για τον αγγλικό στίχο. Με τους στίχους σου και τον λόγο γνωστών ποιητών, επιμένεις …ελληνικά. Δεν φοβάσαι μήπως θεωρηθείς «ντεμοντέ»;

Σημασία έχουν οι ιστορίες… το τι λες, πως φτάνεις στα άκρα την εκφραστική σου δυνατότητα, το αποτέλεσμα. Εμένα η ελληνική γλώσσα μου κουδουνίζει συγκλονιστική στα αυτιά μου, έχει νοήματα, κοψίματα, με βομβαρδίζει με εικόνες και λόγια ποιητών… είναι προς το παρόν για μένα το πιο κατάλληλο μέσο για να κεντράρω σε ένα αίσθημα. Μου αρέσει επίσης πολύ και η κόντρα ή η φρεσκάδα που βγάζει το σμίξιμο της ελληνικής γλώσσας με το swing, τη bossa nova ή το ska. Η ελληνική εναλλακτική σκηνή, στην οποία κατά κάποιον τρόπο ανήκω κι εγώ, χαρακτηρίζεται από ποικιλότητα. Παρ' όλο που κάποια παιδιά όπως η Μόνικα ή ο Λόλεκ τα πάνε θαυμάσια και έχουν ανοίξει ένα νέο τοπίο με τις αγγλόφωνες μπαλάντες τους, θα ήταν λάθος να χαρακτηριστεί η ελληνική εναλλακτική σκηνή από ένα μόνο ρεύμα. Άλλωστε από τον Γιάννη Αγγελάκα μέχρι τον Κωστή Μαραβέγια και την Μάρθα Φριντζήλα βλέπουμε πως η ελληνική γλώσσα στα τραγούδια δεν σταματάει ποτέ να ανασαίνει και να εξελίσσεται.








- Ένα από τα ωραιότερα τραγούδια του δίσκου, το γνωστό «Στο Σαντιάγκο» του Λόρκα, μιλάει για την Κούβα. Τι έχει αυτό το νησί και συνεχίζει να μας απασχολεί;

Είχα την τύχη, πριν μερικά χρόνια, να μείνω για δύο μήνες εκεί, γυρίζοντας τον τόπο απ' άκρη σ' άκρη. Σε αυτό το νησί –που μοιάζει με κροκόδειλο– της Καραϊβικής, πρέπει να κρύβεται ένα όνειρο... δεν εξηγείται αλλιώς. Κρύβεται κάπου ανάμεσα στη σάλσα, την επανάσταση, στις καλλίγραμμες μουλάτες και στους φοίνικες. Για μένα και σε ταινίες, όπως το "Φράουλα και σοκολάτα", του Κουβανού σκηνοθέτη Tomás Gutiérrez Alea, στο μικροσκοπικό πουλί κολίμπρι ή τη "μαριπόσα" το πανέμορφο –εθνικό τους– λουλούδι... Φαίνεται πως ο καθένας μπορεί να βρει σε αυτό το εξωτικό νησί και κάτι πολύ δικό του. Στα σουρεαλιστικά λόγια του Λόρκα, –στη συγκεκριμένη μετάφραση του Βασίλη Λαλιώτη– εγώ βρήκα το σκηνικό για το ιδανικό κουβανικό road movie. Και ο ίδιος ο Λόρκα όταν πάτησε το πόδι του στην Κούβα αναφώνησε: "Και εδώ η παγκόσμια Ανδαλουσία;"

- «Κι έχουμε χάσει ήδη … στης ήττας το ταξίδι» γράφεις. Καλά, πότε πρόλαβε να χάσει η γενιά σου; Και από ποιόν;

Αυτό το τραγούδι το έγραψα διαβάζοντας το μυθιστόρημα "Πόρτ Σουδάν" του Ολιβιέ Ρολέν. Μιλάει για έναν άνθρωπο που αυτοεξορίζεται πληγωμένος από τον Έρωτα και την ήττα της γαλλικής αριστεράς μετά το 1968. Είναι ένα πολύ ωραίο βιβλίο με στοιχεία αστυνομικής πλοκής που διαδραματίζεται σε μια μακρινή και ξεχασμένη από το θεό χώρα, το Σουδάν. Η δικιά μου, βέβαια, γενιά δεν πρόλαβε να παλέψει, κληρονόμησε κατευθείαν ένα αλωμένο και ξεσαλωμένο ιδεολογικά περιβάλλον. Τώρα, βέβαια, η νέα πραγματικότητα μας χτυπάει την πόρτα και αναγκαζόμαστε να πάρουμε θέση... κατά τη γνώμη μου οφείλουμε να είμαστε πολύ υποψιασμένοι απέναντι σε αυτά που σήμερα μας τάζουν οι οικονομικο-πολιτικές ελίτ. Πρέπει να δίνουμε το παρών εκεί που αποφασίζονται τα θέματα που αφορούν τη ζωή μας και ο σύγχρονος κόσμος σαν να έχει φτιαχτεί για να μας αποθαρρύνει και να μας αποτρέπει να το κάνουμε. Σε πρώτη φάση πιστεύω πρέπει να "ξύσουμε" την τηλεόραση από το σπίτι μας.

- Σε θυμώνει κάτι στη σημερινή Ελλάδα;

Με θυμώνει ότι έχουμε μάθει να μην αγαπάμε τον εαυτό μας, ότι συνεχίζουμε σαν λαός να επιμένουμε σε πρόσωπα και κατευθύνσεις που δεκαετίες τώρα ρημάζουν τον τόπο και τις ζωές μας. Τώρα που τα άλλοθι όλο και λιγοστεύουν και είμαστε με την πλάτη στον τοίχο, πιστεύω θα υπάρξει αφύπνιση στον κόσμο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν υπάρχει μονόδρομος, όπως προσπαθούν να μας πείσουν οι επιτήδειοι δυνάστες μας. Είμαστε σαν απλήρωτοι ηθοποιοί που μας έχουν μοιράσει ρόλους σε μια κωμωδία, την ελληνική πραγματικότητα. Δεν μας αξίζει τέτοια τύχη.

- «Η αγάπη νικάει» γράφει ο επίλογος του δίσκου. Εκτός από την πολυπόθητη αγάπη, βλέπεις σήμερα κάποια άλλη διέξοδο στα ατομικά και συλλογικά μας αδιέξοδα;

Ο Σέξπιρ κάπου γράφει: "Η αγάπη δεν πηγαίνει με τις ώρες και με μίλια, γιατί θα βρει την άκρη, πάντα και παντού." Είναι ωραίο. Το έχω βάλει με κάποιον τρόπο και σε ένα από τα καινούρια τραγούδια μου. Η αγάπη δεν είναι μια διέξοδος για μένα. Θέλει στοργή να ανθίσει, και είναι ένα αίνιγμα ή ένα ζητούμενο, σημαντικό, όπως και τα υπαρξιακά ή κοινωνικά ζητούμενα. Σε κάποιο ραδιόφωνο με ρώτησαν παίρνοντας πάσα από το "Γυρεύω το σκοτάδι σου" για τη "σκοτεινή" πραγματικότητα που ζούμε αυτόν τον καιρό. Τους απάντησα πως είναι ένα διαφορετικό θέμα, καθώς το σκοτάδι μιας γυναίκας μπορεί να είναι εξαιρετικά ελκυστικό! Πρέπει να παλεύουμε λοιπόν για την αγάπη, όπως και για τα εργασιακά και κοινωνικά μας δικαιώματα.

- Σε βάθος …χρόνου και όχι μόνο …δρόμου, τι μας επιφυλάσσεις μελλοντικά;


Ζωντανές εμφανίσεις, κινηματική διάθεση, λάιβ με ενέργεια. Ξεκινήσαμε με παρουσίαση της δουλειάς στην «Αυλαία» και συνεχίζουμε με παραστάσεις στον υπέροχο χώρο «Trova» στο Μοναστηράκι. Μουσική για μένα είναι οι άνθρωποι γύρω μου, για αυτό έχω ανάγκη να μοιράζομαι αυτό που κάνω. Αλλά όπως είχε πει και ο Πικάσο κάποτε: "Αν ξέραμε ακριβώς τι θέλουμε να κάνουμε, δεν θα είχε νόημα, θα ήταν βαρετό". Το κάθε επόμενο βήμα οφείλουμε να το ανακαλύπτουμε, με περιέργεια. Με προσδοκία και ερωτική διάθεση.

Πέμπτη 17 Ιουνίου 2010

Πιστεύετε στα θαύματα κύριε Χατζιδάκι;

Την Τρίτη 15 Ιουλίου συμπληρώθηκαν δεκαέξι χρόνια από το φευγιό του Μάνου Χατζιδάκι. Και είναι τόσο παρήγορο που πολλοί και καλοί άνθρωποι τον θυμήθηκαν και φέτος. Την Τρίτη ο Χατζιδάκις πέρασε και από τα μέρη μου με έναν εντελώς παράδοξο, θαυματουργό τρόπο.
Ήμουν στο σπίτι των ανιψιών μου και συγύριζα το δωμάτιο του εξάχρονου Διογένη, μαζί με τον πιτσιρίκο που μόλις είχε παραλάβει το απολυτήριο της Α' Δημοτικού. Οι γονείς του έλειπαν στη δουλειά, ο καύσωνας είχε βαρέσει κόκκινο στη γειτονιά της Νέας Σμύρνης, και ένα cd-συλλογή με τραγούδια του Χατζιδάκι, προσφορά της «Καθημερινής» πριν από χρόνια, φάνταζε σαν το μόνο δροσιστικό στη δισκοθήκη των γονιών του. Ο μικρός συμφώνησε ότι θα ήταν καλή ιδέα να ακούσουμε μερικά τραγούδια καθώς βάζαμε αυτοκινητάκια, πλέιμομπίλ, βιβλία, γόμες και ξύστρες σε ράφια και συρτάρια. Στο άκουσμα του πρώτου τραγουδιού, ο πιτσιρίκος τινάχτηκε. Χασάπικο σαράντα. Δεν είπε λέξη, μόνο έκατσε στην καρέκλα και άρχισε να κοιτάζει το φορητό κασετόφωνο.
Έχοντας απηυδήσει από τη ζέστη και την υγρασία, εγώ ούτε άκουγα, ούτε έβλεπα. Σε μια φάση πηγαίνω να πιω νερό. Επιστρέφοντας στο δωμάτιο, είδα το πιο απρόσμενο θέαμα: ο μικρός είχε κολλήσει το αυτί του στο δεξί ηχείο και άκουγε με κλειστά μάτια και ένα αμυδρό χαμόγελο την «Οδό Ονείρων»! Έκατσα στην πόρτα και τον χάζευα. Με το που τελείωσε το τραγούδι, ο μικρός "ξύπνησε", σηκώθηκε, και εγώ μπήκα μέσα σφυρίζοντας αδιάφορα. Αμέσως ζήτησε να μάθει πώς πηγαίνει το cd-player στην αρχή του τραγουδιού. Ύστερα από 6-7 ακροάσεις της «Οδού Ονείρων», του πρότεινα σαλταρισμένος να πάμε στο επόμενο. «Κόλλησε η βελόνα;», θα λέγαμε στην εποχή του πικάπ. Κι όμως, εκείνη την ώρα ο μικρός μου μάθαινε πώς πρέπει να ακούμε μουσική, με κλειστά τα μάτια και με επανάληψη, με τη λαχτάρα και την αγωνία ενός εξάχρονου παιδιού!
Γυρνώντας στο σπίτι μου, μία επίσκεψη στο αφιέρωμα του Bosko για τον Μάνο Χατζιδάκι μου θύμισε την επέτειο του θανάτου του συνθέτη. «Μα την ίδια μέρα;» σκέφτηκα. Ναι, την ίδια μέρα. Το θαύμα είχε γίνει. Όχι θαύμα θεών και αγίων, όχι μελό και σαπουνόπερα και παραμυθάκια για μικροαστικά ρομάντζα, μόνο θαύμα της μουσικής ενός μεγάλου δημιουργού. Θαύμα που αποδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο ότι ο Χατζιδάκις συνεχίζει να μας αφορά, βασανιστικά, ενστικτώδικα, πρωτόγονα.
Αποχαιρετισμός στον Μάνο Χατζιδάκι λοιπόν, με τον τρόπο του μικρού Διογένη.
ηρ.οικ.



(αρχείο Μάνου Ορφανουδάκη)

Δευτέρα 14 Ιουνίου 2010

Συνέντευξη με τον Βασίλη Δημητρίου




Βασίλης Δημητρίου


«Σ’ ένα βράδυ, πήγαμε εκατό χρόνια πίσω»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ)


Με σημαντική συνεισφορά στο λαϊκό και πολιτικό τραγούδι και στη μουσική για το θέατρο και την τηλεόραση, έχει κατοχυρώσει μία θέση ανάμεσα στους κορυφαίους της γενιάς του. Πρόσφατα, κυκλοφόρησε σε επανέκδοση το σύνολο της δουλειάς του πάνω στον Αριστοφάνη, καθώς και ένας κύκλος έργων σύγχρονης μουσικής. Στην κουβέντα που ακολουθεί, καταθέτει με ευθύτητα τον προβληματισμό του για τα σημερινά αδιέξοδα. Ο κύριος Βασίλης Δημητρίου!



Τι σημαίνει για σας η έκδοση του συνόλου του έργου σας πάνω στον Αριστοφάνη;

Θεωρώ τύχη μου που κυκλοφόρησαν αυτοί οι δίσκοι, που δείχνουν τη σκέψη μου πάνω στον Αριστοφάνη και φέρνουν μνήμες και αναφορές σε όσους - πολλούς - έτυχε να παρακολουθήσουν τις παραστάσεις. Είχα την τύχη αυτές οι μουσικές να παίξουν σε παραστάσεις που θεωρήθηκαν από τις καλύτερες. Και είναι σημαντικό που βγαίνουν αυτά τα πράγματα σε μια εποχή όπου ό,τι βγαίνει χάνεται. Βγαίνουν τόσα πολλά που χάνονται και τα άσχημα, και τα καλά. Ο κόσμος δεν προλαβαίνει να αφομοιώσει το έργο, ο δίσκος έχει πια εκπέσει. Δεν αναζητά κάτι ο ακροατής, δεν διαβάζει μια αναφορά στο έργο, δεν πηγαίνει στο δισκοπωλείο να ψάξει.

Πρόσφατα εκδόθηκε από τη Lyra ένας δίσκος με έργα σας σύγχρονης μουσικής. Από όλες τις πτυχές του έργου σας, ποια σας εκφράζει πληρέστερα;

Όλες. Πάντα ένοιωθα ότι η μουσική είναι ενιαία. Όταν πήγα στο ωδείο στις αρχές του ’60 να σπουδάσω μουσική, τότε η δημοτική, η μοντέρνα και η λαϊκή μουσική, και το ελαφρό τραγούδι ήταν όχι απλώς άγνωστα, αλλά και απαγορευμένα. Τελείωσα το ωδείο και δεν ήξερα να παίξω ένα ζεϊμπέκικο, ένα μπλουζ. Αυτά τα θεωρώ απαράδεκτα, και σήμερα έχουν ευτυχώς ξεπεραστεί. Εγώ μπλέχτηκα από την πρώτη στιγμή με όλα τα είδη. Ξεκίνησα με τη Ραλλού Μάνου στο χορόδραμα και έγραψα μπαλέτα, μετά πέρασα στο θέατρο, μια άλλη αφορμή για να ασχοληθώ με όλα τα είδη. Στο θέατρο και στην τηλεόραση δεν μπορούσα να γράφω μόνο λαϊκά, ή μόνο ροκ, ή μόνο κλασική. Έπρεπε να μπορώ να χειριστώ όλες τις φόρμες, ανάλογα με τις ανάγκες του κάθε έργου.











Πάντως, η δική σας γενιά δημιουργών - όχι εσείς προσωπικά - από τα μέσα του ’80 και μετά σιώπησε, εκκωφαντικά. Γιατί;

Δεν σιώπησαν αυτοί, τους σιώπησαν. Δεν έπαψαν να γράφουν τραγούδια, απλώς το τραγούδι πήρε μια άλλη στροφή, κάποιοι ήθελαν να το τοποθετήσουν εκεί που το τοποθετήσανε, και οι δημιουργοί αυτοί δεν τους εξυπηρετούσαν τα σχέδιά τους. Έφταιξε και το ότι οι περισσότεροι ήταν κατά βάση επικεντρωμένοι στο τραγούδι. Από τη στιγμή που έπαψε να υπάρχει το τραγούδι, έπαψαν να υπάρχουν κι αυτοί σε επίπεδο δημιουργίας, εφόσον δεν μπορούσαν να «παίξουν σε άλλο γήπεδο». Και εγώ έμεινα απ’ έξω, για δεκαπέντε χρόνια. Από το 1978, εμφανίστηκα ξανά στο τραγούδι το 1992 μέσω της τηλεόρασης.

Τι προσέθεσε η τηλεόραση στο έργο σας;
Η τηλεόραση είναι ένα μέσο μεγάλης προβολής, σου δίνει τα πάντα, και πρέπει εσύ να ξέρεις να επιλέγεις τι θέλεις απ’ αυτό. Αντικειμενικά, δεν γίνεται και οι 24 ώρες προγράμματος να καλύπτονται με αριστουργήματα, άρα πρέπει να επιλέγεις. Κι αν έχει κάτι κακό η τηλεόραση, μην το δεις, διάβασε ένα βιβλίο, βγες μια βόλτα. Είχα όμως την τύχη να δουλέψω σε σπουδαίες δουλειές μαζί με τον Κώστα Κουτσομύτη και άλλους σημαντικούς συντελεστές. Οι δουλειές αυτές έγιναν σημείο αναφοράς για τα επόμενα και ένας οδηγός για τους νεότερους.

Υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στη γενιά σας και στους νεότερους δημιουργούς;

Οι περισσότεροι από τη δική μου γενιά θέλαμε κάτι να κάνουμε. Σήμερα, η νέα γενιά θέλει κάτι να γίνει. Ξέρουν ότι αν δεν γίνουν κάτι μέχρι τα σαράντα, θα μείνουν στο περιθώριο. Εμείς, περιμέναμε να φτάσουμε στα 40 ή στα 35 για να αρχίσουμε να παίρνουμε τα πράγματα στα χέρια μας. Κάθε μέρα που περνούσε για μας ήταν μια καινούργια, καλύτερη μέρα Για μας, κάθε μέρα άνοιγε και μια νέα ευκαιρία. Τώρα, κάθε μέρα που περνάει, είναι μία μέρα λιγότερη για τα νέα παιδιά, μία λιγότερη ευκαιρία.

Είναι η κρίση του τραγουδιού αντανάκλαση της κοινωνικής κρίσης;
Ε, βέβαια, δεν είναι; Όταν περνάει κρίση μια κοινωνία, δεν μπορείς να ζητάς από έναν χώρο της να είναι αλώβητος, καθαρός, δημιουργικός, έντιμος. Εξάλλου, κρίση δεν υπάρχει μόνο στο τραγούδι, υπάρχει σε όλα τα πεδία της τέχνης. Το θέατρο, ο κινηματογράφος, η μουσική, δεν περνάνε κρίση; Τι περνάνε; Δημιουργικότητα; Οι ρίζες της κρίσης βρίσκονται στην κοινωνία. Η κοινωνία ορίζει τα πάντα. Η κοινωνία αυτή τη στιγμή είναι ένα αρπακτικό. Σήμερα οι άνθρωποι σφάζονται με τα λόγια και το ρουφιανιλίκι· σε λίγο θα αρχίσουν να σφάζονται και με τα μαχαίρια.


Τι σας ενοχλεί στη σημερινή Ελλάδα;


Με ενοχλεί η πολιτική πραγματικότητα, για την οποία δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών. Τους βουλευτές, τους υπουργούς και τα λαμόγια, εμείς τους έχουμε επιλέξει κι εμείς τους ανεχόμαστε. Μέσα από μας ξεπήδησαν, με την ανοχή αν όχι με την παρότρυνσή μας. Δεν εμφανίστηκε οι οικογένεια Παπανδρέου από το πουθενά, ούτε οι οικογένειες Καραμανλή, Μητσοτάκη και όλων αυτών που επί 35 χρόνια ροκανίζουν τη Βουλή και τα Υπουργεία. Ποιος τους ανέχεται αυτούς; Ποιος ανέχεται τους δημοσιογράφους, που βγάζουν λόγους για τη διαφθορά, ενώ είναι και οι ίδιοι λαμόγια; Τους βλέπεις και τους σιχαίνεσαι.

Παρόλα αυτά, η νεότερη γενιά δεν έχει βγάλει το δικό της τραγούδι διαμαρτυρίας. Γιατί;

Γιατί δεν υπάρχει ελπίδα από πουθενά. Η νέα γενιά δεν έχει να επιλέξει από κάπου. Υπάρχει σύγχυση, δεν υπάρχει πρόταση. Η δική μου γενιά είχε ελπίδα, πίστευε στην Αριστερά που τη θεωρούσε τότε ως τη λύση, και πρώτα-πρώτα ως την ηθική λύση. Το 95% των αριστερών πιστεύαμε σε μία άλλη ηθική, σε μία άλλη αισθητική. Δεν πιστεύαμε μόνο στην αλλαγή του οικονομικού συστήματος, αλλά και να μπούμε σε μία άλλη ηθική σχέση μεταξύ μας, σε μία άλλη αισθητική, σε μία άλλη κουλτούρα. Η δική μου η γενιά περπατούσε προς την ελπίδα, αλλά μόλις λάδωσε το αντεράκι της αποδείχθηκε ότι είχε τις ίδιες αδυναμίες. Άρχισε να αποπατεί εκεί που θα έπρεπε να στήνει ηρώα για τις θυσίες των προηγούμενων γενεών. Η σημερινή νεολαία δεν έχει πού να στηριχτεί, δεν βλέπει πουθενά το μέλλον της, και γυρνώντας προς τα πίσω βλέπει πως η γενιά των γονιών της δεν τίμησε τους αγώνες και τις θυσίες των προηγούμενων. Δεν αφήνουμε καμία ηθική παρακαταθήκη στα παιδιά μας, απεναντίας αφήνουμε ένα κατεστραμμένο περιβάλλον. Γι αυτό και η νεολαία καταφεύγει σε ακρότητες. Ή αδιαφορεί εντελώς, ή κατεβαίνει στους δρόμους και τα σπάει.
Συνεχιστές των δικών σας μουσικών και αισθητικών φορτίων σήμερα βλέπετε;

Υπάρχουν, βεβαίως,. Όμως, έχουν και αυτοί σύγχυση, δεν ξέρουν πού να πάνε, δεν μπορούν να κατασταλάξουν Οι νέοι άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι. Εδώ, έχουμε εγκλωβιστεί εμείς, που υποτίθεται ότι έχουμε και μια εμπειρία. Είναι πολύ άγρια η εποχή. Τη ζεις, δεν τη ζεις;

Μιλάτε με παράπονο. Σας λείπει κάτι σήμερα;

Μου λείπει το όραμα. Ξαφνικά, σε ένα βράδυ βρεθήκαμε εκατό χρόνια πίσω. Όλα αυτά που συμβαίνουν τον τελευταίο χρόνο διεθνώς, όχι μόνο στην Ελλάδα, μας πήγαν εκατό χρόνια πίσω. Οι άνθρωποι είχαν δικαιώματα· τους τα παίρνουν πίσω. Τους παίρνουν τις άδειες, τους παίρνουν τον ύπνο, θα τους βάζουν να δουλεύουν περισσότερες ώρες τζάμπα, θα τους μαστιγώνουνε. Δεν θα μπορούν να μιλήσουν, γιατί αν μιλήσουν δεν θα έχουν να φάνε. Και δεν βλέπω φως.

Greek Idol βλέπετε;

Όχι, με προσβάλλει. Με ενοχλεί που όλοι οι πουστ…ς, οι βίζιτες της σιλικόνης και οι κόκες έχουν βγει στο γυαλί και διαμορφώνουν συνειδήσεις.

Να το γράψω έτσι;


Όπως στο είπα. Δεν με ενοχλεί τι επιλέγει να κάνει κάποιος προσωπικά. Με ενοχλεί πως θέλουν να δείξουν ότι αυτό είναι καθεστώς και προϋπόθεση για την ανέλιξη κάποιων νέων ανθρώπων. Αυτό το πολεμούσα μια ζωή, όπως πολεμούσα και το να πρέπει να κάτσει μια γυναίκα στον προϊστάμενό της για να ανέλθει. Και λυπάμαι που παλιοί φίλοι και συνεργάτες μου με οράματα και σπουδαίο έργο κάνουν παρέα με τέτοιους ανθρώπους.


Αυτό που είχατε κατά νου ως επιτυχία όταν ξεκινούσατε, το εκπληρώσατε;

Βέβαια, και είμαι ευτυχισμένος. Έχασα από νωρίς τον πατέρα μου, η μάνα μου εργαζόταν για να με συντηρήσει, και βγήκα στη βιοπάλη από τα δεκατρία μου χρόνια. Όταν τελείωσα το δημοτικό, έπιασα δουλειά σε μια αποθήκη στην οδό Αιόλου. Πήγα σε νυχτερινό γυμνάσιο και σε νυχτερινό ωδείο. Από το πουθενά και από το τίποτα, σήμερα μου παίρνει κάποιος συνέντευξη, έγραψα μια σειρά έργων επιτυχημένων, έχω τιμηθεί για το έργο μου, δεν είναι λίγο αυτό. Τι άλλο να ζητούσα; Ό,τι μου προσφέρεται το θεωρώ δώρο, και λέω ευχαριστώ.