Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

Cineek - νέο διαδικτυακό περιοδικό για τον πολιτισμό




ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
«...η τέχνη δεν πρέπει να αντανακλά σαν το καθρέπτη,
μα σαν φακός να μεγεθύνει…»

Μαγιακόφσκι


Δημιουργήσαμε ένα διαδικτυακό περιοδικό Τέχνης και Πολιτισμού και σας καλούμε να το επισκεφθείτε.

Το Cineek magazine–online περιοδικό για τον Εναλλακτικό πολιτισμό
http://www.cineek.gr/ αφορά όλες τις τέχνες και απευθύνεται σε όλους όσοι ασχολούνται με αυτές. Δημιούργημα μιας ομάδας ανθρώπων που δραστηριοποιούνται ενεργά στο χώρο των Τεχνών, το περιοδικό φιλοδοξεί και είναι:


· ένας τόπος διαλόγου και προβληματισμού ανάμεσα στους δημιουργούς και στους χρήστες του διαδικτύου.


· ένας χώρος που καταγράφε
ι ειδησεογραφικά αναδεικνύοντας το πολιτισμό που παράγεται –ειδικά στη περιφέρεια- το πολιτισμό που αφήνει αδιάφορο τα μεγάλα Μ.Μ.Ε, μιας και δεν έχει τον παράγοντα «κέρδους-υψηλής θέασης».

· δίνει την ευκαιρία σε όλους τους καλλιτέχνες και τους πολιτιστικούς φορείς να προβάλλουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη δουλειά τους.

· καταγράφει, ως μια βάση δεδομένων, τους καλλιτέχνες και τους χώρους τέχνης, αλλά και τις πολιτιστικές δραστηριότητες των καλλιτεχνικών ομάδων που αποτελούν το πιο ζωντανό κομμάτι στις πόλεις.


· Το εναλλακτικό διαδικτυακό π
ολιτιστικό περιοδικό http://www.cineek.gr/ είναι η συνέχεια της ιστοσελίδας της ιστορικής Λέσχης Κινηματογράφου του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης (ήταν η μοναδική κινηματογραφική λέσχη συνδικαλιστικού φορέα εργαζόμενων στον κόσμο) που, αν και τερματίστηκε η δεκάχρονη λειτουργία της, τα ιδρυτικά της στελέχη συνεχίζοντας με τις ίδιες αρχές πήραν την απόφαση για τη μετεξέλιξη της ιστοσελίδας της.

· Το Cineek magazine είναι ένα μέσο ενημέρωσης με άποψη και γνώμη που δεν μένει αμέτοχο για τα τεκταινόμενα και παρεμβαίνει είτε μέσω του διαδικτύου, είτε οργανώνοντας πολιτιστικά γεγονότα σε συνεργασία πάντα με φορείς που έχουν να επιδείξουν ποιότητα και συγκροτημένη άποψη, μακριά από ελίτ και λαϊκίστικες φωνές.


· Το Cineek magazine
http://www.cineek.gr/ ανανεώνεται καθημερινά και ανταποκριτές του είναι οι ίδιοι οι αναγνώστες του.

Είναι μια ενημερωτική ιστοσελίδα προβολής ιδιαίτερα του εναλλακτικού πολιτισμού και στηρίζεται από ανθρώπους που εξ ιδίων καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να ομορφύνουν τη ζωή μακριά από ανταγωνισμούς και κερδοσκοπικά συμφέροντα.. Μια σελίδα που ευελπιστεί να διακρίνεται από τη δίχως φραγμούς και λογοκρισία έκφραση και προβληματισμό.


Χαρακτηρίζεται από πολυπλευρικότητα επιδιώκοντας την κάλυψη κάθε μορφής πολιτισμού … Λογοτεχνία, Γλυπτική, Ζωγραφική, Κινηματογράφος, Αρχιτεκτονική, Μουσική, Χορός, Φωτογραφία, Video Art, , Θέατρο, Λαϊκός Πολιτισμός, Παντομίμα, Κόμικς, Φεστιβάλ, Εκθέσεις, Γεγονότα, Συνέδρια, Σεμινάρια, Κατασκευές, Τεχνολογία και οποιαδήποτε άλλη μορφή πολιτιστικής έκφρασης.

Στα πλαίσια της διαμόρφωσης της ιστοσελίδας ΠΡΟΣΚΑΛΟYΜΕ και ΠΡΟΚΑΛΟΥΜΕ το χρήστη του διαδικτύου να πάψει να είναι παθητικός αλλά να δραστηριοποιηθεί και να συμμετέχει είτε γράφοντας άρθρα, σχόλια, κριτική είτε ως ανταποκριτής τοπικού ενδιαφέροντος.


Αν ενδιαφέρεσαι να στηρίξεις μια ιστοσελίδα ελεύθερης έκφρασης που να προβάλλεται ακόμη και η πιο ασήμαντη έως την πιο σημαντική εκδήλωση ιδιαίτερα του εναλλακτικού πολιτισμού και ειδικά της περιφέρειας, στήριξε το
http://www.cineek.gr/


Ανάδειξε πριν είναι αργά τον πολιτισμό της περιφέρειας, της «γειτονιάς σου», για ν’ ακουστεί και η άλλη όψη των πραγμάτων, γιατί ο πολιτισμός δεν είναι μόνο στο κέντρο της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

Συνέντευξη με τον Γρηγόρη Γρηγορίου





Γρηγόρης Γρηγορίου:

"Σήμερα η έννοια 'συνθέτης' είναι λίγο-πολύ άγνωστη"


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

Σήμερα κάνουμε μια παρέκβαση από τη βασική θεματολογία του ελληνικού τραγουδιού φιλοξενώντας τον Γρηγόρη Γρηγορίου, έναν νέο μουσικό δημιουργό που κινείται στο χώρο της σύγχρονης ορχηστρικής μουσικής. Ο Γρηγόρης Γρηγορίου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978 και είναι γιος του συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου και της κινηματογραφίστριας Άννας Γκουλιώτη. Άρχισε μαθήματα πιάνου σε ηλικία 6 ετών με την Ελένη Κεραμέα και αργότερα με τον Reima Rayers, καθώς και μαθήματα σύνθεσης με τον συνθέτη Κυριάκο Σφέτσα. Από το 1994 ως το 1997 συνέχισε τις σπουδές του στο πιάνο με την Νέλλη Σεμιτέκολο, καθώς και θεωρητικά και αρμονία στο "Πρότυπο Μουσικό Κέντρο Πειραιά", απ' όπου πήρε το πτυχίο του το 1997. Από το 1995 που άρχισε να ασχολείται με την μουσική σύνθεση, έχει συνθέσει έργα για διάφορους συνδυασμούς οργάνων. Επίσης έχει συμπράξει ως εκτελεστής synthesizers σε συναυλίες του Μιχάλη Γρηγορίου στην Κρήτη, Τρίπολη και Αθήνα καθως και με την "Ορχήστρα των Χρωμάτων" στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Το Φεβρουάριο του 2002 η "Ορχήστρα των Χρωμάτων" ερμήνευσε το έργο του «Scherzo» για πιάνο και ορχήστρα με τον ίδιο στο πιάνο, στα πλαίσια των εκδηλώσεων της για τους σύγχρονους Έλληνες συνθέτες στην Ελληνοαμερικανική Ένωση. 'Εχει αποφοιτήσει από το τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, και αυτή τη στιγμή εκπονεί τη διδακτορική του διατριβή στη Σύνθεση στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο, υπό την εποπτεία του κ. Δημήτρη Μαραγκόπουλου.
Η εργογραφία του περιλαμβάνει τα εξής έργα:
Gulliver (2004) - Συμφωνικό έργο για αφηγητή, τραγουδιστές και ορχήστρα βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του J. Swift "Τα Ταξίδια του Γκιούλιβερ"
5 Πρελούδια (2003) - Για πιάνο
Scherzo (2002) - Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα
Το κόκκινο μπαλόνι (1999) - Για ορχήστρα εγχόρδων, άρπα και πιάνο
Trois Images (1998) - Τρίο για πιάνο, κλαρινέτο και βιολοντσέλλο, εμπνευσμένο από πίνακες ιμπρεσσιονιστών
Ραψωδία σε Ντο# (1997) - Για σόλο πιάνο



- Γρηγόρη, πως θα όριζες καταρχήν τη σχέση λόγου και μουσικής;

Τεράστιο θέμα που σηκώνει πολύ συζήτηση. Θα περιοριστώ να πω πως ιστορικά και αναφερόμενος στο δυτικό κόσμο, η μουσική ποτέ δεν υπήρξε ανεξάρτητη μορφή τέχνης αλλά τη συναντούσαμε πάντα σε συνδυασμό είτε με το λόγο (τραγούδι) είτε με το χορό. Πολύ πρόσφατα στη δυτική ιστορία (από την αναγέννηση και μετά ) αρχίζει να υφίσταται η έννοια της καθαρά οργανικής μουσικής, δηλαδή μουσικής που αυτόνομα μεταφέρει νοήματα. Η αυτονόμηση της μουσικής ως καλλιτεχνικό είδος επιτυγχάνεται μόνο αφότου δημιουργήθηκε ένα «λεξικό» νοημάτων το οποίο δανείστηκε τα μουσικά νοήματα από άλλες μορφές τέχνης που συνδύαζαν τη μουσική με το λόγο, με κυριότερο είδος την όπερα. Με την όπερα εμπεδώνεται η αρμονία ως κοινού μουσικού κώδικα που μεταφέρει νοήματα. Αποτέλεσμα είναι η σταδιακή συνειδητοποίηση της σχέσης μεταξύ των συναισθηματικών νοημάτων του κειμένου (λόγου) και της ψυχολογικής λειτουργίας της μουσικής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγούμαστε σιγά-σιγά στην δημιουργία ενός αρμονικού κώδικα, ο οποίος μεταφέρει στην μουσική συναισθήματα και νοήματα που προέρχονται από το χώρο του λόγου, με πιο χαρακτηριστική μορφή τον διαχωρισμό μεταξύ ελάσσονος κλίμακας που υποδηλώνει λύπη και μείζονος κλίμακας που υποδηλώνει χαρά (που προέρχονται αντίστοιχα από τον αρχαίο Ιωνικό και Αιολικό τρόπο). Η αλλαγή αυτή στην αντίληψη της μουσικής επιτυγχάνει τελικά την αυτονόμησή της ως καλλιτεχνικό είδος καθώς μπορεί να λειτουργήσει αφηγηματικά μεταφέροντας συναισθηματικά νοήματα χωρίς να χρειάζεται πλέον την υποστήριξη του λόγου.

- Που οφείλεται η ιστορικά διαδεδομένη χρήση λογοτεχνικών κειμένων στη σύγχρονη ελληνική μουσική, συμπεριλαμβανομένου και του λεγόμενου και «έντεχνου» τραγουδιού;

Υποθέτω εννοείς τη μελοποίηση ποιημάτων γνωστών ελλήνων ποιητών. Θα πρέπει κανείς να σταθεί στις ιδιαίτερες ιστορικές εξελίξεις στον ελληνικό χώρο από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και ύστερα. Η αντιπαλότητα που αναπτύχθηκε με τον εμφύλιο χώρισε στην ουσία την κοινωνία σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Σημαντικοί έλληνες ποιητές εμφανίστηκαν και δημιούργησαν εμπνευσμένοι από τις ανθρωπιστικές ιδέες της Αριστεράς. Αν αναλογιστεί λοιπόν κανείς πως το τραγούδι ιστορικά ήταν, είναι και θα είναι, η πιο προσβάσιμη μορφή μουσικής για το πλατύ κοινό και μέσο μεταφοράς νοημάτων, η μελοποίηση των ποιημάτων υπήρξε ο τρόπος με τον οποίο η Αριστερά στη Ελλάδα εδραίωνε μια πρόταση ζωής που δεν περιοριζότανε μόνο σε πολιτικές θέσεις αλλά σκόπευε στη γενικότερη πνευματική και ψυχική ανάταση του ανθρώπου. Αυτή δε η ευρεία διάδοση υψηλών νοημάτων μέσω της μελοποιημένης ποίησης σε τόσο πλατύ κοινό είναι μοναδικό ιστορικό γεγονός το οποίο δεν έχει παρατηρηθεί ποτέ σε καμία άλλη χώρα του κόσμου

- Θέτει όρια ο λόγος στη σύνθεση, και αν ναι, ποια είναι αυτά;

Ναι, και αυτά είναι ανάλογα του μουσικού είδους. Αν μιλάμε για τραγούδι είναι προφανές ότι η μουσική αναλαμβάνει να επενδύσει τα συναισθηματικά νοήματα που πραγματεύεται ο λόγος, οπότε δεν μιλάμε για αυθύπαρκτη παρουσία της μουσικής αλλά συνοδευτική που πρέπει να συμπλέει με την εκάστοτε συναισθηματική διάθεση. Αλλά και στις πιο «λόγιες» διαστάσεις αυτού του συνδυασμού, όπως π.χ. μουσικοθεατρικά έργα με αφηγητή όπου οι αφηγηματικοί ρόλοι μπορεί να εναλλάσσονται μεταξύ λόγου και μουσικής, είναι σημαντικό για τον καλλιτέχνη να συνειδητοποιεί τα αντιληπτικά όρια αυτού του παντρέματος λόγου και μουσικής ώστε να μην καταλήξει σε μια χασμωδία που δεν βγάζει νόημα. Για παράδειγμα, όταν ο αφηγητής μιλάει η μουσική πρέπει να έχει ελάχιστα πρωταγωνιστικό ρόλο και να παίζει πολύ σιγά για να ακούγονται τα λόγια. Αντιστοίχως όταν η μουσική αναλαμβάνει προγραμματικά να περιγράψει μια σκηνή, π.χ. μια σκηνή έντασης, ο αφηγητής δεν μπορεί να μιλάει γιατί δεν θα ακούγεται.

- Ποια ήταν τα κύρια ερεθίσματα, μουσικά και μη, που σε οδήγησαν στην ενασχόλησή με τη μουσική;

Ξεκίνησα από 6 ετών μαθήματα πιάνου και ήμουνα γεννημένος σε καλλιτεχνική οικογένεια με μουσικό τον πατέρα μου, οπότε μάλλον φυσική εξέλιξη για μένα υπήρξε η ενασχόληση με τη μουσική.

- Τι πραγματεύεται η τρέχουσα μουσική και ερευνητική σου δραστηριότητα;

Η «τρέχουσα δραστηριότητα» πρόκειται στην ουσία για τη σύνθεση ενός πρωτότυπου μουσικού έργου για αφηγητή, τραγουδιστές και ορχήστρα πάνω στο έργο του J. Swift «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ». Το ερευνητικό κομμάτι αυτού του έργου είναι μια επισκοπική παρουσίαση του συνδυασμού λόγου και μουσική ιστορικά, εστιάζοντας κυρίως στις λειτουργικές και δομικές ομοιότητες που παρουσιάζει το έργο που συνέθεσα με μουσικές φόρμες του παρελθόντος που συνδύαζαν τη μουσική με το λόγο.

- Περνώντας στο καθαρά πρακτικό-δημιουργικό κομμάτι, εσύ με ποια κριτήρια επέλεξες το συγκεκριμένο κείμενο για να το επενδύσεις μουσικά;

Κύριος λόγος που με οδήγησε αρχικά στην επιλογή αυτού του μουσικού είδους (αφήγηση με μουσική επένδυση δηλαδή) ήταν μια αυξανόμενη προσωπική αίσθηση ότι η καθαρά οργανική μουσική αδυνατεί να καθηλώσει το ενδιαφέρον του κοινού στη σημερινή εποχή. Πολλοί λόγοι μπορεί να συντρέχουν γι’ αυτό, μεταξύ των οποίων και η σταδιακή εξασθένιση του μουσικού κώδικα ως φορέα μηνυμάτων λόγω της εδραίωσης των σύγχρονων μορφών τέχνης που λειτουργούν καταιγιστικά στην ανθρώπινη αντίληψη. Ήθελα λοιπόν να φτιάξω ένα έργο που θα κέντριζε από την αρχή το ενδιαφέρον ενός – φυσικά – θετικά διακείμενου ακροατή που όμως δεν έχει μουσικές σπουδές και δεν έχει εντρυφήσει στην «σοβαρή» μουσική. Η επιλογή αυτού του μουσικού είδους μου έδινε τη δυνατότητα να στήσω ένα θεατρικό έργο, που από τη φύση του είναι πιο διαδεδομένο σαν καλλιτεχνική φόρμα, στο οποίο όμως θα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο και η μουσική.

Πιο συγκεκριμένα τώρα στην επιλογή του έργου χρειαζόμουνα ένα κείμενο το οποίο θα ήταν γραμμένο σε πρώτο ενικό για του εξής λόγους: αφενός είχα φανταστεί στο μυαλό μου το στήσιμο του έργου σαν εξιστόρηση μιας προσωπικής ιστορίας του αφηγητή, άρα χρειαζόμουνα ένα κείμενο με την αμεσότητα του πρώτου ενικού. Αφετέρου ήθελα ελάχιστο αριθμό δρώντων υποκειμένων επί σκηνής γιατί το έργο κατά βάση θεωρούσα ότι ήταν μουσικό και όχι θεατρικό.

Μεταξύ των επιλογών στην αρχή όταν έψαχνα για κείμενο που να πληροί αυτές τις προϋποθέσεις υπήρξαν και «Οι περιπέτειες του βαρόνου Μυνχάουζεν», όμως διαβάζοντας το βιβλίο συνειδητοποίησα πως ήταν εντελώς άναρχα δομημένο και στην ουσία αποτελείτο από πολλές αυτόνομες ιστορίες που δεν μπορούσαν να στηθούν σε ένα ενιαίο σεναριακά έργο. Αντίθετα «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είχαν ακριβώς τα στοιχεία που ζητούσα και επιπλέον μια ιστορία που εξελισσότανε δομημένα με αρχή, μέση, κορύφωση και φινάλε. Φυσικά από τα 4 ταξίδια που περιγράφονται στο βιβλίο σαν αυτόνομες ιστορίες επένδυσα μουσικά μόνο ένα, συγκεκριμένα το πρώτο που είναι ίσως και το γνωστότερο με τους Λιλιπούτειους.

- Στη δουλειά σου χρησιμοποιείς και νέες τεχνολογίες, υπολογιστές κλπ. Ποιες αλλαγές έχει επιφέρει η τεχνολογική εξέλιξη στη μουσική; Επηρεάζει το τελικό αποτέλεσμα από πλευράς περιεχομένου;

Είναι αλήθεια πως αν δεν είχα και την ευκολία που μου προσφέρει ο ηλεκτρονικός υπολογιστής δεν ξέρω αν θα είχα τολμήσει να προχωρήσω στη σύνθεση ενός τόσο μεγάλου έργου όπως «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ». Ο Η/Υ μου έδωσε κυρίως την δυνατότητα να ακούω αυτά που γράφω σε συνδυασμό με την αφήγηση. Όπως ο ζωγράφος βλέπει σε κάθε στάδιο της εξέλιξής του τη δημιουργία ενός πίνακα, έτσι μπορούσα κι εγώ πλέον να πειραματίζομαι έχοντας άμεσο feedback από τον υπολογιστή. Επιπλέον όταν ακούς άμεσα το αποτέλεσμα της σύνθεσής σου (και σε ικανοποιεί βέβαια) παίρνεις δύναμη να συνεχίσεις, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι η σύνθεση αυτού του έργου μου πήρε 1-1,5 χρόνο και δεν ξέρω αν θα διατηρούσα αμείωτο το ενδιαφέρον μου για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα δουλεύοντας μόνο με παρτιτούρα.

Σαν μειονέκτημα της χρήσης υπολογιστή γενικά στις μέρες μας μπορεί κάποιος να καταλογίσει ότι δεν εξασκείς το μουσικό σου αφτί και βολεύεσαι με την ευκολία της άμεσης ηχογράφησης δίχως να δουλεύεις περισσότερο πάνω στη σύνθεση, την ενορχήστρωση κλπ. Αυτό εν μέρει μπορεί να ισχύει, όμως μετά την πρώτη ηχογράφηση του έργου στον υπολογιστή ακολούθησε η μεταγραφή του σε παρτιτούρα, όπου εκεί μπορείς να κάνεις όση λεπτοδουλειά θέλεις στην ενορχήστρωση, τη δομη, κλπ (όπως και έγινε) του έργου που δεν προσφέρεται στον υπολογιστή.

- Ποια προβλήματα αντιμετωπίζει ένας νέος συνθέτης σύγχρονης μουσικής στην Ελλάδα;

Πάντως η Ελλάδα είναι ωραία για να κάνεις διακοπές το καλοκαίρι και να χαλαρώνεις παίρνοντας έμπνευση! Ειλικρινά προτιμώ να απαντήσω ποιο ΔΕΝ είναι το πρόβλημα παρά ποια είναι για έναν μουσικό στην Ελλάδα.

- Πιστεύεις στη διάκριση σοβαρής και εμπορικής μουσικής; Μπορεί ένα κομμάτι «σοβαρής» μουσικής να είναι ταυτόχρονα και εμπορικό;

Δεν είναι θέμα πίστης αλλά απλή παρατήρηση της πραγματικότητας. Όντως υπάρχει διαχωρισμός αλλά δεν έχει να κάνει αρχικά τόσο με το περιεχόμενο της μουσικής όσο με την πρόθεση (που βέβαια καθορίζει το περιεχόμενο τελικά). Άλλωστε κακιά μουσική έχει γραφτεί και στο χώρο της σοβαρής μουσικής. Όταν η κινητήρια δύναμη για την σύνθεση δεν είναι μια πηγαία έμπνευση αλλά το να βγάλεις λεφτά, μοιραία θα χρησιμοποιήσεις το μουσικό ιδίωμα που εγγυημένα θα πουλήσει. Αυτό στις μέρες μας, επειδή η αγορά μουσικής πλέον έχει περάσει στις δισκογραφικές εταιρείες που απευθύνονται στο πλατύ κοινό, μεταφράζεται στα γνωστά τραγούδια που μας βομβαρδίζουν. Όμως, και αυτό είναι σημαντικό, η λεγόμενη «κλασσική» ή «σοβαρή» μουσική του παρελθόντος γράφτηκε στην πλειονότητά της (με εξαιρέσεις φυσικά) κατόπιν παραγγελίας στους συνθέτες οι οποίο, άλλωστε, από αυτό ζούσαν! Βεβαίως σε άλλες εποχές, με άλλες αντιλήψεις και αξίες, με άλλο αίσθημα ευθύνης απέναντι στο παραχθέν μουσικό έργο και την λειτουργία και προσφορά του συνθέτη μέσα στην κοινωνία και βεβαίως απέναντι σε ένα πολύ πιο απαιτητικό κοινό το οποίο έκρινε με άλλα – όχι αναγκαστικά ειλικρινέστερα– κριτήρια τα μουσικά έργα. Οπότε νομίζω πως έτσι απαντάται και το δεύτερο σκέλος της ερώτησης: ναι, μπορεί ένα έργο «σοβαρής» μουσικής να είναι και εμπορικό, άλλωστε τα περισσότερα εμπορικά έργα εκείνης της μουσικής μας σώζονται μέχρι σήμερα.

- Τέλος, ποια είναι η σχέση του δημιουργού με την εποχή του; Την καθορίζει ή καθορίζεται από αυτή; Θεωρείς δηλαδή ότι εσύ ως καλλιτέχνης, είσαι φορέας μιας συγκεκριμένης κοινωνικής αποστολής;

Θα έπρεπε ο καλλιτέχνης να αισθάνεται φορέας μιας κοινωνικής αποστολής, δύσκολα όμως αντλείς από αυτή την αίσθηση σήμερα γιατί ακόμα και η έννοια «συνθέτης» αν δεν συνοδεύεται από «τραγουδιών» είναι λίγο-πολύ άγνωστη. Παρ’ όλ’ αυτά ο καθένας τελικά οδεύει στο δρόμο που θεωρεί ότι του ταιριάζει και προσαρμόζει τις απαιτήσεις και προσδοκίες του. Δεν είναι παραδοχή ήττας αλλά απλή κατανόηση της πραγματικότητας: αν δεν σε ενδιαφέρει να καταπιαστείς με τα τρέχοντα «νοήματα» της κοινωνίας (ή α-νοήματα, ανάλογα πως το κρίνει κανείς) δεν έχεις άλλη επιλογή από το να ασχοληθείς με αυτά που πραγματικά σε αφορούν βρίσκοντας κάποια στιγμή και τους αντίστοιχους συνομιλητές.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

Ο Κώστας Καζάκος θυμάται "Το μεγάλο μας τσίρκο"

Το Μεγάλο μας Τσίρκο… όλη η ιστορία της Ελλάδας γραμμένη από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη, μελοποιημένη από τον Σταύρο Ξαρχάκο και τραγουδισμένη από τον Νίκο Ξυλούρη. Ποια πιο επίκαιρη στιγμή από την επέτειο του Πολυτεχνείου για να σκύψουμε πάνω σε αυτό το σημαντικό έργο της νέας Ελληνικής μουσικής, αλλά και τέχνης γενικότερα; Και ποιος αρτιότερος να μιλήσει για αυτό από τον Κώστα Καζάκο, πρωταγωνιστή της παράστασης μαζί με την αείμνηστη Τζένη Καρέζη; Συνέβη – επιτέλους – και αυτό. Εν ενεργεία βουλευτής του ΚΚΕ μίλησε σε εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού του Συνασπισμού "105.5 Στο Κόκκινο". Γιατί αν υπάρχει ένα πράγμα που να μένει ζωντανό από το Πολυτεχνείο 34 χρόνια μετά, εκτός από το Ψωμί, την Παιδεία και την Ελευθερία, είναι το μήνυμα της ενότητας. Αντιγράφουμε από το περιοδικό «Ενέδρα», τεύχος Νοεμβρίου 2007, σελ. 15.
Μ.Π.
-----







Ανάμεσα στη μιζέρια και την προκάτ ψυχαγωγία που καλλιεργούσε η Χούντα, φωτεινό παράδειγμα αντιστασιακής και αντιχουντικής τέχνης ήταν η παράσταση «Το Μεγάλο μας Τσίρκο». Το έργο αποτελούσε μια αναδρομή της ελληνικής ιστορίας από την Τουρκοκρατία και την βασιλεία του Όθωνα, μέχρι το 1940 και τα επίκαιρα γεγονότα. Ανάμεσα στους πρωταγωνιστές ήταν ο Κώστας Καζάκος, η Τζένη Καρέζη και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου ερμηνεύονταν από τον Νίκο Ξυλούρη, ενώ τα σκηνικά ήταν δουλειά του Ευγένιου Σπαθάρη. Ο Κώστας Καζάκος, νυν βουλευτής του ΚΚΕ, μίλησε στις 20 Απριλίου 2007 στον Ρ/Σ «105.5 Στο Κόκκινο» για την παράσταση και τον ρόλο του θεάτρου διαχρονικά.
Τη συνέντευξη κατέγραψε ο Νίκος Σβέρκος

«Σε όλη τη διάρκεια της δικτατορίας το θέατρο προσπαθούσε να βρει διαύλους επικοινωνίας με το κοινό και να συνομιλήσει μαζί του για τα τεκταινόμενα της εποχής. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε πρώτα ένα έργο ημιτελές, μετά ένα δεύτερο και τελικά το ’73 ωρίμασαν οι συνθήκες, βρήκαμε τις κατάλληλες φόρμες και η παράσταση «χτίστηκε» μέσα στο θέατρο.

Μαζί με τις περιοδείες που έγιναν, μεταξύ άλλων και στη Γερμανία, είδαν την παράσταση συνολικά 550.00 θεατές. Μιλάμε για τεράστια νούμερα που συμβαίνουν μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν υπάρχουν γεγονότα που ενώνουν σε μια κοινή κατεύθυνση, όπως ο πόλεμος, η κατοχή, η αντίσταση, η δικτατορία. Μιλάμε για μεγάλες εποχές στις οποίες δημιουργείται κλίμα ανάτασης που συνεπαίρνει τον λαό σαν ένα μεγάλο κύμα.

Η παράσταση συνδέθηκε πολύ με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Μάλιστα τα πανό που χρησιμοποιούσαμε στην παράσταση στην σκηνή του διαλόγου του λαού με το παλάτι για το Σύνταγμα το Σεπτέμβρη του 1843, είχαν μεταφερθεί ακριβώς απέναντι στην πύλη του Πολυτεχνείου. Τα συνθήματα «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» και το «Φωνή Λαού-Οργή Θεού» ακούγονταν από τους φοιτητές και εμείς συμμετείχαμε όσο μπορούσαμε στα γεγονότα – χαρακτηριστικά ο Νίκος Ξυλούρης ξεσήκωνε με την παρουσία του και τα τραγούδια του μέσα στο χώρο.

Τα πράγματα ήρθαν έτσι που μας συνέλαβαν. Κάτσαμε στα κρατητήρια μέχρι τα Χριστούγεννα και θα μας περνούσαν από στρατοδικείο, αν δεν γινόταν μια «στραβή». Ο τότε υπουργός Παιδείας με μια δήλωσή του εξέθεσε την κατάσταση και η χούντα αναγκάστηκε να απολύσει περίπου 200 κρατούμενους φοιτητές, μεταξύ των οποίων και εμάς.

Όλο εκείνο τον χειμώνα που παίζαμε στον Ακροπόλ, παίζαμε με όλη την ΕΣΑ και την Αστυνομία στους διαδρόμους του θεάτρου και ανάμεσα στον κόσμο. Προσπαθούσαν να τρομοκρατήσουν τους θεατές. Έρχονταν κατευθείαν για την παράσταση άνθρωποι που μόλις είχαν βγει από τα ΕΑΤ-ΕΣΑ με σπασμένο χέρι, μέλη του ΠΑΚ για παράδειγμα που μπαινοέβγαιναν κρυφά να πάρουν μια μυρωδιά από την παράσταση.

Από αυτά που μου έχουν μείνει ήταν τα κυνηγητά των «παρανόμων» από την ΕΣΑ. Ακόμη θυμάμαι χαρακτηριστικά την τεράστια προσέλευση στο Παλαί ντε Σπορ στην Θεσσαλονίκη στην μεταπολίτευση, όταν δεν είχε ακόμα γίνει η αποχουντοποίηση και όλοι οι υποστηρικτές της χούντας βρίσκονταν στη θέση τους. Εκείνη την εποχή είχε γίνει και κατάληψη του Χημείου της πόλης, το Σεπτέμβρη του ’74. Οι φοιτητές έτρεχαν και άνοιγαν την πίσω πόρτα του Παλαί στα παρασκήνια, έμπαιναν μέσα στον κόσμο και η αστυνομία τους κυνηγούσε ανάμεσα στους θεατές. Φανταστείτε 10.000 κόσμο σε ένα χώρο που χωρούσε 7.500 και τους αστυνομικούς να προσπαθούν να πιάσουν τους φοιτητές. Ήταν ένας ταγματάρχης της χωροφυλακής, ονόματι Θεοδωράκης, που είχε την ευθύνη της περιοχής, ο οποίος ήταν σκυλί μοναχό. Είχε ένα γαλανό μάτι που τρύπαγε τοίχο. Ωρυόταν στην είσοδο του θεάτρου «με βάλανε εδώ να φυλάω τους κομμουνιστές!», και έλεγε στον κόσμο να κάνουν μηνύσεις επειδή δεν χωρούσαν να μπουν στο θέατρο. Έβγαινα έξω με τα ρούχα του ρόλου να καθησυχάσω τον κόσμο και τον έβλεπα σε έξαλλη κατάσταση να ουρλιάζει. Δεν είχαμε αίσθηση του κινδύνου ούτε τα χαμπερίζαμε αυτά. Το ηθικό ήταν τόσο υψηλό που δεν δίναμε σημασία.

Στο θέατρο υπάρχει μια αρχή. Το θέατρο είναι μια τέχνη επίκαιρη, είναι μια συνομιλία των καλλιτεχνών με τους θεατές. Όταν υπάρχουν δύσκολες εποχές, το θέατρο αφήνει τα κλασσικά έργα του και πρέπει να αντιμετωπίσει το παρόν. Είναι η πιο ζωντανή τέχνη. Πρέπει να απαντάει στην ανάγκη του κοινού εκείνη την ώρα. Η τέχνη άλλωστε δεν κάνει από μόνη της επανάσταση. Ευαισθητοποιεί και βοηθάει στην συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. […] Το θέατρο πρέπει να απαντήσει, αλλά δεν νομίζω ότι τώρα παίζει το ρόλο του. Είναι μια εποχή που θα έπρεπε να χτίζονται παραστάσεις σαν απάντηση στα καυτά προβλήματα του σήμερα. Ο κόσμος αναζητά στηρίγματα και πρέπει το θέατρο να τα βρίσκει. Αυτή είναι η δουλειά του».

Κώστας Καζάκος
20 Απριλίου 2007
Ρ/Σ "105.5 Στο Κόκκινο" & Περιοδικό "Ενέδρα"

Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2007

Αναφορά στο Πολυτεχνείο





Το τραγούδι δεν είναι απλό πράγμα. Το τραγούδι είναι πράγμα επικίνδυνο. Να, ρωτήστε κι αυτούς που το κατάλαβαν νωρίς:

«Διαταγή υπ’ αριθ. 13 του Στρατού:

1) Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν τα ακόλουθα, ισχύοντα δι’ ολόκληρον την επικράτειαν:

Απαγορεύεται:

α) η ανατύπωσις ή η εκτέλεσις της μουσικής και των ασμάτων του κομμουνιστού συνθέτου Μίκη Θεοδωράκη, τέως αρχηγού της νυν διαλυθείσης κομμουνιστικής οργανώσεως «Νεολαία Λαμπράκη» δεδομένου ότι η εν λόγω μουσική εξυπηρετεί τον κομμουνισμόν·

β) το άδειν άπαντα τα άσματα, τα χρησιμοποιούμενα υπό της κινήσεως της κομμουνιστικής νεολαίας, διαλυθείσης δυνάμει της παραγράφου 8 του διατάγματος της 6 Μαΐου 1967, δοθέντος ότι τα εν λόγω άσματα υποκινούν πάθη και διενέξεις εις τους κόλπους του πληθυσμού.

2) Οι παραβαίνοντες την ως άνω διαταγήν πολίται θα παραπέμπονται αμεσως ενώπιον στρατοδικείων και θα δικάζωνται συμφώνως προς τας διατάξεις της εκτάκτου νομοθεσίας.

Οδυσσεύς Αγγελής
αρχηγός του επιτελείου του ελληνικού στρατού»

Απεφασίσαμεν και διατάσσομεν. Γιατί άραγε; Ίσως γιατί, ενώ άλλοι γιορτάζουν με τη Χούντα στο Καλλιμάρμαρο, ο Θεοδωράκης τραγουδάει στο λαό όλη την αλήθεια. Και η αλήθεια είναι συγκεκριμένη, συχνά πολύπλοκη, αντιφατική, αλλά πάντα συγκεκριμένη. Εκτός από συγκεκριμένη, η αλήθεια του Θεοδωράκη είναι και άκρως επικίνδυνη…δύο μόνο λέξεις: τακ-τακ. Τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ, χρόνια τώρα, αιώνες ολόκληρους, τακ-τακ στον τοίχο της ιστορίας, κι όλο να λες: - Που θα πάει, κάποιος θα ακούσει, κάποιος θ’ αποκριθεί. Και αποκρίθηκε, όπως δείχνει και η κάμερα του Νίκου Κούνδουρου από τα "Τραγούδια της Φωτιάς":

Το μεσημέρι

Το μεσημέρι χτυπάνε στο γραφείο
μετρώ τους χτύπους, το αίμα μετρώ
είμαι θρεφτάρι, μ’ έχουν κλείσει στο σφαγείο
σήμερα εσύ, αύριο εγώ.

Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα
μετρώ τους χτύπους, τον πόνο μετρώ,
πίσω απ’ τον τοίχο πάλι θα ’μαστε παρέα
τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ

Που πάει να πει, σ’ αυτή τη γλώσσα τη βουβή
βαστάω γερά, πατάω καλά.

Μες στις καρδιές μας θ’ αρχινάει το πανηγύρι
τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ
τακ-τακ εσύ, τακ-τακ εγώ.

Μύρισε το σφαγείο μας θυμάρι
και το κελί μας κόκκινο νερό

Στίχοι-Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης, Ερμηνεία: Αντώνης Καλογιάννης, Δίσκος: Τα Τραγούδια του Αντρέα (1974).

Και πέρασαν τα χρόνια, και ακούσαμε τα ίδια λόγια ξανά και ξανά. Έτσι κι αλλιώς ήταν λόγια όχι για τους νεκρούς αλλά για τους ζωντανούς. Τους νεκρούς, ποιος τους θυμάται τους νεκρούς; Αντιγράφω:

Αναγνωστόπουλος
Αντάρογλου
Αργυρίου
Βυθούλκας
Βρυώνης
Γερακίδης
Γιαννόπουλος
Γρέλος
Δεσπίρης ή Πεσιπλής
Δημόπουλος
Διαμαντάκη
Έγκελαντ Ντίρις Μαριέτε
Ευαγγελινός
Ηλιόπουλος
Θεοδώρου
Ιωαννίδης
Ιωάννου
Καΐνης
Κάμπος ή Κάγκος
Καράγα Μπαλσάν ή Πάρσιλ
Καραγεώργης
Καραγεωργίου
Καραμάνης
Κομνηνός
Κούμουλος
Κρητικάκη
Κυριακόπουλος
Λαζαριώτης
Μαλικάκης ή Μανιμάκης
Μαντζώρος
Μανωλόπουλος
Μαρκούλης
Μαυρογιάννης
Μέξης
Μικρώνης
Μιχαηλίδης
Μπεκιάρη ή Πικιάρη
Μπέστας ή Βέστας
Μυρογιάννης
Μώμος
Μπάτης ή Μπότης
Παντελάκης
Παπαγεωργίου
Παπαδόπουλος
Πολυζωΐδης
Σπαρτίδης
Σαμούρης
Σαρμαλής
Σταυρόπουλος
Σχίζας
Τουρίλ Εκλέκ
Τσιγγούνης
Φαμέλος
Φιλίνης
Χανιωτάκης ή Καστανάκης
Χαραλαμπίδης

(Πολυτεχνείο: Από την κατάληψη στην εισβολή, Γ’ Έκδοση, Εκδόσεις Ερμείας, 1974, σελ.

Ποιος τους θυμάται τους νεκρούς; Εδώ κοτζάμ γενιά του Πολυτεχνείου βγήκε σου λέει. Γεννήθηκε σε γέννα δύσκολη, με μαμή το τανκ, με καισαρική ανοιγμένη με σφαίρες και γκλομπς, γενιά που έκλαψε σαν κάθε νεογέννητο, κοίταξε γύρω της το αφιλόξενο τοπίο και ξαναμπήκε στα ζεστά, για να μη πουντιάσει ίσως, να μην αρπάξει κάνα κρύωμα. Ξαναμπήκε στα γρανάζια ενός τανκ μεγαλύτερου, που το λένε εξουσία και ανάγκη και σύμβαση, κι άλλα πολλά. Και δως του στεφάνια και λουλούδια στο άγαλμα, και δως του εξαργυρώσεις. Βλέπω τους λίγους που τη βγάλαν καθαρή, και ζητάω λίγη από την ομορφιά τους. Και προπάντων δεν ξεχνάω ούτε λέξη. Ας πούμε, θυμάμαι ότι ακόμα κι ο Γιάννης Μαρκόπουλος μας προσκαλεί στο Πολυτεχνείο, χρόνια τώρα. Και εγώ έχω κρατήσει εκείνη την παλιά πρόσκληση, τη σκέτη, χωρίς ψηφοδέλτια Επικρατείας και δηλώσεις μετανοίας, την πρόσκληση που μας καλεί να πάμε μόνο μαζί με «τ’ όμορφο τ’ όνειρο». Και αυτή τη φορά λέω να το πάρω και να ’ρθώ.

ηρ.οικ.




Στο Πολυτεχνείο

Όσο δε δίνεις μια για μένα
τόσο δε δίνω μία για σένα
τ’ όμορφο τ’ όνειρο σβήνει βουλιάζει
σύντροφε σύντροφε ποιος μας διχάζει

Στο Πολυτεχνείο έλα να σε δω
έχω δυο κουβέντες πάλι να σου πω.

Όσο θα χάνομαι μες στα κανάλια
κι όσο θα χάνεσαι μες στα μπαράκια
ο κάθε όρκος μας θα ξεθωριάζει
σύντροφε σύντροφε ποιος μας διχάζει

Στο Πολυτεχνείο έλα να σε δω
έχω δυο κουβέντες πάλι να σου πω.

Στίχοι: Δημήτρης Βάρος, Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος, Ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης, Δίσκος: Τολμηρή Επικοινωνία, 1987.

Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2007

Μάνος Χατζιδάκις: Πολιτικές τελετουργίες ή το τραπέζι του Ινδιάνου

Με αφορμή την επερχόμενη 34η επέτειο του Πολυτεχνείου, αναδημοσιεύουμε ένα κείμενο του Μάνου Χατζιδάκι γραμμένο το 1985: "Πολιτικές τελετουργίες ή το τραπέζι του Ινδιάνου". Εικοσιδύο χρόνια πέρασαν από τότε, αλλά οι ιδέες του Χατζιδάκι παραμένουν επίκαιρες όσο ποτέ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο περιοδικό «Τέταρτο», τεύχος 8, Δεκέμβριος 1985, και συμπεριλήφθηκε αργότερα στη συλλογή κειμένων του Μάνου Χατζιδάκι, Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, από τις Εκδόσεις Ίκαρος. Για όσους και όσες δεν έχετε ήδη στη βιβλιοθήκη σας αυτό το έργο, το προτείνουμε ανεπιφύλακτα.
Μ.Π.




Πολιτικές τελετουργίες ή το τραπέζι του Ινδιάνου

του
Μάνου Χατζιδάκι


Οι εθνικές γιορτές έχουν καταλήξει να είναι τελετουργίες χωρίς αντίκρισμα και με αμφιλεγόμενο περιεχόμενο. Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου είναι πρόσφατα – γιορτάζουμε μόλις τη 12η επέτειο – κι όμως μοιάζει η γιορτή σαν τον χρυσό σταυρό που κοσμεί τους λαιμούς νεαρών ερωτιδέων ή ηλιοκαμένων καμακιών. Καμιά επαφή με το ουσιαστικό περιεχόμενο του σταυρού. Στολίδι, ένταση του αισθησιασμού. Έτσι και οι γιορτές του Πολυτεχνείου κατέληξαν σε εκτόνωση, σε κομματικό σφετερισμό και σε συνθήματα άσχετα από το ιδεολογικό περιεχόμενο των γεγονότων που η μνήμη τους συνέθεσε τους επί «εθνικού» επιπέδου εορτασμούς της επετείου. 12η σήμερα, 30η μεθαύριο, 50η και θα χαθεί μες στην ανυποληψία των μελλοντικών στολών και επετείων με μερικά λογύδρια στα σχολεία και παρελάσεις στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους των ενόπλων δυνάμεων, διαολοστέλνοντας οι στρατιώτες τη γιορτή και την ταλαιπωρία των παρελάσεων κάτω απ’ τις επίπονες προετοιμασίες και τις στερήσεις των αδειών τους.

Όμως το τραγικό δεν είναι αυτό. Το τραγικό είναι που κάθε κυβέρνηση βρίσκει τον τρόπο να συνδεθεί κατευθείαν με τις επετείους αυτές, αγνοώντας τα αληθινά μηνύματα των γεγονότων που τις συνέθεσαν.

Θα θυμάστε τον Γεώργιο Παπαδόπουλο και την επί επταετίαν χούντα του με πόση άνεση οικειοποιούντο τις εθνικές εορτές της 25ης Μαρτίου και της 28ης Οκτωβρίου. Τις ίδιες γιορτές στις οποίες οι εφημεριδογράφοι σήμερα ανακαλύπτουν σοσιαλιστικές τάσεις και προθέσεις των πολεμιστών προγόνων μας του ’21 και του ’40.

Γι’ αυτό νιώθω την ανάγκη να εκμυστηρευτώ. Σέβομαι βαθιά αυτές τις γιορτές γι’ αυτούς που χάθηκαν κι όχι για τους εναπομείναντες που προσπαθούν να τις επωφεληθούν στο έπακρον. Τα γεγονότα της 17ης Νοεμβρίου μας παρέχονται με περισσότερες λεπτομέρειες γι’ αυτούς που επέζησαν παρά γι’ αυτούς που χάθηκαν οριστικά. Οι εναπομείναντες παρελαύνουν επικεφαλής, βγάζουν λόγους, πραγματοποιούν τηλεοπτικές συνεντεύξεις και δεν τους άκουσα ούτε μια φορά να μνημονεύουν αυτούς που χάθηκαν οριστικά, που δεν είναι σε θέση να μιλήσουν σήμερα.

Έτσι έρχεται η σειρά να δούμε από κοντά το τραπέζι ενός Ινδιάνου που αμέριμνος με την παραδοσιακή τεχνική αμύνης υπερασπιζόταν το σπιτικό του και τον τόπο του από τους εισβολείς, ήσυχος για το δίκαιό του και για τον Θεό του. Όμως οι πιονέροι με τον δικό τους Θεό κατασκευάσανε ένα δικό τους δίκαιο και κατέκτησαν τους Ινδιάνους. Κι αφού τους εξαφάνισαν, άρχισαν να γυρίζουν ταινίες με το δίκαιο αμφίρροπο ανάμεσα στους Ινδιάνους και τους Αμερικανούς στρατιώτες. Όμως η κατάληψη είχε επιτελεστεί. Η Αμερική στους Αμερικανούς. Και η 17η Νοεμβρίου στους επιζήσαντες. Αύριο – καθόλου απίθανο – μια μελλοντική δικτατορία να οικειοποιηθεί την επέτειο του Πολυτεχνείου ως σύμβολο αντιστάσεως εναντίον των αντιπάλων της. Μήπως δεν έγινε παρόμοια πλαστοπροσωπία στα ανατολικά «σοσιαλιστικά» κράτη; Αγώνες νέων παιδιών μήπως δεν έγιναν σύμβολο εορτασμού τυραννικών καθεστώτων; Τα ’χουμε δει αυτά και τα ’χουμε, αλίμονο, συνηθίσει.

Δεν είχα τελειώσει καλά καλά το σχόλιο αυτό και ήλθε η είδηση. Ένας αστυνομικός, ο Αθανάσιος Μελίστας, σκότωσε πυροβολώντας τον δεκαπεντάχρονο Μιχάλη Καλτεζά. Κατασκευάζεται ήδη σενάριο με βάση το κατά πόσον ο νεαρός δεκαπεντάχρονος ήταν ή δεν ήταν «επικίνδυνος» αναρχικός. Ώστε η κτηνωδία του αστυνομικού να γίνει…νόμιμη άμυνα.

Αρκετά. Με αηδία μέσα μου έκλεισε η 12η επέτειος του Πολυτεχνείου. Τα γεγονότα εξακολουθούν. Ποιος θα τα επωφεληθεί;

Πηγή: Μάνος Χατζιδάκις, Ο καθρέφτης και το μαχαίρι, 2η έκδοση (Αθήνα: Ίκαρος, 1989), σελ. 111-113.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

Συνέντευξη με τον Φοίβο Δεληβοριά




Φοίβος Δεληβοριάς:

"Βλέπω μια δικτατορία νηπιακότητας"




τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

Συναντήσαμε τον Φοίβο Δεληβοριά σε μια πρόβα, λίγο πριν αρχίσει τις παραστάσεις του στον «Ζυγό». Μιλήσαμε για πολλά και ενδιαφέροντα πράγματα, με αφετηρία το περιεχόμενο και το σκεπτικό των παραστάσεων. Όπως θα διαβάσετε και εσείς, αυτή τη φορά ο Δεληβοριάς το φιλοσόφησε πολύ! Είναι προφανές ότι δεν μιλάμε για μια μουσική δουλειά του ποδαριού, αλλά για ένα καλοδουλεμένο σύνολο επιλογών με ουσία και λόγο ύπαρξης. Ο τίτλος της παράστασης «Κατάλληλον από δεκατριών» προδίδει τις προθέσεις του δημιουργού της: εξωστρέφεια, εφηβική αντίδραση, φρέσκια θέαση των μουσικών και κοινωνικών πραγμάτων. Και η ύπαρξη φοιτητικού εισιτηρίου, που δυστυχώς είναι πλέον είδος υπό εξαφάνιση, δείχνει ότι ο Φοίβος όταν λέει ότι θέλει να συναντηθεί με τις…νέες δυνάμεις, το εννοεί στην πράξη.

Οι παραστάσεις του Φοίβου Δεληβοριά που άρχισαν στις 5 Νοεμβρίου θα συνεχιστούν μέχρι τουλάχιστον και τις 18 Δεκεμβρίου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη, στη μουσική σκηνή «Ζυγός» (Κυδαθηναίων 22, Πλάκα). Ώρα έναρξης: 9.30 μ.μ. Είσοδος: 15 Ευρώ με ποτό. Φοιτητικό: 10 Ευρώ με ποτό. Τηλέφωνο για κρατήσεις: 210-3241610.

Δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος της συνέντευξης που αφορά αποκλειστικά τις παραστάσεις στον Ζυγό. Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης, όπου ο Φοίβος μιλάει για όλους και για όλα, θα το δημοσιεύσουμε σε επόμενη ανάρτηση.

***




Φοίβο, πες μας δυο λόγια για αυτά που θα ετοίμασες να μας δείξεις στο Ζυγό. Τι εκπλήξεις να περιμένουν οι φίλες και οι φίλοι σου;

Πρώτα απ’ όλα, αυτό που έγινε στον τελευταίο δίσκο είναι ότι για πρώτη φορά δουλεύτηκε σε συνθήκες ξε-άγχωτες και εξω-στουντιακές. Δηλαδή, παίζαμε για ένα χρόνο με ένα κουαρτέτο, τέσσερις μουσικούς, σε μικρές μουσικές σκηνές σε όλη την Ελλάδα, και προβάραμε και αναποδογυρίζαμε τον ήχο και των παλαιών μου κομματιών. Οπότε, όταν μπήκαμε στο στούντιο είχε ήδη ο Βασίλης ο Πιερρακέας, ο οποίος είχε επιμεληθεί αυτό το κουαρτέτο, μια εικόνα για τον ήχο που θα θέλαμε στον καινούργιο δίσκο. Από εκεί και πέρα, τι έκανα; Κάθε τραγουδάκι που έγραφα, το έγραφα με κιθάρα στο σπίτι, κιθάρα-φωνή, του το πήγαινα, και σιγά-σιγά το δουλεύαμε. Δηλαδή, το δουλεύαμε γκρουπίστικα. Έγραφε μέρη γι’ αυτούς τους τέσσερις μουσικούς ουσιαστικά και τον εαυτό του, και κρατούσε κιθάρες ή πιάνα μου που, όσο ακατέργαστα και αν ήταν, είχαν ενδιαφέρον.
Άρα, για πρώτη φορά αισθάνομαι ότι δημιουργήθηκε ένας δίσκος ο οποίος δεν έχει μέσα τη στουντιΐλα, έχει κάτι πιο σπιτικό ή πιο γκρουπίστικο αν θες. Ενώ σε άλλους δίσκους θα δεις μέρη γραμμένα, παρτιτούρες, αντιστίξεις κλπ., σε αυτόν θα δεις πολλές μικρές λεπτομέρειες, κιθάρες επί κιθάρων οι οποίες δεν παίζουν τόσο αυτονόητα πράγματα. Υπήρξε αρκετός αυτοσχεδιασμός, πράγματα που άλλαζαν μέρα με τη μέρα, και αυτό επειδή είχαμε το σπίτι του Βασίλη ως κεντρικό χώρο δημιουργίας, και εκ των υστέρων το στούντιο. Αυτό το πράγμα θέλαμε σε αυτή την παράσταση να γίνει βίωμα για όλους. Δηλαδή, να δουλέψουμε λεπτομερειακά, να έχουμε μεν ένα μπούσουλα, παρτιτούρες των παλιών δίσκων, παρτιτούρες του «Έξω», αλλά να είναι πια λεπτομερειούλες που βγαίνουν στο στούντιο καθημερινά. Κάθε μουσικός ερχόταν στο στούντιο με συγκεκριμένες ιδέες για κάθε κομμάτι. Αυτό το πράγμα λειτούργησε πάρα πολύ ωραία.
Κάτι άλλο πολύ σημαντικό είναι ότι αφαιρέσαμε τα πλήκτρα τελείως. Τα πλήκτρα γενικά εμένα με παραπέμπουν στην αισθητική των ‘80s και δε μου αρέσουν όταν τα ακούω σε μπάντες. Ξέρεις τι εννοώ, οι synthy ήχοι, ένα πιανάκι λίγο ψυγείου, ένα Hammond τις περισσότερες φορές…Αποφασίσαμε λοιπόν στην παράσταση να τα αντικαταστήσουμε με δεύτερη κιθάρα και με βιολί, συν τα πνευστά που έχουμε, συν κρουστά χειρός συν δύο γυναικείες φωνές οι οποίες παίζουν πολύ ενεργό αρμονικό ρόλο σε όλα τα κομμάτια. Δεν είναι απλώς φωνητικά, είναι και φράσεις μουσικές που θα τις έπαιζαν όργανα. Επομένως, πραγματικά από αυτές τις πρόβες είμαι πιο ενθουσιασμένος μουσικά από ποτέ. Αισθάνομαι ότι επιτέλους υπάρχει ένας ήχος που δεν είναι ο ήχος μιας παράστασης καμπαρέ από αυτές που έκανα μέχρι τώρα. Χωρίς κανένα θεατρικό στοιχείο, έχει θεατρικότητα ο ήχος από μόνος του, δηλαδή παίζουν ρόλους όλοι οι μουσικοί.
Η παράσταση λέγεται «Κατάλληλον από δεκατριών». Υπάρχει ένα τραγούδι μες στο δίσκο το οποίο μιλάει για τις βιντεοταινίες των ‘80s…

Και τη Βίνα Ασίκη!
Σωστά. Αυτό που σκεφτόμουν είναι το εξής: ότι την τελευταία δεκαετία που ήρθε στην Ελλάδα η πολιτική ορθότητα και το κύμα νέο-συντηρητισμού που υπάρχει στις ευρωπαϊκές και βορειο-αμερικάνικες κοινωνίες εδώ και χρόνια, βλέπω μια δικτατορία νηπιακότητας, μια δικτατορία «κατάλληλο για όλους». Απουσιάζει ας πούμε η σεξουαλικότητα, απουσιάζει η εφηβική αντίδραση, η πολιτική σκέψη, διάφορα στοιχεία τα οποία ήταν πάρα πολύ υγιή στην Ελλάδα και φαίνονταν ότι δεν θα αλλοιωθούν ποτέ. Υπήρχε μια βρωμιά πίσω από τον ήχο μας, μια εκκεντρικότητα στον τρόπο σκέψης μας, μια πολιτική αντίδραση η οποία πάντα έκανε κάτι καλό εδώ πέρα.
Υπήρχε πάντα κάτι επικίνδυνο ας πούμε.

Ακριβώς, ακριβώς. Αυτό έχει αντικατασταθεί από τα καλά παιδιά των πρωϊνάδικων, από σίριαλ με νηπιακό χιούμορ, από μια ισοπεδωτική ποπ αντίληψη διαφημιστικών jingles που έχουν αντικαταστήσει τη μουσική, και από κάτι το οποίο καλό είναι να μην πειράζει κανέναν. Ξέρεις, αυτό που κοροϊδεύαμε πάντα στο politically correct έχει έρθει και εδώ. Μάλιστα στο δελτίο τύπου κάνουμε και πλάκα, λέμε ότι ο χώρος θα έχει διαμορφωθεί και για τους όρθιους, αρκεί να μην είναι πολιτικώς ορθοί.
Αυτό αν θέλεις είναι ο αόρατος μπούσουλας πίσω από το τι επιλέγουμε σε αυτή την παράσταση, τι τραγούδια επιλέγουμε, πως θέλουμε να τα παρουσιάσουμε, τι ήχο επιλέγουμε. Αυτό το βρώμικο και εφηβικό, σαν ένα παιδάκι ας πούμε που πάει σε έναν από αυτούς τους γάμους Ριτζ και Κάρολαϊν, όπως έχουν σιγά-σιγά γίνει στο πνεύμα, ένα παιδάκι που βαριέται λίγο και έχει μιαν εφηβική αντίδραση. Αυτό θέλουμε να είναι ο ήχος μας, αυτό θέλουμε να είναι η παράστασή μας, αυτό θέλουμε να είναι οι επιλογές μας οι μουσικές. Και ελπίζουμε ότι βοηθούντος του κοινού, όλο αυτό θα λειτουργήσει και θα γίνει αυτό που είναι κάθε παράσταση, ένα αλισβερίσι το οποίο ξεκινάει στο πρώτο δεκάλεπτο της βραδιάς και απογειώνεται μετά από 2-3 ώρες.

Ποιοι είναι οι συντελεστές της παράστασης;

Πολύ βασικός συντελεστής είναι ο Βασίλης ο Πιερρακέας, ο οποίος δούλεψε πολύ και στις ενορχηστρώσεις, και στη διδασκαλία των φωνών. Έχουμε δύο καινούργιες τραγουδίστριες, η μία προέκυψε μάλιστα από οντισιόν. Βάλαμε αγγελία στην Athens Voice και ήρθαν γύρω στις 100 κοπέλες. Διαλέξαμε την Πέννυ Μπαλτατζή, η οποία τραγουδάει από Πιαφ και Ζέτα Τζαίημς μέχρι το δικό μου τον «Όρκο» που κινείται σε ένα κανταδόρικο ύφος ας πούμε. Και παρουσιάζουμε και μια νέα τραγουδοποιό, τη Μάρω Μαρκέλλου η οποία, αν η Μαριανίνα Κριεζή θα ήταν τραγουδοποιός, είναι αυτή κατά τη γνώμη μου. Είναι 20 χρονών, μου έφερε να μου παρουσιάσει μερικά τραγούδια της και ενθουσιάστηκα. Έχει πολύ έντονη στιχουργική και μουσική προσωπικότητα, γράφει με χιούμορ πολύ, την αισθάνομαι κιόλας να συγγενεύουμε λίγο στο μουσικό είδος. Θα παρουσιάσει δύο τραγούδια της και θα συμμετέχει στο φωνητικό μουσικό κόλπο που σου έλεγα πριν.
Από ’κει και πέρα, δεύτερη κιθάρα παίζει ο Γιώτης Παρασκευαΐδης, πνευστά παίζει ο Γιώργος Γιαννόπουλος, βιολί, μαντολίνο και κρουστά παίζει ο Δημήτρης Κουζής, μπάσο παίζει ο Χρήστος Ζερβός και τύμπανα ο Γιώργος Καρλής. Τον ήχο επιμελείται ο Γιάννης Πετρόλιας, μόνιμος συνεργάτης εδώ και πολλά χρόνια, και την επιμέλεια παραγωγής έχει ο Παναγιώτης Λυμπερόπουλος και το γραφείο Sui Generis.
Και μέχρι πότε θα διαρκέσουν οι παραστάσεις;

Καταρχήν, να πω ότι αποφασίσαμε να τις κάνουμε τις παραστάσεις Δευτέρα-Τρίτη. Μου άρεσαν οι παραστάσεις του Θανάση Παπακωνσταντίνου στον ίδιο χώρο που γίνονταν Δευτέρα-Τρίτη, του Μάλαμα που και αυτός κάνει συχνά παραστάσεις σε διάφορους χώρους Δευτέρα-Τρίτη, της Τάνιας Τσανακλίδου πριν από τρία χρόνια και φέτος πάλι στο Μετρό. Τα Δευτερό-τριτα έχουν κάτι το ιδιαίτερο πια. Το κοινό του Σαββάτου πλέον είναι ένα μικτό κοινό, το οποίο είναι το ίδιο που συναντάς και στα μπουζούκια, και στα ροκ προγράμματα, και στα έντεχνο-ροκ live. Και αισθάνεσαι ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος που βλέπεις στα μπαρ ή στις Νύχτες Πρεμιέρας του σινεμά, οι οποίοι βγαίνουν πιο πολύ μεσοβδόμαδα, θα τους συναντήσεις πιο πολύ στις άλλες εκδηλώσεις, τις καθημερινές. Θέλαμε να απευθυνθούμε σε αυτούς τους ακροατές, αυτοί είναι οι «κατάλληλοι από δεκατριών» φέτος.
Αυτό θα διαρκέσει από τις 5 Νοεμβρίου μέχρι τα Χριστούγεννα οπωσδήποτε, και μετά βλέπουμε. Θα δούμε και πόσο θα πετύχει, κατά πόσο θα είναι μια παράσταση ικανή να μαζέψει και να δημιουργήσει το κοινό της. Αν πετύχει, είναι πολύ πιθανό και να συνεχιστεί.
Στην παράσταση προσεγγίζεις κομμάτια από όλο το έργο σου; Έχεις κάποιο επίκεντρο;

Σίγουρα ο τελευταίος δίσκος είναι το επίκεντρο, όπως κάθε φορά που δημιουργείται μια παράσταση, γιατί και τα δημιουργικά αιτήματα είναι τα πιο φρέσκα. Όταν ξανάπαιξα στο Ζυγό το 2003, η κεντρική ιδέα ήταν τα νοήματα του «Καθρέφτη», τώρα είναι τα νοήματα του «Έξω», δηλαδή αυτός ο απεγκλωβισμός από την κατάσταση που σου είπα πριν, ένα κλείσιμο εσωτερικό και μια ενοχική καλοσύνη. Εμείς θέλουμε κάτι πιο εξωστρεφές και πιο εφηβικό.




ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗΣ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΕΔΩ:

Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2007

Και τι να κάνουμε; - Δεκάλογος

Κάποιες φίλες και φίλοι μας ρωτούν μερικές φορές: "Και τι να κάνουμε;" Να λοιπόν μερικές ιδέες προς ατομική χρήση, χωρίς καμία πρόθεση lifestyle διδακτικής και εξυπνάδας.
Ο/η προαστιακός/ή μουσικόφιλος/η:

1) Δεν είναι οπαδός αλλά ακροατής. Διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να παραδέχεται ένα μεγάλο τραγούδι ενός άθλιου δημιουργού και ένα άθλιο τραγούδι ενός μεγάλου δημιουργού. Δεν κρίνει τον καλλιτέχνη από τον χαρακτήρα του αλλά την αξία του έργου τους. Απέχει από το κουτσομπολιό και τις απόλυτες κρίσεις και συγκρίσεις.

2) Φροντίζει για τη μουσική παιδεία των νέων ανθρώπων και δεν την αφήνει στην τύχη της και στους εταιρικούς μεταπράτες. Διατηρεί την πίστη του στη δυνατότητα εκλαΐκευσης της μεγάλης τέχνης. Αντιμετωπίζει τη μουσική ως συλλογική πράξη και όχι ως προνόμιο. Απεχθάνεται τον ελιτισμό και τους κουλτουριάρηδες.

3) Ακούει ραδιοφωνικούς σταθμούς που προάγουν το ελληνικό τραγούδι, και ενθαρρύνει άλλους να κάνουν το ίδιο. Βάζει εμπάργκο στη χυδαιότητα των αγοραίων playlists. Δεν χρησιμοποιεί το ραδιόφωνο ως παρηγοριά στο μποτιλιάρισμα και αντιμετωπίζει τη μουσική ακρόαση ως μια πρωταρχική ανθρώπινη λειτουργία.

4) Διαμαρτύρεται προς ό,τι υποβιβάζει την αισθητική του. Στέλνει επιστολές σε εταιρείες και περιοδικά, παίρνει τηλέφωνα σε σταθμούς και κανάλια, ξέρει ότι δεν είναι ο μόνος. Γνωρίζει ότι η αγορά θέτει τους νόμους της, αλλά εκμεταλλεύεται κάθε περιθώριο αμφισβήτησής τους στην πράξη.

5) Διαβάζει το Λόγο που συνοδεύει την ελληνική μουσική. Ψάχνει για μουσικά βιβλία και περιοδικά όπως ο «Μετρονόμος», το «Λαϊκό Τραγούδι» και το «Δίφωνο». Μελετάει βιογραφίες, κριτικές, συνεντεύξεις, και εμβαθύνει στο αισθητικό και ιδεολογικό υπόβαθρο των δημιουργών μέσα από κείμενά τους.

6) Εκτιμά τη μουσική δημιουργία σε όλες της τις εκφάνσεις. Δεν στρίβει το βλέμμα μπροστά στους πλανόδιους μουσικούς. Ακούει τα ερασιτεχνικά τραγούδια φίλων και εχθρών. Διαβάζει προσεκτικά τα στιχάκια τους. Περιμένει κάθε γρατζούνισμα της κιθάρας τους ωσάν να ήταν μια πανάκριβη συναυλία.

7) Αφουγκράζεται ό,τι κινείται στην περιφέρεια της δημόσιας προσοχής, στα ψιλά των εφημερίδων, στο περιθώριο της διαφημιστικής παράκρουσης. Δεν θεωρεί ότι κάθε τι περιθωριακό είναι κατ’ ανάγκη και ποιοτικό, αλλά φροντίζει να δίνει χώρο στη δημιουργία που κινείται έξω από τα όρια της κυρίαρχης κουλτούρας.

8) Αρνείται τη μόδα και σέβεται την ιστορική μνήμη της μουσικής τέχνης. Αναγνωρίζει την ομορφιά στη διαχρονική της μορφή και όχι σε ringtones. Σιχαίνεται το lifestyle και όλες τις λίστες με τα 100 πράγματα που πρέπει να κάνει κανείς πριν πεθάνει, συμπεριλαμβανομένου και του παρόντος δεκάλογου.

9) Βγάζει σπυράκια όταν ακούει τον όρο «έντεχνο» και κρίνει τη μουσική όχι με βάση το πώς αυτοχαρακτηρίζεται, αλλά με βάση τα πρότυπα που υπηρετεί. Εάν φοβάται μια φορά τον κακό λύκο με τα σκυλάδικα, φοβάται εκατό φορές τον φτιασιδωμένο λύκο με το ούτι που εμφανίζεται ως έντεχνο και ευαίσθητο προβατάκι.
10) Και φυσικά διαβάζει τα «Μουσικά Προάστια», συμμετέχει και συνεισφέρει σε αυτά, τους στέλνει κείμενα προς δημοσίευση, τα κριτικάρει ανηλεώς, και φροντίζει ώστε και άλλοι να μάθουν την ύπαρξή τους στη διεύθυνση: www.mousikaproastia.blogspot.com/
-----


10+1)
Το τραγούδι είναι δημιουργία, υπάρχει συνθέτης, στιχουργός και τραγουδιστής. Δεν γνωρίζουμε τα τραγούδια από το όνομα μόνο του τραγουδιστή που τα τραγούδησε και δεν αγοράζουμε ποτέ εταιρικές συλλογές τραγουδιών με τις μούρες των τραγουδιστών στο εξώφυλλο (από Athanassios).

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Ο Γιώργος Χρονάς για τον Μάνο Χατζιδάκι

Στις 23 Οκτωβρίου 2007, η Νεολαία Συνασπισμού διοργάνωσε στο στέκι της στο κέντρο της Αθήνας (Θεμιστοκλέους 52) μια συζήτηση αφιερωμένη στον Μάνο Χατζιδάκι, τιμώντας τα 82 χρόνια από τη γέννησή του. Καλεσμένοι ήταν ο Γιώργος Χρονάς, ποιητής και εκδότης του περιοδικού «Οδός Πανός» και ο Αλέξης Βάκης, συνθέτης και ραδιοφωνικός παραγωγός στον σταθμό «105.5-Στο Κόκκινο». Τα Μουσικά Προάστια ήταν εκεί και σας μεταφέρουν απομαγνητοφωνημένες τις εισηγήσεις των δύο δημιουργών, διατηρώντας τη ζωντανή, προφορική διάσταση των λεγομένων τους. Αρχίζουμε σήμερα με τις σκέψεις του Γιώργου Χρονά και σε επόμενο σημείωμα θα αναρτήσουμε τον προβληματισμό του Αλέξη Βάκη.
ηρ.οικ.




Γιώργος Χρονάς: 82 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Χατζιδάκι
“Είναι πολύ συγκινητικό να ακούει κανείς τον Χατζιδάκι. Εγώ τον άκουγα πάνω σ’ ένα ψυγείο, γιατί το ραδιόφωνο στο σπίτι μας στον Πειραιά το είχαμε πάνω σ’ ένα ψυγείο. Ήταν ψυγείο όχι με ρεύμα, αλλά με πάγο.

Γεννήθηκα το ’48 στον Πειραιά και άρχισα να ακούω Χατζιδάκι από τη δεκαετία του ’60, μαζί με τραγούδια του Πρίσλεϋ και τραγούδια του Τσιτσάνη, γιατί τα έπαιζαν τα ραδιόφωνα μαζί κατά κάποιο τρόπο, μερικές φορές. Αλλά οι περισσότερες ακροάσεις ήταν σε τραγούδια ελαφρά λεγόμενα, παρά λαϊκά ή ρεμπέτικα, που σχεδόν ήταν απαγορευμένα όλη τη δεκαετία του ’60. Από τότε που άκουσα τον Χατζιδάκι μέχρι που τον συνάντησα μεσολάβησαν πολλά χρόνια. Τον παρακολουθούσα, και θα έλεγα ότι ήμουν Χατζιδακικός. Όχι ότι δεν άκουγα και Μίκη Θεοδωράκη και τους άλλους Έλληνες συνθέτες. Τους θεωρώ πάντα άξιους εφ’ όσον έκαναν μια τέχνη καθαρή και ωραία.

Μέχρι που τον συνάντησα τον Χατζιδάκι το 1973. Ένα βράδυ που είχα βγει να κάνω μια βόλτα από την πρωινή μου εργασία που δούλευα εξωτερικές δουλειές στο περιοδικό «Ζυγός» που έβγαινε τότε, τον συνάντησα να ακουμπάει σε μια μοτοσικλέτα. Τον συνάντησα τον Σεπτέμβριο, λίγο πριν το Πολυτεχνείο. Είχα εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο, το «Βιβλίο 1» και του το είχα στείλει στη διεύθυνση της Ρηγίλλης. Τον πλησίασα και του μίλησα. Κάπνιζε τσιγάρο, είχε κάνει διάλειμμα στο «Πολύτροπο» της Πλάκας. Αυτός ο χώρος άνηκε στον Άγγελο Σκούρτη. Και μιλήσαμε, και μου είπε να πάω να παρακολουθήσω πρόβες. Πήγαινα εκεί που κάνανε πρόβες, και ο Χατζιδάκις δεν έδινε καμιά σημασία στις πρόβες, ήθελε να μιλάει μαζί μου. Ένα βράδυ, σε μια στιγμή, είπε απευθυνόμενος στην ορχήστρα που έπαιζε μόνη της: «τα Τέμπη». Και εγώ επανέλαβα χαμηλόφωνα: «Η κοιλάδα των Τεμπών».

Με κάλεσε ένα βράδυ να φάμε σε μια ταβέρνα. Είχε σκηνοθετήσει τη βραδιά, και τότε εμφανίστηκε κοντά του για πρώτη φορά η Βούλα Σαββίδη, την οποία είχε ντύσει ο Μόραλης σε συνεργασία με τον Χατζιδάκι. Ήταν καθισμένη σε μια καρέκλα σαν σφίγγα. Τραγούδαγε, φωτισμένο μόνο το πρόσωπό της, σαν έργο του Μπέκετ. Φώτιζε μόνο η όψη της, ντυμένη πολύ όμορφα σαν παλιά τραγουδίστρια ρεμπέτισσα, πολύ αυστηρή στα μέσα και στον τρόπο που τραγουδούσε τραγούδια που ο Χατζιδάκις είχε εκλέξει από πολλά άλλα ρεμπέτικα. Είχα την τύχη να παρακολουθήσω και την ηχογράφηση των τραγουδιών αυτών, και σ’ ένα βιβλίο μου καταθέτω που τον άκουσα να διευθύνει play back, είχε γράψει δηλαδή τη μουσική και μετά διηύθυνε την τραγουδίστρια, ένα τραγούδι του Βαμβακάρη που υπάρχει στα «Πέριξ», δίσκος που εκδόθηκε με το σήμα «Πολύτροπο» και έκανε διανομή η «Λύρα».

Ο Χατζιδάκις ήταν χορηγός στο δεύτερο βιβλίο μου που λεγόταν «Οι λάμπες» και είχε σχέδια του Τσαρούχη. Ήμουνα πολύ τυχερός που τον γνώρισα παρότι πάντοτε ζούσα έτσι βιαστικά και ανόητα, δεν πήγα σαν χαζοπούλι που τον θαύμαζε, αλλά πήγα σαν ένα παιδί από τον Πειραιά. Του άρεσε και του ίδιου νομίζω, που ήμουνα έτσι αυθεντικός, τυπικός Πειραιώτης δίπλα του. Μπορώ να πω ότι ήταν άψογος μαζί μου. Χωρίς να έχω προηγούμενο πτυχίο ανθρώπου που κάνει ραδιόφωνο, μου έδωσε μια εκπομπή το 1979. Για βιοπορισμό και όχι για τέχνη, του ζήτησα να κάνω μια εργασία για να ζήσω, να κάνω μια εκπομπή ενός τετάρτου στο Γ’ Πρόγραμμα, και μου έδωσε την «Οδό Πανός». Ο τίτλος «Οδός Πανός», προτού γίνει το 1981 περιοδικό και εκδόσεις και να υπάρχει μέχρι σήμερα το 2007 που σας μιλώ εδώ στον όμορφο χώρο σας, ακούστηκε στο Γ’ Πρόγραμμα, «Οδός Πανός 17». Θα έλεγα ότι είναι μια παραλλαγή από το «Οδός Ονείρων». Μόνο που σε μένα ήταν κάτι συγκεκριμένο, ήταν ένας χώρος στον οποίο ζούσα με ενοίκιο 700 δραχμές το μήνα.

Σε αυτόν το χώρο ένα βράδυ, μετά από μια ταβέρνα στην Πλάκα, ήρθε ο Μάνος Χατζιδάκις. Ήρθε και ένα βράδυ άλλο στο οποίο εγώ δεν τον είχα αντιληφθεί, ήταν στο σκοτεινό μέρος του σπιτιού μου. Και του λέω: «Γιατί δε μου μιλήσατε;» Και μου λέει: «Γιατί μπήκες με έναν άνθρωπο και δεν μπορούσα να σου χτυπήσω την πόρτα μετά». Αυτά. Θυμάμαι την ημέρα που ήρθε στην Οδό Πανός 17, στο δωμάτιο αυτό, ότι τον συνόδεψα μετά για να πάρει ταξί στην άδεια Πλάκα. Καμία σχέση με την τωρινή, που αγοράστηκε μετέπειτα από Αθηναίους που καταλάβαιναν ότι θα γίνει κάτι ιδιαίτερο και μοναδικό στον κόσμο. Και τον συνόδεψα μέχρι τις στήλες, μέχρι τη Ρωμαϊκή Αγορά, να βρει ταξί να φύγει.

Εγώ δουλεύω με τις λέξεις. Όπως ξέρετε, οι συγγραφείς και οι ποιητές δουλεύουν με τις λέξεις. Εγώ που σας μιλάω, λέξεις λέω, καλές ή κακές, και τις οποίες βάζω σε μία σειρά χωρίς να έχω ούτε χειρόγραφο, ούτε τίποτα. Και προσπαθώ συνεχώς, και απόψε ακόμη., δεν ξέρω με ποιο δικαίωμα, να περιγράψω αυτόν τον άνθρωπο. Στην αρχή του μίλαγα στον πληθυντικό, του άρεσε του Χατζιδάκι, αλλά μετά μου ζήτησε να του μιλώ στον ενικό, και ένα διάστημα του μιλούσα και ενικό και πληθυντικό. Εγώ έχω ένα ελάττωμα: εάν θυμώσω με έναν άνθρωπο, του μιλώ στον πληθυντικό. Αυτό έκανα και στον Τσαρούχη. Όταν του μιλούσα στον πληθυντικό, ήξερε ότι έχω θυμώσει. Στον Χατζιδάκι επίσης.

Μου έδωσε να κάνω ραδιόφωνο, χωρίς να έχω προηγούμενη πείρα. Αυτό δεν το κάνει κανείς άνθρωπος στον κόσμο. Ούτε είδε τίποτα σε μένα, ούτε ήταν θέμα αγάπης, ούτε τίποτα, αλλά μου έδωσε να κάνω ραδιόφωνο, έκανα μια εκπομπή και σιγά σιγά έμαθα να κάνω ραδιόφωνο. Ο Χατζιδάκις, σε μια συνάντηση παραγωγών του Γ’ Προγράμματος, απευθυνόμενος σ’ αυτούς – εγώ δεν ήμουνα, ήταν συνάντηση για να μιλήσουν για το πρόγραμμα – τους είπε: «Το απογευματινό πρόγραμμα πρέπει να γίνει σαν τις εκπομπές του Χρονά». Δεν περιαυτολογώ, λέω τι είπε ο Χατζιδάκις και μιλώ μόνο για τη συνάντηση μαζί του. Μου έδωσε το πρώτο μου μεροκάματο στο ραδιόφωνο, εγώ ζούσα από αυτό.

Και κάποτε, μου ζήτησε όταν έκανε συνέντευξη ζωντανή με τον Ζαμπέτα, να τον συνοδέψω στην ΕΡΤ. Ήξερε ότι δεν ήθελα να πάω γιατί ήμουν κουρασμένος και δούλευα το πρωί, αλλά μου ζήτησε να τον συνοδέψω για να μην τον δουν μπαίνοντας στην ΕΡΤ ότι πάει μόνος του και δεν συνοδεύεται από έναν άνθρωπο. Όπως άλλο ένα βράδυ, πηγαίνοντας από το σπίτι του Γιώργου Σταθόπουλου, μου ζήτησε να τον συνοδέψω να μπει στον «Μαγεμένο Αυλό», για να μην τον δει ο κόσμος ότι μπαίνει μόνος του. Και μπαίνοντας, ήταν αριστερά μέσα ο Μινωτής ο οποίος έτρωγε βραδινό φαγητό, και μιλήσαμε όλοι μαζί. Έφυγα κάποια στιγμή, τους άφησα να κάθονται μαζί.

Ο Χατζιδάκις δεν ήταν μόνο ευαίσθητος, ήταν και ένας πολύ σκληρός άνθρωπος και προς τον ίδιο τον εαυτό του, και ό,τι κατέκτησε το κατέκτησε πρώτα πρώτα με πόλεμο και μάχη, μελετώντας και προσπαθώντας να είναι αυστηρός με τον εαυτό του. Η μουσική του δεν είναι παρά μια μουσική πάθους, έρωτος και αλήθειας. Όλοι διδάσκουν marketing, εμπόριο, καριέρα, εξέλιξη, και ο Χατζιδάκις με την μουσική του διδάσκει τον έρωτα. Που θα βρει κανείς τον έρωτα είναι κάτι πολύ δύσκολο. Ίσως για αυτό τον αγαπούν πάρα πολύ τα κορίτσια, γιατί τα κορίτσια ψάχνουν πάντοτε πιο πολύ από τα αγόρια τον έρωτα. Αν θέλουν ας με διαψεύσουν!

Επιμελήθηκα τα σχόλια του Τρίτου, παρόλο που ο Εξάντας είχε επιμελητή. Ο Χατζιδάκις είπε: «Θέλω να τα κάνει ο Χρονάς, και αν δεν έχετε χρήματα εσείς, θα τα πληρώσω εγώ». Και είχα αυτή τη μεγάλη τιμή και τη χαρά να εργαστώ για να σωθεί ο λόγος του Χατζιδάκι. Και μάλιστα δύο τρία σχόλια υπήρχαν μόνο σε κασέτα και η απομαγνητοφώνηση έγινε από τον τότε συνεργάτη μου και λαμπρό δημοσιογράφο, τον Γιώργο Πανόπουλο. Αυτά”.

Γιώργος Χρονάς
23 Οκτωβρίου 2007

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2007

Μια μέρα χαρά...




Μια μέρα χαρά. Ναι καλέ, παρέα με τη Millennium Bank και τη Heaven. Θυμάστε αυτό που λέγαμε στο σχολείο; Χαρά παιδιού σε τιμή παραγωγού; Ε, για κάτι τέτοιο μιλάμε. Τα παιδάκια που χαίρονται είμαστε όλοι εμείς, στοιβαγμένοι στο υποκατάστημα της γειτονιάς. Και ο παραγωγός; Η τράπεζά μας και η μουσική εταιρεία μας φυσικά, που χέρι-χέρι μας προσφέρουν μια μέρα χαράς με τη φωνή της Άλκηστης Πρωτοψάλτη. Γιατί, για όσους δεν το ξέρατε, το τραγούδι «Μια μέρα χαρά» είναι «από το διαφημιστικό spot της Millennium Bank». Έτσι μας πληροφορεί με...χαρά το οπισθόφυλλο του νέου δίσκου της Πρωτοψάλτη «Στο ωραιότερο σημείο».

Αγαπητέ γραφιά της κάθε εταιρείας, ποιος σου είπε ότι εγώ θα αγοράσω το CDάκι σου πιο εύκολα, αν αυτό περιέχει το soundtrack της οποιασδήποτε διαφήμισης; Μουσική θέλω καλέ, όχι χαρτάκι στην ουρά ενός τραπεζικού υποκαταστήματος. Ποιος σου είπε ότι η δικιά μου μέρα χαράς συνδέεται με τα δικά σου μουσικο-τραπεζικά σου προϊόντα; Με ποιο δικαίωμα υποβιβάζεις τη νοημοσύνη μου, νομίζοντας ότι εγώ θα συγκινηθώ από τα διαφημιστικά σου σποτάκια; Αλλά, ακόμα σοβαρότερο, πως διανοείσαι να υποβιβάζεις μια καλλιτέχνιδα του μεγέθους της Πρωτοψάλτη σε ντελάλη καταναλωτικών δανείων;

Πως είπατε; Στη διεύθυνση παραγωγής είναι η ίδια η Πρωτοψάλτη; Εύλογες απορίες: Γιατί να δέχεται να ανταλλάξει στα μάτια μου την ιστορία της για τον χοντρέμπορα; Γιατί δέχεται μια τροχιά που την πάει από την Τετραλογία και την Έξοδο Κινδύνου, από έργα δηλαδή που προσπάθησαν να μας ελευθερώσουν, στην αγκαλιά αυτών που καταπιέζουν με τον πιο σκληρό τρόπο τις ζωές μας; Γιατί δέχεται ως τίτλο τιμής για το τραγούδι της την ταμπέλα της οποιασδήποτε Bank;

Και εν τέλει, το μοντέλο Χατζηγιάννης – ΟΤΕ είναι μοντέλο προς αποφυγή, ή μήπως είναι τελικά η κρυφή μας ονείρωξη;
ηρ.οικ.

ΥΓ: Το σημείωμα αφορά μια συγκεκριμένη αναγραφή σε οπισθόφυλλο δίσκου και δεν συνιστά δισκοκριτική.

ΥΓ2 (10/11/2007): Φίλος της ιστοσελίδας μας ενημέρωσε ότι και άλλος καλλιτέχνης έχει δανείσει τη μουσική του σε διαφήμιση τράπεζας, και εξέφρασε τα παράπονά του για άνιση μεταχείριση της Άλκηστης Πρωτοψάλτη από μέρους μας. Να τονίσουμε ότι το ζήτημα δεν είναι προσωπικό και ότι τιμούμε την προσφορά και το έργο της συγκεκριμένης τραγουδίστριας. Το ζήτημα είναι ευρύτερο: ότι η εταιρεία πρέπει να μην υποτιμάει την κρίση των ακροατών-αγοραστών και να μην αναγράφει ως τίτλο τιμής το ότι ένα τραγούδι προέρχεται από το διαφημιστικό σποτάκι της οποιασδήποτε τράπεζας. Όπως δηλαδή εγώ σέβομαι το έργο του καλλιτέχνη, έτσι θέλω και ο παραγωγός-καλλιτέχνης να σέβεται τη νοημοσύνη και την αισθητική μου.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2007

Συνέντευξη του Τζίμη Πανούση στον Σωτήρη Κακίση


(φωτο: Φοίβος Δεληβοριάς)


Τζίμης Πανούσης:
"Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου το τραγούδι εμένα!"


του Σωτήρη Κακίση

Δίφωνο, αρ. 5, Φεβρουάριος 1996


Να μην πούμε για το τραγούδι σκέτο, δεν θέλει. Τι να λέμε τώρα; Είναι πιο βαθιά τα θέματα, πιο δύσκολα. Δεν γίνεται με ημίμετρα, με κρίσεις κι επικρίσεις σε επίπεδο μουσικό και μόνο. Ο τελευταίος Έλλην έχει πιο πολύπλοκες να λύσει ασκήσεις, και σαν συνεπής αλανιάρα κότα συνεχίζει να κάνει χρυσά και δίκροκα αυγά, για το φως ο Τζίμης Πανούσης επιμένοντας να μας πει, όχι πια για τον ήχο. Ο «Δούρειος Ήχος» του Τζιμάκου, το ξέρετε, αυτός είναι: Μιλάει για τα πιο επίσημα της ζωής μας με το πιο παιχνιδιάρικο ύφος, για τα πιο τρελά όσο και τα πιο αγέλαστα. Έχει τη δύναμη να πηγαίνει, με μαλλί μόικαν και παραμάνες παραμάσχαλα, από τον πιο αποφλοιωμένο Μάικλ Τζάκσον στον πιο ιερό Βαμβακάρη μας, από τον Άγιο Πατάπιο στον Μεγαλέξανδρο. Μέσα του ζει ένας ψηλός Αλέξανδρος, ικανός πάντα για το καλύτερο, χωρίς κόμπλεξ κι αναστολές, ποτέ αυτολογοκρινόμενος, ποτέ διστακτικός. Έτσι, άλλη μια συζήτηση μαζί του εξελίσσεται πάλι εντυπωσιακά, με θαυμασμό τον παρακολουθείς να χώνεται βαθιά κι αποφασιστικά σ’ όλα μας τα θέματα, θεωρώντας πως τραγούδι από μόνο του, δεν υπάρχει, αλλά για όλη μαζί τη ζωή μας μιλώντας θα καταλάβουμε επιτέλους πώς περίπου είναι τα πράγματα και στη μουσική, μα, προπαντός, στις ψυχές μας, ψυχή μου!


Σ.Κ.: Τι νέα από το Πανούσειο Ψυχαγωγικό Κέντρο, Τζιμάκο;

Τ.Π.: Βλέπω πως πάλι έχετε σκοπό να αναλωθούμε στην επικαιρότητα, Σωτηράκο!

Εσείς άλλο σκοπό βάλατε τώρα;


Άλλον έβαλα. Έχω έρθει έτοιμος να σας πω πράγματα. Πράγματα λέγανε τα ζώα, ξέρετε. Θέλω να μιλήσω γι’ αυτή την τάση του ανθρώπου να συγκεντρώνεται στις πόλεις. Αυτό με απασχολεί εσχάτως. Σας κάνει;

Τι να κάνω; Μου κάνει, δεν μου κάνει, θα κάνω και μ’ αυτό. Θέλετε, δηλαδή, ευθύς εξαρχής να πάμε πέρα απ’ το τραγούδι.

Δεν είναι απαραίτητο. Ας το κάνουμε θέμα τραγουδιού.


Μιλήστε όμως λίγο πιο δυνατά, γιατί το μαγνητόφωνο δεν θα γράψει τίποτα.

Από το μαγνητόφωνο περιμένετε να τα γράψει; Δεν γράφει το μαγνητόφωνο τραγούδια με τίποτα. Αν ξέρατε με τι χαλασμένα μαγνητόφωνα μας κυνηγάνε όλοι αυτοί οι νέοι τραγουδοποιοί, με κάτι κασέτες που δεν καταλαβαίνεις τίποτα, δεν θα ‘χατε το θράσος να μου ζητήσετε να μιλάω πιο δυνατά. Ποιος είστε εσείς που μου ζητάτε τόσο ιταμώς κάτι τέτοιο;

Μην αναλωθούμε στο ποιος είμ’ εγώ και ποιος είστε εσείς, δεν είμαι ο…Σταμούλης ο λοχίας, δεν είμαστε πια στην Αμφιλοχία του ελληνικού τραγουδιού. Δυνατά, δυνατάαα λίγο σας ζήτησα να μιλάτε.

Καλά, καλά. Πού είναι το μικρόφωνό σας, να τελειώνουμε. Όταν φωνάζω, μπερδεύομαι με τον ήχο της φωνής μου και μ’ ακούω να λέω ασυναρτησίες. Αλλά, θα μου πείτε, ουδόλως μας ενδιαφέρει πια ο ήχος. Το φως είναι, κυρ Σωτήρη μου, όλη η ιστορία.

Δηλαδή;

Δηλαδή το φως είναι το παιχνίδισμα αυτό του Δημιουργού. Θα σας πάω πολύ μακριά σήμερα. Έχετε οδοντόβουρτσα μαζί σας για το ταξίδι, να χτενίσετε τα φρύδια σας; Το φως είναι! Γι’ αυτό κι είμαστε όλοι εμείς φανατικοί κινηματογραφόφιλοι και φεστιβαλθεσσαλονικόφιλοι! Η εικόνα μόνο μετράει. Ο ήχος έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

Δεν λέμε όμως Φως και Ήχος, Ήχος και Φως λέμε.

Εσείς μπορείτε να λέτε ό,τι θέλετε, να πάτε να σας πάρουν κι εσάς συνέντευξη στο Ήχο και Φως, να τα πείτε όλα ανάποδα. Αυτό που σας λέω εγώ τώρα είναι το εξής: Τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά αριστουργήματα ήταν βουβά. Χωρίς τον ήχο κι άλλα τέτοια αποπροσανατολιστικά. Κινηματογραφόφιλοι, αποπροσανατολιστικά… Είναι λέξεις αυτές τώρα; Είναι ωραίοι αυτοί οι ήχοι;

Μην τις λέτε αυτές τις μεγάλες λέξεις, να μη σας ενοχλεί ο ήχος τους.

Και τι να λέω; Δισύλλαβους βρυχηθμούς για να επιβεβαιωθείτε; Επειδή έτυχε να είμαι λειτουργός κι υπηρέτης του ήχου, πρέπει σώνει και καλά να λέω καλά γι’ αυτόν; Έφτασε και του ήχου η ώρα! Θα τα φωτίσουμε όλα τα σκοτεινά του σημεία! Γιατί, τι είναι και το φως; Μια ψευδαίσθηση είναι, εν-illusion! Μια προβολή του Δημιουργού, και όσων κρύβονται πίσω του. Γιατί ούτε ο Δημιουργός είναι ένας και μοναδικός. Αυτό το ξέρατε, κύριε Σταμούλη μου;

Σωτήρης, πονηρέ μου Γιώργο. Σωτήρης. Τι ειν’ αυτό πάλι το… κατσαρό με τον Δημιουργό, που πετάξατε;

Δεν πέταξα ακόμα. Ετοιμάζομαι όμως μια ζωή, ο Ίκαρος. Κάποτε θα πετάξω. Είπα να σας πλησιάσω με τα κέρινα φτερά μου λίγο στον ήλιο, και θα θίξω ευθέως το θέμα του Κυρίου Κυρίου Δημιουργού, και των πολλαπλών εκφάνσεών του. Το θέμα της μονάδος είναι το βασικό θέμα, κι όλα τ’ άλλα που λέτε εσείς, για τραγούδια και ήχους και φώτα, εγώ τ’ ακούω βερεσέ.


Ωραία. Πλησιάστε μας στον ήλιο, τσουρουφλιστείτε πάλι.


Το θέμα της μονάδος και τα πιστεύω εις έναν Θεόν-Δημιουργόν-Ποιητήν Ουρανού Και Γης, μας τυραννάει, μας καταδυναστεύει αιώνες, αγαπητέ. Έφτασε η ώρα εγώ τουλάχιστον να απεγκλωβιστώ και θα πάρω κι άλλους μαζί μου. Όσοι μη-πιστοί προσέλθετε!

Πάτε για πολλοί πάλι;

Πάω πάλι για τελευταίος Έλληνας!


Για ό,τι πιο μοναδικό πάλι.


Πάω για φουστανέλα, παπούτσι μάρκας και μαλλί μόικαν, με σκουλαρίκια στη μία και μοναδική μου μύτη, παραμάνες παραμάσχαλα, κι άλλα τέτοια συγκινητικά. Μόνος έτσι θα μπορέσω να επιτεθώ στην πλάνη της μονάδας, στην πλάνη του μηδενός. Αυτοί οι Πυθαγόρειοι φταίνε για όλα!

Οι στιχουργοί;


Οι αρχαίοι. Εμείς είμαστε με τους προ-Σωκρατικούς, έτσι;

Τι να σας πω; Στο προηγούμενο Δίφωνο, ο κύριος Μανιώτης κατηγόρησε τον κύριο Κραουνάκη ως… Επικούρειο.

Είναι Επικούρειος ο Κραουνάκης;



Τον θέλει, λέει, ολίγον περισσότερο Στωικόν.

Καλά, μην μπλέξουμε με τα εσωτερικά της Νέας Σμύρνης τώρα. Πάμε πάλι απ’ την αρχή: Είμαστε με τους Ελεάτες, πρώτα πρώτα. Αυτή είναι η σχολή μας, κι όχι καμιά του… Σιότροπου! Εκεί κλίνουμε, κι εκεί μπορούμε να κλείσουμε σαν γυναίκες κι άνθρωποι. Μετά, έρχονται οι εξουσιαστές, με τους Πυθαγόρειους κι όλες αυτές τις μαϊμούδες, τα εβραϊκά συστήματα, και μας φέρνουν στ’ αδιέξοδο του ενός και του μηδενός. Που μας τα κλείσανε μέσα στα κομπιούτερ, κι εμείς πια καλούμαστε να παίξουμε τον ρόλο της μπίλιας στα φλιπεράκια τους. Να βολοδέρνουμε, δηλαδή, ανάμεσα στο μηδέν και στο ένα, ανάμεσα σε δυο ελατήρια-εφαλτήρια για το τίποτα. Μας κρατάνε ανάμεσα στο δεξί και στ’ αριστερό χέρι όλοι αυτοί οι… κρατούντες, οι Φοινικιστές. Όλοι αυτοί οι τέκτονες κι αρχιτέκτονες. Πάει αυτό το θέμα, το λύσαμε. Πόση ώρα μου μένει για τα υπόλοιπα; Θέλω να σας γράψω καλά σήμερα.

Το λύσατε μια κουβέντα είναι. Ανάθεμα κι αν θα βγάλουν οι διορθωτές άκρη από το 
γραπτό σας…

Κάναμε την ανάγκη μας. Κάναμε την ανάγκη μας φιλοτιμία οι σιχαμένοι και μαζευτήκαμε στις πόλεις και πέσαμε μόνοι μας στα χέρια των αρχιτεκτόνων. Μας βάζουνε κατά καιρούς δολώματα επί δολωμάτων, και τσιμπάμε τα ζώα. Μας φτιάχνουνε και πάνω στην άλλη μας ανάγκη για κοινωνίες και κοινωνικότητες κι άλλα τέτοια κουραφέξαλα τα δολώματα των ομάδων, των συλλόγων, των κομμάτων και των αρχηγών, τον Μανωλά της ΑΕΚ μας ρίχνουνε να μας δελεάσουν, εργατικές πολυκατοικίες κι άλλα τέτοια πολυτελή, και βρισκόμαστε ο ένας πάνω στον άλλο στα τσαντήρια μέσα της γύφτικης ψυχής μας, ψυχή μου.

Παρακάτω.

Να πάμε πάλι πρέπει απ’ την αρχή, όχι παρακάτω, από παραπάνω επιβάλλεται να ξαναξεκινήσουμε. Να χτυπήσουμε πρώτα τους διαχειριστές των πολυκατοικιών και των ζωών μας! Όλους αυτούς, που την ενασχόληση με τα κοινά μας την κάνουνε ρουτίνα και φλίπα. Εμπρός, σηκωθείτε να μπούμε στα σπίτια!

Πάμε, όμως, πάλι πολύ μακριά. Για τη μουσική εγώ σας κάλεσα να μας μιλήσετε επιτέλους, κι εσείς μας σέρνετε από τον Δημιουργό στον διαχειριστή και τούμπαλιν. Ας είναι. Πείτε μας έστω για τη σχέση της μονάδας σας με το ελληνικό τραγούδι. Γιατί σας ενοχλούν οι δημιουργοί τόσο;

Μ’ ενοχλεί η έπαρση της μοναδικότητας, κι απέ οι δημιουργοί καλά να ‘ναι οι άνθρωποι. Το να φτιάχνεις, ξέρετε, τραγούδια καλά ή κακά είναι σαν να φτιάχνεις παπούτσια, καλώς ή κακώς. Σαν να φτιάχνεις ποιήματα, βιβλία, κατσαρόλες, κανάτες. Δεν είναι τίποτα πιο σπουδαίο. Απλώς τυχαίνει ν’ ασχολούνται με τον «καλλιτεχνικό χώρο» τα γνωστά και μη εξαιρετέα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Που χρησιμοποιούν τους καημένους τους καλλιτέχνες για όλες αυτές τις βρώμικες δουλειές. Για τις αγοραίες υποθέσεις τους.

Σας κάνουμε εμπόρους… με το στανιό;

Ναι, αλλά όπως η βάση της φιλοσοφίας μου λέει, κάθε εμπόριο για καλό!

Αυτό το λέτε και το ξαναλέτε.

Βγάλτε το και βάλτε κάτι άλλο, να ’χετε αποκλειστικότητα. Αλλά, άμα ενδιαφέρεστε ως Δίφωνο για το τραγούδι, τι αποκλειστικότητα να ‘χετε, αφού είναι όλα γνωστά τοις πάσι; Μόνον εγώ έχω καταντήσει να μην το γνωρίζω καθόλου αυτό το θέμα. Με βρίσκετε για μια φορά εντελώς απροετοίμαστο. Τα δύο τελευταία χρόνια έχω γράψει δύο τραγούδια μόνο.

Ήτοι, ένα τον χρόνο. Ή τα γράψατε… όλα τη μια χρονιά και την άλλη ξεκουραζόσασταν;

Δεν σας λέω! Όχι, ένα τον έναν χρόνο κι άλλο τον άλλον. Τα ξέρετε. Το ένα λέγεται «Υγιεινή Διαστροφή» και τ’ άλλο έχει τον ποιητικό τίτλο «Κουφάλες». Το δεύτερο είναι και σταθμός για το ελληνικό τραγούδι.

Κόμβος! Και;

Τι και; Τώρα περιμένω να ολοκληρωθεί το μετρό και βλέπουμε. Ακόμα και στο μετρό δεν αποφύγαμε τον ξένο δάκτυλο όμως. Μας παρατόνισαν το αρχαίο ελληνικό μέτρο και το χάσαμε το μέτρο κάπου στην οικοδομή. Στο γιαπί μας έμεινε. Ημών των Ελλήνων, που έχουμε αξιόλογους ανθρώπους, από Κολοκοτρωναίους μέχρι…



Κακλαμάνηδες, Τσοχατζόπουλους…

Όχι τέτοιους, τρελαθήκατε; Μέχρι Βαμβακάρηδες, να θαυμάζουμε, και θαυμάζουμε τον Ησαΐα και τον Άγιο Πατάπιο, κι άλλους τέτοιους απίστευτους τύπους. Τους γιορτάζουμε όλους αυτούς κάθε μέρα, ξέρετε. Μαζευόμαστε και κάνουμε λειτουργίες για όλους αυτούς τους αγνώστους μας. Όσο για τους πολιτικούς που είπατε, εγώ τον τελευταίο καιρό κατέληξα στις προτιμήσεις μου.

Σαμαρά; Τσοβόλα; Δώστε τα μας πάλι όλα!

Όχι. Προτιμώ πρωθυπουργούς καλωδιωμένους. Το Κράτος δουλεύει πολύ καλύτερα έτσι, με αναπληρωτές και αντι-αναπληρωτές, με Άκηδες μπαλαντέρ στην άλλη άκρη της όποιας μπαλαντέζας. Πήγανε να μας περάσουν τόσον καιρό κι εδώ πάλι το ξενόφερτο νέο κόλπο στη μουσική, το αν-plugged!

Το ακαλωδίωτο και… φτηνιάρικο.

Το τραγούδι χωρίς υποστήριξη ηλεκτρονική. Κι εγώ είμαι υπέρ, σ’ αυτή την περίπτωση, της υποστήριξης. Τον πρωθυπουργό, εγώ τον θέλω καλά γειωμένο.



Δεν θα κάνουμε δουλειά έτσι όμως. Με πάτε από θέμα σε θέμα…

… ποκαχόντας ;

Σαν τρελό φορτηγό.

Άλλη μεγάλη επιτυχία αυτή. Μακάρι να ‘χαμε όμως μείνει εκεί. Δεν βλέπετε τι γίνεται εδώ; Μεγαλώνουμε τα παιδιά μας με ποκαχόντες και γιαπωνέζικα κινούμενα σχέδια, με πάουρ-ρέιντζερς και δεν συμμαζεύεται.



Εσείς δεν μιλήσατε πρώτος για την ου-ζω-πάουερ;

Εγώ, και κανένας άλλος μετά δεν ξαναμίλησε. Πού να μιλήσει; Με ποιους να μιλήσουμε; Με τους πακιστανούς στα βενζινάδικα και τις φιλιππινέζες; Είμαστε ανήμποροι μπροστά στα τρανσφόρμερς!

Κλείστε τις και λίγο τις τηλεοράσεις, γιατί δεν τις κλείνετε;


Δεν μπορούμε να τις κλείσουμε τις τηλεοράσεις! Από πού θα παίρνουμε αέρα; Βλέπουμε τα παράθυρά τους, κι ανεβαίνει λίγο το ηθικό μας. Δεν σας αρέσουν κι εσάς τα παράθυρα; Ούτ’ εμείς μπορούμε πια χωρίς τηλεοπτική υποστήριξη. Ο μέσος έλληνας καταναλωτής εκεί πια προσβλέπει, στα κανάλια τα καλωδιακά, στη δικιά τους δίκαιη και μοιρασμένη σ’ όλους μας εξουσία.

Θα μας πείτε τίποτα παραπάνω για το τραγούδι ή ν’ ανοίξω πάλι την τηλεόραση; Έτσι που μιλάτε, με κάνατε να την επιθυμήσω, μισή ώρα την έχουμε κιόλας σβηστή.

Το τραγούδι, ως εξαιρετική μορφή τέχνης, εξακολουθεί να υπάρχει μόνο σ’ ένα μέρος του κόσμου. Σαν τη μαστίχα Χίου, που φύεται μεν και εκτός Χίου, αλλά δεν παράγει το μαστιχόδεντρο ούτε… λέπι της στα ξένα, έτσι και το τραγούδι είναι καθαρά ελληνική, καθαρά δική μας υπόθεσις.

ΕΛΛΑΣ Ε.Π.Ε.;

ΕΛΛΑΣ Α.Ε.! Και ξέρετε γιατί;

Ξέρω και δεν ξέρω. Πείτε το όμως εσείς με την ωραία σας… γλώσσα.

Ακριβώς λόγω της ωραίας μας γλώσσας. Που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει. Που κάνει όλ’ αυτά τα χρυσά αυγά αιώνες τώρα κι έχουμε να λέμε.



Και να τραγουδάμε.

Το κοτόπουλο, ξέρετε, έχει και δεύτερη κοιλιά. Αυτό σας το υπενθυμίζω, για να μάθει και κάτι ο αναγνώστης σας, να μη μείνει ξύλο απελέκητο στον αιώνα τον άπαντα.


Ευχαριστούμε. Ε, και;

Ομιλώ για την πετροκοιλιά τη λεγομένη. Για τις κότες τις αλανιάρες, που τρώνε και πέτρες για να φτιάχνονται και τσόφλια. Η πετροκοιλιά είναι πάρα πολύ καλός μεζές, όπως και τα πόδια των κοτών.

Τι μέρη του τραγουδιού είναι αυτά; Συμβολικά μάλλον λέτε ό,τι λέτε.

Κανένα μέρος. Ο συμβολισμός μου έγκειται στο ότι για να δημιουργήσεις οτιδήποτε, πόσο μάλλον στο τραγούδι, πρέπει να είσαι σαν κότα αλανιάρα. Την ίδια νοστιμιά με την κότα την αλανιάρα έχουν και τα καλά ελληνικά τραγούδια. Του κάθε αλανιάρη δημιουργού, εννοώ. Δημιουργός εγκλωβισμένος σε διαμέρισμα με τηλεόραση, όσα και παράθυρα να βγουν στο γυαλί του, δύσκολα θα γράψει τραγούδι της προκοπής.



Μια μας λέτε το ένα, μια τ’ άλλο. Ούτε ένα τέταρτο πριν, αν βλέπω καλά εδώ στην κασέτα του μηχανήματος που σας καταγράφω, μας ζητούσατε να σηκωθούμε να μπούμε στα σπίτια.

Άλλο το ένα, άλλο τ’ άλλο. Άλλο τότε, άλλο τώρα. Άλλα είναι τ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής του τραγουδιού το γάλα. Είμαι κι εγώ δίκροκο αυγό! Είμαι κι εγώ, τηρουμένων των αναλογιών, κότα που κάνει τα χρυσά αυγά.


Αλανιάρης; Γι’ αυτό βγαίνουνε τόσα γλυκά σουξέ απ’ τα τσαντίρια πια;

Ακριβώς. Ακόμα κι οι μεγαλύτερες πρόσφατες δημοσιογραφικές επιτυχίες βγήκανε από το δημοσιογραφικό τσαντίρι παρά τω Ωνασείω. Θα ήταν δε καλό να τοποθετηθεί κι άλλη μία τόσο αεράτη τέντα παρά τω Κοινοβουλείω, να κρυώνουν εκεί μέσα οι ρεπόρτερ, να μην μπορούν να κάτσουν, να τρέχουν για κάνα δίκροκο θέμα και στα πολιτικά. Εσάς, ο Αρσένης τι σας λέει;

Τίποτα. Δεν τα ‘χουμε ποτέ πει. Σας λέει εσάς;

Στην ίδια στοά είναι κι αυτός, λέει. Πρωθυπουργούς αλλάζουμε, στοές ευτυχώς όχι. Κι ο σπόνσορας μας παραμένει πάντα ο ίδιος.

Ποιος είναι; Εγχώρια επιχείρησις;

Όχι, υπερ-χώρια. Το αμερικάνικο Πεντάγωνο μας προτιμάει πάντα και δεν κλυδωνίζεται η σχέση μας, επίγονοι ξε-επίγονοι, του Πενταγώνου η υποστήριξη παραμένει εντυπωσιακή. Θέλετε να πούμε και για τον Μεγαλέξανδρο τώρα;

Να πούμε, γιατί να μην πούμε; Έχω απελπιστεί πια. Τι ήτο ο Μέγας Αλέξανδρος;

Δεν ξέρετε; Εκπλήττομαι. Κοντός. Κοντός ήταν! Και πάθαινε και κάτι ξεγυρισμένους φιλομόφυλους πανικούς, ξέρετε. Καλή ώρα εγώ τώρα μ’ εσάς εδώ μέσα...

Θα σας την ανοίξω, τελικά, την τηλεόραση να ησυχάσετε.


Εντάξει, σαν να μου πέρασε κάπως τώρα. Προχωράμε και βλέπουμε πάλι. Γι’ αυτό, πάντως, πήγε και το έσκισε εκείνο το σουτιέν το Γόρδιο. Γκομενοδουλειές κι ύποπτες ήταν όλ’ αυτά, εγώ υποστηρίζω. Με τα σπαθιά τώρα και τα πέτσινα, να ξεφτιλίζεται ενώπιον τόσου κόσμου!

Όλα τα έχετε πει, αλλά για Γόρδιο… σουτιέν πρώτη φορά μας λέτε!

Τα λέω, αλλά δε με παρακολουθείτε. Είστε ο χειρότερος ίσως μαθητής μου! Ο σατράπης ήταν τραβεστί, πέρσης της περιοχής, σαρδαναπαλέ λίγο. Δεν του ‘κατσε του δικού μας, γιατί είχε εκείνη την ιδιαιτερότητα τη γνωστή ο ‘Ξάντρος, να συμμετέχει κι ο Βουκεφάλας στις ατασθαλίες του, κι έπιασε και του ‘κοψε το σουτιέν, του ευγενούς αυτού ανθρώπου.

Ξεφύγαμε πια τελείως.

Καλώς. Να πούμε πάλι άλλα. Ο Ναπολέων. Έλληνας κι αυτός. Απ’ την Κοζάνη.



Από την Κοζάνη καταγόταν ο Φον Κάραγιαν. Από τη Μάνη κράταγε ο κορσικανός αυτοκράτωρ. Πλεύρης, εκπομπές τριάντα, σαρανταδύο και σαρανταοκτώ.

Μην μπλέξουμε και με τον Πλεύρη τώρα. Μην πούμε και γι’ αυτόν.


Θα είναι ίσως το μόνο θέμα που δεν θέλετε να θίξετε! Τζιμάκο, υπάρχουν πέντε πράγματα που σας συγκινούν στο πολύπαθο ελληνικό τραγούδι πάντα;

Ο Βαμβακάρης με συγκινεί πάντα. Τα τραγούδια του, πώς ζούσε, πώς τα έγραφε. Κι ο Λαύκας. Που λέει εκείνο το υπέροχο «Ηλιοβασίλεμα σωστό, την ώρα που νυχτώνει». Αυτοί κι αν ήταν τραγουδοποιοί. Κι ο Τσιτσάνης μ’ αρέσει. Δεν τρελαίνομαι βέβαια. Κι από ποιητές μ’ αρέσει ο Σεφέρης. Ο Σεφέρης!

Κι από τους νεότερους; Τώρα που πάλι νυχτώνει, και το ηλιοβασίλεμα μας μόνο σωστό δεν είναι;

Από τους νεότερους μ’ αρέσει πολύ ο τρίτος αδελφός Κατσιμίχας.

Λίγο αφοριστικός μας βγαίνετε ξάφνου.


Ξάφνου, δεν θέλω να λέμε ονόματα, μη γίνει τίποτα και τους συλλάβουνε μετά τους καλούς. Μ’ αρέσει κι ο βουλευτής…

Ο βουλευτής τραγουδιστής της Θεσσαλονίκης;

Ο Ψωμιάδης, ο χωρίς μουστάκι. Κάνει πολύ καλή δουλειά, λέγεται. Κι ο Καρβέλας μ’ αρέσει απ’ αυτούς. Υπάρχει μια μεγάλη συνομοταξία τραγουδοποιών με συνεχείς αναφορές στον επιούσιο.

Δηλαδή;

Με το ψωμί, που έχουν να κάνουν. Με την αγνή ελληνική παραδοσιακή διατροφή, που σαρώνει πια παγκοσμίως, ως Yannis και λοιπά. Τα πελοποννησιακά αυτά κόλπα, με τα λάδια, που δεν σε πιάνει ποτέ η καρδιά σου, ό,τι και αν ακούσεις. Αυτά είναι τα σημαντικά, όχι αυτά τα περί σκέτων τραγουδιών που μου τσαμπουνάτε. Για να γραφεί τραγούδι, όλ’ αυτά πρέπει να έχουμε.

Καλό λάδι, ελιές και ψωμί;

Αγουρέλαιο, αλανιαρισμό, ελευθέρα βοσκή, υγιεινή τροφή. Γενικώς, άνθρωποι και ζώα εντός κι εκτός μας όσο γίνεται πιο ζωντανά. Τότε τα πράγματα παύουν να είναι πράγματα και ζωντανεύουν, παίρνουν λίγη ψυχή τα τραγούδια. Τα είδατε με τους μύκητες, πώς φυτρώνουν στην από μέσα χλωρίδα μας όταν δεν αναπνέουμε κανονικά.



Τα είδαμε.

Γιατί πέραν του Ναπολέοντος, του οποίου η ελληνική καταγωγή δεν αμφισβητείται πια ακόμα και πέραν του… Πέραν και του Πλεύρου, και ο Μίκι Μάους μας προέκυψε ελληνικής καταγωγής. Σπαρτιάτισσα ήτο η μάνα του.


Ως του Πιτ Σάμπρας;

Ως. Τον έστειλε τον Μίκι στη μάχη, δίνοντας του την ασπίδα, και του είπε τη γνωστή φράση «Ή Ταν Ή Επί Τας». Ο Μίκι γύρισε, αλίμονο, σκοτωμένος, Τοις Κείνων Ρήμασι Πειθόμενο, το γενναίο ποντίκι. Επί Ταν ων ο Μίκι, ως συνεπής με τη φύση του νεκρός, Μύκητας. Κι από ‘κει και το πρακτορείον Τας. Εξ ου και το Τας και Μπαπ.

Όπου;


Όπου, έπεσε κάτω αυτή η ασπίδα του υπαρκτού σουρεαλισμού η Τας, κι έκανε μπαμ: Τας και Μπαμ! Σ’ αυτό το σημείο των συνεντεύξεων, όπου πια τα έχω φτύσει από πλευράς νοητικής, αισθάνομαι μεγάλην ευφορίαν. Αυτή τη φορά χαίρομαι που μπαίνει κι η Τουρκία στην ΕΟΚ, να πούμε και καμιά κουβέντα. Να έχουμε κι ανθρώπους που μιλάνε την ίδια γλώσσα μ’ εμάς. Γιατί εδώ μιλάμε για συνεργασία, καλλιτεχνική και σεξουαλική, αιώνων. Τι να μου πει εμένα ο Λουί Μαλ; Ενώ ακούω Κεμάλ και πετάγομαι!

Λίγο Βαρ-Βαρ προβλέπεται πάλι η συνομιλία μας με τους εν λόγω γείτονες μας, αλλά εσείς ξέρετε. Συμπέρασμα για το τραγούδι μας;

Πρέπει να πούμε επιτέλους στον κόσμο την αλήθεια: Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου το τραγούδι εμένα! Κι αυτό είναι νομίζω εμφανές και στα τραγούδια μου.

Ότι;

Ότι εδώ και χρόνια η σχέση με τον κόσμο είναι ψεύτικη. Εμένα, όταν είμαι πάνω, με πιάνει μεγάλη τρέλα να κατέβω κάτω. Απαράδεκτα είν’ όλ’ αυτά. Κι όχι μόνο όλες αυτές οι αηδίες που κάνω εγώ. Παρακολουθώ κι εγώ ένα σωρό κόσμο. Μόνο στο Μέγαρο δεν έχω αξιωθεί εισέτι να εισέλθω, να δούμε πότε, με τη βοήθεια του Θεού, θα εισέλθω. Αλλά, όπου αλλού πάω, όλο αυτό σκέφτομαι.



Το Μέγαρο;

Όχι, τον Μεγαλέξαντρο του Σπανουδάκη τον παίδαρο! Αυτή τη σχέση όλο σκέφτομαι. Όπου όλα είναι προκαθορισμένα. Όπου τίποτα δεν αλλάζει. Πάλκο εμείς, πλατεία εσείς. Και στο εξωτερικό τα ίδια χάλια έχουν. Γιατί έχω πάει και σε πέντε-έξι χώρες, δεν είμαι άντε-άντε. Εκεί, αυτό το σικέ παιχνίδι το έχουν δεχτεί σανβουάρ. Με κλειστά μάτια, που λένε. Θα μου πείτε, εταίροι κι εταίρες κι εταιρείες ειν’ αυτοί, που να βρούνε χρόνο γι’ αναρωτήσεις κι αναρροφήσεις… Έφτασε ο καιρός όμως ν’ αλλάξουν τα πράγματα. Τι σχέση έχει το τραγούδι με τους πάνω και τους κάτω, λες κι είμαστε μπάτλερ σε πύργους με ιεραρχία στυγνή ακόμα και στις κουζίνες;

Καλά τα λέτε, ξάφνου!

Το τραγούδι δημιουργήθηκε ως ανάγκη παρέας και ξεχώριζε ένας που ήξερε πέντε νότες παραπάνω κι έλεγε δυο στίχους όμορφους. Πέντε είναι οι νότες άλλωστε, για πεντατονικό έφτασε ο καιρός να ξαναμιλήσουμε! Τι είναι αυτά πάλι με τις εφτά νότες, τα ξενόφερτα; Πάλι με τα νούμερα μας βλέπω να βρισκόμαστε.



Επί τη ευκαιρία, πόσο πούλησε ο τελευταίος σας δίσκος;

Θίγετε τώρα ένα θέμα κι εσείς, Κακίση μου… Ψέματα σας είπα πριν, πως έχω γράψει μόνο δυο τραγούδια τα τελευταία δύο χρόνια. Δύο έχω παρουσιάσει μόνο, αν κι έχω ήδη έτοιμα ένα σωρό. Αλλά δεν τα παρουσιάζω, μην αναγκαστώ και κάνω πάλι δίσκο. Γιατί έχω ένα συμβόλαιο σαν παιδί κι εγώ με εταιρεία, κι άμα ξανακάνω δίσκο, την έκανα! Θα μου τα φάει κι εμένα όλα η Εφορία.


Άλλο θέμα κι αυτό.

Πολύ σημαντικό, πλην όμως. Ζητάει γύρω στα δεκαεφτά εκατομμύρια η Εφορία, αν έχεις την ατυχία και πουλήσει ο δίσκος σου. Αλλά γιατί να παίρνουμε και δίσκους, αφού ό,τι και να ψωνίσεις πια, Δίφωνα ή μη, σου δίνουν κι ένα CD καπάκι; Συγνώμη, αλλά έπρεπε να το θίξω κι αυτό, και πολύ καλά έκανα που το έθιξα!

Γιατί δεν βάζετε κι εσείς δώρα περιοδικά στα CD σας; Είναι μια ιδέα.

Το ‘χω στα υπόψη μου κι αυτό. Περιοδικό θα βγάλω κι εγώ τώρα κοντά.



Πώς θα το λέτε;

Νοβοπάν. Θα είναι οικογενειακό περιοδικό τέχνης, το έχω ήδη στα σκαριά. Θα έχει απ’ έξω σταθερά ένα νοβοπάν, θα γράφουμε τον τίτλο με κιμωλία και θα κολλάμε κι από κάτω και μια μαυρόασπρη φωτογραφία, σεξουαλικού πάντα μη-περιεχομένου. Και θα υπάρχουν πινέζες πάνω σ’ όλα τα μη-επίμαχα σημεία. Όπου μόριον και… χαρά, εμείς θα ‘μαστε. Γιατί όλ’ αυτά με τους καθρέφτες έχουν γίνει από τη Γαλλική Επανάσταση, με καθρέφτες γινόντουσαν όλα από την μπουρζουαζία και μετά. Κι εμείς μαϊμουδίζουμε ιδέες τέτοιες προ…πατορικές, και ο ελληνικός λόγος είναι στη γωνία.


Στην α-γωνία!

Κατηγορούν τα ωραία μας σκυλάδικα, και μόνο εκεί παρεπιδημεί πια η πραγματική τέχνη. Όλα τ’ άλλα τα βαριόμαστε. Μόνο κάτι Ιφιγένειες και κάτι Αραπάκια αντέχουν, με καλλιτέχνες σημαντικούς. Που ευτυχώς δεν ξέρουν πόσο καλοί είναι. Εγώ, τις ωραιότερες βραδιές μου τις έχω περάσει με την Καίτη Ντάλη και τον Κώστα τον Καφάση. Ο οποίος είναι καταπληκτικός τραγουδιστής. Τραγουδάει ζεϊμπέκικα, χασικλίδικα, με αρχαίο ελληνικό ήθος. Και στην αρχαιότητα, είμαι βέβαιος, αμφορείς θα σπάγανε. Και λουλούδια, που τα σιχαίνονται όλοι αυτοί οι μίζεροι εκσυγχρονιστές. Η Ελλάδα δεν πάει τσίρκο, που γράφατε τις άλλες. Η Ελλάδα πάει Κύρκο, σας λέω εγώ.

Για τι μιλάτε τώρα;

Μιλάω γι’ αυτή τη νέα δεξιά, που μας έχει σαπίσει. Νέα Δημοκρατία, Νέα Ορθοδοξία, έχουν τόση σχέση με Δημοκρατία και Ορθοδοξία αντίστοιχα, όση έχει η Ελβετία με τη Νέα Ελβετία.



Καλύτερη δεν είναι η Νέα Ελβετία από την Ελβετία; Πιο ανθρώπινη δεν είναι;

Μην τα μπερδεύετε τα πράγματα. Οι όροι συγκρίσεως μόνο είναι ίδιοι. Το Κ.Κ.Εσωτερικού και η Νεορθοδοξία είναι οι μεγαλύτερες πληγές μας τα τελευταία χρόνια. Οι νεοδεξιοί παλιοί αριστεροί με τα νέο-οράματα που μας έχουν πιάσει απ’ το λαιμό κι υπογράφουν με τρεις τελείες στο τέλος, κι όλ’ αυτά. Τους ξέρουμε όλους αυτούς, μην πούμε ονόματα όμως πάλι, γιατί μου ‘χει γίνει κι εμένα πρόταση να τεκνοποιήσω. Τη συζητάω πάντα, τους έχω πάντα στο περίμενε.

Κανένα τραγούδι δεν γράφετε αντί να μας μιλάτε γι’ αυτά συνέχεια;

Είπαμε, γράφω αλλά δεν εκδίδω πια. Φτιάχνω και μια πισίνα αυτόν τον καιρό, όπως έχω δηλώσει… επωνύμως, και, σε τέσσερις συνεντεύξεις από σήμερα, πιστεύω πως θα είμαι πια στην ευχάριστη θέση να μιλάω για τα μηχανήματα υποστήριξής της. Εκεί είναι πάλι το ζουμί: η πισίνα και το τένις είναι μύθοι! Παίρνεις μια ρακέτα κι ένα άσπρο σώβρακο, νοικιάζεις ένα γήπεδο μια ώρα κι αυτό ήταν. Όσο κάνει ένα παπάκι στοιχίζει μια πισίνα να τη φτιάξεις. Η συντήρησή της είναι το μανίκι μετά.

Μήπως αυτό είναι τελικά το πρόβλημά μας σ’ όλα;

Το βρήκατε. Επιτέλους! Τα κάνουμε όλα, αλλά μετά μπλέκουμε με τη χρήση τους. Τους βγάζουμε πάντως, κι ευτυχώς, όλων τα μάτια και πετάμε, ξεσκίζοντας τις φανταχτερές συσκευασίες, τραβώντας γραμμή για την καρδιά των γεγονότων, όπου συναντάμε κι αγκαλιάζουμε το τίποτα, αυτό το υπέροχο τίποτά μας, που μας σώζει πάντα. Η ξεφτίλα είναι πάντα η μεγαλύτερή μας αρετή.


Κι ο Μάικλ Τζάκσον; Κατάφερε να γίνει σαν κι εμάς, λευκός;

Εισήχθη κι αυτός ο καημένος στο νοσοκομείο με σκοπό την οριστική εξαφάνιση των όποιων ερυθρών του αιμοσφαιρίων. Τον χτύπησε πάνω στο πάλκο κι αυτόν με φως ο Δημιουργός, γιατί είχε μπλέξει με τους ήχους και δεν ήξερε πια τι έκανε. Και του υπενθύμισε βιαίως πως η καλύτερη μουσική παραμένει η σωματική. Μετράς τις τρύπες σου κι αφήνεσαι. Ρέψιμο, κλάσιμο. Πα-πα, απαίσια λέξη αυτή. Μην τη βάλετε. Όλα τ’ άλλα βάλτε τα.