Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Παρουσίαση του νέου δίσκου της Σοφίας Παπάζογλου




Το περιοδικό και οι εκδόσεις "Μετρονόμος" μας προσκαλούν τη Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009, στις 12.30, στο cafe του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ (Σταδίου 24, Αθήνα), στην παρουσίαση της νέας δισκογραφικής δουλειάς της Σοφίας Παπάζογλου


"Ένα παράξενο ταξίδι"

Συνταξιδιώτες της ο Ντάσο Κούρτι (ακορντεόν) και ο Βασίλης Κετεντζόγλου (κιθάρα).

Θα μιλήσουν ο συνθέτης Παναγιώτης Καλαντζόπουλος και ο δημοσιογράφος Γιώργος Τσάμπρας.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Ο Μπελογιάννης ζει, με την Έλλη Αλεξίου πλάι του





"Μακάρι να είχαν εκτελέσει και μένα μαζί με τον Νίκο"
της ΟΛΓΑΣ ΜΠΑΚΟΜΑΡΟΥ

Λευκά λαμπερά μαλλιά, μάτια σαν μικροί κρατήρες φωτός, κυρίαρχα σε ένα πρόσωπο γαλήνης -αυτή είναι η πρώτη εικόνα που μου δίνει η Ελλη Παππά, πηγαίνοντας να τη συναντήσω στο σπίτι της, στου Ζωγράφου, για τη συνέντευξη που ακολουθεί. Με υποδέχεται ντυμένη απλά και κομψά - μια χρυσή καρφίτσα στη βάση του λαιμού είναι το μοναδικό της στολίδι, «σημείο», σκέφτομαι, μιας χαμένης στις μέρες μας αρχοντιάς.
Σχεδόν μεσημέρι, ο ήλιος πέφτει απ' τις τζαμόπορτες στο διαμέρισμα, 5ος όροφος, ανοιχτός, όλο ταράτσες πολυκατοικιών, ο ορίζοντας. Μέσα, βιβλία, πολλά βιβλία, δυο κυκλάμινα σε γλάστρες μπροστά στο σβηστό τζάκι, το σκυλί της, η Βιόλα, να στριφογυρίζει, φωτογραφίες και πίνακες -ανάμεσά τους, το γνωστό σκίτσο του Μπελογιάννη από τον Πικάσο και το χειρόγραφό του που το συνόδευσε, σε άλλο κάδρο- ακίνητα.
Εχουν μόλις κυκλοφορήσει σε ανατύπωση, μέσα σε χάρτινη κασετίνα, τα δέκα βιβλία μινιατούρες, παραμύθια που έγραψε ή διασκεύασε, ζωγράφισε και βιβλιοδέτησε η ίδια, και τα 'στελνε στον μικρό γιο της -καρπό τής σχέσης της με τον Νίκο Μπελογιάννη- όταν ήταν στη φυλακή και κείνος μεγάλωνε στα χέρια της αδελφής της Διδώς Σωτηρίου. Την κοιτάζω, κάπου μισόν αιώνα από τότε, το μικρό σώμα μέσα στη μεγάλη πολυθρόνα -ποιος ξένος μπορεί να μετρήσει το βάρος εκείνου του συμβόλου, εκείνου του μύθου πάνω της.

- Ησασταν στην ίδια φυλακή, της Καλλιθέας, όταν τον εκτέλεσαν. Πώς να σας ρωτήσω τι αισθανόσασταν μέσα στην καρδιά αυτής της τραγωδίας;
«Δεν μπορείς να απαντήσεις, όσα χρόνια και αν περάσουν. Πώς να τα πεις αυτά και πώς να τα νιώσουν οι άλλοι; Να είσαι εκεί και να τον πάρουν απ' τα χέρια σου. Στη φυλακή, τον αποχαιρέτησα... Εμένα μου έδωσαν χάρη, δηλαδή ισόβια, ως μητέρα που ήμουν, και δεν με εκτέλεσαν. Γιατί κι εγώ είχα καταδικαστεί σε θάνατο».

- Πώς είναι να περιμένεις από ώρα σε ώρα έναν τέτοιο θάνατο;
«Οταν είσαι εκεί, το ξέρεις, το έχεις αποδεχτεί, ότι κάποια στιγμή μπορεί να συμβεί αυτό, να χτυπήσει η πόρτα και να σε πάρουν -πολλές γυναίκες σκοτώθηκαν έτσι. Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε άλλο· αν κάνεις, θα προδώσεις... Το τραγικό για μένα είναι ότι δεν πήγα μαζί με τον Νίκο. Διότι αυτό ήθελα. Να πεθάνω, να φύγω μαζί του».

- Παρ' ότι είχατε το παιδί;«Ναι. Το παιδί θα ζούσε, ίσως και καλύτερα χωρίς εμένα, και όταν μεγάλωνε, θα καταλάβαινε... Οι γυναίκες στη φυλακή το αγαπούσαν απ' την αρχή -όταν με σήκωσαν απ' του Αβέρωφ και με πήγαν στο μπουντρούμι της Καλλιθέας για εκτέλεση, αυτές το έκρυψαν για μέρες όπου μπορούσαν: από θάλαμο σε θάλαμο, κάτω από τα ράντζα των κρατουμένων, αρρώστησε σοβαρά από το πήγαιν'-έλα, 6 μηνών παιδάκι ήταν, και το γιάτρεψαν. Γιατί αυτοί, οι ασφαλίτες, με το πρόσχημα ότι θα το φέρουν σε μένα, ζητούσουν να το πάρουν...»

- Για ποιον λόγο;
«Για άγνωστους λόγους. Τέλος πάντων, σώθηκε τότε κι όταν επέστρεψα στις φυλακές Αβέρωφ, το ξαναβρήκα. Μείναμε μαζί ώσπου έγινε 3 χρόνων -αυτό ήταν το όριο παραμονής παιδιών σε φυλακές- και πέρασε καλά, γιατί όλοι τον αγαπούσαν και τον φρόντιζαν εκεί μέσα, και οι συγγενείς απ' έξω ερχόντουσαν να τον δουν... Ο χωρισμός ήταν πολύ σκληρός και για τους δυο μας· εμένα με έκανε κομμάτια. Ηταν φρίκη να βλέπεις το παιδί σου μία φορά τον μήνα, για πολλά χρόνια. Ετσι έφτιαξα αυτά τα βιβλιαράκια και μετά μια άλλη σειρά, με έργα του Αριστοφάνη... Ωσπου αποφυλακίστηκα το '63, με το που βγήκε ο Παπανδρέου. Και ο Νίκος, τελειώνοντας το Δημοτικό, έμπαινε στην εφηβεία...»

- Και από τότε κύλησε η ζωή;
«Ναι, αλλά δεν κύλησε έτσι δα. Γιατί είχαμε και τη χούντα το '67, και πάλι χωρίσαμε με τον Νίκο... Πήγα εξορία. Στα Γιούρα. Οπου αρρώστησα πολύ άσχημα και τότε οι Σοβιετικοί κατάφεραν να με πάρουν από κει, να με φέρουν στην Αθήνα και τελικά να με ελευθερώσουν, χωρίς η ίδια να γνωρίζω τίποτα. Με σκοπό να με πάρουν μαζί τους στη Σοβετική Ενωση, για να ενισχύσουν τον αντιδικτατορικό αγώνα, στην ουσία για να με αξιοποιήσουν υπέρ του καθεστώτος, προβάλλοντας την εικόνα του κομμουνιστή που μένει πιστός στις ιδέες του. Είχαν κάνει μεγάλη προετοιμασία, άρχισαν να στρώνουν το κόκκινο χαλί για να με δεχτούν, αλλά δεν πήγα. Αρνήθηκα.

- Γιατί;
«Γιατί είχε γίνει εν τω μεταξύ η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, προς την οποία ήμουν αντίθετη. Ομως, ήταν πολύ βαρύ για κείνους αυτό που τους έκανα. Και από τότε οι σχέσεις μας διαρρήχθηκαν. Δηλαδή με αγνόησαν, και δικαίως. Πήγε στη θέση μου ο Ρίτσος για τον ίδιο σκοπό... Εγώ έμεινα εδώ, προσπάθησα να σταθώ στα ποδια μου, ο Ευάγγελος Τερζόπουλος, που ήμασταν μαζί στον "Ριζοσπάστη", μου έδωσε δουλειά στη "Γυναίκα". Χωρίς να υπογράφω απ' την αρχή, γιατί ήταν χούντα ακόμα· μου έλεγε για τις πιέσεις που δεχόταν, θα είχε πρόβλημα».

- Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού σας έκανε να σκεφτείτε ποτέ αν όλο αυτό που έγινε, ο αγώνας και οι θυσίες τόσων ανθρώπων, άξιζε τον κόπο;
«Αξιζε τον κόπο, αλλά καταρρακώθηκε από κάθε άποψη. Οταν το 1989 κατέρρευσε το σύμπαν, αποδείχτηκε ότι ήταν όλο εις μάτην. Οτι όλο αυτό που λεγόταν Σοβιετική Ενωση γεννήθηκε για να πεθάνει».

- Ηταν αναμενόμενο για σας;
«Εγώ και όσοι ήξερα δεν το είχαμε μετρήσει έτσι. Παρ' ότι από την εποχή που ήμουν στη φυλακή, προ χούντας, έφταναν ώς εμάς από την Σοβιετική Ενωση κάποιες πληροφορίες, σαν βαρίδια. Οπως π.χ. η συνωμοσία κάποιων μεγαλογιατρών να φάνε διάφορα κομματικά στελέχη, που τους έστειλαν στη Σιβηρία. Ηταν φοβερό· γιατί να γίνονται τέτοια πράγματα εκεί, αναρωτιόμουν, είχα ταραχτεί τόσο, που φώναζα στον ύπνο μου "Σοβιετική Ενωση"! Τόσο δεμένη ήμουν μ' αυτό το κίνημα, τόσο φοβόμουν, είχα το προαίσθημα ότι κάτι κακό θα συμβεί».

-Επαληθεύτηκε το προαίσθημά σας...
«Ναι, από τότε όλα τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν ανάποδα. Ωσπου ήρθε ο Γκορμπατσόφ, που τον είδαμε σαν κάτι καινούργιο, ότι θα μπορούσε να σώσει τον σοσιαλισμό. Αλλά μας την έδωσε την κατραπακιά, αντί σωτηρίας είδαμε την οριστική κατάπτωσή του. Γιατί το σύστημα κατέρρεε και ο Γκορμπατσόφ δεν μπορούσε ούτε καν να διαχειριστεί αυτή την κατάρρευση».

- Τι το οδήγησε στην κατάρρευση αυτή;
«Ηταν σάπιο απ' την αρχή αυτό που έστησαν και άκρως αντίθετο προς τις ιδέες που ευαγγελιζόταν, οι οποίες βέβαια δεν έφταιγαν».

- Από την εποχή του Λένιν ξεκινάτε;
«Να μην πούμε από τον Λένιν, αλλά από τον Στάλιν και πέρα άρχισε να σαπίζει, βλέπαμε αυτή την πτώση. Ωσπου ήρθε, και ήταν τραγικό -η Σοβιετική Ενωση εξαφανίστηκε, οι χώρες που τη συνιστούσαν είναι ξέφτια πια... Από την ώρα που ένας Γιέλτσιν πήρε την εξουσία στη Ρωσία, φάνηκε ότι το πράγμα δεν είχε πλέον ελπίδα. Διότι ήταν σάπιος και αυτός, εξέφρασε όλη την παρακμή. Και είδατε πού καταλήξαμε: στον Πούτιν».

- Το λέτε απαξιωτικά... Τι εκφράζει ο Πούτιν για σας;
"Τις μεγάλες μαφίες του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Ο,τι εκφράζουν και αυτοί που έχουν φύγει από τη Ρωσία, ο Αμπράμοβιτς, ο Χοντορκόφσκι κ.λπ. Αλλωστε, αυτές οι μαφίες, όλοι αυτοί, ξεπήδησαν μέσα από την Κα Γκε Μπε, ουσιαστικά. Και ο Πούτιν ανάμεσά τους. Και βλέπουμε σήμερα τις συνέπειες αυτής της κατάρρευσης να τις υφίσταται όλος ο κόσμος. Και θα τις υφίσταται."

- Ποιες είναι συγκεκριμένα αυτές οι συνέπειες;
«Οτι έχει τώρα τον Μπους και τους υπόλοιπους, που έχουν πέσει πάνω στη γη να τη φάνε. Και κυνηγάνε τα πάντα, με πολέμους, με καταπάτηση των ελευθεριών και των ανθρώπινων δικαιωμάτων, προκειμένου να το πετύχουν. Με μοναδικό στόχο το χρήμα. Αυτό, το χρήμα, κυριεύει τον κόσμο τώρα, αυτό διαφεντεύει τα πάντα. Αυτό είναι η εξουσία, όλες οι εξουσίες, το μόνο πράγμα που έχει αξία· τίποτε άλλο».

- Δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ Πούτιν και Μπους;
«Τι διαφορές; Απλώς, ο Μπους είναι ο χειρότερος εκφραστής αυτού του γεγονότος, αυτού του εξαμβλώματος που έχει καταντήσει ο κόσμος... Είναι φοβερό, μια επανάσταση, όπου είχαν επικεντρωθεί οι ελπίδες όλων, να μεταλλαχθεί στο αντίθετό της. Και επιπλέον, να βιώνουμε όλη αυτή την ξεδιαντροπιά, αυτό το έγκλημα της απώλειας των καλύτερων από τα υλικά με τα οποία μπορεί να είναι φτιαγμένος ένας άνθρωπος».




(Έλλη Παππά - Νίκος Μπελογιάννης)




- Επομένως, μπορεί να πει κανείς ότι τελικά οι ωραίες ιδέες δεν είναι δυνατόν να βρουν εφαρμοργή στην κοινωνία των ανθρώπων;
«Μπορεί να το πει».

- Αρα, ρίχνουμε αυλαία;
«Οχι οριστική. Οι ιδέες για τις οποιες μιλούμε, τώρα δεν βρίσκουν εφαρμογή. Ξανασυζητιούνται μετά από έναν αιώνα».

- Να έρθουμε λίγο και στα δικά μας, και να σας ρωτήσω πώς θα φτιάχνατε το πορτρέτο του σύγχρονου Ελληνα.
«Είμαι λίγο απ' έξω, όμως έτσι ίσως να βλέπω τα πράγματα πιο καθαρά. Νομίζω, λοιπόν, ότι στον τόπο μας οι άνθρωποι ζουν πια χωρίς να ξέρουν πού πάνε. Ποιο είναι το δικό τους συμφέρον, ποιος είναι ο εχθρός τους, ποιος είναι ο σύντροφός τους, ποιος είναι ο φονιάς τους. Το μόνο που τους ενδιαφέρει -και σ' αυτό συμβάλλει και η παιδεία, που είναι ανύπαρκτη- είναι να ζήσουν σήμερα, τώρα».

- Να ζήσουν, με ποιον τρόπο;
«Με ό,τι τους πλασάρουν τα περιοδικά λάιφ στάιλ και η τηλεόραση λάιφ στάιλ. Που είναι ό,τι έρχεται απ' έξω, αλλά στο πιο κιτς».

- Υπάρχει κάτι όπου μπορούμε να προσβλέπουμε;
- Εγώ το μόνο, όπου προσβλέπω, όπου μπορώ να δω μια ελπίδα -τολμώ να το πω- είναι η νέα γενιά. "Βιάζεσαι", μου λένε μερικοί, αλλά το πιστεύω, ακούγοντας τα ίδια τα νέα παιδιά που έρχονται εδώ, χωρίς να τα ξέρω, για να μιλήσουν μαζί μου. Και διαπιστώνω ότι αρνούνται αυτόν τον κόσμο, δεν τον θέλουν. Αυτό είναι το μόνο που με γαληνεύει στην Ελλάδα σήμερα».

- Και η ελληνική Αριστερά; Πώς την επηρέασε αυτή η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού;
«Ακόμα και η Ανανεωτική Αριστερά βρέθηκε να έχει χάσει πολλά από τα πρότυπά της. Γιατί δεν είχε ποτέ, μεταπολιτευτικά, το θάρρος να ξεκόψει απ' όλα αυτά και να εμφανίσει δικό της πρότυπο. Οσο για το ΚΚΕ, έμεινε αναπολώντας περασμένα μεγαλεία».

- Για να καταλήξει πού η Αριστερά σήμερα;
«Για την ώρα, δεν μοιάζει να καταλήγει πουθενά».

-Μερικοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει καν.
«Εχει μια βάση αυτό. Είμαστε σε μια φάση επαναπροσδιορισμού των όρων Αριστερά, αριστερός».

- Την πολιτική μας σκηνή, πώς τη βλέπετε συνολικά;
«Σαν να είμαι στη θάλασσα και έχει τσούχτρες. Αυτό το γλοιώδες πράγμα που σε τσιμπάει ξαφνικά και δεν ξέρεις από πού σου 'ρχεται».

- Τι θα λέγατε για τις δύο... κορυφαίες τσούχτρες του δικομματικού παιχνιδιού;
«Είναι πολύ λίγοι και οι δύο για τις σημερινές ανάγκες του τόπου. Αλλά δεν θέλω να μιλήσω για πρόσωπα. Θα σας πω μόνο ότι βλέπω μια διολίσθηση προς το αντικοινωνικό κράτος τύπου Θάτσερ, όπου ο πολίτης αντιμετωπίζεται ως όχληση προς τα μεγάλα συμφέροντα. Και η νομοθεσία μεριμνά μόνο γι' αυτά».

- Για σας, θεωρούν ότι η σύνδεσή σας με τον Μπελογιάννη κυρίως, πέρα από την δική σας μετέπειτα διαδρομή, σας προσδίδει το στοιχείο ενός «μύθου» στον χώρο της Αριστεράς. Εχετε αυτή την αίσθηση;
«Ποτέ δεν είχα τέτοια αίσθηση. Και όταν μου αποδίδουν άλλοι αυτόν το χαρακτηρισμό, δεν ξέρω τι να τον κάνω».

- Λοιπόν, ποια θα λέγατε ότι είστε;
«Δεν έχω καθήσει να το σκεφτώ ποτέ. Δεν είχα φανταστεί ότι θα είχα ν' αντιμετωπίσω, κάποια στιγμή, τέτοια ερώτηση. Φοβάμαι και που την ακούω».

- Ισως, κοιτάζοντας πίσω στη ζωή σας, πρόσωπο μιας τραγωδίας;
«Δεν μπορώ να απαντήσω σ' αυτό. Το μόνο που ξέρω για τον εαυτό μου είναι ότι είμαι μαχήτρια. Οπου και αν γυρίσω πίσω στη ζωή μου, δεν βλέπω παρά τον άνθρωπο που μάχεται».

-Τι ήταν ο Μπελογιάννης στη ζωή σας;«Το άπαν».

- Αναρωτιέμαι αν, πενήντα τόσα χρόνια μετά, τον σκέφτεστε στην καθημερινότητά σας...
«Είναι πάντα κοντά μου. Τον αισθάνομαι. Τον ρωτάω για ό,τι κάνω. Και εκείνος βρίσκει τον τρόπο να μου απαντήσει».

- Και αν μετράτε την οδύνη που σάς άφησε με ό,τι ωραίο σάς έδωσε αυτός ο έρωτας.
«Η οδύνη δεν μετράει. Είναι άλλο. Αισθάνομαι ως ευλογία τη συνάντηση μαζί του. Ο πόνος τού πρόωρου χαμού του δεν είναι μόνο για μένα. Είναι και για όσα θα μπορούσε να δώσει σ' αυτόν τον έρμο τόπο. Και δεν πρόλαβε. Δεν τον άφησαν».

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 16/12/2006

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

"Πεντάγραμμη απαισιοδοξία", του Κωστή Παπαγιώργη


Πεντάγραμμη απαισιοδοξία


του Κωστή Παπαγιώργη
Αθηνόραμα, 3-10 Ιανουαρίου 2008, τεύχος 399, σελ. 15.


"Όσοι διαπιστώνουν την παρακμή του ντόπιου τραγουδιού λίγο πολύ ασκούνται στο οξύμωρο. Το τραγούδι πήρε την κατηφόρα, παρότι οι νέοι τραγουδιστές λανσάρονται κατά σμήνη. Ο κόσμος σιχάθηκε την προχειρότητα, αν και δεν υπάρχει αυτοκίνητο ή σπίτι χωρίς «ενημερωμένη» σιντιοθήκη. «Τραγούδια» γράφονται πολλά, τραγούδι σχεδόν κανένα. Είναι τυχαίο το ότι και οι υφασματάδες στην Αιόλου στήνονται στις πόρτες λόγω αναδουλειάς και νοσταλγούν την εποχή που ο κόσμος έραβε κοστούμια, ακόμα και πουκάμισα, ενώ τώρα τους έφαγαν τα μοντέρνα ετοιματζίδικα; Είναι φανερό. Οι παλιοί καλοί τρόποι φαλίρισαν.

Πώς γλένταγε ο κοσμάκης παλιά; Στα πανηγύρια. Εκεί, με νταούλια, βιολιά και κλαρίνα, «χάλαγε» ο συμβατικός κόσμος και ξαναστηνόταν ο κόσμος της καρδιάς. Ακόμα και σήμερα βλέπεις πιτσιρικάδες με καρφάκια στα χείλια και κατεβασμένα παντελόνια ως τα γόνατα να κάθονται εκστασιασμένοι μπροστά στους κλαρινιτζήδες. Όσο για τους μεγάλους, ακούνε τα ηπειρώτικα και ντρέπονται για τα ρηχά –πλέον- αφτιά τους. Τι έγινε στο μεταξύ; Ο κόσμος σκάρτεψε; Όλα πήγαν κατά διαβόλου;

Το ’48, όταν ο Μάνος παρουσίασε τον Βαμβακάρη και την Μπέλλου στο πανελλήνιο, ουσιαστικά έβαλε το μπoυζούκι να μαλώσει με το κλαρίνο και τις μελωδίες. Ο γόνιμος καυγάς κράτησε χρόνια, η Αριστερά μεταμορφώθηκε σε μουσική παράταξη, οι ορχήστρες και τα πάλκα τίμησαν τη δουλειά τους, με αποτέλεσμα οι επαΐοντες να πούνε: ένα το κρατούμενο, έχουμε ελληνικό τραγούδι. Αλλά μέχρι πότε; Το «πότε» και το «ποτέ» διαφέρουν μόνο κατά ένα τόνο. Και ο τόνος δεν είναι δύσκολο να αλλάξει. Στον προικισμένο μουσικό την έχουν στημένη εκατοντάδες τριτοκλασάτοι για να τον απομιμηθούν. Τα ίδια δεν παθαίνει και η μαγιά; Από τη στιγμή που η μεταχουντική κοινωνία μας προβιβάστηκε καταναλωτικά, η λιμάρικη δευτεράντζα σήκωσε άγριο κεφάλι και πήρε θέση μάχης. Άλλωστε, το πλαστογραφημένο χαρτονόμισμα σε τι διαφέρει από το αυθεντικό; Μόνο σε κάτι αδιόρατες κουκίδες, κάποια υδατόσημα. Πάνε λοιπόν οι κουκίδες, πάνε και τα βαρετά υδατόσημα.

Το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι δεν ξεχωρίζουμε πια το τραγούδι από τα παρατράγουδα. Το σκάρτο είναι εύκολο, γι’ αυτό κυριαρχεί. Το «περιθώριο» σίγησε, οι κοινωνικές απελπισίες συμβιβάστηκαν, οι τραγουδίστριες γδύθηκαν, τα έξυπνα μικρόφωνα υποκατέστησαν τις φωνές, οι πίστες μεταφέρθηκαν ατόφιες στην τηλεόραση, τα μπουζούκια έγιναν χρυσοφόρα ζητιανόξυλα, ο μπόσικος ακροατής –χαζολυπημένος και χαζοχαρούμενος- κυριάρχησε πάνω στο ίδιο το τραγούδι. Αφού κόβει μονέδα, τι άλλο θέλουμε; Όταν ψευτίζει η επιθυμία, υπερψευτίζει κι εκείνο που την ικανοποιεί. Έτσι, όχι μόνο χάσαμε την τραυματική αίσθηση του πηγαίου, αλλά ειρωνευόμαστε και κείνους που την «έχουν»."

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Η διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το Ρεμπέτικο, 1949

Σε μια άλλη χώρα, ίσως, και σε μια άλλη εποχή, το κείμενο που ακολουθεί θα αποτελούσε υποχρεωτική ύλη στο μάθημα "Πολιτισμός", σε όλα τα Λύκεια. Σ' αυτή τη χώρα και σ' αυτή την εποχή, είναι απαραίτητο να θυμίζουμε ό,τι σημάδεψε και σημαδεύει τη συλλογική μας ταυτότητά και τη βιο-ιστορική μας μνήμη. Και η Διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι για το Ρεμπέτικο ανήκει στις μεγάλες, τις οριακές στιγμές του ελληνικού πολιτισμού. Όπως κάθε κείμενο, έτσι κι αυτή πρέπει να διαβαστεί μέσα στην ιστορικότητά της. Σ' αυτήν τη Διάλεξη πρέπει να διαβάσουμε όχι μόνο το τι γράφει, αλλά και το τι εκπροσωπεί, τι αντανακλά. Το τι γράφει θα το διαβάσετε στις γραμμές που ακολουθούν, αν δεν το έχετε ήδη κάνει. Και η κατά Χατζιδάκι αποτίμηση του ρεμπέτικου τραγουδιού είναι αναμφισβήτητα διαχρονική. Πόσοι άραγε διαφωνούν σήμερα με την τρυφερή - μέσα στην Χατζιδακική αθωότητά της - παρατήρηση ότι "όλα αυτά είναι μια μαγεία"; Ελάχιστοι.
Αλλά το δεύτερο, το τι πραγματικά αντανακλά αυτό το κείμενο, νομίζω ότι είναι το σημαντικότερο στην περίπτωσή μας. Τη χρονιά που λήγει ο Εμφύλιος Πόλεμος - η μεγαλύτερη κρίση ηγεμονίας που γνώρισε ποτέ ο ελληνικός αστικός σχηματισμός - ο Χατζιδάκις συνδέει το ρεμπέτικο με την ελληνικότητα και με το ελληνικό έθνος, δια-ταξικά και υπερ-ταξικά. Αυτή η πρωτοβουλία του Χατζιδάκι αποτελεί μέγιστη εθνοποιητική πράξη. Ποιεί το έθνος, το διαμορφώνει, του παραχωρεί ένα κοινό, συλλογικό φαντασιακό. Σε μια περίοδο κατάρρευσης του αστικού καθεστώτος και της νομιμοποίησής του, ο Χατζιδάκις απευθυνεται στις κυρίαρχες τάξεις και ως φωτισμένος ιδεολογικός εκφραστής τους, προσφέρει ένα μέσο γεφύρωσης των αντιθέσεων που χώρισαν το εθνικό σώμα σε εθνικόφρονες και κομμουνιστοσυμμορίτες. Και τι μέσο! Ένα τραγούδι με εντυπωμένη μέσα του την κοινωνική οριοθέτηση, την ταξικότητα, γίνεται το κανάλι μέσα απ' το οποίο ο Χατζιδάκις καλεί την υψηλή κοινωνία να αφουγκραστεί τα σημεία των καιρών, να βγει απ' τα σαλόνια της και να ενσωματώσει στο μυαλό και το λόγο της τις κραυγές των υποτελών τάξεων. Αυτό εξάλλου, υπήρξε ιστορικά, το κλειδί στην επίτευξη της ηγεμονίας: η εξασφάλιση της νομιμοποίησης μέσα από την επιλεκτική υιοθέτηση αιτημάτων και πρακτικών των αρχούμενων, με την ταυτόχρονη ανάδειξη του μερικού συμφέροντος των αρχόντων σε συνολικό πρόταγμα. Ο Χατζιδάκις με τη Διάλεξή του ανάγει σε κοινό νου την ανάγκη επούλωσης των πληγών του Εμφυλίου μέσω της ιδέας του έθνους και της ελληνικότητας, υιοθετώντας επιλεκτικά στοιχεία της κουλτούρας των καταπιεσμένων. Νομίζω ότι αυτή είναι, σε τελική ανάλυση, η ιστορική αποστολή όλου αυτού του καλλιτεχνικού φαινομένου που ονομάστηκε "ελληνικό έντεχνο-λαϊκό τραγούδι". Εισάγοντας αυτό το φορτίο στον ελληνικό πολιτισμό, ο Χατζιδάκις μπορεί δικαιολογημένα να θεωρηθεί ως πρωτοπόρος - κατά Αντόνιο Γκράμσι - οργανικός διανοούμενος του ελληνικού αστικού σχηματισμού της εποχής του.
Το κείμενο της διάλεξης - όπως μας πληροφορεί ο επίσημος διαδικτυακός τόπος του Μάνου Χατζιδάκι (www.hadjidakis.gr) απ' όπου αντλήσαμε το κείμενο - βρέθηκε από τον Θάνο Φωσκαρίνη στο αρχείο του Φοίβου Ανωγειανάκη και της Έλλης Νικολαίδου. Με αυτή την ανάρτηση, τα Μ.Π. τιμούν τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τη Διάλεξη του Χατζιδάκι για το Ρεμπέτικο και γιορτάζουν από χθες τα 84α γενέθλιά του δημιουργού.



EΡΜΗΝEΙΑ ΚΑΙ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ (PEΜΠΕΤIKΟ)


Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω, πως μ’ όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε κι όσα μιλήσω απόψε να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως κι όσο μπορώ πιο καλά, να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης.Τώρα αν τούτη η πανηγυριώτικη ομιλία για το ρεμπέτικο, γινόταν πριν δυο χρόνια, ίσως να ΄χε κάπως διαφορετικό χαρακτήρα, δηλαδή να ΄ταν, πιο μεροληπτική –μπορούμε να πούμε – και συγχρόνως πιο ενθουσιαστική για το θησαυρό που κλείνουν οι ρυθμοί του ζεϊμπέκικου και του χασάπικου. Δεν θα μπορούσαμε ίσως να ξεφύγουμε από τη γοητεία του γυαλένιου ήχου ενός μπουζουκιού για να κοιτάξουμε το θέμα μας στη ρίζα του κι ακόμη να μείνουμε όσο χρειάζεται ψυχροί κι αντικειμενικοί για μια τέτοια δουλειά.

Αυτό -θα πείτε- μπορεί να γίνει σήμερα; Είναι κάτι που δεν μπορώ να προεξοφλήσω με βεβαιότητα. Όσο νά ΄ναι όμως, η μεγάλη διάδοση που πήρε τα δύο τελευταία χρόνια το ρεμπέτικο, μας αφήνει περιθώριο για μια τέτοια, επικίνδυνα πρώιμη, ομολογώ εργασία.

Το ρεμπέτικο, κι αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο, έχει πια επιβάλλει τη δύναμή του, λίγο-πολύ σ΄ όλους μας, είτε θετικά, είτε αρνητικά, είτε δηλαδή γιατί το παραδεχόμαστε, είτε όχι, ενώ συγχρόνως βλέπουμε να έχει δημιουργηθεί γύρω του μια επιπόλαιη κατάσταση μόδας, που μας κάνει ν’ αντιδρούμε δικαιολογημένα σ’ αυτήν και ν’ αμφιβάλουμε για τη μελλοντική και ποιοτική εξέλιξη του είδους. (Εδώ πέρα βέβαια παίρνω σαν δεδομένο την ποιοτική του αξία). Και στον τόπο μας καθώς κι έξω, όλα περνούν απ’ αυτήν την περίοδο που ονομάζουμε μόδα. Μήπως απέφυγε κάτι τέτοιο το δημοτικό μας τραγούδι πριν 50 χρόνια, σαν φούντωνε το κίνημα των δημοτικιστών; Κι ακόμη πριν δύο χρόνια, το ίδιο δεν είχε συμβεί με τις λαϊκές εικαστικές τέχνες, όπου ο Θεόφιλος και ο Παναγής Ζωγράφος προβάλλονται στο ίδιο πλάνο με τον Χατζηκυριάκο-Γκίκα;

Ποιος μπορεί να σταματήσει μια τέτοια κατάσταση, κι ακόμη ποιος μπορεί να μην παραδεχτεί ίσως την αναγκαιότητα αυτήν της περιόδου μόδας -ας την πούμε- ωσότου τα πράγματα κατασταλάξουν κι έλθουν στη φυσική τους θέση; Το ίδιο πρέπει -νομίζω- να περιμένουμε και με τα ρεμπέτικα. Γιατί θά ΄ναι κάπως ανόητο αν νομίσουμε, ότι ο χασάπικος μπορεί ή πάει ν΄αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι πολύ, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες - άσχετα αν αυτός ο χαρακτήρας επιβάλλεται κι επικρατεί στις λαϊκές τάξεις.

Ύστερα για μας θά ΄ναι μεγάλο ψέμα αν ισχυρισθούμε ότι είναι δυνατόν να εκδηλωθούμε μ’ αυτούς τους τόσο γυμνούς κι απέριττους ρυθμούς. Κάτι τέτοιο μόνο για αυτούς, που με κρασί ή με άλλα μέσα, στέλνουν στο διάβολο - που λεν- κάθε κοινωνικό φραγμό και κάθε σύμβαση, έστω και για μια ώρα. Παρατηρώντας όμως μια ιδιότητα αυτών των ρυθμών, ήδη δημιουργείται μέσα μας ένας θαυμασμός για τη δύναμη που περιέχουν και που μας κινεί το ενδιαφέρον να γνωρίσουμε από κοντά τούτη τη δύναμη που από ΄δω και πέρα λες και σαν μαγεία μας φέρνει σ΄ άμεση επαφή με το μελωδικό της στοιχείο.

Αυτά όμως όλα κουράζουν σαν δεν τα δεις έξω απ΄ την καθημερινότητά τους. Κάθε απόπειρα που θα κινήσει να φέρει το ρεμπέτικο τραγούδι σε καθημερινή χρήση, και επιπόλαια και καταδικασμένη είναι. Αλλά το ίδιο μήπως δεν συμβαίνει και με την άλλη μουσική, αυτήν που ονομάζουμε σοβαρή; Μπορεί κανείς να φανταστεί ποτές, πως μια βραδιά κεφιού του, είναι δυνατόν να την καλύψει με την Σονάτα 110 του Mπετόβεν; (Δικαιολογημένα τώρα ίσως να σας γεννηθεί απορία για τη σχέση που μπορεί να έχει το ρεμπέτικο με τον Μπετόβεν. Παρ΄ όλο που και αργότερα θα επανέλθω σε παρόμοιους παραλληλισμούς σας προειδοποιώ πως δεν υπάρχει απολύτως καμία σχέση).


Λοιπόν δεν νομίζω, πως ο σνομπισμός αυτός γύρω από το ρεμπέτικο τραγούδι είναι δυνατό να μας σταθεί εμπόδιο, για να κοιτάξουμε προσεκτικά την αξία του και ν΄αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Αυτά τα τραγούδια είναι τόσο κοντινά σε μας και σε τέτοιο σημείο δικά μας, που δεν έχoμε νομίζω σήμερα τίποτ΄ άλλο για να ισχυριστούμε το ίδιο.Μα πριν μπούμε σ΄ ένα αναλυτικότερο κοίταγμα του είδους αυτών των τραγουδιών, ας επιστρέψουμε για χατίρι μου σε μια κοντινή μα περασμένη πια εποχή και να δούμε μαζί εξελικτικά όλη την ποιητική ατμόσφαιρα, που συνθέτουν και δημιουργούν τα ρεμπέτικα, μέσα στην αυστηρή και δικιά τους περιοχή.


Κατοχή. Πάνω σε μια γυμνή και παγωμένη άσφαλτο με μοναδικό φωτισμό την ψυχρή όψη ενός φεγγαριού, προχωράμε μ΄ ένα φίλο. Ένας λεπτός μα διαπεραστικός ήχος μπουζουκιού καθρεφτίζεται -λες- μες στην άσφαλτο και μας ακολουθεί βήμα προς βήμα. Ο φίλος μου προσπαθεί να μου εξηγήσει τη διάθεση φυγής και την έντονη εμμονή σ΄αυτή τη διάθεση που κρατούν οι τέσσερις νότες του περιφερόμενου τότες τραγουδιού «Θα πάω εκεί στην αραπιά». Μάταια προσπαθούσε να μου μεταδώσει τη συγκίνησή του και να μου δείξει μαζί αυτό το αντίκρισμα που υπήρχε αυτής της «διάθεσης φυγής» - καθώς την ονόμαζε στην όλη δημιουργημένη ατμόσφαιρα της πολιτείας των Αθηνών. Του λόγου μου -κάπως δικαιολογημένα βλέπετε με τη μικρή μου τότες ηλικία- του έφερνα όλες μου τις αντιρρήσεις, κουβαλώντας γνωστά επιχειρήματα που ιδιαίτερα σήμερα χρησιμοποιούνται πάρα πολύ από Αθηναίους της ώριμης ηλικίας. Δηλαδή περί αγοραίου, φτηνού και χυδαίου είδους καθώς κι άλλα παρόμοια. Αυτός όμως επέμενε τονίζοντας την κάθε λέξη του σύμφωνα με το ρυθμό «Θα πάω εκεί στην αραπιά», θέλοντας ίσως να μου δώσει και μια ρυθμική επαλήθευση των όσων έλεγε πάνω στο τραγούδι.

Αργότερα ο ίδιος φίλος, στον ίδιο δρόμο, μου μιλούσε για κάτι καινούργιο. Μα τώρα ήταν καλοκαίρι και η άσφαλτος μύριζε. Το ίδιο σκοτάδι, μα η κάψα έλιωνε τις φωνές και τις έφτιαχνε μόνιμους ίσκιους στα σπίτια. Υπήρχε γύρω μας κάτι ρευστό. Μια καινούργια ρεμπέτικη κραυγή -καινούργια για μένα βέβαια- κυλούσε μ’ ένταση ανάμεσα στα στενά και βρώμικα πεζοδρόμια του Πειραιά και της Αθήνας. Ακούγαμε την πρώτη στροφή που έλεγε «Κουράστηκα για να σ΄ αποκτήσω αρχόντισσά μου μάγισσα τρανή». Κι ο φίλος μου εξηγούσε θίγοντας όλο τον ανικανοποίητο ερωτισμό που έπνιγε την ατμόσφαιρα. Ακόμα, προσπαθούσε να μου εξηγήσει το τραγικό στοιχείο του τραγουδιού που ερχόταν αντιμέτωπο σε μια εποχή που μόνο συνθήματα κυκλοφορούσαν τρέχοντας. Αργότερα πολύ, θά ΄βλεπα πόσην αλήθεια είχαν τα λόγια του, γιατί τότες ακόμη έπαιζα με τις πραγματικές αξίες ανυποψίαστος.

Περνούν μερικά χρόνια, πού η πυκνότητα της έντασης που περιείχαν τα έκαμε απέραντα. Πολλά συνέβησαν και συμβαίνουν στο μεταξύ. Έρχεται η απελευθέρωση και τινάζομε από πάνω μας τους Γερμανούς με την κατοχή τους. Παράλληλα η γενιά μου μεγαλώνει κατά πολλά χρόνια, έχοντας ξωπίσω της μια πολύ ισχυρή δοκιμασία. Και το ρεμπέτικο, αφού παίζει με πολύ και πηγαίο χιούμορ, σε ορισμένα διαλείμματα, γύρω από δραματικές περιπτώσεις μπαίνει με μεγαλύτερο άγχος μες στα βασικά και μεγάλα του θέματα: του έρωτα και της φυγής.

Ένας ανικανοποίητος έρωτας που ξεκινάει από την πιο κυνική στάση και φτάνει με μια πρωτόγονη ένταση μέχρι τα πλατειά χριστιανικά όρια της αγάπης και μια φυγή που επιβάλλεται νοσηρά -θά ΄λεγα- από αδυναμία, μια που οι συνθήκες παραμένουν το ίδιο σκληρές σα μέταλλο στον άνθρωπο που κινάει για ν΄ αγαπήσει μ’ όλη του τη δύναμη κι όσο μπορεί περισσότερο.

Αυτή παραμένει βασικά η θεματολογία του ρεμπέτικου μέχρι τα σήμερα. Κι όσο αφελείς κι αν μας φαίνονται οι καταστάσεις αυτές καθ΄ εαυτές, δεν μπορούμε να αρνηθούμε στους εαυτούς μας τουλάχιστον, πως ο νοσηρός ερωτισμός που σκορπίζεται απ΄ τους ήχους ενός μακρόσυρτου ζεϊμπέκικου, δεν κυκλοφορεί κι ανάμεσά μας έστω και με διάφορα πολύπλοκα σχήματα, έστω ακόμα κι αν ξεκινάει από χίλιες διάφορες αιτίες.


Κι ερχόμαστε σε μια από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν «οι υγιείς ηθικολόγοι» για το ρεμπέτικο. «Είναι αρρωστημένο» λεν μ’ αυστηρότητα, «ενώ το δημοτικό τραγούδι, γεμάτο υγεία και λεβεντιά» και κινούν το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό μας τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό όπως και το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να ομολογήσουν ότι δεν τους αρέσει. Είναι σαν να βγουν και να πουν ότι δεν τους αρέσει ο Σαίξπηρ -για παράδειγμα- ή κάτι παρόμοιο. Ανέχονται το δημοτικό όχι όμως και το ρεμπέτικο. Το τελευταίο είναι κάτι που κυκλοφορεί ανάμεσά τους και μπορούν να το πετάξουν -έτσι φαντάζονται- επειδή δεν έχει κρεμαστεί ακόμη με χρυσές κορνίζες. Ίσως ξεχνάν ότι τα χρόνια μας δεν έχουν τίποτε κοινό με τα χρόνια της κλεφτουριάς, άσχετα αν οι ηρωικές πράξεις του στρατού μας τοποθετούνται δίκαια από την ιστορία πλάι στους Καραϊσκάκηδες και τους Κολοκοτρωναίους. Οι κύριοι αυτοί αγνοούν την εποχή μας καθώς και το ότι ένα λαϊκό τραγούδι καθρεφτίζει με μοναδική ένταση όχι μόνο μια τάξη ή μια κατηγορία ανθρώπων μα τις επιδράσεις μιας ολάκερης εποχής σε μια φυλή, σ΄ ένα έθνος μαζί με τις διαμορφωμένες τοπικές συνθήκες.

Η εποχή μας δεν είναι ούτε ηρωική ούτε επική και το τελείωμα του Δεύτερου παγκοσμίου πολέμου άφησε σχεδόν όλα τα προβλήματα άλυτα και μετέωρα. Τα μετέωρα αυτά προβλήματα δημιουργούν περιφερόμενα ερωτηματικά που δεν περιορίζονται φυσικά μόνο στον τομέα της πολιτικής και της κοινωνιολογίας μα εξαπλώνονται με την ίδια δύναμη και στη φιλοσοφία και την τέχνη, ακόμη και στην πιο καθημερινή στιγμή τ΄ ανθρώπου. Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας - παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα.

Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του.

Eπαναλαμβάνω - ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται.

Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής - καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο.

Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.

Τώρα πολλοί μπορούν να πουν αυτά περίπου: «Καλά. Όσα είπες είναι σωστά και τα παραδεχόμαστε. Μα τι μας πείθει ότι το ρεμπέτικο είναι η σημερινή μας λαϊκή έκφραση καθώς λες και που σαν τέτοια βέβαια πρέπει να συνδέεται με την παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και του βυζαντινού μέλους, κι όχι ένα τραγούδι μιας ορισμένης κατηγορίας ανθρώπων που εκφράζει την προσωπικήν της κατάσταση;»

Το ερώτημα τούτο ασφαλώς σε πολλούς θα γεννηθεί, αν και προηγουμένως μίλησα όσο μπορούσα σαφέστερα, για την άμεση σχέση του ρεμπέτικου με το πλατύ μάλιστα σήμερα, και του τόπου και τhς εποχής μας. Aυτόματα επίσης καταρρέει και το επιχείρημα, ότι αποτελεί έκφραση προσωπικών καταστάσεων. Μένει λοιπόν να εξετάσουμε το ελληνικόν του είδος. Αν και κατά πόσον συνδέεται με τη λαϊκή μας παράδοση και ποια είναι τα στοιχεία που αντλεί απ΄ αυτήν.

Για να προχωρήσουμε και να μπορέσουμε να δούμε μαζί ό,τι συνδετικό στοιχείο υπάρχει, θα το εξετάσουμε από δυο ξεχωριστές πλευρές, πρώτα από τη μορφική του πλευρά κι ύστερα απ΄ το ύφος του.


Το ρεμπέτικο κατορθώνει με μια θαυμαστή ενότητα, να συνδυάζει το λόγο, τη μουσική και την κίνηση. Απ΄ τη σύνθεση μέχρι την εκτέλεση, μ’ ένστικτο δημιoυργούνται οι προϋποθέσεις για τnν τριπλή αυτή εκφραστική συνύπαρξη, που ορισμένες φορές σαν φτάνει τα όρια της τελειότητας θυμίζει μορφολογικά την αρχαία τραγωδία. Ο συνθέτης της μουσικής είναι συγχρόνως και ο ποιητής καθώς και ο εκτελεστής. Βασικά του όργανα είναι τα μπουζούκια -μεγάλο μαντολίνο τουρκικής μάλλον προελεύσεως- κι ο μπαγλαμάς -παραλλαγή της κρητικής λύρας και της συγγενικής νησιώτικης, πιο μικροσκοπικής απ΄ αυτήν και κρουστές με πέννα. Η σύνθεση του τραγουδιού βασίζεται βέβαια πάνω στη χορευτική κίνηση, με τρεις χαρακτηριστικούς ρυθμούς, τον ζεϊμπέκικο, τον χασάπικο και τον σέρβικο (ο τελευταίος έχει ολιγότερη χρήση).


Ο ζεϊμπέκικος σε ρυθμό 9/8 είναι ο βασικότερος ρυθμός της ρεμπέτικης μουσικής. Προήλθε ασφαλώς απ΄ τα χορευτικά 9/8 των Κυκλάδων και του Πόντου, πού εδώ όμως έχει χάσει ολότελα τη ρυθμική του αγωγή κι έχει γίνει αργός, βαρύς, μακρόσυρτός και περιεκτικότερος. Χορεύεται από έναν μόνο χορευτή και επιδέχεται αφάνταστη ποικιλία αυτοσχεδιασμού με μόνο δεδομένο την αίσθηση του ρυθμού. Ο καλός χορευτής στο ζεϊμπέκικο θα ΄ναι εκείνος που θα διαθέτει τη μεγαλύτερη φαντασία και την κατάλληλη πλαστικότητα ώστε να μην αφήσει ούτε μια νότα μπουζουκιού που να μην τη δώσει με μια αντίστοιχη κίνηση του σώματός του. Σα χορός είναι ο δυσκoλότερoς και ο δραματικότερος σε περιεχόμενο.

Ο χασάπικος βασίζεται πάνω στο ρυθμό 4/4 κι ο τρόπος που χορεύεται -δυο χορευτές συνήθως, αλλά και τρεις και τέσσερις πολλές φορές- έρχεται σα μια προέκταση του δημοτικού χορευτικού τρόπου, με μιά κάποια ευρωπαϊκή επίδραση. Δεν ξέρω γιατί, μα πολλές φορές μου θυμίζει -πολύ μακριά όμως- τη γαλλική java.

Ο σέρβικος που κι η ονομασία του δείχνει την προέλευσή του, είναι ένας γρήγορος ρυθμός και παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρoν κι αυτό απ’ τη μεριά της δεξιοτεχνίας και μόνο των εκτελεστών και του χορευτή. Χρησιμοποιείται πάρα πολύ λίγο· παραμένει μ’ ένα ματαιόδοξο περιεχόμενo να φαντάξει, μια που ικανοποιεί μόνoν το επιδεικτικό μέρoς των ποδιών κάποιου χορευτή.

Ο ζεϊμπέκικος είναι ο πιο καθαρός, συγχρόνως ελληνικός ρυθμός. Ο δε χασάπικος έχει αφομοιώσει μιά καθαρή ελληνική ιδιομορφία. Πάνω σ΄ αυτούς τους ρυθμούς χτίζεται το ρεμπέτικο τραγούδι, του οποίου παρατηρώντας τη μελωδική γραμμή, διακρίνομε καθαρά απάνω την επίδραση ή καλύτερα την προέκταση του βυζαντινού μέλους. Όχι μόνο εξετάζοντας τις κλίμακες που από το ένστιχτο των λαϊκών μουσικών διατηρούνται αναλλοίωτες, μ’ ακόμη, παρατηρώντας τις πτώσεις, τα διαστήματα και τον τρόπο εκτέλεσης. Όλα φανερώνουν την πηγή, πού δεν είναι άλλη απ΄ την αυστηρή κι απέριττη εκκλησιαστική υμνωδία. Όχι πως το δημοτικό τραγούδι δεν έχει κι αυτό στοιχεία διοχετευμένα στο ρεμπέτικο. Μα πολύ λιγότερα. H παρουσία του είναι έντονη, ιδιαίτερα στο ελαφρότερο είδος που περισσότερο το χαρακτηρίζει μιά χάρη και μιά νnσιώτικη ελαφράδα. Παράδειγμα φέρνω, αν θυμάστε, κάπως παλιότερα το «Πάρτη βάρκα στο λιμάνι - κάτω στο Πασαλιμάνι» καθώς και το γνωστότατο «Ανδρέα Zέππo». Και τα δυό έχουν πολύ έντονα πάνω τους τη σφραγίδα του δημοτικού μας τραγουδιού. Μα για να εξηγήσουμε τη βασική αυτή προέκταση του βυζαντινoύ μέλους στο ρεμπέτικο, αρκεί να δούμε πόσο κοινή ατμόσφαιρα δημιουργούσε η παρακμή του Βυζαντίου με τη δικιά μας σήμερα.

Ατμόσφαιρα το ίδιο καταπιεστική, το ίδιο ασαφής, άσχετα αν στα χρόνια εκείνα προερχόταν από ένα λαθεμένο ξόδεμα θρησκευτικού συναισθήματος. Έτσι τα εκφραστικά στοιχεία του έτoιμόρoπoυ Βυζαντίου με την άμεση παθητικότητά τους βρίσκουν οικεία ατμόσφαιρα μες στο ρεμπέτικο -το σύγχρονο λαϊκό μέλος- για ν’ αναπτυχθούν και να συνθέσουν τη σημερινή εκφραστική μορφή μιας το ίδιο έντονης παθnτικότητας.

Το δημοτικό τραγούδι και τα υγιή του εκφραστικά στοιχεία έχουν τη θέση μόνον μιας πιο άμεσης κληρονομιάς. Για τα 80% της ρεμπέτικης μουσικής, τίποτες παραπάνω.

Εξετάζοντας τώρα το ύφος του τραγουδιού βρίσκομε ευθύς εξ΄ αρχής το βασικό εκείνο χαρακτήρα του συγκρατημένoυ, που μόνο επειδή είναι γνήσια ελληνικό, μπορεί και το κρατεί με τόση συνέπεια. Και στη μελωδία και στα λόγια και στο χορό, δεν υπάρχει κανένα ξέσπασμα, καμιά σπασμωδικότητα, καμιά νευρικότητα. Δεν υπάρχει πάθος. Υπάρχει ή ζωή με την πιο πλατειά έννοια. Όλα δίνονται λιτά, απέριττα με μιά εσωτερική δύναμη που πολλές φορές συγκλονίζει. Μήπως αυτό δεν είναι το κύριο και μεγάλο στοιχείο που χαρακτηρίζει την ελληνική φυλή; Και ακόμα ολάκερο το λαμπρό μεγαλείο της αρχαίας τραγωδίας και όλων των αρχαίων μνημείων, δεν βασίζεται πάνω στην καθαρότητα, στη λιτή γραμμή και προπαντός στο απέραντο αυτό sostenuto που, προϋποθέτει δύναμη, συνείδηση και πραγματικό περιεχόμενo; Ποιά από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να περηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή ελληνικότητα -τη μοναδική άξια κληρoνoμιά που έχουμε πραγματικά στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της. Ποιά μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα απ΄ το βυζαντινό μέλος, πέρα απ΄ το δnμοτικό τραγούδι και στη χειρότερη περίπτωσn πέρ’ απ΄τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, ότι βρίσκεται εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους;

Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια ελληνικό, μοναδικά ελληνικό.



Eπιτρέψατέ μου τώρα να σάς παρουσιάσω δυό από τους πιο γνήσιους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους της σύγχρονης έλλnνικης λαϊκής μουσικής· τον Μάρκο Bαμβακάρη και τη Σωτηρία Μπέλλου με το συγκρότημά της.
Οι λαμπροί αυτοί μουσικοί στο είδος τους προσεφέρθηκαν ευγενώς να παίξουν απόψε πέντε χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια για να μπορέσουμε έτσι να πάρουμε μια συγκεκριμένη ιδέα όλων αυτών που είπαμε πιο πάνω.

Θ’ αρχίσουν μ’ ένα τραγούδι που έχει συνθέσει ο Μάρκος Bαμβακάρης πάνω στο ρυθμό του χασάπικου και με τον τίτλο «Φραγκοσυριανή κυρά μου».

Το δεύτερο τραγούδι που θα ακούσετε είναι πάλι σύνθεση του Μάρκου Βαμβακάρn σε ρυθμό ζεϊμπέκικου «Εγώ είμαι το θύμα σου».

Το τρίτο είναι σύνθεση της Σωτηρίας Μπέλλου (ζεϊμπέκικo) «Σταμάτησε μανούλα μου να δέρνεσαι για μένα». Από τα πιο χαρακτηριστικά στο είδος του.

Το τέταρτο, σύνθεση Tσιτσάνη, σε ρυθμό χασάπικου «Πάμε τσάρκα στο Μπαξέ τσιφλίκι».

Με την ευκαιρία τώρα που θ΄ ακούσουμε το γνωστότατο «Άνοιξε - άνοιξε» του Παπαϊωάννου θα ΄θελα να ΄λεγα λίγα λόγια για τη σημασία του και το σταθμό που φέρνει στη ρεμπέτικη φιλολογία του τραγουδιού, ζητώντας βέβαια πρώτα συγγνώμη απ΄ τους αγαπητούς μουσικούς για τη μικρή αυτή παρεμβολή.

Λίγο πριν απ΄ τον πόλεμο του ’40 ο Tσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά το «Αρχόντισσα μου μάγισσα τρανή- κουράστηκα για να σε αποκτήσω». Ήταν ένας μεγαλοφυής σχεδιασμός -μπορώ να πω- πάνω στο ερωτικό θέμα, που η δύναμή του και η αλήθεια του μας φέρνει κοντά στον «Ερωτόκριτο» του Κορνάρου και μετά από εκατοντάδες χρόνια κοντά στο «Ματωμέvο Γάμο» του Λόρκα. Η μελωδική του γραμμή αφάνταστη σε περιεκτικότητα και σε λιτότητα πλησιάζει τον Μπαχ. Αυτό το τραγούδι ορθώθηκε για να αντιμετωπίσει μια τυραννισμένη και δύσκολη εποχή και στάθηκε η πρώτη δυνατή φωνή μιας γενιάς.

Πριν δυό χρόνια ο ίδιος ο Τσιτσάνης τραγούδησε για πρώτη φορά πάλι αυτούς τους στίχους «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι - το σκοτάδι είναι βαθύ - κι όμως ένα παλικάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί», ο ερωτισμός προχωράει και θίγει ακέραια το ανικανοποίητο, δίδοντας μια τόσο λεπτή μα τόσο έντονη αίσθηση μιας βαριάς ατμόσφαιρας, λες και προμηνούσε ένα άγχος, μια καταιγίδα. Φέτος -ο Παπαϊωάννου αυτή τη φορά- μας δίνει ολάκερο αυτό το άγχος με μια δυνατή κραυγή πια- η μοναδική μες στα ρεμπέτικα, και γι΄ αυτό τόσο αληθινή με το «Άνοιξε – άνοιξε». Δεν ξέρω, αλλά σ΄ αυτά τα τρία τραγούδια υπάρχει ένας συνδετικός κρίκος που δίνει ξεκάθαρα και μοναδικά το τραγικό στην ερωτική μας περιοχή. «Άνοιξε» (τραγούδι).

Θα μπορούσα ακόμα να μιλήσω για τις ταβέρνες και το κέντρον διασκεδάσεως «ο Μάριος» καθώς και για τον «Παναγάκη» κοντά στον Αϊ-Παντελεήμονα όπου κάθε βράδυ ο Bαμβακάρης και η Μπέλλου λειτουργούν πάνω στην τέχνη τους. Θα μπορούσα να μιλήσω και για βροχερές νύχτες όπου με λάμπες του πετρόλαδου φωτίζονταν οι σκιές ενός πλήθους που όλοι μαζί τραγουδούσαν ήρεμα, λες και πιστεύανε στην αιωνιότητα. Ακόμη θα μιλoύσα για το χορό του κομπολογιού όπου ένα παλικάρι μ΄ ένα γαρύφαλo στο στόμα γίνεται ένα μικρό κουβάρι γύρω απ΄ το κεχριμπαρένιο λαμπρό κομπολόι - θα μπορούσα να ΄λεγα τόσα πολλά που να μην έφταναν ώρες ολάκερες να μιλάω λες κι είμαι μoναχός μου.

Μα όλα αυτά είναι μια γοητεία.

Ακούσατε με τι ψυχρότητα και αυστηρότητα ειπώθηκαν αυτά τα πέντε τραγούδια. Ο ρυθμός δεν ξέφυγε ούτε πιθαμή για να τονίσει κάτι πιο έντονα, οι φωνές ίσιες, μονοκόμματες λες και τα λόγια δεν είχαν συγκίνηση. Έτσι είναι. Τίποτες που να σε προκαλέσει να τα προσέξεις, να τα ξεχωρίσεις. Πρέπει να ξελαφρώσεις μέσα σου για να δεχτείς τη δύναμή τους. Αλλιώς τα χάνεις γιατί αυτά δεν σε περιμένουν.Έτσι κι εμείς.

Κάποτες θα κοπάσει η φασαρία γύρω τους κι αυτά θα συνεχίσουν ανενόχλητα το δρόμο τους. Ποιος ξέρει τι καινούργια ζωή μας επιφυλάσσουν τα «νωχελικά 9/8» για το μέλλον. Όμως εμείς θα ’χουμε πια για καλά νοιώσει στο μεταξύ τη δύναμή τους. Και θα τα βλέπουμε πολύ φυσικά και σωστά να υψώνoυν τη φωνή τους στον άμεσο περίγυρό μας και να ζουν πότε για να μας ερμηνεύουν και πότε για να μας συνειδητοποιούν το βαθύτερο εαυτό μας.


Μάνος Χατζιδάκις
31 Ιανουαρίου 1949, Θέατρο Τέχνης


Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Τρύπιες σημαίες








Τρύπιες σημαίες

Αυτές τις ημέρες πολλά ξένα έντυπα αλλά ακόμα και οι ομφαλοσκοπούσες συνήθως ελληνικές εφημερίδες κάνουν αφιερώματα και εκδίδουν ειδικά ένθετα για την ιστορική πολιτική αλλαγή που άλλαξε το χάρτη -και όχι μόνο- της Ευρώπης είκοσι χρόνια πριν. Η Γερμανία γιόρτασε πρόσφατα τα 19 χρόνια της επανένωσής της και σε λίγες μέρες θα θυμηθεί ξανά όπως και όλοι οι ανατολικοευρωπαίοι την πτώση του Τείχους που χώριζε την ήπειρο στα δύο, σε δύο ξεχωριστούς κόσμους.


Αφού μου προσφέρεται το φιλόξενο και ανεκτικό βήμα των Μ.Π. θα ήθελα να θυμίσω ένα «μοναδικό» τραγούδι. Ασφαλώς όλα μοναδικά είναι –στο είδος τουλάχιστον που αγαπάμε- αλλά νομίζω ότι κάποια αξίζουν και με το παραπάνω αυτό τον χαρακτηρισμό. Αυτό που έχω στο νου μου είναι οι «Τρύπιες σημαίες» από τον ομώνυμο δίσκο των Κατσιμιχαίων που κυκλοφόρησε τέτοια εποχή περίπου, το 2000. Το τραγούδι γράφτηκε τον καιρό που φυσούσε στην Ευρώπη ο άνεμος της αλλαγής. Το «wind of change» ήταν το σάουντρακ της εποχής. Όμως πόσο πιο εύστοχες ήταν οι «τρύπιες σημαίες», πόσο πιο διεισδυτική ήταν η ματιά των Κατσιμιχαίων που τον ίδιο χειμώνα μας «αποχαιρέτησαν» ως καλλιτεχνικό δίδυμο.


Οι νέες σημαίες ήταν όντως τρύπιες. Το σφυροδρέπανο ή τα αστέρια που θύμιζαν το «σοσιαλιστικό» παρελθόν κάθε χώρας είχαν αρχίσει να αφαιρούνται με σπουδή από τα εθνικά σύμβολα όμως τη θέση τους πήρε, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, το υπαρξιακό κενό που έφερε μαζί του ο καπιταλισμός. Τρύπιες λοιπόν οι σημαίες, άδειες και παγωμένες οι καρδιές των ανθρώπων. Σε αυτό το καταθλιπτικό σκηνικό οι άνθρωποι, όπως τουλάχιστον τους βλέπουν οι τραγουδοποιοί, φορούν «γκρίζα, λυπημένα παλτά» αλλά τα όνειρά τους παραμένουν «πολύχρωμα και απλοϊκά». Σε αυτή την αντίθεση ή τουλάχιστον και σε αυτή συμπυκνώνεται με τον καλύτερο τρόπο το πολιτικό σχόλιο των συνθετών για το τέλος του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στην Ευρώπη.


Στην τελευταία στροφή οι Κατσιμιχαίοι δικαιώνουν, ορθώς κατά την άποψή μου, ακόμα πιο ξεκάθαρα την εξέγερση των λαών κατά των κομμουνιστικών καθεστώτων. Απευθύνονται ευγενικά στον Μάρξ και του λένε ότι «δεν φταίνε αυτοί» αλλά ούτε και ο ίδιος ή θεωρία του για ό,τι έγινε. Η αιτία ήταν πως η υπεραξία και μαζί της ολόκληρο το θεωρητικό οικοδόμημα ήταν «γράμματα ψιλά μπροστά στη λέξη ελευθερία». Νομίζω πως ελάχιστα ενδιαφέρει τους δημιουργούς του τραγουδιού αν θα θεωρηθούν «ρεφορμιστές» όμως οι ίδιοι ξεκαθαρίζουν τη θέση τους με μια ακόμα περιεκτική και παραστατική αντίθεση. Μιλούν για «τις αιτίες τις τρυφερές μιας άγριας επανάστασης, που θα ξανασυμβεί […] όσο θα υπάρχουν οι αιτίες οι παλιές, εκείνες που ανάψανε του Οκτώβρη τις φωτιές».


Δεν χρειάζεται πολλά σχόλια ούτε το τραγούδι, ούτε και ο υπόλοιπος δίσκος που ήταν σίγουρα ο πιο «πολιτικός» των Κατσιμιχαίων. Τον ακούω πολύ συχνά και διαπιστώνω κάθε φορά δύο πράγματα. Πόσο άρτιος είναι από κάθε άποψη (νομίζω ότι το «κύκνειο άσμα» ήταν απολύτως αντάξιο της έως τότε πορείας τους) και πόσο πολύ «χαντακώθηκε» από τους ίδιους τους δημιουργούς του αφού έπαψαν έκτοτε να εμφανίζονται μαζί και στην ουσία τα υπέροχα αυτά τραγούδια δεν τραγουδήθηκαν σχεδόν ποτέ σε συναυλιακούς χώρους.

Κωνσταντίνος Μαργιόλης

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Πρώτα ο πολίτης

Εγκαινιάζουμε σήμερα τη συνεργασία μας με τον Κωνσταντίνο τον Άκτητο, φιλόσοφο πολιτικών επιστημών και καλό φίλο του blog. Ο νέος συνεργάτης μας θα γράφει τακτικά για θέματα πολιτικής και πολιτισμού στη στήλη "Το Αποδυτήριο της Κτητικής". ηρ.οικ.



Aγαπημένες μου παλιές φιλενάδες,

Βλέπετε σήμερα ζούμε στην εποχή των θαυμάτων που εκείνη τη δική μας μακρινή εποχή δεν ήταν εύκολο να συμβούν. Μόλις προχθές ξημέρωσε μια καινούρια μέρα στην Ελλάδα, μια Ελληνική μέρα. Η μέρα του καλού και αγαθού Γεωργάκη, η μέρα του πολίτη. Ο Γεωργάκης μας είναι ο καλοκάγαθος γίγαντας έτοιμος να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όλους τους καταφρονεμένους και πονεμένους πολίτες της πατρίδας μας γιατί αυτός είναι μαζί με τον πολίτη. Κι’ έτσι απόλυτα δικαιολογημένα κραυγάζει «πάμε μαζί». Γιατί βέβαια αφού είναι μαζί με τον πολίτη και εμείς μάλλον είμαστε πολίτες, πρέπει να πάμε μαζί. Τώρα αν κάποιοι έχουν και την περιέργεια του πού θα πάμε μαζί, νομίζω πως προτρέχουν. Το ζήτημά μας είναι πρώτιστα αν είμαστε πολίτες. Αλλά και αυτό ας το αφήσουμε για αργότερα. Ας δούμε ίσως με μια μικρή ιστορική αναδρομή τι μπορεί να κρύβεται πίσω από αυτόν το μύθο, το μύθο του πολίτη, όπως λέει και η προσφιλής μας διαφήμιση.
Ο Γεωργάκης μας δεν είναι σαν όλους τους προηγούμενους που ήταν με τους πολίτες με επίθετο. Βλέπεις παλιά σε ρώταγαν Όνομα... Επίθετο...Και έπρεπε να ξέρεις και τα δύο. Γι’ αυτό και οι παλιοί Γεωργάκηδες πάντα συνόδευαν τη χρήση του ουσιαστικού με το κατάλληλο επίθετο. Αν όχι για τίποτε άλλο τουλάχιστον για λόγους εθνικής ασφαλείας. Να βλέπεις πάλι αυτά τα καταραμένα τα επίθετα.


Ας πιάσουμε τώρα για παράδειγμα τον πατέρα του. Αυτός ήταν με τους Έλληνες πολίτες. Θυμάστε εκείνη την περιβόητη ρήση που απαιτούσε απύθμενο βάθος σκέψης για να την καταλάβεις και που μόλις τώρα μ’ αυτήν την καινούρια μου ανάλυση, «πολίτη», θα καταλάβεις: «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες». Και συμπληρώνω εγώ, σε ποιους Έλληνες; Μα φυσικά στους Έλληνες πολίτες. Βέβαια η χρήση του επιθέτου και η κατανόηση του συνθήματος δεν έφερνε και πολλά κέρδη στον πολίτη. Ας πάμε τώρα και λίγο πιο παλιά. Ο παππούς του ήταν με τους εθνικόφρονες πολίτες. Τι επίθετο κι’ αυτό. Να γεμίζει το στόμα σου, να εμπνέεται το είναι σου, να ανατριχιάζει η συνείδησή σου. Όμως η χρήση αυτού του επιθέτου είχε πολλαπλά οφέλη για τους φέροντες το χαρακτηρισμό. Αλλά αυτά είναι παλιές ιστορίες και για να μην σας κουράσω σταματώ εδώ.
Εδώ λοιπόν μ’ αυτήν τη μικρή ιστορική αναδρομή κι’ ανάλυση αρχίζεις να καταλαβαίνεις την πρόοδο του Γεωργάκη. Μεγάλη πρόοδος αδελφέ μου, ωχ συγγνώμη, πολίτη μου ήθελα να πω. Ο εγγονός αφαίρεσε όλα τα επίθετα και κράτησε μόνο το ουσιαστικό. Μόνο τον πολίτη. Έτσι κι' εμείς που τόσα χρόνια νομίζαμε πως και οι προηγούμενοι ήταν μαζί μας, μόλις τώρα αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε πως μόνο τώρα πραγματικά και επιτέλους κάποιος είναι μαζί μας. Βλέπεις οι προηγούμενοι ήταν με τους άλλους εκείνους μωρέ τους πολίτες με επίθετο. Τι σχέση μπορεί να έχουμε εμείς σήμερα με κείνους; Και αυτό βέβαια ας το αφήσουμε για την επόμενη βαθυστόχαστη ανάλυση μου. Αρκεί να δείξετε πνεύμα υπομονής όσο δείχνετε και σε όλους τους Γεωργάκηδες.


Βέβαια τώρα πια αφού έλυσα έστω και προσωρινά το πρόβλημα με τα επίθετα αναρωτιέμαι αν είμαι ένας απλός πολίτης για να είμαι σίγουρος πως τώρα πια θα τύχω και εγώ κάποιας στοιχειώδους προστασίας. Θα έλεγα πως θα είναι δύσκολο κάποιοι να ισχυριστούν πως δεν είμαι πολίτης αν και φοβάμαι πως η κύρια δυσκολία είναι εγώ να το πιστέψω. Όπως λέει και το γνωστό λαϊκό άσμα "αμφιβολίες, το μυαλό μου βασανίζουνε πολλές...".
Σκέφτομαι τα επόμενα τέσσερα χρόνια να ξεπεράσω τις αμφιβολίες μου και να πιστέψω ότι είμαι πολίτης. Αν πάλι δεν τα καταφέρω είμαι σίγουρος πως μόνο εγώ θα φταίω και όχι ο Γεωργάκης μας. Έτσι την επόμενη φορά θα μου ζητήσουν πάλι πίστωση χρόνου γιατί τότε Αυτοί, δηλαδή οι Γεωργάκηδες του κόσμου όλου, θα ανακαλύψουν πως το λάθος τους ήταν όλο κι' όλο η απουσία του σωστού επιθέτου και όχι η κατάργησή του, όπως προς στιγμήν νόμισαν. Σαν να ακούω τους λόγους στα μπαλκόνια τέσσερα χρόνια πιο κάτω..... Ευρωπαίοι πολίτες.....Και τότε θα ξημερώσει μια καινούρια.....αυτή τη φορά......Ευρωπαϊκή μέρα που όλα τότε....επιτέλους....θα μπουν και πάλι στη σειρά τους....αρχίζοντας από την αρχή αλλά όχι από την ίδια αφετηρία, αν αυτή η παρατήρηση σε κάτι χρησιμεύει.


Πολλά φιλιά αγαπημένες μου και για την ώρα χωρίς επίθετο πολίτισες.
Κωνσταντίνος ο Άκτητος

Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2009

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2009

Η ιστορική συνέντευξη του Διονύση Σαββόπουλου στον Σωτήρη Κακίση (1981)



(Με τον Σαββόπουλο στον κήπο)



Διονύσης Σαββόπουλος :
«Οι άνθρωποι σήμερα καλλιεργούν το φλου»


του Σωτήρη Κακίση



Εφ. «ΕΓΝΑΤίΑ» , Δευτέρα, 14 Σεπτεμβρίου 1981
( & Σωτήρης Κακίσης, Αππία Οδός, β’ έκδοση, Αθήνα: Εξάντας, 1982, σελ. 43-58).



Σ.Κ.: Κύριε Σαββόπουλε, τι σχέση έχετε με το νέφος;

Δ.Σ.: Η σχέση που έχω είναι ότι έγραψα τη Συννεφούλα πριν από δεκαεννιά χρόνια, ένα τραγούδι που σεβότανε την ελευθερία του άλλου, και συνέχισα με άλλα επιτυχημένα τραγουδάκια, στα οποία πάντοτε η ελευθερία των άλλων είχε κάτι το εκτυφλωτικό για μένα. Κι έτσι, σιγά-σιγά, βρεθήκαμε, κι εγώ και οι άλλο να περπατάμε σε μια τερατούπολη, με το νέφος μέχρι τη μύτη. Τώρα, γίνονται σύλλογοι. Φοβούμαι ότι δεν περνάνε και πολλά πράγματα από τα χέρια τους. Ξέρω αρκετούς ανθρώπους από κείνους που είναι ανακατεμένοι, ανθρώπους συμπαθέστατους, που όμως οι επαγγελματικές και οικογενειακές τους σχέσεις είναι ασφυκτικές, για να μην πω διαλυμένες. Αν δεν κατάφεραν ν’ αντιμετωπίσουν το νέφος στον ιδιωτικό τους χώρο, πώς θα τ’ αντιμετωπίσουν στην ατμόσφαιρα; Με συγχωρείτε που είμαι τόσο καχύποπτος, αλλά όλα αυτά τα δεκαεννιά χρόνια που σας λέω, όλες οι πολιτικές κινήσεις κοινωνικής διαμαρτυρίας, στις οποίες άλλωστε συμμετείχα κι ο ίδιος – όπως, π.χ., Λαμπράκηδες, Κίνημα Ειρήνης για τον Αφοπλισμό κ.ο.κ. -, όλες αυτές, ήταν βεβιασμένες φόρμες μαζικής πολιτικής, που λειτούργησαν σαν δικαιολογία για να κάνουμε τον ιδιωτικό μας χώρο ξέφραγο αμπέλι. Εν τέλει, διαλύθηκαν και οι ίδιες.

Τώρα με το νέφος. Το νέφος δεν είναι μόνο στον αέρα, το νέφος είναι παντού: στα σπίτια μας, στους φίλους μας, στην προσωπική μας ζωή, και, κατά τη γνώμη μου, θα ’πρεπε η εξυγίανση ν’ αρχίσει από κει. Κι από το περίσσευμα του προσωπικού μας χώρου, κι όχι από την έλλειψή του, να φτάσει να γίνει το πράγμα δημόσια κινητοποίηση. Θα πάω στις συναυλίες εναντίον της μόλυνσης που οργανώνουν οι διάφοροι σύλλογοι. Δεν μπορεί να πει κανείς όχι –κατ’ αρχήν– σε μια τέτοια πρόσκληση, όσο καχύποπτος και να ’ναι. Επιφυλάσσομαι όμως να ολοκληρώσω τη γνώμη μου αργότερα, όταν θα διαπιστώσω κατά πόσο οι οργανωτές έχουν συνείδηση του πράγματος ή όχι. Και πάντοτε θα λέω το ίδιο: μέσα στα πλαίσια ενός πολέμου εναντίον του νέφους, γυρίστε στο σπιτάκι σας και στη γειτονιά σας, κι αν δεν έχετε, φτιάξτε τα. Αλλιώτικα να μη μας φαίνεται περίεργο που το μαύρο σύννεφο, ποικιλόμορφο, ισοπεδώνει τα πάντα, πιέζοντας από πάνω προς τα κάτω.

Σ.Κ.: Τα μπαρ και τα μπαράκια είναι κι αυτά κάποιου είδους άσυλο οικογενειακό, γειτονιά;

Δ.Σ.: Ποια μπαράκια; Ο δίσκος του Βαγγέλη Γερμανού που επιμελήθηκα, ή τα μπαράκια καθ’ εαυτά;

Σ.Κ.: Νομίζω ότι ενδιαφέρει να πούμε και για τα δύο. Ας αρχίσουμε, αν θέλετε, όμως απ΄ τα μπαρ τα καθ’ εαυτά.

Δ.Σ.: Τα μπαρ μ’ αρέσουνε πάρα πολύ. Είναι συνέχεια του κλασσικού καφενείου. Ο άνθρωπος πάντα έχει ανάγκη κάποιων χώρων ουδέτερων, όπου τα πάντα μπορούν να ειπωθούν και τα πάντα να συγχωρεθούν. Παλιότερα, ήμουνα όλη την ώρα στα καφενεία. Σ’ εκείνα τα υπέροχα μάλιστα, με τα μπιλιάρδα. Η γυναίκα μου θύμωνε. «Μα δε μπορείς», μου έλεγε, «να φέρνεις τους φίλους σου εδώ; Είν’ ανάγκη να τρέχεις όλες τις ώρες στο καφενείο;» Προσπαθούσα να της εξηγήσω ότι δεν είναι το ίδιο. Το σπίτι δεν είναι ουδέτερος χώρος. Ο επισκέπτης οφείλει να σεβαστεί τη γυναίκα, τα παιδιά και τις απόψεις του οικοδεσπότη. Πρέπει επίσης να προσέχει πώς κάθεται, και πόσο πίνει. Ενώ στο καφενείο, είναι εντελώς άνετος, μπορεί να πει ό,τι θέλει και να του απαντήσω κι εγώ όπως νομίζω. Τα καφενεία μας βοήθησαν πολύ στη ζωή μας. Αν βάλεις δίπλα-δίπλα δύο συνομήλικους, ίδιας μορφώσεως και τάξεως, αλλά και ιδίου δείκτη νοημοσύνης, όπου όμως ο ένας έχει κάνει πολλά χρόνια καφενέ κι ο άλλος λίγο, θα δεις ότι ο πρώτος είναι πολύ πιο εύστροφος, χαριτωμένος και κοινωνικός.

Πάνε όμως τα καφενεία. Το «Βυζάντιο» στην Αθήνα, το «Αστόρια» και το «Πτι-Παλαί» στη Θεσσαλονίκη, το «Φάληρο», ο «Γκιγκιλίνης».

Μου φαίνεται ότι οι πόλεις πια είναι πολύ άσχημες και το φως της ημέρας δεν έχει να φανερώσει τίποτα καλό. Επομένως, είν’ απαραίτητο να πέσει το βραδάκι για να δημιουργηθεί το κλίμα εκείνο που ευνοεί τους χώρους των συναθροίσεων. Αυτή την ανάγκη ήρθε να καλύψει, κατά τη γνώμη μου, το μπαρ. Δεν είναι μόνο αυτό. Το μπαρ είν’ ένας χώρος που μπορεί πια να στεγάζει και γυναίκες. Στα καφενεία δε μπορούσαν να πατήσουν. Άρα το μπαρ είναι κοινωνικά πιο ανοιχτό και πιο προχωρημένο. Μεγάλο ρόλο παίζει επίσης στα μπαρ η μουσική, η οποία κάνει τη σιωπή των θαμώνων πολύ εύγλωττη. Κι αναγκάζει, λόγω της εντάσεώς της, τους φλύαρους να περιορίζονται στα απολύτως απαραίτητα. Πράγμα που κι αυτό, απ’ ότι παρατηρώ, είναι μια καινούρια κοινωνική ανάγκη. Για μένα προσωπικά που ’μαι φλύαρος άνθρωπος, το μπαρ λειτουργεί σαν ένα καινούριο, οδυνηρό σχολείο, όπου διδάσκομαι τη μούγγα.

Πάνω απ’ όλα μ’ αρέσει αυτή η ατμόσφαιρα υπερβολικού συναισθηματισμού και ερωτισμού, που χαρακτηρίζει τα μπαρ. Ερωτισμού όχι με την έννοια ότι εκεί πέρα συνάπτονται ερωτικές γνωριμίες, αλλά με την έννοια ότι οι συνομιλίες έχουν εξομολογητικό χαρακτήρα. Ο άνθρωπος μέσα στο μπαρ χαλαρώνει με τη βοήθεια του ποτού και της μουσικής, βγάζει από πάνω του το άγχος της ημέρας και ξαναγίνεται, κατά κάποιο τρόπο, καθαρός και παρθένος απέναντι στους γνωστούς του, αλλά και στους νεοεμφανιζόμενους εκ της εισόδου. Κι επειδή αυτές οι εξομολογητικές συνομιλίες, λόγω της εντάσεως της μουσικής, αναγκάζουνε τους συνομιλούντες να μιλάνε δυνατά και φωναχτά, το μπαρ γίνεται ένα τέμενος από φωναχτές προσευχές, σαν χάβρα ή σαν τελετή Ινδιάνων.

Τα μπαρ είναι αμυντικά χαρακώματα απέναντι στην ισοπέδωση των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.

Σ.Κ.: Και «Τα Μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού;

Δ.Σ.: «Τα Μπαράκια» του Βαγγέλη Γερμανού έχουν το ίδιο κοινωνικό κλίμα που υπάρχει και στα μπαρ. Είναι η δεύτερη φορά που κάνω καλλιτεχνική επιμέλεια παραγωγής δίσκου, και, πιστέψτε με, δεν κάνω αυτή τη δουλειά επειδή μ’ αρέσει –μολονότι δε με δυσαρεστεί-, αλλά επειδή αγανακτώ όταν βλέπω τι τραβάει ένας νέος συνθέτης προκειμένου να γυρίσει δίσκο. Αν ο νέος συνθέτης δε γράφει στο ιδίωμα του μπουνταλο-προοδευτικού μπουζουκιού, είν’ υποχρεωμένος ν’ ανεβοκατεβαίνει σκάλες ατελείωτες για ν’ ακούσει στο τέλος το «Περάστε αύριο». Βέβαια, ανεβοκατεβαίνουν αυτές τις σκάλες και πάρα πολλά ψώνια. Να όμως που ανάμεσα τους υπάρχουν και άνθρωποι ταλαντούχοι.

Οι παραγωγοί των εταιρειών φαίνεται ότι δεν έχουν την ικανότητα να κάνουν αυτή τη βασική διάκριση ανάμεσα στον ταλαντούχο και τον μη-ταλαντούχο. Έτσι, σε δύο περιπτώσεις, χρειάστηκε να μιλήσω εγώ στην εταιρεία συνεργάζομαι συνήθως. Δεν τους έφτανε όμως η γνώμη μου, θέλανε και να τραγουδήσω κάτι μέσα στο δίσκο, και κάτι να ενορχηστρώσω, και κάπως να φροντίσω όλο το δίσκο, ούτως ώστε να μπορέσει να πλασαριστεί ευκολότερα –όπως αυτοί νομίζουν– στην αγορά. Γι’ αυτό αναγκάστηκα να κάνω τον ιμπρεσάριο. Αλλά και σ’ αυτό βρήκαν να πουν διάφορες κουτσομπόλες του επαγγέλματος ότι όλα αυτά τα κάνω για να «καπελώσω» τους νέους συνθέτες. Είναι ψέμα. Έκανα παραγωγές και θα ξανακάνω αν μου τύχει κάτι το ενδιαφέρον στο μέλλον, επειδή θέλω να βγουν ορισμένα καινούρια πράγματα στο δίσκο, τα οποία είμαι πεπεισμένος ότι, αν δεν ανακατωνόμουνα ο ίδιος, δε θα έβγαιναν.

Τίποτε άλλο για μπαράκια εν γένει;

Σ.Κ.: Δεν ξέρω, εμένα τα μπαρ μου θυμίζουνε Θεσσαλονίκη.

Δ.Σ.: Στην οποία Θεσσαλονίκη μάλιστα ανθούν ιδιαίτερα. Κι είναι πάρα πολύ φυσικό. Γιατί στη Θεσσαλονίκη η νεολαία φαίνεται ιδιαίτερα συμπιεσμένη. Παλιά δεν ήταν έτσι. Εγώ και οι φίλοι πριν από δεκαεννιά χρόνια εκεί πέρα, δεν αισθανόμασταν καμία ιδιαίτερη συμπίεση. Αντιθέτως αισθανόμασταν ότι ήμαστε απολύτως μες στην κλίμακά μας. Άλλο εάν ήρθαμε, εγώ και μερικοί φίλοι, απ’ τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα. Το κάναμε αυτό από φιλοδοξία, έστω από νεανική επιπολαιότητα. Συγκεκριμένα, μου ’χε πει τότε ο ποιητής Ντίνος Χριστιανόπουλος: «-Πρόσεχε, η Αθήνα είναι γάτα και σε κατουρήσει». Δεν βλέπω βέβαια να γλίτωσε κι η Θεσσαλονίκη. Η διαφορά είναι ότι τότε ερχόμασταν στην Αθήνα έχοντας υπ’ όψη μας ότι ανά πάσα στιγμή μπορούμε να γυρίσουμε στη Θεσσαλονίκη, όπου τα πράγματα είναι ωραία και στα μέτρα μας. Η Θεσσαλονίκη δηλαδή λειτουργούσε σαν μια μεγάλη πλάτη για μας. Τώρα πια πού να πας; Ακολουθεί κι αυτή τα καλά της Αθήνας, κι ο νέος συμπιέζεται εκει πέρα τόσο πολύ όσο κι εδώ. Γιατί η Θεσσαλονίκη έχει πάρα πολύ χαλάσει. Και πιστεύω ότι φταίνε οι φίλοι μου οι αρχιτέκτονες γι’ αυτό.

Φταίνε για τον εξής λόγο: διότι ο ιδιώτης, ο οποίος κάνει αίτηση να γκρεμίσει το σπίτι του να χτίσει καινούριο στο μικρό του οικοπεδάκι, δεν μπορεί να φανταστεί ότι ταυτοχρόνως κάνουνε κι ένα σωρό άλλοι αιτήσεις, κι επομένως δεν μπορεί να προβλέψει το πώς θα καταντήσει η πόλη του μετά από λίγα χρόνια. Οι υπάλληλοι του υπουργείου που δίνουνε την άδεια είναι Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι, επομένως, εξ ορισμού άνευ φαντασίας και χωρίς ικανότητα προβλέψεως κανενός πράγματος. Οι μηχανικοί δε μπορούν να προβλέψουν τίποτα διότι δεν έχουν εκπαιδευτεί σ’ αυτό. Αυτοί έχουν εκπαιδευτεί στο να φτιάχνουνε στέρεα, ας πούμε, ένα σπίτι. Οι μόνοι που έχουν εκπαιδευτεί να ξεχωρίζουν το ωραίο απ’ το άσχημο, και να διακρίνουν τι είναι ωφέλιμο για μια πόλη και τι βλαβερό, είναι οι αρχιτέκτονες. Και αυτοί είναι που δεν είπαν τίποτα. Να γιατί είμαι καχύποπτος απέναντι στις δημόσιες διαμαρτυρίες κατόπιν εορτής. Γιατί στην Ελλάδα τουλάχιστο προϋποθέτουν μια απέκδυση της προσωπικής ευθύνης. Τι θα καταλάβει ο κόσμος αν του πούμε ότι φταίει ο καπιταλισμός; Θα μας απαντήσει πολύ λογικά: παλαιά ο νοικοκύρης ζήταγε σπίτι απ’ τον ειδικό, κι ο ειδικός του ’φτιαχνε εκείνο το ωραίο. Τώρα του φτιάχνει αυτό.

Οι δεσμοί των ανθρώπων με τα πράγματα που αγαπούν, και με την κρίση τους, και με το οικείο τους περιβάλλον, γίνονται όσο πάει και πιο χαλαροί. Οι άνθρωποι προτιμούνε, αντί του να εκφράζονται –γιατί για να εκφραστείς, πρέπει να έχεις δεσμό με πράγματα πολύ οικεία και πολύ βιωμένα-, προτιμούν να κάνουν στυλ. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Οι άνθρωποι σήμερα προτιμούν να καλλιεργούν το φλου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα μια γενική ανεκφραστικότητα σ’ όλο το χώρο, έχει σαν αποτέλεσμα όλη αυτή τη χλαπάτσα.

Με ρωτάνε γιατί δε βγαίνουνε καινούριοι τραγουδιστές. Μα ούτε καν καινούριες «γκόμενες» δεν βγαίνουν. Κάποτε, βγαίνανε κάθε χρόνο φουρνιές ολόκληρες ντεμπυτάντ, ωραίων ή μη, πάντως ικανών να δημιουργήσουν αναστατώσεις και ιστορίες, που τόσο πολύ τις χρειάζεται μια πόλη για να μπορεί να είναι ευγενική, πολιτισμένη, γενναιόδωρη, και να μην είναι παραδομένη στο χυδαίο υλισμό του κέρδους!

Ούτε καν οι αθλητές, που γνωρίζω ότι σας ενδιαφέρουν, κύριε Κακίση, δεν έχουν πια την ίδια λάμψη. Διότι, καθώς στο εξωτερικό ο αθλητής έχει γίνει πια μια μηχανή που επιδιώκει το ρεκόρ, χωρίς να ’χει καμιά επαφή με το πιο πολύτιμο μέρος της προσωπικότητάς του, εδώ στην Ελλάδα προσπαθούμε να κάνουμε κάτι παρόμοιο, με το γνωστό βέβαια μίζερο κι επαρχιώτικο τρόπο. Οπότε ο αθλητής δεν είναι πια ο άνθρωπος που ξεπερνάει τον εαυτό του. Γιατί αυτό είναι που δίνει λάμψη στον αθλούμενο: το ότι σήμερα μπορεί και κάνει κάτι παραπάνω απ’ αυτό που ’κανε ο ίδιος χτες. Αυτό έχει σημασία κι όχι οι νίκες και τα ρεκόρ.

Σ.Κ.: Μικρός κάνατε αθλητισμό;

Δ.Σ.: Με τον αθλητισμό έχω σχέσεις αντιφατικές. Απ’ τη μία μεριά μ’ αρέσει, για το λόγο που ανέφερα, γι’ αυτή τη λάμψη που διαθέτει ο αθλητής ξεπερνώντας τον εαυτό του. Απ’ την άλλη, παρατηρώ ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στις δραστηριότητες του σώματος και στις δραστηριότητες του πνεύματος, πολύ πριν εμφανιστεί στα μυαλά των κουλτουριάρηδων που τον μισούν, είχε εμφανιστεί κιόλας στις συμμορίες των πιτσιρικάδων, όταν ακόμα ήμουνα μικρός. Θυμάμαι που πήγαινα στο σπίτι μου απ’ το ωδείο με το βιολί στο χέρι κι οι πιτσιρικάδες αυτό το θεωρούσανε απόδειξη ότι δεν είμαι ικανός για τα ποδόσφαιρα. Όταν ερχότανε η ώρα οι δύο αρχηγοί να βάλουν πόδια και να διαλέξουνε παίκτες, εγώ έμενα τελευταίος, κι η ομάδα που της λάχαινα με «κλώτσαγε». Από τότε μου ’χει μείνει τραύμα. Χρόνια μετά όταν είδα σε μια ανάλογη σκηνή το Γούντυ Άλλεν να πηγαίνει με το βιολοντσέλο και να του σπάνε τα γυαλιά οι πιτσιρικάδες, μ’ έπιασε νευρικό γέλιο και με βγάλανε απ’ την αίθουσα. Παθαίνω ένα είδος αλλεργίας όταν βλέπω αθλητικές φανέλες κλπ. Αλλά και στα εφηβικά μου χρόνια, μονίμως οι κοπέλες προτιμούσαν ένα μπασκετμπολίστα αντί για μένα.

Κατά βάθος όμως ο αθλητισμός μ’ αρέσει πολύ. Προσέξατε που στον τελευταίο μου δίσκο, στη «Ρεζέρβα», παρουσιάζομαι στην πίσω φωτογραφία με Adidas ; Ένας φίλος μου αθλητής όμως όταν είδε τη φωτογραφία αυτή, μου είπε ότι είμαι σαν την «Καραγκούνα» με Adidas. Έτσι, μ’ έκοψε, γιατί με τη φόρα που ’χα πάρει μπορεί να ’φτανα και στους Ολυμπιακούς!




(Σαββόπουλος, Κύβελος, Κακίσης, Φασιανός. Φωτογραφία: Νανά Κακίση)



Σ.Κ.: Τα φεστιβάλ των κομματικών νεολαιών, που για μένα απαιτούν μια αθλητική ομαδοποίηση, έχουνε σχέση με την ανεκφραστικότητα που αναφέρατε;

Δ.Σ.: Σ’ αυτά τα φεστιβάλ οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις ειν’ ένα πρόσχημα, για να «μαζευτούμε» και να μετρηθούμε. Δεν είναι βέβαια μόνο στα φεστιβάλ η τέχνη ένα πρόσχημα. Φερ’ ειπείν και στο σώου-μπίζνες ένα πρόσχημα είναι η τέχνη. Αυτό όμως λέω κι εγώ: σε τι διαφέρουν τα φεστιβάλ των κομματικών νεολαίων από το σώου-μπίζνες; Γιατί, ως γνωστόν, στα φεστιβάλ όλο και τίποτα μικρόφωνα λείπουν, όλο και το κοινό δεν ακούει, οι μουσικοί παραπονιούνται που δεν πληρώνονται, κ.α.

Σ.Κ.: Ίσως εδώ ένας πολιτικοποιημένος νέος να σας έλεγε: «-Ναι, αλλά εμείς πηγαίνουμε για μια ιδέα».

Δ.Σ.: Εδώ έχω ν’ απαντήσω το εξής: η τέχνη την οποία υπηρετώ είναι αρχαιότατη. Έχει τους δικούς της αγίους και μάρτυρες. Επομένως, δεν υπολείπεται σε τίποτε από καμία άλλη τέχνη, ούτε από την πολιτική τέχνη, ούτε από καμία άλλη ιδέα. Θα ήθελα, με την ευκαιρία αυτής της συνέντευξης, ν’ απευθυνθώ σ’ όλους μου τους συναδέλφους, και να τους πω να πάψουν να αισθάνονται κομπλεξικοί απέναντι στους πολιτικούς τους φίλους, να αισθανθούν την περηφάνια που πρέπει να ’χει ο καλλιτέχνης και να μη νομίζουν ότι η δουλειά που κάνουν είναι υποχρεωμένη να αντλήσει κύρος από κάτι άλλο, τάχαμου δήθεν, μεγαλύτερο και σπουδαιότερο, κι όχι από το ίδιο τους το έργο. Βέβαια, καταλαβαίνω ότι πολλές φορές οι άνθρωποι πρέπει να συνεργάζονται και οι πάσης φύσεως δραστηριότητες, καλλιτεχνικές, κοινωνικές κλπ., πρέπει κάπου να συγκλίνουν. Αυτό το παραδέχομαι. Ας γίνεται λοιπόν η συνεργασία, αλλά επί ίσοις όροις. Όχι να με παίρνει τηλέφωνο και να χρησιμοποιεί κατευθείαν τον ενικό: «-Τι γίνεται, Νιόνιο; Καμιά ορχηστρούλα έχουμε; Θα κάνουμε τίποτα;». Ποιος είσαι κύριε; Με ξέρεις, σε ξέρω; Από πού κι ώς πού θα κάνουμε κάτι μαζί; Τι ’μαστε, συνέταιροι; Μια-δυο φορές, το μάθανε, και δεν με ξαναπαίρνουνε πια.

Λοιπόν. Σαν καλλιτέχνης αυτής της χώρας ζητώ κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι, ο καθένας στον τομέα του, τη χειραφέτηση των καλλιτεχνών. Και δεν το λέω επειδή το πρόβλημα είναι επίκαιρο. Στην Ελλάδα πάντοτε ο καλλιτέχνης εθεωρείτο ανήλικος και υπό κηδεμονία. Παλιότερα, εξαρτιότανε από την Εκκλησία, αργότερα από τις κοινότητες, τις δημογεροντίες, την κοινή γνώμη. Ήρθε επιτέλους η ώρα να ζητήσουμε κι εμείς, μετά τις γυναίκες, τη χειραφέτησή μας. Διαφορετικά συμβάλλουμε κι εμείς στην ισοπέδωση και τη σύγχυση.

Σ.Κ.: Τι πολιτικά μέτρα προτείνετε εναντίον της ισοπέδωσης και της σύγχυσης;

Δ.Σ.: Να επιστρέψουμε στο μικρό μας χώρο, στην οικειότητα μας, στο γενέθλιο έδαφος των ονείρων μας.

Σ.Κ.: Πάνω στην πολιτική ορολογία παρακαλώ.

Δ.Σ.: Αυτό πολιτικά σημαίνει αποκέντρωση. Δεν μπορεί να ζει ο Έλληνας σε γιγάντιες κοινωνίες ορθολογιστικά οργανωμένες, αλλά ευρωπαϊκά. Ο Εγγλέζος καταλαβαίνει ότι ο δρόμος είναι κοινός και δεν τον λερώνει, ενώ εγώ δεν μπορώ. Όχι γιατί είμαι απολίτιστος, αλλά γιατί με επηρεάζει άλλου είδους πολιτισμός, που για να ανθήσει θέλει την οικεία κοινότητα, κι όχι το απρόσωπο των σημερινών ελληνικών πόλεων. Γιατί τα νησιά μας είναι πεντακάθαρα κι οι κάτοικοι ασπρίζουν το δρόμο τρεις φορές την ημέρα; Διότι η πραγματικότητα η γεωγραφική τους ανάγκασε να είναι συνεχώς «μεταξύ τους» και να ’χουν πρόσωπο ο ένας απέναντι στον άλλο. Ούτε και στα οικεία μας μέρη όμως μπορούμε να ζήσουμε τώρα. Γιατί είναι μαραμένα και σου δίνουν συνεχώς την αίσθηση ότι το παιχνίδι παίζεται κάπου αλλού.

Σ.Κ.: Τι μπορεί να γίνει λοιπόν;

Δ.Σ.: Επαναλαμβάνω: πρέπει να γίνει αποκέντρωση, και ν’ αναπτυχθούν αυτόνομα οι τόποι. Οι πόλεις πρέπει να ’ναι βία 100.000 κάτοικοι, και πολύ λέω. Και δεν φτάνει αυτό. Αυτό είναι για το οργανωτικό μέρος μόνο. Πρέπει επίσης η κάθε πόλη να είναι συνδεδεμένη με κάτι το υπερβατικό, για να μπορεί να τη «βρίσκει», και να ’ναι σαν παραμυθένια. Κι αυτό το κάτι, ό,τι και να ’ναι, δεν μπορεί παρά να έχει κάποια σχέση με την Ανατολική Ορθόδοξο Εκκλησία, που υπήρξε η πνευματική μας προϋπόθεση για αιώνες. Δεν είναι αστεία πράγματα αυτά. Πρέπει να μπορούμε να μιλάμε με την Εκκλησία χωρίς κουλτουριάρικα κόμπλεξ κι ανόητες απορρίψεις. Δεν πρέπει, σας παρακαλώ, ο λεγόμενος πνευματικός άνθρωπος να συναντηθεί μ’ ό,τι παραμύθιασε τους παππούδες του; Πιστεύω πως αν δεν το κάνει, είναι προκατειλημμένος και ρηχός, και τελικά ανίκανος να συναντηθεί με τους άλλους ανθρώπους εν γένει.

Πολιτικά πιστεύω σ’ ένα γαλαξία από υπερβατικές ελληνικές κοινότητες, που αφομοίωσαν την κοινωνική και πνευματική τους παράδοση.

Σ.Κ.: Μήπως αυτά είναι κάπως ουτοπικά;

Δ.Σ.: Να δούμε τότε μέχρι πού θα φτάσουν οι ρεαλισμοί. Δεν θα υπάρχει ρωμέικο σε λίγες δεκαετίες. Οι πολιτικοί δεν φαίνεται να φτάνουν πάρα πέρα από ένα ορθολογιστικό ευρωπαϊκό μοντέλο, μεταφερμένο άρον-άρον στα καθ’ ημάς. Εγώ πιστεύω ότι ο άνθρωπος έχει μια πλευρά ορθολογιστική που μετράει, αναλύει, ταξινομεί, και μια άλλη, «τρελή», της φαντασίας, της επιθυμίας, της έκφρασης, της πίστης. Καμιά απ’ τις δύο δεν μας σώζει από μόνη της. Αν ακολουθήσουμε την πρώτη θα φτάσουμε στη βόμβα νετρονίου, και με τη δεύτερη στην πτώση του Βυζαντίου. Γιατί στο Βυζάντιο το ξέρανε το μπαρούτι, αλλά μόνο για πυροτεχνήματα. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν ότι άμα μπει σ’ ένα σωλήνα και του δώσεις μια μ’ ένα καρφί από πίσω σκοτώνεις στα χίλια μέτρα. Στη Δύση το ανακάλυψαν. Κι επειδή τίποτα δεν ανακαλύπτεται αν κατά βάθος δεν το θέλεις, γι’ αυτό λέω: υπάρχει κάτι το ιδιαίτερα φονικό μέσα στ’ αυλάκια του εγκεφάλου του δυτικού ανθρώπου, που οδηγεί μέχρι τη βόμβα νετρονίου. Αλλά κι η άλλη πλευρά μας οδηγεί στον αφανισμό. Είν’ αλήθεια πολύ πιο έντιμο και πνευματικό και μεγαλειώδες.

Σ.Κ.: Τι μας γλυτώνει κι απ’ τις δύο αυτές πορείες;

Δ.Σ.: Αν θέλουμε να επιβιώσουμε και να προοδεύσουμε κοινωνικά, πρέπει να γίνει μια σύνθεση. Και μόνο μέσα σε μικρές κοινότητες απολύτου ευθύνης μπορεί να λάβει χώρα μια τέτοια δύσκολη σύνθεση. Διότι και στο παρελθόν, μόνο στην Ελλάδα των κοινοτήτων συνέβη.

Σ.Κ.: Προφανώς έχετε στο νου σας τις πόλεις-κράτη της Αρχαίας Ελλάδας.

Δ.Σ.: Όχι μόνο της Αρχαίας Ελλάδας, γιατί το πρόβλημα μιας μεγάλης σύνθεσης υπήρξε το μόνιμο χαρακτηριστικό του Ελληνισμό μέχρι και τον Διονύσιο Σολωμό. Μετά αρχίσαμε ν’ απομακρυνόμαστε απ’ αυτό το δράμα, απ’ την πνευματικότητα, αν θέλετε, που μας χαρακτήριζε πάντα, και που βεβαίως ιδιαίτερα στην αρχαία Αθήνα σκηνοθετήθηκε κατά τρόπο εντυπωσιακό.

Σ.Κ.: Αυτό σας προκάλεσε ίσως το ενδιαφέρον ν’ ασχοληθείτε με τους «Αχαρνής»;

Δ.Σ.: Ναι, γιατί στους «Αχαρνής» έχουμε μια πόλη που είναι τόσο γόνιμη ακόμα και στην παρακμή της, ώστε το γεγονός ότι δεν μπορεί πια να «γιορτάσει», μπορεί και το κάνει έργο.

Σ.Κ.: Πώς αντιμετώπισαν φέτος οι Κρητικοί, που ζουν ακόμα κάπως κοινοτικά, τους «Αχαρνής»;

Δ.Σ.: Είχαμε πολύ καλή επιτυχία. Την ίδια ώρα σε κοντινή πλατεία έπαιζε κι ο κύριος Χαρίλαος Φλωράκης. Κι αυτοί πολύ καλά πήγανε. Είχαν λίγο περισσότερο κόσμο από μας. Ε, όσο να ’ναι εγώ ακόμα καινούριος είμαι.

Σ.Κ.: Οι «Αχαρνής» σας βγήκαν τώρα πια και σε βιβλίο;

Δ.Σ.: Φάλτσο βιβλίο! Δεν το έβγαλα εγώ. Ένας συμπαθής νέος εκ Θεσσαλονίκης ήρθε πριν από δύο χρόνια και μου ζήτησε την άδεια να βγάλει τους «Αχαρνής» σε βιβλίο. Είχε μία κασέτα από μια ζωντανή παράσταση, και μου ’πε ότι από ’κει θα έβγαζε το κείμενο και με τη βοήθεια ενός μουσικού του συνεργάτη και τις νότες. Δέχτηκα κατ’ αρχήν με τη συμφωνία ότι όταν συγκεντρωθεί το υλικό θα μου το ’φερνε για να το κοιτάξω. Το πράγμα αυτό δεν συνέβη. Το βιβλίο κυκλοφόρησε, και το κείμενο ευτυχώς είν’ εντάξει, αλλά η μουσική δεν «παίζεται». Ουδεμία σχέση έχει με την πραγματικότητα. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτονται αυτά τα παιδιά. Ήδη εδώ πέρα στην Αθήνα κυκλοφορούνε τουλάχιστο τρεις εκδόσεις χωρίς την άδειά μου, του περιθωρίου μεν, πλην όμως γεμάτες λάθη και τσαπατσουλιές. Δεν είμαι κανένας μανιακός της πνευματικής ιδιοκτησίας. Οι καλλιτέχνες δανείζονται μεταξύ τους, κι εγώ το διέπραξα άλλωστε. Άλλο όμως αυτό, κι άλλο να ιδροκοπάς να παρουσιάσεις κάτι και μετά να το βλέπεις να κυκλοφορεί αγνώριστο.

Σ.Κ.: Η έκδοση της «Ρεζέρβας» και των άλλων βιβλίων που μάθαμε ότι θ’ ακολουθήσουν;

Δ.Σ.: Θα ’χω τη δουλειά μου καθαρή και συγκεντρωμένη σύντομα ελπίζω. Η «Ιθάκη» θα τα βγάλει όλα. Θα βγει μια σειρά από τομίδια που το καθένα θα περιέχει το υλικό ενός ή δύο δίσκων, στίχους και νότες, συν οι συνεντεύξεις πέριξ, απ’ τον περιοδικό και ημερήσιο τύπο.

Σ.Κ.: Γιατί και οι συνεντεύξεις;

Δ.Σ.: Α, μάλιστα. Μπαίνουν γιατί είναι η καθημερινότης που τόσο αγαπάμε, είναι το πνεύμα του καφενείου και της αγοράς που λέγαμε στην αρχή. Από το ήθος αυτής της αγοραίας παιδείας ορμώμενος είναι που βγαίνω και μιλάω στις εφημερίδες, ακόμα και με αναγνωρισμένους ηλίθιους. Δεν εννοώ εσάς φυσικά.

Σ.Κ.: Άρα εγκαταλείπετε το παλιό στυλ των βιβλίων με σκέτους τους στίχους.

Δ.Σ.: Ναι, γιατί αν είναι μόνο οι στίχοι μπερδεύομαι με τα χωράφια της ποίησης. Ενώ εγώ γράφω πράγματα για να τραγουδιούνται, απευθύνομαι κυρίως σ’ ένα κόσμο που η ζωή του γλυκαίνει ιδίως απ’ το τραγούδι. Φυσικά μια τέτοια έκδοση είναι μεγάλη φασαρία. Τυπογραφικά για νότες δεν υπάρχουν. Οι παρτιτούρες φτιάχνονται από ειδικούς μουσικούς καλλιγράφους, με το πενάκι. Αυτό σημαίνει πολύ χρόνο και πολλά έξοδα. Γι΄ αυτό, κι όχι για να την κολακέψω, λέω μπράβο στην «Ιθάκη». Στον Κοτανίδη δηλαδή, και στον Κακουλίδη.

Σ.Κ.: Τελειώνοντας, διακρίνετε τίποτα μέσα στο νέφος;

Δ.Σ.: Ένα παιδικό θέατρο. Στο Πήλιο, που περνάω αρκετούς μήνες το χρόνο, έχω γειτόνισσα την Ξένια Καλογεροπούλου, που έχει το παιδικό θέατρο στο ΑΘΗΝΑ. Δεν μπορούσα ν’ αρνηθώ μια ευγενική πρόσκληση γειτόνισσας, τη στιγμή μάλιστα που αφορούσε μια παράσταση ενδιαφέρουσα. Πρόκειται για μια διασκευή της Οδύσσειας, διανθισμένη και με άλλα παραμύθια, που έκανε η ίδια η Ξένια. Θα γράψω εφτά παιδικά τραγούδια γι’ αυτή την παράσταση, τα οποία θα παίζονται από τους ίδιους τους ηθοποιούς, που έχουνε διαλεχτεί όλοι τους να παίζουν όργανα και να τραγουδάνε. Έτσι η μουσική μου θα ’ναι ζωντανή, και βεβαίως και η παράσταση.

Μ’ αρέσει να παίζω για παιδιά. Γιατί δεν έχουν καμιά δυσκολία κι άμα βαριούνται σηκώνονται και φεύγουν. Δεν χάνω λοιπόν την ευκαιρία. Διδάσκεται κανείς αρκετά πράγματα παίζοντας και διηγούμενος κάτι σε παιδιά.

Σ.Κ.: Τι πα’ να πει «παιδιά»;

Δ.Σ.: Παιδιά είναι μια περίπτωση όπου μπορεί να ’σαι χαριτωμένος χωρίς να ’σαι καθωσπρέπει. Όπου μπορείς δηλαδή να ’σαι αθώος.

Σ.Κ.: Το ροκ είναι παιδική μουσική;

Δ.Σ.: Στην αρχή ναι. Αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν αθώοι. Κάνανε μπάνιο γυμνοί. Μετά που άρχισαν όμως να ωριμάζουν και να εμβαθύνουνε στα θέματά τους, χάλασαν και μαράζωσαν.

Σ.Κ.: Ο Καζαντζίδης είναι παιδί;

Δ.Σ.: Όχι, γιατί στα τραγούδια του είναι συνεχώς ένοχος. Γι’ αυτόν η ζωή μοιάζει να είναι μια ξενιτιά χωρίς σύνορα, με μόνιμο συνοδό τον πόνο. Όλα καταλήγουν στο θάνατο, και μοναδική παρηγοριά είναι η μάνα. Δε μπορείς να τον κεράσεις ένα παγωτό χωνάκι.

Σ.Κ.: Εμείς μπορούμε να σας κεράσουμε ένα παγωτό χωνάκι;

Δ.Σ.: Όχι, γιατί έχω τις αμυγδαλές μου. Ευχαριστώ.





(Χειρόγραφο του Διονύση Σαββόπουλου στον Σωτήρη Κακίση)