Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Θανάσης Μωραΐτης: Για το CD "Τραγούδια της Σίφνου"







Περιλαμβάνει 21 τραγούδια ηχογραφημένα το 1930 στην Αθήνα από την Μέλπω Μερλιέ, το 1961 στην Αθήνα από τον Μάρκο Δραγούμη, το 1971 στη Σίφνο από την Δέσποινα Μαζαράκη και το 1998 στη Σίφνο από τον Θανάση Μωραΐτη. 

Επιμέλεια ενθέτου, παραγωγής, έκδοσης: Μάρκος Φ. Δραγούμης, Θανάσης Μωραΐτης 
Έκδοση: Φίλοι Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ, Οκτώβριος 2001


Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΛΩΝΙΑ ΣΙΦΝΟΥ ΤΟ 1998

Τον Γιώργο Θώμο και την Νεφέλη Κονταρίνη τους γνώρισα από τον «γέροντά μου» ποιητή και καθηγητή Ματθαίο Μουντέ (1935-2000) πριν αρκετά χρόνια. Βρισκόμασταν πολλές φορές τα βράδια όλοι μαζί σε εστιατόριο στον περιφερειακό του Φιλοπάππου, όπου προτιμούσε ο Ματθαίος να βλέπει τους φίλους του. Κάθε φορά, και όλο πιο συχνά μετά το 1996, μου μιλούσαν για την Σίφνο. Ιδιαίτερα όμως για τους μουσικούς και τους τραγουδιστές που άκουγαν στα γλέντια και στα τραπέζια που γίνονταν εκεί.

Επειδή γνώριζαν την συνεργασία μου με τον Μάρκο Δραγούμη και το Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο, μου πρότειναν να οργανώσουμε μία αποστολή με σκοπό την καταγραφή και ηχογράφηση των τραγουδιών της Σίφνου. Το μόνο που γνώριζα έως τότε, ήταν η εργασία που είχε κάνει ο Νίκος Σκαλκώτας για λογαριασμό του ΜΛΑ πάνω σε πέντε Σιφνέικες μελωδίες. Μιλώντας με τον Μάρκο Δραγούμη για την επιθυμία-πρόταση των φίλων μου, έμαθα ότι το 1961 είχε ηχογραφήσει στο σπίτι του στην Αθήνα μερικούς από αυτούς τους μουσικούς που άκουγα από τους φίλους μου. Επίσης, ότι η Δέσποινα Μαζαράκη είχε κάνει το ίδιο στην Σίφνο το 1971, μόνο που η ταινία με αυτές τις ηχογραφήσεις βρισκόταν στο Ίδρυμα Baud-Bovy στην Γενεύη. 

Ο καιρός περνά και στο πέρασμά του ωριμάζει η αποστολή στη Σίφνο που γίνεται τον Αύγουστο του 1998. Πήγα με τους φίλους μου που εν τω μεταξύ είχαν μιλήσει με τους μουσικούς και σχεδόν είχαν οργανώσει τα πάντα. Η μεθοδική προεργασία του Μάρκου Δραγούμη για το μουσικό τοπίο της Σίφνου ήταν καθοριστική γιατί, πριν πάω εκεί γνώριζα σχεδόν τα πάντα για τα τραγούδια και τους ιδιαίτερους σκοπούς του νησιού, πράγμα απολύτως απαραίτητο για την επιτυχή έκβαση κάθε αποστολής.

Η αυλή του σπιτιού των φίλων μου στην Απολλωνία πλημμύρισε σε δύο απογεύματα με τα τραγούδια και τους σκοπούς της Σίφνου. Στην πρώτη ηχογράφηση, που έγινε την Τετάρτη το απόγευμα 26 Αυγούστου, έπαιξαν και τραγούδησαν (16 τραγούδια) οι: Απόστολος Αρμελενιός (βιολί: Guarnerius του 1729) και Γιάννης Γαλίφος (λαούτο). Στην δεύτερη ηχογράφηση, που έγινε την Πέμπτη 27 Αυγούστου (και η οποία εξελίχτηκε σε γλέντι μετά χορών, μια και η διαρροή της πληροφορίας για την πρώτη ηχογράφηση έφερε πολλούς κατοίκους της Σίφνου στην αυλή, ανάμεσά τους και τον κορυφαίο λαογράφο και συγγραφέα βιβλίων για τα λαϊκά δρώμενα του νησιού κ. Αντώνη Τρούλλο), μαζί με τους δύο προαναφερόμενους έπαιξαν και τραγούδησαν (26 τραγούδια) οι: Νίκος Ατσόνιος ή Προυνίδης (τραγούδι), Βασίλης Γεωργούλης (τραγούδι), Κώστας Γεωργούλης (βιολί), Γιώργος Ατσόνιος (λαούτο), Ιωάννης Κάραβος (λαούτο) καθώς και ο 15χρονος μαθητής του Αρμελενιού Παντελής Αγιουτάντης.

Η προθυμία όλων να παίξουν και να τραγουδήσουν ό,τι τους ζητούσα ήταν μεγάλη και συγκινητική. Σε ανθρώπινο και προσωπικό επίπεδο η φιλοξενία και η προσφορά τους μας κάνει να νοιώθουμε ευγνωμοσύνη γι’ αυτούς. Σε καλλιτεχνικό όμως επίπεδο, η ευγνωμοσύνη μας σ’ αυτούς τους υπέροχους μουσικούς είναι απεριόριστη. Ακόμα όμως μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη τούς οφείλεται από τους κατοίκους της Σίφνου που, χάρη στην ευαισθησία και στο ταλέντο των μουσικών-μελών της κοινωνίας τους, η μουσική υπόσταση του νησιού τους εκπροσωπείται με τον καλύτερο τρόπο.


Θανάσης Μωραΐτης

Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2018

Ένα άρθρο του Κοροβίνη για τον Μάνο Ελευθερίου και τα τραγούδια του



Ο ποιητής του φαρμακωμένου καιρού

ΤΙΜΗ ΣΤΟΝ ΜΑΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ


Από τον Θωμά Κοροβίνη


«Οταν φυσάει το αεράκι της ατιμίας
εσύ ξαναγυρνάς στις ασημένιες εποχές»
Μ.Ε.

Μεγάλωσα στις ταβέρνες και στα καφενεία. Στις ψαρόβαρκες και στο αναλόγιο. Βαφτίστηκα σε μια κουλτούρα καθαρά λαϊκή. Όταν άρχισα να εντρυφώ στα ποιητικά έργα και «διά της διαισθήσεως» να μπαίνω κάπως στη μυσταγωγία της νεοελληνικής ποίησης, χώρισα τους δημιουργούς που ασχολούνταν με την ποίηση σε δύο χοντρικά κατηγορίες: τους λαϊκούς και, ας πούμε, τους λόγιους. Λαϊκό ποίημα μού φαινόταν ένα τραγούδι του Καλδάρα ή του Πυθαγόρα, λόγιο ή αλλιώς -αργότερα ο όρος περίπου καθιερώθηκε- «έντεχνο» ένα ποίημα του Καβάφη ή του Ελύτη. Με ξένιζε ακόμη κι ένας ποιητής που εκφράζει τον συγκερασμό του πειραματισμού στην «έντεχνη» ποιητική γραφή με τα αφομοιωμένα διδάγματα του δημοτικού τραγουδιού, όπως ο Γκάτσος. Σιγά σιγά έμπαινα στο νόημα. Ο Γκάτσος ήταν ο ομοαίματος μεσογειακός αδερφός του Λόρκα. Και δεν είναι που έθεσε τη σφραγίδα του με τη μοναδική Αμοργό, όπου αναδεικνύονται οι καρποί του δίδυμου έρωτά του για τον υπερρεαλισμό και την προφορική λογοτεχνία και γενικότερα τη νεοελληνική παράδοση, αλλά και το πώς υποδέχτηκε όλον αυτό τον πακτωλό της παράδοσης για να μπολιάσει τις φλέβες των τραγουδιών του, που πέρασαν με τις μελωδίες κυρίως του Χατζιδάκι και του Ξαρχάκου στο στόμα του λαού.

Και ο Ελευθερίου; Τον είδα για πρώτη φορά στα μέσα της δεκαετίας του '70, φοιτητής, στο σπίτι της «Φάτα Μοργκάνα», στην Αθήνα. Μπήκε για δυο λεπτά, οστεώδης και πελιδνός, με τους ώμους κυρτούς σαν του Καβάφη, κι έμοιαζε συνεπαρμένος, ταγμένος σ' έναν δικό του κόσμο μυστήριο. «Ψάχνω μια λέξη», είπε κοφτά αντί για «καλησπέρα». Δεν τη βρήκε και έφυγε. «Τι παράδοξος άνθρωπος», σκέφτηκα. Για χρόνια παίδευε τη μνήμη μου η φωτογραφία εκείνη ενός λιπόσαρκου, κλειστού, σαν φυλακισμένου, τύπου, λουσμένου όμως στη θαμπή λάμψη ενός απόκοσμου φωτοστέφανου. Στο μεταξύ, ο θρύλος του μεγάλωνε. Εντυπωσιαζόμουν. Με τον συνδυασμό του με τον Μούτση και τον «Άγιο Φεβρουάριο», που μπόρεσε να τον περάσει μέσα απ' τη φωνή του ελεγειακού Μητροπάνου στον κόσμο. Με τη συνεργασία του με τον Σπανό, με τον οποίο ο Ελευθερίου έκανε ένα αχτύπητο ντουέτο, και με τη «Μαρκίζα» του, που το αθάνατο λαρύγγι της Μοσχολιού την ανέδειξε μοναδικά. Και έψαχνα τις εκλεκτικές συγγένειες. Στα χασάπικα του συντοπίτη του Μάρκου. Στις μπαλάντες του συνονόματου Χατζιδάκι. Στα σκληροτράχηλα ζεϊμπέκικα του Άκη Πάνου. Ενίοτε στον λόγο άλλων ποιητών που έδωσαν ωραία στιχουργήματα κι έγιναν ολοκληρωμένα τραγούδια, συγκαιρινών ή λίγο μεταγενέστερων, όπως π.χ. ο Χριστοδούλου, ο Γκούφας, ο Μπουρμπούλης, ο Αλκαίος, ο Ρασούλης, ο Τριπολίτης, ο Γκανάς, ο Χρονάς, ο Γκόνης. Ενιωθα πως είχε μελετήσει την Ευτυχία (στη μνήμη της, εξάλλου, έχει γράψει ένα άσμα παραδείσιο), τον Τσάντα, τον Βίρβο, τον Μάνεση και τον Κολοκοτρώνη και ότι περιείχε κάποιες αφομοιωμένες επιρροές τους. Με τον Παπαδόπουλο δεν πολυταίριαζε. Μα, ποιητής όντας και ο ίδιος, πατούσε τουλάχιστον με το ένα πόδι στο τοπίο των προγενέστερων ποιητών μας. Μήπως ήταν τρόπον τινά συνέχεια του Γκάτσου; Ψαχνόμουν.

Σε καρτερούν μαστιγωτές και Συμπληγάδες,
μες στα μαλάματα μια νύφη ξαγρυπνά,
έχεις στ' αυτιά της κρεμασμένες τις Κυκλάδες
κι είν' το κρεβάτι της λημέρι του φονιά.

Με τέτοιους εμπνευσμένους στίχους -όμως που δεν μπορούν με ευκολία να αποκρυπτογραφηθούν- μας είχε ξαφνιάσει μιλώντας -όπως ακουγόταν- για την Κύπρο και τα ντέρτια της στο σαγηνευτικό ζεϊμπέκικο του αλησμόνητου Σταύρου Κουγιουμτζή και τη φωνή του υπερτυχερού νεαρού Γιώργου Νταλάρα, που το τραγούδι τού πήγε, η αλήθεια, γάντι.

Αγαπώντας τον λόγο του και αφουγκραζόμενος τον παλμό του άρχισα να μπαίνω στο νόημα. Ο Ελευθερίου είναι ο ποιητής-ραψωδός, με κεφαλαίο Π, του ελληνικού τραγουδιού, ο συγγενέστερος στο πνεύμα του Γκάτσου, χωρίς να τον μιμείται, χωρίς να είναι ακριβώς ο διάδοχος, μα που σίγουρα έχει δασκαλευτεί απ' αυτόν. Έμμεσα έστω. Κι από έναν άλλο δρόμο, βέβαια, ο στενός συγγενής με τους προαναφερθέντες τεχνίτες του λαϊκού λόγου. Με την Παπαγιαννοπούλου, ίσως, περισσότερο. Ο Ελευθερίου είναι ο δημιουργός ποιητικού λόγου στο τραγούδι, ο οποίος εκφράζει σήμερα την επιτομή της πετυχημένης σύζευξης και του αρμονικού συνδυασμού ποίησης-λαϊκής στιχουργίας ως κορυφαίος του είδους.

Το λαϊκό τραγούδι μαρτύρησε πολύ, απαξιωμένο ως αλήτικο, αγράμματο, προλεταριακό ή λούμπεν, από τα ξινισμένα μούτρα των αστών και της κρατικής εξουσίας, αλλά δευτερευόντως και από κάποιους αγκιτάτορες ή διανοουμένους της Αριστεράς, που δεν το πίστεψαν, στιγματίζοντάς το ως προϊόν υποκουλτούρας. Οι σπουδαίοι στιχουργοί μας, παιδιά της ζωής του άστεως, αλλά γνήσιοι συνεχιστές της μακραίωνης παράδοσης των ανώνυμων και επώνυμων ποιητάρηδων της δημοτικής παράδοσης, ούτε καν λαϊκοί ποιητές ή ποιητές του λαϊκού τραγουδιού δεν αξιώθηκαν να ονομαστούν ποτέ. Η μοίρα τους ήταν χθαμαλή. Στη βαριά σκιά των ποιητών μας, αλλά και στο περιθώριο των συνθετών και των ερμηνευτών, οι στιχοποιοί, αν δεν κακόπαθαν και δεν λεηλατήθηκαν βάναυσα, όπως η αξεπέραστη «Γριά» μας, πάντως ποτέ δεν λογαριάστηκε η δουλειά τους σαν μερτικό με αξία ποιοτική καθώς τους έπρεπε. Κι αν δεν ήταν οι αγώνες του Βίρβου -και του μαέστρου Δερβενιώτη-, η εξουσία του Κολοκοτρώνη, η πένα και η φήμη του Λευτέρη Παπαδόπουλου, το εκρηκτικό «ντου» του Σαββόπουλου, αλλά και η αναδρομική καταξίωση της Ευτυχίας, το ένα τρίτο τουλάχιστον της συνδημιουργίας των τραγουδιών μας, ο λαϊκός τους λόγος, ο οποίος από την προπολεμική περίοδο -αλλά και πριν- μέχρι το τέλος του '60 είχε τόσο υποβαθμιστεί, αλλά και οι ίδιοι, που ως πνευματικές προσωπικότητες, ως παραγωγοί λόγου -και κατά συνέπεια ως αμειβόμενοι εργάτες του λόγου- πέρασαν τη ζωή τους σαν παρακατιανοί, θα εξακολουθούσαν να υφίστανται την ίδια άδικη μοίρα.

Ο Ελευθερίου ευτυχώς έλαμψε σε μια εποχή που η αξία των στιχουργικών διαμαντιών αναγνωρίστηκε -τουλάχιστον περισσότερο από πριν- και οι στιχουργοί - ποιητές βρίσκουν σχετικά το δίκιο τους. Παρ' όλο που η παγκυριαρχία, η πριμοδότηση και η πανταχόθεν επιβαλλόμενη πρωτοκαθεδρία του τραγουδιστή-ειδώλου δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση της δικαίωσής τους. Μα και οι συνθέτες, που είχαν κάποτε τον πρώτο λόγο, στέκονται σήμερα μουδιασμένοι και παραπονιάρηδες. Είναι σαφώς δεύτεροι στην ιεραρχία.

Ο Ελευθερίου είναι ο εδώ και πολλά χρόνια πλατιά αναγνωρισμένος ποιητής πολυαγαπημένων τραγουδιών, που παραμένει όμως γνωστός - άγνωστος, καθώς η αίσθηση που προκαλεί ισορροπεί ανάμεσα στη φιλότητα, την εξοικείωση και τον απρόσιτο ασκητισμό. Ο Ελευθερίου είναι οπαδός της ελευθερίας. Η γραφή του, πάντοτε διεισδυτική και θελξικάρδια, ενώ εμφέρει το ειδικό βάρος που συνεπάγεται η θεραπεία των λαϊκών μαρτυρίων και τα ασίγαστα πένθη του γένους, έχει τον τρόπο, λειτουργώντας με μια υποδόρια ανατρεπτική μαχητικότητα, να ελευθερώνει απ' αυτό, οδηγώντας τον ακροατή στην κάθαρση.

Η πολύχρωμη και πολύτροπη ματιά του, σε συνδυασμό με την εμπεδωμένη ιστορική και βιωματική ρώμη που έχει αποδείξει ότι διαθέτει, υποβάλλει την αίσθηση ότι ο στιχοπλόκος ποιητής έχει τα εφόδια να διατρέξει την περιουσία ενός ανεξάντλητου και ευρηματικού θεματικού βεληνεκούς και να αιφνιδιάζει θαυμαστικά με τη χρήση ποικίλων στοιχείων και προσώπων από τους κόσμους του επιστητού και των θρύλων, που θα μπορούσαν να αντληθούν από εμπνεύσεις που προκαλούν η ύπαρξη και ο συσχετισμός των πιο ταπεινών πραγμάτων, όπως ένα λουλούδι κι ένα αγκάθι, μια παρθένα κι ένας νταβατζής, αλλά και των πιο μυστηριακών παραστάσεων, π.χ. η απεικόνιση των φρικιαστικών μαρτυρίων της Κολάσεως στον πρόναο των Ταξιαρχών στις Μηλιές του Πηλίου, αλλά και η αγιογράφηση της εκστατικής πυρφόρου αναβάσεως του Προφήτη Ηλία σ' ένα αποξεχασμένο κυκλαδίτικο ορεινό ξωκλήσι.

Ο Ελευθερίου είναι εραστής του απροσδόκητου, θιασώτης του ετοιμόγκρεμνου, λάτρης του απολησμονημένου, ανάδοχος παραγκωνισμένων κομπάρσων και συλλέκτης ανεπίδοτων ηδονών. Ο «πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» καθορίζει την τέχνη του και ανιχνεύεται στις πηγές της παπαδιαμάντειας ταπεινοφροσύνης, στις οποίες καταφεύγει για να συντηρήσει την ανθρωπιά του και να μεταλαμπαδεύσει τις αξίες του. Τα ποιήματά του είναι οι κραυγές μιας ψυχής προδομένης αλλά περήφανης, σαν την ψυχή του λαού μας, με τις ταπεινώσεις και τους αγώνες του. Όμως η αγωνία του για την ανάδειξη του «δοξαστικού» του γένους και ο εγκωμιασμός της παράδοσης δεν αντιστρατεύονται την ασίγαστη φλόγα του να σαλτάρει με πελώρια άλματα, μαζί με τα παγόνια και τα τρυγόνια του, σε περιοχές ανεξιχνίαστες, ασυνόρευτες με τον χωροχρόνο που διανύουμε.

Η προσωπική μυθολογία που έχει δημιουργήσει ο Ελευθερίου αντιστοιχεί σ' ένα κόσμο που τον διέπουν η αυθεντικότητα, η πρωτοτυπία και η θαυματοποιία και συνιστά μια αυτόνομη και πλήρη εποποιία. Και δεν του πρέπει το «ευχαριστώ» που του χρωστάμε να το θολώνουμε με εύλογες αντιδράσεις του θυμικού σε επικαιρικά φλερτ τής καθαρά προσωπικής του επιλογής, που ενίοτε μας σκανδαλίζουν. Πάνω απ' όλα στέκει το έργο του που κελαηδάει. Είναι πολλά δίστιχα ή στιχάκια ή και τίτλοι τραγουδιών του που έχουν αποθησαυριστεί στην κοινή μνήμη και έχουν ήδη το κύρος και την ισχύ γνωμικού. Και όλα διαπνέονται από μία οικεία, θα έλεγα, τραγικότητα. Ενα μικρό απάνθισμα θα δικαίωνε ίσως αυτή την εκδοχή:

Οι ελεύθεροι κι ωραίοι
ζουν σε κάποιες φυλακές.

Για κάποιον μες στον κόσμο είν' αργά,
ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά;

Στα χρόνια της υπομονής
δεν μας θυμήθηκε κανείς.

Τα τραγούδια που 'χουν αίμα και καρδιά
είν' αρρώστια που δεν γίνεται καλά.

Δεν είμαι εγώ αυτός που κυνηγάτε,
λάθος η πόρτα κι ο αριθμός, μη με ρωτάτε.

Σε διαθήκη με σημαίες και συνθήματα
εγώ είμαι ελεύθερος αέρας που φυσά.

Αλλος για Χίο τράβηξε κι άλλος για Μυτιλήνη
κι άλλος στης Σύρας τα στενά αίμα και δάκρυα πίνει.

Αλλά και: Ο Άγιος Φεβρουάριος - Έχεις μάτια το φεγγάρι - Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες - Η σούστα πήγαινε μπροστά κι ο μάγκας τοίχο τοίχο - Ναύτης βγήκε στη στεριά για περιπολία - Αυτές οι ξένες αγκαλιές ήτανε κάποτε φωλιές - Δίψασα στην πόρτα σου γι' αγάπη - Μια νυχτερίδα στη σκεπή φυλάει το σπιτικό μας - Το καρυοφύλλι, μάνα μου - Το παλικάρι έχει καημό κι εγώ στα μάτια το κοιτώ.

«Δίπλα μας γίνονται τα θαύματα», λέει ο ίδιος. Τα θαύματα, που μας χρειάζονται σαν αντίδοτα αυτού του φαρμακωμένου καιρού. Ο Μάνος Ελευθερίου, ένας δημιουργός που το όλο έργο του είναι ο ανάγλυφος καθρέφτης μιας ψυχής που η μοίρα και οι καιροί δεν στάθηκαν φειδωλοί στα φαρμακερά βέλη που του έριξαν, κρατάει καλά κρυμμένο το μυστικό κλειδί της μουσικής του ποίησης. Όμως αυτό δεν είναι ίδιον των γνήσιων ποιητών;

Θωμάς Κοροβίνης
16 Οκτωβρίου 2010, "Βιβλιοθήκη" - Ελευθεροτυπία

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

"Στο Σύνταγμα" με τη Μαρίζα Κωχ






Ήταν Νοέμβρης του 2012 και η Μαρίζα Κωχ έγραφε:


…για να μπορώ να κοιτάζω τον κόσμο στα μάτια, όταν περπατώ, όταν τραγουδώ, όταν διαδηλώνω, προκαλώντας και προσκαλώντας, ζητώντας από τους ανθρώπους του καναπέ να κατεβαίνουν στις διαδηλώσεις.

Για την ηχογράφηση αυτού του τραγουδιού δεν μπορούσα να διαθέσω περισσότερα χρήματα, αναζητώντας το maximum του αποτελέσματος, ούτε μπορούσα να εμπλέξω χορηγούς σε μια προσωπική κραυγή...

Όλα σήμερα άλλωστε είναι πολυτέλεια, εκτός από την ουσία των πραγμάτων.

Να είστε καλά
ΜΑΡΙΖΑ

Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

κρυμμένος Φοίβος Δεληβοριάς από την ταινία "Ο εχθρός μου"

Από το OST της ταινίας του Γιώργου Τσεμπερόπουλου "Ο εχθρός μου".




Πες μου ποιος είναι ο εχθρός
Στίχοι: Σωτήρης Κακίσης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Τάκης Συρέλλης
Μουσική: Άκης Δαούτης
Ερμηνεία: Φοίβος Δεληβοριάς

Κλείνω τα μάτια
γιατί ο κόσμος με τυφλώνει,
σκοτάδι από τα βλέφαρα
να φτάσει στην καρδιά μου.
Κλείνω τα μάτια
γιατί η μέρα με πληγώνει,
τον εαυτό μου τον διπλό
δε θέλω πια κοντά μου.

Ποιος να `ναι αλήθεια ο εχθρός
που τις ψυχές παγώνει;
Είναι ο ίδιος μου ο εαυτός
κι ο χρόνος που τελειώνει.

Ξένος στη γη ολόκληρη
άγνωστος και σε μένα
σ’ αυτό το τούνελ το τυφλό
μ’ όλα σταματημένα.
Από την άκρη των γκρεμών
κρατιέμαι απ’ τον αέρα
απ’ τον αέρα των ψυχών
τον πιο τρελό αέρα.

Ποιος να `ναι αλήθεια ο εχθρός
που τις ψυχές παγώνει;
Είναι ο ίδιος μου ο εαυτός
κι ο χρόνος που τελειώνει.







Ξένος στη γη ολόκληρη
Στίχοι: Σωτήρης Κακίσης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος
Μουσική: Άκης Δαούτης
Ερμηνεία: Φοίβος Δεληβοριάς

Κλείνω τα μάτια
γιατί ο κόσμος με τυφλώνει
σκοτάδι από τα βλέφαρα
να φτάσει στην καρδιά μου.
Κλείνω τα μάτια
γιατί η μέρα με παγώνει
τον εαυτό μου τον διπλό
δεν θέλω πια κοντά μου.

Ξένος στη γη ολόκληρη
άγνωστος και σε μένα
σ' αυτό το τούνελ το τυφλό
μ' όλα σταματημένα.
Από την άκρη των γκρεμών
κρατιέμαι απ' τον αέρα
απ' τον αέρα των ψυχών
τον πιο τρελό αέρα.

Κλείνω τα μάτια
γιατί ο κόσμος με τυφλώνει
σκοτάδι από τα βλέφαρα
να φτάσει στην καρδιά μου.
Κλείνω τα μάτια
γιατί η μέρα με παγώνει
τον εαυτό μου τον διπλό
δεν θέλω πια κοντά μου.

Ξένος στη γη ολόκληρη
άγνωστος και σε μένα
σ' αυτό το τούνελ το τυφλό
μ' όλα σταματημένα.
Από την άκρη των γκρεμών
κρατιέμαι απ' τον αέρα
απ' τον αέρα των ψυχών
τον πιο τρελό αέρα.

Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

"Χρειάζομαι μουσική" - ο Σωτήρης Κακίσης και το ελληνικό τραγούδι



Κακίσης - Πανούσης - Δεληβοριάς



«Χρειάζομαι μουσική» ― ο Σωτήρης Κακίσης και το ελληνικό τραγούδι





του Ηρακλή Οικονόμου

(μια αρχική εκδοχή του άρθρου δημοσιεύτηκε στο ToPeriodiko.gr.)


«χρειάζομαι μουσική. τώρα που η καρδιά μου σ’ άλλο βουνό ανέβηκε, τώρα που τα μάτια μου σαν φύλλα από του προσώπου μου το δέντρο ένας αέρας παράξενος τα ερωτεύτηκε, τώρα. η μουσική είναι πιο αστεία, λιγότερο άχρηστη από τον θάνατο […] »



Αν ο ένας πνεύμονας του Κακίση αναπνέει ποίηση, ο άλλος αναπνέει μουσική. Και δεν χρειάζεται πολύς κόπος για να το καταλάβεις αυτό. Δεν είναι μόνο οι στιγμές από τις δεκάδες συνεντεύξεις με πρόσωπα του τραγουδιού, απ’ τα μυριάδες ποιήματα, από τις όλο μαστοριά μεταφράσεις του. Η κάθε λέξη που υπογράφει αποπνέει μουσική, με μια φυσική ρυθμικότητα που σε μαγνητίζει.



Μα κι η ίδια η συνάντησή μαζί του πρέπει υποχρεωτικά να περιέχει μουσική. Πρώτη γνωριμία -και να μου συγχωρείτε τον προσωπικό τόνο- σε μια συναυλία του Φοίβου Δεληβοριά, και αφορμή μια συνέντευξή που μόλις είχε πάρει από τον Μάνο Ελευθερίου. Κι η προσωπική μυθολογία του ξανά και πάλι μουσική ξεχειλίζει, και προπαντός όπερα. Δεν θα σας αναφέρω ονόματα προσποιούμενος ότι γνωρίζω για τι και για ποιους μιλάω. Από τον Κακίση τα έμαθα, κι είναι άδικο να υποκρίνομαι ότι τα ήξερα κι από χθες.

Ο Κακίσης είναι ένας αθόρυβος εργάτης του ελληνικού τραγουδιού, με εμπλοκές πολυδαίδαλες. Τον συναντάμε στην εκπομπή «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» με τον Διονύση Σαββόπουλο, τον διαβάζουμε στο ιστορικό «Ντέφι», τον ξαναβρίσκουμε στο «Δίφωνο» στην πρώτη και καλύτερη φάση του. Ραδιόφωνο έκανε, αθλητικό όμως και όχι μουσικό. Υπήρξε στενός φίλος του Χατζιδάκι, αλλά απ’ αυτούς τους λίγους που δεν ζήτησαν και δεν πήραν ποτέ εκπομπή στο Γ’ Πρόγραμμα. Έγραψε και στίχους.

Το πιο χαρακτηριστικό ίσως στοιχείο τους είναι η πολλαπλότητα των εικόνων, με κοινό συναισθηματικό παρονομαστή την ευαισθησία και την τρυφερότητα. Αυτή η πολλαπλότητα εξηγεί πώς η ιστορία των μελοποιήσεων του Κακίση μπορεί να περιλαμβάνει τέτοιες διαφορετικές μελωδικές διαδρομές, από τη λιτή μπαλάντα «Ατθίδα» του Σπύρου Βλασσόπουλου με την Αλέκα Κανελλίδου μέχρι τη βυζαντινή «Σαπφώ» του Δημήτρη Παπαδημητρίου με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Ή απ’ τις απίθανα τζαζ «Γάτες» του Άγγελου Κατσίρη με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά και το εξίσου μπλε «Πέρα απ’ τα Σύνορα» του Βαγγέλη Κατσούλη με τη Μαρία Φαραντούρη μέχρι τα «Τέσσερα Βήματα», το υπέροχο απτάλικο του Μάριου Στρόφαλη με την Αναστασία Μουτσάτσου.

Με άλλα λόγια, μην ψάξετε να βρείτε μια μόνο διάθεση και μια μόνο ατμόσφαιρα στη στιχουργική του Κακίση. Περιπαικτικός στο «Χαρέμι» του Γιάννη Γιοκαρίνη με τον Γιάννη Κούτρα, μελαγχολικός στα «Χριστούγεννα» του Γιώργου Ζουγανέλη με την Ισιδώρα Σιδέρη, ενατενιστικός στο «Γλυκόξινο Κρασί» του Μάριου Στρόφαλη με τη Δήμητρα Γαλάνη, εύθραυστος στο «Τραγούδι σου» του αρχιροκά Στέλιου Βαμβακάρη, ταξιδιάρικος στο «Στη Μέση της Κομπανίας» της Οπισθοδρομικής με την Ελευθερία Αρβανιτάκη. Δεν έχει ευκολίες ο Κακίσης και μανιέρες, γιατί δεν έχει εμμονές. Κι έτσι, ό,τι χάνει σε παγιωμένο στίγμα και «αναγνωρισιμότητα» το κερδίζει σε πρωτοτυπία και αυθορμητισμό.

Αν πρέπει πάντως να εντοπίσουμε κάποιους βασικούς πυλώνες της στιχουργικής του ταυτότητας, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δώσουμε στα εξής: Αφετηρία του Κακίση είναι η επιθυμία, και γι’ αυτό η τέχνη του είναι καταρχήν πειστική και άμεση. Η στιχουργική του είναι έντονα αισθησιακή: «Θέλω να βλέπω γύρω κορμάκια / και να χορεύουν και να μιλούν» και «χίλια μάτια μου καρδιά / ο χορός της δικής μου φωτιάς» και «ξύπνα το σωματάκι σου / άκουσε την καρδιά σου» και «το ’σκασε πάλι ο στρατιώτης / ήρθε κι απόψε να με χαρεί» και «γυναίκα είναι η ζωή, το χείλι της σταφύλι / κι άντρας ο έρωτας, κρασί, μεθύσι ως τον Απρίλη».

Ταυτόχρονα, όμως, οι στίχοι του Κακίση κομίζουν και μια διάσταση οριακή, μια αίσθηση απώλειας και μια επίγνωση της σκοτεινής πλευράς του ερωτικού αιτήματος: «Κοιτάω πέρα, βλέπω εσένα / κοιτάω δίπλα, δεν βλέπω πια». Ο έρωτας εδώ είναι μια κατάσταση επικίνδυνη, χωρίς υγειονομικές ζώνες και αυτοσυντήρηση: «ο έρωτας είναι σκληρός / και γνώμη δεν αλλάζει» και «σε ερωτεύθηκα σαν στα βιβλία / που ερωτεύονται, που γονατίζουν».

Τέλος, η τέχνη του Κακίση εμπεριέχει και ένα έντονο υπαρξιακό στοιχείο όπου το υποκείμενο, βαθιά μόνο, αναζητά τον ίδιο του τον εαυτό: «Δεν είμ’ εδώ, δεν είμ’ εγώ / δεν ξέρω τ' όνομά μου» και «Ποιος να `ναι αλήθεια ο εχθρός που τις ψυχές παγώνει; / Είναι ο ίδιος μου ο εαυτός κι ο χρόνος που τελειώνει». Εν τέλει, όμως, αυτή η υπαρξιακή ένταση δεν λυγίζει οριστικά τον φορέα της και δεν μπαίνει τελεσίδικα εμπόδιο στην πράξη: «Κυλάει ο κόσμος κι όλο μου φεύγει / μα εγώ αντέχω, εγώ μπορώ». Και κάπως έτσι, το ταξίδι των αισθήσεων και της επιθυμίας συνεχίζεται: «κι ένα τραγούδι ξαναρχίζει / απ’ της σιωπής μου το σκοπό».




Δεσπόζουσα θέση στη δισκογραφία του Κακίση κατέχουν φυσικά οι δύο κύκλοι τραγουδιών που έχει υπογράψει, τα «Κόκκινα Πατίνια» και η «Σαπφώ». Στο ομώνυμο τραγούδι του πρώτου δίσκου συναντάμε την τρυφερότερη προστακτική ever:

«Τι περιμένεις; / Φόρεσε τα κόκκινα πατίνια! / Στροβιλιστείτε, / παίζετε σαν τρυφερά δελφίνια»,

που αν μπορούσα θα την άκουγα και για μέρες ολόκληρες, με την αέναα στροβιλιζόμενη μουσική του Κατσίρη και τη μαγευτική φωνή της Ζορμπαλά. Η αλλαγή του προσώπου από δεύτερο ενικό σε δεύτερο πληθυντικό καθρεφτίζει με ακρίβεια το βασικό αίτημα της στιχουργικής του Κακίση: την αναζήτηση του άλλου και τη συνάντηση μαζί του.

Όσο για τον στιχουργικό και μεταφραστικό άθλο του Κακίση στη «Σαπφώ», αντιγράφω και προσυπογράφω την κρίση του Μάκη Γκαρτζόπουλου από το ιστολόγιό του «Άρωμα τού Τραγουδιού»:

«Ο ποιητής Σωτήρης Κακίσης ακουμπά το λόγο της Σαπφώς με ευαισθησία και γνώση. Επιλέγει με προσοχή τους στίχους και πραγματοποιεί μια εξαιρετική εργασία, αφήνοντας ελεύθερο τον ποιητικό λόγο της Σαπφώς, προσαρμόζοντάς τον σε μια σύγχρονη γλώσσα, που κρατά ζωντανή την φρεσκάδα του πρωτότυπου. Οι μεταφράσεις του εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τον τελικό στόχο: να γίνουν Τραγούδι!»

Αίσθησή μου είναι ότι ο Κακίσης μας χρωστάει κάτι ακόμα: έναν κύκλο τραγουδιών ίσως, 2-3 μεγάλα τραγούδια, ή έστω ένα ρεφραίν. Δεν ξέρω τι κρατάει κλειδωμένο στα συρτάρια του, όμως ειδικά σήμερα, μέσα σε συνθήκες ασφυκτικής κυριαρχίας ενός τραγουδιού ευχάριστου, άκακου και στεγνού από επιθυμία, ίσως να χρειαζόμαστε την τέχνη του περισσότερο παρά ποτέ.

« […] τι νύχτα, τι πόλη κι αυτή, μ’ εμένα κι όλους τους λαϊκούς τραγουδιστές γύρω μου, στη ζωή μου ολόγυρα!»





Δισκογραφία 

Τα Κόκκινα Πατίνια (μουσική: Άγγελος Κατσίρης, ερμηνεία Μαργαρίτα Ζορμπαλά, LYRA 1984)

1. Τα Κόκκινα Πατίνια. 2. Ηλία Έλα. 3. Το Ασανσέρ. 4. Το Τηλέφωνο. 5. Η Αιχμάλωτη. 6. Οι Γάτες. 7. Μωβ. 8. Τα Δάκρυα. 9. Λίγο Αυγολέμονο. 10. Ακάλυπτος Χώρος. 11. Γιατί δεν Φεύγει με την Βιβή;. 12. Η Ασημένια Μαργαρίτα

Στη Μέση της Κομπανίας (μουσική: Χρήστος Ζέρβας, Άγγελος Σφακιανάκης, LYRA 1985)

13. Στη Μέση της Κομπανίας (ερμηνεία: Ελευθερία Αρβανιτάκη & Στράτος Στρατηγόπουλος). 14. Επίλογος (ερμηνεία: Στράτος Στρατηγόπουλος & Χορωδία)

Θυμήσου εμένα (μουσική: Ανδρέας Μέξας, ερμηνεία: Νάντια Καραγιάννη, LYRA 1985)

15. Ο Στρατιώτης. 16. Εισ’ Αγόρι με Σκουλαρίκι

Τσικαμπούμ (μουσική: Γιάννης Γιοκαρίνης, ερμηνεία: Γιάννης Κούτρας, LYRA 1985) 

17. Χαρέμι

Σαπφώ (12 ποιήματα της Σαπφώς σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση, μουσική: Σπύρος Βλασσόπουλος, ερμηνεία: Αλέκα Κανελλίδου, ΜΙΝΟΣ-ΕΜΙ 1986)

18. Ατθίδα. 19. Ανακτόρια. 20. Όταν Γελάσεις Τρυφερά. 21. Τ’ Όνειρο. 22. Δίκα. 23. Ο Πόθος ο Κρυφός. 24. Ούτε τα Πλούτη Θέλω. 25. Αλλού Πετάει Τώρα. 26. Φωτιά μου Βάζεις. 27. Κι Εγώ Μόνη Ξαπλώνω. 28. Κοντά της. 29. Απόψε Πάλι

Ερωτικές κόντρες (μουσική: Γιάννης Ζουγανέλης, ερμηνεία: Ισιδώρα Σιδέρη, LYRA 1986)

30. Χριστούγεννα

Τραγούδια για τους Μήνες (μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου, ερμηνεία Ελευθερία Αρβανιτάκη, Polygram 1996) 

31. Σαπφώ (ποίηση: Σαπφώ, μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης)

Μουλάν (μουσική και τραγούδια από την ομώνυμη ταινία, στίχοι: Matthew Wilder, David Zippel, μετάφραση: Σωτήρης Κακίσης, μουσική: Jerry Goldsmith, Walt Disney Music 1998)

32. Καμάρι Όλων μας, Εσύ (ερμηνεία: Δέσποινα Βανδή, Χριστίνα Κουτσουδάκη & Χορωδία). 33. Ποια Είμαι (ερμηνεία: Δέσποινα Βανδή). 34. Λεβεντιά! (ερμηνεία: Δέσποινα Βανδή, Πέτρος Φιλιππίδης, Άλεξ Παναγής, Κώστας Βρετός, Κώστας Μπακάλης, Ποίμης Πέτρου & Χορωδία). 35. Αυτή που σ’ Αγαπά (ερμηνεία: Δέσποινα Βανδή, Ποίμης Πέτρου, Κώστας Βρετός, Κώστας Μπακάλης, Γιάννης Παπαϊωάννου)

Γλυκόξινο Κρασί (μουσική και τραγούδια από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, μουσική: Μάριος Στρόφαλης, ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη, Mercury 1999)

36. Ίδια καρδιά. 37. Γλυκόξινο κρασί

Ανίσχυρα Ψεύδη (μουσική και τραγούδια από την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, μουσική: Μάριος Στρόφαλης, Planetworks 1999)

38. Φίλα Με (ερμηνεία: Αναστασία Μουτσάτσου). 39. Φωτιά ο Κόσμος Σου (ερμηνεία: Αναστασία Μουτσάτσου). 40. Αυτή η Ζωή (ερμηνεία: Σωτήρης Δογάνης). 41. Τέσσερα Βήματα (ερμηνεία: Αναστασία Μουτσάτσου). 42. Σαν Σιωπή (ερμηνεία: Δήμητρα Χατούπη)

Πίσω Πόρτα (μουσική και τραγούδια από την ομώνυμη ταινία, μουσική: Μάριος Στρόφαλης, LYRA 2000)


43. Πίσω Πόρτα (ερμηνεία: Χρήστος Θηβαίος)



Μια Μέρα τη Νύχτα (μουσική και τραγούδια από την ομώνυμη ταινία, μουσική: Στέλιος Βαμβακάρης, V2 2000)



44. Ο Υπνοβάτης (στίχοι: Σωτήρης Κακίσης & Γιώργος Πανουσόπουλος, ερμηνεία: Μαρίνα Σκιαδαρέση)

Νιρβάνα (μουσική: Στέλιος Βαμβακάρης, ερμηνεία: Στέλιος Βαμβακάρης, Εβελίνα Αγγέλου, LYRA 2009)

45. Το Τραγούδι σου

Para-phrases (μουσική και τραγούδι από την ταινία «Χορεύοντας στον Πάγο», μουσική: Βαγγέλης Κατσούλης, ερμηνεία: Μαρία Φαραντούρη, Subways 2009)

46. Πέρα από τα Σύνορα

Ο Εχθρός μου (μουσική και τραγούδι από την ομώνυμη ταινία, στίχοι: Σωτήρης Κακίσης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Τάκης Συρέλλης, μουσική: Άκης Δαούτης, ερμηνεία: Φοίβος Δεληβοριάς, ΥouΤube 2013)

47. Πες μου Ποιος Είναι ο Εχθρός

Ηχώ (κύκλος τραγουδιών με μελοποιημένη ποίηση αρχαίων λυρικών ποιητών σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση, μουσική: Κριστέλλα Δημητρίου, ερμηνεία: Λιζέτα Καλημέρη, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Κριστέλλα Δημητρίου)

48. Το κύμα (Αλκαίος). 49. Το καραβάκι (Αλκαίος). 50. Ηχώ (Γαβράδας). 51. Κοιμάσαι μάγκα μου, αλλά… (Απολλωνίδης). 52. Της ποίησης τα δώρα (Σαπφώ). 53. Ίδιος θεός (Σαπφώ). 54. Την ομορφιά σου δώσ’ μου (Σαπφώ). 55. Στο πέλαγο (Αλκαίος). 56. Διδύμη (Ασκληπιάδης). 57. Πιερία (Σαπφώ).

Εκτός δισκογραφίας

Οι Τελευταίες Πόλεις (κύκλος τραγουδιών με μελοποιημένη ποίηση αρχαίων λυρικών ποιητών σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση από την ομώνυμη παράσταση στο Εθνικό Θέατρο, 1987, μουσική Δημήτρης Λέκκας)

Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων (κύκλος τραγουδιών από το «Μες στον Καθρέφτη και τι Βρήκε η Αλίκη Εκεί» του Λιούις Κάρολ σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση, για το ντοκιμαντέρ «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» της Μαίρης Κουτσούρη, μουσική Σταμάτης Σπανουδάκης, ερμηνεία Νίκος Δημητράτος)

Επτά Μιμίαμβοι (κύκλος τραγουδιών με μελοποιημένη ποίηση αρχαίων λυρικών ποιητών σε μετάφραση του Σωτήρη Κακίση από την ομώνυμη θεατρική παράσταση στο Θέατρο Αμόρε, 1996-1997, μουσική Δημήτρης Παπαδημητρίου)

Σαν Μάρκο Πόλο (κύκλος τραγουδιών, στίχοι: Σωτήρης Κακίσης, μουσική: Στέλιος Βαμβακάρης, ερμηνεία Στέλιος Βαμβακάρης, Εβελίνα Αγγέλου)



Τα αποσπάσματα των ποιημάτων στην αρχή και στο τέλος του άρθρου προέρχονται από τη συλλογή «Το μυαλό της καρδιάς»





Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2018

"Σε κενό αέρος" - Μια διάλεξη του Μιχάλη Γρηγορίου






Μιχάλης Γρηγορίου
“Σε κενό αέρος - Ενας Ελληνας συνθετης στο μεταιχμιο του χτες και του αυριο”

Διαλεξη στη “Βιβλιοθηκη Λιλιαν Βουδουρη” του Μεγαρου Αθηνων, 4 Απριλιου 2002


Θελω κατ' αρχην να ευχαριστησω το μεγαρο μουσικης και τον κ. Βλαγκοπουλο για την ευγενικη προσκληση τους να συμμετασχω σ' αυτη τη σειρα διαλεξεων με θεμα την Ελληνικη μουσικη στο δευτερο μισο του 20ου αιωνα. Πρεπει ομως να διευκρινησω απο τωρα πως δεν σκοπευω να σας μιλησω για την ελληνικη μουσικη αλλα θα επιχειρησω να σας εκθεσω μερικες σκεψεις που αφορουν γενικωτερα στον ρολο της τεχνης μεσα στη σημερινη κοινωνια. Σκεψεις που συνδεονται βεβαια εμμεσα, η αμεσα και με τη μουσικη και τη θεση της μεσα στη συγχρονη νεοελληνικη κοινωνια. 

Πριν προχωρησω πρεπει επισης να εξηγησω πως αυτα για τα οποια θα επιχειρησω παρακατω να σας μιλησω –τα οποια ελπιζω πως θα μας δοθει η ευκαιρια να τα συζητησουμε στη συνεχεια- βασιζονται στην πεποιθηση μου πως η τεχνη ειναι απο τη φυση της μια ανατρεπτικη διαδικασια που στοχευει στην αποκαλυψη των βαθυτερων ανθρωπινων αναγκων κι’ ως εκ τουτου νομιμοποιειται να ασκει και μια κριτικη της κοινωνιας, ιδιως οταν αυτη τις καταπιεζει, τις παραμορφωνει και δεν τους επιτρεπει να εκφραστουν ελευθερα. Βασιζονται επισης στην πεποιθηση μου πως η τεχνη δεν εχει κανενα ιδιαιτερο νοημα αν δεν υπηρετει καποια συλλογικα οραματα και πως ο καλλιτεχνης οφειλει πανω απ’ ολα να ειναι κι’ ενας συνειδητος ανθρωπος που επιχειρει να εκφρασει αυτα τα οραματα για λογαριασμο των συνανθρωπων του και στην πορεια αυτης της διαδικασιας κατακτα και την δικηα του αυτογνωσια. Οταν δεν ικανοποιουνται αυτες οι προϋποθεσεις τοτε η καλλιτεχνικη πραξη χανει για μενα το νοημα της. Μετατρεπεται σε ανωδυνο παιγνιδι, σε διακοσμητικη δραστηριοτητα, σε πραξη ατομικου ναρκισσισμου, η σε μεσον προσωπικης ψυχαναλυσης και αυτοθεραπειας. Δεν αρνουμαι πως κι’ αυτες οι διαστασεις μπορουν να εχουν τη σημασια τους μεσα στη ζωη μας, δεν θα ησαν ομως εκεινες που θα με οδηγουσαν εμενα προσωπικα να γινω καλλιτεχνης. 

Ο τιτλος που διαλεξα γι' αυτη την ομιλια μου ειναι "Eνας Ελληνας συνθετης στο μεταιχμιο του χτες και του αυριο", που αντικατοπτριζει νομιζω, ως ενα βαθμο, και την αμηχανια που μπορει να νοιωθει ενας καλλιτεχνης της γενηας μου, που εχει εκπαιδευτει σε καποιο "χτες" και εχει μαθει να πιστευει σε τετοιες ιδεες και να υπηρετει τετοιες αξιες, καθως βρισκεται αντιμετωπος με ριζικες μεταβολες στο κοινωνικο και στο πολιτικο πεδιο που τεινουν να αλλοιωσουν, η και να ακυρωσουν το νοημα και το περιεχομενο της δουλειας του. Κι’ ειναι γεγονος πως, οταν νοιωθεις πως βρισκεσαι στο μεταιχμιο αναμεσα σε ενα "χτες" που κινδυνευει να θεωρηθει κι’ ως ξεπερασμενο και σε ενα "αυριο" που απο πολλες πλευρες μοιαζει να μας ξαναγυρναει σε εποχες ενος νεου Μεσαιωνα, τοτε συχνα εχεις την αισθηση πως αιωρεισαι στο κενο. Δεν σας κρυβω λοιπον πως αυτη ειναι ακριβως η αισθηση που αποκομιζω εγω ολο και πιο εντονα τα τελευταια χρονια: Η αισθηση πως η δραστηριοτητα με την οποια καταπιανομαι, η λεγομενη “εντεχνη” μουσικη, καταληγει ολο και περισσοτερο να αντιμετωπιζεται ως κατι το περιττο μεσα στην κοινωνια οπου ζω. Δεν νομιζω αλλωστε πως αυτο ισχυει μονο για τη μουσικη, ουτε μονο για την Ελλαδα. Πιστευω πως αυτο που συμβαινει στις μερες μας ειναι πως μεταβαλλονται -αν δεν εχουν ηδη μεταβληθει ριζικα- οι λειτουργιες, τα νοηματα και ο ρολος της τεχνης γενικωτερα μεσα στις συγχρονες δυτικες κοινωνιες. Kαι τουτο περιλαμβανει εξ’ ισου τις μορφες τεχνης που απευθυνονται σε πλατυτερα κοινωνικα στρωματα, οσο και τις μορφες που απο τη φυση τους απευθυνοντουσαν ανεκαθεν σε ενα πιο περιορισμενο κοινο. 

Στο σημειο αυτο θα ανοιξω μια παρενθεση : Ξερω βεβαια καλα πως το να εισαι συνθετης “εντεχνης” μουσικης στην Ελλαδα συνοδευοτανε ανεκαθεν απο την αισθηση της περιθωριακοτητας που χαρακτηριζε αυτη τη μορφη καλλιτεχνικης εκφρασης. Ειναι γνωστο πως η θεση της “εντεχνης” μουσικης στην Ελλαδα υπηρξε παντα προβληματικη. Η συνηθισμενη ερμηνεια που δινονταν παντα ηταν η ελλειψη θεσμων και μουσικης παιδειας, οι βαθυτεροι λογοι ομως που μπορουσαν να ερμηνευσουν αυτες τις ελλειψεις και τα προβληματα ειχαν να κανουν με τα σταδια αναπτυξης και με τις δυνατοτητες της ιδιας της ελληνικης κοινωνιας, που δεν μπορουσε να στηριξει ικανοποιητικα τετοιους θεσμους. Αν μιλουσαμε καπως “κοινωνιολογικα” θα λεγαμε πως ο βαθμος αποδοχης και στηριξης της εντεχνης μουσικης στην Ελλαδα ηταν αναλογος με τον βαθμο αποδοχης και αφομοιωσης των αξιων της ελληνικης αστικης ταξης μεσα στο συνολο του πληθυσμου, οσο για τα θεσμικα προβληματα που αντιμετωπισε στην πορεια της η εντεχνη ελληνικη μουσικη, μπορουμε να πουμε πως ησαν αντιστοιχα με τα υπολοιπα θεσμικα προβληματα που αντιμετωπισε η ελληνικη κοινωνια στην προσπαθεια της να εκσυγχρονιστει και να ακολουθησει τα ευρωπαϊκα προτυπα. Μεχρι προσφατα αλλωστε η σταση της ελληνικης κοινωνιας απεναντι στις ευρωπαϊκες πολιτιστικες αξιες και γενικωτερα απεναντι στα δυτικα προτυπα ζωης χαρακτηριζοτανε απο τη γνωστη αμφιθυμια αγαπης– φοβου, θαυμασμου– δυσπιστιας. Αυτη η σταση εκφραστηκε και στις κοινωνικες λειτουργιες της εντεχνης μουσικης και μπορει να εξηγησει και να δικαιολογησει σε μεγαλο βαθμο τα επαγγελματικα, αλλα και τα υπαρξιακα προβληματα που αντιμετωπισαν –και αντιμετωπιζουν- οι Ελληνες συνθετες. 

Ομως, πρεπει επισης να παρατηρησουμε πως, σε αντιθεση με τις μορφες της ελληνικης εντεχνης μουσικης που ακολουθησαν τα δυτικα προτυπα –κατι που συνεχιστηκε μεχρι προσφατα και με την λεγομενη “avant –garde”– υπηρξαν στον τοπο μας κι’ αλλες μορφες εντεχνης μουσικης εκφρασης που καταφεραν καποιες εποχες να ανθισουν και να παραγουν ιδιαιτερα αξιολογα αποτελεσματα γιατι, οπως αποδειχτηκε στην πραξη, βρεθηκαν σε περισσοτερο αρμονικη σχεση με τις αναγκες της ελληνικης κοινωνιας. Αναφερομαι φυσικα στις μορφες του λεγομενου εντεχνου ελληνικου τραγουδιου, ετσι οπως το καλλιεργησαν κυριως συνθετες σαν τον Χατζιδακι και τον Θεοδωρακη. Θα ελεγα μαλιστα πως το ελληνικο εντεχνο τραγουδι, ετσι οπως διαμορφωθηκε απο τα μεσα της δεκαετιας του ’60, αποτελεσε και μια διεθνη πρωτοτυπια που μαλλον δεν ειχε το αντιστοιχο της σε αλλες χωρες. Την εποχη ακριβως οπου, λογω της ευρειας εξαπλωσης των media και της δισκογραφιας, αρχισε να εμπεδωνεται διεθνως η διασπαση των κοινωνικων λειτουργιων της μουσικης σε μια “μουσικη για παρα πολλους” και σε μια “μουσικη για παρα πολυ λιγους” δηλαδη, σε μια ανωδυνη -και συχνα σαχλη και ευτελη- μουσικη για το πλατυ κοινο που ακολουθουσε τα καταναλωτικα προτυπα της βιομηχανικης εποχης και σε μια ολο και περισσοτερο ερμητικη μουσικη που απευθυνοτανε σε ενα μικρο και εξειδικευμενο ακροατηριο διανοουμενων που διεκδικουσαν το μονοπωλιο της αισθητικης ποιοτητας, στην Ελλαδα καταφερε να γεννηθει και να ανθισει ενα ενδιαμεσο ειδος εντεχνης μουσικης εκφρασης που διεκδικουσε και μια αισθητικη ποιοτητα, αλλα καταφερνε να απευθυνθει και συλλογικα. Πιστευω πως σε ελαχιστους αλλους λαους θα μπορουσε να συναντησει κανεις αυτο το φαινομενο μιας μουσικης που καταφερε να συνδεθει με την ποιηση και να αποτελεσει στοιχειο της καθημερινης ζωης των ανθρωπων. Αν με ρωτουσε λοιπον κανεις για το τι μπορει να χαρακτηρισει την ελληνικη μουσικη στα μεσα του 20ου αιωνα και τι μπορει να την διαφοροποιησει, ως προς τις κοινωνικες της λειτουργιες, απο τη μουσικη που δημιουργηθηκε την ιδια περιοδο σε αλλες δυτικες χωρες, θα ελεγα ανεπιφυλακτα πως ηταν αυτο ακριβως το φαινομενο της ανθισης του εντεχνου ελληνικου τραγουδιου που το αγκαλιασε ο κοσμος και που το μετετρεψε σε στοιχειο του νεοελληνικου πολιτισμου. 

Κλεινοντας αυτη την παρενθεση διευκρινιζω εξ’ αρχης πως η αισθηση του κενου για την οποια σας μιλησα προηγουμενως, η αισθηση πως αυτο με το οποιο καταπιανομαι αντιμετωπιζεται ως κατι το περιττο μεσα στην κοινωνια στην οποια ζω δεν σχετιζεται τοσο με την ιδιοτητα μου ως “εντεχνου” συνθετη, ουτε με την εγγενη περιθωριακοτητα της μουσικης που επελεξα να γραφω στη συγκεκριμμενη χωρα. Με ολα τουτα κι’ εγω καποτε απογοητευτηκα και εξοργιστηκα, αλλα τελικα ειχα την ευκαιρια να συμφιλιωθω μαζι τους εδω και αρκετα χρονια. Αυτο ομως με το οποιο δεν μπορω πλεον να συμφιλιωθω, οχι μονο ως καλλιτεχνης, αλλα και ως ανθρωπος, ειναι η οργη, η δυσφορια και η αισθηση αδιεξοδου που νοιωθω διαπιστωνοντας πως, οσο περναει ο καιρος, κυριαρχει ολο και πιο εντονα γυρω μας η μαζικοποιηση, ο ευτελισμος και η εμπορευματοποιηση των παντων. Η καταιγιστικη ηλιθιοτητα των διαφημισεων, η συστηματικη παραπληροφορηση, η προκλητικη συγκαλυψη της αληθειας, η καταστροφη της κλιμακας των προτεραιοτητων, οδηγουν στη συναισθηματικη απαθεια, στην αδιαφορια, και στην υπονομευση της ανθρωπινης ευαισθησιας. Ο διαρκης βομβαρδισμος των συνειδησεων με το ευκαιριακο και το επουσιωδες εχει ως αποτελεσμα ενα διαρκες φτωχεμα των νοηματων. Θα προχωρουσα πιο περα και θα ελεγα πως ολα τουτα οδηγουν εν τελει στη χειραγωγηση των συνειδησεων, στην απολιτικοποιηση και στην υπονομευση της ιδιας της εννοιας της δημοκρατιας και του ανθρωπισμου. 

Αυτα τα φαινομενα δεν ειναι βεβαια αποκλειστικα ελληνικα, ουτε περιοριζονται μονο στο χωρο της μουσικης. Δεν περιοριζονται επισης στο χωρο της καλλιτεχνικης δημιουργιας, αλλα χαρακτηριζουν συνολικα τους τροπους με τους οποιους διαμορφωνεται η πραγματικοτητα στις συγχρονες δυτικες κοινωνιες. Ζουμε σε εποχες οπου παρακολουθουμε απο την τηλεοραση να εξελισσονται μπροστα στα ματια μας, εκ του φυσικου, εξεγερσεις λαων, στρατιωτικες εισβολες και μαζικες σφαγες -οσες απ’ αυτες αποφασιζουν να καλυψουν τα διεθνη τηλεοπτικα δικτυα και δεν τις συγκαλυπτουν - που μας συγκλονιζουν ισως για μερικες μερες και που τις ξεχναμε αμεσως μετα, με μια ευκολια που μας εκπλησσει και μας τους ιδιους και που μας προξενει ισως και συναισθηματα δυσφοριας και παραδοξοτητας. Γιατι αλλιως ειχαμε μαθει να βλεπουμε τη ζωη, την κοινωνια και την ιστορια και τωρα ανακαλυπτουμε ξαφνικα πως συμβαντα ιστορικης κλιμακας, που καποτε ησαν ικανα να τροφοδοτησουν ολοκληρους λαους με αξιες και συμβολα που, πριν απο μερικες μονο δεκαετιες, μπορουσαν να οδηγησουν σε κινητοποιησεις εκφρασης πολιτικης διαμαρτυριας ή κοινωνικης αλληλεγγυης, αλλα και να εμπνευσουν τη δημιουργια σημαντικων εργων τεχνης, καταναλωνονται τωρα εν ριπη οφθαλμου, εξαντλουνται στο παρον χωρις να αφηνουν πισω τους κανενα ιστορικο μεταισθημα, χωρις να μπορουν να μετουσιωθουν σε συμβολα, σε ιδεολογια, σε πολιτικη κριτικη, σε τεχνη.

Μεσα σε μια τετοια διεθνη πραγματικοτητα θα ηταν βεβαια αστειο να πιστεψουμε οτι θα γλυτωνε κι' η τεχνη, κι' οτι οι κοινωνικες, ηθικες και ψυχολογικες λειτουργιες με τις οποιες ειχαμε διδαχτει να την ταυτιζουμε επι χρονια θα παρεμεναν ανεπαφες. Η τεχνη δεν ειναι καποιο αυτονομο φαινομενο που ακολουθει καποιους δικους του "κλειστους" νομους αντιθετα, βρισκεται παντα σε στενη αλληλεξαρτηση με τις κοινωνικες συνθηκες και με το χωρο των ιδεων. Η ιστορια μας διδασκει πως καθε φορα που αλλαζουν οι κοινωνιες μεταβαλλονται και οι λειτουργιες και τα περιεχομενα της τεχνης. Κι' ειναι γεγονος οτι οι αλλαγες αυτες εχουν συντελεστει στις κοινωνιες μας και αντανακλωνται στον χωρο της τεχνης οπου, εγω τουλαχιστον, ολο και περισσοτερο διαπιστωνω μια μεταβολη των κοινωνικων της λειτουργιων. Μεσα σε μια πραγματικοτητα που καταναλωνει τα παντα με την ιδια ευκολια εχει υποβαθμιστει η σημασια της καλλιτεχνικης δημιουργιας και μαζι της εχει ανατραπει κι' η εννοια της διαχρονικοτητας του εργου τεχνης και της δυνατοτητας του να λειτουργει σαν φορεας σημασιων και αξιων. Η τεχνη εχει χασει την ικανοτητα της να λειτουργει σαν "διαμεσος για μια διαφορετικη πραγματικοτητα που βρισκεται περα απο το αγγιγμα μας" -για να χρησιμοποιησω την ποιητικη ρηση του Jean Duvigneaud. 

Σε μια κοινωνικη πραγματικοτητα που μετατρεπει τα παντα σε προϊοντα προς καταναλωση ο ρολος του καλλιτεχνη καταληγει να ειναι απλως διακοσμητικος. Κανενας δεν περιμενει πλεον στ' αληθεια απο την τεχνη να λειτουργησει ως αλληγορια για αλλες στασεις απεναντι στη ζωη. Κανενας δεν περιμενει απο την τεχνη να θεσει βαθυτερα ερωτηματα για την ανθρωπινη μοιρα. Η τεχνη τεινει ολο και περισσοτερο να μετατραπει σε μια μηχανικη κι’ ανωδυνη διαδικασια γεμισματος του “ελευθερου χρονου”, αυτου του χαρτινου προσχηματος που περιβαλλει την καθημερινη συνειδησιακη ζωη του συγχρονου ανθρωπου και συγκαλυπτει την ανελευθερια του.

Στις μερες μας λοιπον πιστευω πως το κυριο προβλημα δεν ειναι πλεον η απωλεια των οποιων εθνικων χαρακτηριστικων της τεχνης, στα πλαισια της περιφημης “παγκοσμιοποιησης”, δεν ειναι ουτε η περιθωριακοτητα καποιων μορφων της που απευθυνονταν σε μυημενους -ενα προβλημα που μπορει να μας απασχολουσε στο παρελθον οταν ακομα μιλουσαμε για “avant-garde”- αλλα φοβαμαι πως καταληγει να ειναι η αποδυναμωση της σημασιας καθε μορφης τεχνης. Εχω την εντυπωση πως η τεχνη κινδυνευει να μετατατραπει, η εχει ηδη μετατραπει, σε μια διακοσμητικη δραστηριοτητα που ανηκει περισσοτερο στη σφαιρα της υλικης καταναλωσης παρα στην σφαιρα των σημασιων και των αξιων. Κι' αυτο γινεται με την συνενοχη, η εστω την ανοχη του κοινου της.

Θα ανοιξω παλι μια παρενθεση και θα σας αναφερω μια προσωπικη μου εμπειρια που αποτελεσε την αφορμη για να κανω μερικες σκεψεις. Πριν απο τρεις μηνες περιπου ειχα την ευκαιρια να παρακολουθησω μια σπουδαια θεατρικη παρασταση στα πλαισια ενος πολυθεαματος με θεμα τους ξενους μεταναστες στην Ελλαδα. Το κεντρικο συμβαν αυτου του πολυθεαματος -που περιελαμβανε μεταξυ αλλων μια εκθεση ζωγραφικης και μια εκθεση φωτογραφιας- ηταν δυο θεατρικοι μονολογοι μεσα απο τους οποιους ξεδιπλωνοτανε η δυστυχια κι' η απογνωση, η ταπεινωση και η οργη που νοιωθουν οι ξενοι μεταναστες -και στην ουσια οι ξενοι προσφυγες και οχι "λαθρομεταναστες" οπως επιμενουν να τους αποκαλουν- στον τοπο μας. Το εργο αυτο αποτελεσε μια καλλιτεχνικη και πολιτικη προταση που, κατα την αποψη μου, θα επρεπε να ειναι στο στομα καθε πραγματικα προοδευτικου και ευαισθητου ανθρωπου, ειδικα στη σημερινη Ελλαδα που αντιμετωπιζει αυτο το ιδιαιτερο προβλημα. Κι' ομως, επι μερες μετα την παρασταση αναζητησα στις εφημεριδες καποια κριτικη, καποιο σχολιο. Τιποτα. Με την εξαιρεση μερικων σποραδικων αναφορων, η σπουδαια αυτη καλλιτεχνικη και ηθικη προταση αγνοηθηκε απο τους "διανοουμενους" και τους "κριτικους" του τοπου μας. Μεσα στη γενικη απαθεια και αδιαφορια το συμβαν περασε σχεδον απαρατηρητο, οπως περνανε απαρατηρητες και διαφορες αλλες σημαντικες χειρονομιες που μπορει να γινονται τη στιγμη αυτη διπλα μας χωρις να τις μαθαινουμε. Αλλωστε, την ιδια χαρακτηριστικη αδιαφορια την διαπιστωσα και στους ανθρωπους του περιβαλλοντος μου στους οποιους μιλησα με ενθουσιασμο γι’ αυτη την παρασταση και τους προετρεψα να την δουν. Μετα απο την εκδηλωση καποιου ευγενικου ενδιαφεροντος, η πληροφορια που τους μετεδωσα ξεχαστηκε, ενταφιαστηκε μεσα στην καθημερινοτητα τους. Δεν τους κινητοποιησε. 

Η συγκινηση που μου προξενησε αυτη η παρασταση με διδαξε βεβαια για μια ακομα φορα πως τα ταλεντα κι' οι σημαντικες καλλιτεχνικες προτασεις δεν εχουν παψει να υπαρχουν. Αν το εξεταζα δηλαδη απο ανθρωπολογικης πλευρας θα ελεγα πως το αισιοδοξο μηνυμα τετοιων συμβαντων ειναι πως και στην εποχη μας –οπως και σε καθε αλλη εποχη- δεν εχει χαθει η ικανοτητα δημιουργιας σπουδαιων εργων. Αυτο ομως που εχει χαθει στις μερες και που για μενα ειναι ιδιαιτερα ανησυχαστικο ειναι η διαθεση και η δυνατοτητα αποτιμησης, ενσωματωσης και αφομοιωσης τους μεσα στην κοινωνια. Με αλλα λογια, απεναντι στο πλαστο ερωτημα που τιθεται μερικες φορες, μηπως δηλαδη στη σημερινη εποχη των media, της υπερπροσφορας ερεθισματων και της υπερπληροφορησης δεν μπορουμε πλεον να μιλουμε για "σημαντικα εργα", μηπως δεν γινεται πλεον "σημαντικη τεχνη", εγω θα απαντουσα πως αντιθετως, οπως συνεβαινε παντα, διπλα μας ειναι κι' ο Malher κι' ο Ravel κι' ο Stravinsky της εποχης μας, αλλα εμεις απλουστατα δεν τους βλεπουμε. Εχει χαθει η δυνατοτητα της σημαντικης τεχνης να ευαισθητοποιει, να λειτουργει πολιτικα, να κινητοποιει, να συζητιεται και να γονιμοποιει τις συνειδησεις. Κανεις δεν μπορει να δεχτει οτι ξαφνικα, μεσα σε λιγες δεκαετιες, χασαμε ως ανθρωποι την ικανοτητα να κανουμε σημαντικη τεχνη. Αυτο που χασαμε ειναι η ικανοτητα μας να αναγνωριζουμε τα σημαντικα εργα, να στεκομαστε πανω τους και να τα μετατρεπουμε σε συλλογικα συμβολα και σε αξιες. 

Αν με θεωρειτε υπερβολικο αναρρωτηθειτε και μονοι σας: Ποτε ηταν η τελευταια φορα που ακουσατε ενα καινουργιο μουσικο εργο -ενα καινουργιο εργο που εχει γραφτει προσφατα κι' οχι ενα παληο που εχει προλαβει να καταξιωθει στην ιστορικη προθηκη, οταν ακομα μπορουσαν να γεννιουνται και να συντηρουνται συμβολα- και ειχατε την αισθηση, την σχεδον σωματικη βεβαιοτητα, οτι το νεο αυτο εργο στεκεται διπλα στα μεγαλα εργα του παρελθοντος; Κι' αν την ειχατε στιγμιαια αυτη την βεβαιοτητα, αυτη την αισθηση του αναντιρρητου, ποσες μερες κρατησε και ποσες φορες ξανακουσατε αυτο το εργο; Αλλα για να μην σταθω μονο στην μουσικη: Ποτε ηταν η φορα που ενα καινουργιο θεατρικο εργο λειτουργησε και συζητηθηκε στο περιβαλλον σας οπως συνεβαινε καποτε με τα καινουργια εργα του Καμυ, του Τενεσσυ Γουϊλιαμς, του Αρθουρ Μιλερ; Και ποτε ηταν η τελευταια φορα που ενα καινουργιο βιβλιο λειτουργησε μ' αυτο τον ερεθιστικο και αποκαλυπτικο τροπο στο περιβαλλον σας; Μια νεα ποιητικη συλλογη; Ενας νεος ζωγραφικος πινακας ; 

Κι’ οπως καταλαβαινετε, δεν αναφερομαι εδω σε μορφες μιας μαζικης κουλτουρας που απο τη φυση της εχει ενα εντονο χρηστικο και εμπορικο χαρακτηρα και στοχευει στην ευκολη και ανωδυνη διασκεδαση και σε προσφορα ερεθισματων που θα ξεχαστουν την επομενη ημερα. Εκει μπορει να δεχτει κανεις πως οι οικονομικες απαιτησεις, ο ανταγωνισμος και η υπερκαταναλωση επιβαλλουν την γρηγορη εναλλαγη νεων προϊοντων που πρεπει να αναλωνονται γρηγορα ωστε να δωσουν τη θεση τους στα επομενα. Εγω ομως αναφερομαι σε μορφες τεχνης που ανεκαθεν απευθυνονταν σε σκεπτομενους ανθρωπους με αυξημενη παιδεια και ευαισθησια, για μορφες τεχνης που προϋποθετουν ενα βαθυτερο προβληματισμο και μια αισθηση της ιστορικης προοπτικης του πολιτισμου. Αυτοι οι ανθρωποι, εμεις δηλαδη, οσο περναει ο καιρος γινομαστε ολο και περισσοτερο ανικανοι να συγκινηθουμε, να κινητοποιηθουμε, να στηριξουμε εννοιες, αξιες και συμβολα, και –γιατι οχι ;- να δρασουμε συλλογικα. 

Κι' ομως, αρκετοι απο μας θυμωμαστε ακομα καλα τις εποχες που τα νεα εργα τεχνης συζητιωντουσαν επι χρονια, που γεννουσαν διαμαχες, που ειχαν φανατικους υπερμαχους, η κατακριτες τους και που, μεσα απο αυτη τη ζυμωση προλαβαιναν να καταγραφουν στην συλλογικη εμπειρια και να λειτουργησουν πρωτα μεσα στην κοινωνια και κατοπιν ιστορικα. Ετσι λειτουργησαν καποτε και στην Ελλαδα και ο Χατζιδακις ή ο Θεοδωρακης, κι’ ο Τσαρουχης, κι’ ο Ελυτης, κι’ ο Κουν, κλπ, κλπ, που σημερα τεινουμε να τους μυθοποιουμε, αποκοπτωντας το εργο τους τους απο το πνευματικο και κοινωνικο πλαισιο της εποχης τους. Σημερα στα ζητηματα της τεχνης, οπως και στα ζητηματα της πολιτικης, ενα ακαθοριστο συναισθημα χαρτοποιησης της πραγματικοτητας διακατεχει ολους τους ανθρωπους και τους οδηγει –και μας οδηγει- στην αδιαφορια, στην απαθεια και στον αυτοεγκλεισμο μεσα στη μικροκλιμακα της καθημερινοτητας. 

Θα μου πειτε ισως πως και στις μερες μας παρουσιαζονται εργα που ξεσηκωνουν θυελλες ενθουσιασμου, αν τουλαχιστον κρινει κανεις απο τα χειροκροτηματα και τη δημοσιοτητα που τα συνοδευουν. Φοβαμαι ομως πως τις περισσοτερες φορες προκειται για πλαστες και κατασκευασμενες θυελλες ενθουσιασμου. Η καλλιτερη αποδειξη αυτου του ισχυρισμου ειναι πως μετα τη συναυλια και τα χειροκροτηματα, μετα την εκθεση, μετα την παρασταση, δεν μενει τιποτα. Κανεις δεν σχολιαζει και την επομενη μερα το εργο που ακουσε την προηγουμενη. Τα εργα τεχνης μετατρεπονται σε αναλωσιμα προϊοντα μιας χρησης. Η μουσικη, καλη, η κακη, εξαντλει την οποια σημασια της τη στιγμη της ακροασης της, μια θεατρικη παρασταση αποτελει κυριως την αφορμη για μια βραδινη εξοδο, οπου συζητιουνται στη συνεχεια αλλα θεματα, κλπ, κλπ. Η διαφορα αναμεσα στα κινητρα που μπορουσαν να κινητοποιουν το ενδιαφερον -ή εστω την κοινωνικη ξιπασσια- ενος κοινου παληωτερων εποχων κι' ενος σημερινου κοινου ειναι αντιστοιχη με τη διαφορα που υπαρχει αναμεσα σε ενα συστημα ιδεων, αξιων και πεποιθησεων και σε μια σειρα απο διαφημιστικα σλογκανς. Οι διαφημιστες αλλωστε ξερουν καλα πως και στις μερες μας, τοσο στο χωρο του πολιτισμου, οσο και της πολιτικης, μπορει να προκληθει μια εντονη αντιδραση του κοινου οταν επιστρατευθουν τα καταλληλα ερεθισματα. Αλλα κι' ενα πτωμα μπορει να κουνησει τα μελη του οταν του διοχετευσεις ηλεκτρικο ρευμα, μολις παψει ομως το εξωτερικο ερεθισμα επανερχεται η νεκρικη ακαμψια. 

Η συγχρονη πραγματικοτητα ευννοει τις μοδες, τις κοσμικοτητες και τους καθωσπρεπισμους και αποθαρρυνει, σχεδον συστηματικα, καθε τι που κινδυνευει να διαταρραξει την κρουστα της καθημερινοτητας. Το ανωδυνο, το ψευτοεπωδυνο, η αισθητικη κενολογια, γινονται ευκολα αποδεκτα με τυμπανοκρουσιες απο μια διανοηση που βολευεται πλεον με τα περιτυλιγματα και που απεχθανεται το ουσιαστικο. Μερικες φορες σκεφτομαι πως, δυστυχως, ενα μερος του προβληματος καταληγουν να ειναι και πολλοι "προοδευτικοι διανοουμενοι" της εποχης μας που αποφευγουν “οπως ο διαβολος το λιβανι” καθε τι που θα κινδυνευε να τους θεσει ενωπιον καποιων προσωπικων ευθυνων, καθε τι που θα διαταρρασσε την ναρκισσιστικη ευδαιμονια τους και που θα τους υποχρεωνε να περνανε συχνα απο εξετασεις προκειμενου να επαληθευσουν την ιδιοτητα του διανοουμενου, που την θεωρουν κληρονομικη και που τελικα δεν τους ανηκει. 

Τι μου αποκαλυπτει ομως σε ενα δευτερο επιπεδο η διαπιστωση αυτης της αδιαφοριας; Μου αποκαλυπτει πως στις μερες μας ειναι μαλλον αδυνατον να σπασεις το φραγμα της απαθειας. Οτι κι' αν κανεις, οσο κι' αν προσπαθησεις, οσο σημαντικο κι' αν ειναι το εργο σου, ειναι αδυνατον να κινητοποιησεις τους γυρω σου. Αυτο εχει ως αποτελεσμα να μετατρεπεται ακομα κι' η πιο σημαντικη χειρονομια σε μια πραξη αυτισμου. Γιατι το περιβαλλον δεν θελει σημαντικες χειρονομιες, θελει απλες και ευκολα αναγνωρισιμες χειρονομιες που μπορουν να καταναλωθουν και να ξεχαστουν το επομενο λεπτο. Οι "διανοουμενοι" κι' οι "προοδευτικοι" της εποχης των media θελουν nouvelle cusine κι' οχι πραγματικη τροφη. Αν συγκρινω τις πνευματικες τους ανησυχιες με φαγητο, τοτε θα ελεγα πως ειναι αντιστοιχης θρεπτικης αξιας με κατι ξενερωτα και ψευτοexotic και ψευτοσικ πιατα που σερβιρουν διαφορα "in" μπαρακια οπου συχναζουν κι' οι ιδιοι: "Σαλατα με αβοκαντο και ριζες μπαμπου", "κοτοπουλο βρασμενο σε γιαπωνεζικο σακε με καρδιες αγγιναρας", κλπ, κλπ. Mια διατροφικη εκλεπτυνση που σε αφηνει τελικα νηστικο! 

Μιλωντας ομως σοβαρα, συνειδητοποιω για μια ακομα φορα πως απο μονα τους τα εργα τεχνης και οι σπουδαιες καλλιτεχνικες προθεσεις δεν αρκουν για να εγκαθιδρυσουν και να επιβαλλουν νοηματα και αξιες. Οταν δεν υπαρχει μια περιρρεουσα κοινωνικη πραγματικοτητα που μπορει να προσφερει καποιες κλιμακες προτεραιοτητων και να ορισει καποιο πλαισιο συμβολικης επικοινωνιας τοτε, ακομα κι' η πιο σημαντικη τεχνη μετατρεπεται σε μια δραστηριοτητα που ευνοει ειτε την κοινωνικη ξιπασια, η τον αυτισμο. Ειναι σα να προσπαθεις να επικοινωνησεις μεσω μιας γλωσσας που δεν αντιστοιχει πλεον σε αναγνωρισιμα νοηματα και συμβολα. Η ιστορια διδασκει πως μονο στις εποχες οπου η τεχνη μπορει να διασυνδεεται με τον αορατο καναβο των κοινωνικων νοηματων αποκτα κι' αυτη τα πραγματικα συμβολικα της νοηματα, που αποτελουν παντα "μια αλληγορια για κατι αλλο, περα απο τον εαυτο της". Γιατι τα αισθητικα νοηματα δεν ειναι ουτε αυθυπαρκτα, ουτε αντικειμενικα: Για να μπορεσουν να γεννηθουν και να υπαρξουν, να γινουν αντιληπτα και να λειτουργησουν προϋποθετουν την υπαρξη κοινων συμβασεων στα πλαισια ειδικων κοινωνικων ομαδων. Οταν λοιπον η τεχνη βρισκεται αποκομμενη απο την κοινωνικη πραγματικοτητα ή, οταν η ιδια η κοινωνια δεν μπορει να της παρεχει τα καταλληλα νοηματα, τοτε καταδικαζεται να λειτουργει σε ενα νοηματικο κενο. 

Αυτη η αισθηση του νοηματικου κενου, που για να την αποφυγεις οδηγεισαι αθελα σου στον αυτιστικο αυτοεγκλεισμο, οφειλεται βεβαιως στη διαλυση των κοινωνικων και πολιτικων βεβαιοτητων που υπηρχαν πριν απο μερικα χρονια και, φυσικα, στον ρολο των media που ασκουν μια συστηματικη προπαγανδα με το να αποσιωπουν την αληθεια, με το να παραμορφωνουν την πραγματικοτητα, να υποσκαπτουν τις συνειδησεις και να ενθαρρυνουν την αδιαφορια, τοσο στο χωρο της πολιτικης οσο και του πολιτισμου. Με την παροδο του χρονου και με τη συνεργασια των παραμετρων της νεοφιλελευθερης οικονομιας και της κατευθυνομενης παραπληροφορησης εχει διαμορφωθει διεθνως μια νεα πραγματικοτητα, οπου αποθαρρυνεται καθε μορφη κοινωνικης κριτικης, οπου οι ανθρωποι εξοικειωνονται ολο και περισσοτερο με την αισθηση της αδυναμιας τους να παρεμβουν, με αποτελεσμα την αυξηση της απαθειας, την απωλεια της ελπιδας για "κατι που βρισκεται στο μελλον και που θα ειναι καλλιτερο". 

Η διεθνης οικονομια υπηρετει περισσοτερο παρα ποτε αλλοτε την αρπακτικοτητα, την πλεονεξια και την απληστια μιας μικρης μεριδας απο τραπεζιτες, χρηματιστες, μεγαλομετοχους πολυεθνικων που κυριολεκτικα λιμαινονται τον πλανητη. Η αρπακτικοτητα και η απληστια αποτελεσαν βεβαια ανεκαθεν μια απο τις κινητηριες δυναμεις της οικονομιας και της ιστοριας, ποτε ομως αλλοτε στην ιστορια δεν ειχε εμφανιστει το φαινομενο: διακοσιες οικογενειες πανω στον πλανητη Γη να εχουν προσωπικη περιουσια ιση με το ΑΕΠ των 48 φτωχωτερων χωρων του ΟΗΕ, εικοσι ανθρωποι να εχουν εισοδηματα οσο το ΑΕΠ της Κινας, δισεκατομμυρια ανθρωποι πανω στη γη, οταν δεν πεθαινουν απο την πεινα και τις αρρωστειες, να ειναι υποχρεωμενοι να ζουν με λιγωτερο απο ενα δολλαριο την ημερα. Η βαρβαροτητα κι’ ο πολεμος επισης δεν ειναι καινουργια φαινομενα ομως, ποτε αλλοτε στην ιστορια δεν ειχε συμβει να μετατρεπεται ο πολεμος σε “video –game” διανοητικα καθυστερημενων στρατοκρατων και σε τηλεοπτικο shοw που διακοπτεται απο διαφημισεις. Ποτε αλλοτε επισης ο πολεμος δεν γινοτανε εξ’ αποστασεως και με τετοια “κλινικη” ψυχροτητα. Ολοκληροι λαοι βομβαρδιζονται με τηλεκατευθυνομενες “εξυπνες βομβες” και οδηγουνται σε συστηματικη γενοκτονια με ανατριχιαστικα απλοϊκα επιχειρηματα που θυμιζουν τα χρονια του ναζισμου, προκειμενου να αυξηθουν τα κερδη των πολεμικων βιομηχανιων που συνδεονται αμεσα με τους δεικτες της οικονομιας. Ολες αυτες οι οι εγκληματικες πραξεις νομιμοποιουνται με τη βοηθεια διαφορων εμμισθων “τεχνοκρατων” και -υποτιθεται δημοκρατικα εκλεγμενων- πολιτικων οι οποιοι, προκειμενου να διασφαλισουν τη θεση και τα προνομια τους, κλεινουν τα ματια μπροστα στα εγκληματα κατα της ανθρωποτητας και ειναι διατεθειμενοι να υπηρετησουν πειθηνια τους στοχους των εργοδοτων τους. 

Οι κανονες που καλουνται να επιβαλλουν στις κοινωνιες οι διαχειριστες του νεοφιλευθερισμου ειναι απλοι : Διαρκης αυξηση του κερδους, πληρης εκχωρησης του δημοσιου πλουτου στους ιδιωτες, διαρκης μειωση του κοινωνικου κρατους που εχει κοστος, διαρκης απελευθερωση των "μηχανισμων της αγορας" στα πλαισια ενος ανηλεους “κοινωνικου δαρβινισμου”. Και παραλληλα : πληρης εκμεταλλευση ολων των φυσικων πορων του πλανητη και πληρης εξανδραποδισμος ολου του “περιττου” πληθυσμου που απαρτιζουν οι φτωχοι λαοι της γης. Οσοι δεν μπορουν να ειναι καταναλωτες πρεπει να μετατραπουν σε σκλαβους. 

Για να επιτευχθουν οι παραπανω στοχοι απαιτειται η διαρκης χειραγωγηση και αποθαρρυνση ολων εκεινων των δυναμεων που θα μπορουσαν να αντισταθουν σ' αυτο τον κεντρικο σχεδιασμο. Απαιτειται επισης η διαρκης και συστηματικη ενθαρρυνση ολων εκεινων των μηχανισμων που μπορουν να ευνοουν το "διαιρει και βασιλευε", μεσω αποβλακωσης του πληθυσμου ή, μεσω υποκινησης αγονων αντιπαραθεσεων αναμεσα σε ομαδες με αντικρουομενα συμφεροντα, που ετσι αποδυναμωνονται και παραμενουν ακινδυνες και αβλαβεις. Το ρολο αυτο αναλαμβανει να τον παιξει η πληροφορηση μεσω των media. 

Η πληροφορηση, απο την οποια εξαρταται η διαμορφωση της "κοινης γνωμης", αρα και της ιδιας της δημοκρατιας, εχει μετατραπει, περισσοτερο παρα ποτε αλλοτε, σε εμπορευμα και σε μεσον συστηματικης προπαγανδας και χειραγωγησης. Καθως τα media ανηκουν στα ιδια ατομα που σχεδιαζουν τη διεθνη οικονομια και λειτουργουν ως μοχλοι πολιτικης πιεσης, ειναι προφανες πως περνανε μονο εκεινα τα μηνυματα που ευνοουν την σταθεροτητα του συστηματος που συμφερει τους ιδιοκτητες τους. Και ποια ειναι αραγε αυτα τα μηνυματα ; Ειναι η αποθεωση της υπερκαταναλωσης, της μαζικοποιησης και της ομοιομορφιας, ειναι η νομιμοποιηση του επαγγελματικου αρριβισμου, του κοινωνικου δαρβινισμου και της εννοιας της "επιτυχιας" με στενα οικονομικους ορους. Συγχρονως: ειναι η αποθαρρυνση καθε μορφης κριτικης σκεψης που θα μπορουσε να λειτουργησει ως αμμος στα γραναζια του συστηματος, καθως κι' η αποθαρρυνση καθε μορφης κοινωνικης αλληλεγγυης που θα εμπεριειχε τον κινδυνο του "η ισχυς εν τη ενωσει". Μεσα στις επικινδυνες διαδικασιες και μορφες αναπτυξης κριτικης σκεψης ειναι βεβαια πρωτα απ' ολα η παιδεια που σχεδιαζεται πλεον διεθνως ετσι ωστε να παραγει αφ' ενος εργαζομενους-σκλαβους-καταναλωτες, αφ' ετερου μελη της τεχνοκρατικης ελιτ που λειτουργουν ως πραιτωριανοι του συστηματος. Ειναι επισης η "τεχνη" κι' ο "πολιτισμος", που πρεπει ομως να λειτουργουν μονο ως εμπορευσιμα "πολιτιστικα προϊοντα" που στοχευουν στη "διασκεδαση"- με την αρχαιοελληνικη εννοια- της προσοχης των σκλαβων απο τα πραγματικα τους προβληματα κι' οχι ως μεσα "ψυχαγωγιας" των πολιτων, αρα εμψυχωσης και πιθανης αφυπνισης τους. 

Η κυρια δουλεια των media ειναι να περνανε διαρκως την καταλληλη προπαγανδα που χρειαζεται το συστημα. Η προπαγανδα αυτη εγκειται στα βασικα μηνυματα "αγοραζε- αγοραζε, κοιμησου-κοιμησου". Τα media προβαλλουν και στηριζουν μονο εκεινα τα "πολιτιστικα προϊοντα", αλλα και τις στασεις και συμπεριφορες που ειναι αποδεκτες στα πλαισια αυτου του διαρκους "αγοραζε-κοιμησου". Καθε τι αλλο απορριπτεται με το επιχειρημα της "αντιεμπορικοτητας", της "δυσκολιας", του "κουλτουριαρικου", του κινδυνου, εν τελει, να ξυπνησει το κοιμισμενο κοινο, στο οποιο πρεπει να παρεχεται μονο μια ευπεπτη ζωοτροφη, ωστε να παραμενει πειθηνιο και μεσα στο κοπαδι. 

Οι στρατηγικες ειναι απλες και ισχυουν εξ’ ισου για τα “πολιτιστικα προϊοντα” οσο και για τους ανθρωπους που προβαλλουν τα media : Αποσιωπηση, η παραμορφωση του ουσιαστικου και υπερπροβολη του ευτελους. Για να μπορεσει να περασει το οτιδηποτε μεσω των media στη σφαιρα του δημοσιου λογου, ωστε να το μαθει ο κοσμος, πρεπει να περασει αναγκαστικα απο την προκρουστεια κλινη που επιβαλλει η παραπανω προπαγανδα. Ολες οι πληροφοριες, ειτε αφορουν στην πολιτικη και στην κοινωνια, η στην τεχνη και στον πολιτισμο, πρεπει να ντυθουν αναγκαστικα με τα απαραιτητα διαφημιστικα περιτυλιγματα, πρεπει να παραμορφωθουν ετσι ωστε να μετατραπουν σε ευπεπτα, ευκολα αναγνωρισιμα και αναλωσιμα “προϊοντα”. Καθε τι αλλο που κινδυνευει να διαταρραξει την πλαστη και ανωθεν επιβεβλημενη “συναινεση”, καθε τι αλλο που δεν εξυπηρετει την ομοιομορφια και την καταναλωση αποκλειεται απο τα δικτυα της πληροφορησης, ή προβαλλεται με τετοιο τροπο ωστε να ευνοει τη συγχυση και την παραπληροφορηση. Με τον τροπο αυτο ολοκληροι τομεις της τεχνης και του πολιτισμου –μεταξυ των οποιων φυσικα και η “εντεχνη” μουσικη- καταδικαζονται να λειτουργησουν εκτος του πληρο-φοριακου δικτυου των κοινωνιων, με αποτελεσμα να αγνοει πλεον παντελως την υπαρξη τους η μεγαλη πλειοψηφια του κοσμου που αντλει την πληροφορηση της μονο απο τα media, ή μετατρεπονται σε ανωδυνες γελοιογραφιες της αρχικης τους μορφης του τυπου “Οι τρεις τενοροι”. Παρενθεσιακα θα προσεθετα πως το ιδιο ισχυει και για ολοκληρους τομεις της γνωσης και της επιστημης, που επισης αποσιωπουνται συστηματικα, η παρουσιαζονται διαστρεβλωμενα. Γι’ αυτο παρατηρουμε γυρω μας το φαινομενο της αυξησης των δεισιδαιμονιων, της θρησκοληψιας και των προκαταληψεων, που εχει ως αποτελεσμα και τη στροφη μεγαλων μεριδων πληθυσμου στους τροπους σκεψης του Μεσαιωνα. 

Ετσι, τη σημερινη εποχη, οπου διαφοροι πονηροι, η αφελεις, μας μιλανε για το “παγκοσμιο χωριο” και για την εποχη της ηλεκτρονικης πληροφοριας, οι πολιτες των ανεπτυγμενων δυτικων χωρων ειναι περισσοτερο παρα ποτε παραπληροφορημενοι και αγνοουν το τι πραγματικα συμβαινει γυρω τους και στον υπολοιπο κοσμο. Και κυριως : Γιατι συμβαινει ότι συμβαινει. Η σταση της “πολιτισμενης Δυσης” και πολλων Ευρωπαιων “διανοουμενων” απεναντι στους προσφατους βομβαρδισμους της Γιουγκοσλαβιας, απεναντι στο τι πραγματικα συμβαινει σημερα στο Αφγανισταν, στο Ιρακ, στην Παλαιστινη, στο Σουδαν, αποδεικνυει με περιτρανο τροπο πως, λογω των media, η Εκκλησια του Δημου εχει μετατραπει προ πολλου σε Ρωμαϊκο Ιπποδρομο και πως οι πολιτες εχουν μετατραπει σε καταναλωτες- υπηκοους. Κι’ οπως εγραφε καποτε κι’ ο Arthur Koestler : “Το πιο ανησυχαστικο δεν ειναι να ξυπνησεις μια μερα και να διαπιστωσεις πως μπροστα απο το σπιτι σου περνανε τα τανκς και εχει κηρυχθει δικτατορια. Το πιο ανησυχαστικο ειναι να κοιμηθεις το βραδυ χωρις να γνωριζεις πως εχει ηδη εγκαθιδρυθει ο φασισμος απο την προηγουμενη ημερα “. 

Περνανε λοιπον μερικα χρονια μεσα σ' ενα τετοιο οικονομικο, κοινωνικο και νοηματικο τοπειο που σε περιβαλλει απο παντου και ξαφνικα ανακαλυπτεις, σαν ενας νεος Καβαφης, πως “ανεπαισθητως γυρω σου υψωσαν τειχη”, πως τα πραγματα εχουν αλλαξει ριζικα και πως οσα πιστευες στο παρελθον εχουν παψει να ισχυουν. Μια νεωτερη ανεκπαιδευτη γενηα αγνοει πλεον πληρως οτι παληα υπηρχαν κοινωνικοι αγωνες, διεκδικησεις, αντιπαραθεσεις πανω σε κοινωνικα, ηθικα, πολιτικα και καλλιτεχνικα ζητηματα. Νομιζει πως τα πραγματα δεν μπορουν παρα να ειναι ετσι οπως ειναι και θεωρει πως οι παραπανω εννοιες ειναι γραφικα απομειναρια αλλων εποχων, οι δε υποστηρικτες τους πως ειναι κατι σαν τον Σπαρτακο π.χ που ειχε επιχειρησει επι αρχαιας Ρωμης να ηγηθει καποιας επαναστασης των σκλαβων. Αυτη η νεωτερη γενηα ξεκιναει τη ζωη της διατεθειμενη να επιζησει μεσα στη μονη πραγματικοτητα που της επιτρεπουν να γνωριζει, οπως μια γενηα του Μεσαιωνα ηταν διατεθειμενη να επιζησει διπλα στην Ιερα Εξεταση, τους θρησκευτικους πολεμους και το καψιμο των μαγισσων, χωρις να νοιωθει παγιδευμενη. Δυστυχως, συχνα μου εχει δοθει η ευκαιρια να διαπιστωσω πως αυτο που χαρακτηριζει στην πλειοψηφια της τη νεωτερη γενηα της εποχης των media ειναι η πληρης ανιστορικοτητα, η απουσια διαχρονικων συμβολων, η στενωτατη εστιαση της συνειδησης στο απολυτο παρον. Η γενηα της εποχης των τηλεοπτικων διαφημισεων και των video-clips, των computer games και του Internet εχει την πολιτιστικη και μορφωτικη πληροφορηση ενος ορεσιβειου και τη συγκινησιακη μνημη μιας πεταλουδας. Δεν ευθυνεται βεβαια η ιδια γι’ αυτο, αλλα τουτη η αθωοτητα δεν αναιρει την υπαρξη του φαινομενου. 

Η παληωτερη γενηα παλι στην οποια ανηκεις, ειτε αποτελειται πλεον απο “ρεαλιστες” που ισως απο τα νειατα τους ηδη σχεδιαζαν την προσωπικη τους πορεια μεσω ελιγμων εντος του συστηματος -αρα οι παληες "αριστερες" τους τοποθετησεις δεν ησαν παρα μορφες ευκαιριακης στρατηγικης- ή εχει χασει οντως "τα αυγα και τα πασχαλια" με την νεα πραγματικοτητα και επιχειρει να επιβιωσει μεσα απο δυο πιθανες στρατηγικες: Ειτε ξεπουλαει σταδιακα τις παληες προοδευτικες της αποψεις, προκειμενου να παραμεινει μεσα στον ανταγωνισμο και να "παιξει το παιγνιδι με τους κανονες του", ή στρεφεται στον εαυτο της και σταδιακα μετατρεπεται σε αβουλο πιονι, λογω της αδυναμιας της να αρθρωσει ενα κοινωνικα ανατρεπτικο λογο και να αντιπαρατεθει ουσιαστικα στον ορυμαγδο της παραπληροφορησης και στον τοιχο της απαθειας.

Το σημερινο παιγνιδι της κοινωνικης επαληθευσης, αναγνωρισης και επιβιωσης μοιαζει να μην εχει χωρο για εννοιες που σχετιζονται με την τεχνη ως διαμεσου κοινων συμβολων της κοινωνιας. Με την τεχνη ως ανατρεπτικη διαδικασια κι’ως πραξη αυτογνωσιας. Εαν ανηκει κανεις στους “ρεαλιστες” τοτε χρησιμοποιει την τεχνη ως μεσον αποκτησης μορφων δοτής εξουσιας, εμπλεκομενος στους επισημους θεσμους, χωρις να τους κρινει και χωρις να επιχειρει να τους μεταβαλλει, γιατι τουτο θα δυσαρεστουσε αυτους που του παρεχουν την εξουσια. Για ολους αυτους η τεχνη ειναι οντως μια "αλληγορια για κατι αλλο", μονο που αυτο το "αλλο" σχετιζεται με την προσωπικη τους επιβιωση και αναρριχηση. Για ολους αυτους δεν υπαρχουν περιθωρια αγονων ενθουσιασμων και αντιεπαγγελματικων αντιπαραθεσεων πανω σε ζητηματα ιδεολογιας, αισθητικης, αξιων. Οι καλλιτεχνες που, ειτε λογω φοβου και ανασφαλειας, η λογω προσωπικων στρατηγικων και ελιγμων, αποδεχονται τη χειραγωγηση τους απο τους μηχανισμους της εξουσιας και της διαφημισης δεν ειναι σε θεση να παραγουν ουσιαστικη τεχνη. Μετατρεπονται σε κλοουν που υπηρετουν τη διασκεδαση του Σαββατοκυριακου, ή την ξιπασια των νεοπλουτων. Εαν παλι ανηκει κανεις στους αυτιστικους, τοτε χρησιμοποιει την τεχνη ως μεσο προσωπικης ψυχαναλυσης και εργασιοθεραπειας, ως μεσον καταφυγης σε βολικες ψευδαισθησεις που αφηνουν απ' εξω την ακατανοητη νεα πραγματικοτητα που τους τρομοκρατει. Ετσι οδηγειται σταδιακα στην υποχωρηση, στην αποχωρηση, στον αναχωρητισμο. 

Αναμεσα σ' αυτες τις δυο στρατηγικες υπαρχουν βεβαια πολλες αποχρωσεις που καλυπτουν ολο το φασμα, στρατηγικες και στασεις που θα ελεγε κανεις πως αντιστοιχουν στο μοντελο του "Κομισσαριου και του Γιογκι" που περιεγραφε καποτε ο Καισλερ. Καπου στη μεση του φασματος π.χ βρισκονται ισως και οι "μπερδεμενοι" –στους οποιους ενδεχομενως να ανηκω κι’ εγω- που δεν εχουν παρει ακομα αποφαση, ουτε για το πως πρεπει να διαβασουν την πραγματικοτητα, ουτε για το πως πρεπει να κινηθουν μεσα της ωστε, αφ' ενος να επιβιωσουν επαγγελματικα, αφ' ετερου να διατηρησουν ορισμενες απο τις παληες τους βεβαιοτητες, που τεινουν ομως να μοιαζουν πλεον ολο και περισσοτερο με νεανικες ψευδαισθησεις. 

Παρομοιαζω μερικες φορες αυτη τη σταδιακη αμνησια και ανοχη, που εκφραζεται μεσα απο την σταδιακη εκπτωση των αξιων και των προτεραιοτητων, με το φαινομενο της "διολισθησης" του νομισματος και του πληθωρισμου. Η αξια που αποδιδουν τα ατομα κι’η κοινωνια σε καποιες στασεις και συμπεριφορες αρχιζει σιγα-σιγα να διολισθαινει και φτανει να εκμηδενιζεται. Τουτο ισοδυναμει με ενα ηθικο και συμβολικο πληθωρισμο. Οσο μεγαλωνει η ελαστικοτητα και η ανοχη, εσυ αρχιζεις να χρειαζεσαι ολο και μεγαλυτερη προσπαθεια για να διεκδικησεις τα ιδια πραγματα. Παληα μπορουσες με 5 δραχμες να αγορασεις ενα πακεττο τσιγαρων, μπορουσες με 90 χιλιαδες να αγορασεις ενα αυτοκινητο, μπορουσες να διεκδικησεις καποιες εννοιες κανοντας ορισμενες επιλογες στη ζωη σου. Τωρα για να αγορασεις ενα πακεττο τσιγαρα χρειαζεσαι 800 δραχμες, για να αγορασεις ενα αυτοκινητο χρειαζεσαι 6 εκατομμυρια και για να διεκδικησεις τις ιδιες εννοιες χρειαζεται να αυτοπυρποληθεις στην πλατεια Συνταγματος, ωστε να στρεψουν την προσοχη τους στα αιτηματα σου τα media ! 

Και φυσικα, οπως συμβαινει και στην οικονομια, αυτος ο ηθικος πληθωρισμος επιτυγχανεται με τη συνενοχη ολου του πλαισιου. Ολοι συμβαλλουν, ο καθενας με το δικο του τροπο, στην υποβαθμιση των αξιων. Οι παραγωγοι, οι καταναλωτες και οι ενδιαμεσοι σπεκουλαδοροι. Οι παραγωγοι των εννοιων προσπαθουν να κλεψουν στο ζυγι, οι καταναλωτες ανεχονται να τους κλεβουν και οι σπεκουλαδοροι λειτουργουν ως τροχονομοι αυτης της κομπινας. 

Υπαρχει και μια ακομα πιο "ποιητικη" εικονα: Σιγα -σιγα και σχεδον αδιορατα μαζευεται σαν σκονη και σαν πουρι ενα στρωμα ανοχης και αμνησιας, το οποιο μετα ξεραινεται πανω στην παλαι ποτε λαμπρη επιφανεια καποιων αντικειμενων. Στην αρχη το περιγραμμα παραμενει το ιδιο κι’ οι ανθρωποι εξακολουθουν να προσποιουνται οτι αποδιδουν αξια στα ιδια πραγματα, αλλα τα αντικειμενα ειναι πλεον θαμπα. Μετα απο καποιο διαστημα ομως, καθως συσσωρευεται η σκονη, αρχιζει να αλλαζει και το ιδιο το περιγραμμα. Τοτε πλεον οι ανθρωποι εχουν ξεχασει τελειως σε τι απεδιδαν παληα καποιες αξιες. Η εννοια της καλλιτεχνικης, ή της πολιτικης συνεπειας π.χ εχει παψει πλεον να συγκαταλεγεται μεταξυ των αναγνωρισιμων αξιων. Στη θεση τους εχουν μπει εννοιες οπως "εξυπναδα και ευελιξια", "επαγγελματικη σταση", κλπ. Η εννοια της “ποιοτητας” η του “στοχασμου” εχουν αντικατασταθει απο την εννοια της “διασκεδασης” ή του “χαλαρωματος”, το “συγκλονιστικο” εχει αντικατασταθει απο το “ενδιαφερον”, η “ανατρεπτικη και επαναστατικη σταση” εχουν αντικατασταθει απο τη ναρκιστικη αυτοπροβολη, και ουτω καθεξης.

Μεσα σε ενα τετοιο μοντελλο πραγματικοτητας χανονται οι βασικες εννοιες της γενναιοδωριας και της χαρας, η της καταγγελιας και της στρατευσης σε αξιες που αφορουν στο κοινωνικο συνολο και που συνοδευσαν στο παρελθον τις πραγματικα μεγαλες καλλιτεχνικες χειρονομιες. Γιατι, ακομα κι' οταν υπαρχουν καλλιτεχνες που τις συμμεριζονται και που επιχειρουν να τις προβαλουν, δεν υπαρχει πλεον το καταλληλο κοινο που μπορει να τις αναγνωρισει, να τις δεχτει και να τις υποστηριξει, ειτε λογω ανεπαρκους παιδειας ή, απλουστατα, επειδη τετοιους καλλιτεχνες αποφευγει να τους προβαλλει το συστημα, καθαρα για λογους αυτοσυντηρησης του, με αποτελεσμα να αγνοει και το -δυναμει- κοινο τους την υπαρξη τους. 



Ολα οσα σας ειπα μεχρι στιγμης μπορουν να συνοψιστουν με λιγα λογια : Η πολιτικη χειραγωγηση κι’ η συναισθηματικη και ηθικη απαθεια που χαρακτηριζουν την εποχη μας εχουν το πληρες αντιστοιχο τους στην αισθητικη χειραγωγηση και στην αδιαφορια για τα μεγαλα ζητηματα του πολιτισμου. Οι πολιτες που, μεσω των μηχανισμων της παραπληροφορησης και της πλαστης “συναινεσης”, μετατρεπονται σε καταναλωτες – υπηκοους στερουνται οραματος και ελπιδας για το μελλον, χανουν τη διαθεση τους για ασκηση κριτικης και για παρεμβαση, με αποτελεσμα να μην ειναι πλεον σε θεση να ενδιαφερθουν για τον πολιτισμο, για την παιδεια και για την τεχνη, αλλα ουτε και για τη δημοκρατια. Και με τον ιδιο τροπο με τον οποιο μπορουν να αγνοουν τα οσα συγκλονιστικα γινονται διπλα τους, ή να αδιαφορουν γι’ αυτα λογω κορεσμου και απαθειας, ετσι μπορουν να αγνοουν της σημαντικες καλλιτεχνικες και ηθικες χειρονομιες που μπορουν να γινονται διπλα του, ή απλουστατα, να αδιαφορουν γι’ αυτες. 

Σας προειδοποιησα απο την αρχη πως δεν σκοπευα να σας μιλησω για τη μουσικη. Με ενδιεφερε περισσοτερο να σας μιλησω για τα πραγματα που οσο περναει ο καιρος με δυσκολευουν ολο και περισσοτερο να κανω μουσικη. Το να κανεις μουσικη μπορει απο μονο του να ειναι κατι πολυ απλο, σαν ενα ταξιδι. Για να πας ομως ενα ταξιδι πρεπει να εισαι σιγουρος οτι το μερος που κατευθυνεσαι υπαρχει οντως κι’ οτι δεν αποτελει μια μυθικη περιοχη καταγεγραμμενη σε αρχαιους χαρτες που περιλαμβανουν στα περιθωρια τους και τo γνωστo “here there be dragons”

Πριν απο μερικα χρονια πιστευα πως το προβλημα που καλειται να αντιμετωπισει ενας Ελληνας συνθετης ηταν η περιθωριακοτητα της εντεχνης μουσικης στην ελληνικη κοινωνια. Πιστευα πως η μετατοπιση των λειτουργιων της στο χωρο των “πολυ λιγων” της αφαιρει νοηματα και σημασιες. Αυτος ηταν κι’ ο λογος που με οδηγησε καποια στιγμη να στραφω και στο τραγουδι, ελπιζοντας πως ετσι θα αποκαταστησω μια επικοινωνια με το περιβαλλον στο οποιο με ενδιεφερε να απευθυνθω. Στην πορεια ομως, καθως αρχισαν και στη Ελλαδα να εξαπλωνονται τα ιδιωτικα media και να κυριαρχουν τα καταναλωτικα μοντελλα σκεψης και συμπεριφορας, διαπιστωσα πως ουτε και το εντεχνο τραγουδι μπορει πλεον να λειτουργησει οπως παληα, προσφεροντας μια αισθηση συλλογικοτητας και πολιτιστικης ενοτητας. Ειτε υφισταται κι’ αυτο τον ιδιο συστηματικο αποκλεισμο απο τα δικτυα της πληροφορησης και της διανομη, ή εξανεμιζεται η σημασια του καθως ενταφιαζεται μεσα στον σκουπιδοτοπο των ερεθισματων και καταναλωνεται κι’ αυτο “εδω και τωρα”, οπως και τα αλλα “πολιτιστικα προϊοντα”, χωρις να αφηνει κανενα μεταισθημα και κανενα αποηχο στο περιβαλλον.

Οταν αρχιζεις να αναρρωτιεσαι για την ιδια τη σκοπιμοτητα της δουλειας σου τοτε ή χανεις τον ενθουσιασμο σου, αποθαρρυνεσαι και σταδιακα οδηγεισαι στη σιωπη, ή εξοργιζεσαι και προσπαθεις να καταλαβεις τι φταιει, με την κρυφη ελπιδα να το αλλαξεις. Δεν ειμαι φυσικα τοσο αφελης ωστε να ισχυριζομαι πως μπορουν οι καλλιτεχνες να αλλαξουν την κοινωνια. Ειμαι ομως αρκετα αισιοδοξος ακομα ωστε να πιστευω πως, οπως συνεβαινε παντα στην ιστορια, ετσι και τωρα, αυτο ειναι κατι που μπορουν να το κανουν οι πολιτες της. Για να υπαρξει ομως αυτη η ελπιδα προϋποτιθεται μια σωστη αναγνωση της πραγματικοτητας και μια σωστη διαγνωση των παθολογικων στοιχειων της που τεινουν να εγκαθιδρυθουν και να θεωρουνται ως αυτονοητα.

Δεν θελω να ειμαι απαισιοδοξος ουτε ισχυριζομαι πως η σημερινη εποχη στην οποια ζουμε ειναι αναγκαστικα χειροτερη απο παληωτερες εποχες. Η εποχη μας εχει να επιδειξει σπουδαια πραγματα στον τομεα της γνωσης. Η γενετικη, η νευροφυσιολογια κι’ η ερευνα του εγκεφαλου και της ανθρωπινης συνειδησης, η πληροφορικη, θα φερουν καποτε επαναστατικες αλλαγες στη ζωη μας. Εχει επισης να επιδειξει κι’ αυτη σπουδαιους ανθρωπους σε ολους τους τομεις, σπουδαιους διανοητες και σπουδαιους καλλιτεχνες. Η εποχη μας ομως εχει και μεγαλες παθογενειες κι’ η σημαντικωτερη απ’ αυτες δεν ειναι τοσο αυτη καθαυτη η βαρβαροτητα, η απληστια και η εκμεταλλευση, που συνοδεψαν δυστυχως ανεκαθεν την ιστορια και που τις εζησαν κι’ οι προηγουμενες γενηες, οσο η διαφαινομενη ελλειψη αντιδρασης, η πλαστη “συναινεση” κι’ η ομοιομορφια σκεψης που μας κατακλυζει απο παντου. Οι παληωτερες γενηες ειχαν την ικανοτητα της αντιδρασης και της αντιστασης, που φανηκε και μεσα απο κοινωνικους αγωνες, αλλα και μεσα απο την καλλιτεχνικη δημιουργια, σημερα ομως δημιουργειται η εντυπωση πως εχουν ξεχαστει τα αυτονοητα. Αυτη η αμνησια, η απαθεια κι’ η ανοχη αποτελουν ισως τα πιο επικινδυνα γνωρισματα της δικηας μας εποχης. 

Υπαρχουν καποιες ιστορικες περιοδοι οπου μεταβαλλεται η πραγματικοτητα και τουτο εχει συνεπειες για την ανθρωπινη συνειδηση. Νομιζω λοιπον οτι η δικηα μας εποχη εχει ολα τα γνωρισματα μιας τετοιας μεταβασης απο μια ιστορικη περιοδο σε μια αλλη. Οπως δεχομαστε οτι υπηρξε μια τετοια μεταβολη της ανθρωπινης ματιας στο περασμα απο τον Μεσαιωνα στην Αναγεννηση, και μετα στον Διαφωτισμο, και μετα στο Ρομαντισμο, κλπ, αλλα κι΄απο την εποχη που ανθουσε το ελληνικο πνευμα στην εποχη του Μεσαιωνα και του καψιματος των μαγισσων, απο τη Γαλλικη Επανασταση στην Παλινορθωση της Μοναρχιας, απο τη δημοκρατια στο φασισμο του μεσοπολεμου, ετσι ειμαστε αναγκασμενοι να δεχτουμε οτι κατι παρομοιο συμβαινει και στην δικηα μας εποχη.

Αυτες τις μεταβολες δεν τις καταλαβαινουν βεβαια ολοι κι' οσοι τις καταλαβαινουν τεινουν συχνα να τις αγνοουν. Τα μεμονωμενα ατομα -που δεν ζουν στην ιστορικη αλλα στην καθημερινη κλιμακα- τεινουν να αντιμετωπιζουν τετοιες μεταβολες σαν κατι παραδοξο, σαν κατι που γεννα συναισθηματα δυσφοριας, αγχους, απωλειας ειρμου. Οι ανθρωποι τεινουν συνηθως να συγκαλυπτουν τετοιες ενοχλητικες αισθησεις που τους γεννα η "παραδοξη" πραγματικοτητα, τεινουν να προσποιουνται -και μεσα τους και εξω τους- οτι τιποτα δεν εχει αλλαξει, οτι ολα εξακολουθουν να λειτουργουν οπως παντα, κι' αν νοιωθουν κατι παραξενο στον αερα προσπαθουν να το αγνοησουν, ή δινουν απλες και μηχανικες ερμηνειες. Προτιμουν να ριχνουν την ευθυνη στον εαυτο τους, στις προσωπικες τους αδυναμιες ή νευρωσεις, παρα να αμφισβητησουν ολο το συστημα των εννοιων της πραγματικοτητας που τους περιεχει. 

Ο Τοffler εγραφε καποτε πως υπαρχουν τεσσερεις βασικες στρατηγικες στις οποιες καταφευγει το ατομο για να προφυλαχτει απο το “σοκ του μελλοντος” : Η σταση της απολυτης αρνησης στην αποδοχη των μεταβολων της πραγματικοτητας, η σταση της εξειδικευμενης χρησης των καινοτομιων χωρις παραλληλη αποδοχη των βαθυτερων συνεπειων τους, η σταση της νοσταλγικης επιστροφης στις βεβαιοτητες του παρελθοντος και η σταση της αναζητησης υπεραπλουστευμενων απαντησεων που θα ανασκευασουν την απωλεια του ειρμου. Ολες αυτες τις στρατηγικες τις διαπιστωνουμε καθημερινα γυρω μας και χαρακτηριζουν και τη συμπεριφορα πολλων καλλιτεχνων. Υπαρχουν ανθρωποι που προσπαθουν να πεισουν τον εαυτο τους οτι τιποτα δεν εχει αλλαξει και πως τα πραγματα παραμενουν τα ιδια, γι’ αυτο συνεχιζουν να γραφουν συμφωνιες και κουαρτεττα. Υπαρχουν ανθρωποι που χρησιμοποιουν μεν computer, αλλα εξακολουθουν να σκεφτονται με ακαδημαϊκους τροπους. Υπαρχουν ανθρωποι που καταφευγουν σε ενα εξιδανικευμενο παρελθον και μυθοποιουν την “ethnic” μουσικη. Υπαρχουν ανθρωποι που νομιζουν πως τα σημερινα προβληματα της μουσικης θα λυθουν οταν βελτιωθουν τα ωδεια και οταν αναβαθμισθουν οι “θεσμοι”. Οποιες κι’ αν ειναι ομως οι στρατηγικες απωθησης της ενοχλητικης πραγματικοτητας το γεγονος παραμενει. Οι μεταβολες υπαρχουν, ειναι αντικειμενικες και αντιστοιχουν σε ενα καινουργιο ιστορικο σταδιο του πολιτισμου που το χαρακτηριζει ενας ιδιορρυθμος φασισμος. Πιστευω πως αυτο ειναι κατι που οφειλουμε να το συνειδητοποιησουμε και ως καλλιτεχνες και ως πολιτες, διαφορετικα κινδυνευουμε να μοιασουμε μ’ εκεινους τους κατοικους στα περιχωρα του Αουσβιτς που ισχυριζοντουσαν πως δεν τους μυριζαν οι φουρνοι και πως δεν ειχαν ιδεα του τι ακριβως συνεβαινε διπλα τους. 

Κλεινοντας αυτη τη σειρα σκεψεων ελπιζω να ειναι φανερο πως στοχος μου δεν ειναι να προτεινω “λυσεις” που θα μπορουσαν να ανατρεψουν ή να ανασκευασουν ενα ολοκληρο συστημα απο στασεις και πεποιθησεις που χαρακτηριζουν τη σημερινη ιστορικη περιοδο. Στοχος μου ηταν να επισημανω ορισμενα υπαρκτα προβληματα και αδιεξοδα που καθοριζουν σε μεγαλο βαθμο τη σταση και τις επιλογες ενος σημερινου καλλιτεχνη, καθως και τη δυνατοτητα της τεχνης του να λειτουργησει ή οχι μεσα στην κοινωνια οπου ζει.

Πιστευω πως διανυουμε σημερα μια μεταβατικη περιοδο που φαινεται κι’ απο την αδυναμια της συγχρονης μουσικης δημουργιας να αρθρωσει ενα σαφη και συγκινησιακα αποτελεσματικο λογο, με αποτελεσμα να οδηγειται συχνα σε μηχανικες αναμασησεις που αντλουν απο ετοιμες λυσεις του παρελθοντος, ειτε αυτες αναφερονται σε μια παραδοση –λαϊκη ή εντεχνη, δεν εχει σημασια- η σε μια παλαι ποτε avant – garde.

Προσωπικα εχω νοιωσει συχνα αυτη την αισθηση αδυναμιας, την οποια επιχειρησα κατα καιρους να την αντιμετωπισω με εξ’ ισου μηχανικους τροπους, αλλαζοντας στυλ, στρεφομενος στα synthesizers, κλπ. Καθως περναει ο καιρος ομως διαπιστωνω πως τα σημερινα προβληματα δεν λυνονται με τετοια ευκολα “τρυκ”. Το στυλ δεν αρκει απο μονο του για να δωσει απαντησεις στα προβληματα επικοινωνιας, αντιθετα, μπορει ευκολα να μετατραπει σε ενα απλο περιτυλιγμα της αμηχανιας. Για να λειτουργησει το οποιοδηποτε στυλ επιλεγεις, προϋποτιθεται η συνομολογηση μιας συμβασης μεταξυ του καλλιτεχνη και του κοινου. Το στυλ, οπως και καθε συμβολικος κωδικας επικοινωνιας, ειναι σαν μια συνομωσια που εξυφαινεται μεσα σε συγκεκριμμενα ιστορικα και κοινωνικα πλαισια και μεσα σε συγκεκριμμενες κοινωνικες ομαδες. Στην πραγματικοτητα το προβλημα του καλλιτεχνη ποτε δεν ειχε να κανει με το στυλ, γιατι το στυλ δεν το επιλεγεις, σε επιλεγει, με τον ιδιο τροπο που οταν μιλας δεν σκεφτεσαι το συντακτικο και τη γραμματικη σου. Φυσικα μπορει να μιλας καλα ή κακα, οταν ομως το πλαισιο αποτελειται απο κουφους ή βραδυγλωσους τοτε ειναι ματαιη καθε αποπειρα ευγλωττιας.

Παντως, αν με ρωτουσατε εμενα προσωπικα για τις στασεις και συμπεριφορες που θα επελεγα προκειμενου να αντιμετωπισω ως ανθρωπος κι’ως καλλιτεχνης τη συγχρονη πραγματικοτητα θα σας ελεγα πως, κατα τη γνωμη μου, απαιτειται πρωτα απ’ ολα μια σταση διαρκους εγρηγορσης και μια ικανοτητα να αντιδρας και να εξοργιζεσαι. Η οργη απο μονη της ειναι ενα αρνητικο συναισθημα, ειναι ομως χρησιμη και αναγκαια οταν δεν σ’ αφηνει να ξεχνας και να εφησυχαζεις. Η Μανα Κουραγιο του Μπρεχτ λεει σε καποιο σημειο στον στρατιωτη που ηρθε οργισμενος να διαμαρτυρηθει για μια αδικια που του εγινε : “Eχεις δικηο, αλλα ποση ωρα θα κρατησει ο θυμος σου ; Μια ωρα; Δυο ωρες ; Τι θα κανεις ομως οταν σου περασει ο θυμος; Tοτε πως θα διεκδικησεις το δικηο σου ; “.

Επειτα θα ελεγα πως απαιτειται μια διαρκης δυσπιστια απεναντι στις διαφορες στρατηγικες εξαγορας ή ενσωματωσης που επιστρατευει το συστημα για να σε αφοπλισει και να σε φιμωσει. Οι αμερικανοι εχουν τη χαρακτηριστικη εκφραση “Where’s the catch?”, δηλαδη “ Που βρισκεται κρυμμενη η παγιδα σε ολα αυτα τα ωραια που μου λες και μου υποσχεσαι ;”

Mετα, θα ελεγα πως απαιτειται μια ικανοτητα αναζητησης και επαναξιολογησης του ουσιαστικου και του αμεσου, κι’ αυτο στην τεχνη νομιζω πως ειναι παντα το απλο και το πρωτογενες. Μιλωντας παντα αυστηρα προσωπικα θα ελεγα πως η εποχη μας δεν ευνοει τις στασεις και τις συμπεριφορες πανω στις οποιες βασιστηκε καποτε η λεγομενη “avant garde”. Ενας απο τους ρολους της καλλιτεχνικης “πρωτοποριας” στο παρελθον ηταν η ανακαλυψη νεων τεχνικων και ο εμπλουτισμος του λεξιλογιου ολων των τεχνων. Δεν ηταν ομως αυτο το πιο σημαντικο. Ο σημαντικωτερος ρολος της avant garde υπηρξε η συμβολικη της λειτουργια, που ηταν ανεκαθεν η κριτικη, η καταγγελια και η απορριψη παλαιωτερων ματιων και στασεων που ειχαν βαλσαμωθει μεσα στα επισημα καλλιτεχνικα στυλ. Η ικανοτητα, αλλα και η προθεση της avant garde να σοκαρει και να αφυπνισει βρισκοτανε στη σχεση της με ενα κοινωνικο πλαισιο που μπορουσε να κινητοποιηθει και να αντιδρασει –θετικα ή αρνητικα - απεναντι στις καλλιτεχνικες προκλησεις. Μ’ αλλα λογια : Ενα μεγαλο μερος του νοηματος των εργων της “πρωτοποριακης τεχνης” δεν βρισκοτανε στα ιδια τα εργα, αλλα στο κοινωνικο πλαισιο που τους απεδιδε συμβολικες σημασιες. Η avant garde μπορεσε να αναπτυχθει επειδη υπηρχαν οι καταλληλες συνθηκες που επετρεπαν την αναπτυξη τετοιων συμβολικων λειτουργιων. 

Ομως, σε εποχες γενικευμενης αδιαφοριας του κοινωνικου πλαισιου ειναι πλεον αδυνατον να σοκαρεις μεσα απο “πρωτοτυπες” φορμες και να κινητοποιησεις μεσα απο “προκλητικα συμβολα”. To σημερινο κοινο αντιδρα στις συμβολικες προκλησεις των καλλιτεχνων με τον χαρακτηριστικα αμερικανικο τροπο με τον οποιο αντεδρασε ο Indiana John, οταν βρεθηκε αντιμετωπος με τον Aραβα αντιπαλο του, που ετοιμαζοτανε να του επιτεθει κανοντας εξεζητημενες χορογραφικες πιρουεττες πολεμικων τεχνων : Τραβηξε εν ψυχρω το πιστολι του και τον σκοτωσε εξ’ αποστασεως ! Το σημερινο κοινο δεν καταδιωκει και δεν σκοτωνει βεβαια τους καλλιτεχνες, σκοτωνει ομως τις προθεσεις τους χρησιμοποιωντας ως οπλο το χασμουρητο. 

Στις εποχες μας δεν μπορεις πλεον να σοκαρεις με φορμες, ισως ομως μπορεις να σοκαρεις και να κινητοποιησεις μεσα απο την ουσια και τη συγκινηση, που μπορει να αποδεικνυονται περισσοτερο διαχρονικες και - εν τελει- περισσοτερο ανατρεπτικες. Σε εποχες ευημεριας, οπου ολα πανε καλα, μπορει να ερωτευεσαι μια γυναικα επειδη την εχεις δει ντυμμενη με βραδινη τουαλετα σε καποια κοσμικη συναναστροφη, σε εποχες ομως ανεχειας –η και καταστροφων- ερωτευεσαι μια γυναικα απο τα ματια της και δεν δινεις σημασια στο ντυσιμο της. 

Τελος, πιστευω πως πολλα απο τα σημερινα προβληματα που αντιμετωπιζουμε και ως πολιτες και ως καλλιτεχνες θα μπορεσουν να λυθουν καποτε μεσα απο την αναζητηση μιας νεας συλλογικοτητας. Αυτο ισχυει σιγουρα για ολους μας, ως πολιτες, μιλωντας ομως ειδικωτερα για την τεχνη πιστευω πως καλλιτεχνες γινομαστε παντα μεσα σε ομαδες, μεσα σε παρεες. Αυτο ειχε και στο μυαλο του κι’ ο Μανος Χατζιδακις οταν μιλουσε καποτε για τη μεγαλη σημασια που εχουν τα καφενεια για τους καλλιτεχνες. Μονο μεσα απο μια ομαδα που σε στηριζει και που σε κρινει σε καθε σου βημα μπορει να διασφαλιζεται και να επαληθευεται αυτη η ευθραυστη πραγματικοτητα που επιχειρει να στησει η τεχνη. Οι καλλιτεχνες που καταδικαζονται να λειτουργουν μονοι τους χανονται πολυ πιο ευκολα μεσα στους αυτισμους, τις νευρωσεις και τις προσωπικες τους φιλοδοξιες. 

Μιχάλης Γρηγορίου
Βουλα, Μαρτιος 2002