Οχυρά της αγρύπνιας
Μουσική-Ερμηνεία: Κώστας Μουγιάκος
Στίχοι: Δημόκριτος
Κάθομαι και ματώνω στίχους
λέξεις φυτεύω παθιασμένες.
Να ενσαρκώσουν ξένους ήχους
καρδιές ν’ αγγίξουν φλογισμένες.
Λέξεις φυτεύω, δέντρα βγαίνουν
που φύλλωμα κραυγών απλώνουν.
Τις ρίζες σ’ όνειρα βαθαίνουν
και μοναξιές αναδασώνουν.
Στ' άπειρο ρίχνονται σαν δύτες
κι ‘ναι οι καρδιές τους ορυχεία.
Χτίζουν στο κρύο μ' αλφαβήτες
γι' ανέστιους πόνους πανδοχεία.
Θάλασσες οι σελίδες μοιάζουν
κι οι λέξεις, πειρατών μεθύσια.
Μελάνι οι πληγές μου στάζουν
φάρους να δουν τα ερημονήσια.
Από σιωπές βαθιές πηγάζουν
ποτάμια οι λέξεις που φουσκώνουν.
Να βρουν ωκεανούς καλπάζουν
κι' όλα τα φράγματα ακυρώνουν.
Σκιές κι αγκάθια αιχμηρά
καβαλικεύουν ηλιαχτίδες.
Μεσ’ της αγρύπνιας τ’ οχυρά
για ομορφιές φτιάχνουν παγίδες.
Φτερά κι αν δίνουν, λεν οι στίχοι
απ’ τα κλουβιά δεν σε γλυτώνουν.
Μα κάνουν, χάρτινα τα τείχη
που φόβοι, μέσα σου υψώνουν.
Στίχοι: Δημόκριτος
Κάθομαι και ματώνω στίχους
λέξεις φυτεύω παθιασμένες.
Να ενσαρκώσουν ξένους ήχους
καρδιές ν’ αγγίξουν φλογισμένες.
Λέξεις φυτεύω, δέντρα βγαίνουν
που φύλλωμα κραυγών απλώνουν.
Τις ρίζες σ’ όνειρα βαθαίνουν
και μοναξιές αναδασώνουν.
Στ' άπειρο ρίχνονται σαν δύτες
κι ‘ναι οι καρδιές τους ορυχεία.
Χτίζουν στο κρύο μ' αλφαβήτες
γι' ανέστιους πόνους πανδοχεία.
Θάλασσες οι σελίδες μοιάζουν
κι οι λέξεις, πειρατών μεθύσια.
Μελάνι οι πληγές μου στάζουν
φάρους να δουν τα ερημονήσια.
Από σιωπές βαθιές πηγάζουν
ποτάμια οι λέξεις που φουσκώνουν.
Να βρουν ωκεανούς καλπάζουν
κι' όλα τα φράγματα ακυρώνουν.
Σκιές κι αγκάθια αιχμηρά
καβαλικεύουν ηλιαχτίδες.
Μεσ’ της αγρύπνιας τ’ οχυρά
για ομορφιές φτιάχνουν παγίδες.
Φτερά κι αν δίνουν, λεν οι στίχοι
απ’ τα κλουβιά δεν σε γλυτώνουν.
Μα κάνουν, χάρτινα τα τείχη
που φόβοι, μέσα σου υψώνουν.
Θέα της θάλασσας
Μουσική: Κώστας Μουγιάκος
Στίχοι: Δημόκριτος
Ερμηνεία: Ζέτα Κολιού/Κ. Μουγιάκος
Αν οι πνιγμένοι δίψαγαν
τη θάλασσα θ' αδειάζαν.
Κι' οι πικραμένοι αν γέλαγαν
το σύμπαν θα τρομάζαν.
Αν είχε ο δρόμος έρωτα
τ' αδιέξοδα θ' αρνούνταν.
Κι' αυτοί που τείχη υψώνουνε
με φόβο θα κοιμούνταν.
Να 'τανε το παιδί καρπός
που αργεί να ωριμάσει.
Πριν πέσει ζουμερό στη Γη
παιχνίδι να χορτάσει.
Ρίζες να είχε η καρδιά
στ' όνειρο να βαθαίνουν.
Να ορθώνουν αναστήματα
που λευτεριές βυζαίνουν.
Αν είχε οργή η θύελλα
θα τσάκιζε τις πέτρες.
Που 'χουν στη θέση της καρδιάς
αφέντες κι' υπηρέτες.
Μάτια αν είχε ο ουρανός
θα δάκρυζε η χαρά του.
Για να ποτίζει μυστικούς
κήπους του αδυνάτου.
Φωνή να είχε ο ποταμός
ν' ακούγεται θλιμμένη.
Που 'ναι βαθύς κι' ορμητικός
και πνίγονται οι διωγμένοι.
Να τον συντρέχαν οι όχθες του
και να τον επλαταίναν.
Να 'σκύβαν να ξεδίψαγαν
οι πόθοι που διαβαίναν.
Πριν πέσει ζουμερό στη Γη
παιχνίδι να χορτάσει.
Ρίζες να είχε η καρδιά
στ' όνειρο να βαθαίνουν.
Να ορθώνουν αναστήματα
που λευτεριές βυζαίνουν.
Αν είχε οργή η θύελλα
θα τσάκιζε τις πέτρες.
Που 'χουν στη θέση της καρδιάς
αφέντες κι' υπηρέτες.
Μάτια αν είχε ο ουρανός
θα δάκρυζε η χαρά του.
Για να ποτίζει μυστικούς
κήπους του αδυνάτου.
Φωνή να είχε ο ποταμός
ν' ακούγεται θλιμμένη.
Που 'ναι βαθύς κι' ορμητικός
και πνίγονται οι διωγμένοι.
Να τον συντρέχαν οι όχθες του
και να τον επλαταίναν.
Να 'σκύβαν να ξεδίψαγαν
οι πόθοι που διαβαίναν.
Πάω να ξεχειμωνιάσω
(Στη Μάγδα Φύσσα)
Μουσική: Κ. Μουγιάκος
Στίχοι: Δημόκριτος
Ερμηνεία: Στέφανος Βιτζιλαίος
Μπουζούκι: Σωτήρης Μπενέκος
Στίχοι: Δημόκριτος
Ερμηνεία: Στέφανος Βιτζιλαίος
Μπουζούκι: Σωτήρης Μπενέκος
Δε σ’ έχω μάνα να θρηνείς, να βαριαναστενάζεις
να μαυροντύνεις το κορμί και να κοψομεσιάζεις
πάν’ από κρύα μάρμαρα, χειμώνα καλοκαίρι
και στην καρδιά μου, δάκρυα, να μπήγεις σα μαχαίρι.
Εσύ μάνα με γέννησες, μα ‘γω θα σ’ αναστήσω
για στα στερνά σου με αϊτού, φτερά να σε θωρήσω
να στέκεις πα’ στα κράκουρα και μπόι να ορθώνεις
να μη σ’ αγγίζει του καιρού, ο κουρνιαχτός της σκόνης.
Για να κοιτάζουν οι σκυφτοί, γκρεμών την περηφάνια
πλοία να γένουν που ποθούν, κύματα ωκεάνια.
Εν’ άδειο τάφο μάνα μου, φωτίζει το καντήλι
είναι πουλιά όσα φιλιά, μου δρόσισαν τα χείλη,
και τραγουδούν καθώς πετούν τρέχω να τα προφτάσω
να μαυροντύνεις το κορμί και να κοψομεσιάζεις
πάν’ από κρύα μάρμαρα, χειμώνα καλοκαίρι
και στην καρδιά μου, δάκρυα, να μπήγεις σα μαχαίρι.
Εσύ μάνα με γέννησες, μα ‘γω θα σ’ αναστήσω
για στα στερνά σου με αϊτού, φτερά να σε θωρήσω
να στέκεις πα’ στα κράκουρα και μπόι να ορθώνεις
να μη σ’ αγγίζει του καιρού, ο κουρνιαχτός της σκόνης.
Για να κοιτάζουν οι σκυφτοί, γκρεμών την περηφάνια
πλοία να γένουν που ποθούν, κύματα ωκεάνια.
Εν’ άδειο τάφο μάνα μου, φωτίζει το καντήλι
είναι πουλιά όσα φιλιά, μου δρόσισαν τα χείλη,
και τραγουδούν καθώς πετούν τρέχω να τα προφτάσω
στα καλοκαίρια των καρδιών, πα’ να ξεχειμωνιάσω.