Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Συνέντευξη με τον Σταύρο Σταυρίδη για τον δίσκο "Τα Θεατρικά"








Σταύρος Σταυρίδης:

 

«Οι ήρωές μου παίζουν στο Blade Runner»

 


Ανακαλύπτοντας εκ νέου τον γκαγκάν δίσκο «Τα Θεατρικά» μέσα από μια κουβέντα με τον δημιουργό τους.

 

Έχει νόημα να επιστρέφεις - μέσω μιας συνέντευξης - σε έναν δίσκο και στον δημιουργό του οχτώ χρόνια μετά από την έκδοσή του; Ναι, έχει, όταν μιλάμε για έναν κύκλο τραγουδιών απολύτως συνεκτικό, με πολύ δυνατές μελωδίες, με ένα φιλοσοφικά ψαγμένο στιχουργικό concept, και με μια ατμόσφαιρα που «χωνεύει» δημιουργικά το έντεχνο των 1990s και την τέχνη ενός Γιώργου Σταυριανού, ενός Γιώργου Ανδρέου ή ενός Δημήτρη Παπαδημητρίου. Το 2014, όταν έβγαιναν «Τα Θεατρικά» εγώ τα αγνόησα όντας προφανώς χαμένος αλλού. Οχτώ χρόνια μετά, η συνέντευξη αυτή έρχεται να διορθώσει το λάθος μου. Κυρίες και κύριοι, ο Σταύρος Σταυρίδης!

 

τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

 

Δεν πειράζει που μου πήρε λίγο παραπάνω για να ακούσω «Τα Θεατρικά» σας, ε;

 

Όχι, ίσα ίσα, κάθε άλλο παρά λάθος είναι η χρονική στιγμή της συνέντευξής μας.  Κι αυτό, γιατί συμπίπτει με την έκδοση των επόμενων δισκογραφικών εργασιών μου, που αποτελούν τη λογική συνέχεια των «Θεατρικών» και την ολοκλήρωσή τους. Ευτυχής συγκυρία λοιπόν και ευκαιρία να επικοινωνήσω εκ νέου την καλλιτεχνική μου δραστηριότητα περισσότερο, παρά διόρθωση λάθους!






Εξαιρετικά. Αλλά γιατί «Θεατρικά», κύριε Σταυρίδη? Ποια η σύνδεσή τους με το θέατρο, πέρα από το αφηγούνται όλα μια ενιαία ιστορία, όπως προδίδουν και τα μικρά συνοδευτικά σας κείμενα?

 

«Θεατρικά» γιατί προσπάθησα να περιγράψω την ζωή ανθρώπων οι οποίοι έχουν χάσει την επαφή με το μέσα τους. Ζουν περισσότερο ως ρόλοι/ηθοποιοί στην παράσταση της ζωής τους και μάλιστα όχι σε πρωταγωνιστικούς ρόλους, όπως ο Καίσαρας Αύγουστος. «Θεατρικά» για το χειροκρότημα που όλοι αυτοί δε θ’ ακούσουν ποτέ, παρά τη δύναμη που απαιτείται για να ζει κανείς μονίμως υποδυόμενος. «Θεατρικά», διότι αν το καλοσκεφτείτε, όλοι μας κάποιον ρόλο παίζουμε κάθε στιγμή της ζωής μας. Ο δίσκος λοιπόν έχει τη δομή μιας θεατρικής παράστασης με πράξεις και διαλείμματα και κάποια πλοκή που εκτυλίσσεται και κορυφώνεται. Και μια αυλαία που πέφτει στο τέλος.

 

Και ποια είναι η δική σας σχέση με την θεατρική τέχνη?

 

Η δική μου μικρή σχέση με το θέατρο ήταν συνέπεια αυτού του δίσκου. Το 2015 συνεργάστηκα με το Θέατρο του Άλλοτε, μια γνωστή θεατρική ομάδα της Θεσσαλονίκης, γράφοντας μουσική για την παράσταση «Σκοτεινό Ανθολόγιο Ποίησης», σε σκηνοθεσία της Βαρβάρας Δουμανίδου. Το 2016 έγραψα το σενάριο και σκηνοθέτησα την παράσταση  «16 Καθρέφτες». Ήταν ένα δρώμενο γύρω από 16 τραγούδια σε μουσική του Νίκου Παπαδογιώρου, που ανέβηκε στο Ίδρυμα Μιχ. Κακογιάννη. Τέλος, έγραψα μουσική για το «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα που ανέβασε και πάλι το Θέατρο του Άλλοτε, στο θέατρο Αυλαία.

 

Από πού λάβατε το έναυσμα για τους στίχους, ή για την «παράστασή» σας όπως σημειώνετε στον δίσκο; Υπάρχει η ευχαριστία σας προς την Γιώτα Κ., αλλά θα θέλατε να αποσαφηνίσετε πώς προέκυψε αυτό το ποιητικό σύμπαν των «Θεατρικών»?

 

Το «Θεατρικόν» που στέκεται στην καρδιά του δίσκου γράφτηκε πειράζοντας στίχους της Γιώτας Κ., φίλης που προτίμησε να κρατήσει την ανωνυμία της. Μιλάει το ποίημα της για την ερωτική μοναξιά με φόντο την βροχερή πάντα πόλη των Ιωαννίνων.  Μου άρεσε πολύ αυτό το σκηνικό. Το πήρα και έβαλα τον ήρωά μου να περιφέρει την υπαρξιακή μοναξιά του, στην εξίσου βροχερή Θεσσαλονίκη. Γύρω του έστησα όλα τα υπόλοιπα τραγούδια. Ο κόσμος των «Θεατρικών» ακολουθεί τη μοναχική πορεία των ανθρώπων που αναζητούν κάτι πιο πέρα από τη μηχανιστική βίωση της καθημερινότητά τους.  Και που ωστόσο βρίσκονται παγιδευμένοι σε αυτήν.  Κι όλα αυτά σε ένα μονίμως βροχερό τοπίο που είναι και το τοπίο των περισσότερων τραγουδιών μου. Οι ήρωές μου παίζουν στο Blade Runner.









Βασικό στιχουργικό μοτίβο είναι το χάσμα μεταξύ της ουσίας μας και των διαφορετικών ρόλων που αναλαμβάνουμε μέσα στην καθημερινότητα. Η κοινωνιολογία αναφέρεται στο φαινόμενο αυτό με τον όρο «αλλοτρίωση». Τι μας εμποδίζει από το να πραγματώνουμε την ενδότερη φύση μας?

 

Πολύ πρόχειρα και πολύ προσωπικά μπορώ μόνο να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα, που σηκώνει ολόκληρη βιβλιογραφία. Τα βιώματα των παιδικών μας χρόνων σε συνδυασμό με την πολυπλοκότητα και τη βοή της ζωής στο αστικό περιβάλλον, μας κρατούν μακριά από ένα βίο πιο κοντά στη φύση μας. Ή ίσως, σκέφτομαι τώρα σε μια ρετροσπεκτίβα, ίσως να μην έχουμε προλάβει να προσαρμοστούμε, να εξελιχτούμε ως είδος, σε βαθμό που να μας επιτρέπει να διαχειριστούμε αυτή την πολυδιάσπαση που απαιτούν οι συνθήκες ζωής στο αστικό τοπίο.   Μπορεί τα παιδιά μας, που έχουν γεννηθεί μέσα σε αυτό το περιβάλλον, να είναι καλύτερα εξοπλισμένα και προσαρμοσμένα στο σκηνικό αυτό. Το εύχομαι.

 

Το νούμερο 1 στοιχείο που με συγκλόνισε στον δίσκο είναι η μελωδικότητά του. Ξεκάθαρες, απολύτως ελκυστικές και ιδιαίτερου συναισθήματος μελωδικές γραμμές, που με τέτοια συχνότητα εγώ μόνο στο έργο του Γιώργου Σταυριανού έχω συναντήσει. Αλήθεια, σας αρέσει ο Σταυριανός?

 

Δε μου αρέσει απλά. Τον λατρεύω. Αν διακρίνετε στα «Θεατρικά» οποιαδήποτε συγγένεια με το έργο του Σταυριανού, είναι μεγάλη μου χαρά να το ακούω. Χαίρομαι που συντονιστήκατε με το ηχητικό τοπίο του δίσκου. Χαίρομαι που σας συγκίνησε.

 

Δεν ήταν δύσκολο, ομολογώ, καθώς «Τα Θεατρικά» παραπέμπουν ως ατμόσφαιρα στις ωραιότερες στιγμές του «έντεχνου» των 1990s και των αρχών των 1990s. Σήμερα, τέτοια έργα φαντάζουν έως και αλλόκοτα. Γιατί η εποχή μας έχει απωθήσει τόσο πολύ τη μελωδία?

 

Φαντάζομαι πως ο ρυθμός της εποχής απαιτεί κάτι πολύ πιο γρήγορο, ίσως και πιο πρόχειρο, ως μουσικό καταναλωτικό προϊόν. Η ακρόαση ενός δίσκου όπως τα «Θεατρικά» απαιτεί κάποια προσήλωση. Απαιτεί την ενεργή συμμετοχή του ακροατή σε ένα σύνολο με αρχή, μέση και τέλος. Είναι ένας κύκλος τραγουδιών που αφηγείται μια ιστορία. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι ένας καλός δίσκος. Ωστόσο είναι δομημένος με αυτήν την λογική. Σήμερα λοιπόν δεν «ακούμε» με τέτοιο τρόπο.


Το τραγούδι του ’90 και των αρχών του 2000, ερχόταν με τη φόρα της παρακαταθήκης του ’50, του ’60 και του ’70, δεκαετιών εξαιρετικά δημιουργικών. Την κληρονομιά των μεγάλων συνθετών αυτών των δεκαετιών – που κι αυτοί τράβηξαν με τη σειρά τους το νήμα από τους ρεμπέτες, το ελαφρό, το λαϊκό και το δημοτικό μας τραγούδι – την πήραν οι τραγουδοποιοί του 1990 και του 2000 και τη μετουσίωσαν στον προσωπικό τους λόγο. Κάπου εκεί νομίζω διακόπηκε αυτή η συνοχή στην τραγουδιστική μας παράδοση. Υπάρχουν βεβαίως φωτεινές εξαιρέσεις.


Στα Θεατρικά επιμείναμε σε μια παλιομοδίτικη λογική τραγουδοποιίας που θέλει το λόγο πρωταγωνιστή και τη μελωδία συμπρωταγωνιστή στην περιπέτεια της ακρόασης. Έχετε δίκιο. Μάλλον τέτοιες προσεγγίσεις φαντάζουν αλλόκοτες ή αναχρονιστικές. Ίσως η έκδοση του δίσκου να άργησε μερικές δεκαετίες. Δεν ξέρω...






Δεν θέλω να ακουστώ κλισέ, αλλά μήπως μαζί με τη μελωδία απωθεί η εποχή μας και το συναίσθημα?


Πέρα από τις αλλαγές που έφερε στη ζωή μας γενικότερα η τεχνολογία, και τις αλλαγές που επέφερε στη μουσική και το τραγούδι πιο ειδικά (με το mp3 και το YouTube να αποτελούν πια τους κύριους φορείς ακρόασης), η ανάγκη μας για επαφή με το συναίσθημα παραμένει ακέραια και ξεπερνά τις εποχές και τα ρεύματα. Κι αν το τραγούδι αυτού του είδους αποτελεί έναν δεινόσαυρο, ίσως άλλες μορφές τραγουδιού και τέχνης, πιο επίκαιρες, πιο συντονισμένες με την εποχή, να αναλάβουν το ρόλο που η τέχνη υπηρετεί πάντα.  Αυτόν της γεφύρωσης του νου και της ψυχής μας και το συντονισμό μας με τη βαθύτερη ουσία μας.

 

Αβραμίδου, Βουτσικάκης, Γιακουμάκου, Κωνσταντίνου - πώς επιλέξατε τις τέσσερις θαυμάσιες φωνές του δίσκου και τι βρήκατε στην καθεμία? Τι κόμισε ο κάθε ερμηνευτής στο έργο σας?

 

Τη Σοφία (σ.σ.: Αβραμίδου) την ακολουθώ στα μουσικά στέκια της πόλης, Πλατώ, Βάρδια και άλλα, από πολύ παλιά. Ερωτεύτηκα με την πρώτη ακρόαση τη φωνή της και δεν είχα ποτέ φανταστεί ότι κάποτε θα συνεργαστούμε. Γνωριστήκαμε αρκετά χρόνια πριν τα «Θεατρικά» και γίναμε φίλοι. Η συνεργασία μας τελικά, ήρθε πολύ φυσικά. Η Σοφία τραγουδά σχεδόν υπερβατικά, αέρινα.

 

Τον Θοδωρή (σ.σ.: Βουτσικάκη) τον άκουσα στο YouTube (να τα και τα καλά της τεχνολογίας) σε κάποια από τις παρθενικές εμφανίσεις του. Αυτό έγινε περίπου προς το τέλος της ηχογράφησης του δίσκου. Οπότε του πρότεινα να τραγουδήσει τα Χρωματιστά, που το προόριζα για τον εαυτό μου. Με αυτό το τραγούδι ξεκίνησε την δισκογραφία του.

 

Η Ντίνα (σ.σ.: Γιακουμάκου) μπήκε στη ζωή μου με αφορμή αυτόν τον δίσκο και την αναζήτηση φωνών. Είναι ένας άνθρωπος ζεστός, στιβαρός και αγαπησιάρης. Και αυτή την αγάπη, τη δύναμη και τη γλυκύτητα βγάζει και στο τραγούδι της.  Έτσι την αγάπησα. Γείωσε τα τραγούδια που ερμήνευσε και βρήκαμε στέρεο έδαφος να πατήσουμε.

 

Ο Μίμης (σ.σ.: Δημήτρης Κωνσταντίνου) είναι πια φίλος και σύντροφος ζωής.  Συμπορευόμαστε από τότε μουσικά και φιλικά και πολύ ουσιαστικά. Έχει το τραγουδιστικό μέταλλο και την φωνή ενός ανθρώπου που θα μπορούσε να προτιμήσει και να διαλέξει ο Μάνος Χατζιδάκις, αν του δίνονταν η ευκαιρία να τον ακούσει. Κέντησε τα τραγούδια με θαυμαστή λεπτότητα, με μεράκι και πολλή αγάπη.






Γιατί δεν επανήλθατε δισκογραφικά μετά τα Θεατρικά? Όχι δηλαδή ότι είχατε και καμιά υποχρέωση, αλλά ειλικρινά φαίνεται αλλόκοτο ένα ντεμπούτο τέτοιας ποιότητας και εκλέπτυνσης να μην έχει συνέχεια…

 

Λέει η Αρλέτα, στην εισαγωγή από το "Τσιφτετέλι Ξιδάτο", ότι «για να γίνει αυτός ο δίσκος... μέχρι που μπορούμε να πούμε ότι χάσαμε και ζωές...». Μπορώ να πω, με δυο δόσεις υπερβολής, ότι το ίδιο ισχύει για κάθε δουλειά μου. Τα «Θεατρικά», όπως και ο «Μυστικός χρόνος» με τον Δημήτρη Κωνσταντίνου, όπως και το «Ημερολόγιο φανταστικών γεγονότων», με τη Μέλα Γεροφώτη - οι δύο επόμενες, υπό έκδοση δισκογραφικές δουλειές μου - πέρασαν και περνούν δια πυρός και σιδήρου, μέχρι να πάρουν την μορφή του φυσικού μέσου ενός CD.


Πέρα από τις πρακτικές δυσκολίες που αφορούν έκδοση μιας δουλειάς σήμερα, πέρα από την έντονη ματαιότητα που νιώθει κανείς ως δημιουργός με δεδομένο ότι εκ των πραγμάτων τα τραγούδια αυτά δε φτάνουν σε μεγάλα ακροατήρια, δεν ακούγονται από ραδιόφωνα και ίσως τελικά αφορούν πολύ λίγους, πέρα από την μεγάλη οικονομική θυσία που απαιτούν...στην περιπέτεια της έκδοσής τους παρεμβάλλεται και η ζωή. Η ζωή, που είναι ισοπεδωτική και αμείλικτη.

 

Ωστόσο δούλεψα, όλα αυτά τα χρόνια. Παρήγαγα υλικό. «Τα Θεατρικά» ολοκληρώνονται, ελπίζω μέσα στο 2022, με την έκδοση άλλων δύο κύκλων τραγουδιών. Ο «Μυστικός χρόνος» βρίσκεται σχεδόν επί του πιεστηρίου. Είναι ένα σκοτεινό, λυρικό ποίημα που αποτελείται από 6 και κάτι τραγούδια που ερμηνεύει κυρίως ο Δημήτρης Κωνσταντίνου (με την εξαίρεση ενός που ερμηνεύω εγώ). Το «Ημερολόγιο φανταστικών γεγονότων» ακολουθεί με την Μέλα Γεροφώτη και τον Αλέξανδρο Τζοβάνη. Βρίσκεται στο στάδιο της τελικής μίξης στο στούντιο και θα ολοκληρώσει αυτό που ξεκίνησα με τα «Θεατρικά».


Το επόμενο μου βήμα, η νέα μου αρχή, είναι ένας κύκλος σε ποίηση αυτή τη φορά της Μιράντας Παπαδοπούλου και από την έκδοσή της με τον τίτλο «Χωρίς». Ο κύκλος έχει τον τίτλο «Ζην ακινδύνως». Σε αυτόν τραγουδά η Μαριάννα Ζάχου και σηματοδοτεί το επόμενό μου βήμα προς ένα τραγούδι μη κλασικού τύπου. Τραγούδι που δεν έχει την παραδοσιακή φόρμα κουπλέ-ρεφρέν, ούτε και την παραδοσιακή τρίλεπτη διάρκεια. Τραγούδι το οποίο βρίσκεται συχνά στα όρια της έμμετρης απαγγελίας και πιο συχνά στο όριο του  θραύσματος. Τέλος, εδώ έχω κάνει και την ενορχήστρωση ο ίδιος.

 

Πολύ ωραία νέα! Για το τέλος, επιτρέψτε μου να ρωτήσω κατά πόσο περάσατε κι εσείς μέσα από τη διαδικασία του ήρωά σας που «κάποια στιγμή αποκτά συνείδηση του αληθινού εαυτού του». Κι αν ναι, πού σας οδήγησε αυτή η συνειδητοποίηση;

 

Ο ήρωας των «Θεατρικών» μπορεί να έχει δικά μου κομμάτια, όπως ένα δημιούργημα περιγράφει με κάποιον τρόπο τον δημιουργό του. Μερικώς και ατελώς. Η συνειδητότητα που τα «Θεατρικά» περιγράφουν και εύχονται είναι περισσότερο ένας σκοπός κι ένας δρόμος, παρά κάτι που επιτυγχάνεται ή πολύ περισσότερο κάτι που επιτεύχθηκε. Είναι μια φτωχική Ιθάκη, αλλά και ένας κινούμενος στόχος.

 

Η πορεία προς τον «αληθινό εαυτό», αν υποθέσουμε ότι κάτι τέτοιο υπάρχει, είναι μια πορεία προς τα πίσω, προς τη ρίζα. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια πορεία προς ένα άγνωστο, ταχέως μεταλλασσόμενο πλάσμα. Μια χίμαιρα. Εγώ προσωπικά χάνομαι διαρκώς στο δρόμο αυτό, γιατί έχω κακή αίσθηση προσανατολισμού. Τότε το τραγούδι γίνεται πότε φάρος και πότε Σειρήνα. Αυτά, γιατί πρέπει να αναιρούμε το έργο μας και να μην παίρνουμε πολύ στα σοβαρά τον εαυτό μας.

 

Θα ήθελα να τελειώσουμε έτσι. Να μείνει μια πιο ανάλαφρη και περιπαιχτική νότα στο τέλος της κουβέντας μας. Αλλά οι εύστοχες και βαθιές ερωτήσεις σας δε μ’ αφήνουν σε ησυχία. Η πορεία δεν είναι αέναη. Είναι πεπερασμένη. Δεν έχω στόχους, σταθμούς μπροστά μου.  Εύχομαι μόνο δύο πράγματα και σ’ αυτά ελπίζω στη ζωή μου. Ηρεμία και δημιουργικότητα.  Αλλά φευ! Το ένα αναιρεί το άλλο.





Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Make the economy scream: Δωρεάν στο διαδίκτυο

 



Από το InfoWar:


H Moviementa Productions προσφέρει από σήμερα δωρεάν το ντοκιμαντέρ Make the economy Scream του Άρη Χατζηστεφάνου. Όπως και στις προηγούμενες παραγωγές μας στηριχθήκαμε αποκλειστικά σε crowd-funding. Αν θέλεις μπορείς να ενισχύσεις και εσύ την προσπάθειά μας.


Το ντοκιμαντέρ καταγράφει μια προσωπική περιπλάνηση, από την Ελλάδα στις παραγκουπόλεις του Καράκας και από τα σύνορα της Κολομβίας πίσω στην Ευρώπη. Συνομιλώντας με γνωστούς οικονομολόγους, δημοσιογράφους και αξιωματούχους διεθνών οργανισμών ο Άρης Χατζηστεφάνου επιχειρεί να εξηγήσει ορισμένες από τις πιο «σουρεαλιστικές» εμπειρίες που βιώνει στο Καράκας. Γιατί η Βενεζουέλα είναι η καλύτερη χώρα στον κόσμο για την παραγωγή κρυπτονομισμάτων όπως το Bitcoin; Πώς γίνεται η ισοτιμία στη μαύρη αγορά του εθνικού νομίσματος με το δολάριο να καθορίζεται από έναν λογαριασμό στο Instagram; Τελικά φταίει ο σοσιαλισμός ή μήπως ο καπιταλισμός για την οικονομική κατάρρευση της χώρας με τα μεγαλύτερα αποδεδειγμένα αποθέματα πετρελαίου στον πλανήτη;

Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2022

Red Roses - Κατερίνα Κυρμιζή & Γιώργος Νταλάρας




Δελτίο τύπου


Τι μένει απ’ τη φωτιά του έρωτα; Η κρύα στάχτη της σιωπής και η άδεια αγκαλιά. Για αυτό και λένε πολλοί πως ο ερωτευμένος είναι ένας άνθρωπος που άνοιξε λογαριασμούς με τη μοίρα. Αυτήν την λεπτοφυή αναμέτρηση με τη μοίρα εκφράζει ο συνθέτης Νίκος Γρηγοριάδης μελοποιώντας τους στίχους του Χρήστου Γαβρήλου, στο τρυφερό ντουέτο της Κατερίνας Κυρμιζή και του Γιώργου Νταλάρα «Red Roses», που συμπεριλαμβάνεται στο  άλμπουμ του «Ο Βασιλιάς Της Λύπης»  (Formiggart / 2021). Σε αυτό, ο Γιώργος Νταλάρας ξεδιπλώνει την αισθαντική και τρυφερή του πλευρά δίπλα στην πάντα ντελικάτη Κατερίνα Κυρμιζή.


Το βίντεο υπογράφουν για άλλη μια φορά ο ίδιος ο δημιουργός και η Κυρμιζή που επέλεξαν να παίξουν με το κόκκινο χρώμα πάνω σε έναν ασπρόμαυρο καμβά. Ένα κορίτσι ντυμένο στα κόκκινα περιμένει όπως περιμένουν πάντα οι ερωτευμένοι. Το αγόρι της δεν έρχεται ποτέ κι έτσι, βαδίζει μέσα στην παγωνιά του κόσμου, μόνη!  Το κορίτσι που εμφανίζεται στο βίντεο είναι η κόρη του μουσικού διδύμου στη μουσική και στη ζωή, Μυρτώ!


Το τραγούδι «Red Roses» είναι το τρίτο κατά σειρά από το άλμπουμ του Νίκου Γρηγοριάδη «Ο Βασιλιάς Της Λύπης» που οπτικοποιείται. Προηγήθηκαν το ομότιτλο του άλμπουμ ντουέτο του Γιώργου Νταλάρα με τον Μίλτο Πασχαλίδη σε στίχους του ιδίου του συνθέτη, και το «Κι Αν Έσβησε Σαν Ίσκιος» σε ερμηνεία Γιώργου Νταλάρα και σε ποίηση Κώστα Καρυωτάκη.


Την ενορχήστρωση επιμελήθηκε ο ίδιος ο δημιουργός όπου έπαιξε ηλεκτρικές και ακουστικές κιθάρες, πιάνο και keyboards και συμπλήρωσαν στο μπάσο ο Γιάννης Γρηγορίου, στα τύμπανα ο Δημήτρης Αντωνιάδης και στην κλασική κιθάρα η Κατερίνα Κυρμιζή. Ηχοληψία, μίξη και mastering έκανε ο Ηλίας Λάκκας στο Studio Odeon και την παραγωγή την υπογράφουν οι Νίκος Γρηγοριάδης, Κατερίνα Κυρμιζή και Ηλίας Λάκκας.


Η Μαρία Δημητριάδη για το "Εμπάργκο"




Η Μαρία Δημητριάδη για το "Εμπάργκο"


Είναι ένας δίσκος με τραγούδια πάνω σε ποίηση Άλκη Αλκαίου, από τα οποία τραγουδάω τρία. Από τρία επίσης τραγουδάει ο Μπονάτσος, δύο ο Καράλης κι ένα ο Μητσιάς κι ο Μικρούτσικος. Είναι ένας δίσκος με πολιτικά τραγούδια. Εγώ τον παρομοιάζω κάπως σαν τον πρώτο δίσκο του Θάνου, μόνο που οι στίχοι είναι περισσότερο ποιητικοί. Θέλω να πω ότι δεν είναι σαν του Μπίρμαν, τόσο άμεσοι αλλά πιο ποιητικοί.

 (...)

Ο όρος «πολιτικό τραγούδι» δεν σημαίνει τίποτα για μένα, εκτός από το ότι μιλάει για κάποια συγκεκριμένα πράγματα. Για παράδειγμα, ένα τραγούδι που μιλάει για τον Πουλαντζά ή ένα άλλο που λέει για την Τουρκία ή μια σφαγή παιδιών στο Σαλβαντόρ. Χρησιμοποίησα τον όρο «πολιτικό» για να τον συγκρίνω ακριβώς με τον πρώτο δίσκο του Θάνου. Πιστεύω ότι έχει ένα ενδιαφέρον, όπως είχε εκείνος ο δίσκος.

 (...)

Στο συγκεκριμένο δίσκο έχει αλλάξει κι ο Θάνος το στυλ των τραγουδιών, γι’ αυτό υπάρχει κι οποιαδήποτε διαφορά. Πάντα προσπαθώ να ανανεώνομαι ερμηνευτικά αλλά και τα τραγούδια μου έδωσαν τη δυνατότητα κι άλλαξα. Εγώ προσπαθώ να βάλω και ροκ στοιχεία, αλλά πού να τα βρω; Μ’ ενδιαφέρει να είμαι άνθρωπος που δεν έχει προκαταλήψεις όσον αφορά τα σύγχρονα ρεύματα. Πιστεύω ότι αυτή τη στιγμή το ροκ είναι ένα σύγχρονο ρεύμα και μ’ ενδιαφέρει. Δεν μπορώ εγώ τώρα να βγαίνω και να τραγουδάω το «Βρέχει στη φτωχογειτονιά». Με τίποτα δεν μπορώ να το τραγουδήσω. Δεν εκφράζει τη σημερινή εποχή με τίποτα, παρά μια εποχή πριν 20 χρόνια και τελείωσε. Τώρα, αν υπάρχουν συνθέτες που επιμένουν να γράφουν σ’ αυτό το ύφος είναι δικό τους πρόβλημα.

 

«Το ‘Εμπάργκο’ και η Μαρία Δημητριάδη», συνέντευξη της Μαρίας Δημητριάδη στον Στάθη Παπούλια, περιοδικό Μουσική, τεύχος 53, Απρίλιος 1982, σελ. 30-31.





Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2022

Μιχάλης Γρηγορίου: Οι σταρ του "βωβού"






Οι σταρ του “βωβου”



του Μιχάλη Γρηγορίου

περιοδικο ΑΙΤΙΟΝ, τευχος 2, Ιουνιος 2015



Σημερα δεν κυκλοφορουν πια δισκοι LP, κυκλοφορουν μονο CD. Υπαρχουν φυσικα ακομα αρκετοι ανθρωποι που διατηρουν την παληα τους δισκοθηκη, ωστοσο οι δισκοι LP αποτελουν πλεον συλλεκτικο ειδος, σαν τους δισκους γραμμοφωνου του μεσοπολεμου. Οι δισκογραφικες εταιρειες βεβαια ειχαν αρχισει ηδη απο χρονια να μεταγραφουν τις παληες τους εκτελεσεις σε CD, οχι ομως ολες, γιατι το κριτηριο που καθοριζε τι θα μεταγραφει και τι οχι στο νεο μεσον ηταν και ειναι αποκλειστικα εμπορικο. Ετσι υπαρχουν πλεον πολλοι παληοι δισκοι που δεν μεταγραφτηκαν σε CD, με αποτελεσμα να εχει μετατρεπει κι' η μουσικη που περιελαμβαναν σε μουσειακο ειδος για συλλεκτες. Θα πει κανεις πως τουτο δεν εχει ισως τοση σημασια, προκειμενου για μουσικα ειδη που εξυπηρετουσαν μια εφημερη διασκεδαση, οπως π.χ τα τραγουδια της pop, η της rock που κατα καιρους εγιναν μοδα. Τι γινεται ομως οταν προκειται για μουσικα εργα ή και για ερμηνειες, που διεκδικουσαν καποτε μια περισσοτερο διαχρονικη σημασια και λειτουργια; (Σκεφτομαι τωρα προχειρα τις ερμηνειες π.χ του Schoerchen ή του Schnabel).

Αυτη η αλλαγη του τροπου καταγραφης της μουσικης -που συνεχιζεται αδιαλειπτως και που αναμενεται να συνεχιστει τα επομενα χρονια με την διαδοση καποιου αλλου μεσου θα εχει ως αποτελεσμα να συσσωρευονται στο μελλον διαρκως νεες απωλειες.. Καθε τι που δεν καταφερνει να μεταγραφει στο νεο μεσον θα εξαφανιζεται απο το πολιτιστικο προσκηνιο, η -στην καλλιτερη περιπτωση- θα μετατρεπεται σε ειδος συλλεκτικου ενδιαφεροντος. (Hδη το format του .mp3 τεινει σχεδον να υποκαταστησει το .wav στις σημερινες συσκευες αναπαραγωγης, οπως το iPod ή το iPad, ενω η εννοια της “δισκοθηκης” –εστω απο cds- τεινει να αντικατασταθει απο τα στικακια flash memory. Στο προσεχες μελλον μαλιστα ισως υποκατασταθουν κι αυτοι οι τροποι καταγραφης και “αποθηκευσης” απο το “Cloud», oπου τα μουσικα εργα θα υπαρχουν σε “αυλη” μορφη σε καποιους κεντρικους servers και θα κατεβαζονται απλως απο το Internet. Ασε πια την διαρκως επεκτεινομενη μοδα της διαδοσης της μουσικης μεσω του YouTube, οπου η μουσικη πρεπει να συνοδευεται υποχρεωτικα κι απο καποια “οπτικοποιηση” της !).

Βρισκομαστε λοιπον μπροστα σε ενα χαρακτηριστικο παραδειγμα οπου η εξελιξη της τεχνολογιας, εξυπηρετωντας τις αναγκες ενος μαζικου πολιτισμου, συμβαδιζει με την εξαπλωση μιας μορφης πολιτιστικης αμνησιας. Ιστορικα εχει ξαναϋπαρξει ενα τετοιο φαινομενο, οχι μονο στο χωρο της μουσικης, αλλα και του κινηματογραφου, οταν εγινε η μεταβαση απο τις ταινιες του "βωβου" στις ταινιες του "ομιλουντος". Διαφοροι σπουδαιοι "σταρ" του "βωβου" εξαφανιστηκαν τοτε μεσα σε ελαχιστο χρονικο διαστημα.

Βεβαια, κανενας δεν μπορει να σταματησει την τεχνολογικη εξελιξη κι' ισως δεν πρεπει να μας παραξενευουν τετοιες απωλειες. Ολα τα πραγματα που φτιαχνει ο ανθρωπος, υλικα, η διανοητικα, ειναι καταδικασμενα να εξαφανιστουν καποτε, ειτε λογω φυσικης φθορας, ειτε λογω πολιτιστικης αμνησιας. Χιλιαδες αρχαιες τοιχογραφιες χαθηκαν επειδη τα χρωματα στην αρχη ξεθωριασαν κι’ υστερα μετατραπηκαν σε σκονη -ας θυμηθουμε π.χ την καταπληκτικη σκηνη απο το “Roma” του Fellini, oταν μπαινει ο “μετροποντικας” σε καποια αρχαια ρωμαϊκη επαυλη και καθως σπαει τον τοιχο και μπαινει μεσα ο αερας βλεπει κανεις τις τοιχογραφιες να αποχρωματιζονται και στη συνεχεια να εξαερωνονται μπροστα στα ματια του !- χιλιαδες παπυροι καταστραφηκαν, ολοκληρες πολεις σβυστηκαν απο τον χαρτη επειδη ησαν φτιαγμενες απο πλινθους. (Ορισμενες μαλιστα τις κατεστρεψαν προσφατα οι αμερικανοι πεζοναυτες στο Ιρακ ή, οι τζιχαντιστες). Αλλα μηπως κι' η αλλαγη της γλωσσας που μιλαμε και που γραφουμε δεν συνεπαγεται τετοιες απωλειες; Γιατι κι' η γλωσσα ειναι ενα μεσον καταγραφης που μεταβαλλεται και ξεπερνιεται. Τι συνεβη στο παρελθον με τα εργα της λατινικης λογοτεχνιας ; Τι συνεβη με τα εργα της αρχαιας ελληνικης ; Τι συνεβη με τα κειμενα των βυζαντινων χρονικογραφων; Ολα αυτα τα εργα του γραπτου λογου -με την εξαιρεση ελαχιστων εργων του αρχαιου δραματος και λιγων φιλοσοφικων πραγματειων- μετατραπηκαν λιγο-πολυ σε μουσειακα ειδη που ενδιαφερουν μονο τους ειδικους. Αλλα, για να μην παμε τοσο μακρια, ποσα απο τα αυριανα –ισως κι απο τα σημερινα- παιδια της Ελλαδας θα ειναι σε θεση να καταλαβουν τον Παπαδιαμαντη στο πρωτοτυπο ; (Hδη τα εργα του εχουν αρχισει να κυκλοφορουν και σε μεταφρασεις !)

Ο πολιτισμος μεταβαλλεται και τα εργα του παρελθοντος μοιραια ξεχνιουνται για να δωσουν τη θεση τους σε καινουργια. Αυτο που διαφερει ειναι η χρονικη κλιμακα για την οποια μιλαμε. Αλλα εργα ξεχνιουνται με πιο γρηγορους ρυθμους κι' αλλα με πιο αργους. Τα εργα των προγενεστερων περιοδων που προλαβαν να καταγραφουν στην ιστορικη προθηκη ως "κλασσικα" ακολουθουν συνηθως βραδυτερους ρυθμους εξαφανισης, ισως γιατι εχουν περασει κατα καποιο τροπο στη σφαιρα καποιου "συλλογικου πολιτιστικου ασυνειδητου" που τεινει ακομα να τα διασωζει, αποδιδοντας τους “παναθρωπινες” και “διαχρονικες” αξιες. Ωστοσο, η εντυπωση οτι τα "κλασσικα" εργα του παρελθοντος ειναι σχεδον "αιωνια" δεν ειναι κι’ αυτη παρα μια ψευδαισθηση, γιατι αν διευρυνουμε ακομα περισσοτερο τη χρονικη μας κλιμακα τοτε -οπως ελεγε καποτε ο Ντε Κιρικο- ισως "υστερα απο δεκα χιλιαδες χρονια δεν θα εχει μεινει τιποτα απο τα εργα που σημερα θεωρουμε ως σημαντικα". Ετσι, μπορει καποια εποχη τα “κλασσικα” μουσικα εργα του 18ου και του 19ου αιωνα να ξεχαστουν, γιατι θα παψουν να ακουγονται, μπορει καποτε να καταστραφουν ολα τα μεγαλα ζωγραφικα εργα, οπως καταστραφηκαν καποτε οι παπυροι της Βιβλιοθηκης της Αλεξανδρειας. Κι' ακομα, μπορει καποτε κι'ο Παρθενωνας να γκρεμιστει, μπορει να ξεχαστουν και οι αρχαιες τραγωδιες και τα εργα του Σαιξπηρ. Ισως περασουν παρα πολλα χρονια μεχρι να συμβει κατι τετοιο, μπορει ομως καποτε να συμβει κι' αυτο.

Οταν διευρυνουμε ομως τοσο πολυ τη χρονικη μας κλιμακα χανουμε την ικανοτητα να κατανοησουμε το παρον μεσα στο οποιο ζουμε. Γεγονος ειναι λοιπον πως, τα εργα που γεννηθηκαν την εποχη των media και που στηριξαν την εξαπλωση τους σ' αυτα ειναι, κατα κανονα, καταδικασμενα σε ταχυτατους ρυθμους εξαφανισης. Ο συγχρονος μαζικος πολιτισμος ενθαρρυνει συστηματικα αυτη την πολιτιστικη αμνησια γιατι αντιμετωπιζει τα εργα τεχνης ως εμπορικα προϊοντα που προοριζονται για καταναλωση, που πρεπει δηλαδη να αποσυρονται συντομα απο την κυκλοφορια για να δωσουν τη θεση τους σε καινουργια. Δεν χρειαστηκε αλλωστε να υπαρξει η μεταβαση απο τα LP στα CD για να γινει αυτο φανερο. Επι χρονια οι δισκογραφικες εταιρειες ακολουθουσαν αυτη την πολιτικη της "τεχνητης παλαιωσης", με τη ταχυτατη αποσυρση των παληων δισκων απο την κυκλοφορια, για να δωσουν τη θεση τους σε καινουργιους. Ετσι διαμορφωθηκε σταδιακα μια ολοκληρη κουλτουρα που μετατρεπει συνολικα την μουσικη σε ενα ειδος προς καταναλωση, κατι που καθοριζει και τις σημασιες που μπορει να περιμενει κανεις απ’αυτην. Οι σημερινοι τροποι παραγωγης και διαδοσης της μουσικης δεν ευνοουν την εννοια του μουσικου "εργου" που επιζητει να μεταδοσει διαχρονικα νοηματα και αξιες αντιθετως, επιβαλλουν την εννοια του “εφημερου αναλωσιμου προιοντος” κι’ η διαφορα ειναι καθοριστικη για τις σημασιες που εμπεριεχονται αντιστοιχα. Το “καλλιτεχνικο εργο” διεκδικουσε μια θεση στο σταθερο συστημα αξιων μια κοινωνιας, το "εμπορικο προιον” διεκδικει μια θεση στην εφημερη αγορα και στη διαφημιση. Ολος ο συγχρονος μαζικος πολιτισμος ενθαρρυνει αυτη την αμνησια, μετατρεπει την ιστορια σε ενα απλο καθημερινο ρεπορταζ.

Μεσα σε μια πραγματικοτητα που καταναλωνει τα παντα με την ιδια ευκολια εχει ανατραπει η σημασια της καλλιτεχνικης δημιουργιας οπως την ξεραμε επι χρονια και μαζι της εχει ανατραπει κι' η εννοια της διαχρονικοτητας του εργου τεχνης και της δυνατοτητας του να λειτουργει ως φορεας σημασιων και αξιων. Η τεχνη στις μερες μας χανει την ικανοτητα της να λειτουργει ως "διαμεσος για μια διαφορετικη πραγματικοτητα που βρισκεται περα απο το αγγιγμα μας". Οι καλλιτεχνες που θα’θελαν να μεταδοσουν με το εργο τους διαχρονικα νοηματα και σημασιες ειναι καταδικασμενοι να μετατρεπονται διαρκως σε "σταρ" του "βωβου".

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Bob Dylan




 


Ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Bob Dylan

 

Ένα μικρό απάνθισμα κειμένων & συνεντεύξεων

 

 

επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου

Δημοσιεύτηκε σε ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τεύχος 71, Απρίλιος-Ιούνιος 2019.

 

Αφιέρωμα στον Dylan χωρίς τον Σαββόπουλο γίνεται; Δεν γίνεται - ειδικά όταν τόσα πολλά έχουν γραφτεί για τη λειτουργία του πρώτου ως πηγή έμπνευσης του δεύτερου. Οι πιο αυστηροί κριτές κάνουν λόγο για αντιγραφές, αλλά οι πιο ψύχραιμοι και διαλεκτικά σκεπτόμενοι, όπως ο Νότης Μαυρουδής, μιλούν για επιρροές που ενσωματώθηκαν δημιουργικά στο «αξεπέραστο στυλ» και την «εκφραστική οντότητα» του Σαββόπουλου. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική διαδρομή του Dylan περνάει αναπόφευκτα μέσα από τη στάση Σαββόπουλου, και προφανώς δεν είναι μόνο οι καθαυτές διασκευές τραγουδιών του Dylan («Άγγελος εξάγγελος», «Ο Παλιάτσος κι ο Ληστής») που μαρτυρούν κάτι τέτοιο. Οι αναφορές του Νιόνιου που περιέχονται στο σύντομο αυτό απάνθισμα και καλύπτουν μισό αιώνα δείχνουν μια ουσιαστική και σε βάθος εμπλοκή με το έργο ενός τεράστιου καλλιτέχνη της ροκ - έργο που συναντήθηκε με τη δημιουργική ιδιοφυΐα του Έλληνα τραγουδοποιού και που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή και τη μουσική της.

 

Θερμές ευχαριστίες στην Ειρήνη Φιλιππίδου για τη βοήθειά της στην εξόρυξη των κειμένων.

 

 

 

 

«Ξεκινάω απ’ τη Θεσσαλονίκη των παιδικών μου χρόνων. Η πρώτη αγάπη μου ήταν η Μιμίκα. Ξεκινάω απ’ τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη και τον Πεντζίκη, στον δρόμο που πηγαίνω συναντώ τον Μπρασένς και τον Ντύλαν. (…) Το γιε-γιε είναι μεγάλο πράγμα, όμως θα το πολεμήσω και για λόγους ιδεολογικούς και για λόγους γούστου. Η γιεγέδικη μουσική χρησιμοποιεί απίθανα μηχανήματα. Ενισχυτές, συστήματα ήχων, βιμπράτα. Εμείς δεν γυρεύουμε παρά τον φυσικό ήχο. Μας φτάνει η κλασική ξύλινη κιθάρα και η φωνή μας η καλή ή η κακή. Τον φουκαρά τον Ντύλαν! Τον φουκαρά τον Αντουάν! Πήρανε ηλεκτρικές και βάλανε περούκες. Μόνο τα αριστερά ελληνικά έντυπα εξακολουθούν να τους προβάλλουν».

 

Συνέντευξη στον Κώστα Λαχά, «Μακεδονική Ώρα», 11 Ιουλίου 1966 (σε Δ. Σαββόπουλος, Φορτηγό-10 Χρόνια Κομμάτια, Αθήνα: Εκδόσεις Ιθάκη, 1982, σελ.69).

 

 

«Με επηρέασαν κατ’ αρχήν ο πατέρας μου κι ύστερα οι φίλοι μου από τη Θεσσαλονίκη. Ύστερα ο Τρελός Πιερό και τελευταία ο Μπομπ Ντύλαν. Είμαι πολύ εύπλαστη προσωπικότητα. Ο επηρεασμός όλων αυτών των ανθρώπων πάνω μου υπήρξε εξουθενωτικός. Τελευταία βρίσκομαι κάτω από τη σκιά του Ντύλαν».

 

Συνέντευξη στον Δημήτρη Γκιώνη, «Δημοκρατική Αλλαγή», 6 Μαρτίου 1967 (σε Δ. Σαββόπουλος, Φορτηγό-10 Χρόνια Κομμάτια, Αθήνα: Εκδόσεις Ιθάκη, 1982, σελ. 70).

 

 

(Η ποπ) «κοιταγμένη κοινωνικά και πολιτικά είναι αντιδραστική. Εκφράζει μιαν άποψη πρωτάκουστη στην Ιστορία, ότι τάχα οι νέοι δεν έχουν καμιά σχέση με τους πατεράδες τους, είναι αθώοι και άμοιροι κάθε ενοχής που κατάπιε η ανθρωπότητα, άρα ελεύθεροι να διεκδικήσουν τη χαρά, που σαν φυλακισμένη βασιλοπούλα περίμενε να λευτερωθεί αιώνες αιώνων απ’ αυτούς ακριβώς που γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο! Εμπρός λοιπόν για τον γάμο και τα μεγάλα γλέντια, τώρα αμέσως. Πρόκειται για μια συγκινητική μαζική φαντασίωση, που όμως στην καθημερινή ζωή εμφανίζεται σαν νευρωτική συμπεριφορά, υποχρεωμένη ν’ αντιδικεί συνεχώς με τα γεγονότα και μάλιστα χωρίς κανένα εφόδιο, εκτός από την τσακισμένη πίστη των πατεράδων και μιαν αγνή αίσθηση του ωραίου, που είναι περίεργο πώς την απέκτησαν αυτοί οι νέοι, αφού ουδέποτε ασκήθηκαν σ’ αυτό, ούτε και το κληρονόμησαν απ’ την παράδοση, την οποία εξάλλου απαρνήθηκαν. Ανεξήγητο αν δεν λάβουμε υπόψη κάτι που, αν δεν κάνω λάθος, λέγεται θεία χάρη και τους δόθηκε σαν παρηγοριά για το κομμάτι σκοταδιού που φάγανε. Μπορεί η μουσική να αντιπροσωπεύει κάτι βλαβερό για την κοινωνία και τους νόμους, στην τέχνη όμως επικρατούν λογικότερα κριτήρια. Η μουσική αυτή έχει, δόξα το θεό, μεγάλες τρύπες: την αφέλεια, την υπερβολή, τον αισθησιακό ρυθμό και την παραδοξότητα, μέσα από τις οποίες εισβάλλει η πραγματικότητα σε τόσο μεγάλη ποσότητα, που ανατρέπει το τραγούδι και το βουλιάζει. Αυτές ακριβώς οι ρωγμές είναι και η δόξα αυτού του τραγουδιού. Έγιναν από άγνοια και ανιδιοτέλεια των ηλεκτρικών μουσικών της Δύσης και ιδίως από τη βαθιά σεμνότητα ορισμένων ιδιοφυών του είδους, όπως ο Ντύλαν, ο Χέντριξ, ο Τζάγκερ και ο Ζάππα. Έτσι όλη αυτή η υπόθεση ξεπέρασε τον καταναλωτικό της χαρακτήρα και μπήκε στον χώρο της λαϊκής παραδοσιακής μουσικής».

 

Συνέντευξη στον Δημήτρη Γκιώνη, «Τετράδιο», 1974 (σε Δ. Σαββόπουλος, Φορτηγό-10 Χρόνια Κομμάτια, Αθήνα: Εκδόσεις Ιθάκη, 1982, σελ. 76-77).

 

 

«Μετά που αγοράσαμε πικάπ άκουγα ξένα. Γοητευόμουν με την άγνωστη γλώσσα. Τι ήταν όλα αυτά τα ου, ι, ας, ες, μπι; Τι κουβάλαγε η μαγική φράση κόμε πρίμα πιού ντι πρίμα ταμερό»; Ή «όνλι γιου» ή «σου λε σιέλ ντε παρί»; Δε με ενδιέφερε καθόλου η μετάφραση, απλώς τις μιμόμουνα. Μετά που άκουγα πιο δύσκολα, Μπρασένς να πούμε, ή Ντύλαν, τύχαινε να έρθει κανένας φίλος που μου περιέγραφε τι λένε τα λόγια, άκρες μέσες. Αυτό μου αρκούσε. Καθόμουνα μόνος, έβαζα τον δίσκο και ανακαλούσα στο μυαλό μου την άκρε-μέσες μετάφραση του φίλου κι έβαζα κι εγώ ό,τι ήθελα και μαγευόμουνα. Πολύ με επηρέασαν αυτές οι διηγήσεις των φίλων γλωσσομαθών πάνω στα τραγούδια των ξένων τραγουδιστών. Έτσι, τις ακριβείς μεταφράσεις των τραγουδιών που αγάπησα, Μπρασένς, Ντύλαν, Μπρελ, διάφορα μπλουζ, Στόουνς, ποτέ δεν τις χρειάστηκα κι ούτε μου έλειψαν».

 

Συνέντευξη στον Αθανασόπουλο-Γαλάντη, «Διαβάζω», Ιανουάριος 1978 (σε Δ. Σαββόπουλος, Η Ρεζέρβα, Αθήνα: Ιθάκη, 1981, σελ. 21).

 

 

«Το '70 άκουγα Bob Dylan, The Beatles, Frank Zappa, αλλά από την εφηβεία μου άκουγα πολύ Dylan και Georges Brassens. Χατζιδάκι άκουγα επίσης. Πάντα! Αυτό που έκανε ο Dylan ήταν πολύ σημαντικό! Έβαλε την ποίηση στο αμερικανικό τραγούδι και το έκανε να λέει βαθύτερα πράγματα, υπήρξε ο πρώτος ποιητής μέσα στην pop βιομηχανία. Ε, και με τη βοήθεια της αμερικανιάς, όλο αυτό έγινε πλανητικό! Τότε καταλάβαμε κι εμείς ότι η rock στην Ελλάδα πρέπει να έχει δυνατό στίχο μέσα από τη δική μας μουσική παράδοση και ταυτότητα!»

 

Δήλωση στον Αντώνη Μποσκοΐτη, ντοκιμαντέρ «Ζωντανοί στο Κύτταρο-Σκηνές Ροκ, 2006 (σε Α. Μποσκοΐτης, «Διονύσης Σαββόπουλος καλεί Bob Dylan», Lifo, 2 Δεκεμβρίου 2014).

 

 

«Τραγουδούσα όπως αισθανόμουν και όπως σκεπτόμουν, ανεξάρτητα απ’ το όποιο προσωπικό κόστος, όχι επειδή είμαι τάχα ανώτερος, αλλά επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς τη δουλειά μου. Όταν θέλω να πω ή να τραγουδήσω κάτι, δεν μπορώ να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή πώς θα το πάρει ο ένας ή ο άλλος. Με παίρνει στο λαιμό της η έμπνευση της στιγμής. Σαράντα έξι χρόνια, παρ’ όλα μου τα ελαττώματα ήρθα σε σύγκρουση όταν χρειάστηκε, όχι μόνο με τη Χούντα αλλά και με τις λογοκρισίες των κομματικών γραφείων και με περισπούδαστους δημοσιογράφους, που όταν ξέφευγα απ’ τα «κουτάκια» τους, με λασπολογούσαν και με καταστεναχωρούσαν. Εν τέλει ακόμη και με το αγαπημένο μου κοινό ήρθα μερικές φορές σε αντίθεση, αλλά δεν τραγουδώ για να κάνω τα χατίρια του κοινού, αλλά για να πω αυτό που αισθάνομαι. Για ‘μενα έτσι πρέπει να ‘ναι ο τραγουδοποιός. Ο Ντύλαν έλεγε τις προάλλες ότι ‘καλλιτέχνης που δεν τον προγκάρανε, δεν αξίζει τίποτα’».

 

Συνέντευξη στους Κατερίνα Μαχαίρα, Μαρία Πριόνα & Δημήτρη Μπαρσάκη, Παρρησία, 2 Ιουνίου 2011.

 

 

«Το ερέθισμα μπορεί να έρθει από οπουδήποτε, αλλά απ’ όπου και να έρθει πρέπει να πάρει μια μορφή, να σαρκωθεί, οπότε παίρνει για πηλό τη γλώσσα της εποχής, των φίλων, των συναδέλφων, παλαιών ή νεότερων. Συνήθως παλαιών (…) Κυρίως είναι σοβαροί παίχτες. Ο Αττίκ, ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκις, ο Ζορζ Μπρασένς. Και τον Ντίλαν τον έχω ψηλά. (…) Μου έδωσε την άδεια να μεταφράσω τραγούδια του. Τι περίπτωση αυτός ο Ντίλαν! Η Αμερική, ξέρετε, δεν γνώριζε το υψηλό τραγούδι, ο Ντίλαν τής το έμαθε. Η Ευρώπη το ήξερε από τον Φρανσουά Βιγιόν, τον Γκάτσο, τον Χατζιδάκι, τον Κουρτ Βάιλ. Αλλά επειδή η Αμερική είναι τεράστιος μηχανισμός, επέβαλε πλανητικά τον Ντίλαν ως μοναδικό τραγουδοποιητή. Πολλοί με έχουν επηρεάσει. Και απ’ το σινεμά: Ο Φελίνι, ο Μπέργκμαν. Οι ποιητές μας. Ο Τσαρούχης. Οι Beatles. Ο Φρανκ Ζάπα. Μεγάλη λίστα…».

 

Συνέντευξη στον Δημήτρη Θεοδωρόπουλο, ΒΗΜΑgazino, 19 Αυγούστου 2016.

 

 

Θεωρώ υπέροχο το ότι η πανάρχαια παράδοση της προφορικής ποίησης συνεχίζεται στις μέρες μας μέσα από κάποιους χαρισματικούς τραγουδοποιούς κι ερμηνευτές, και δράττομαι της ευκαιρίας να εκφράσω τη χαρά μου που ένας κορυφαίος ομότεχνος μας, ένας Βάρδος, βραβεύτηκε με το Νόμπελ της σουηδικής Ακαδημίας. Τραγούδια και στίχοι του Μπομπ Ντύλαν είναι εδώ και πολύ καιρό μέρος της καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων. Η απονομή του Νόμπελ από την μεριά της σουηδικής Ακαδημίας έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συγκεκριμένη στιγμή. Η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση, η τρομοκρατία, η μετανάστευση, η ανάδυση ημιάγριων πολιτικών μορφωμάτων, γεμίζουν με φόβο τις ψυχές των ανθρώπων που μοιραία σε τέτοιες εποχές στρέφονται στις καταβολές τους, εκεί που επικρατεί η ανάγκη επιβίωσης, το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και η βαρβαρότητα αλλά και το φως των ραψωδών, ο Όμηρος και οι λυρικοί ποιητές. Αυτό το φως αισθάνομαι ότι έρχεται να μας δείξει η χειρονομία της Σουηδικής Ακαδημίας, δίνοντας το Νόμπελ σε ένα κορυφαίο τροβαδούρο της εποχής μας.

 

«Η Μουσική των Λέξεων - Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», Ομιλία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 24 Νοεμβρίου 2017.





Συνέντευξη του Νίκου Τουλιάτου στη Λιάνα Μαλανδρενιώτη





Νίκος Τουλιάτος:

«Αναπνέουμε δηλητήριο από κανάλια και εφημερίδες»




Τη συνέντευξη πήρε η Λιάνα Μαλανδρενιώτη

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ, 9 Μαρτίου 2020.



Στα 50 χρόνια της μουσικής του περιπέτειας έχει παίξει παντού, τα πάντα, με όλους και σε όλα τα είδη τέχνης. Έχει ηχογραφήσει 23 cd, έχει γράψει 6 βιβλία, έχει δημιουργήσει σχολές, συγκροτήματα, ομάδες, φεστιβάλ κ.ά. Έχει διδάξει σεμινάρια, μαθήματα, εργαστήρια σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης από παιδικό σταθμό μέχρι πανεπιστήμιο, ιδιωτικά σχολεία, ωδεία, δραματικές σχολές κ.ά. Έχει συμμετάσχει σε κάθε είδους συνδικαλιστική, κοινωνική, πολιτική δραστηριότητα από πολλές θέσεις επί πολλά χρόνια. Ο Νίκος Τουλιάτος μίλησε στην «Εποχή» με αφορμή τις πρόσφατες δραστηριότητές του, τις οποίες μεταφέρω σαν προτάσεις πολιτισμού, αγωγής ψυχής και μουσικής απόλαυσης.




Αναμφίβολα είναι μοναδική μουσική εμπειρία ο διάλογος της κιθάρας με τα κρουστά, αλλά τι ακριβώς πρόκειται να συμβεί στην παράσταση «Συνταξιδιώτες» όπου εμφανίζεστε με τον κιθαρίστα Μιχαηλάγγελο Νιάρχο;

O Μιχαηλάγγελος είναι ένας σημαντικός κιθαρίστας. Είναι ένας σπουδαίος μουσικός που ήθελα να παίξουμε μαζί, να συνταξιδέψουμε, να μοιραστούμε. Για δύο ακόμα Παρασκευές 13 και 20 Μαρτίου, στο χώρο της Κοινότητας Τέχνης Ηχοποιών (Γενναίου Κολοκοτρώνη 12, Κουκάκι). Θα συνταξιδέψουμε στις μουσικές του κόσμου μέσα από τη μπόσα νόβα, τη σάμπα, το τάνγκο, το φλαμένκο και ήχους του τόπου μας, σε διασκευές για κιθάρα και κρουστά. Έντονο θα είναι και το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού, που θα κάνει το ταξίδι ακόμα μεγαλύτερο. Θα μοιραστούμε μουσικές εμπειρίες σε ελεύθερο διάλογο, θα παίξουμε γνωστά και υπέροχα τραγούδια, θα δοκιμάσουμε και θα δοκιμαστούμε. Έχω να παίξω καιρό. Είναι ενδιαφέρουσα επιστροφή.

Λίγα λόγια για την Κοινότητα Τέχνης Ηχοποιών. Τι προγραμματίζει, ποια η δραστηριότητά της;

Η Κοινότητα Τέχνης Ηχοποιών είναι μια κοινότητα που στόχο έχει να πειραματιστεί με τον ήχο και το ρυθμό. Αντί να κρύβονται, να αναδεικνύονται και θα παίρνουν το δικό τους ρόλο μέσα στην κάθε περφόρμανς. Κοινότητα Ηχοποιών, δηλαδή κοινότητα που ποιεί τον ήχο και όχι μόνο. Εκτός από θεατρικές παραστάσεις και συναυλίες πραγματοποιούνται μαθήματα κρουστών, αυτοσχεδιασμού, φωνητικής, τραγουδιού, χορού, υποκριτικής, αλλά και συναντήσεις μεταξύ των μελών που την αποτελούν. Στο πλαίσιο αυτό, η Κοινότητα Τέχνης Ηχοποιών αποτελείται από την ομάδα κρουστών Ηχόδραση, τη θεατρική ομάδα Ηχοποιοί και τη χορευτική ομάδα Ηχοκίνηση, ανταλλάσοντας γνώσεις. Ωστόσο, η φύση της κοινότητας έχει ως βάση οι άνθρωποι που την αποτελούν να συνυπάρχουν ως κοινότητα και όχι ως απλή καλλιτεχνική ομάδα. Συμμετέχουν σε κοινές δραστηριότητες, δράσεις αναψυχής, εκπαιδευτικές εκδρομές. Οργανώνουν φεστιβάλ, παραστάσεις, συναυλίες. Συμμετέχουν στη διαχείριση εμπνεόμενοι από το αίσθημα της συλλογικής δράσης, της ατομικής ευθύνης και της αλληλεγγύης. Με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται μια κοινή αισθητική των πραγμάτων. Τέχνη χωρίς πολιτική και πολιτική χωρίς τέχνη, δεν υπάρχει. Έτσι η κοινότητα Τέχνης Ηχοποιών έρχεται να δώσει το δικό της στίγμα στην κοινωνία. Η κοινότητά μας έχει ήδη μια παρουσία από τις παραστάσεις που έκανε στο Μέγαρο Μουσικής, στο Ιδρυμα Κακογιάννη, στο Τρένο στο Ρουφ κ.α. Τώρα δουλεύει με τον σκηνοθέτη και ιδρυτή της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού, Νίκο Περέλη την παράσταση «Η Φονική νύχτα των Ατρειδών». Πρόκειται για τα δύο έργα του Ευριπίδη σε διασκευή και μετάφραση του Νίκου Περέλη. Η πρεμιέρα θα γίνει το Σάββατο 28 Μαρτίου στο θεατράκι των Ηχοποιών. Παράλληλα οργανώνει το Διεθνές Φεστιβάλ Κρουστών Κρουστοπανήγυρις που θα πραγματοποιηθεί 22 με 25 Απριλίου, στα Φάρσαλα.

Πώς βλέπετε ως ένας ευαίσθητος άνθρωπος του πολιτισμού την ανθρωπιστική κρίση που διαδραματίζεται αυτή τη στιγμή στα σύνορα και στα νησιά της χώρας;

Προφανώς και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω με το να χρησιμοποιούνται δυστυχισμένοι άνθρωποι σαν αντικείμενα πολιτικών παιχνιδιών. Αλλά η συζήτηση για το τι θα μπορούσαμε να κάνουμε με το πρόβλημα των προσφύγων θα μπορούσε απλώς να απαλύνει τον πόνο τους. Η λύση είναι να σταματήσουν οι δολοφόνοι να κάνουν πολέμους και να δημιουργούν πρόσφυγες. Να σταματήσουν να στήνουν θεοκρατικές δικτατορίες. Το χειρότερο για εμένα δεν είναι η ανθρωπιστική κρίση που αφορά τους πρόσφυγες αλλά το μίσος, ο μισανθρωπισμός, η κακία, ο ρατσισμός, ο εξευτελισμός κάθε έννοιας ανθρωπισμού που έχει αρχίσει να μας πνίγει. Έχουν ανοίξει την πόρτα στο φασισμό. Αυτή δεν είναι η Ελλάδα που θέλω. Η παρακμή, ο συντηρητισμός, η ομοφοβία, ο ρατσισμός, το μίσος, η θρησκοληψία, η σκυλάδικη νοοτροπία σάπισαν την κοινωνία. Και την σαπίζουν κάθε μέρα και περισσότερο. Το μίσος προβάλλεται, το μίσος αναδεικνύεται, το μίσος καλλιεργείται, το μίσος χειροκροτείται. Παίρνουν τα όπλα οι «κάτοικοι», βγάζουν τα τρακτέρ εναντίον δυστυχισμένων ανθρώπων, χτυπάνε μετανάστες οι «αγανακτισμένοι πολίτες». Και όποιος δεν υπακούει σε αυτά, στέλνουν τον εσωτερικό στρατό για να τον συνετίσουν. Δεν μου αρέσουμε πια. Δεν αναπνέουμε οξυγόνο αλλά δηλητήριο από παντού: κανάλια, εφημερίδες, κ.λπ.

Τα τελευταία χρόνια εκτός της μουσικής, έχετε αναπτύξει ακόμα μια δραστηριότητα, αυτή του θεάτρου. Πώς προέκυψε;

Θα το πω απλά: Ερωτεύθηκα το θέατρο από πολύ μικρός αλλά παντρεύτηκα την μουσική. Έζησα μαζί της 52 χρόνια. Τώρα έστω και σε αυτή την ηλικία είπα να ξαναβρώ τον παιδικό μου έρωτα. Και χαίρομαι πολύ. Ποτέ δεν μου άρεσε να ζω στις δάφνες μου, ατσαλάκωτος, χωρίς κινδύνους. Δεν μου άρεσε ποτέ η ακυμάτιστη ζωή. Θέλω να σπάω το ναρκισσισμό μου και τις σιγουριές μου. Οι σιγουριές σε σαπίζουν και αυτό δεν με γοήτευε ποτέ. Οπότε θέατρο. Εξάλλου, έχω ολοκληρώσει τον κύκλο μου. Και σήμερα να σταματήσω δεν με ενοχλεί καθόλου. Αντί λοιπόν καφενείο, καλύτερα θέατρο, ψάξιμο, άσκηση μνήμης, περιπέτεια. Αλλά αυστηρά επαγγελματικά. Συνεχίζω τη ζωή μου λοιπόν με καινούρια δεδομένα και αυτό σημαίνει γεμάτος χρόνος, γεμάτη ζωή. Θα γευθώ μία, μία τις καραμέλες που μου απέμειναν στο σακουλάκι της ζωής…

Τι σας κάνει να ασχολείστε με την αρχαία τραγωδία;

Να πω έτυχε; Και έμεινα. Κλασικές αλήθειες. Επίκαιρος λόγος. Εάν ήμουν πολιτικός θα πήγαινα στον ΟΗΕ και θα διάβαζα απλά ένα απόσπασμα του Ευριπίδη. Τι καινούριο να πει κάποιος σήμερα για τις εξουσίες, τους πολέμους, τις συνέπειες τους; Ίσως για όλα αυτά να έχω παλέψει με κλασικούς ρόλους. Δεν λέω ότι έχω παίξει, λέω έχω παλέψει και χαίρομαι πολύ που μου δίνεται η ευκαιρία να το κάνω.



ioannis - gone with the wind

 





Δελτίο Τύπου

Η GusP Productions παρουσιάζει το δεύτερο single από το debut album “Zero Fifteen” του Αγρινιώτη Ioanni με τίτλο “Gone With The Wind” σε μουσική και στίχους δικούς του. Η ενορχήστρωση και η παραγωγή του τραγουδιού είναι του συνθέτη, μουσικού παραγωγού Κωνσταντίνου Πλακίδα.

Μετά το επιτυχημένο single “Taxi Driver”, ο Ιωάννης επιστρέφει με ρυθμό και το γνωστό alternative pop μουσικό του ύφος, γράφοντας ένα ακόμη κεφάλαιο στην ιστορία του βασικού χαρακτήρα του album, ο οποίος «τολμά να παλέψει» το εφήμερο των ρηχών και ανούσιων ανθρώπινων σχέσεων και ζητά να αγαπηθεί για αυτό που πραγματικά είναι.




Βιογραφικό:

Ο Ioannis γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 2005. Από την ηλικία των επτά, ξεκίνησε μαθήματα θεάτρου, στο θεατρικό εργαστήρι του Δήμου Αγρινίου αρχικά, και στο «Μικρό Θέατρο» αργότερα.

Στα δεκατρία του ολοκλήρωσε τις σπουδές του στην αγγλική γλώσσα, κάτι που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να γράφει και να εκφράζεται σε αγγλικό στίχο.

Δυο χρόνια πριν, στα δεκατέσσερά του, ξεκίνησε τις σπουδές του στο πιάνο, τη φωνητική και την αρμονία.

Ο 16χρονος Ioannis γράφει και τραγουδά για τις ανησυχίες και τα όνειρα των παιδιών της ηλικίας του, την αγάπη, τη μοναξιά, την πάλη του εαυτού, την αγωνία για έναν καλύτερο κόσμο…

Το “For Whom We Live” ήταν το πρώτο του single, το οποίο κυκλοφόρησε στις ψηφιακές πλατφόρμες τον Μάιο του 2021 από την GusP Productions, σε μουσική και στίχους δικούς του.

Τον Σεπτέμβριο του 2021 κυκλοφόρησε το πρώτο single “Taxi Driver” από το debut album του “Zero Fifteen”, σε μουσική και στίχους δικούς του, ενώ ακολούθησε το “Gone With The Wind”, τρεις μήνες αργότερα. Το album αναμένεται να ολοκληρωθεί το Καλοκαίρι του 2022.

Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

Η Πολυξένη Καράκογλου στο θέατρο «Τζένη Καρέζη»







Η Πολυξένη Καράκογλου στο θέατρο «Τζένη Καρέζη» - Κυριακή 30 Ιανουαρίου και 6 Φεβρουαρίου


Η Πολυξένη Καράκογλου ανεβαίνει τις Κυριακές 30 Ιανουαρίου και 6 Φεβρουαρίου, στη σκηνή του θεάτρου «Τζένη Καρέζη», στο κέντρο της Αθήνας, και παρουσιάζει τη μουσικοθεατρική παράσταση «Σημεία Στίξης», εμπνευσμένη από το ομότιτλο album που πρόσφατα κυκλοφόρησε. Μια ιστορία με αρχή, μέση αλλά χωρίς τέλος…

Με αφορμή τα καινούργια τραγούδια της Πολυξένης Καράκογλου και της Αθηνάς Σπανού που περιέχονται στο album «Σημεία Στίξης» στήνεται μία παράσταση που περιγράφει τη σπειροειδή πορεία της ζωής ενός ανθρώπου από την ενηλικίωσή του και μετά. Ενός ανθρώπου που βλέπει την πραγματικότητα ως έχει και δεν σκοντάφτει σε ψεύτικες οάσεις. Καλείται να αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του και να αντιμετωπίσει τους φόβους του μέχρι την παράδοση της σκυτάλης στον επόμενο νέο άνθρωπο που ξεκινάει τη δική του πορεία. Κάθε σημαντική στάση στη ζωή του ένα σημείο στίξης και κάθε σημείο στίξης ένα τραγούδι του album που μαζί με τραγούδια σημαντικών δημιουργών λένε μία ιστορία που αφορά όλους μας.

Η συγγραφή των κειμένων έγινε από την Αθηνά Σπανού ενώ η Πολυξένη Καράκογλου επιμελήθηκε το καλλιτεχνικό πρόγραμμα.

Παίζουν οι μουσικοί Μάριος Ιβάν Παπούλιας (βιολί, κιθάρα, ενορχηστρώσεις), Αιμιλιανός Σταυρινός (πιάνο) και Αποστόλης Μπουρνιάς (κρουστά).


Θέατρο Τζένη Καρέζη
Ώρα έναρξης: 21.00
Τιμή εισιτηρίου: 8 ευρώ
Πληροφορίες - Κρατήσεις: 2103636144
Ακαδημίας 3, Αθήνα
Προπώληση εισιτηρίων: https://www.viva.gr/tickets/theater/simeia-stixis/


Λίγα λόγια για την Πολυξένη Καράκογλου

Η Πολυξένη Καράκογλου ξεκίνησε μαθήματα πιάνου όταν ήταν 6 χρονών.
Τελειώνοντας το δημοτικό αποφάσισε να πάει στο Μουσικό Σχολείο Πειραιά απ’ όπου πήρε και το απολυτήριο της.
Πέρασε στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και τον πρώτο χρόνο σπουδών της ανακοινώθηκε η 4η Ακρόαση της Μικρής Άρκτου όπου και διακρίθηκε.
Έτσι ξεκίνησε το όμορφο ταξίδι της δισκογραφίας της, πρώτα στο single της 4ης Ακρόασης και έπειτα στη συμμετοχή στο δίσκο «Απ’ το Μηδέν» του Σπύρου Παρασκευάκου και του Ζαχαρία Καρούνη με το τραγούδι «Ο άνθρωπος μπορεί».
H πρώτη της δισκογραφική δουλειά έγινε σε συνεργασία με 2 επίσης νέους καλλιτέχνες, τον Γρηγόρη Πολύζο και την Αθηνά Σπανού. Ο δίσκος κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μικρή Άρκτος τον Μάρτιο του 2019 και ονομάζεται «Πολύχρωμες Ζακέτες».
Έχει συμπράξει με σημαντικούς καλλιτέχνες με ξεχωριστές στιγμές η συνεργασία της με τον Θάνο Μικρούτσικο όπου την επέλεξε να ερμηνεύσει τα πολιτικά του τραγούδια , καθώς και με τον Κώστα Μακεδόνα σε συναυλίες αφιερωμένες στη μελοποιημένη ποίηση.
Την Άνοιξη που μας πέρασε παρουσίασε μία διασκευή του “Bohemian Rhapsody” των Queen ενώ το Καλοκαίρι κυκλοφόρησε τη νέα της δισκογραφική εργασία με τίτλο «Σημεία στίξης». Έκτοτε το άλμπουμ βρίσκεται σε όλες τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες και σταδιακά γίνεται η οπτικοποίηση των τραγουδιών στο προσωπικό της κανάλι στο Youtube με την συμμετοχή ηθοποιών και χορευτών.

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2022

Ο Δημήτρης Μητσοτάκης για τον Βασίλη Τσιτσάνη





Ό,τι κι αν πει κανένας για εκείνον είναι λίγο, γιατί πάνω απ’ όλα μιλά το έργο του. Μιλούν τα τραγούδια του, που μας παρηγόρησαν όταν έπρεπε, που μας συνεπήραν κάποια θλιβερά δειλινά, που τα αγαπήσαμε γιατί μας συγκίνησαν», είπε ο Γιάννης Τσαρούχης για τον Βασίλη Τσιτσάνη, Μπετόβεν της ελληνικής μουσικής τον χαρακτήρισε ο Μίκης Θεοδωράκης, «νοιώθω ότι στο πρόσωπό του αποκτήσαμε έναν πρεσβευτή ανάμεσα στο λαϊκό μας τραγούδι και τον Θεό» δήλωσε ο Διονύσης Σαββόπουλος αμέσως μετά το θάνατο του.

Η σπουδαιότατη συνεισφορά του Βασίλη Τσιτσάνη στον ελληνικό πολιτισμό και το μεγαλείο του έργου του, κατά τη δική μου άποψη, συνίσταται στο ότι κατάφερε, γύρω από τα τραγούδια του, να ενώσει διαφορετικές τάξεις, διαφορετικές κουλτούρες, αισθητικές και γούστα. Άνθρωποι με αλλιώτικη παιδεία και καλλιέργεια, με διαφορετική καταγωγή και αφετηρία σκύβουν πάνω από τα τραγούδια του και ψιθυρίζουν, φωνάζουν, χορεύουν, κλαίνε και γελούν, μερακλώνουν και πότε – πότε φιλοσοφούν ξεκινώντας με ένα «πες το ψέματα!», και τούτο συμβαίνει αδιάλειπτα εδώ και 80 περίπου χρόνια. Πόση δύναμη, πόση αλήθεια και πόση μαστοριά χρειάζεται ένα καλλιτεχνικό έργο για να αντέξει τόσο στο χρόνο; Τα τραγούδια του ξεπετιούνται ολοζώντανα μέσα από στόματα νεανικά, από φωνές καινούργιες που κρατούν με σεβασμό τις νότες του και σκύβουν ν’ αφουγκραστούν τους παλιούς μάστορες που τον ερμήνευσαν: τον Παγιουμτζή, τη Γεωργακοπούλου, τον Στελλάκη, τον Μάρκο, τη Νίνου, τη Χασκήλ, τη Μπέλου, τον Τσαουσάκη.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι κλασικός, το έργο του δεν φθείρεται όσο κι αν έχει, κατά καιρούς, κατακρεουργηθεί από άθλιες επανεκτελέσεις, όσο κι αν έχει θρηνήσει σε θλιβερά σκυλομάγαζα. Αυτή τη δύναμη έχουν τα τραγούδια του, να βουτάνε στη λάσπη και να βγαίνουν καθαρά.


Δημήτρης Μητσοτάκης