Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Κριτική και κριτικοί: Λιάνα Μαλανδρενιώτη



Λιάνα Μαλανδρενιώτη: 

«Το να κρίνεις προϋποθέτει την αρετή της ευθύνης» 

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Το έναυσμα μου δόθηκε από την ενασχόληση μου με τη δισκογραφική εταιρεία Musica Viva, όπου περνούσαν από τα χέρια μου για πρώτη ακρόαση πολλά promo νέων συνθετών ή ερμηνευτών. Ευτυχώς, είχα την εμπιστοσύνη και τη συνεργασία του διευθυντή της, Γιάννη Τζαμαλή, ενός από τους μεγαλύτερους γνώστες και συλλέκτες κλασικής δισκογραφίας στη χώρα μας. Το να έχω παίξει ρόλο στην έκδοση σημαντικών δίσκων το θεωρώ ως πρώτο και σπουδαίο σταθμό στην επαγγελματική μου πορεία. Στην ελεύθερη ραδιοφωνία εργάστηκα σε πολλά ραδιόφωνα, με σταθμό την πενταετή συνεργασία μου με τον Αντένα ως παραγωγός εκπομπών κλασικής μουσικής. Όμως, η υπογραφή μου ως κριτικός έγινε αναγνωρίσιμη από το Δίφωνο. Είχα την τύχη να με καλέσει ο Μιχάλης Κουμπιός και να ανήκω στην ομάδα των δημοσιογράφων που το έστησαν. Μάλιστα με τον Γιώργο Τσάμπρα προϋπήρξαμε και ως σύμβουλοι έκδοσης. Στα τεύχη του υπάρχουν οι καλές και οι κακές στιγμές μου, και παρόλο που για 23 χρόνια έχω την σελίδα των Μουσικών Προτάσεων στην εφημερίδα «Εποχή», στο Δίφωνο έχω αναφερθεί σε ό,τι καλύτερο έχει να παρουσιάσει η ελληνική και ξένη δισκογραφία. 

Αναμφίβολα, στη μουσικοκριτική είναι απαραίτητες οι βασικές μουσικές σπουδές, όμως τα ακούσματα που έχει στο ενεργητικό του ο μουσικοκριτικός είναι η προϋπόθεση για οποιαδήποτε κρίση. Εν τη συγκρίσει η κρίση. Είναι κάτι σαν τον πιλότο με τις ώρες πτήσης. Έστω και αν έχει τελειώσει με άριστα τη σχολή, μετράει το πόσες ώρες πτήσης έχει. Οι ώρες σοβαρής ακρόασης μετράνε στην κρίση σου. 

Η κριτική έχει δύο παραλήπτες, τον συνθέτη ή τον εκτελεστή από τη μια πλευρά και τους αναγνώστες από την άλλη. Ενώ γράφουμε για μουσική, απευθυνόμαστε σε αναγνώστες και όχι ακροατές. Έχοντας αυτό πάντα κατά νου καθώς και το αυτονόητο ότι η τέχνη αντιστοιχεί σε ορισμένη κοσμοθεώρηση, αυτό που λέμε «γούστο της εποχής» ή «ρεύμα», μοιράζομαι με τον αναγνώστη την ειλικρινή μου αναζήτηση κατά πόσο το έργο πέρα από τις επιρροές του περιβάλλοντος αποτελεί την προσωπικότερη και βαθύτερη έκφραση του δημιουργού του. Πρόκειται για ένα αγαθό που η επιβίωσή του στο μέλλον αλλά και η αποδοχή του πάρα τις παραλλαγές του γούστου, έγκειται στην ιδιαίτερη εσωτερική του πληρότητα Αυτό όσο αφορά τα σύγχρονα έργα. Στον αναγνώστη αναδεικνύω την αισθητική έκφραση ενός έργου ή μιας ερμηνείας και υπογραμμίζω πάντα τα θετικά στοιχεία. Το να κρίνεις προϋποθέτει την αρετή της ευθύνης αυτών που λες, δεδομένου ότι τα κριτήρια παραμένουν αφηρημένα, γενικά και ασαφή. 

Η αξιολογική πρόκριση συνδέεται με τη διαχείριση ενός πλούτου στοιχείων και απαιτεί ένα σύνθετο προβληματισμό. Τι πάει να πει καλή ή κακή κριτική ακόμα δεν ξέρω. Δεν έχω σταθεί αρνητικά απέναντι σε κανένα δημιουργό ή ερμηνευτή. Πρώτα από όλα σέβομαι το έργο και τις άπειρες ώρες μελέτης οποιουδήποτε. Σαν χαρακτήρας, δεν κολακεύω ποτέ τους φίλους μου. Η φιλία πολλές φορές με βοηθάει να κατανοήσω βαθύτερα τη δημιουργική στιγμή του φίλου μου. Σε καμία περίπτωση, όμως, αυτό δεν επιδρά στην κρίση μου. 

Τιμώ πάντα τη γνώμη του επαΐοντα, αυτού που με τον ένα ή άλλο τρόπο έχει προσεγγίσει ένα μουσικό έργο, ακόμα και μόνο μέσω της αγάπης και της ευαισθησίας. Ο βασιλικός δρόμος να προσεγγίσεις την τέχνη είναι η αγάπη σου γι αυτήν. Ο καθένας μπορεί να εκφράσει την γνώμη του για ένα έργο, να πει «μ' αρέσει» ή «δεν μ' αρέσει». Όμως, αυτό είναι πάντα σχετικό, εφόσον η γνώμη προϋποθέτει γνώση.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

τα χάδια είναι των χεριών τα κλάματα




Ένα πραγματικά μεγάλο τραγούδι, περιμένοντας το απόγευμα της Πέμπτης και τη συνάντηση με τον Γιάννη Κούτρα στη Νέα Φιλαδέλφεια. Τι να αναρωτηθείς και τι να ρωτήσεις για μία από τις ευγενέστερες, πιο αγαπημένες, αειθαλείς φωνές του ελληνικού τραγουδιού;
ηρ.οικ.

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Κριτική και κριτικοί: Αργύρης Ζήλος



Αργύρης Ζήλος: 

«Δεν μπορείς να γράφεις σαν δάσκαλος» 

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Ξεκίνησα το ’74, σχεδόν τυχαία. Δούλευα στο Pop 11, το υπόγειο δισκοπωλείο των αδερφών Φαληρέα στη Σκουφά. Εκεί ήρθε ένας πελάτης ονόματι Πητ Κωνσταντέας. Κουβεντιάσαμε, ήταν φιλόμουσος και διαπίστωσε ότι παρακολουθούσα τις κυκλοφορίες της εποχής. Μου έδωσε μία λίστα με δίσκους για να του κάνω αντίγραφα από τη συλλογή μου· είχα σχεδόν τα πάντα απ’ όσα βινύλια αναζητούσε. Και μου μίλησε για ένα περιοδικό που είχε μόλις ανοίξει και δεν πήγαινε καλά· ήταν ο «Ήχος». Ο Κωνσταντέας είχε αναλάβει προσωρινά τη διεύθυνση του περιοδικού και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να εισάγει μία στήλη μουσικοκριτικής. Την ανέθεσε σε μένα, κι έτσι ξεκίνησα. Και ένας άλλος αξιομνημόνευτος σταθμός της καριέρας μου ήταν πριν από ένα 8μηνο που έμεινα χωρίς δουλειά! 

Όταν ξεκίνησα η κριτική αφορούσε μόνο την κλασική μουσική. Σαν μπούσουλα είχα τα ξένα περιοδικά, το New Musical Express, το Melody Maker, το Rolling Stone λιγότερο, και το Wire αργότερα. Εκεί είδα πώς γράφεται μια κριτική, αλλά αυτό δεν με βοήθησε ιδιαίτερα. Συνειδητοποίησα ότι οι άνθρωποι εκεί έγραφαν για καλλιτέχνες που την επόμενη εβδομάδα θα έπαιζαν στη γειτονιά τους. Στην Ελλάδα το αντίστοιχο ήταν ο Ηλίας Ανδριόπουλος και ο Γιώργος Νταλάρας. Δεν υπήρχε τότε εδώ η διεθνής μουσική που με ενδιέφερε, και έπρεπε να την αναζητήσω. 

Από μικρός είχα πάντα μία αγάπη για οτιδήποτε μουσικό. Ο μεγάλος αδερφός του πατέρα μου ήταν αντάρτης. Όταν γύρισε, έφερε έναν πάκο δίσκους από τη Σοβιετική Ένωση και τους μοίρασε στην οικογένεια. Αυτοί οι δίσκοι μαζί με κάποιους άλλους της μόδας με έφεραν σε μία κατάσταση όπου μέρα-νύχτα άκουγα με το ίδιο έντονο ενδιαφέρον την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, την Caterina Valente, τη Συννεφιασμένη Κυριακή του Τσιτσάνη στην original εκδοχή. Στη συνέχεια, αν και απέκτησα βασικές γνώσεις μουσικής, το πρωταρχικό μου εφόδιο υπήρξαν τα προσωπικά ακούσματα και η αίσθηση της μουσικότητας. Και όλα αυτά τα χρόνια του απόλυτου δοσίματός μου στο ροκ, ήξερα ότι υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος που έχει άλλες αξίες, οι οποίες είναι ανώτερες επειδή απαιτούν μία πληρέστερη αντίληψη περί οργάνωσης της μουσικής. Μην τα μπερδεύουμε, δεν είναι όλοι Μπραμς και Μπετόβεν. Από την άλλη, δεν μπορούμε να έχουμε ως μέτρο σύγκρισης τον Μπραμς και τον Μπετόβεν. Πρέπει να συγκρίνουμε όμοια πράγματα. 

Προκειμένου ο αναγνώστης να αισθανθεί ότι η κριτική σου τον αφορά, πρέπει να τον πείσεις ότι τον αφορά και ο τρόπος που του απευθύνεσαι. Στην ποπ και στη ροκ μουσική, ο από καθέδρας λόγος αποτρέπει, ενοχλεί. Στα λαϊκογενή μουσικά είδη, γενικότερα, η έννοια μιας κοινότητας ανάμεσα στον γράφοντα και στον αναγνώστη οφείλει να επιδιωχθεί. Δεν μπορείς να γράφεις σαν δάσκαλος, δέχεσαι ότι ο αναγνώστης μπορεί να έχει περισσότερα ακούσματα από σένα. Οφείλεις δηλαδή να είσαι φιλικός χωρίς να κάνεις εκπτώσεις ως προς το τι πιστεύεις γι’ ότι παρουσιάζεις. 

Επίσης, πρέπει να έχεις μία σαφή εικόνα του καλλιτέχνη και του έργου του. Δε γίνεται να παρουσιάζεις το πέμπτο album ενός δημιουργού και να λες «καλός είναι, δεν τον ήξερα». Τέλος, χρειάζεται μία ευρύτητα ακουσμάτων. Εδώ και μισό αιώνα, από τότε που οι άγιοι Beatles έβγαλαν το Revolver, δεν υπάρχουν σαφή όρια ανάμεσα στο τι σημαίνει και τι δεν σημαίνει μουσικότητα. Μετά τους Beatles, ουδείς έχει δικαίωμα να μιλήσει περί συγκεκριμένης και απαραβίαστης μουσικότητας. Υπάρχουν απλώς διαφορετικές μουσικές κοινότητες: η κοινότητα του rock, του metal, του ρεμπέτικου. Ο κριτικός δεν πρέπει να χαϊδεύει τα αφτιά της εκάστοτε μουσικής κοινότητας. Αν το κάνει, δεν είναι κριτικός αλλά νεροκουβαλητής.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2013

να πει ό,τι είναι για να πει




Τα περασμένα καίγονται στη λησμονιά πετάνε γίνονται αγιάτρευτες πληγές τις νύχτες και πονάνε στη λησμονιά σε πάνε στάσου λιγάκι μη μιλάς άσε το χτύπο της καρδιάς να πει ό,τι είναι για να πει στο φως να γεννηθεί για ένα τίποτα μη φοβηθείς πως φτάσαμε στ' ανείπωτα γλυκιά μου μη χαθείς και τα χαράματα σα 'ρθει με μια λαχτάρα η προσμονή θα 'ναι μια αλλόκοτη χαρά θα γίνει δίψα και φωτιά θα 'ναι μια αλλόκοτη χαρά στάσου λιγάκι μη μιλάς άσε το χτύπο της καρδιάς να πει ό,τι είναι για να πει στο φως να γεννηθεί για ένα τίποτα μη φοβηθείς πως φτάσαμε στ' ανείπωτα γλυκιά μου μη χαθείς στάσου λιγάκι μη μιλάς άσε το χτύπο της καρδιάς να πει ό,τι είναι για να πει στο φως να γεννηθεί για ένα τίποτα μη φοβηθείς πως φτάσαμε στ' ανείπωτα απόψε μη χαθείς.

Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2013

Κριτική και κριτικοί: Στέλλα Βλαχογιάννη



Στέλλα Βλαχογιάννη: 

«Η καλή κριτική αρθρώνει λόγο χωρίς ιαχές και φωνασκίες» 

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Με την μουσικοκριτική ενεπλάκην τα πολύ τελευταία χρόνια. Είχε όμως προηγηθεί μια μακροχρόνια θητεία στην ενασχόληση με το ελληνικό τραγούδι, τους ανθρώπους του και την ιστορία του. Σταθμός υπήρξε το επί Άννας Βλαβιανού Δίφωνο, το οποίο είτε ως αρχισυντάκτρια είτε ως συνεργάτης με βοήθησε να επικεντρωθώ επαγγελματικά στη μεγάλη αγάπη μου που είναι το ελληνικό τραγούδι. Ανήκω στη γενιά (1980) που οι περισσότεροι από εμάς υπήρξαμε «εμπειρικοί», κατά βάση, κριτές του τραγουδιού. Οι παλαιότερες γενιές είχαν μουσικολόγους, μερικοί εκ των οποίων είχαν και ιδιαίτερο βάρος. Η μουσική εκπαίδευση, όταν υπάρχει, προσθέτει ένα κύρος αλλά φοβάμαι πως παράλληλα χάνεται στους τύπους και αφαιρεί το συναίσθημα που μπορεί να εκμαιεύει ένα τραγούδι. Εκείνο που απορρίπτω με αυστηρότητα είναι να ασκούν κριτική άνθρωποι που εμπλέκονται οι ίδιοι με το τραγούδι, είτε ως συνθέτες, είτε ως παραγωγοί προγραμμάτων και συναυλιών. 

Έχω κουραστεί να ακούω για καλές κριτικές όταν είναι θετικές και για θάψιμο όταν είναι αρνητικές. Οι λέξεις έχουν τη δική τους βαρύτητα και θα πρέπει να προσέχουμε όταν τις διατυπώνουμε. Το αντίθετο του καλή είναι κακή ή αρνητική και το αντίθετο του θαψίματος είναι το γλείψιμο. Ο χιαστί χειρισμός αυτών των εννοιών μόνον εκ του πονηρού είναι. Καλή θεωρώ την εμπεριστατωμένη κριτική· εκείνην που με επιχειρήματα αρθρώνει τον λόγο της χωρίς ιαχές και φωνασκίες. Επειδή είμαι λογοκρατούμενος άνθρωπος, δίνω την μέγιστη βαρύτητα στο στίχο. Άλλωστε, πιστεύω ότι ένα τραγούδι παλιώνει από τα λόγια του πρωτίστως. 

Όταν γράφω την γνώμη μου για μια δισκογραφική εργασία προσέχω πάντα να εντάσσω τον δίσκο στην ιστορική του στιγμή. Δηλαδή να δω σε ποιο κομμάτι του παζλ της ιστορίας του τραγουδιού προσεγγίζει. Το χώρο και το χρόνο του. Τις επιδράσεις ή τις καινοτομίες. Για να είμαστε σοβαροί η κριτική σήμερα γίνεται για τους ανθρώπους του χώρου. Ο καλλιτέχνης που τον αφορά, εάν είναι θετική θα την ανεμίζει στον αέρα διαφορετικά θα την ξεπετάξει με ένα «θάψιμο», το δε κοινό έχει ήδη… πάρει τον δίσκο του μουσικού, του τραγουδιστή καλύτερα, της αρεσκείας του. Δεν περιμένει να διαβάσει κανέναν. 

Γι’ αυτή τη ρημάδα την αξιοπιστία της γνώμης δεν καλλιέργησα ποτέ φιλίες με καλλιτέχνες. Φυσικά κι έχω τις συμπάθειές μου και τις «αντιπάθειές» μου με γνώμονα πάντα το προϊόν εργασίας ενός εκάστου. Η μεγαλύτερη παραχώρηση που μπορώ να κάνω σε καλλιτέχνη που αγαπώ είναι, όταν υποπίπτει σε φάουλ, να σωπάσω. Αναγκάζεσαι κάποια στιγμή να διαχωρίσεις το πρόσωπο από το έργο του, διαφορετικά πολύ λίγα πράγματα θα μείνουν όρθια και στη θέση τους. 

Με την έλευση του διαδικτύου ο καθένας πήρε από ένα πληκτρολόγιο. Δεν υπάρχει κανένας εκδημοκρατισμός στο διαδίκτυο σε κανέναν τομέα. Ασυδοσία, συχνά δε και αλητεία, κυκλοφορεί. Ο χρήστης καλείται να επιλέξει ποιους θεωρεί αξιόπιστους και ποιους όχι, πράγμα δύσκολο. Δεν βλέπω καμία διέξοδο στην κρίση της ελληνικής δισκογραφίας αφού ενεργή ελληνική βιομηχανία του δίσκου δεν έχουμε πια. Έτσι βλέπουμε τα νέα παιδιά με το όραμα του CD που δεν πουλάει τίποτα πλέον να παίρνουν τα βουνά και τις ραχούλες και να τραγουδάνε για να κάνουν γνωστή τη δουλειά τους και να βιοπορίζονται κιόλας. Εδώ έχει παίξει ρόλο και η υποβάθμιση των μουσικών ραδιοφώνων και ο τυφώνας play list. Κάποιοι βλέπουν το μέλλον στο Ίντερνετ αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς μπορεί να γίνει αυτό έτσι που οι καλλιτέχνες και να επικοινωνούν και να ζουν από τη δουλειά τους. Κι αυτά τα live πόσο θ’ αντέξουν πια;

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Κριτική και κριτικοί: Αλέξης Βάκης




Αλέξης Βάκης:


«Η μουσικοκριτική είναι ένας καλός τρόπος να χάσεις φίλους» 



(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)


Ως μουσικοκριτικός, έχω ένα και μοναδικό σταθμό: το Δίφωνο. Συνεργαζόμουν ήδη από το φθινόπωρο του 2002 γράφοντας άρθρα. Τότε, το Δίφωνο είχε διευθυντή το Μιχάλη Κουμπιό και αρχισυντάκτρια τη Μαριάνθη Πελεβάνη. Τον Δεκέμβρη του 2002, ο διευθυντής μου πρότεινε να γράψω κάποιες κριτικές. Τον ενδιέφερε η ματιά ενός εν ενεργεία μουσικού πάνω στη δουλειά των συναδέλφων του. Δεν μου ήταν μεγάλο πρόβλημα αυτό που μπορώ να πω ιδιωτικά να το πω και δημόσια, και παρέμεινα εκεί ως το οριστικό κλείσιμο του Διφώνου πέρυσι. 

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες μουσικών. Καταρχήν, υπάρχουν εκείνοι που θέλουν να γράφουν μουσική, να ενορχηστρώνουν μουσική, να παίζουν μουσική, και είναι ευτυχείς μ’ αυτό. Ανήκω σε μία άλλη κατηγορία που αντιμετωπίζει τη μουσική με τον τρόπο της πρέφας· θέλει και να μιλάει γι’ αυτήν. Κάνει όλα τα παραπάνω αλλά θα σκάσει αν δεν δημοσιοποιήσει τα συμπεράσματα και την όποια σοφία απεκόμισε ακούγοντας μουσική. Μ’ αυτήν την έννοια, προφανώς και η θεωρητική μουσική μου επάρκεια ήταν ένα «συν». Ξέρω πάντως ανθρώπους που έχουν ευδοκιμήσει στο χώρο της κριτικής με εξαιρετική διαύγεια χωρίς πτυχία, όπως ξέρω και ανθρώπους με πτυχία που δεν θα τους εμπιστευόμουν να γράψουν τίποτα. 

Δεν μπορεί να υπάρξει αντικειμενική κριτική επειδή ο κάθε άνθρωπος έχει κάποια κριτήρια στα οποία δίνει προτεραιότητα, και βάσει αυτών κρίνει τη μουσική. Κρατάω μακριά από τη γραφή μου τις προσωπικές συμπάθειες και αντιπάθειες, μέχρι και αδικώντας τους φίλους μου. Έχει τύχει να είμαι πιο σκληρός απέναντι σε πρόσωπα με τα οποία με συνδέει μία φιλική σχέση - όταν έκρινα ότι ο δίσκος δεν ήταν καλός - όπως επίσης έχει τύχει να γράψω πολύ καλά λόγια για καλλιτέχνες που δεν συμπαθώ επειδή με είχε πείσει η δουλειά που είχα στα χέρια μου. Η μουσικοκριτική είναι ένας καλός τρόπος να χάσεις φίλους, να τεστάρεις την ειλικρίνειά σου, και να αντλήσεις ενδεχομένως μία ικανοποίηση ότι κάποια πράγματα που κάποτε είπες δικαιώθηκαν. 

Μια καλή κριτική δεν έχει για πρωταγωνιστή αυτόν που τη γράφει. Ένας μουσικοκριτικός μπορεί να λάμψει, χωρίς όμως να συνδέει την προσωπικότητά του με το υλικό που κρίνει. Απαραίτητο είναι να έχει ένα εύρος και μία εμπειρία ακουσμάτων, έτσι ώστε να διασώζεται αν βρεθεί μπροστά σε κάτι που δεν έχει ξανασυναντήσει. Μια σωστή κριτική είναι όσο το δυνατόν δίκαιη, χωρίς να επαφίεται σε συμπάθειες και αντιπάθειες. Και αποκαλύπτει σε ένα ευρύτερο κοινό κάτι που η ματιά ενός πιο έμπειρου μπορεί να το δει εκ πρώτης όψεως. Τη δεκαετία του ’60, ο Θεοδωράκης βοηθήθηκε από την Αριστερά για να διαπρέψει, όπως τη δεκαετία του ’50 βοηθήθηκε ο Χατζιδάκις από την Ελένη Βλάχου. Ο μουσικοκριτικός προσφέρει τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στο πρωτογενές έργο και το ευρύ κοινό. Αυτή η διαμεσολάβηση μπορεί να βοηθήσει τον μη μυημένο ώστε να ελέγξει τη συναισθηματική ή και διανοητική του άποψη σε σχέση με αυτό που άκουσε. Επίσης, ο μουσικοκριτικός αποκαλύπτει το νέο, αυτό που έρχεται και δεν είναι πάντα ορατό. 

Με το διαδίκτυο, εκδημοκρατίζεται ο χώρος της μουσικοκριτικής, όπως εκδημοκρατίζεται και η μουσική πράξη, με την έννοια ότι πλέον είναι πολύ ευκολότερο κάποιος να βγάλει ένα δίσκο ηχογραφώντας τον σπίτι του. Το μόνο αρνητικό στο φαινόμενο της έκρυθμης διαδικτυακής άνθισης είναι ότι δεν μπορούν πλέον να υπάρξουν έντυπα στα οποία εγώ να μπορώ να εργαστώ και να βιοποριστώ. Δεν είμαι όμως σαν τους βιομηχανικούς εργάτες της Αγγλίας του 19ου αιώνα. Δεν θα ανταγωνιστώ τις μηχανές επειδή μου τρώνε τη δουλειά.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Κριτική και κριτικοί: Γιώργος Ι. Αλλαμανής



Γιώργος Ι. Αλλαμανής: 

"Τα ήξεις-αφήξεις είναι βαριές και άνοστες σάλτσες"

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

«Εσένα θα σου δώσω τα …καραφλάκια!» μου είπε σαρδόνια το μακρινό 1984 ο «γκουρού» μου περί τα μουσικά Αργύρης Ζήλος στα παλιά γραφεία του περιοδικού «Ήχος & HiFi», στην οδό Αρδηττού. Και μου έδωσε να γράψω την πρώτη μου δισκοκριτική για ένα 33άρι βινύλιο υπό τον τίτλο «Τα Καραφάκια» μιας μετριο-ασήμαντης νέο-κομπανίας της εποχής. Ήμουν ακριβώς 20 ετών. Μερικές εκατοντάδες δισκοκριτικές (αλλά και ραδιοφωνικές εκπομπές και συνεντεύξεις και κριτικές συναυλιών και μουσικές-πολιτιστικές στήλες και άρθρα γνώμης κι ένα βιογραφικό βιβλίο για το Νικόλα Άσιμο) αργότερα, εκείνη η εντελώς ασήμαντη για τον πλανήτη Γη στιγμή ήταν για μένα καθοριστική. Σταθμοί; Καλύτερα ας θυμηθώ ευλαβικά τα ονόματα όσων άδολα μου έδωσαν βήμα ώστε να ακούω καθημερινά μουσική και να λέω τη γνώμη μου: ο Πητ Κωνσταντέας, ο Γιάννης Ριζόπουλος, ο Μάκης Μηλάτος, ο Γιάννης Έξαρχος, ο Παύλος Τσίμας, ο Γιώργος Θαλασσινός, ο Σωκράτης Τσιχλιάς και - τελευταία αλλά όχι έσχατη - η Άννα Βλαβιανού. 

Ξέρω κομπλεξικούς κριτικούς που είναι ανθυποταλαντούχοι μουσικοσυνθέτες. Κι άλλους που απλώς κρατάνε με το πιρούνι στην ταβέρνα το ρυθμό ενός ζεϊμπέκικου, αλλά η γραφίδα τους είναι διεισδυτική σαν «έξυπνη» βόμβα που τρυπάει το έδαφος και εκρήγνυται μέσα στα εχθρικά μπούνκερ της κοινοτοπίας. Η συνολική παιδεία και η δια βίου παιδεία μετράνε περισσότερο. Τα ωδειακά πτυχία, από μόνα τους, μετράνε λιγότερο - ή και καθόλου. 

Από μια μουσικοκριτική πρέπει να φαίνεται αν σου άρεσε ή όχι ένας δίσκος: τα ήξεις-αφήξεις είναι βαριές και άνοστες σάλτσες. Να καταλαβαίνει ο αναγνώστης το είδος της μουσικής, το ειδικό βάρος του καλλιτέχνη, τη θέση του συγκεκριμένου δίσκου στο συνολικό έργο του. Και να τοποθετείται στο πλαίσιο της εποχής: ακόμη θυμάμαι και γελάω με την άποψη ενός πρώην μεγαλοσχήμονα και ενίοτε κρατικοδίαιτου ελέω ΕΡΤ κριτικού και μουσικού παραγωγού, γύρω στο 1978, ότι η εκπληκτική από κάθε άποψη «Εκδίκηση της Γυφτιάς» των Ρασούλη-Ξυδάκη-Παπάζογλου ήταν ένας «δίσκος που γρήγορα θα ξεχαστεί». (Αυτο-)γκόλ!

Έχω μετανιώσει για τον παλιό μου εαυτό και βάζω στοίχημα ότι αύριο θα μετανιώσω για τον σημερινό. Οι απόψεις είναι καθρέφτης μιας στιγμής, μιας ηλικίας και της προσωπικής διαδρομής κάθε ανθρώπου. Τώρα για να ευθυμήσουμε, θυμάμαι ότι όταν βγήκε το λαϊκό καψουρο-άσμα «Ο χιονάνθρωπος» του Τάκη Μουσαφίρη, με τραγουδιστή τον συγχωρεμένο Δημήτρη Μητροπάνο, εμένα μου ψιλογούσταρε…. 

Δεν είχα ποτέ καμία προσωπική φιλία με κανέναν δημιουργό του ελληνικού ή ξένου τραγουδιού. Λίγο «τηρείτε τις αποστάσεις», λίγο από χαρακτήρα, λίγο έτυχε. Απομένει ο βασικός κανόνας: ως άνθρωπος ο δημιουργός είναι υποδεέστερος του έργου του, ο Βαμβακάρης ήταν βασιλόφρων, ο Τσιτσάνης έλεγε ότι τα λόγια της Συννεφιασμένης Κυριακής ήταν όλα δικά του, ο Θεοδωράκης ονειρεύεται στα γεροντάματα πότε θα ξυπνήσει ο μαρμαρωμένος βασιλιάς. Καραμπινάτη εξαίρεση στον κανόνα, μάλλον, ήταν ο μέγας απών Μάνος Χατζιδάκις. 

Πιστεύω στο αναπόφευκτον της τεχνολογικής προόδου. Είμαι με τον Γουτεμβέργιο, όχι με τους αντιγραφείς καλόγερους του Μεσαίωνα. Ωστόσο στη σημερινή κοσμοχαλασιά του Διαδικτύου θάβονται πιο εύκολα από ποτέ οι λίγοι σοφοί και θριαμβεύει μια θλιβερή στρατιά από κομπογιαννίτες. Δεν με πειράζει που ο καθένας λέει τη γνώμη του, αν ο αναγνώστης έχει γνώση και κριτήριο ώστε να ξεχωρίζει το φλουρί κωνσταντινάτο από τον κάλπικο παρά. Σημασία έχει να υπάρχουν «αυθεντίες», άνθρωποι αξιοσέβαστοι για την ηθική στάση, τη βαθιά γνώση και τη «λοξή» ματιά τους – κι ας τους σταυρώνουν οι μέτριοι.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Πάμε Eurovision!


Η φετινή Eurovision γίνεται με το αίμα των απολυμένων από τα καταστήματα Metropolis

Ο Ανδρέας Κουρής (όμιλος MAD - καταστήματα Metropolis) ισχυρίζεται ότι δεν έχει να πληρώσει χρωστούμενους μισθούς και αποζημιώσεις στους απολυμένους, ούτε τα χρέη του προς το Δημόσιο, αλλά βρίσκει λεφτά για τη διοργάνωση της Eurovision που του εκχώρησε η κρατική ΕΡΤ.

Συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τον ελληνικό τελικό της Eurovision
GAZI MUSIC HALL (Πειραιώς και Ιερά Οδός)
Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου, 7.30 μ.μ.

Οι απολυμένοι από τα Metropolis συνεχίζουν τον αγώνα τους μέχρι την τελική δικαίωση.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Συνέντευξη του Γουώλτερ Λάσαλι στον Σωτήρη Κακίση



(Γουώλτερ Λάσαλι - φώτο: Γιάννης Βασταρδής)



Γουώλτερ Λάσαλι:


«Δεν υπάρχει ιδιαίτερο ελληνικό φως»… 




από τον ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ


Το Όσκαρ που κέρδισε για τη φωτογραφία του στο «Ζορμπά» το είχε χρόνια παραχωρήσει στην ταβέρνα του φίλου στο Σταυρό στα Χανιά, να το αγκαλιάζουν όλοι, να φωτογραφίζονται μαζί του. Μόνο φέτος, που χάλασε πια το λούστρο του, το πήρε να το ...επισκευάσει, να του ξαναδώσει τη λάμψη του, να το ξαναχαρίσει ίσως πάλι στους πολλούς, ξένους κι Έλληνες.

Ο Walter Lassally, ο άγγλος, ο γερμανός, ο πολωνός, ο Έλληνας πια, φωτογράφισε μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου: από τη «Μοναξιά του Δρομέα των Μεγάλων Αποστάσεων» ως τον «Τομ Τζόουνς» κι από το «Κορίτσι με τα Μαύρα» ως την «Ηλέκτρα», από τον «Οιδίποδα» με τον Όρσον Γουέλς ως την πρώτη “Pleasantville”, ο Λάσαλι κατάφερε, για την Αγγλία τουλάχιστο, να δημιουργήσει σχεδόν μόνος του αντίστοιχο τρόπο φωτογραφίας με το νεορρεαλισμό στην Ιταλία και τη νουβέλ βαγκ στη Γαλλία.

Από το Free Cinema ως τη «Μανταλένα», αλλά ως και την ...«Αλίκη στο Ναυτικό» ακόμα, ως τα «Δελφινάκια του Αμβρακικού», με το ίδιο πάθος κινήθηκε, με την ίδια σημασία στη λεπτομέρεια του φωτός, με την ίδια τέλεια ερασιτεχνική του επαγγελματικότητα. Χαρίζοντας στη χώρα μας και τις ανεπανάληπτες σκηνές του δικού του ντοκυμαντέρ της μετανάστευσης, τους “Greeks” του εκείνους τους μοναδικούς, τους τόσο γήινα υπερβατικούς, τους τόσο μαυρόασπρα έγχρωμους:



-Όρσον Γουέλς ή ...Ράκελ Γουέλτς, κύριε Λάσαλι; Και με τους δύο δεν έχετε δουλέψει, αν θυμάμαι καλά;

-Ναι, και με τους δύο.

-Και με τους δύο είχατε θέματα.

-Α, με τη Ράκελ είχαμε μεγάαααλα προβλήματα. Ο Γουέλς έμεινε στην Ελλάδα μόνο για δυό μέρες, στα γυρίσματα του «Οιδίποδα». Ήτανε να μείνει τέσσερις μέρες, αλλά ξενύχτησε την πρώτη νύχτα, κι έκοψε μετά το σενάριο, να τελειώνει γρήγορα, να σηκωθεί να φύγει.

-Αυτό τό ‘χει κάνει κι ο Φορντ στα γυρίσματα του «Τhe Quiet Man”, για άλλους αυτός τελείως λόγους.

-Λέγονται διάφορα τέτοια ανέκδοτα, αλλά, άμα σκεφτείς τον χαρακτήρα του Φορντ και των παραγωγών τους τρόπους, μάλλον αλήθεια μου μοιάζει κι εμένα αυτό. Ξέρετε, στο σινεμά συνυπάρχουν πολλοί, κι οι συγκρούσεις συχνά είναι αναπόφευκτες.

-Θα μας τα πείτε, ελπίζω, κι αυτά. Αλλά, μην το ξεχάσω, το αγαλματάκι του Όσκαρ σας παραμένει στην ταβέρνα εκείνη στην Κρήτη, ή σας τό ‘κλεψε κανένας;

-Εκεί, εκεί ήτανε μέχρι πρόσφατα. Αλλά το πιάσανε τόσα άτομα, που όλο το επιχρύσωμά του πήγε περίπατο, κι έμεινε πια γυμνό το μολύβι. Φέτος λοιπόν, μετά από μεγάλη καθυστέρηση, μεταφέρθηκε στην Αθήνα να επισκευαστεί. Να ξαναβουτηχτεί στο χρυσό, να αποκατασταθεί η όψη του. Το ξανάδωσα στην ταβέρνα, αλλά τώρα είναι σε προθήκη προστα-τευτική. Ήτανε ωραία η ιδέα, αλλά αποδείχτηκε μη πρακτική. Δεν ήτανε φτιαγμένο για χίλια χέρια, φαίνεται.







-Είναι όμως πάλι εκεί.

-Ναι. Κι εκεί θα μείνει. Όχι ως περιφρόνηση, ως τιμή. «Τα τελευταία τα σκαλιά ποτέ μην τα περιφρονείς»... 

-Ωραία. Πάμε στα πρώτα όμως τα σκαλιά: που από μικρό παιδί θέλατε να μπείτε στον κινηματογράφο κι εσείς.

-Όπως λέω και στο βιβλίο μου, εγώ ήξερα από τα δεκαπέντε μου τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου ακριβώς. Ήτανε κι ο πατέρας μου κινηματογραφιστής, αλλά άλλου είδους. Ως πολιτικός μηχανικός, χρησιμοποιούσε το σινεμά για τη δουλειά του, για μελέτες διάφορες. 

-Ο γερμανός πατέρας σας.

-Ο πατέρας μου ήταν γερμανός, κι η μητέρα μου πολωνέζα. Κι ήμασταν πρόσφυγες στην Αγγλία λόγω Χίτλερ. Βρεθήκαμε εκεί έναν-δυό μήνες πριν τον πόλεμο. Πηγαίναμε για τον Καναδά, αλλά αποκλειστήκαμε εκεί.

-Και ποιά ταινία πρωτοείδατε στην Αγγλία τότε, μικρός;

-Τη Χιονάτη και τους Επτά Νάνους ! Μόλις φτάσαμε στη Βικτόρια από το Ντόβερ με το τρένο, παιζότανε η Χιονάτη του Ντίσνεϋ σ’ έναν κινηματογράφο απέναντι ακριβώς από το σταθμό, που ήτανε ένα έργο απαγορευμένο στη ναζιστική Γερμανία. Όλα τα έργα του Ντίσνεϋ ήτανε απαγορευμένα εκεί.

-Γιατί;

-Γιατί ήτανε εβραίος ο Ντίσνεϋ. Εμείς όμως τον ξέραμε, και σπεύσαμε ως οικογένεια να ...αντισταθούμε. Στη Γερμανία έβλεπα ταινίες από τα δέκα, δώδεκά μου. Και Χόλλυγουντ, και γερμανικά. Στο σχολείο πάντως στην Αγγλία μου ήρθε η επιθυμία να γίνω κι εγώ κινηματογραφιστής. 

-Υπήρχε όμως πρόβλημα: για να γίνετε κάμεραμαν, να πάρετε την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος, έπρεπε να έχετε ήδη κάνει καμμιά ...δεκαριά ταινίες;

-Και τώρα αντίστοιχο πρόβλημα υπάρχει στο σινεμά. Πολλοί θέλουν να γίνουν οπερατέρ, αλλά οι θέσεις είναι πολύ λιγώτερες πάντα. Βέβαια, τότε ήταν ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα για μένα. Κατ’ αρχήν, ήμουνα ξένος, γερμανός μάλιστα στην Αγγλία, κι έπρεπε να δίνω κι αναφορά στην αστυνομία, πού πάω, τι κάνω, πού δουλεύω, πού δεν δουλεύω. Κι όταν τελείωσε κι ο πόλεμος, επέστρεψαν κι όλοι οι στρατευμένοι, οπότε οι θέσεις μειώθηκαν δραματικά. Κι εγώ ο ξένος κατάφερα μετά από δύο ολόκληρα χρόνια να εισχωρήσω στην κινηματογραφική βιομηχανία, ως ...κλακέττα στην αρχή. Κλείσανε όμως πολλά στούντιο λίγο μετά λόγω κρίσης, και το πράγμα ξαναδυσκόλεψε πολύ. Μετά, βέβαια, κατάλαβα πως η κρίση είναι μόνιμη ιστορία για το σινεμά, με κάποια διαλείμματα μικρά ανάμεσα. 

-Ξέρω πως τότε περίπου βρεθήκατε κάποιοι άνθρωποι με πάθος πραγματικό για τον κινηματογράφο, θαυμαστές μάλιστα του Τζων Φορντ μεγάλοι.

-Όλα αυτά ξεκίνησαν από τον Λίντσεϋ Άντερσον, τον σκηνοθέτη. Με τον Άντερσον γνωριζόμασταν από την εποχή που ήταν ακόμα κριτικός του κινηματογράφου. Αυτός λάτρευε τον Φορντ, και μετέφερε και σ’ εμάς τη μεγάλη του αυτή αγάπη. Ο Φορντ, ας δήλωνε απλός σκηνοθέτης γουέστερν ο ίδιος, είναι ποιητής μεγάλος αναμφισβήτητα. Αγαπάω πολλές από τις ταινίες του πολύ.

-Και το “Free Cinema”; Πώς το δημιουργήσατε πέντε άνθρωποι τότε, κι αλλάξατε τόσα πράγματα στην κινηματογραφική ιστορία, κύριε Λάσαλι;

-Το λέω και το ξαναλέω πως το “Free Cinema” δεν ξεκίνησε ως κίνημα. Πάλι από τον Λίντσεϋ ‘Αντερσον ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία, γιατί χρειαζότανε ένα concept για να δειχτούνε κάποιες μη-εμπορικές ταινίες τότε γυρισμένες. Tο «Τogether », το «Μοmma Don’t Allow » και η «Dreamland » η δική του. Και το «Free Cinema» ουσιαστικά ξεκίνησε σαν τίτλος για μία παράσταση. Αυτή όμως η παράσταση, το Νοέμβριο του 1956 νομίζω, είχε τόσο απρόσμενη επιτυχία, με ουρές θεατών να κάνουν κύκλους γύρω από τα τετράγωνα, που σκεφτήκαμε να συνεχίσουμε ό,τι κάναμε υπό αυτόν τον τίτλο.

-Αλλάζοντας το ρουν του βρεταννικού σινεμά για πάντα πια.

-Ας πούμε. Στηρίζοντας προσπάθειες ανεξάρτητες και διαφορετικές. Με τους σκηνοθέτες και τους σεναριογράφους ελεύθερους να κάνουν τις ταινίες όπως αυτοί θέλανε, κι όχι όπως τους επέβαλλε κάθε στούντιο. Γίνανε μέσα σε τέσσερα χρόνια έξι τέτοιες προβολές, με επιτυχία μεγάλη. Και υπογράψαμε κι ένα μανιφέστο τότε, ο Άντερσον, ο Κάρελ Ράις, ο Τόνυ Ρίτσαρτσον από εγγλέζους σκηνοθέτες, κι εγώ με τη Λορέντσα και τον Τζων Φλέτσερ ως τεχνικοί, ας πούμε, αυτού του κινηματογράφου. Και φωτογράφισα ο ίδιος και τρεις-τέσσερις από τις ταινίες που λέμε.






-Ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος μου είπε πως εσείς κάνατε εκεί ουσιαστικά μόνος σας στη φωτογραφία, όσα έκαναν τόσοι οπερατέρ μαζί σε Ιταλία και Γαλλία, στις αντίστοιχες προσπάθειες εκμοντερνισμού και απελευθερώσης του κινηματογράφου των χωρών τους.

-Σχεδόν ταυτόχρονα γίνανε οι προσπάθειες αυτές, των άγγλων και των γάλλων που αναφέρατε. Γιατί είχε ωριμάσει παντού το πράγμα αντίστοιχα. Και στην Αμερική ακόμα. Γιατί δείξαμε κι αμερικάνικη ταινία, με κομμάτια γυρισμένα με τη μηχανή στο χέρι, με υλικό με κόκκο, με, με, με.

-Μαυρόασπρα πάντα. Κάνατε όμως και τον φοβερό και τρομερό «Tom Jones» σας έγχρωμο. 

-Ο «Tom Jones» είναι το ’62 πια. Δέκα χρόνια μετά. Αλλά ομολογώ πως είχαμε εμπνευστεί κάπως από τον νεορρεαλισμό στην Ιταλία, που αυτός πράγματι είχε προηγηθεί όλων. Για κίνημα ολόκληρο εγώ πάντως λέω πως δεν ξεκινήσαμε.

-Γερμανία, Πολωνία, Αγγλία, Αμερική. Η Ελλάδα πώς μπαίνει στη ζωή σας; ‘Αρκεσε να ζητήσει ο Κακογιάννης έναν καλό οπερατέρ από τον Άντερσον στις Κάννες;

-Ακριβώς. Μετά τη «Στέλλα». Τότε με σύστησε ο Λίντσεϋ στον Κακογιάννη. Κι αυτός με πήρε στα ...τυφλά.

-Ήρθατε όμως κι εσείς γι’ αυτό το, ιστορικό όπως αποδείχτηκε, ραντεβού σας στα τυφλά.

-Ήρθα. Και με πήρανε στο αεροδρόμιο για σχολιαρόπαιδο. Γιατί φαινόμουνα, στα εικοσιοκτώ μου, πολύ πιτσιρικάς. Όπως φαίνομαι και τώρα: δεκαοκτάρης, δεκαεξάρης... Και με κοιτάζανε ο Κακογιάννης, η Λαμπέτη κι ο Χορν με δυσπιστία τρομερή, μόλις κατέβηκα από το αεροπλάνο.

-Έχετε δηλώσει πως αγαπάτε πιο πολύ απ’ όλες τις ταινίες που έχετε φωτογραφίσει την «Ηλέκτρα». Γιατί;

-Γιατί είναι ταινία στέρεα, μ’ ένα στυλ πολύ σοβαρό, πολύ σαφές. Γιατί δεν μπορούσες να κάνεις ούτ’ ένα βήμα έξω από το στυλ αυτό, ο,τιδήποτε άσχετο έκανε αμέσως μπαμ. Γιατί ο ρυθμός της είναι απόλυτος. Κι επίσης, κάτι πολύ ενδιαφέρον για μένα, είναι το γεγονός πως, αν και η «Ηλέκτρα» είναι από έργο θεατρικό, στην οθόνη μεγάλα της κομμάτια είναι χωρίς λόγια. Η ιστορία της προχωράει τέλεια με τις εικόνες και μόνο. Σήμερα, νομίζω πως τέτοιες ταινίες πια δεν υπάρχουν.

-Να μιλάει η εικόνα τους πραγματικά, όχι ψεύτικα;

-Να μπορείς να σβήσεις τον ήχο, να μην ακους τους διαλόγους, αλλά να συνεχίζεις να καταλαβαίνεις τι γίνεται, πώς εξελίσσεται το έργο. Η ιστορία στο σινεμά είναι στην εικόνα, δεν είναι στους διαλόγους. Τώρα, έχουμε φτάσει στο αντίθετο σχεδόν: μπορείς να σβήσεις την εικόνα, κι ακούς όλη την πλοκή με τα λόγια. Τα soundtracκ των περισσότερων ταινιών πια είναι για να μη χρειάζεται να βλέπεις τις εικόνες καθόλου.

-Κι ο «Ζορμπάς»;

-Έχω κάνει έξι ταινίες με τον Μιχάλη Κακογιάννη. Έχω κάνει πριν απ’ όλα το «Κορίτσι με τα Μαύρα». Κι αυτή είναι ωραία ταινία, κι αυτή έχει ένα στυλ πολύ καλό. Με τον Μιχάλη είχαμε την ίδια άποψη για την οπτική των ταινιών συνήθως. Δεν μιλάγαμε και τόσο μεταξύ μας, να εξηγήσουμε, να κάνουμε. Τα σενάριά του βέβαια μέχρι και την «Ηλέκτρα» ήσαν πολύ λεπτομερειακά πάντα, σαν story boards χωρίς εικόνες. Τρομερά εναργή σενάρια.

-Κι ο «Ζορμπάς»;

-Πάλι; Ξέρετε πόσες φορές έχω μιλήσει στη ζωή μου ως τώρα για τον «Ζορμπά»;

-Πείτε μας κάτι που δεν το έχετε ποτέ πει ως τώρα:

-Δεν υπάρχει, δυστυχώς. Από την Κίνα έρχονται, σαράντα χρόνια μετά στην Κρήτη, να με ...ανακρίνουν για τον «Ζορμπά» όλοι τους! Τι να πω; Τι να σας πω κι εσάς για τον «Ζορμπά», που είστε Έλληνας, κι όχι κινέζος;

-Για τον Άντονυ Κουίν ίσως κάτι;

-Αν έπαιζες σκάκι μαζί του, καλό ήτανε να ...χάσεις. Είχε τέσσερα άτομα μαζί του μόνιμα, να τον κολακεύουν ασύστολα. «-Πόσο ωραία μαύρισες, Τόνυ μου!», «-Εσύ είσαι ο πρώτος!», τέτοια. Και τον ρώτησα εγώ, «-Γιατί τους πληρώνεις για να σου λένε ψέμματα;». «-Γιατί το έχω ανάγκη», μου απάντησε αφοπλιστικά.

-Αυτός πάντως κατάφερε να είναι στην οθόνη ο τέλειος ιταλός, ο τέλειος μεξικάνος, ο τέλειος Έλληνας, ο τέλειος ...μογγόλος, ο τέλειος ...εσκιμώος! 

-Αυτό περιλαμβανότανε στο ταλέντο του, φαίνεται. Για τον ίδιο, το έχει πει κάποτε, ο «Ζορμπάς» ήταν απλώς μία από τις πολλές καλές ταινίες που είχε κάνει. Λόγω Φελλίνι ο Κουίν έφτασε, ξέρετε, από τη γειτονική Ιταλία στην Ελλάδα, μέσω και της συνεργάτιδάς μου, της Κέιτ Κάμπελ. Και μέσω ημών, της Κέιτ κι εμένα, προχώρησε, από πλευράς παραγωγής, κι ο «Ζορμπάς» τότε.

-Κι ο Φελλίνι; 

-Τον ρωτήσαμε τότε τον Κουίν πώς ήταν στα γυρίσματα του “La Strada”, κι αυτός έκανε μια χειρονομία σχεδόν περιφρονητική: «-Καλά, ο Φελλίνι, τώρα...», μας είπε. Σαν να ήτανε μια μύγα ενοχλητική γύρω του ο Φελλίνι, και τίποτ’ άλλο. Εμείς όμως τον λατρεύαμε τον Φελλίνι.

-Θα θέλατε να είχατε κινηματογραφήσει ταινία του; Γιατί ο Χατζιδάκις κάποτε του αρνήθηκε του Φελλίνι, να συνεχίσει το έργο του Ρότα...

-Εγώ θα ήθελα πάρα πολύ. Είχε όμως πάρα πολύ καλούς οπερατέρ ο Φελλίνι. Δεν είχε ανάγκη κι από μένα.






-Κύριε Λάσαλι, εκτός από Κακογιάννη στην Ελλάδα, έχετε κάνει και ταινίες άλλες: τη «Μανταλένα», την «Αλίκη στο Ναυτικό»…

-Έχω κάνει πάνω από δέκα ταινίες εδώ. Δύο με τη Λαμπέτη, δύο με την Ειρήνη Παππά, τρεις με τη ...Βουγιουκλάκη. Η «Αλίκη στο Ναυτικό» μάλιστα ήταν η πρώτη μεγάλη, έγχρωμη ταινία μου. Δυό χρόνια πριν τον «Tom Jones». Χωρίς τα κατάλληλα μέσα για τους φωτισμούς, και κάναμε διάφορες πατέντες για να τα καταφέρουμε.

-Η συνεργασία σας με τον Αλέκο Σακελλάριο πώς ήταν;

-Α, αυτός ήτανε μια χαρά, κανένα πρόβλημα. Πρόβλημα εγώ είχα τότε μόνο με τον Μάρκο το Ζέρβα, που ήθελε η πρώτη έγχρωμη ταινία του Φίνου να είναι όσο γίνεται πιο ...έγχρωμη. Και φτιάξανε κάτι ντεκόρ μ’ έναν τοίχο πράσινο, έναν τοίχο κόκκινο, έναν τοίχο μπλε, και δεν συμμαζεύεται. Αλλά στις ταινίες της Αλίκης σημασία είχε μόνο η ...Αλίκη. Κι ας ήτανε άλλ’ αντ’ άλλων το σετ και τα ντεκόρ. Αυτή, πάντως, ήτανε πολύ επαγγελματίας, όσον αφορά στον εαυτό της. ‘Ηξερε ακριβώς τι έπρεπε να γίνει για τον φωτισμό του εαυτού της.

-Έχετε πει και κάτι αιρετικό για την επικρατούσα ...πατριωτική, για το ελληνικό φως, άποψη: πως τη διαφορά στην Ελλάδα δεν την κάνει, τελικά, το φως, αλλά το τοπίο.

-Ναι. Δεν υπάρχει ιδιαίτερο ελληνικό φως. Απλώς, υπάρχει στην Ελλάδα πολύ πιο συχνά πολύ φως. Αν όμως γυρίζεις στην Αγγλία, ας πούμε, μια μέρα επίσης φωτεινή, χωρίς ομίχλη, χωρίς σύννεφα, με ουρανό πολύ μπλε, το ίδιον φωτισμό θα έχεις. Άμα όμως έχεις στο κάδρο μέσα σκούρα δέντρα, το κοντράστ θα είναι πολύ πιο έντονο. Το κοντράστ κάνει τη διαφορά. Στην Ελλάδα, βέβαια, υπάρχει συνήθως μια ελαφριά ομίχη, που κάνει και τον ουρανό γαλάζιο. Το φως τότε είναι το πράγματι το καλύτερο.

-Πώς νοιώθει ένας κινηματογραφιστής όταν πλησιάζει το τέλος στη μεγάλη του καριέρα; Πώς νοιώθατε εσείς, κύριε Λάσαλι, στα «Δελφινάκια του Αμβρακικού» του Δημόπουλου;

-Τότε δεν ήξερα πως αυτή ήταν η προτελευταία μου ταινία. Ήμουνα μόνο ...εξηνταπέντε χρονών. Κι είχα πάντα μέσα μου την εναλλακτική λύση να γίνω second unit στον Ντέιβιντ Λιντς, να περιμένω τα κατάλληλα σύννεφα με τους μήνες σε κάνα βουνό.

-Η Ελλάδα σήμερα, με το φως της το ...κοινό, λειτουργεί πια στη ζωή σας σαν second unit σωτήριο;

-Η Ελλάδα ποτέ δεν υπήρξε second unit στη ζωή μου. Με την Ελλάδα ήταν έρωτας κεραυνοβόλος, από την πρώτη στιγμή. Όπου πήγαινα στην Ελλάδα, εγώ αισθανόμουνα, κι αισθάνομαι πάντα, τέλεια. Βέβαια, άλλαξε πια κι η Ελλάδα. Τώρα, δεν μου αρέσουνε οι πόλεις της καθόλου, ούτε η Αθήνα, ούτε καν τα Χανιά. Στην παραλία μόνο του Ζορμπά που ζω μόνιμα εδώ κι οκτώ χρόνια, μόνο εκεί σαν νά ‘χει σταματήσει κάπως ο χρόνος. Εκτός από κάτι ομπρέλες κι ...οκτακόσια σπίτια παραπάνω, εννοείται.

-Δεν υπάρχει χώρος να χορέψουν οι σκιές του Άλαν Μπέιτς και του Άντονυ Κουίν πάλι;

-Υπάρχει, υπάρχει. Και το σπίτι υπάρχει, αλλά το έχουνε λίγο μεγαλώσει, αλλάξει.

-Τι πάει να πει για σας διευθυντής φωτογραφίας;

-Υπόθεση που έχει σχέση με το μάτι. Πρέπει να έχεις τη ματιά τη σωστή να βλέπεις τις ευκαιρίες, τα προβλήματα, όλα. Το μάτι είναι πάνω απ΄όλα, το μάτι έχει σημασία. Ούτε αν είναι φιλμ, ούτε αν είναι βίντεο. Τίποτ’ άλλο: μόνο το κατάλληλο μάτι πίσω από τη μηχανή. Κι εκεί μετράει πρώτα το ταλέντο, αλλά και το μάθημα, κι η πείρα, που συσσωρεύεται από ταινία σε ταινία.

-Κανένας ηθοποιός σας έχει λείψει, που δεν κάνατε ταινία μαζί του, αλλά θα θέλατε να είχατε κάνει;

-Μπα. Ξέρετε, κύριε Κακίση, πάλι εμένα οι πιο αγαπημένοι ηθοποιοί ήσαν οι Έλληνες. Η Έλλη Λαμπέτη, κι η Ειρήνη Παππά. Προπαντός η Ειρήνη. Αυτή ήταν η καλύτερη ηθοποιός απ’ όλους όσους έχω δουλέψει. Και σαν ηθοποιός, και ως άνθρωπος. Αυτή είναι επαγγελματίας, όπως επαγγελματίες πραγματικές ήσαν κι οι εγγλέζες οι μεγάλες ηθοποιοί εκείνες, η Ήντιθ Έβανς, η Πέγκυ Άσκροφτ. Αυτές όλες ήσαν κυρίες, δεν ήσαν σταρ. Ευγενικοί, πολύ καλοί άνθρωποι, που ξέρανε ακριβώς το επάγγελμά τους. Χωρίς τις μικροτρέλες του Άντονυ Κουίν που λέγαμε. Χωρίς τις μεγάλες τρέλες της Ράκελ Γουέλς, που βαριέμαι ακόμα και να τις διηγούμαι. 

Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ, ΒΗΜΑgazino, Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2008, σελ.26.





Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Γέρασες φίλε



Πέρασε ένας χρόνος από τον ξαφνικό χαμό του ποιητή και αυθεντικού ανθρώπου Αργύρη Χιόνη. Αυτό το ανέκδοτο τραγούδι, σε στίχους δικούς του, άφησε το σημάδι του. Τραγική ειρωνεία το ότι το άκουγε και το κουβεντιάζαμε το τελευταίο διάστημα πριν φύγει. Αφιερώνεται με πολλή αγάπη στη μνήμη του.

Σοφία Καμαγιάννη
-----


Γέρασες φίλε

Ποίηση: Αργύρης Χιόνης
Μουσική: Σοφία Καμαγιάννη
Ερμηνεία: Δώρα Πετρίδη

Γέρασες, φίλε και βουβάθηκαν τα μάτια σου,
δεν τραγουδάνε πια, όπως πρώτα,
δεν μιλούν,
δεν ψιθυρίζουν καν.
Δυο σκοτεινά παράθυρα τα μάτια σου, χτισμένα
και πια δεν φτάνει ως εμένα η μέσα μουσική σου.
Υπάρχει, αλήθεια, ακόμα αυτή η μέσα μουσική
ή μήπως είσαι ως εκεί χτισμένος,
ως τα μύχια της ψυχής σου,
πλήρης σιωπής και συμπαγής σαν πέτρινο άγαλμα;

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2013

ένας κρύος ήλιος




ένας κρύος ήλιος μες στην πόλη μου κι ένας μαύρος φίλος στο κατώφλι μου πώς να λησμονήσω τα χαμένα χρόνια που με χτύπαγε ο καιρός κι έψαχνα συμπόνοια όλο το φαρμάκι που 'χες ουρανέ μέσα στην καρδιά μου το 'ριξες καημέ είπα να ξεχάσω και να συγχωρήσω κι όπως ήμουν μόνος μου μόνος μου να ζήσω ένας κρύος ήλιος μές στα μάτια μου μέτρησε τα χνάρια τα κομμάτια μου τα γλυκά χαμόγελα της οχιάς στολίδια της ψευτιάς και της ντροπής πονηρά παιχνίδια όλο το φαρμάκι που 'χες ουρανέ μέσα στην καρδιά μου το 'ριξες καημέ είπα να ξεχάσω και να συγχωρήσω κι όπως ήμουν μόνος μου μόνος μου να ζήσω όλο τα φαρμάκι που 'χες ουρανέ μέσα στην καρδιά μου το 'ριξες καημέ είπα να ξεχάσω και να συγχωρήσω κι όπως ήμουν μόνος μου μόνος μου να ζήσω

Μετρονόμος, τεύχος 47, με αφιερώματα σε Τάνια Τσανακλίδου και Πάνο Τζαβέλλα




"Γιατί ο εγκλωβισμός στην εικόνα σου σού στερεί έμπνευση, σε περιορίζει εκφραστικά, δεν προχωράς, δεν προοδεύεις, και στο τέλος δυστυχείς. Είσαι ένας δυστυχισμένος, εγκλωβισμένος άνθρωπος. Οπότε είναι καλό να το σπάμε αυτό το στερεότυπο και να πηγαίνουμε παραπέρα. Να επιτρέπουμε στον εαυτό μας και το λάθος, και την κακή επιλογή, και τη λύπη, και το πένθος, και την απόρριψη. Να τα επιτρέπουμε αυτά, γιατί αυτά είναι η φύση μας". Τάνια Τσανακλίδου


Tεύχος 47

Περιεχόμενα

Tάνια Τσανακλίδου


  • Τάνια Τσανακλίδου: «Αυτό που δε μου ταίριαζε με οδήγησε να μάθω αυτό που μου ταιριάζει» , της Ελπίδας Μαρκιανίδου
  • H Tάνια Τσανακλίδου μέσα από συνεντεύξεις της
  • Για την Τάνια… -Θέλεις να παίξουμε; Της Μάρθας Φριντζήλα, -Η Τάνια είναι η φωνή μου, του Παναγιώτη Τσεβά -Ο ξανακερδισμένος χρόνος της Τάνιας Τσανακλίδου, του Ιάσων Τριανταφυλλίδη
  • Απόσπασματα από κριτικές
  • Με τα λόγια της Τάνιας
  • Μικρό βιογραφικό
  • Δισκογραφία
  • Θούριος Ίππος, της Στέλλας Βλαχογιάννη
  • Μεταξύ των άλλων…
  • Μαρία Λούκα, της Μάνιας Σχοινά
  • Theodore, του Αντώνη Μποσκοΐτη
  • Κατερίνα Μακαβού, της Ελπίδας Μαρκιανίδου
  • Πειραματική Σκηνή Καλαμάτας
  • Το ιστορικό σύμπαν του Άλκη Αλκαίου, του Ηρακλή Οικονόμου
  • Ο μουσικός και οι ποιητές. Η ουτοπική πολιτεία του Θάνου Μικρούτσικου, του Γιώργου Κοζία
  • Πάνος Τζαβέλλας – 4 χρόνια απουσίας, επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου
  • Η φωνή «της νιότης, της τιμής, της λευτεριάς…», του Αλέξη Βάκη
  • Νατάσσα Παπαδοπούλου: Για τον Πάνο
  • Δύο κείμενα του Πάνου Τζαβέλλα
  • Ο Πάνος Τζαβέλλας πέρα από τ’ αντάρτικα, του Ηρακλή Οικονόμου
  • Είπαν για τον Πάνο Τζαβέλλα
  • Αντώνης Μποσκοΐτης, του Αντώνη Περιβολάκη
  • Το άλμπουμ της ζωής μου: Γρηγόρης Καψάλη, του Σωτήρη Μπέκα
  • Κλέαρχος Κορκόβελος , της Βάνας Πανορμίου
  • Παναγιώτης Αχειλάς, του Δημήτρη Θεολόγου
  • Diana Rhea - Χορεύοντας στον κόσμο, του Γιώργου Αλτή
  • Οι τραγουδιστές γράφουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους, του Σπύρου Κουρκουνάκη
  • Οι πόλεις και τα τραγούδια τους, του Θόδωρου Βαλσαμίδη
  • Πίσω από τα όργανα: Γιώργος Μεϊμάρης, του Γιώργου Αλτή

Κυριακή 10 Φεβρουαρίου 2013

Εδώ Λιλιπούπολη ... στην Ερμούπολη!



Συναυλία της Ορχήστρας των Κυκλάδων υπό την διεύθυνση του Νίκου Κυπουργού και τη συμμετοχή της Σαβίνας Γιαννάτου στο Θέατρο Απόλλων στην Ερμούπολη.
Η μεγάλη στιγμή έφτασε!

Το Σάββατο 9 και την Κυριακή 10 Φεβρουαρίου, ο Δυστροπόπιγγας, ο Χαρχούδας, το χοντρό μπιζέλι, ο δόκτωρ Δρακατώρ, οι Λιλιπούα, φτάνουν στο Πόρτο Ερμούπολη με το ταχύπλοο τους, τον Φύστικο, από το μακρινό Πόρτο Λίλι για 3 παραστάσεις. 

Συνταξιδιώτες η εξαιρετική Σαβίνα Γιαννάτου με τη σαγηνευτική της φωνή και η νεοσυσταθείσα Χορωδία της Ορχήστρας Των Κυκλάδων.