Σάββατο 26 Μαΐου 2007

Πάνος Σαββόπουλος: "Η Σμυρναίικη σχολή και ο Παναγιώτης Τούντας"



Σε συνέχεια της σύντομης παρουσίασης του περιοδικού "Μετρονόμος", αναδημοσιεύουμε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του κορυφαίου ερευνητή της ελληνικής μουσικής, Πάνου Σαββόπουλου, με τίτλο 'H Σμυρναίικη σχολή και ο Παναγιώτης Τούντας'. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 6 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002) του "Μετρονόμου" και πραγματεύεται τη διαχρονικότητα του Σμυρναίικου τραγουδιού και την ιδιαίτερη συμβολή του Παναγιώτη Τούντα (φωτογραφία από www.rebetiko.gr) στη διαμόρφωση του Ρεμπέτικου μετά το 1922. Τα Μουσικά Προάστια ευχαριστούν το περιοδικό "Μετρονόμος" για την άδεια αναδημοσίευσης της σημαντικής αυτής εργασίας.



 Η Σμυρναίικη σχολή και ο Παναγιώτης Τούντας



του Πάνου Σαββόπουλου



Συμπληρώνεται φέτος 80 χρόνια από την τραγωδία της Μικρασιατικής Καταστροφής, με πληγές που ακόμα και σήμερα δεν έχουν κλείσει, αφού εξακολουθούν να ζούνε οι άνθρωποι που βίωσαν τα εφιαλτικά εκείνα γεγονότα και βέβαια ζούνε πολλοί περισσότεροι από αυτούς που έζησαν την προσφυγιά και τις συνέπειές της. Κανονικά χρειάζεται να συμπληρώνεται στρογγυλός αριθμός ετών από κάποια μαύρη επέτειο για να θυμηθούμε και να την τιμήσουμε. Όμως κάποιες χρονολογίες βαραίνουν και γίνονται καταλυτικές. Αφήστε που το έχουμε στο αίμα μας να ξεχνάμε... Έτσι το παρόν σημείωμα αποτελεί μια μικρή μουσική όξυνση της μνήμης για τα 80 χρόνια της καταστροφής αλλά και για τα 60 από το θάνατο του Παναγιώτη Τούντα.


Η Σμυρναίικη μουσική σχολή δημιουργήθηκε με το πέρασμα του χρόνου και τα τραγούδια έχουν σπάνια ομορφιά και ραφινάτη υφή. Έχουν βυζαντινή και κυρίως αρχαιοελληνική καταγωγή με βάση την Ιωνική Ιαστί Αρμονία που αποτελούσε όχι απλά ένα μουσικό μέτρο, αλλά και ένα μέτρο του τρόπου ζωής. Οι στίχοι τους έχουν υποστεί μακροχρόνια επεξεργασία και γι' αυτό θεωρούνται «τέλειες κατασκευές».


Τα σμυρναίικα τραγούδια τα γέννησε η ανάγκη της ψυχής να επικοινωνήσει και να μιλήσει ποιητικά και μουσικά σε άλλες ψυχές και δεν τα γέννησε η ψυχρή ανάγκη των εταιρειών δίσκων. Γι' αυτό είναι διαχρονικά κι όχι ευκαιριακά, όπως τα σύγχρονα φτηνοτράγουδα της καψούρας, με ημερομηνία άμεσης λήξης! Γι' αυτό δημιουργούν πολιτισμό ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά την εποχή τους και επιβιώνουν τόσο στα πάλκα, όσο και στις πίστες αλλά και στη δισκογραφία, ενώνοντας τις γενιές στη διασκέδαση. Τα σμυρναίικα τραγούδια δείχνουν επίσης σε τι επίπεδο πολιτισμού είχε φτάσει η Ιωνία σε όλους τους τομείς, αν πάρει κάποιος ένα από τα μέτρα σύγκρισης, την άφθαρτη μουσική και τα τραγούδια της. Δηλαδή τη Σμυρναίικη μουσική σχολή. Τα τραγούδια αυτά είναι οι προπομποί των κατοπινών ρεμπέτικων της Πειραιώτικης σχολής, έξω απ' το ότι μπόλιασαν ολόκληρη την νεότερη ελληνική μουσική.


Τα σμυρναίικα τραγούδια φτάνουν πολύ βαθιά στην καρδιά όσο κανένα άλλο είδος μουσικής (και μη με περάσετε παρακαλώ για κανέναν «μουσικό ρατσιστή»). Όταν έμεινα στη Σουηδία άκουσα την «εξομολόγηση» κάποιου ντόπιου, μεγάλου μουσικού. Μου είπε λοιπόν ότι πρώτα-πρώτα μπήκε στην καρδιά του η ευρωπαϊκή μουσική, αλλά όχι τόσο βαθιά. Μετά γνώρισε τη λατινοαμερικάνικη και ισπανική, που μπήκαν βαθύτερα. Ύστερα έμαθε τις σλάβικες και καυκασιανές μουσικές που προχώρησαν πιο «κάτω». Στη συνέχεια βρέθηκε στην Ελλάδα και στα... ρεμπέτικα και τότε νόμισε ότι αυτά τα τραγούδια τον είχαν αγγίξει όσο τίποτε άλλο. Είχε όμως γελαστεί! Γιατί όταν με το «ψάξιμο» των ρεμπέτικων (έμαθε και μπουζούκι!!!) γνώρισε τα σμυρναίικα και τα μικρασιάτικα, κατάλαβε ότι είχε κι άλλο βάθος στη καρδιά του...Τα θεωρεί ό,τι πιο τέλειο γέννησε η ανθρώπινη ψυχή από κάθε άποψη. Έτσι άρχισε να μαθαίνει συστηματικά ελληνικά. Κι όλα αυτά από έναν «ξένο». Έναν Σουηδό.


Στη Σμυρναίικη σχολή πάντως «χρεώνεται» και ένα μεγάλο μέρος των μανέδων, των αργόσυρτων αυτών μελισματικών και ποιητικών αριστουργημάτων με συγκεκριμένες (συνήθως) μελωδίες βασισμένες σε επιλεγμένους με σοφία ήχους - μακάμια και με στιχάκια δεκαπεντασύλλαβα ιαμβικά) επιγραμματικού χαρακτήρα (κάτι σαν «ρητά»).


Οι μανέδες έχουν αρχαιοελληνική καταγωγή από το Λίναιο θρήνο, το δε όνομα μανές (όπως λένε και οι Μικρασιάτες και όχι α-μανές) προέρχεται πιθανά από το αρχαιοελληνικό μανέρως - (μανία + έρως) - μανέ(ρω)ς - μανές. Δέχτηκε βέβαια στη πορεία και επιδράσεις. Λίαν παρεξηγημένο είδος ο μανές καταδιώχτηκε άγρια και με μίσος, απαγορεύτηκε δε με γελοίες αστυνομικές διατάξεις από τους άσχετους απληροφόρητους, αναίσθητους, αδιάφορους και (κυρίως) κομπλεξικούς «Ελληνάρες» της εποχής γιατί τον θεωρούσαν τούρκικο είδος λόγω των πολλών «αμάν» τελικώς προερχομένου εκ του «αμήν»! Ακόμα και άτομα με κάποια πνευματική επιφάνεια όπως ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου έχυσαν πολύ χολή στους αγνότατους μανέδες, που είναι αδέλφια, μάλιστα –κατά τη γνώμη μου– καθαρότερα από κάθε άποψη, από την αναμφισβήτητη βυζαντινή μουσική. Έτσι οι «Ελληνάρες» κατάφεραν την εξαφάνιση του μανέ τόσο από τα πάλκα όσο και από τη δισκογραφία. Έχω παρατηρήσει όμως σε κάποιες συναυλίες ότι η αντίδραση του κοινού γίνεται συγκινητικά θερμή, όταν κάποιος τραγουδιστής/τραγουδίστρια ερμηνεύσει έναν μανέ και συνήθως ζητάνε και έναν δεύτερο άσχετα αν (μεταξύ μας) η ερμηνεία (λόγω έλλειψης βυζαντινής και μικρασιατικής αγωγής) είναι στη πραγματικότητα της «συμφοράς», αν συγκρίνει κανείς με αυτές των μέγιστων Νταλκά, Νούρου, Ρόζας, Ρίτας, Καναρο-πούλου, Πολίτισας, Καρίπη, Ατραΐδη, Σωφρονίου και άλλων «θεών». Οπωσδήποτε η αναβίωση των μανέδων σήμερα δεν είναι εύκολο πράγμα, όπως ήταν η αναβίωση των άλλων αριστουργημάτων της Μικρασιατικής σχολής. Άλλωστε δεν βοηθάει και η προβαλλόμενη «κουλτούρα» της εποχής που είναι: λάιτ-γρήγορο-καινούριο. Πάντως σας βεβαιώνω ότι το ενδιαφέρον για τους αυθεντικούς μανέδες από δίσκους γραμμοφώνου μεγαλώνει συνεχώς ακόμα και από άτομα νεαρής ηλικίας, το δε μεγαλύτερο εμπόδιο που υπάρχει εδώ είναι το σφιχταγκάλιασμα που κάνουμε (αφού «βιαστήκαμε» γι' αυτό σκληρά επί δεκαετίες με την συγκερασμένη, χαλαρή, και σκληρή δυτική μελωδία και αρμονία.


Μετά το '22 ήρθαν στην κυρίως Ελλάδα ενάμισι εκατομμύριο πρόσφυγες. Ανάμεσά τους τα μεγαλύτερα ονόματα της μουσικής: δημιουργοί, τραγουδιστές, οργανοπαίχτες. Πρώτος των πρώτων ο Παναγιώτης Τούντας, ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος. Η προσφορά του είναι τεράστια αλλά δεν έχει ακόμα αποτιμηθεί αφού ουδείς επίσημος φορέας, ασχολείται σχετικώς και μόνο κάποιοι «αιθεροβάμονες» ιδιώτες με φλόγα στη καρδιά και λάμψη στα μάτια αφιερώνουν απλόχερα και ανιδιοτελώς το χρόνο τους για να ερευνήσουν, παρατηρήσουν, μελετήσουν και τελικά συμπεράνουν. (Αυτή είναι η...Ελλάς!).


Εν τάχει σας θυμίζω τα βιογραφικά του: Γεννήθηκε στη Σμύρνη και λόγω της εύπορης οικογένειάς του είχε τη δυνατότητα να μάθει από μικρός μουσική και μαντολίνο, έτσι ώστε στα είκοσί του χρόνια να μπεί στη Σμυρναίικη Εστουδιαντίνα.


Το περίφημο και πρότυπο αυτό μουσικό εργαστήρι της Σμύρνης που έβγαλε πολλούς μουσικούς, τραγουδιστές αλλά και δημιουργούς. Στην Ελλάδα ήρθε το 1923 και ανέβηκε αμέσως στα πάλκα, παίζοντας μαντολίνο και έχοντας την ευθύνη της ορχήστρας και του προγράμματος. Άρχισε να ηχογραφεί το 1924 και η κληρονομιά του στις 78΄ στροφές είναι γύρω στα 400 τραγούδια.


Παρατήρηση
Δυστυχώς ο κατάλογος της δισκογραφίας των 78΄ στροφών στη Ελλάδα δεν έχει εισέτι συμπληρωθεί. Ο Διονύσης Μανιάτης έχει καταγράψει 23.610 τραγούδια και υπολείπονται μόνο γύρω στα 600 (2,5%) για να συμπληρωθεί το αρχείο του, αλλά μερικοί προτιμούν να πάρουν στον... τάφο τους όποιους κατάλογους διαθέτουν, παρά να τους εκδόσει άλλος και να πάρει αυτός τη «δόξα»-(τρομάρα τους!) Το αρχείο του Μανιάτη (μια και είναι τόσο πλήρες κι αφού δεν είναι σίγουρο ότι μπορεί κάποια φορά να βρεθεί το 100% επειδή ενδεχομένως κάποιες ηχογραφήσεις έχουν εξαφανιστεί για πάντα) θα μπορούσε να εκδοθεί σε μορφή τόμων αλλά και ψηφιακού δίσκου με λειτουργικό χρηστικό. Φαίνεται όμως ότι οι επίσημοι «υπεύθυνοι»-ανεύθυνοι τσιγκουνεύονται για τέτοιες δραστηριότητες. Και ο κατάλογος περιμένει τον «καλό κι αγαθό».


Για δέκα χρόνια ο Παναγιώτης Τούντας ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής της Κολούμπια. Από τη θέση αυτή προώθησε πολλά νέα ταλέντα, τόσο δημιουργούς όσο τραγουδιστές και οργανοπαίχτες. Πέθανε στις 23 Μαΐου του 1942.


Ξανατονίζω ότι η συμβολή του Τούντα στη ελληνική μουσική είναι τεράστια. Κατ' αρχήν ήταν πολυγραφότατος και με συνθετικό έργο ποικίλο. Έγραψε μικρασιάτικα αστικά λαϊκά, μανέδες, δημοτικά, ρεμπέτικα και ελαφρά. Εκτός από τα μουσικά, λογοτεχνικά, ερμηνευτικά και ορχηστρικά στοιχεία, τα τραγούδια του είναι πηγές ποικίλων πληροφοριών όπως κοινωνιολογικών και ιστορικών («Για την αγάπη σου», «Γιατί φουμάρω κοκαΐνη», «Μη σε φοβίζει ο πόλεμος» κ.ά.).


Μέγας γνώστης της ευρωπαϊκής μουσικής ο Τούντας αλλά και μαθητής της Σμυρναίικης Εστουδιαντίνας, ανάμιξε παραγωγικά στις συνθέσεις του ανατολικά και δυτικά μουσικά στοιχεία με αποτέλεσμα αισθητικότατο και ελκυστικότατο. Συχνά χρησιμοποίησε και «δάνεια» από τον μικρασιατικό μουσικό θησαυρό, ακόμα και ολόκληρα τραγούδια τα οποία διασκεύασε κατά το δοκούν, τα υπέγραψε και μας τα έκανε γνωστά. Ενδεχομένως τα διέσωσε και από τον αφανισμό (π.χ. «Κουβέντα με το χάρο»). Με τη επίσημη εμφάνιση της Πειραιώτικης Κομπανίας από το 1934 και επειδή άρχισε να υποχωρεί το μικρασιάτικο τραγούδι σε δημοτικότητα και να ανέρχεται το ρεμπέτικο με τους μπουζουκομπαγλαμάδες, ο ευέλικτος και ευφυέστατος Τούντας μεταπήδησε εύκολα στον αυστηρά «περιφραγμένο» ρεμπέτικο χώρο χαρίζοντάς μας πλουσιότατες συνθέσεις (π.χ. «Μες στην ταβέρνα» ένα ψιλο-ξεπατήκωμα του «Μινόρε του τεκέ» του Χαλκιά). Ο Παναγιώτης Τούντας έχει μια διαχρονικότητα, αφού τα τραγούδια του ανακαλύπτονται και σήμερα, είναι δε από τα πρώτα στις επαναηχογραφήσεις, στα πάλκα αλλά και στις πίστες.


Οι μελωδίες του είναι μεν συμπαγείς στη δομή αλλά είναι χαλαρές στην ακρόαση και λειτουργούν μέχρι τις μέρες μας σαν μια αύρα ή αιθέρας επικοινωνία σας τόσο του καθενός με το βαθύτερο εαυτό του, όσο και με τους διπλανούς του (κάτι που χαρακτηρίζει -μεταξύ μας- όλη τη μικρασιατική μουσική).


Ένα φαινόμενο που παρατηρείται στο έργο του Τούντα, όπως άλλωστε και στα έργα άλλων μαέστρων και καλλιτεχνικών διευθυντών εταιρειών δίσκων (Περιστέρης, Σαλονικιός κ.ά.), είναι ότι σε έναν αριθμό τραγουδιών φέρονται ως συνδημιουργοί με άλλους συνθέτες, χωρίς όμως τα εν λόγω τραγούδια να είναι του δικού τους ύφους. Στην περίπτωση του Τούντα η εξήγηση μπορεί να είναι ότι ο μεγαλοφυής αυτός μουσικός συνέλαβε αποφασιστικά στην τελική διαμόρφωση των τραγουδιών αυτών οπότε έγινε συνδημιουργός. Τέλος πάντων δεν νομίζω ότι υπήρχε άλλη εξωκαλλιτεχνική συναλλαγή...Τον Παναγιώτη Τούντα, έχουν κατακλέψει μετά το θάνατό του παλαιότεροι αλλά και νεότεροι συνάδελφοί του. Αλλά η πνευματική προστασία στον τόπο μας είναι πολύ καθυστερημένη και...πονηρή, αφήστε που απαιτούνται και στελέχη «τσακάλια» που να γνωρίζουν όλο το ρεπερτόριο και να εντοπίζουν αμέσως τους...θρασείς άρπαγες.


Μετρονόμος, τεύχος 6 (Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2002)

Τρίτη 22 Μαΐου 2007

Περιοδικό Μετρονόμος





Κατανοώντας τη σημασία των ΜΜΕ για τη διαμόρφωση της μαζικής αισθητικής και ιδεολογικής συνείδησης, τα Μουσικά Προάστια θα παρουσιάζουν τακτικά ένα μέσο επικοινωνίας που διακρίνεται για την αισθητική και το έργο του. Η επιλογή για το πρώτο σημείωμα είναι μάλλον δεδομένη: το τριμηνιαίο περιοδικό “Μετρονόμος”.

Το περιοδικό, που εκδίδεται από τoν Απρίλιο του 2001, είναι ένα από τα ελάχιστα έντυπα που ασχολούνται σε βάθος με τη μελέτη και προβολή της ποιοτικής ελληνικής μουσικής. Η θεματολογία του περιλαμβάνει την παραδοσιακή μουσική, το ρεμπέτικο και το έντεχνο λαϊκό τραγούδι, καθώς και το έργο νέων Ελλήνων δημιουργών. Στις σελίδες του έχει φιλοξενηθεί το έργο μεγάλων δημιουργών όπως ο Χρήστος Λεοντής, ο Νότης Μαυρουδής, η Ελένη Καραΐνδρου, o Σταύρος Κουγιουμτζής, ο Δήμος Μούτσης και πολλοί άλλοι. Επίσης, άρθρα του έχουν υπογράψει σημαντικοί ερευνητές της ελληνικής μουσικής, όπως ο Πάνος Σαββόπουλος. Το περιοδικό διατίθεται σε βιβλιοπωλεία, δισκοπωλεία και κεντρικά περίπτερα σε όλη την Ελλάδα. Όμως, η δράση του Μετρονόμου δεν περιορίζεται στην έκδοση του περιοδικού σε έντυπη μορφή. Στην εύχρηστη ιστοσελίδα του Μετρονόμου μπορείτε να δείτε τα προηγούμενα τεύχη του, να διαβάσετε αποσπάσματα από την ύλη του, καθώς και να συμβουλευτείτε μία χρησιμότατη βιβλιογραφία ελληνικής μουσικής.

Με ιδιαίτερη χαρά, τα Μουσικά Προάστια εξασφάλισαν την άδεια του Μετρονόμου για τη μελλοντική αναδημοσίευση κάποιων επιλεγμένων κειμένων του, μη διαθέσιμων στο διαδίκτυο. Ευχαριστούμε θερμά τον Μετρονόμο και προσωπικά τον εκδότη του, Θανάση Συλιβό, για την ευγενική αυτή χειρονομία.

ηρ.οικ.

Η ιστοσελίδα του Μετρονόμου:
www.metronomos.gr/

Κυριακή 20 Μαΐου 2007

Για τη "Ρυθμολογία" του Μάνου Χατζιδάκι





Ένα από τα ωραιότερα και πλέον παραγκωνισμένα έργα του Μάνου Χατζιδάκι είναι η “Ρυθμολογία”. Το έργο αυτό αποτελείται από 6 κομμάτια για πιάνο που υφολογικά δανείζονται στοιχεία από το Ρεμπέτικο τραγούδι. Ο Χατζιδάκις αντλεί τους τίτλους των κομματιών από τον ζωδιακό κύκλο και το φεγγάρι: "Χασάπικος στον Κριό", "Χασάπικος του Ταύρου", "Χασάπικος των Διδύμων", "Χασάπικος στον Υδροχόο", "Χασάπικος της Σελήνης, "Χασάπικος στην Παρθένο". Στο "Χασάπικο των Διδύμων" υπάρχει η προσθήκη: "Στο ύφος του Eric Satie". Το έργο ηχογραφήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Δεκέμβριο του 1971 και εκδόθηκε την ίδια χρονιά, μαζί με το "Ο Κύκλος του C.N.S.", ενώ το εξώφυλλο φιλοτέχνησε ο Γιάννης Μώραλης.

Να τι λέει ο ίδιος ο Χατζιδάκις για το συγκεκριμένο έργο (αντιγράφουμε από τον δίσκο):


Άρχισα να γράφω την “Ρυθμολογία” στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 1969. Θέλησα απ’ την αρχή να παίξω σοβαρά, με μονούς ρυθμούς και με χασάπικα ανάμεσά τους που να εξαρτώνται από αστερισμούς. Και προ παντός, να ξαναθυμηθώ πολύ παλιούς τρόπους – τους ορθόδοξους – του μπουζουκιού και των ρεμπέτικων τραγουδιών. Νομίζω πως ήμουν πια σε θέση να τ’ ακούω χωρίς συναισθηματικές υπερβολές, από μακριά, πιο τεχνικά και μ’ όλο το βαθύ ερωτικοθρησκευτικό τους περιεχόμενο.

Στο μεταξύ, ίσαμε σήμερα που τελείωσα την “Ρυθμολογία”, πολλά συνέβησαν μέσα μου ώστε να ασχοληθώ τα τελευταία χρόνια, ολοένα και πιο αποκλειστικά, μ’ αυτή την αυστηρώς ελληνική εποχή, που είχε την τύχη η δικιά μου γενιά να ζήσει στα νιάτα της. Απ’ το ‘41 ως το ’50. Γύρω από κείνο τον καιρό έγραψα, δραματική την “Εποχή της Μελισσάνθης”, με θρησκευτικότητα “Τα Λειτουργικά” και με σάτυρα “Τα 9 Βήματα του Διός”. Και στα τρία αυτά τελευταία έργα μου, θέλω να φανερώσω το πόσο σημαντικά για τους νέους Έλληνες στάθηκαν τα χρόνια εκείνα.

Η “Ρυθμολογία” είναι ένα παιχνίδι τρόπων και ρυθμών. Και η αναφορά μου στους αστερισμούς και αυτό παιχνίδι, χωρίς συμβολισμό ή επιρροή απ’ την αστρολογική τους σημασία. Κι όσο προχωρούσα στο σχεδίασμα του έργου, σκεφτόμουν τον ποιητή Σεφέρη. Γιατί αυτός πρώτος μας έκαμε να νιώσουμε τη σημασία ενός σοβαρού παιχνιδιού, με το “Τετράδιο Γυμνασμάτων” του π.χ., που το πρωτοδιάβασα νέος πολύ, ακριβώς σ’ αυτή την εποχή “της Μελισσάνθης”. Και υπήρξε αυθόρμητη η ανάγκη να του αφιερώσω την “Ρυθμολογία”. Μόνο που δεν φανταζόμουν πως αυτή τη στιγμή δε θα υπήρχε ανάμεσά μας.

Μα η “Ρυθμολογία” δε γράφτηκε για να τον θρηνήσει. Γράφτηκε για έναν ζωντανό Σεφέρη που εξακολουθεί να ζει ανάμεσά μας. Για τον ποιητή Σεφέρη που είχε τη δύναμη να μιλά, όταν μιλούσε, απλά, βαθιά και ελληνικά.


Μάνος Χατζιδάκις
Νέα Υόρκη, Δεκέμβριος 1971








Τα προλεγόμενα του Χατζιδάκι βοηθούν στην κατανόηση όχι μόνο της “Ρυθμολογίας” αλλά και κάποιων βαθύτερων δυναμικών στο έργο του. Καταρχήν, μέσα από την αναφορά στον Σεφέρη εμφανίζεται η ενότητα λόγου και μουσικής, που αποτέλεσε τη βάση του μεγαλειώδους μουσικού κινήματος του ’60 και ’70 στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι το έργο είναι ορχηστρικό δεν ακυρώνει για τον Χατζιδάκι τη σύνδεσή του με κάποια χαρακτηριστικά της ποιητικής του Σεφέρη, σε βαθμό τέτοιο ώστε να αφιερώσει το έργο σε αυτόν.



Το δεύτερο κρίσιμο στοιχείο είναι η αναφορά στο Ρεμπέτικο τραγούδι. Η “Ρυθμολογία”, όπως και κάποια άλλα έργα του Χατζιδάκι (π.χ. “6 Λαϊκές Ζωγραφιές”, “Ο Σκληρός Απρίλης του ‘45”), καταδεικνύουν την στενότατη μουσική σχέση μεταξύ του Ρεμπέτικου και του ελληνικού τραγουδιού όπως αυτό συν-διαμορφώθηκε από τον Χατζιδάκι. Και, ενώ ο Σκληρός Απρίλης και οι Λαϊκές Ζωγραφιές αποτελούν διασκευές ρεμπέτικων τραγουδιών, η “Ρυθμολογία” παραπέμπει σε αυτά όντας όμως πρωτότυπο έργο. Είναι γνωστός ο θετικός ρόλος του Χατζιδάκι στην αναγνώριση του Ρεμπέτικου από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και από την πολιτική εξουσία, σαν ένα μουσικό ρεύμα εγγεγραμμένο στη ρίζα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Αυτή η πραγματικότητα φυσικά έχει διαγραφεί από την σημερινή κυρίαρχη αντίληψη περί ελληνικού τραγουδιού, η οποία βασίζεται στην απόκρυψη της ιστορικής συνέχειας του και στην προβολή ενός ‘έντεχνου’ τραγουδιού το οποίο εμφανίζεται περίπου ως αποτέλεσμα παρθενογένεσης.


Τέλος, το κείμενο του Χατζιδάκι αποκαλύπτει και μία συγκεκριμένη αντίληψη περί ελληνικότητας. Για τον Χατζιδάκι, ο Σεφέρης μιλούσε ‘βαθιά και ελληνικά’, ενώ και η δεκαετία του ’40 χαρακτηρίζεται ως μία ‘αυστηρώς ελληνική εποχή’. Αποτελεί άραγε η επιλογή αυτών των όρων μία αθώα και ‘φυσιολογική’ επιλογή; Αποκαλύπτουν αυτή η ορολογία και οι προεκτάσεις της έναν ελληνοκεντρισμό που απαιτεί περαιτέρω ανάλυση, και ίσως και κριτική; Το ζήτημα φυσικά δεν περιορίζεται στο έργο του Χατζιδάκι, αλλά επεκτείνεται και σε άλλους βασικούς πυλώνες του ελληνικού τραγουδιού, από τον Μαρκόπουλο μέχρι τον Θεοδωράκη. Αλλά για όλα αυτά θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.

Ηρακλής Οικονόμου

Παρασκευή 18 Μαΐου 2007

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου για τον Μάνο Λοΐζο



Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου μετάγγισε την ευαισθησία του Μάνου Λοΐζου σε μια νεότερη γενιά ακροατών, τραγουδώντας μερικά από τα ομορφότερα τραγούδια του δημιουργού. Οι μνήμες του για τον Λοΐζο αντηχούν την τρυφερότητα μιας ιδιαίτερης καλλιτεχνικής μορφής, που δυστυχώς έφυγε νωρίς. Αντιγράφουμε από το περιοδικό 'Δίφωνο' (αρ. 24, Σεπτέμβριος 1997) ένα απόσπασμα από τη μαρτυρία του Παπακωνσταντίνου, χωρίς άλλα σχόλια.
ηρ.οικ.
-----






Συνέβη στην Σητεία, στην διάρκεια μιας συναυλίας με πολύ κόσμο. Ο Μάνος Λοϊζος διήυθυνε την ορχήστρα με γυρισμένη την πλάτη προς το κοινό. Ξαφνικά τα χέρια του άρχισαν να ατονούν. Σε δευτερόλεπτα σταμάτησε να τα κινεί. Ελλείψει εντολών οι μουσικοί σταμάτησαν να παίζουν. Μέσα στη σιωπή, ακίνητος ο Λοϊζος κοιτούσε επίμονα στο βάθος. Τρόμαξα. Νόμιζα πως κάτι έπαθε. Κατάλαβα πως παρατηρούσε κάτι πάνω από τα κεφάλια μας. Γύρισα και τότε είδα πως ακριβώς πάνω από την εξέδρα μας ανέτελλε ένα υπέροχο, ολόγιομο φεγγάρι. Ο Μάνος είχε κυριολεκτικά χαζέψει. Γύρισε στο κοινό, πλησίασε στο μικρόφωνο και είπε: «Το είδατε το φεγγάρι;».

Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Τρίτη 15 Μαΐου 2007

Τίποτα δεν πάει χαμένο




Φέτος συμπληρώνονται 70 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Λοΐζου. Εάν επιχειρούσαμε να συμπυκνώσουμε την καλλιτεχνική και πολιτική υπόσταση του Λοΐζου σε ένα μόνο τραγούδι του, θα διάλεγαμε το ‘Τίποτα δεν πάει χαμένο’, που πρωτοτραγούδησε το 1979 η Χαρούλα Αλεξίου στα ‘Τα Τραγούδια της Χαρούλας’.


ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΧΑΜΕΝΟ
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί
Τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή
Το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε
μα η ζωή η λεχώνα ελπίδες γέννησε

Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή
Τ’ όνειρό σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί

Ποτέ δε λες η μοίρα πως σε αδίκησε
μα μόνο η ιστορία αλλιώς σου μίλησε
Σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεφτικός
μα χτες μες στην πορεία περνούσες γελαστός



Δεν είναι μόνο το ότι στις γραμμές αυτές αντανακλώνται η πορεία, τα ‘βάσανα και διωγμοί’ ενός ολόκληρου συλλογικού κινήματος μέσα στα ‘σχεδόν πενήντα χρόνια’ (‘30-‘80). Δεν είναι μόνο το ότι οι στίχοι του Μανώλη Ρασούλη θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί και για τον ίδιο τον Λοΐζο, για την κληρονομιά του, για τις ελπίδες που η μήτρα του έργου του γεννησε και συνεχίζει να γεννά. Είναι και το ότι το τραγούδι αυτό ακυρώνει στην πράξη τις δύο παντελώς άστοχες διακρίσεις με τις οποίες έχει δομηθεί η συνείδηση του σύγχρονου ελληνικού ακροατηρίου: α) έντεχνο τραγούδι v. λαϊκό τραγούδι και β) ερωτικό τραγούδι v. πολιτικό τραγούδι.

Για τον Λοΐζο, το ‘έντεχνης’ υφολογίας (με βάση τις τωρινές παρανοήσεις) ‘Τίποτα δεν παει χαμένο’ βρήκε θέση στον ίδιο δίσκο πλάι σε τραγούδια ‘λαϊκά’, όπως ο ‘Φαντάρος’, το ‘Τέλι-τέλι-τέλι’ και η ‘Γύφτισσα’. Βαθιά 'πολιτικό' το ίδιο, συστεγάστηκε με τραγούδια ‘ερωτικά’ όπως το ‘Όλα σε θυμίζουν’. Γιατί άραγε; Μήπως για να είναι πολυσυλλεκτικός ο δίσκος; Όχι. Η βαθύτερη αιτία αυτής της συστέγασης είναι ότι τα στοιχεία αυτά (έντεχνο, λαϊκό, ερωτικό, πολιτικό) αποτέλεσαν ιστορικά μία ενότητα μέσα σε ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού τραγουδιού, απο το ‘Κάνε λιγάκι υπομονή’ του Τσιτσάνη μέχρι την ‘Aγάπη που δουλεύει για τον σοσιαλισμό’ του Σαββόπουλου. Αυτή την ενότητα έχει βίαια διαρρήξει η κυρίαρχη σήμερα αντίληψη περί ‘έντεχνου’ τραγουδιού, ως δήθεν μετά-πολιτικού και μετά-λαϊκού. Και η ενότητα αυτή ενυπάρχει στο ‘Τίποτα δεν πάει χαμένο’. Η ‘ζωή η λεχώνα’ που γέννά ελπίδες είναι και πολιτική και ερωτική. Το ‘όνειρο’ που αναστένεται περιέχει και την τέχνη και την λαϊκότητα.

Όσο για την επικαιρότητα και την απήχηση του έργου του Λοΐζου σήμερα, ας συμβουλευτούμε την Ελευθεροτυπία (02/05/2007):
Συνθήματα και παλμός στη Θεσσαλονίκη, στην προχθεσινή συναυλία για τα 70 χρόνια από τη γέννηση του Μάνου Λοΐζου. Παρόντες και οι φοιτητές που άνοιξαν πανό στις κερκίδες του «Αλεξάνδρειου» Αθλητικού Μέλαθρου και δήλωναν με συνθήματα ότι θα συνεχίσουν τις κινητοποιήσεις τους. Με συνθήματα υπέρ των αγώνων των εργαζομένων και την Πρωτομαγιά απαντούσαν, κυρίως οι νέοι, στα τραγούδια του Μ. Λοΐζου που τραγούδησαν οι Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μαρία Φαραντούρη, Μανώλης Λιδάκης, Χρήστος Θηβαίος και Μελίνα Κανά.


Για το τέλος κρατήσαμε την προβολή μίας επανεκτέλεσης του ‘Τίποτα δεν πάει χαμένο’ από την εκπομπή ‘Έχει γούστο’ της ΕΤ1 (5/1/2007). Τραγουδούν η Λιζέτα Καλημέρη και ο Μανώλης Ρασούλης, ο ποιητής του τραγουδιού, σε μία σπάνια εμφάνιση.
ηρ.οικ.




Κυριακή 13 Μαΐου 2007

Η EurovisiOFF 2007 δείχνει τον δρόμο


Το πανηγυράκι της Eurovision έλαβε τέλος και για το 2007, χωρίς εθνικούς θριάμβους αλλά με τη συνήθη – κρατικοδίαιτη – κακογουστιά. Το παράδοξο της ύπαρξης ‘εθνικής έξαρσης’ για μία εκδήλωση που συνιστά την απόλυτη άρνηση της εθνικής μουσικής κληρονομιάς δεν φαίνεται να απασχολεί ιδιαίτερα τους διαχειριστές των πολιτιστικών πραγμάτων σε Ελλάδα και Ευρώπη. Και γιατί άλλωστε; Στις κοινωνίες μας, το προιόν, όποιο και να είναι αυτό, πρέπει να παράγεται και να καταναλώνεται όσο το δυνατόν ταχύτερα, χωρίς τη διαμεσολάβηση γλωσσικών, μουσικών ή άλλων διαχωρισμών. Η διαφορά μεταξύ του Mack (στιχουργός του Yassou Maria) και του Big Mac (επιτομή της διατροφικής παγκοσμιοποίησης) είναι πολύ μικρή. Το πρόβλημα δεν είναι εθνικό, είναι κοινωνικό, ριζωμένο σε ένα σύστημα που χρησιμοποιεί τη μουσική ως μέσο πλουτισμού πολυεθνικών εταιρειών και αισθητικής χειραγώγησης της συλλογικής συνείδησης. H Eurovision είναι φυσική συνέπεια αυτής της πραγματικότητας.

Το ζήτημα της αντίστασης σε αυτήν την πραγματικότητα δεν είναι φιλολογικό αλλά πρακτικό. Τι να κάνουμε; Η EurovisiOFF, μία μουσική εκδήλωση που πέρασε στα ψιλά των ΜΜΕ, δείχνει το δρόμο: την αμφισβήτηση της κυρίαρχης κουλτούρας στην πράξη. Την ανοιχτή συναυλία στο σταθμό του Θησείου διοργάνωσε την Παρασκευή 11 Μαΐου, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, η δημοτική κίνηση ‘Ανοιχτή Πόλη’. Στόχος της ήταν η προβολή μιας διαφορετικής, πολυ-πολιτισμικής μουσικής πρότασης μακριά από πλαστικές σημαιούλες και εθνικούς σταρ του play back. Στην EurovisiOFF πήραν μέρος οι: Dirty and Down (Νιγηρία και Φιλιππίνες), Μέντα, Κάρμα, Μπενιάτ Αιάρτζα (Χώρα των Βάσκων), Φορματσία Ροντίνα (Βουλγαρία), Γιώργης Χριστοδούλου, Ελελεύ, Στέλιος Μποτονάκης, Χρήστος Θηβαίος και Jumbo Kenya. Ο Χρήστος Θηβαίος (φωτογραφία από
www.indy.gr) δήλωσε πριν τη συναυλία (αντιγράφουμε από την εφημερίδα Αυγή, 11/05/2007):

Ο θεσμός της Eurovision είναι μια αδιάφορη διοργάνωση, η οποία όμως στην Ελλάδα έχει πάρει διαστάσεις εθνικής υπόθεσης. Η περσινή διοργάνωση κόστισε στη χώρα μας υπέρογκα κονδύλια για ένα αμφιβόλου ποιότητας 'πολιτιστικό' γεγονός. Θεωρώ αδιανόητο να ξοδεύεται δημόσιο χρήμα για τέτοιου είδους διοργανώσεις, οι οποίες ευτελίζουν και εξαφανίζουν τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες και διαφορές των χωρών, δημιουργούν ένα ομοιόμορφο καλλιτεχνικό πρότυπο περιορίζοντας κατά πολύ τη δυνατότητα έκφρασης διαφορετικών μουσικών ειδών, αλλά και των διαφορετικών γλωσσών και γλωσσικών ιδιωμάτων επιβάλλοντας τον αγγλικό στίχο.


Τα "Προάστια" προσυπογράφουν τη δήλωση του Χρήστου Θηβαίου, χειροκροτούν την παρουσία του σε αυτή την εκδήλωση και εύχονται στην 'Ανοιχτή Πόλη' – τι άλλο; - και του χρόνου.
ηρ.οικ.

Σάββατο 12 Μαΐου 2007

Για τον "Οίκο Αντοχής" της Δανάης Παναγιωτοπούλου






Το ελληνικό τραγούδι βρίσκεται σε βαθιά κρίση. Μία από τις πολλές αιτίες αυτής της κρίσης είναι η δυσκολία με την οποία αναδύονται νέες καλλιτεχνικές μορφές οι οποίες δεν χωρούν με άνεση στο καλούπι της δήθεν ‘αγοράς’ και της δήθεν ‘ζήτησης’. Για αυτό και θεωρούμε υποχρέωσή μας να προβάλλουμε ανερχόμενους δημιουργούς που κινούνται εκτός της εντεχνο-λαϊκο-ποπ συναίνεσης.

Ο δίσκος έπεσε στα χέρια μας μέσω της καλής μας φίλης Μέλιας. Ο τίτλος του πρωτότυπος: ‘Οίκος Αντοχής’. Τα 10 τραγούδια του είναι αποτέλεσμα της έμπνευσης μιας νέας τραγουδοποιού, της Δανάης Παναγιωτοπούλου, η οποία υπογράφει τους στίχους και τη μουσική. Η Δανάη δεν γράφει όμως μόνο με την πένα της αλλά και με τη φωνή της, με μία μίξη θεατρικής ειρωνείας και ειλικρινούς τρυφερότητας. Για παρέα της έχει δύο πιάνα στα οποία βρίσκονται ο Άγγελος Αγγέλου και ο Παντελής Ραβδάς. Οι δυο τους έχουν αναλάβει και τη λιτή ενορχήστρωση που κινείται σε τόνους κυρίαρχα τζαζ, ενώ ο πρώτος υπογράφει και ένα ενδιαφέρον ορχηστρικό.

Από τον ‘Οίκο Αντοχής’ ξεχωρίσαμε το τραγούδι ‘Λαύριο’ που πιάνει το νήμα της ιστορίας από εκεί που το άφησε ο μεγάλος Διονύσης Σαββόπουλος με το δικό του Λαύριο. Στο συγκεκριμένο τραγούδι τη Δανάη συνοδεύει ο Γιάννης Χαρούλης.








ΛΑΥΡΙΟ
Στίχοι-Μουσική: Δανάη Παναγιωτοπούλου
Απάνω στα ερείπια και κάτω απ’ τα μπαλκόνια
θυμήθηκα τα νιάτα σου και ήρθα να σε βρω
Σημαίες και οράματα ασπρίζουν με τα χρόνια
μου λες κοιτάζοντας αλλού
σαν να’ μουν όραμα κι εγώ

Ξεριζωμένες κι άστοχες, κακόγουστα αστεία
αλλάξανε στρατόπεδο οι λέξεις που ‘χες πει
Ηρωικός και πένθιμος μπρος στη συκοφαντία
ρωτάς ποιες άλλες μνήμες σου
θα σημαδέψουν οι καιροί

Δεν είναι πια απόφαση, δεν είναι εξορία
να μου μετράς ανάποδα τα χρόνια που απομένουν
για το μεγάλο φονικό


Στα πατημένα χώματα και στα ταχυφαγεία
από το Λαύριο τα παιδιά πολύ νωρίς μαθαίνουν
να μη μιλάν με τον θυμό
να καταπίνουν τον καιρό

Μέσα σε καλτ μεσαίωνα τα όχι μου μετράω
και τα χαράζω κάθετα στο άσπρο σου πανί
πολλά ακόμα μου χρωστάς, πολλά κι εγώ χρωστάω
το δράμα που προβάλλεται
με θλίψη πώς να πληρωθεί



***

Οι στίχοι της Δανάης Παναγιωτοπούλου είναι υπαινικτικά πολιτικοί, χωρίς τετριμμένα λεκτικά τεχνάσματα. Απαιτούν σκέψη και ερμηνεία αλλά όχι και επίσκεψη στον ψυχαναλυτή. Το σημαντικότερο: προσφέρουν όχι μόνο μια βαθιά κριτική των τωρινών αδιεξόδων αλλά και την υποψία ενός καλύτερου κόσμου που πρέπει να κατακτηθεί. Συνδυάζουν τη μελαγχολία της παρατήρησης με την αισιοδοξία της πράξης. Αντιγράφουμε από το τραγούδι ‘Λήθη’:

Η μάχη συνεχίζεται στου κόσμου τα υπόγεια
Έρχονται στις οθόνες μας καινούρια επεισόδια

Ευχόματε στη συγκεκριμένη ομάδα καλή συνέχεια και περιμένουμε με ανυπομονησία τα καινούρια επεισόδια. Ο ‘Οίκος Αντοχής’ κυκλοφορεί από την εταιρεία ‘Καθρέφτης ήχων αληθινών’.

Ηρακλής Οικονόμου