Τρίτη 24 Μαρτίου 2015

Γιώργος Σταυριανός - "Η αλήθεια της νύχτας" (2)





Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ

του Γιώργου Σταυριανού

(2014, εκδόσεις Αντ. Σταμούλη)




Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ 

Η μέρα είχε ντυθεί στο χρώμα της γαλάζιας ανεμώνας, στα βάθη του ορίζοντα το χρυσάφι του ήλιου έλιωνε νωχελικά. Σε μιαν άκρη της απέραντης αμμουδιάς ξαπλωμένος χάζευα τις ανταύγειες του τελευταίου φωτισμού της μέρας που χόρευαν πάνω στα ακύμαντα νερά. Ο ανάλαφρος παφλασμός μόλις που ακουγόταν, τα δάχτυλά μου έσκαβαν λακκούβες στην άμμο... 

Σαν κάποιος ξαφνικά να με καλούσε, γύρισα το κεφάλι και κοίταξα. Ξαφνιάστηκα που την είδα, όμως, τι περίεργο, ήταν σα να την περίμενα να εμφανιστεί από ώρα… 

Εντύπωση μου ’κανε πως κι εκείνη σα να περίμενε να αντιληφθώ την παρουσία της, και χαμογελώντας σιωπηλά μού έκανε νεύμα να παραμείνω στη θέση μου. 

Ενστικτωδώς ένιωσα πως η γαλήνη της στιγμής δεν έπρεπε να διαταραχτεί. 

Ένας κόμπος σφηνώθηκε ξαφνικά στο λαιμό που δεν έλεγε να λυθεί, και μια μουσική άρχισε να αναδύεται από το πουθενά και να σκεπάζει τον κόσμο. 

Έκανα να φωνάξω «Μητέρα», όμως η φωνή μου βουβάθηκε... Δεν είχα φωνή. 

Χωρίς ν’ ανταλλάξουμε κουβέντα καμιά την κοιτούσα καθώς ανασηκωνόταν από την αμμουδιά. Κινήσεις αργές αλλά σίγουρες, κινήσεις που υπάκουαν σε μιαν αόρατη μπαγκέτα που λες κι έδινε τον ρυθμό... Δεν την είχα δει ποτέ τόσο ωραία, τόσο ήρεμη, αλλά και τόσο αποφασισμένη. 

Έκανα πάλι να φωνάξω, όμως η φωνή μου πνίγηκε πριν καλά καλά ακουστεί. Ένα γλαροπούλι, ένα και μοναδικό, βούτηξε στα νερά για λίγο, μια πεταλούδα της θάλασσας παρέσυρε τη ματιά μου στα ρηχά χοροπηδώντας. 

Στα λίγα δευτερόλεπτα που είχε αποσπαστεί η προσοχή μου, η μητέρα είχε βουτήξει στο νερό, κι είχε αρκετά προχωρήσει. Στεκόταν ακόμα όρθια, η επιφάνεια του νερού την κάλυπτε μέχρι τη μέση. 

«Μητ...», πρόφτασα να ψιθυρίσω, «… Σσς...», ήταν η απάντηση, και μόλις που ακούστηκε. 

Ένας ξαφνικός φόβος με κυρίευσε, δεν έπρεπε να την αφήσω να προχωρήσει πιο βαθιά, δεν ήξερε κολύμπι. Έπρεπε ν’ αντιδράσω... Έπρεπε... Αδύνατον… Παρέμενα μαρμαρωμένος κι ανήμπορος μπροστά σε μια σκηνή που, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει γιατί, μου φάνηκε μεγαλειώδης. 

Η μητέρα είχε πια προχωρήσει... Τα νερά την κάλυπταν μέχρι το λαιμό. Γύρισε και με κοίταξε. Όλο το μυστήριο και η γλύκα της ζωής απαλλαγμένη από τον τρόμο. Ματιά γεμάτη ηλιαχτίδες, δέρμα διάφανο και ιριδίζον... Κι ύστερα, μπροστά στα γουρλωμένα μου μάτια, αφέθηκε στο μεθύσι της θάλασσας... Με κινήσεις ανάλαφρες κι ήρεμες άρχισε να κολυμπά και να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την ακτή. 

«Μητέρα…», φώναξα, κι ένας δυνατός πόνος μού τρύπησε την καρδιά. 

Δεν μου απάντησε. Με το αριστερό της χέρι έστειλε μόνο έναν ανάλαφρο αποχαιρετισμό και συνέχισε να απομακρύνεται.., ένα αεράκι ανάλαφρο σηκώθηκε, ο κόσμος άρχισε να βάφεται με ένα βαθύ βιολετί που έπεφτε σαν ίσκιος πάνω σ’ έναν κόσμο που ξεψυχούσε. 

Σε λίγο η μητέρα είχε χαθεί, σκιά ανάλαφρη ανάμεσα στις σκιές του σύμπαντος, νούφαρο γαλάζιο και κυματιστό που επέπλεε στην απεραντοσύνη της σιωπής, επιστρέφοντας το φως που είχε εισπράξει. 

Δε σπάραξα. Δεν ούρλιαξα. Δεν πέθανα κι εγώ μαζί της όπως περίμενα. Το ίδιο βράδυ παραδινόμουν στο μεθύσι της σάρκας, αστόχαστα και βίαια, έχοντας πλάι μου ένα κορμί που δεν έμελλε ποτέ πια να ξανασυναντήσω. Τρεις μέρες μετά, ξεφάντωνα χορεύοντας σ’ ένα πανηγύρι. 

…Νιώθω το κορμί μου να αναδεύεται μέσα στο χάος. Η ζεστασιά της σάρκας που δεν μπορεί να ησυχάσει δίπλα μου με αφοπλίζει. Εδώ και κάμποση ώρα έχω πάψει να συμμετέχω. Η δύναμη που ξεχειλίζει απ’ το κορμί που σπαρταράει δίπλα μου με ξαφνιάζει. Κάθε τόσο με προκαλεί ν’ ανταποκριθώ. Στην αρχή διστακτικά. Ύστερα όλο και πιο επίμονα… 

Ο κόσμος ακόμα δεν έχει καταλαγιάσει από τη δίνη στην οποία είχε περιέλθει. Ακόμα και την ώρα ετούτη την ύστατη, την χωρίς επιστροφή, προσπαθώ να βάλω κάποια στοιχειώδη έστω τάξη στη σκέψη μου. Μνήμες συνωστίζονται. Δίνουν μάχη απελπισμένη να σωθούν, να γλιτώσουν απ’ την καταστροφή φτάνοντας μέχρι τη μοναδική έξοδο κινδύνου. 

Ο συναγερμός χτυπάει δαιμονισμένα εδώ και ώρα. Ποδοβολητά, στίφη ενόπλων, μάχη επικράτησης, κουρνιαχτός, τρέλα. Κι ύστερα.., τίποτα. Μια σιωπή πιο παγερή κι απ’ τη σιωπή της αβύσσου. Βρίσκομαι μόνος στη μέση ενός απέραντου και σκοτεινού ναρκοπέδιου. Όπου κι αν πάω, όποια κατεύθυνση κι αν επιλέξω, σωτηρία δεν υπάρχει. Οι συμμορίες ξαναχτυπούν αφηνιασμένες. Η έξοδος κινδύνου έχει φρακάρει. 

Παραδίνομαι. Κι όλα πνίγονται μέσα σ’ ένα αργόσυρτο μουγκρητό. Τα ποτάμια των αισθήσεων ξεχύνονται ασυγκράτητα, πλημμυρίζοντας το χώρο. Η ζεστή σάρκα που με περιβάλλει οργανώνεται σε ασπίδα προστασίας, προσπαθεί να κλείσει την πόρτα που εγώ ονόμασα μάλλον άστοχα, έξοδο κινδύνου. 

Πάω να φωνάξω, ένα δυνατό χέρι μού κλείνει απαλά αλλά αποφασιστικά το στόμα. Μια άγνωστη και τρομερή τότε δύναμη με συγκλονίζει. Το σώμα μου ολόκληρο συσπάται κι ύστερα τινάζεται. Σα να το ’χει χτυπήσει δυναμίτης, η αρχική έξαψη πυροδοτεί τον ηφαιστειακό μηχανισμό, οι πρώτες εκρήξεις θέλουν να σκοτώσουν τον θάνατο. 

Κι αυτήν ακόμα τη στιγμή που το επίπεδο της συνείδησης πλησιάζει στο μηδέν, η σκέψη συνεχίζει να λειτουργεί. Δεν είχα κατορθώσει να σε σώσω, μητέρα... Η αγάπη μου στάθηκε ανίσχυρη.


(Επόμενη ενότητα)

(Προηγούμενη ενότητα)

Σάββατο 21 Μαρτίου 2015

Κώστας Άγας: "Του Αιγαίου η μοναξιά ΙΙ - Η απάντηση"



ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ


Α. Πρόλογος – Σύνδεση με το παρελθόν

Στα χέρια σας κρατάτε την 7η δισκογραφική μου δουλειά, μετά τις «Οι μικρές μας οι στιγμές» (1999), «Του Αιγαίου η μοναξιά» (2000), «Η τριήρης και άλλα αληθινά παραμύθια» (2003), «Κώστας Άγας – IV» (2005), «Οι εκδρομές των Κυριακών» (2009 σε αποκλειστική έκδοση συλλεκτικού βινυλίου) και «... και στο βάθος φώτα σε μώλο αττικό» (2012).

Η ιδέα για το περιεχόμενο της 7ης δισκογραφικής μου δουλειάς, καθώς και για τον τίτλο της «Του Αιγαίου η μοναξιά II: Η απάντηση», μου δημιουργήθηκε τον Ιούλιο του 2011, όταν βρέθηκα στο Burg Herzberg Festival της Γερμανίας για να παρακολουθήσω τη συναυλία του αγαπημένου μου ροκ συγκροτήματος Eloy! Ψάχνοντας πριν τη συναυλία τους δίσκους βινυλίου και τα cd του εν λόγω συγκροτήματος στους πάγκους των πλανόδιων πωλητών έξω απ’ το χώρο του stage, παρατήρησα ότι οι Eloy έβγαλαν το 1977 δίσκο με τίτλο «Ocean», ενώ το 1998 έβγαλαν δίσκο με τίτλο «Ocean 2 : The Answer». Η πρώτη σκέψη που μου πέρασε απ’ το μυαλό ήταν: «Νομίζω ότι και η δική μου 2η δισκογραφική δουλειά του 2000 “Του Αιγαίου η μοναξιά” χρειάζεται μιαν “απάντηση”, μια “συμπλήρωσή” της τελοσπάντων. Κι αυτό θα πρέπει να γίνει με έναν ακόμη δίσκο που – ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι δεν θα αγγίξει το επίπεδο “έμπνευσης” και “ενθουσιασμού” που με διακατείχε το 1999/2000, όταν η “τραγουδοποιητική μου δραστηριότητα” ήταν ακόμη στην αρχή και στην ακμή της – τουλάχιστον θα είναι σίγουρα πιο “ώριμος” και πιο “συγκροτημένος” σε αυτά που θέλει να πει, καθόσον, μετά από τόσα χρόνια τραγουδοποιίας και ηχογραφήσεων, αισθάνομαι σαφώς πιο έμπειρος».

Έτσι, αποφάσισα για τον τίτλο της 7ης δισκογραφικής δουλειάς μου. Κι όταν, λίγες ώρες μετά, στη συναυλία των Eloy τα αυτιά μου και η ψυχή μου μαγεύονταν από τα κιθαριστικά αρπέζ του «Poseidon’s Creation», αποφάσισα και για το περιεχόμενο της 7ης δισκογραφικής δουλειάς: «Όπως οι Eloy ταξίδεψαν τα τραγούδια τους στους ωκεανούς, ψάχνοντας για χαμένες Ατλαντίδες, έτσι κι εγώ θα ταξιδέψω, ξανά, τα τραγούδια μου στο Αιγαίο, ιδίως στα μικρά νησάκια του, εκεί που το πλοίο της γραμμής πιάνει από ελάχιστα έως καθόλου, ψάχνοντας για να βρω πότε “τον εαυτό μου” (“Μόνος στην Κίμωλο”), πότε “τον Άγιο – Προστάτη ενός μικρού ξεχασμένου νησιού” (“Στον Άγιο Μύρωνα των Αντικυθήρων”), πότε το μυθικό στοιχειό “Γιούσουρι” κλπ. Άλλωστε, στην προηγούμενη δισκογραφική μου δουλειά “… και στο βάθος φώτα σε μώλο αττικό” τα περισσότερα τραγούδια είναι ως, επί το πλείστον, “αστικά”, καθόσον κινούνται στου Ζωγράφου (η γειτονιά μου), σε αθηναϊκές ντισκοτέκ και ροκ κλαμπς των 80ς, σε εξοχές λίγο παραέξω απ’ την Αθήνα κλπ. Καιρός είναι, λοιπόν, να στείλω τα τραγουδάκια μου ξανά να πλεύσουν στο Αιγαίο».

Περαιτέρω, για πρώτη φορά θα περιληφθούν σε δισκογραφική μου δουλειά επανεκτελέσεις τραγουδιών μου που προέρχονται από παλαιότερη δισκογραφική δουλειά! Πρόκειται για τα «Στο Κερατσίνι – στη Δραπετσώνα» και «Απομένεις μοναχή», τα οποία περιέχονται στην 1η δισκογραφική μου εργασία «Οι μικρές μας οι στιγμές» (1999). Όσον αφορά το «Στο Κερατσίνι – στη Δραπετσώνα», το έγραψα αρκετά χρόνια πριν, περί το 1995, και με το σπιτικό μου κασετόφωνο το ηχογραφούσα, μαζί με τα υπόλοιπα «πρωτόλεια» τραγούδια που έγραφα τότε, σε κασέτες (με το μπουζούκι και τη φωνή μου), τις οποίες μοίραζα σε φίλους μου περιμένοντας να ακούσω τις γνώμες τους. Από όλα τα τραγούδια των κασετών αυτό εισέπραττε τους περισσότερους επαίνους, οι οποίοι αυξήθηκαν όταν εντάχθηκε στην 1η δισκογραφική μου δουλειά. Έτσι, έφτασα σε σημείο να πιστεύω ότι αυτό το τραγούδι αξίζει «μια καλύτερη μεταχείριση» και γι’ αυτό αποφάσισα να το ηχογραφήσω ξανά, κάτω από καλύτερες συνθήκες, με καλύτερο ήχο κλπ.

Και, φυσικά, θεωρώ μεγάλη μου τιμή που δέχθηκε να το ερμηνεύσει, συμμετέχοντας φιλικά, ένας απ’ τους μεγαλύτερους τραγουδιστές που έβγαλε ο τόπος μας: Ο Γιάννης Κούτρας, ο οποίος, όπως ήταν αναμενόμενο, του έδωσε μια καταπληκτική ερμηνεία! Όταν γύρω στο 1982 (εποχή που, ως παιδάκι, ανακάλυπτα μουσικά ακούσματα) άκουγα μαγεμένος την κασέτα με τον «Σταυρό του Νότου», και με συνέπαιρνε όχι μόνο η ποίηση του Νίκου Καββαδία και η μουσική του Θάνου Μκρούτσικου, αλλά και η υπέροχη και στιβαρή αντρική φωνή που ταξίδευε την παιδική φαντασία μου πότε «πέρα απ’ τη γέφυρα του Αδάμ στη Νότια Κίνα», πότε «στο σκοτεινό λιμάνι του Γκαμπές» κλπ, ούτε που το φανταζόμουν ότι ... μετά από 32 χρόνια, αυτή η ανδρική φωνή θα τραγουδούσε κάτι δικό μου! Και, ναι, το ομολογώ: δεν μπορώ να κρύψω τη χαρά μου και τη συγκίνησή μου γι’ αυτήν την αναπάντεχη «φιλική συμμετοχή»! Κύριε Κούτρα, δεν έχω λόγια να σας ευχαριστήσω και να σας εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου! Με το να δεχθείτε να συμμετάσχετε σε μια ανεξάρτητη και εκτός κυκλώματος δισκογραφική δουλειά ενός άγνωστου τραγουδοποιού, φανερώνει ότι, εκτός από «πολύ σπουδαίος τραγουδιστής» είσαστε και «πολύ σπουδαίος άνθρωπος»!

Όσον αφορά στο «Απομένεις Μοναχή», το είχα γράψει, σε πρώτο στάδιο, και σε ακατέργαστη μορφή, γύρω στο 1991/1992, όταν ακόμη ήμουν φοιτητής, παρατηρώντας κάποιες συμφοιτήτριές μου και, ιδίως, κάποια κορίτσια από την επαρχία που, αφού μετά από μεγάλη προσπάθεια και διάβασμα πέρασαν στο Πανεπιστήμιο και ξεκίνησαν τη φοιτητική τους ζωή, δόθηκαν ολόψυχα στον έρωτα, κάνοντας αλλεπάλληλους ερωτικούς δεσμούς. Παρατηρούσα, όμως, ότι σε αρκετά από αυτά τα κορίτσια οι συνεχείς ερωτικοί δεσμοί και οι συνεχείς χωρισμοί δεν ταίριαζαν στο χαρακτήρα τους και ότι, εντέλει, ο τρόπος ζωής που επέτασσε η φοιτητική ζωή, το «ζήσε τα όλα τώρα», αντί να τους αφήνει τη «χαρά του έρωτα» τους άφηνε «πληγές» στην τρυφερή ψυχή τους. Με το «Απομένεις μοναχή», λοιπόν, θέλησα, πριν από πολλά χρόνια, να αγκαλιάσω, με όσο το δυνατόν περισσότερη αγάπη, αυτές τις, τότε, συμφοιτήτριές μου! Ενώ, όμως, οι ηχογραφήσεις του cd που κρατάτε στα χέρια σας είχαν ήδη προχωρήσει πολύ, έτυχε να ακούσω την, μόλις 18 – 19 ετών, Ηλιάνα Μπούτση να τραγουδάει ένα τραγούδι που έγραψαν συνομήλικοι φίλοι της, με τίτλο «Ένα μόνο καράβι» και ... μαγεύτηκα από τη φωνή της! Έτσι δεν το σκέφτηκα και πολύ : «Θα “ξεθάψω” το “Απομένεις μοναχή” [από την 1η δισκογραφική μου δουλειά] για να το τραγουδήσει στο καινούριο μου cd αυτό το πολύ νέο κορίτσι με τη “νεραϊδένια φωνή”, που είναι στην ίδια ηλικία, περίπου, με αυτήν που ήταν, κάποτε, τα κορίτσια για τα οποία είχα γράψει το τραγούδι! Θα είναι, πράγματι, πολύ όμορφο μια “σημερινή φοιτήτρια” να τραγουδήσει ένα τραγούδι που έγραψα κάποτε για τις “φοιτήτριες της δικής μου γενιάς”»! Και πράγματι, η επιλογή μου αυτή με δικαίωσε πλήρως! Ηλιάνα Μπούτση, σε ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συμμετοχή σου! Στο «Απομένεις Μοναχή» έδωσες όχι μόνο μιαν υπέροχη ερμηνεία, αλλά και τη φρεσκάδα της «νιότης» σου, κάνοντάς το να ξαναγίνει ... 18 – 19 ετών (όσο είναι η πολύ όμορφη ηλικία σου)! 

Περαιτέρω, δικαιούται πάρα πολλά «ευχαριστώ» ένα άλλο, πολύ ταλαντούχο νέο κορίτσι, η Καλλιόπη Ηλιοπούλου, που ερμήνευσε 5 τραγούδια σε αυτό το cd. Στην Καλλιόπη μού έκανε εντύπωση όχι μόνο η πολύ ωραία φωνή και η εν γένει μουσική αντίληψή της, αλλά και η πολύ καλή ψυχή της! Από την πρώτη στιγμή που της πρότεινα να συνεργασθούμε, αγκάλιασε τα τραγούδια που της ανέθεσα με αγάπη και ζεστασιά, πριν ακόμη τα ακούσει, και παρόλο που της προσφέρθηκαν κάτω από αντίξοες συνθήκες! Καλλιόπη, η συμβολή σου στο να πάρει «σάρκα και οστά» ετούτη η δισκογραφική δουλειά είναι κάτι παραπάνω από «πολύτιμη» και «ανεκτίμητη»! Εσύ η ίδια γνωρίζεις πολύ καλά πόσα πολλά σου οφείλει η ύπαρξη αυτής της δισκογραφικής δουλειάς, καθόσον, αν δεν είχες «βρεθεί στο δρόμο μου», να αγαπήσεις, με όλη σου την ψυχή και με κάθε ανιδιοτέλεια, το υλικό της «γι’ αυτό που είναι», ίσως να μην είχε πραγματοποιηθεί ποτέ!

Φυσικά, «πολύτιμη» και «ανεκτίμητη» υπήρξε και η συμβολή των υπόλοιπων συντελεστών αυτού του cd:
α/ Του τραγουδιστή Δημήτρη Φράγκου, αγαπημένου μου φίλου και συνεργάτη εδώ και πολλά χρόνια (σχεδόν 15!), που με μεγάλη του χαρά έδωσε το «παρών» του σε μια ακόμη δισκογραφική μου δουλειά, προσφέροντας την καθάρια και στιβαρή φωνή του σε 4 τραγούδια.
β/ Των δεξιοτεχνών μουσικών – πολύτιμοι και αγαπημένοι συνεργάτες και στις προηγούμενες δισκογραφικές δουλειές μου – που πέρασαν από το στούντιο, προσφέροντας στα τραγούδια τα υπέροχα παιξίματά τους. Και, φυσικά, είμαι πολύ χαρούμενος που, για πρώτη φορά, ηχογράφησα με τον πολύ σπουδαίο μουσικό και άνθρωπο Μάνο Αβαράκη (πραγματική ... «ιστορία του ελληνικού τραγουδιού»!), που εμπλούτισε αρκετά τραγούδια με τους «μαγικούς ήχους» απ’ τις φυσαρμόνικές του! Όπως, επίσης, είμαι πολύ χαρούμενος που συνεργάσθηκα και με τον «πολύπλευρο και δεξιοτέχνη μουσικό» Τάσο Ζαφειρίου, στον οποίο έδωσα το «Στο Κερατσίνι – στη Δραπετσώνα» για να το ενορχηστρώσει, αλλά και να παίξει κιθάρες, μπουζούκια κλπ, προκειμένου να το προετοιμάσει για να δεχθεί την ερμηνεία του Γιάννη Κούτρα! Τάσο, ένα μεγάλο «ευχαριστώ» από καρδιάς που «έχτισες» με τόσο όμορφο και «μερακλίδικο» τρόπο το τραγούδι μου!
γ/ Των ηχοληπτών του Studio Artracks Γιώργου Πρινιωτάκη και Αλέξιου Μπόλπαση, τους οποίους, μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας (στο Studio Artracks ηχογραφώ απ’ το 1999!) τους βλέπω ομοίως σαν «αγαπημένους φίλους και συνοδοιπόρους».
δ/ Του εξαιρετικού ανθρώπου και τραγουδιστή Τάκη Κωνσταντακόπουλου, που προσέφερε μια υπέροχη ερμηνεία στο «Πεύκο Καρπαθίτικο»! Ο Τάκης Κωνσταντακόπουλος εδώ και πολλά χρόνια υπηρετεί το ελληνικό τραγούδι, έχοντας γράψει τη «δική του ιστορία» ιδίως σε μικρές αθηναϊκές μουσικές σκηνές, όχι μόνο με την πολύ ωραία φωνή του, που χρόνο με το χρόνο γίνεται καλύτερη, αλλά και με το ξεχωριστό ήθος του! Οπότε, έχω κάθε λόγο να είμαι πολύ χαρούμενος που οι «καλλιτεχνικοί δρόμοι» μας συναντήθηκαν!
ε/ Του Ανδρέα Γεωργιάδη και των συνεργατών του στην Έλιξ, που επιμελήθηκαν το εξώφυλλο και το ένθετο της παρούσας δισκογραφικής δουλειάς και την κατασκευή του με καλαίσθητο οικολογικό χαρτί. Ανδρέα, είμαι πολύ χαρούμενος που μετά από 14 χρόνια οι δρόμοι μας συναντήθηκαν ξανά. Χίλια ευχαριστώ για το πολύ όμορφο εξώφυλλο και τα έργα σου, που μου προσέφερες για να κοσμήσουν το ένθετο. Στο ένθετο περιέχονται, εκτός από τα έργα του Ανδρέα Γεωργιάδη, και παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν στη νήσο Σίκινο το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Αυτές προέρχονται από το ημερολόγιο του Συνδέσμου Σικινητών έτους 1999.

Τέλος ... η τύχη αυτής της δισκογραφικής δουλειάς θα είναι η ίδια με τις προηγούμενες: Δεν θα κυκλοφορήσει στα δισκοπωλεία, αλλά θα τη διακινήσω εγώ ο ίδιος, προσφέροντάς την ως δώρο, συνήθως ανέλπιστο και αναπάντεχο, όχι μόνο σε συγγενείς και φίλους μου, αλλά, κυρίως, σε αγνώστους! 

Β. Κύκλος πρώτος: Δρομολόγιο άγονης γραμμής.

Όταν ήμουν μικρός [τέλη 70ς / αρχές 80ς] και περνούσα διακοπές τα καλοκαίρια στο νησάκι μου, η πιο αγαπημένη στιγμή ήταν όταν απ’ το παλιό μας ραδιόφωνο (το μόνο «μέσον» που είχαμε για να είμαστε τα καλοκαίρια «σε επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο») μια γυναικεία φωνή, νομίζω απ’ το Δεύτερο Πρόγραμμα, ανακοίνωνε «Δελτίο Ακτοπλοϊκών Συγκοινωνιών» και στη συνέχεια εκφωνούσε τις αναχωρήσεις πλοίων από τα λιμάνια Πειραιά, Ραφήνας και Λαυρίου. Κι εγώ, ως παιδάκι, άκουγα τα δρομολόγια των καραβιών και ... νόμιζα ότι ταξίδευα μαζί τους! Πιο πολύ, όμως, αγαπούσα την εκφώνηση των μακρινών και επίπονων δρομολογίων για τα νησιά της αγόνου γραμμής, τα οποία, συνήθως, εκτελούνταν από παλιά πλοία! Όπως, για παράδειγμα, το δρομολόγιο του «Μιαούλης», που συνδύαζε Δονούσα, Κουφονήσι, Σχοινούσα, Ηρακλειά, Νίσυρο, Τήλο και Καστελλόριζο! Ή του «Έλλη», που συνδύαζε Ανάφη, Σητεία, Κάσο, Κάρπαθο, Διαφάνι και Χάλκη! Έτσι, με τον πρώτο κύκλο τραγουδιών στέλνω τα τραγούδια μου σε ένα τέτοιο «ιδιόρρυθμο» δρομολόγιο άγονης γραμμής.

Αν, λοιπόν, εκείνη η αγαπημένη γυναικεία φωνή των παιδικών μου χρόνων εκφωνούσε από το ραδιόφωνο το δρομολόγιο των τραγουδιών μου, θα το έκανε, φαντάζομαι, ως εξής: «Το επιβατηγό / οχηματαγωγό “Του Αιγαίου η Μοναξιά” θα αναχωρήσει από το λιμάνι των Εξαρχείων για Κίμωλο – Αντικύθηρα – Διαφάνι – Χάλκη – Κίναρο – Κυρα Παναγιά – Άη Στράτη – Ουεσσάν»!

Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητες οι διευκρινίσεις για δύο τραγούδια μου. Καταρχήν για το «Γιούσουρι», το οποίο είναι επηρεασμένο από το ομώνυμο διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα, που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Τα λόγια της πλώρης» (για πολλούς αποτελεί αγαπημένο βιβλίο των παιδικών μας χρόνων). Στο διήγημα του Ανδ. Καρκαβίτσα, λοιπόν, ο γενναίος ναυτικός Γιάννος Γκάμαρος κατάφερε και ξερίζωσε απ’ το βυθό του Παγασητικού το μυθικό στοιχειό «γιούσουρι», που σκορπούσε τον τρόμο και το θάνατο στους ναυτικούς και στους ψαράδες, και στη συνέχεια το έδεσε με σχοινί πίσω απ’ την πρύμνη του καϊκιού του. Όμως, καθώς έμπαινε, θριαμβευτής, στο λιμάνι, διαπίστωσε ότι το γιούσουρι είχε κόψει το σχοινί και είχε επιστρέψει στους βυθούς του Αιγαίου. Στο δικό μου τραγούδι, μετά από πολλά χρόνια (πάνω από 100) ένας άλλος γενναίος ναυτικός ταξιδεύει με το καϊκι του σε όλο το Αιγαίο, ψάχνοντας στους βυθούς του για το γιούσουρι που κάποτε είχε δραπετεύσει απ’ το σχοινί του Γιάννου Γκάμαρου. Κι αφού αρμενίζει σε όλο το Αιγαίο, και γιούσουρι δεν βρίσκει πουθενά, καταλήγει στην Κίναρο (ανατολικά της Αμοργού), όπου έχουν απομείνει, ως μοναδικοί κάτοικοι του νησιού, ένας γέρος και μια γριά. Εκεί ο σοφός γέρος του λέει ότι «το γιούσουρι που ψάχνεις είναι η ίδια η θάλασσα»! 

Περαιτέρω, το τραγούδι μου «Ile d’ Ouessant» είναι γραμμένο για ένα βραχώδες νησάκι στη Βόρεια Γαλλία, το Ουεσσάν, κάπου τρεις ώρες με το καραβάκι από Βρέστη. Αυτό βρίσκεται καταμεσίς του Ατλαντικού Ωκεανού και το δέρνουν αλύπητα τα άγρια κύματά του. Τον Ιούλιο του 2006 πήγα ταξίδι σε αυτό το νησάκι και τις εικόνες που είδα εκεί (τους πετρόκτιστους φάρους – κοσμήματα της αρχιτεκτονικής που τους σκεπάζουν τα τεράστια κύματα, τον σταυρό με τον Χριστό στην άκρη του βράχου που θαρρείς ότι αγναντεύει τον φουρτουνιασμένο ωκεανό, την παλίρροια κλπ) σκέφτηκα να τις κάνω τραγούδι!

Γ. Κύκλος δεύτερος: Δυο ταινίες κι ένα σήριαλ

Το «Τραγούδι για road movie που έχει ήδη γυριστεί» είναι επηρεασμένο από την ταινία «Οι Ακακίες» του Αργεντίνου Πάμπλο Τζιορτζέλι, η οποία μού άρεσε πολύ! Το σενάριο της ταινίας (και, κατ’ επέκταση, και του τραγουδιού μου) είναι το πλέον απλό και λιτό: Ένας φορτηγατζής, που μεταφέρει με το παλιό του φορτηγό Scania κομμένους κορμούς δέντρων (ακακιών) από την Παραγουάη στο Μπουένος Άιρες, παίρνει μαζί του μια νεαρή μητέρα αγκαλιά με το μωράκι της, ένα κοριτσάκι έξι μηνών που λέγεται Αναχί! Η μητέρα και το μωράκι, που ανήκουν στη φυλή «Γκουαρανί», θέλουν να πάνε στο Μπουένος Άιρες για μια καλύτερη ζωή! Κι ενώ στην αρχή ο οδηγός φορτηγού παίρνει μαζί του τη μάνα και την κόρη δυσανασχετώντας, μετά το τέλος του ταξιδιού διαπιστώνει ότι θέλει να κάνει μαζί τους κι άλλα, πολλά ταξίδια!

Το «Νανούρισμα της Ρόζμαρι» είναι επηρεασμένο από την τελευταία, συγκλονιστική, σκηνή της ταινίας «Το μωρό της Ρόζμαρι»! Η μητρότητα δεν ήταν αυτό που ονειρευόταν η ενάρετη Ρόζμαρι! Κι όμως, κουνάει με τρυφερότητα την κούνια του μωρού, το σκεπάζει για να μην κρυώσει, το νανουρίζει κλπ. Κι ας ξέρει ότι το μωρό, που έφερε στον κόσμο, είναι προορισμένο για να «σπείρει το κακό»! Όμως, η μητρική αγάπη (η αγάπη της κάθε μάνας προς το παιδί της) είναι η δύναμη που θα νικήσει το κακό!

Τέλος, «Το τραγούδι της Σόνιας» είναι επηρεασμένο από ένα αγαπημένο σήριαλ των παιδικών μου χρόνων, λιγοστών επεισοδίων, που λεγόταν «Η απέναντι όχθη» και προβλήθηκε στην ΕΡΤ περί το 1983. Η σκηνή που μού έχει μείνει απ’ αυτό το σήριαλ είναι στιγμή που η Σόνια – την οποία υποδυόταν η Λίλα Καφαντάρη με τη σπάνια ομορφιά της – έχει ντυθεί με καφέ δερμάτινα και μπότες και ετοιμάζεται να ακολουθήσει έναν μηχανόβιο φίλο της στο μακρύ ταξίδι του με τη μοτοσικλέτα του! Η Σόνια στάθηκε για λίγο έξω απ’ την αυλή του σπιτιού της για να την καμαρώσει ο αγαπημένος της! Και δεν την θαύμασε μόνο αυτός ... τη θαύμασα κι εγώ ως μικρός τηλεθεατής! Στην επόμενη σκηνή του επεισοδίου, όμως, είδαμε ένα ζευγάρι μεγάλης ηλικίας να αγναντεύει από μακριά τη μοτοσικλέτα με τα δύο νέα παιδιά να πέφτει σε γκρεμό! Κι επειδή οι δύο αυτές σκηνές του σήριαλ με «σημάδεψαν», σκέφτηκα, μετά από πολλά χρόνια, να τις κάνω τραγούδι! 

Δ. Κύκλος τρίτος: Το πάρτι

Αυτός ο κύκλος τραγουδιών είναι επηρεασμένος από ένα πάρτι, που για πολλά χρόνια διεξαγόταν στο Παλαιό Φάληρο κάθε Πρωτοχρονιά. Επί σχεδόν δέκα χρόνια η έναρξη της καινούριας χρονιάς με έβρισκε εκεί, υπό τους ήχους δυνατής μουσικής και ανάμεσα σε στριμωγμένο κόσμο, με τον οποίο προσπαθούσα να συστηθώ και να ανταλλάξω κουβέντες φωνάζοντας δυνατά (μιας και η δυνατή μουσική έβαζε εμπόδια στην επικοινωνία). Η παρατήρηση του κόσμου σε αυτό το πάρτι με ενέπνευσε για τα τραγούδια «Μού χαρίζετε αυτό το χορό;» (παρόλο που στο εν λόγω πάρτι έλειπαν οι «αγκαλιαστοί χοροί») και «Οι άνθρωποι του πάρτι». Κι επειδή στο εν λόγω πάρτι τα τσιφτετέλια και τα ζεϊμπέκικα δεν έλειπαν, ο «κύκλος» συμπληρώθηκε με την προσθήκη ενός τσιφτετελιού («Σύρε να πεις» πάνω σε στίχους του Βλάμη που βρήκα στην «Ανθολογία της Ελληνικής Ποίησης», 8η έκδοση, εκδόσεις «Εστία», οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι στίχοι παλιού ρεμπέτικου!) και ενός οργανικού ζεϊμπέκικου – καμηλιέρικου. Ο «κύκλος» κλείνει με ένα οργανικό «σλόου», προκειμένου να αποδοθεί, έστω και λίγο, κάτι απ’ την ατμόσφαιρα «παλιού, ασπρόμαυρου πάρτι» όπου οι «αγκαλιαστοί χοροί» δεν έλειπαν ποτέ.

Αγαπημένοι μου ακροατές, ελπίζω να μη σας κούρασα! Ήρθε η ώρα να σας ευχηθώ – για ... 7η φορά! – «καλή σας ακρόαση»!

Κώστας Άγας

Πέμπτη 19 Μαρτίου 2015

Νότης Μαυρουδής: Η φωτογράφιση της ματαιοδοξίας





Η φωτογράφιση της ματαιοδοξίας

Δεν είχα καμία διάθεση να ασχοληθώ με τα ενδυματολογικά και τη στάση τού σώματος του υπουργού Οικονομικών, γιατί αυτά ανήκουν στη δική του αισθητική και στις προσωπικές επιλογές του, έστω και αν είναι τοποθετημένος σε μια θεσμική, δημόσια και υπεύθυνη θέση. Δεν με αφορά και πιστεύω πως δεν αφορά κανέναν άλλον, πέρα από τον ίδιο τον υπουργό. Στο σχόλιό μου αυτό αρνούμαι να ασχοληθώ με τέτοιες ενδυματολογικές προτιμήσεις, παρατηρώ όμως πως η συγκεκριμένη οικονομική διπλωματία δεν προχωρά, εκτός κι αν συμβαίνει κάτι που εμείς οι υπόλοιποι δεν γνωρίζουμε, όπως η εμφάνιση κάποιου άσσου από το μανίκι του υπουργού… Ίδωμεν.

Θέλω όμως να σταθώ σε ένα άλλο σημείο με το οποίο ασχολήθηκαν (και δικαίως) πολλά ΜΜΕ και έχει να κάνει με το τύπου άρλεκιν φωτογραφικό ρομάντζο τού υπουργού στο περιοδικό Paris Match, με θέμα τη συζυγική του ευτυχία. Εκεί, ο ξεχωριστός υπουργός μάς έδιωξε από τα ενδυματολογικά του και μάς έβαλε στα του οίκου του, προκαλώντας μας να… συμμετάσχουμε ως θεατές στο υλικό τής φωτογραφικής πραγματικότητάς του. Και έγινε το διεθνές φωτογραφικό ρεζιλίκι με εξαγωγή και επιλογή υπουργικής «ευτυχίας», μέσα από το σπίτι του, με την αφθονία, με τα πιάνα και τα γαλλικά του, με τις τρυφερές στάσεις τού ερωτευμένου ζευγαριού, με τις φιλοφρονήσεις εκείνης προς εκείνον, εκείνου προς εκείνην, με τις ιδιωτικές στιγμές να γίνονται δημόσιες και να προσφέρονται στον κίτρινο, και όχι μόνο, Τύπο! Να είναι διαφορετικό αυτό το μίγμα αστικού-αριστερού άρλεκιν από τα άλλα ή είναι της… Αριστεράς και της Προόδου; Να υποθέσουμε πως μια τέτοια φόρα παρτίδα έκθεση ευτυχίας ισοδυναμεί και με επίδειξη ισχύος-εξουσίας-παντοδυναμίας-δημοφιλίας-κυριαρχίας-σταριλίκι; Δεν νομίζω. Η συντηρητική (και όχι μόνο) Ευρώπη τον θεωρεί ιδιόμορφο και ξερόλα, ενώ οι έλληνες περιμένουν απ’ αυτόν να λύσει τον γόρδιο δεσμό. Η χώρα εξακολουθεί να ακροβατεί επικίνδυνα, να περπατάει στην κόψη του ξυραφιού, το χρήμα να γίνεται όλο και λιγότερο, τα χρέη να συσσωρεύονται, η ανεργία να έχει ξεπεράσει προ πολλού το κόκκινο, οι γερμανοί, ως αυθεντικά αφεντικά τής ευρωζώνης, να μη χάνουν ευκαιρία καθημερινά να μας στέλνουν σήματα επικίνδυνης πορείας και την ίδια στιγμή, ο καθ’ ύλην αρμόδιος να μας επισημαίνει τον έρωτά του και την ευτυχία του με την καλή του, εν μέσω συσκέψεων, ταξιδιών, συμβουλίων, διαβουλεύσεων, φόρουμ, συνεντεύξεων, και απαθανατίσεων… Θαυμάζει κανείς την οργάνωση του χρόνου και των πολυποίκιλων δράσεων του υπουργού, ώστε να προλαβαίνει τα πάντα… Ακόμα και ιλουστρασιόν φωτογραφήσεις ευτυχίας…

Το αποκορύφωμα είναι όμως η… μεταμέλεια! Κάτι ψέλλισε πως μετάνιωσε, πως δεν χρειαζόντουσαν αυτές οι φωτογραφίες. Ίσως γιατί θυμήθηκε πως η θεσμική τοποθέτησή του σε ένα κόμμα εξουσίας τής Αριστεράς, του αφαιρεί ποσοστά, όσο να ‘ναι, από το «προσωπικό του δικαίωμα» της φωτογράφησης, ακόμα και της ματαιοδοξίας. Δεν είμαι σίγουρος πως ο επί των οικονομικών υπουργός είναι πια ένας ευτυχισμένος άνθρωπος, όπως θα ήθελε να παρουσιάζεται. Απεναντίας, ένας άξιος άνθρωπος, γιατί όντως είναι χαρισματικός και ευφυής, στη λάθος στιγμή, στο λάθος τρένο, μπορεί να ανατρέψει ολόκληρο φορτίο σκέψεων και στόχων, προκαλώντας ναυάγιο, όχι ενός πλοίου, αλλά μιας ολόκληρης χώρας, μόνο και μόνο επειδή ο επικεφαλής Γιάνης θέλει να κρατάει τρία καρπούζια σε μια μασχάλη…

Νότης Μαυρουδής

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2015

Επανεκδόθηκαν οι δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Σωτήρη Κακίση







Ξανακυκλοφορούν από τις εκδόσεις Ερατώ οι δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Σωτήρη Κακίση «Τα Σύρματα» και η «Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου» σε διπλό βιβλίο και ενιαία στερεότυπη έκδοση, με νέα εξώφυλλα του Χρήστου Κεχαγιόγλου.



 Για «Τα Σύρματα» (Τραμ, 1978) έγραψαν τότε:

«…Ένα απ' τα καλύτερα βιβλία του 1978, ενός ποιητή που αν δεν πέσουν οι κεραυνοί του Δία πάνω του, ή δεν εγκλωβιστεί απ' τις στυγνές απαιτήσεις τού καθ' ημέρα βίου, θα έχει, χωρίς καμιά αμφιβολία, ένα ποιητικό μέλλον βέβαιο και ευρύ. Γιατί με την πρώτη του κιόλας συλλογή κατορθώνει αυτό το τόσο δυσκολοαπάντητο (και πάντα με την ωριμότητα κατακτημένο): να ενώσει όλο το ακαθόριστο, ασαφές και ευκίνητο της σύγχρονης ποίησης με ουσιαστικότητες στέρεες, σαν ακρογωνιαίους λίθους ή σαν μικρά θαύματα καθαρότητας και συναισθηματικής πληρότητας. Ο Σωτήρης Κακίσης δε θέλει απλώς να γράψει. Έχει να πει. Η διαφορά είναι μεγάλη»...

Τάσος Λειβαδίτης, Η Αυγή, 1979.


«…Ποιητικό άτομο, αλλά που μιλάει και για λογαριασμό κάποιων ανθρώπινων πραγματικοτήτων, έξω-ατομικών, είναι ο Σωτήρης Κακίσης, ο πιο προσωπικός, ίσως, και σαν ποιητική αίσθηση και σαν βάθος ευαισθησίας και σαν γραφή, από πολλούς άλλους. Τα ποιήματα του, ένα είδος μοντέρνων πεζοτράγουδων όπου δεν ακούμε τραγούδια αλλά την ψιθυριστή φωνή ενός αόρατου υποβολέα που παρατηρεί τον γύρω κόσμο και κάτι σημαντικό βλέπει κάθε τόσο, αφανέρωτο στο κοινό μάτι, είναι μια ανθοδέσμη στιγμών από ακαριαία σενάρια καθημερινής ζωής, γκρίζας, ταπεινής, μα πληγωμένης από οδύνη και μοναξιά. Ένας σύγχρονος «μινόρε», γνήσιος και πρωτότυπος, ο Σωτήρης Κακίσης. «Τα Σύρματά» του είναι ένα «άνοιγμα» και μια μεστή πραγματοποίηση»...

Ανδρέας Καραντώνης, Νέα Εστία, 1980.






Για τη «Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου» (Άκμων, 1981):

«…Ο Κακίσης συνεχίζει πλουτίζοντας με το δεύτερο βιβλίο του (μετά Τα Σύρματα) την ήδη καλά σχεδιασμένη πορεία του. Οι «ήχοι» που χρησιμοποιεί είναι πάντοτε πλάγιοι. Η προσπάθεια να κατακτήσει το «θέμα» του δεν είναι ποτέ καταμέτωπη, αλλά ψάχνει να βρει την αχίλλειο πτέρνα του, που είναι πάντα μισοκρυμμένη ή εντελώς κρυμμένη πίσω από μιαν αχλύ, μιαν ομίχλη. Οι σκηνές που διαδραματίζονται είναι σαν κοιταγμένες πίσω από ένα χιονισμένο τζάμι -αφήνοντας τη φαντασία να συμπληρώσει τις λεπτομέρειες.

Συχνά αυτή η «ποιητική» μοιάζει με το τεντωμένο σκοινί. Πρέπει συνεχώς ν' ακροβατείς πάνω του. Δίνοντας σου μια αίσθηση αγωνίας κι επικείμενης καταστροφής. Γενικά ο Κακίσης γράφει, κι αυτό είναι το σπουδαίο, σαν να μην ενδιαφέρεται για το αποτέλεσμα. Και δίνει το καλύτερο αποτέλεσμα»…

Τάσος Λειβαδίτης, Η Αυγή, 1981.


«…Αυτός που θα αποφάσιζε να διαλέξει ανάμεσα στις άφθονες περιπτώσεις της νέας ποίησης, την πιο παράξενη και ίσως την πιο εκκεντρική, δεν θα τα κατάφερνε τελικά να μη σταθεί μπροστά στα δύο βιβλία του Σωτήρη Κακίση -εφόσον ήταν αποφασισμένος να υποστεί τις συνέπειες της ειλικρίνειας. Αυτά τα βιβλία -« Τα Σύρματα» και η «Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου»- αξίζουν ίσως την προσοχή μας (που σίγουρα έχει ταλαιπωρηθεί από αρκετές ανεπιτυχείς προτιμήσεις) μόνο και μόνο για ό,τι τα χωρίζει απ’ τις ανάγκες του μέσου αναγνώστη και τη μονοτονία της επίσημης κριτικής. Αφού αυτά τα κείμενα καταφέρνουν να είναι πραγματικά μοντέρνα όχι με το να περιφρονούν τη σχολαστικότητα αλλά με κάτι ακόμα πιο εγωιστικό: δεν μας ζητάνε να είμαστε επιεικείς, αλλά έξυπνοι.


Η «Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου» είναι γι’ αυτό ένα βιβλίο που δεν άργησε να προκαλέσει μια σωρεία παρεξηγήσεων στον περιορισμένο κύκλο των ανθρώπων που ενδιαφέρονται ειλικρινά για την ποίηση. Θεωρήθηκε σνομπ, εκκεντρικό και ακατανόητο. Η ποίηση της «Συσκευής» δεν έμοιαζε να είναι παρά ένα υπερβολικό παράδειγμα πρόζας, που μόνο κατά τύχη μπορούσε να φανερώνει τ’ απομεινάρια κάποιων μελωδικών ψιθύρων. Στην πραγματικότητα αυτή είναι ακριβώς η τέχνη της «Συσκευής», που η γοητεία της μοιάζει να γεννιέται στο σκοτάδι, και η αξία της ν’ ακολουθεί μια ροή από λέξεις που έπαψαν να ’ναι φανταχτερές για χάρη μιας γεροντικής σοφίας ή μιας παιδικής αφέλειας. Η ποίηση εδώ θέλει να διατηρήσει όλες τις αρετές ενός αληθινού αριστοκράτη -παύει λοιπόν να επιδεικνύεται… Η σεμνότητα δεν είναι μια ηθική αρετή (όπως συμβαίνει με τη λεγόμενη «φτωχή» ποίηση), είναι μια αισθητική αντίληψη, ένα είδος ευαισθησίας. Τι πιο φυσικό λοιπόν, από ένα νεαρό λοιπόν που εκμεταλλεύεται το ότι δύο αιώνες στόμφου και έπαρσης και περιττής πολυτέλειας μας δίδαξαν να αντιπαθούμε την ποίηση σαν να ’τον καμιά επιδημία, για να εμπιστευτεί μια νέα μορφή κειμένου, φτωχή σε σκοπιμότητες, αλλά πλούσια σε αυθάδεια και χάρη. Ας εγκαταλείψουμε για λίγο την αλήθεια των λέξεων, ώστε ν’ ασχοληθούμε με την ομορφιά των ιδεών, μοιάζει να επαναλαμβάνει αυτή η τέχνη που δεν είναι τόσο απλοϊκή όσο φαίνεται. Στο βασίλειο της ευαισθησίας υπάρχει ακόμα χώρος για τους ευφυείς»…


Ευγένιος Αρανίτσης, Ελευθεροτυπία, 1982.

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2015

Νότης Μαυρουδής: Μαύρα κοράκια στο Πολυτεχνείο




Μαύρα κοράκια στο Πολυτεχνείο!

Εάν αυτό που βάψανε οι «ζωγράφοι» της νύχτας στο κτήριο του Πολυτεχνείου απεικονίζει κάτι, τότε εγώ είμαι ελέφαντας. Αυτό που βλέπω είναι μια κακόγουστη μαυρίλα και αν αυτό θέλουν να το συνδέσουν με τη μαυρίλα στην ελληνική εκπαίδευση ή με την πολύπλευρη κρίση που βιώνουμε, τότε αυτή η εύκολη ταύτιση ξεπερνά τα όρια του λαϊκισμού και της κομπογιαννίτικης «ιδεολογίας». Εδώ είμαστε λοιπόν. Ένα θέμα που πολλές φορές μας έχει απασχολήσει: η ευκολία, η άνεση, η ανεύθυνη συνήθεια, που μοιάζει με… «τρόπο ζωής», να μουτζουρώνουμε, να χρωματίζουμε, να γράφουμε οτιδήποτε, σε οποιαδήποτε πρόσοψη, σε κάθε επιφάνεια, σε κάθε στιγμή, να γεμίζουμε με ό,τι θέλουμε τους τοίχους, τα σήματα οδικής κυκλοφορίας, τα ιστορικά κτήρια, τα αγάλματα, τα αρχαία μνημεία, τους βράχους στις πλαγιές των βουνών… 

Να το εξετάσουμε σοβαρά: μήπως είναι η πλήρης ασέβεια προς οτιδήποτε αποτελεί τον δημόσιο χώρο, δηλαδή τον κοινό χώρο όλων μας, που έχει γίνει πλέον ανίατη αρρώστια, για τους νεοέλληνες της μεταπολίτευσης; Να παραδεχτούμε πως από τότε άρχισε να εξαπλώνεται το… χούι των γκράφιτι των απανταχού Ελλήνων; Οι οποίοι ένιωσαν φαίνεται πως η απελευθέρωση μετά την επτάχρονη Χούντα, απελευθέρωνε κάθε σκέψη και ενέργεια ατομική, εκδηλώνοντας έτσι με κάθε τρόπο ό,τι ο καθένας θεωρούσε πως έπρεπε να εκδηλώσει δημόσια, με κάθε τρόπο. Μήπως ένα σπρέι στην τσέπη, ένα κουτί μπογιά, είναι απαραίτητο για να φανερώσει κανείς την όποια σκέψη του, ώστε να καταλήξει να την δημοσιοποιήσει δίχως άδειες και έξοδα, σε τοίχους μάντρες και γενικώς επιφάνειες;

Όντως. Ο ιστός της πόλης γέμισε. Δεν υπάρχει επιφάνεια δίχως γκράφιτι από τον κάθε πικραμένο που δεν σέβεται την ανάγκη καθαριότητας του ιστού της πόλης. Και αυτοί οι ασεβείς είναι οι περισσότεροι, η πλειοψηφία, γι αυτό και οι πόλεις όλης της Ελλάδας είναι γεμάτοι με την ασχήμια και τη μιζέρια των γραμμένων συνθημάτων…

Μια συλλογική ασέβεια που διεκδικεί και βραβείο διεθνούς κύρους. Πήραν από το παρελθόν το «σύνθημα στον τοίχο», τότε που ήταν σε δίσεκτα χρόνια μέρος τού αγώνα και το χρησιμοποίησαν με τη χειρότερη μορφή του, επιβαρύνοντας τις πόλεις με άχρηστο γραμμένο υλικό. Και βέβαια δεν αναφέρομαι σε κάτι πανέμορφες τοιχογραφίες, που κόσμησαν άθλιες περιοχές της πόλης, χαρίζοντας έτσι κομμάτι ομορφιάς στο άσχημο και αντιαισθητικό τους περιβάλλον. Αναφέρομαι στο Πολυτεχνείο, στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη, που έγινε ξαφνικά, εν μία νυχτί, σύμβολο ασκήμιας, αντιαισθητική θέαση αλητείας και μιζέριας επίδοξων «ζωγράφων της πλάκας». Να πω πως, η έλλειψη μίνιμουμ εικαστικής αισθητικής, μαύρισε στην κυριολεξία τον τόπο, είναι περιττό.

Δεν μπορώ να ισχυριστώ πως τα γκράφιτι δεν είναι τέχνη a priori. Το να καλλωπίσεις έναν δημόσιο χώρο είναι τέχνη. Είναι όμως ανάληψη ευθύνης το να δώσεις νόημα, καλλιτεχνικό αποτέλεσμα και περιεχόμενο, ανάλογα με το σημείο, την πρόσοψη, το ύψος, το μήκος, ώστε να μην πνίξεις το τοπίο και τους περιπατητές. Γι αυτό και η άδεια από ειδικούς είναι απαραίτητη. Υπάρχουν περιπτώσεις που ο ίδιος ο δήμος προτείνει σε ειδικούς των γκράφιτι να ζωγραφίσουν μια επιφάνεια, με θέμα όχι άσχετο από τον τόπο και τη θέση τού κτηρίου. Τότε, το θέαμα μπορεί να είναι έως και έργο τέχνης, πέρα από ευχάριστο.

Το ολονύχτιο γκράφιτι στο κτήριο του Πολυτεχνείου μαύρισε την ψυχή, τη γειτονιά, την πόλη και τον συμβολισμό του. Ήταν μια κακόβουλη πράξη βανδαλισμού και απόλυτης ρύπανσης από εχθρούς τού αστικού ιστού. Ήταν μια «λεηλασία» δημόσιου χώρου, μια κατακτητική πράξη επί της πόλης, που ελπίζω να είναι και αιτία… πολέμου προς όλους εκείνους που υφαρπάζουν, με αυτό τον τρόπο, την κάθε επιφάνεια στη χώρα μας, που ασφυκτιά με αυτές τις ηλίθιες και άκρως αντιαισθητικές μεθοδεύσεις, χρησιμοποιώντας μάλιστα (στην περίπτωση του Πολυτεχνείου) το μαύρο χρώμα τού φασισμού…

Νότης Μαυρουδής
11/3/2015

Κυριακή 8 Μαρτίου 2015

Νύχτα ονειρομάνα



Αριστούργημα του Γιώργου Ζαμπέτα, πρώτες εκτελέσεις με τον Γιάννη Ντουνιά, εκτέλεση-δυναμίτης της Μαριάνθης Κεφάλα, και μια φράση-TNT ,"νύχτα ονειρομάνα", δημιούργημα του Ξενοφώντα Φιλέρη. 


Νύχτα ονειρομάνα
Στίχοι: Ξενοφώντας Φιλέρης
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας
Ερμηνεία: Μαριάνθη Κεφάλα
Δίσκος: Νύχτα ονειρομάνα (1986)

Νύχτα με το που έρχεσαι
σέρνεις μαζί σου πειρασμούς
σέρνεις μαζί σου πάθος
Νύχτα με το που χάνεσαι
γράφω στο δίπλα της καρδιάς
κι ένα καινούργιο λάθος

Κάθε που θά ’ρθει δειλινό
νιώθω στο αίμα ανατριχίλα
Μάης κι Απρίλης πονηρός
ταράζουν της καρδιάς τα φύλλα

Μα μόλις φύγεις και χαθείς
θέλω πολύ να ξαναρθείς
νύχτα ονειρομάνα
Στήνω καρτέρι πρωινό
για να φανεί το δειλινό,
ν’ ακούσω την καμπάνα

Κάθε που θά ’ρθει δειλινό
νιώθω στο αίμα ανατριχίλα
Μάης κι Απρίλης πονηρός
ταράζουν της καρδιάς τα φύλλα

Δευτέρα 2 Μαρτίου 2015

Αφιέρωμα στον Δημήτρη Χριστοδούλου


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Τo περιοδικό Μετρονόμος
παρουσιάζει μία μουσική παράσταση – αφιέρωμα στον ποιητή

ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

«Όσα τραγούδια σου ΄γραψα»

Πέμπτη 5 Μαρτίου στις 9:00 μ.μ
στον Ρυθμό Stage

Ερμηνεύουν:
Νίκος Ανδρουλάκης, Σοφία Παπαζογλου, Μπέττυ Χαρλαύτη

Παίζουν οι μουσικοί
Κώστας Παπακωστόπουλος: κιθάρα
Βασίλης Δρογκάρης: ακορντεόν
Βασίλης Κορακάκης: μπουζούκι
Νίκος Καρατζάς: κρουστά
Θανάσης Σοφράς: κοντραμπάσο

Ενορχήστρωση: Θανάσης Σοφράς
Επιμέλεια προγράμματος: Θανάσης Συλιβός

Είσοδος σε τραπέζι: 12€ με μπύρα ή κρασί
Ώρα έναρξης: 9:00 μ.μ.
Ρυθμός Stage (Λεωφόρος Μαρίνου Αντύπα 38, Ηλιούπολη, τηλ.: 21 0975 0060)

Με κάθε εισιτήριο δωρεάν το μυθιστόρημα του Δημήτρη Χριστοδούλου «Το Γούπατο» (εκδ. Μετρονόμος).

***

Ο Δημήτρης Χριστοδούλου (4 Απριλίου 1924 - 5 Μαρτίου 1991) γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και παρακολούθησε μαθήματα στο τμήμα οικονομικών επιστημών της Παντείου Σχολής. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ και το 1944 κρατήθηκε από τους άγγλους στο στρατόπεδο Ελ Ντάμπα στην Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της απριλιανής δικτατορίας έζησε αυτοεξόριστος στο Παρίσι. 

Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1952 με τη δημοσίευση του ποιήματος «Νυχτοφύλακες» στο περιοδικό Μακεδονικά Γράμματα και το 1954 κυκλοφόρησε η ομώνυμη πρώτη ποιητική συλλογή του. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία , το θέατρο και τη στιχουργική. Πολλά έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, ολλανδικά και σουηδικά.

«Αντιπροσωπευτικό ποιητή της γενιάς του» χαρακτηρίζει ο Τάσος Λειβαδίτης τον Δημήτρη Χριστοδούλου σε κριτική του για το βιβλίο «Οι προμάχοι» (Εφημ. Αυγή, 3.3.65). Σημειώνει πως μια σοβαρή αρετή των στίχων του είναι το «έντονα ρυθμικό στοιχείο, πολύ προσωπικό εξάλλου».

Αυτό που έκανε ευρύτερα γνωστό και αγαπητό τον Δημήτρη Χριστοδούλου είναι τα τραγούδια του. Τα ποιήματά του που έγιναν τραγούδια αρχής γενομένης το 1960 με τον Μίκη Θεοδωράκη. Στη συνέχεια στίχους του μελοποίησαν, ο Γιώργος Ζαμπέτας, ο Μάνος Λοΐζος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Νίκος Μαμαγκάκης, ο Χρήστος Λεοντής, ο Γιάννης Μαρκόπουλος, , ο Λίνος Κόκοτος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Ζορζ Μουστακί κ.ά.

Ο Κώστας Μυλωνάς στο βιβλίο του «Ιστορία του ελληνικού τραγουδιού» (εκδ. Κέδρος) μεταξύ άλλων γράφει: «Ποιητής της μεταπολεμικής γενιάς ο Δημήτρης Χριστοδούλου με ποιητικό και πεζογραφικό έργο πλούσιο και αξιόλογο, έγραψε έναν αρκετά σημαντικό αριθμό τραγουδιών που τα χαρακτηρίζει η ποιότητα και το στιχουργικό ήθος. Μολονότι ως ποιητής έχει προχωρημένη γλώσσα οι στίχοι που έγραψε για να γίνουν τραγούδια είναι εντελώς απλοί κι αυτό δείχνει τον άνθρωπο ο οποίος γνωρίζει τη φόρμα τραγούδι, η οποία πρέπει να εκπληρώνει τις αναγκαίες και κατάλληλες προϋποθέσεις για να λειτουργήσει σωστά και άμεσα».

Μερικοί τίτλοι απ΄ τα τραγούδια του: «Καημός», «Βράχο βράχο», «Παράπονο», «Γωνιά – γωνιά» «Βραδιάζει» (με τον Θεοδωράκη), «Δεν έχει δρόμο να διαβώ», «Με το βοριά» «Ξημερώματα», «Μεσάνυχτα που να σε βρω», (με τον Ζαμπέτα), «Ποιος δρόμος» με τον Μαρκόπουλο), «Ωραίος που είσαι αυγερινέ» (με τον Ξαρχάκο), «Μια καλημέρα», «Δώδεκα παιδιά» (Με τον Λοΐζο), «Γεννήθηκα σε μια στιγμή, «Να΄ταν η ζωή τραγούδι» (με τον Κόκοτο), «κράτα το φιλί» (με τον Πλέσσα), «Ο μέτοικος» (με τον Μουστακί).