Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2016

Οι σαμπάνιες έκαναν τοίχο

Ιούνιος του 2015, στην Ελλαδάρα μας. Κάνω εκκαθάριση του inbox μου, και είπα να μην σας στερήσω από μια τέτοια στιγμή εθνικής υπερηφάνειας που φώλιαζε μέσα του, βγαλμένη από άλλη μια όμορφη γωνιά της αθάνατης ελληνικής επαρχίας. Και όχι, μην χαίρεστε, οι Αθήνες δεν είναι καλύτερες - απλώς, πιο σοβαροφανείς.
ηρ.οικ.






Μοναδικές εικόνες συναντάμε κάθε φορά που ο Γιώργος Βελισσάρης εμφανίζεται σε πανήγυρη. Πλήθος κόσμου τον ακολουθεί και δείχνει την μεγάλη του αγάπη στο πρόσωπο του δημοτικού τραγουδιστή ποικιλοτρόπος.



Μπορεί κάποιοι να θέλουν να σχολιάσουν τις παρακάτω εικόνες θετικά και αρνητικά, μας ένα είναι σίγουρο πως αναφερόμαστε στην πραγματικότητα.

Οι εικόνες προέρχονται απο πρόσφατο πανηγύρι όπου κυριολεκτικά έχτισαν τοίχο με τις σαμπάνιες για τον Βελισσάρη, ενώ οι σερβιτόροι έτρεχαν να τις ανοίξουν, για να συνεχιστεί το μουσικό πρόγραμμα και απο τους άλλους παρευρισκόμενους τραγουδιστές.

My Fairuz, της Δανάης Παναγιωτοπούλου




Το τραγούδι “My Fairuz”, συμπεριλαμβάνεται στην τέταρτη προσωπική δισκογραφική δουλειά της Δανάης Παναγιωτοπούλου, με τίτλο“Αντίπυρα”, που κυκλοφορεί από τη Yafka Records.

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Σωτήρης Κακίσης: Πέντε πολύ, πάρα πολύ αγαπημένα μου τραγούδια


Σωτήρης Κακίσης

ΠΕΝΤΕ ΠΟΛΥ, ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΜΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ…







1.
Πρώτο απ’ όλα, με τη σειρά που η καρδιά μου τα τελευταία χρόνια το βάζει, το «Μην Απελπίζεσαι και δεν θ’ Αργήσει», το «Κάνε Λιγάκι Υπομονή» του Τσιτσάνη. Το τραγούδι που επί χρόνια πολλά μέσα μου στεκόταν όρθιο και με κράταγε, που με κρατάει πάντα, οι στίχοι του προπαντός, αλλά κι η μουσική του βέβαια, που μου στάθηκε, που μου παραστάθηκε στα δύσκολα, στα εύκολα –που συχνά είναι πιο δύσκολα από τα δύσκολα–, στη ζωή αυτή την παράξενη.

Εννοείται πως πιο πολύ μου αρέσει, με συγκινεί κι εμένα η τρομερή του εκτέλεση με τον Μπιθικώτση να το λέει, όπως είπε κι ο ίδιος πριν το πει άλλωστε, «σαν ύμνο», με την Καίτη Γκρέυ, με τον Σαββόπουλο και την Ελευθερία μαζί τους φωνές δεύτερες, αλλά τέλεια οι τέσσερίς τους εδώ συγκερασμένοι. Κι αυτή η εκτέλεση επί πλέον, για κάποιον λόγο ακόμα πιο βαθιά μου αισθηματικό, μου ξαναθυμίζει της Οπισθοδρομικής Κομπανίας τον τότε προς το μέλλον τρόπο, την ευθεία που τα παιδιά της Οπισθοδρομικής αρχές της Δεκαετίας του ’80 είχαν μυστικά βρει και βαδίσει, με χαρά και νιάτα ολόφρεσκα μπολιάζοντας τόσα προηγούμενα αριστουργήματα της μουσικής αυτής, τα κλασικά αλλά και σύγχρονα διαρκώς τραγούδια της.


1. Κάνε λιγάκι υπομονή –1948


(στίχοι και μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης)

Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσει,

κοντά σου θα ’ρθει μια χαραυγή,
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει.
Κάνε λιγάκι υπομονή.

Διώξε τα σύννεφα απ’ την καρδιά σου
και μες στο κλάμα μην ξαγρυπνάς.
Τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά σου,
θα ’ρθει μια μέρα, μην το ξεχνάς.

Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει
κι ο έρωτας σας θ’ αναστηθεί.
Καινούργια αγάπη θα ξαναρχίσει,
κάνε λιγάκι υπομονή.


Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Καίτη Γκρέυ, Διονύσης Σαββόπουλος, Ελευθερία Αρβανιτάκη:


***



2.
Το «Ήρθε Βοριάς, Ήρθε Νοτιάς» μετά, του Μάνου Χατζιδάκι. Το μεγάλο αυτό τραγούδι εν τη απλότητί του, με τη θεϊκή σχεδόν λιτότητά του, αλλά και με του Χατζιδάκι την υπερβατική σχεδόν πάντα έμπνευση και δημιουργία. Οπωσδήποτε κι αυτό (ίδε και σε άλλο κείμενό μου εδώ, στο «Μάνος Χατζιδάκις –20 χρόνια σαν σήμερα» για ’κείνο το ενώπιόν μας αστείο γεγονός) με τη φωνή του ίδιου τραγουδισμένο, οριστικά δοσμένο. Όπου, ούτε η αδυναμία του να προφέρει το ρω σημαίνει κάτι αρνητικό, αντιθέτως: σαν να πλουτίζει κι άλλο, για κάποιον άγνωστο λόγο το τραγούδι. Ούτε το γεγονός ότι ο Χατζιδάκις τραγουδιστής δεν ήταν έχει καμιά σημασία εδώ, αντιθέτως πάλι: οι αδυναμίες του δύναμη, δυνάμεις αγγέλων, πολλών μαζί…


2. Ήρθε βοριάς, ήρθε νοτιάς –1963


(στίχοι: Γιάγκος Αραβαντινός,
μουσική: Μάνος Χατζιδάκις) 

Αγάπη μου, σε γύρευα
σ’ αυγή και σε φεγγάρι,
και στα ψηλά τα σύννεφα
σε γύρευα τυφλός.

Μα ήρθε ο καιρός, ήρθε η βροχή
κι η δροσερή σου χάρη…
Αγάπη μου, σε γύρεψα
γιατί ήσουν ουρανός.

Κι αν ο Θεός που σ’ έπλασε
με μιαν ευχή μεγάλη
να ’χεις αστέρι στα μαλλιά
και μια χρυσή καρδιά–

Στ’ αλώνια ευθύς υψώθηκε
το χρυσαφένιο στάρι
κι η αγάπη μου μ’ αγάπησε
γιατί ήμουν ουρανός.

Αγάπη μου, πώς σ’ έχασα,
πώς η καρδιά μου εστάθη
και τα πουλιά σ’ αρπάξανε
μες στην πολύ βροχή;

Ήρθε νοτιάς, ήρθε βοριάς,
το κύμα να σε πάρει,
αγάπη μου, που μού ’φυγες
γιατί ήσουν ουρανός.



Μάνος Χατζιδάκις:



***




3.

Τρίτο μου, πολυαγαπημένο, ολόγλυκο, για μένα μαγευτικό κι εξαίσιο, το «Απ’ της Ζέας το Λιμάνι» του Γιάννη Παπαϊωάννου στους στίχους του Τσάντα, που η ψυχή μου εντός του πάντα απογειώνεται, πάντα θα γιορτάζει. Μέχρι σημείου να απαντήσω σ’ εκείνον τον δημοσιευμένο μας διάλογο για την Ποίηση με τον Γιαννάκη μου τον Βαρβέρη, τον αυστηρό και απόλυτο συνήθως, πως εμένα μόνο μια φράση από το τραγούδι αυτό μου φτάνει να πάρω μαζί μου, το «Χτες το βράδυ σε μια βάρκα μπήκαμε να πάμε τσάρκα. Απ’ της Ζέας το λιμάνι μέχρι το Πασαλιμάνι. Στο πανί στεκόσουν μόνη, εγώ κρατούσα το τιμόνι», μαζί με το « Όλ’ η ζωή μια λάμψη!», από το «Θάνατος και Ανάστασις του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου» του Ελύτη. Τίποτε άλλο, κανένα άλλο ποίημα, ή στίχο…


Με την Πόλυ Πάνου να το λέει κι αυτή υπέροχα μετά τον Παπαϊωάννου, σαν χάρακας κι εκείνη συναισθηματικός, η Πόλυ Πάνου που πρόλαβα και συνεντευξίασα για το «Δίφωνο» και τη συμπάθησα πολύ κι από κοντά, τη μεγάλη κι αυτήν της λαϊκής μας μουσικής Κυρία. Που τη βρήκε σ’ ένα δέντρο πάνω, μικρό κορίτσι στης Πάτρας τα Ψηλαλώνια, να τραγουδάει, να κελαηδάει μια φορά κι έναν καιρό ο Μπιθικώτσης, λέει.


3. Απ’ της Ζέας το λιμάνι –1946

(στίχοι: Χαράλαμπος Βασιλειάδης,
Μουσική: Γιάννης Παπαϊωάννου)


Χτες το βράδυ σε μια βάρκα
μπήκαμε να πάμε τσάρκα.
Απ’ της Ζέας το λιμάνι
μέχρι το Πασαλιμάνι.

Στο πανί στεκόσουν μόνη,
εγώ κρατούσα το τιμόνι.
Πρίμα φύσαγε τ’ αγέρι
στ’ ανοιχτά για να μας φέρει.

Ελαφρό ήτανε το κύμα
κι ο καιρός φυσούσε πρίμα.
Ώσπου ξαναήρθα πάλι

στου Περαία το λιμάνι…


Πόλυ Πάνου:


***


4.
«Ο γλάρος»: ο γλάρος του Χατζιδάκι με του Αλέκου Σακελλάριου τους ακριβέστατους ποιητικά στίχους, από την «Αλίκη στο Ναυτικό». Κάθε φορά που ξανα-απολαμβάνω το τραγούδι αυτό θυμάμαι, για κάποιο λόγο άγνωστό μου πάλι, και τη φράση που είχε πει ένας ντόπιος Αντιπαριώτης, παιδί τότε στα γυρίσματα της «Μανταλένας» στο νησί, στον Τζίμη Πανούση, εννοώντας τον Μάνο Χατζιδάκι: «Είχε έρθει κι ένας νεαρός …παχουλός τότε κι είχε κουβαλήσει κι ένα πιάνο εδώ, και κάτι μουσικές προσπαθούσε όλη μέρα να …σκαρώσει»!

Ο Φοίβος ο Δεληβοριάς, το παιδί αυτό το πολύ πια δικό μου, το λέει κατ’ εμέ ετούτο το τραγούδι όσο καλύτερα γίνεται, όσο πιο πολύ μπορεί να με συγκινήσει και να μ’ αρέσει. Κι εδώ δεν θέλω να πω και για τους επίσης τόσο κι ακόμα περισσότερο δικούς μου άλλους γλάρους, αυτούς του Πάνου Γαβαλά του «Ξεκινάμε, πάμε στ’ Ανοιχτά», πάλι με την Οπισθοδρομική Κομπανία σε καιρούς άλλους, και την Ελευθερία…


4. Ο γλάρος –1961

(στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος,
μουσική: Μάνος Χατζιδάκις)


Μια βάρκα ήταν μόνη της σε θάλασσα γαλάζια

κι ήτανε κι ένας γλάρος με ολόλευκα φτερά.
Κι όλο την κοντοζύγωνε για να της κάνει νάζια
και τις φτερούγες του έβρεχε στα γαλανά νερά.

Και ζήλεψα τη βάρκα τη μικρή τη χιονάτη,
που της φιλούσε ο γλάρος το κατάλευκο πανί.
Και νιώθω σαν βαρκούλα στα γαλάζια τα πλάτη
που όλο περιμένει κάποιο γλάρο να φανεί…

Ένα γεράνι κόκκινο λουλούδισε στη γλάστρα
κι ήρθε μια πεταλούδα που πετούσε σαν τρελή.
Και ποιος να ξέρει άραγε τι του ’πε η ξελογιάστρα
κι εκείνο εκοκκίνισε ακόμα πιο πολύ…

Και όλο συλλογιέμαι τα φτερά τ’ ανοιγμένα,
αλλά το τι να είπαν δεν το βρίσκω, ομολογώ.
Ποιος άραγε το ξέρει να το πει και σε μένα;
Ας τ’ άκουγα από σένα κι ας κοκκίνιζα κι εγώ!

Χθες το φεγγάρι ασήμωσε της λεύκας μας τα φύλλα,
που στέκονταν ακίνητη εκεί στην ερημιά.
Κι όταν ο μπάτης φύσηξε της ήρθε ανατριχίλα
κι αμέσως τρεμουλιάσανε τα φύλλα τα ασημιά.

Και όλο συλλογιέμαι, συλλογιέμαι πως κάτι,
πρέπει να είπε ο μπάτης μυστικό μες τα κλαδιά.
Ας τ’ άκουγα από σένα τα λογάκια του μπάτη,
κι ας ένιωθα να τρέμει σαν τα φύλλα η καρδιά!


Φοίβος Δεληβοριάς:




***


5.
«Ένα Σπίρτο στο Τραπέζι Πήρε Μόνο του Φωτιά», του Γκάτσου οι στίχοι οι ιδανικοί με του Χατζιδάκι πάλι την έντονη μαγεία. Και για το τραγούδι το άριστο αυτό πώς το λέγαμε στις παρέες μας κάποτε, κάτι έχω ξαναγράψει πρόσφατα (ίδε «Περαστικά, Λουκιανέ» στον Μετρονόμο και στα Μουσικά Προάστια). Αλλά με τον Μητσιά και τη Γαλάνη στον αιώνα τον άπαντα προβλέπω πως δεν θα το χορταίνω, πως πάντα θα θέλω να το ακούω, πως πάντα θα το αγαπώ εκ βάθους καρδίας.


5. Ένα σπίρτο στο τραπέζι –1976

(στίχοι: Νίκος Γκάτσος,
μουσική: Μάνος Χατζιδάκις)


Ένα σπίρτο στο τραπέζι
πήρε μόνο του φωτιά,

κι άρχισε η φωτιά να παίζει
στην τρελή σου τη ματιά.

Σπίθα πάνω, σπίθα κάτω,

ποιος να πάρει μυρουδιά,
κι όταν ήρθε το Σαββάτο
μου ’χες κάψει την καρδιά…

Ένα σπίρτο στο τραπέζι,
τα ’καν’ όλα ρημαδιό,
κι ένα γέλιο τρεμοπαίζει
στα χειλάκια σου τα δυο…

Σπίθα πάνω, σπίθα κάτω,
δεν αντέχω πια ντροπές,
με φιλιά σε καλοπιάνω,
με πληρώνεις μ’ αστραπές.

Πας για να βγάλεις το άχτι σου,
μα δε θα γίνω στάχτη σου.
Κι αν μ’ έκαψες, κι αν μ’ έκαψες
να μ’ αγαπάς δεν έπαψες.


Μανώλης Μητσιάς, Δήμητρα Γαλάνη:


***


Θα πείτε; Μα τόσα τραγούδια, κι αυτό, και τ’ άλλο, δεν τα θυμήθηκες, δεν τα θυμάσαι, Σωτήρη; Όλα τα θυμάμαι, και τα πιο κοντινά τους, και τα πιο ελαφρά, και τα πιο βαριά, κι όχι βέβαια μόνο τα δικά μας, τα ελληνικά. Αυτά όμως πιο πολύ θυμάμαι τώρα, σε δική μου, ιδιαίτερη κατάταξη, Χριστούγεννα που είναι, και τα κορίτσια κι οι έρωτές μου, και τα παλιά και τα καινούργια, γύρω μου συχνά σαν επίμονες οπτασίες ξανάρχονται. Και ξανασυναντώ σε κάθε τραγούδι καθεμιά τους και καθετί, στα λίγα τραγούδια εδώ, αλλά για μένα πολλά, πάρα πολλά, τα πολύ, πάρα πολύ αγαπημένα μου.

Κόσμους ολόκληρους δηλαδή, ζωή ως τώρα μεγάλη, πολύπλοκη, αλλά και ήρεμη ξαφνικά, σαν περίληψή της πλήρης, απλή.


ΠΗΓΗ:

Να μη θυμάσαι τους σταθμούς




Ένα καινούριο τραγούδι σε μουσική της Πηγής Λυκούδη και στίχους του Φίλιππου Γράψα που ερμηνεύει ο Νίκος Καρακαλπάκης.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Παρουσίαση του νέου τεύχους του Μετρονόμου


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


Παρουσίαση νέου τεύχους

Το περιοδικό Μετρονόμος σας προσκαλεί στην παρουσίαση

του νέου τεύχους – 50 χρόνια Μάνος Ελευθερίου

την Παρασκευή 4 Μαρτίου, στις 8.30 μ.μ.
στον Ιανό (Σταδίου 24)

Θα μιλήσουν
ο Γιώργος Ανδρέου (μουσικοσυνθέτης), ο Κώστας Φασουλάς (στιχουργός)
και ο Δημήτρης Μανιάτης (δημοσιογράφος - συγγραφέας)

Τραγούδια σε στίχους Μάνου Ελευθερίου θα ακουστούν από τους:
Αναστασία Έδεν, Ελισσάβετ Καρατζόλη, Ζαχαρία Καρούνη, Περικλή Κανάρη,
Ηρώ Σαΐα, Άρη Βλάχο, Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη, Σπύρο Παρασκευάκο
και Νεοκλή Νεοφυτίδη

Μαζί και ο Θέμης Ανδρεάδης με τη Σοφία Μιχαηλίδου

Όλα του κόσμου τα αντίο




ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 

Γιάννης Λεκόπουλος, «Όλα του κόσμου τα αντίο» 

[Ψηφιακό single, Νοέμβριος 2015] 

Ο Θεσσαλονικιός ερμηνευτής Γιάννης Λεκόπουλος μας παρουσιάζει το ψηφιακό sinlge «Όλα του κόσμου τα αντίο». Τη μουσική του τραγουδιού έγραψε ο Σταύρος Σταυρίδης ο οποίος κυκλοφόρησε, στις αρχές του έτους, τον πρώτο κύκλο τραγουδιών του με τίτλο «Τα Θεατρικά» (Μετρονόμος, 2015). Οι στίχοι ανήκουν στον Μάνο Ορφανουδάκη. 

Ο Γιάννης Λεκόπουλος πρωτοεμφανίστηκε στη δισκογραφία το 2007, στον δίσκο της Μάρθας Μεναχέμ «Μικρή Ελεγεία», ερμηνεύοντας, μεταξύ άλλων, το «Λιβελόγραμμα» του Κώστα Τριπολίτη. Έκτοτε έχει συνεργαστεί, είτε δισκογραφικά, είτε σε ζωντανές εμφανίσεις, με τους Μαρία Φαραντούρη, Λάκη Παππά, Γιώργο Ζωγράφο, Νότη Μαυρουδή, Πόπη Αστεριάδη, Γιώργο Σταυριανό, Bούλα Σαββίδη, Βασίλη Λέκκα, Χρήστο Θηβαίο, Λιζέτα Καλημέρη, Δώρο Δημοσθένους, Χρυσόστομο Σταμούλη, Μιχάλη Ανδρονίκου, Καλλιόπη Βέττα, Νίκο Πιτλόγλου, Σοφία Εμφιετζή, Μανώλη Χατζημανώλη, Νίκο Αϊβαλή, Γιώργο Καγιαλίκο ,Soul Destiny κ.α.

Τα λόγια του τραγουδιού συμπεριλαμβάνονται στην πρώτη συλλογή του Μάνου Ορφανουδάκη με τίτλο «Στίχοι πριν την άνοιξη» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μετρονόμος.

Ενορχήστρωση: Σταύρος Σταυρίδης & Γιώργος Κοκκινάκης
Ηχοληψία, μίξη, mastering: Δημήτρης Κωνσταντίνου 
Πιάνο: Γιώργος Κοκκινάκης
Tσέλο: Στέλλα Τέμπερλη
Φωτογραφία: Μάνος Ορφανουδάκης
Φωτογραφία Γιάννη Λεκόπουλου : Σοφία Καμπλιώνη

♪ Wav link:

♪ Mp3 link: 

15 χρόνια "Βραχνός Προφήτης"







15 χρόνια Βραχνός Προφήτης

του Μιχάλη Τσαντίλα



Με αφορμή τη συμπλήρωση 15 χρόνων από την κυκλοφορία του, αλλά και την έκδοση μιας νέας, remastered βερσιόν του, κάνουμε ένα οδοιπορικό στη γέννηση του Βραχνού Προφήτη. Αξιοποιώντας μαρτυρίες συμμετεχόντων μουσικών και ρίχνοντας μια νέα ματιά στη σημασία του, μέσα από τις γνώμες ανθρώπων της δισκοκριτικής...

Στο μεταίχμιο δύο αιώνων και δύο κόσμων

Στα τέλη του 20ού αιώνα, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου βρισκόταν σε σταυροδρόμι. Πίσω του είχε έναν δίσκο (Λάφυρα, 1998) στον οποίον είχε επιχειρήσει μια ηχητική ανανέωση, συνεργαζόμενος με το συγκρότημα Ashkhabad από το Τουρκμενιστάν. Η σύμπραξη ήταν επιτυχημένη, αλλά το γενικό κλίμα των προηγούμενων δίσκων του δεν ανατρεπόταν. Κάπου εκεί ήταν όμως που του χτύπησε την πόρτα μια ομάδα αρκετά διαφορετικών τραγουδιών.

«Απ' ό,τι θυμάμαι, ήταν κομμάτια που είχαν ξεπηδήσει, πάνω-κάτω, την ίδια εποχή, από το 1998 μέχρι το 2000», μου λέει ο Παπακωνσταντίνου, από το σπίτι του στο Μεταξοχώρι Αγιάς. «Για τα Λάφυρα είχα επιλέξει κομμάτια από διάφορες περιόδους, τα οποία πίστευα ότι ήταν πιο κοντά στην αισθητική των Ashkhabad, αλλά και πιο κατάλληλα για τη φωνή και το ταμπεραμέντο της Μελίνας (Κανά). Στον Βραχνό Προφήτη ήταν πιο συμπαγές και πιο προσωπικό το υλικό».

Η συνέχεια:

Συνέντευξη με τον Άθω Δανέλλη





Άθως Δανέλλης: Ο ρόλος ως φιγούρα

Ένας από τους σημαντικότερους τεχνίτες του Θεάτρου Σκιών, συνεχίζει την παράδοση του Καραγκιόζη και δε σταματά να μελετά και να εξελίσσει την τέχνη του. Ο Άθως Δανέλλης στήνει τον μπερντέ του τις νύχτες σε θέατρα, κινηματογράφους, καφενεία, και ρεμπετάδικα, όπως παλιά. Από τους ελάχιστους καραγκιοζοπαίχτες που εξακολουθεί να κάνει παραστάσεις για ενήλικο κοινό με σπάνια έργα από το πλούσιο ρεπερτόριο του ελληνικού Θεάτρου Σκιών, απλώνει τις φιγούρες του και μάς ξεναγεί στον ανατρεπτικό κόσμο του δικού μας καμπούρη.


τη συνέντευξη έλαβε ο Μάκης Γκαρτζόπουλος


  
Ποια είναι η πρώτη σας εικόνα από παράσταση θεάτρου σκιών;
Η πρώτη μνήμη που έχω είναι από το 1971, στη Χερσόνησο της Κρήτης που τότε ήταν ένα μικρό χωριουδάκι, όταν στο καφενείο του Τραπιέρη είδα παράσταση θεάτρου σκιών με τους αδερφούς Σπανακάκη. Αυτοί ήταν μουσικοί που έπαιζαν στην ορχήστρα του καραγκιοζοπαίχτη της Κρήτης, του Παπανικολάου. Έπαιζαν όμως και οι ίδιοι Καραγκιόζη. Ήμουν τεσσάρων ετών, κι όμως αυτή την παράσταση τη θυμάμαι κινηματογραφικά. Αργότερα είδα πολλούς: τον Μιχόπουλο, τον Ευγένιο Σπαθάρη, τον Χαρίδημο, τον Μάνθο Αθηναίο που έμελε να γίνει και μάστοράς μου.

Σε ποια ηλικία μπήκατε πίσω απ’ τον μπερντέ;
Πρωτομπήκα στον μπερντέ του Μιχόπουλου σε ηλικία 6-7 ετών. Είχα ήδη το «μικρόβιο». Αργότερα μπήκα στον μπερντέ του Μάνθου όπου και μαθήτευσα. Ο Μάνθος είχε τότε μόνιμη σκηνή στο Άλσος Παγκρατίου, αργότερα πήγε στον κινηματογράφο Ριάλτο στην Κυψέλη και τέλος στο δικό του θέατρο στο Μπραχάμι που το κράτησε μέχρι τα τελευταία του. Όλο αυτό το διάστημα ήμουν δίπλα του, ενώ παράλληλα είχα την τύχη να βρίσκομαι κοντά στον Ευγένιο Σπαθάρη, τον Γιώργο Χαρίδημο, τον Γιάνναρο, τον Βάγγο και άλλους δασκάλους, όπου έμαθα πολλά.

Από ποιόν έχετε δεχτεί την μεγαλύτερη επιρροή;
Το χαρμάνι μου στον Καραγκιόζη είναι ο Μάνθος Αθηναίος, ο Ευγένιος Σπαθάρης και ο Γιάνναρος. Από εκείνους προέρχονται τα κύρια συστατικά του παιξίματός μου. Από κει και πέρα, απ’ όλους τους άλλους πήρα πολλά και σπουδαία μαθήματα. Αλλά και σήμερα εξακολουθώ να παίρνω, ακόμα και απ’ τους νεότερους. Ο Καραγκιόζης, ξέρεις, έχει να κάνει πολύ και με την επικοινωνία μεταξύ των τεχνιτών της συντεχνίας. Παλιότερα, αν και το επάγγελμα ήταν πάρα πολύ ανταγωνιστικό, οι τεχνίτες ήταν δεμένοι μεταξύ τους.

Έχετε κάποιο σωματείο οι καραγκιοζοπαίχτες;
Βεβαίως. Λειτουργεί από το 1925 έχοντας φυσικά υποστεί ορισμένες μεταβολές. Η σημαντικότερη είναι ότι σήμερα είναι πολιτιστικός φορές και όχι συνδικαλιστικό σωματείο. Παλαιότερα αριθμούσε περισσότερα από 500 μέλη. Μεσολάβησε όμως ένα μεγάλο κενό που κράτησε ως περίπου την εποχή που βγήκα κι εγώ, όπου είχαμε απ’ τη μια τους παλιούς δασκάλους που είχαν αρχίσει να αποσύρονται και απ΄ την άλλη τους πολύ νέους. Η τέχνη μας είδε δύσκολες ημέρες, η συντεχνία συρρικνώθηκε. Ο πρώτος από τους νεότερους τότε ήταν ο Γιάννης Νταγιάκος, ένας πολύ δυνατός τεχνίτης και ζωγράφος και πολύ καλός φίλος. Μετά το Γιάννη βγήκα εγώ και ορισμένοι άλλοι κι άρχισε να καλύπτεται το κενό.

Υπάρχει σήμερα νέα φουρνιά καραγκιοζοπαιχτών;
Έχουμε αρκετούς πιτσιρικάδες και μάλιστα πολύ αξιόλογους. Σε ορισμένες δε περιπτώσεις, μιλάμε για καταπληκτικούς καραγκιοζοπαίχτες, τεχνίτες δυνατούς. Γιατί, κακά τα ψέματα, οι καραγκιοζοπαίχτες που μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της τέχνης αυτής, είναι λίγοι. Οι υπόλοιποι - είτε είναι νέοι είτε μπαίνουν σε μεγαλύτερη ηλικία στο επάγγελμα - θα πρέπει να καλύψουν τα κενά τους. Ψάχνονται, όμως. Δεν είναι εύκολο. Πρέπει να μάθουν τη γλώσσα του Καραγκιόζη, θέλει μελέτη τώρα. Το μεγαλύτερο πρόβλημα σήμερα είναι ότι υπάρχουν ελάχιστες μόνιμες σκηνές, λίγα μόνιμα θέατρα, άρα δεν είναι εύκολο να βγουν ολοκληρωμένοι καραγκιοζοπαίχτες. Είναι βιωματική τέχνη το θέατρο σκιών και μέσα στη μόνιμη σκηνή γίνεται σωστή μαθητεία. Τα νεότερα παιδιά ψάχνουν τους επαγγελματίες όπου παίζουν και προσπαθούν να συμπληρώσουν τις γνώσεις τους.

Πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του βοηθού στην επιτυχία μίας παράστασης;
Θα σου απαντήσω με αυτό που έλεγε ο Βάγγος: «ένας μέτριος καραγκιοζοπαίχτης με ένα καλό βοηθό, μπορεί να κάνει μια καλή παράσταση. Ένας καλός καραγκιοζοπαίχτης με ένα κακό βοηθό έχει κίνδυνο να κάνει μια κακή παράσταση». Οι δυο τους είναι σαν μία ορχήστρα. Έχεις ένα σολιστικό όργανο, αλλά πρέπει να έχεις και τη σωστή βάση. Οι οργανοπαίχτες που συνοδεύουν πρέπει να είναι άξιοι του σολίστα. Έτσι λειτουργεί και μία παράσταση Καραγκιόζη. Χρειάζεται γνώση και ετοιμότητα, πειθαρχία, ρυθμό. Ο ρόλος του βοηθού είναι πάρα πολύ σημαντικός σε κάθε στιγμή της παράστασης.

Ο ηθοποιός έχει οπτική επαφή με τους θεατές και μπορεί να αντιληφθεί αμέσως τις αντιδράσεις τους. Πίσω από τον μπερντέ, πως επικοινωνείτε με το κοινό;
Αναπτύσσεις ένα είδος ραντάρ. Ξέρεις και καταλαβαίνεις τι γίνεται στην πλατεία από την ανάσα τού κόσμου ή από τη σιωπή. Η μεγαλύτερη ένδειξη βεβαίως είναι το γέλιο του κοινού, μαθαίνεις όμως να αφουγκράζεσαι και τη σιωπή του και να την αποκρυπτογραφείς. Είναι σιωπή αδιαφορίας ή προσήλωσης; Μαθαίνεις να ζυγίζεις τον κόσμο, όπως έλεγε παλιά και ο Μόλλας: «θα πετάξεις τρία καλαμπούρια. Ένα χοντροκομμένο, ένα μέτριο κι ένα πιο ραφινάτο, για να δεις που είναι ο κόσμος». Ειδικά όταν αλλάζεις περιοχές και μετακινείσαι στην επαρχία, δεν ξέρεις τι κοινό θα συναντήσεις. Ένα είδος δύσκολου κοινού είναι αυτό που δεν έχει ξαναδεί Καραγκιόζη. Υπάρχουν περιοχές όπου ο Καραγκιόζης είναι λιγότερο δημοφιλής. Εκεί λοιπόν, είναι το κοινό που πρέπει να το κερδίσεις απ’ την αρχή.

Το επαγγελματικό σας ξεκίνημα με τι είδους ρεπερτόριο έγινε;
Όταν ξεκίνησα επαγγελματικά, άρχισα να παίζω βράδυ και όχι στα σχολεία. Ήταν μία δική μου τρέλα και δε σκέφτηκα καθόλου το μεροκάματο. Το μυαλό μου πήγαινε μονάχα στο πως θα κάνω αυτό που πίστευα. Άρχισα να παίζω βράδια σε διάφορους χώρους κυνηγώντας κυρίως εκείνους που δεν είχαν δει Καραγκιόζη: τη νεολαία. Έχω κάνει πολύ αγώνα για να εκπαιδεύσω κοινό απ’ την αρχή. Ξεκίνησα με κωμωδίες από το κλασσικό ρεπερτόριο του Καραγκιόζη και σταδιακά έβαζα πιο δύσκολα έργα, μέχρι που ο θεατής να φτάσει να αποκτήσει και κριτήριο, να σχολιάζει τα πρόσωπα της παράστασης ως υπαρκτά πρόσωπα και όχι ως φιγούρες. Σταδιακά, το κοινό που εκπαιδεύεται δεν αντιμετωπίζει πλέον τον Καραγκίοζη ως κάτι χαριτωμένο και γραφικό. Γίνεται απαιτητικό, σε κριτικάρει, σε επιπλήττει όταν επαναλαμβάνεσαι. Όλο αυτό κορυφώθηκε στο Θέατρο Σκιών που είχε δημιουργήσει ο Κυριάκος Δεσύλλας στου Γκύζη και από κει, ως το 2007 στον Κρατήρα, με την Μάρθα Φριντζήλα και μια ομάδα εξαίρετων καλλιτεχνών όπου κάναμε πολύ ωραία πράγματα. Μετά άρχισε η περιπλάνηση. Βρήκα στέγη σε καφενεία, που ήταν ανέκαθεν ο φυσικός χώρος του Καραγκιόζη. Σε καφενεία που έχουν πάρει νέα παιδιά και τα έχουν μετατρέψει σε σύγχρονους χώρους συνεύρεσης. Από το 2012 έχω στέγη στο καφέ των εκδόσεων Γαβριηλίδη στο Μοναστηράκι όπου κάνω παραστάσεις μία με δύο φορές το μήνα, είτε με ζωντανή ορχήστρα είτε χωρίς. Και, κυρίως τα καλοκαίρια, περιοδείες στην επαρχία.

Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια, εκτός από τη Μάρθα Φριντζήλα, είχατε και ορισμένες ακόμα σημαντικές συνεργασίες: Νίκος Μαμαγκάκης, Διονύσης Σαββόπουλος, Χαϊνηδες.
Ο ίδιος ο Καραγκιόζης με έφερε κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους. Ειδικά ο Μαμαγκάκης, τον ήξερε πολύ καλά τον Καραγκιόζη, αφού και ο ίδιος ως έφηβος έπαιζε και ψυχαγωγούσε στις κατασκηνώσεις. Είχα την τύχη, τους παιδικούς μου ήρωες να τους γνωρίσω και να συνεργαστώ μαζί τους και ξέρεις, αυτό είναι κάτι που δε το χορταίνεις. Όπως και με τους παλιούς μαστόρους που γνώρισα. Ήταν μεγάλη τιμή να είμαι ο επόμενος μετά τον Σπαθάρη που συνεργάστηκε με τον Σαββόπουλο. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι ήξεραν ακριβώς τι ήθελαν. Όταν ο Σαββόπουλος μάς έβαλε στο Μικρό Παλλάς να παίξουμε σε μία ημιπεριστρεφόμενη σκηνή, όπου φαινόμασταν κι εμείς πίσω απ’ τον μπερντέ, με είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Ήξερε όμως πολύ καλά τι έκανε. Το ίδιο κι ο Αποστολάκης. Μπορεί αυτός ο δίσκος που κάναμε με τους Χαϊνηδες να χαρακτηριστεί ιδιαίτερος και τολμηρός, όμως γνώριζε καλά πως θα περάσει στον κόσμο.
Μια ακόμη πολύ σημαντική συνεργασία είναι αυτή με τον σπουδαίο άνθρωπο και θεατρολόγο Ιωσήφ Βιβιλάκη. Με πρωτοβουλία του, εντάχθηκε επίσημα από την περσινή χρονιά στο πρόγραμμα του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου, για πρώτη φορά το μάθημα του Θεάτρου Σκιών, και έχω την τιμή να διδάσκω μαζί του. Από φέτος μάλιστα, το μάθημα γίνεται υποχρεωτικό. Φαντάσου, δεν υπήρχε στη θεατρολογία μάθημα για το Θέατρο Σκιών· ένα τεράστιο κενό. Σα να μη διδάσκεται Κρητικό θέατρο, Ιταλική κωμωδία ή Γαλλικό βουλεβάρτο. Εκεί βέβαια με περίμενε μια ακόμη μεγάλη έκπληξη: οι αντιδράσεις των φοιτητών είναι απίθανες, το ενδιαφέρον, η προσοχή, ο σεβασμός και η αγάπη με την οποία πλησιάζουν τον Καραγκιόζη με κρατά σε διαρκή συγκίνηση.

Γράφονται σήμερα καινούργια έργα Καραγκιόζη;
Ένα έργο βασισμένο σε ένα εντελώς καινούργιο θέμα μπορεί να γραφτεί, αλλά δε θα κρατήσει. Ο Καραγκιόζης έχει πολύ σφιχτή δομή στα έργα του και οι τρόποι είναι πολύ αυστηροί και απαιτητικοί. Φτιάχνοντας ένα έργο πρέπει να του δώσεις και διαχρονικότητα, να πατήσεις στις συνταγές τις παλιές με σύγχρονους τρόπους. Αν γραφτεί για παράδειγμα ένα έργο «ο Καραγκιόζης και η κρίση», μετά από μερικά χρόνια ενδεχομένως και να είναι ξεπερασμένο. Ωστόσο, γράφονται καινούργια έργα τα οποία δε θα καταλάβεις ότι είναι καινούργια. Υπάρχει άλλωστε πάρα πολύ μεγάλος αριθμός έργων στο κλασσικό ρεπερτόριο.

Τολμά ο σύγχρονος καραγκιοζοπαίχτης να καθιερώσει μία καινούργια φιγούρα;
Δύσκολα. Ό,τι δεν αφομοιωθεί σωστά μέσα στο θέατρο του Καραγκιόζη, αυτομάτως αποβάλλεται. Το να καθιερώσεις έναν καινούργιο χαρακτήρα είναι εξαιρετικά δύσκολο. Φαντάσου πόσους χαρακτήρες δημιούργησαν ο μεγάλοι μάστορες της τέχνης μας, και παρ’ όλ’ αυτά δεν καθιερώθηκαν. Σήμερα δε θυμάται κανείς τον Πίπη τον Κερκυραίο, τον Γεράσιμο τον Κεφαλλονίτη, λίγοι θυμούνται τον Σαναλέμε, ίσως λίγοι περισσότεροι θυμούνται τον Νώντα που εμφανιζόταν πάντα με τον Σταύρακα. Χαθήκαν αυτοί οι χαρακτήρες. Ίσως γιατί δεν είχαν και το ανάλογο αντίκρισμα στην κοινωνία. Ο Μπέμπης που είχε βγάλει ο Χαρίδημος εκείνο τον καιρό είχε μεγάλη επιτυχία. Ωστόσο, δεν κράτησε. Καλά καλά, είδε κι έπαθε να επιβιώσει ο Πεπόνιας του Μόλλα. Όταν λοιπόν βλέπεις φιγούρες που δημιούργησαν αυτοί οι μεγάλοι δάσκαλοι στην ακμή του θεάτρου σκιών να χάνονται απ’ το πανί, καταλαβαίνεις πόσο δύσκολο είναι σήμερα να καθιερωθεί ένας καινούργιος χαρακτήρας και να αντέξει στο χρόνο.

Τα σκηνικά και τις φιγούρες τις φτιάχνετε εσείς;
Ναι. Παίζω όμως και με άλλες φιγούρες που δεν είναι δικές μου και έχουν κατασκευαστεί από νεότερους συναδέλφους. Αλλάζουμε μεταξύ μας φιγούρες και σκηνικά. Πάντα εφαρμοζόταν αυτή η πρακτική. Αν και παλιότερα υπήρχε μεγάλη κρυψίνοια και επιφυλακτικότητα, κρύβανε τις φιγούρες, ακόμα και τα έργα. Απαγόρευαν την είσοδο στις παραστάσεις σε βοηθούς άλλων καραγκιοζοπαιχτών για να μην ξεσηκώσουν το έργο. Σήμερα δεν υπάρχουν αυτά.

Όπως ένα μέτριο ή κακό κείμενο μπορεί να το απορρίψει το κοινό, έτσι και με τον κακό καραγκιοζοπαίχτη;
Βέβαια! Σήμερα όχι και τόσο εύκολα, αλλά παλιότερα που υπήρχε δυνατό Σωματείο και έλεγχε την κατάσταση, σε πέταγε έξω απ’ το επάγγελμα πριν καλά καλά μπεις. Αλλά κυρίως το ίδιο το κοινό, το οποίο σταμάταγε την παράσταση. Πέταγαν καρέκλες, έβαζαν φωτιά, πετάγανε γάτες πίσω απ’ τον μπερντέ, έχουν συμβεί πολλά! Αν στο θέατρο γιουχάρανε και πετάγαν μαξιλάρια, στον μπερντέ δε μπορούσες να σταθείς.

Είναι πολιτικό το θέατρο του Καραγκιόζη;
Απολύτως. Είναι πολιτικό και κοινωνικό θέατρο. Γι’ αυτό άλλωστε έπαθε κι αυτό που έπαθε, καταποντίστηκε, καταδικάστηκε σε γραφικότητα, που είναι ο πλέον ασφαλής τρόπος για να κλείσεις του άλλου το στόμα. «Έλα μωρέ, για τα παιδιά είναι», αυτό το ακούμε διαρκώς. Ο Καραγκιόζης είναι ένα θέατρο με τρομερή δύναμη, γι’ αυτό άλλωστε ως χαρακτήρας ήταν πάντα αντιπαθής στην εξουσία. Τον ακούει και τον εμπιστεύεται ο κόσμος τον Καραγκιόζη, κι αυτό είναι κάτι που τρομάζει την εξουσία και τον καθιστά επικίνδυνο. Έχει στα χέρια του το μεγάλο όπλο που λέγεται αυτοσαρκασμός, και αυτό του δίνει το δικαίωμα να σαρκάζει τους άλλους και τις πράξεις τους. Φαντάσου παλιότερα τι μεγάλη δύναμη είχε ένας καραγκιοζοπαίχτης που απευθυνόταν σε 1.000 άτομα και μπορούσε να πει ό,τι ήθελε. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το εξής: ότι οι καραγκιοζοπαίχτες που πήγαιναν σε επαρχιακά μέρη, έπρεπε πρώτα να περάσουν από το αστυνομικό τμήμα να σφραγίσουν την άδειά τους. Ο Διοικητής έπρεπε να βάλει σφραγίδα και να τους πει «δουλεύετε» ή «σηκωθείτε φύγετε». Δεν μπορούσαν να τον χτυπήσουν ευθέως όπως έγινε με το ρεμπέτικο, όπου βρήκαν το πάτημα του χασικλίδικου, βασιστήκαν σε αυτό και μπόρεσαν να το διώξουν ως κάτι παραβατικό. Με τον Καραγκιόζη δεν μπορούσαν να κάνουν το ίδιο. Κι αυτό γιατί από πολύ νωρίς είχε κινήσει το ενδιαφέρον μιας μεγάλης μερίδας πνευματικών ανθρώπων, αυτών που συνήθως λέμε των Γραμμάτων και των Τεχνών. Να και μία χαρακτηριστική περίπτωση πνευματικού ανθρώπου που χτυπήθηκε ως γραφική: ο Γιάννης Σκαρίμπας, που πέραν όλων των άλλων ήταν λάτρης του Καραγκιόζη και μάλιστα κι ο ίδιος έφτιαχνε φιγούρες και έκανε δικές του παραστάσεις στη Χαλκίδα. Ήταν πάντα αιχμηρός και ο λόγος του ενοχλούσε, γι’ αυτό καταδικάστηκε σε ασφαλή γραφικότητα, όπως ακριβώς και ο ήρωάς του, ο Καραγκιόζης

Τι κινητοποίησε τους πνευματικούς ανθρώπους, μία ελίτ της αστικής κοινωνίας, να σκύψουν με τέτοιο τρόπο πάνω από αυτό το ιδιαίτερο είδος λαϊκής ψυχαγωγίας;
Βρήκαν μία καθαρότητα, μία απλότητα και ίσως την ουσία της θεατρικής τέχνης. Ο ρόλος ως φιγούρα. Δεν είμαι ο ρόλος, υπηρετώ το ρόλο ως φιγούρα. Μέσα από μία διαδικασία μυσταγωγίας, πείθεις τον θεατή ότι αυτή η φιγούρα έχει συναισθήματα, τον κάνεις να παθιάζεται, να ταυτίζεται με τους ήρωες που βλέπει στο πανί. Έχω κατά καιρούς ακούσει απίθανα πράγματα: «είδες πως τον κοίταγε ο Καραγκιόζης εκείνη τη στιγμή;» ή «είδες πως γέλαγε;». Μα, πως είναι δυνατόν να γελάει μία φιγούρα; Κι όμως! Παλιά, τη φιγούρα του προδότη την πετάγανε στον κόσμο για να την κάψει και να την κομματιάσει. Όλα αυτά διέκριναν οι άνθρωποι του πνεύματος και εξέφρασαν με πάθος τον θαυμασμό τους για το ελληνικό θέατρο σκιών. Το σημαντικό είναι ότι δε θα συναντήσεις επιδερμικά σχόλια συμπάθειας του στυλ «λαϊκή απλότητα», «πηγαίο λαϊκό χιούμορ» κλπ. Είναι όλα κείμενα ουσίας από σπουδαίους ανθρώπους, που όλοι είχαν βιωματική σχέση με τον Καραγκιόζη. Στον μπερντέ του Μόλλα, στη Δεξαμενή, έμπαινε όλος ο πνευματικός κόσμος της Αθήνας: η Κοτοπούλη, ο Καζαντζάκης, ο Σικελιανός, ο Κόντογλου. Ο Βάρναλης έγραφε τα προγράμματα και τις ανακοινώσεις, αφού ο Μόλλας γνώριζε λίγα γράμματα. Το ελληνικό θέατρο σκιών είναι  ένα σταυροδρόμι που συναντιούνται όλες οι πηγές της παράδοσης: η ζωγραφική - η οποία πάει πίσω στα μελανόμορφα αγγεία και στο Βυζάντιο -, η μουσική, τα σκηνικά. Το γνωρίζει πολύ καλά ο θεατής αυτό το σκηνικό, από τον διάκοσμο της εκκλησίας. Είναι αναγνωρίσιμο το περιβάλλον στο οποίο κινούνται οι φιγούρες. Ο Κόντογλου και ο Τσαρούχης μαγεύτηκαν από την Βυζαντινοπρέπεια, άλλος από τη μουσική, άλλος από το ρυθμό του λόγου. Δεν το είδαν όμως με καμία συμπάθεια προς το λαϊκό καλλιτέχνη με την έννοια της γραφικότητας. Το είδαν στην ουσία του.

Πέρα απ’ όλες αυτές τις καταγραφές, υπάρχουν αντίστοιχες μαρτυρίες θεατών;
Έχω καταγράψει αρκετά πράγματα και κάποια στιγμή μπορεί να εκδοθούν. Το ξεκίνησα εντελώς τυχαία. Άκουγα ιστορίες που μου έλεγαν παλιοί τακτικοί θεατές και άρχισα σταδιακά να τις καταγράφω. Υπάρχουν καταπληκτικές ιστορίες: αρχιτέκτονας που ξεσήκωνε ιδέες από τα σκηνικά - ένα μπαλκόνι, ας πούμε -, μοδίστρα που αντέγραφε σχέδια και συνδυασμούς χρωμάτων από τις φιγούρες. Απίθανες ιστορίες! Ήταν ένα ζωντανό κομμάτι. Όλη η κοινωνία κινούνταν σε ρυθμούς καραγκιοζίστικους.

«Πανί του ονείρου» ονομάζουν οι Κινέζοι το θέατρο σκιών. Ποιο όνειρο κουβαλάει στην καμπούρα του ο Καραγκιόζης;
Κουβαλάει ένα κομμάτι του παλιού κόσμου που απέρχεται. Ένα λεπτό άρωμα κάποιων πραγμάτων που παλιά ήταν πιο σημαντικά στη ζωή των ανθρώπου. Μπορεί κι ένα κόσμο που πλάθουμε μόνοι μας, ενός κόσμου  φανταστικού. Ο Καραγκιόζης κρατάει την καλοσύνη και την αθωότητα μιας άλλης εποχής, σα να ακούς ένα παλιό τραγούδι. Από κει και πέρα βέβαια λειτουργεί με σημερινούς όρους.

Πως τη βγάζει σήμερα ο Καραγκιόζης; Τι δουλειές κάνει;
Τις δουλειές που έχει κληρονομήσει από τα παλιότερα χρόνια. Πάλι θα κάνει τον γραμματικό, το φούρναρη, τον ξενοδόχο. Θα περάσει όμως τα σημερινά προβλήματα.

Τι φοβάται;
Φοβάται τις ταχύτητες. Ή μάλλον, φοβόμαστε εμείς για λογαριασμό του. Τις πολλές ταχύτητες, τα πολλά Mbps. Ίσως μόνο αυτό.

Τι δε φοβάται;
Δε φοβάται το θάνατο, κι αυτό είναι ένα πολύ καλά κρυμμένο μυστικό του. Δεν τον φοβάται γιατί δεν επιτρέπει ο κόσμος να πεθάνει.

Τι αγαπάει πιο πολύ;
Τους ανθρώπους.

Τι σιχαίνεται πιο πολύ;
Το δήθεν.

Όχι την εξουσία;
Την εξουσία την αντιπαθεί, αλλά θα ήθελε να την επαναφέρει στην τάξη, με τον δικό του τρόπο. Όπως στο έργο «Ο Καραγκιόζης βεζίρης».

Τι θα συμβουλεύατε έναν επίδοξο καραγκιοζοπαίχτη;
Το δυσκολότερο πράγμα είναι η συνέπεια που οφείλεις να έχεις απέναντι στον Καραγκιόζη. Είναι αυτό που λέω και στους νεότερους συναδέλφους: μη διανοηθείς να βάλεις τον εαυτό σου μπροστά από τον Καραγκιόζη. Ο κόσμος αυτόν θυμάται. Όσο καλά κι αν έχει περάσει στην παράσταση, τον Καραγκιόζη θυμάται και όχι τον καραγκιοζοπαίχτη. Είναι εντυπωσιακό πως ταυτίζεται μαζί του, πως τον εμπιστεύεται. Άμα το πουν τα κολλητήρια, μετά το τέλος της παράστασης όλη η πλατεία θα είναι σαν σφουγγαρισμένη. Δε θα υπάρχει κάτω ούτε χαρτάκι. Αν ξεχάσω να το πω, θα είναι γεμάτη ποπ κορν και σακουλάκια. Για να περπατήσεις τον Καραγκιόζη στο πανί πρέπει να τον τοποθετήσεις πάνω από σένα. Αλλιώς σε έχει τσακίσει.


Πηγή:

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2016

Σωτήρης Κακίσης: "Μια νύχτα τη μέρα" (προδημοσίευση)


Μια νύχτα τη μέρα, ποίηση, Σωτήρης Κακίσης, 2016


1.

μουσικές. στην πόλη παντού μουσικές πάλι, χοροί, έρωτες. κι εγώ μες στη μέση σαν το σκυλί, να γαυγίζω στις διαδηλώσεις ανήσυχος, να μάχομαι σαν τον σκύλο στον Μαραθώνα σκυλίσια, δαγκώνοντας άγρια όποιον δω τους αγαπημένους μου να χτυπάει, να τραυματίζει. αλλά οι μουσικές μουσικές, και σαν χορός αυτή η μάχη, σαν δύο-δύο όλοι τους προς τα κάπου ν’ αλαφροπατάνε, όχι προς τη Γη μέσα, όχι προς το χώμα που πατούμε, μέσα του όλοι δεν θα μπούμε. γιατί και κυπαρίσσι να ’μουνα ψηλό και ήσυχο, κι όχι αυτός ο σκύλος μια ζωή ο άγριος, το ίδιο δεν θα ’κανα; με τον Θεό τον άχρηστο δεν θα τα ’βαζα; κατά πάνω του δεν θα πήγαινα;


2.

θα το πιεις ένα ποτήρι, θα το πιεις. δεν μπορείς αφού κερνάω ν’ αρνηθείς. δεν μπορεί κανένας ν’ αρνηθεί ένα ποτήρι κρασί, ένα ποτήρι αίμα. γιατί εκεί μέσα πολλών κορμιών η κίνηση, βλεμμάτων χιλιάδων η απάνεμη περαίωση. γιατί εκεί μέσα, τι άλλο να σκεφτώ, ο κόσμος όλος, φθινόπωρο από σταφύλι ο κόσμος νερό ξανθό, κόκκινο, νερό μαύρο. από κληματαριά ο κόσμος χωρίς αυλές διαμερίσματα, χωρίς χαρά ταράτσες μόνο, ακάλυπτοι χώροι αφύτευτοι, σκονισμένοι. ποτήρια μετά κι από μας βρώμικα, άδεια.


3.

και μετά, μετά τι; μετά, ό,τι και πριν: να μην είμαι, να μην ξέρω για του πατέρα μου την προηγούμενη ζωή τίποτα, να μην ξέρω τη μάνα μου! μετά, η τρομερή φασαρία σιωπής απόλυτης, όλα μαζί τίποτα, χέρια και πόδια κάτω από το χώμα σαν ύφασμα, όλο και πιο μέσα στη Γη τα μάτια, τ’ αυτιά, τα πόδια μου. χωρίς χρώματα μετά, το πράσινο αόρατο, το κίτρινο σαν γυναίκα σε ιστορίες αστυνομικές νεκρό, σκοτωμένο, και μόνο το κόκκινο χωρίς πρόβλημα επιτέλους μαύρο, μόνο το αίμα ξανά αδιάφορο. μετά, άλλος λαός μέσα εκεί, άλλος πλανήτης το ίδιο ξένος μέσα μου.


4.

πάλι φεγγάρι ανάποδα στον ουρανό. πάλι το φωτεινό πρόσωπο του ηδονοβλεψία της Γης μέσα από τις γρίλιες τα σύννεφα, δίπλα στα φώτα του δρόμου του, του Γαλαξία ο σκληρός συνεταίρος, του Διαστήματος ο πιο ύποπτος για μας γείτονας, ο πιο επίμονα απόμακρος. αλλά και πάλι: εγώ το συμπαθώ, το συμπαθώ το φεγγάρι. και μόνο το έντονό του θηλυκό παρελθόν, και μόνο που σε τόσες άλλες γλώσσες δεν είναι ακόμα ουδέτερο, και μόνο που όλο και κάτι εδώ δίπλα κάνει πάντα, εμένα με συγκινεί, το σκέφτομαι. δεν το ντρέπομαι πια το φεγγάρι, ας στέκεται έτσι αμήχανο πάντα στον άχρηστο ουρανό.


5.

και δίπλα η Πούλια. ή ο Αυγερινός. ή ο πατέρας μου. ή η μάνα μου. τι κάνουν εκεί πάνω, μέρα μεσημέρι μες στη νύχτα, μεσάνυχτα με τόσο ήλιο γύρω τους; δεν έχουν χρώματα, το βλέπω. ούτε μιλάνε πια. όλη τους η ζωή τώρα ένα φως, πολύ κι αυτό, κι άγνωστο. όλα τους τα πλούτη η αγάπη ετούτη: να βλέπω, να τους βλέπω εκεί, στην αυλή τη σχολική του Στερεώματος, τον πατέρα μου με την Πούλια, τη μάνα μου με τον Αυγερινό, σε χορό κι αυτοί ακίνητο σαν της Σελήνης, σαν του Φεγγαριού αθώο, με τις νότες όλες προσοχή για χάρη τους, με τις μουσικές ήρεμες πια, υπνοβάτες οι τέσσερίς τους με τα χέρια ίσια μπροστά απλωμένα όπως στα φιλμ. κι ο Αυγερινός πιο πολύ πατέρας μου και μάνα μου πια κι από την Πούλια.


Πηγή: http://www.vakxikon.gr/σωτήρης-κακίσης-μια-νύχτα-τη-μέρα/

Νικόλας Λειβαδίτης & Μαρία Καλούδη - "Για πόσο ακόμα"





ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ


"Για πόσο ακόμα;" New single ©2016

Σ’ έναν κόσμο που, εδώ και χρόνια, έχει χάσει τον εαυτό του, η αλήθεια αποτελεί –πλέον- τη μοναδική διέξοδο και επιλογή για την κατάκτηση της ευτυχίας.

Μετά από δύο χρόνια συνεργασίας και περιοδείας τους σε ολόκληρη την Ελλάδα, ο τραγουδοποιός Νικόλας Λειβαδίτης(nL) εμπιστεύεται την ερμηνεύτρια Μαρία Καλούδη και της υπογράφει τη νέα της δισκογραφική δουλειά, με τίτλο: «Για πόσο ακόμα;»

Μία σκέψη της ταλαντούχας ερμηνεύτριας ήταν αρκετή για να πυροδοτήσει το δημιουργικό πνεύμα του συνθέτη και στιχουργού: “Για πόσο ακόμα θ’ αντέχουμε να μην είμαστε ο εαυτός μας;”

Άμεσος στίχος, επιθετικά τύμπανα και ηλεκτρικές κιθάρες σε συνδυασμό μ’ ένα κλαρίνο που “αναρωτιέται” κι ένα κανονάκι που “βομβαρδίζει” συναισθηματικά την ατμόσφαιρα. Η ερμηνεία της Μαρίας Καλούδη δίνει τη χαριστική βολή και τροφή για σκέψη.

Για πόσο ακόμα θα αποσιωπούμε την αλήθεια μας; Για πόσο ακόμα; Η επιλογή, δική μας.

Καλή σας ακρόαση.



ΓΙΑ ΠΟΣΟ ΑΚΟΜΑ;

Μέσα στον κόσμο αυτό που γεννήθηκα
μου’ πανε να σωπάσω κι αρνήθηκα
μου’ πανε μην ανοίγω το στόμα μου
μες στο ψέμα να ζω.

Όμως έχω τη σπίθα στο βλέμμα μου 
και αλήθεια ρέει στο αίμα μου.
Στη σιωπή μου, για χρόνια, βυθίστηκα
νιώθω πως θα πνιγώ.

Για πόσο ακόμα
θα ζω με σώμα δανεικό:
Για πόσο ακόμα 
θα κρατάω το στόμα μου κλειστό:

Μέσα στον ύπνο μου όνειρα χίμαιρες
κι οι αγάπες πάντα εφήμερες.
Προδοσία, τριάντα αργύρια
κι ούτε ένα φιλί.

Αφιέρωμα στον Μάνο Ελευθερίου, στον Μετρονόμο που κυκλοφορεί


(Μεγάλο ευχαριστώ στους συμμετέχοντες για την ευγενική ανταπόκριση, στον Σωτήρη Κακίση για τη γνωριμία, στον Σπύρο Αραβανή για τη συμπαιγνία, και στον Θανάση Συλιβό για τη φιλοξενία. ηρ.οικ.)


Περιοδικό Μετρονόμος, τεύχος 58
50 χρόνια Μάνος Ελευθερίου
Επιμέλεια: Σπύρος Αραβανής, Ηρακλής Οικονόμου, Θανάσης Συλιβός


Περιεχόμενα
- Τα πρώτα χρόνια της ζωής του (αφήγηση στους Σπ. Αραβανή και Ηρ. Οικονόμου)
- Σπύρος Αραβανής: Οι λογοτεχνικές καταβολές της στιχουργικής του
- Ηρακλής Οικονόμου: Η πολιτική στο τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου
- Χρήστος Α. Μιχαήλ: Πινέζες στον χάρτη του Μάνου Ελευθερίου
- Μάνος Ορφανουδάκης: Το θέατρο στον λόγο του Μάνου Ελευθερίου
- Σπύρος Αραβανής: Ο Ελευθερίου ως σχολιαστής και μελετητής του ελληνικού τραγουδιού
- Σταύρος Γ. Καρτσωνάκης: Τα Παραπονεμένα λόγια της ελληνικής μουσικής
- Η νέα γενιά Ελλήνων συνθετών-τραγουδοποιών για τον Ελευθερίου
- Θανάσης Συλιβός: Η «άλλη» πλευρά του Μάνου Ελευθερίου…
- Ιστορίες τραγουδιών: «Σταμάτης Κομνηνός»
- Γιώργος Τσάμπρας: Η δισκογραφία του Μάνου Ελευθερίου με αριθμούς και πίνακες
- Ένα γράμμα του Μίκη Θεοδωράκη
- Σταύρος Κουγιουμτζής: Βαρύ φορτίο
- Θωμάς Κοροβίνης: Ο ποιητής του φαρμακωμένου καιρού
- Κώστας Φασουλάς: Ο οδοιπόρος Μάνος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης
- Ναταλί Χατζηαντωνίου: Γεύμα με τον Μάνο Ελευθερίου
- Δημήτρης Λέντζος: Εν Ερμουπόλει
- Οδυσσέας Ιωάννου: Μάνος Ελευθερίου
- Θανάσης Θ. Νιάρχος: Ένας εν ζωή μύθος
- Γιώργος Νταλάρας: Έξωθεν μάχαι, έσωθεν φόβοι
- Ο Θάνος Μικρούτσικος για τα Τροπάρια για φονιάδες
- Χρήστος Νικολόπουλος: Έχει το θάρρος της αλήθειας
- Θανάσης Γκαϊφύλλιας: Ήρθαν τα ποιήματα του Μάνου κ’ ήταν φώτα στην ομίχλη
- Ηλίας Ανδριόπουλος: Για τον Μάνο Ελευθερίου
- Γιώργος Ανδρέου: Ο Μάνος, αυτός ο σαμάνος
- Κυριάκος Ρόκος: Το μεγαλείο της απλότητας
- Σωτήρης Κακίσης: Ο Μάνος Ελευθερίου
- Δημήτρης Μπαγέρης: Το ήθος του κυρίου Μάνου

***

- Βέρα Βασιλείου - Πέτσα, συνέντευξη στον Αντώνη Μποσκοΐτη
- Φάνης Αποστολόπουλος - Γιώργος Δήμας, συνέντευξη στον Ηλία-Βολιότη Καπετανάκη
- Πίσω απ’ τα όργανα: Σταύρος Καβαλιεράτος, του Γιώργου Αλτή

Πικρός Καφές





Η ιστορία του «Πικρού Καφέ»

«Στις 4 Απριλίου 2012 και μετά το πέρασμα δύο μνημονιακών χειμώνων ο συνταξιούχος Δημήτρης Χριστούλας αποφασίζει να βάλει τέλος στην ζωή του στην πλατεία συντάγματος. Μετά την εξακρίβωση του θανάτου του βρέθηκε μια φερόμενη επιστολή που κατέγραφε τις αίτιες της αυτοκτονίας του. Μέσα σε αυτή την επιστολή έγραφε για την μη αξιοπρεπή διαβίωση του και σημείωνε την πίστη στο ότι κάποια μέρα οι νέοι θα επαναστατήσουν για το μέλλον που τους αρπάξανε... Σήμερα 4 χρόνια μετά, έχουν περάσει κιόλας 5 χειμώνες , πάμε για τον 6ο και οι αυτοκτονίες στα χρόνια της κρίσης έχουν αυξηθεί ραγδαία... Πάνω σε αυτές τις σκέψεις και επηρεασμένος από αυτό το γεγονός έγραψα τον ''Πικρό καφέ'' τοποθετημένο σε ένα άλλο τόπο και χρόνο αλλά πολύ ίδιο με την εποχή... Ας ελπίσουμε ότι ο χαμός του Μανωλιού ή του Δημήτρη δεν θα πάει χαμένος...»

Γιώργος Μητρογιαννόπουλος


Το τραγούδι «Πικρός καφές» σε στίχους, μουσική και ερμηνεία του Γιώργου Μητρογιαννόπουλου, συμπεριλαμβάνεται στο δίσκο «Λόγια της σιωπής», που κυκλοφορεί από τον Μετρονόμο.

Μια εκδήλωση για τον Μίκη Θεοδωράκη


21.02.2016

Φίλτατες και φίλτατοι καλημέρα

Αν δεν έχετε τίποτα καλύτερο να κάνετε την επόμενη Παρασκευή το απόβραδο και δεν είσαστε πολύ μακριά, κοπιάστε στην εκδήλωση που βλέπετε στην πιο κάτω πρόσκληση. Θα με ακούσετε να μιλάω για τον Μίκη – ένας είναι ο Μίκης – θα με δείτε, θα ακούσετε και θα δείτε και τη Ντιάνα κλπ., κλπ. Ίσως είναι και ο Μίκης εκεί.... Θα περάσουμε καλά.

Είσοδος ελεύθερη – και η ... έξοδος βεβαίως, βεβαίως.

Η εκδήλωση σχεδιάστηκε νωρίς, ώστε να μη ... χάσετε το βράδυ σας. Άλλωστε, τίποτα δεν πάει χαμένο (Λοΐζος είναι αυτός, όχι Μίκης!).

Με τις ευχές για καλή Κυριακή, καλή εβδομάδα και ότι το καλύτερο.

Γιώργος Β. Μονεμβασίτης

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2016

Συνέντευξη του Γιάννη Αγγελάκα στο alfavita.gr





Γιάννης Αγγελάκας:

«Η επανάσταση ξεκινά πρώτα στο μυαλό του καθένα μας»


Συνέντευξη στη Ράνια Παπαδοπούλου και στο alfavita.gr

Ανατρεπτικός, από την εποχή των Τρυπών μέχρι και σήμερα, ο Γιάννης Αγγελάκας χαράσσει μία πορεία μέσω αυτών των μουσικών ταξιδιών στα οποία καλεί το κοινό να συμμετέχει. Πρόκειται για μία μουσική ιεροτελεστία μέσω των στίχων του, που αποκαλύπτουν μία βαθύτερη έννοια των πραγμάτων. Ο Γιάννης Αγγελάκας, είναι ποιητής. Είναι μουσικός και όχι απλά ένας καλλιτέχνης. Δε χρειάζεται να μιλήσουμε περαιτέρω για την τέχνη του. Αρκεί μόνο να συνειδητοποιήσουμε ότι η ιστορία γράφεται τώρα. Ο χαμένος τα παίρνει όλα. Ο κόσμος σαν σαράβαλο για αλλού θα ροβολήσει και η άγρια των άστρων μουσική οδηγεί στην ανύπαρκτη πατρίδα των ονείρων.

Ο Γιάννης Αγγελάκας μιλά στο alfavita.gr και στη Ράνια Παπαδοπούλου, για την πορεία του, την τέχνη, την κοινωνία, τη μουσική βιομηχανία, τις ταμπέλες του καλλιτέχνη και του έντεχνου, τις συλλογικότητες και τη ζωή, που δε μπορεί να υπάρξει χωρίς μουσική, σε μία τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε μαζί του πριν λίγες μέρες, με αφορμή τις συναυλίες του στις 26 και 27 Φεβρουαρίου στο Piraeus 117 Academy.



-Θα ήθελα να ξεκινήσουμε με μία ερώτηση άκρως μουσική. Κατά ποιο τρόπο επηρέασε τη μετέπειτα πορεία σας ο David Bowie, που έφυγε από τη ζωή πριν λίγες μέρες;

Γ.Α.: Ξεκινάμε λίγο στα βαθειά. Κοίταξε το μόνο, που μπορώ να περιγράψω, νομίζω το έχω πει και σε κάποια συνέντευξή μου, γύρω στα 16, 17, έχω διαβάσματα, είναι καλοκαίρι και διαβάζω για το γυμνάσιο, λύκειο, όπως το λένε  τώρα, τότε το έλεγαν γυμνάσιο , ήμουν στην Πέμπτη γυμνασίου. Ένας φίλος μού πρότεινε να ακούσω το Ziggy Stardust. Είχα αγοράσει το δίσκο, αλλά δεν τον είχα ακούσει ακόμα. Οπότε είναι βράδυ, βάζω ακουστικά για να μην ενοχλώ βέβαια. Μέναμε σε  ένα σπίτι ολόκληρη η οικογένεια, η αδερφή μου, ο μπαμπάς μου, η μάνα μου. Είναι καλοκαίρι θυμάμαι. Βάζω να ακούσω το δίσκο και από τις δύο πλευρές και όταν έβγαλα τα ακουστικά, νομίζω ότι πλέον ήμουν κάποιος άλλος. Δεν μπορώ να το περιγράψω, αλλά σίγουρα είχε αλλάξει την οπτική μου στη μουσική, στο ροκ που ακούγαμε μέχρι τότε και σε όλα αυτά. Είναι μία από τις μεγαλύτερες ακουστικές εμπειρίες που είχα ως πιτσιρικάς.

-Και συνεχίζετε νομίζω.

Γ.Α.: Εννοείται ναι . Και για  αυτό είναι ίσως από τους λίγους θανάτους, που όταν μπήκα το πρωί στο ίντερνετ και είδα ότι πέθανε ο  David Bowie, πάλι συνέβη κάτι μέσα μου. Συνήθως δε δίνω σημασία σε όλα αυτά έτσι κι αλλιώς. Οι παλιοί φεύγουν, οι καινούριοι έρχονται, Όλοι ερχόμαστε και φεύγουμε σε αυτή τη γύρα της ζωής, αλλά κάτι μου έκανε η απουσία και ο θάνατος του David Bowie. Πιο πολύ  σαν μια μνήμη μέσα μου .

-Και ήταν ένας καλλιτέχνης που καθόρισε γενιές μετά με τη μουσική του.

Γ.Α.: Φαντάζομαι με τον ίδιο τρόπο, όπως καθόρισε εμένα πιτσιρικά, καθόρισε και εκατομμύρια πιτσιρικαδες σε όλο τον πλανήτη.

-Ένα σημείο σταθμός στην πορεία σας ήταν  οι Τρύπες. Το 2001 το συγκρότημα διαλύεται. Τι σας οδήγησε  στην απόφαση να κάνετε solo καριέρα;

Γ.Α.: Κοίταξε, δεν είναι κάποια απόφαση η solo καριέρα και δεν είναι κάποια απόφαση η καριέρα για εμένα έτσι κι αλλιώς. Και οι Τρύπες ήταν ένα συγκρότημα που δημιουργήθηκε από ανάγκη.  Κάτι θέλαμε να κάνουμε ως πιτσιρικάδες χάρην του ότι τρελαινόμασταν με όλα αυτά που κουβαλούσαμε στο μυαλό μας, με τις μουσικές που ακούγαμε, με την κοινωνία , που βλέπαμε πώς εξελίσσεται και όλα αυτά. Και με τον ίδιο τρόπο, ήδη από τα τελευταία άλμπουμ των Τρυπών είχε αρχίσει να δημιουργείται μέσα μου η επιθυμία για άλλους ήχους, άλλα ψαξίματα, άλλες αναζητήσεις, άλλες μουσικές, άλλη τραγουδοποιία. Υπήρχαν σπέρματα σε όλα αυτά που κάναμε και κυρίως στους δύο τελευταίους δίσκους συν του ότι η μπάντα έφτασε σε ένα σημείο που δεν έκανε και πολλές πρόβες και ένιωθα ότι αυτό θα έπρεπε να το αναλάβω πια μόνος μου αν θέλω να ακούσω και να αναζητήσω άλλους ήχους και άλλους τρόπους. Έτσι, βγήκα στο δρόμο και έψαξα άλλους συνεργάτες, μουσικούς, κάναμε αυτή τη μεγάλη ορχήστρα των Επισκεπτών κτλ  που ξέρετε.

-Όσον αφορά τη μουσική σας, θα σας χαρακτήριζα ανατρεπτικό, λόγω του ότι δε μένετε σταθερός στους κλασικούς ροκ ρυθμούς. Πότε ανακαλύψατε  τι θέλετε να κάνετε πραγματικά στη μουσική;

Γ.Α.: Δεν ανακαλύπτουμε τι θέλουμε να κάνουμε πραγματικά στη μουσική. Υπάρχουν εποχές που θέλουμε να κάνουμε κάποια πράγματα. Ποιος ξέρει; Κάθε φορά και κάθε εποχή ανάλογα με τις εμπειρίες που έχουμε και με τα ακούσματα που έχουμε, φαντάζομαι ότι αλλάζει και ο τρόπος της τραγουδοποιίας μου, οπότε αυτό το πράγμα, αυτοανακαλύπτεται κάθε μέρα. Ας πούμε κάπως χρονικά λέω ότι στους τελευταίους δίσκους των Τρυπών είχε  αρχίσει ήδη μέσα μου να ξυπνά η ιδέα των Επισκεπτών και μιας μεγάλης ορχήστρας που θα έπαιζε περισσότερο και με τη μνήμη, με  τα παλιά και τα ρεμπέτικα, τα δημοτικά και με την ψυχεδέλεια του ροκ και με τη σύγχρονη ρυθμολογία, που ήταν τότε το hip hop, οι Massive attack και όλα όσα γίνονταν στις αρχές της δεκαετίας του 1990.

-Ωστόσο έχετε ασχοληθεί και με την ηθοποιία. Αυτό πώς προέκυψε; Θυμάμαι ότι από μικρός σας άρεσε το θέατρο και διοργανώνατε κάποιες παραστάσεις

Γ.Α.: Ναι αλλά το είχα ξεχάσει. Ούτε με ενδιαφέρει. Μπορεί να το έκανα μικρός σαν παιδί, αλλά δε με ενδιέφερε πραγματικά η ηθοποιία. Η μουσική ήταν πάντα στο κέντρο των ενδιαφερόντων μου και της δημιουργικότητάς μου.  Απλά με το Νίκο Νικολαΐδη είμαστε φίλοι . Δεν ήθελα στην αρχή. Κανά δυο χρόνια το συζητούσαμε και στο τέλος και επειδή ήταν ένας μέγας σκηνοθέτης και ήξερα ότι το αποτέλεσμα δεν θα ήταν εν πάσα περιπτώσει της ντροπής, ότι θα μάθω πράγματα, θα με διδάξει πράγματα, τα οποία με ενδιέφεραν κυρίως μόνο εκείνη την εποχή. Δε με ενδιαφέρει η ηθοποιία. Ήταν όμως μία πάρα πολύ ωραία εμπειρία, να έχεις ένα τόσο καλό δάσκαλο, ένα τόσο μεγάλο σκηνοθέτη και να δουλεύεις μαζί του. Οπότε, όταν τυχαίνει να είναι και φίλος, κάποια στιγμή αποδέχεσαι τις προτάσεις του.

-Και μάλιστα είχατε γράψει και τη μουσική για αυτή την ταινία.

Γ.Α.: Αυτό ήταν  πιο σημαντικό για εμένα.

-Και ήταν και πιο ιδιαίτερο. Από τη μία ήσαστε και σε κάποιο ρόλο και στο «ρόλο» του μουσικού.

Γ.Α.: Καλά αυτό, βοήθησε νομίζω, γιατί μπαίνοντας στο ρόλο και σα μουσικός, άκουγα σιγά σιγά τη μουσική, που επενδύει αυτός ο ρόλος, που ξυπνάει αυτός ο ρόλος.

-Θα ήθελα να μείνουμε στη μουσική και να μου μιλήσετε για την Altogethernow και τις κυκλοφορίες της. Η δισκογραφία έχει φτάσει στο τέλμα γενικά αυτή την περίοδο και τα τελευταία χρόνια.

Γ.Α.: Είναι αστεία υπόθεση , η δισκογραφία και η μουσική βιομηχανία στην Ελλάδα. Είναι καλαμπούρι.

-Ωστόσο, μέσα από την Alltogethernow και τις παραγωγές που κάνετε μπορείτε να εκφράζεστε και να εκφράζονται και διάφοροι άλλοι άνθρωποι των τεχνών.

Γ.Α.: Κοίταξε να δεις Ράνια. Ήδη από τις Τρύπες πάλι, εκεί στους τελευταίους δίσκους των Τρυπών ήθελα πλέον το υλικό να ανήκει σε εμάς, αλλά δε μπορέσαμε με τα παιδιά να συνεννοηθούμε για να κάνουμε αυτή την κίνηση. Μπορούσαμε να το είχαμε κάνει από πριν. Δεν υπήρχε διάθεση από τα παιδιά για κάτι τέτοιο, οπότε με το που έμεινα μόνος και συνέχισα μόνος, το επόμενο βήμα μου ήταν να κάνω κάτι στο οποίο πρώτα από όλα, όταν θα βγάζουμε δίσκο, θα ανήκουν τα master σε εμένα και δε θα αποφασίζει κάποια εταιρία πότε θα τα κυκλοφορήσει, πότε θα τα τραβήξει από την κυκλοφορία. Ήταν άλλη μία ενστικτώδη κίνηση απελευθέρωσης αν θέλεις, πως ό,τι θα κάνω από εδώ και μπρος θα ανήκει σε εμένα, θα επενδύω και την αισθητική μου και τη δημιουργικότητά μου και θα κάνουμε μία τέτοια εταιρία και ξεκίνησε σιγά σιγά. Στην πορεία, αρχίσαμε και συνεργασίες με άλλους και βγάλαμε δίσκους άλλων ανθρώπων. Τώρα βέβαια τα τελευταία χρόνια, που το κράτος έχει ορμίσει  με μένος εναντίον όλων των ανθρώπων που προσπαθούν να κάνουν κάτι επιχειρηματικά, η εταιρία υπολειτουργεί. Δεν νομίζω ότι πια εύκολα θα ξανακυκλοφορήσουμε πέραν από τις προσωπικές μου δουλειές, τις προσωπικές μου συνεργασίες,  cd κάποιου άλλου καλλιτέχνη, γιατί δε γίνεται. Είναι αδύνατο οικονομικά. Δε μας παίρνει. Το καταφέραμε και αυτό. Να μην μπορούμε δηλαδή να βγάζουμε τους δίσκους που θα θέλαμε να βγάλουμε από άλλους καλλιτέχνες ή από φίλους. Τα πράγματα είναι πάρα πολύ δύσκολα.

-Δυστυχώς και για τους νεότερους καλλιτέχνες θα μπορούσα να πω, που έχουν αυτή τη λαχτάρα να έχουν ένα CD,  το πρώτο τους CD στα χέρια τους και οι πόρτες των δισκογραφικών είναι κλειστές κατά κάποιο τρόπο και οι ίδιοι πληρώνουν για τις παραγωγές τους, ακόμα και αν έχουν το όνομα ενός μεγάλου label από πίσω τους.

Γ.Α.: Καλά ναι, δεν γίνεται αλλιώς. Είναι πάρα πολύ δύσκολο. Μάλλον τώρα τα πράγματα έχουν γίνει εύκολα από την άλλη άποψη, από την αυτονόμηση των ανθρώπων που δημιουργούν ή βγάζουν CDs, γιατί καλύτερα να το βγάλεις μόνος σου και μέσα από το διαδίκτυο να το παλέψεις. Νομίζω αν βγει κάτι που αξίζει θα βρει τους ακροατές του. Έχει δυσκολίες η εποχή, αλλά έχει και τα καλά της. Εμένα μου αρέσει το ότι, εντάξει τα CDs πια δεν πουλάνε, ό,τι πουλάνε, αλλά  τα βγάζουμε μόνοι μας, τα διακινούμε μόνοι μας, μέχρι τώρα δηλαδή, γιατί τώρα που τα έχω ρετάρει ας πούμε, αρχίσαμε μία συνεργασία Alltogethernow με τη Feelgood, η οποία θα διανέμει και θα παράγει τα CDs και τα έργα της Alltogethernow.

-Ναι και η Feelgood είναι μία από τις τελευταίες «αφίξεις» στο χώρο των δισκογραφικών εταιριών και θεωρώ ότι κάνει μία αξιόλογη  δουλειά.

Γ.Α.: Δεν ξέρω ακόμα. Τώρα ξεκίνησε η συνεργασία μας. Γνώρισα τους ανθρώπους της. Είναι εντάξει, αλλά ζούμε σε μία πάρα πολύ δύσκολη εποχή. Δηλαδή είναι και λίγο δονκιχωτικό να διευθύνεις μία εταιρία παραγωγής, που περιμένει να ζήσει πουλώντας CDs.


-Αυτό είναι αλήθεια. Τον όρο του καλλιτέχνη γιατί τον απεχθάνεστε τόσο;

Γ.Α.: Ναι τον απεχθανόμουν από μικρός. Από την εποχή των Τρυπών όταν μας έκαναν συνεντεύξεις δεν ήθελα να μας λένε καλλιτέχνες. Ίσως  γιατί δε μου λέει τίποτα. Υπήρχε μια τόσο μεγάλη επίθεση «καλλιτεχνών», που το μόνο πράγμα που κάνανε ήταν της σκουπιδοφαγίας, εκείνης της δεκαετίας του 1990 και αρχές του 2000 και δεν ήθελα να καλυφθώ πίσω  από έναν όρο που μας ενώνει όλους. Ήταν αν θες, μία πολεμική, απέναντι στην κυρίαρχη έννοια του καλλιτέχνη στην Ελλάδα εκείνες τις εποχές.

-Είναι δηλαδή μία ακόμα ταμπέλα.

Γ.Α.: Ναι, μία ταμπέλα, η οποία έβαζε κάτω από την ίδια στέγη διάφορα αντιφατικά πράγματα, με τα οποία τις περισσότερες φορές ένιωσα και λίγο πολεμικά αν θέλεις. Ένιωθα ότι όχι απλώς δεν είχαμε τίποτα κοινό, αλλά πολλές φορές ένιωθα ότι εμείς χτίζαμε κάτι και κάποιοι άλλοι καλλιτέχνες το ξαναγκρεμίζανε και ξανά απ’την αρχή και όλα αυτά.

-Όπως για παράδειγμα άλλη μια ταμπέλα των τελευταίων δύο δεκαετιών, μπορεί και παραπάνω είναι και η λέξη έντεχνο.

Γ.Α.: Αυτό είναι μία μεγάλη πληγή ας πούμε, της μουσικής βιομηχανίας στη χώρα μας με  τον τρόπο που εκμεταλλεύτηκαν αυτόν τον όρο και πώς ο κάθε ανέμπνευστος, με οποιαδήποτε επώνυμα, χωρίς πραγματική ουσία, χωρίς πραγματική διάθεση, χωρίς να επικοινωνήσει με κάτι ή να υπερασπιστεί κάποια αισθητική. Με λόγια του αέρα έφτιαχναν τραγούδια και σχολές και ακροατήρια ακολουθούσαν αυτό το τίποτα, πράγματα βέβαια που συμβαίνουν ακόμα και σήμερα. Εν πάση περιπτώσει, να μην ξεχνάμε ότι το Δεύτερο ήταν ένα προπύργιο της δεκαετίας του 1990 και μετά, αυτής της άδειας,της κενής μουσικής που παιζόταν με περιτύλιγμα πολύ σοφιστικέ και σοβαροφανές, όχι σοβαρό.

-Η μουσική και η στρατευμένη τέχνη μπορούν να αντισταθούν σε κάθε είδους εξουσία ή σύστημα;

Γ.Α.: Η στρατευμένη τέχνη δεν μου λέει και τίποτα. Γιατί πίσω από τον όρο στρατευμένη τέχνη πάλι, φάγαμε στη μάπα όλους αυτούς τους μεταπολιτευτικούς του πολιτικού τραγουδιού που στήσαν καριέρες, άλλοι πήραν υπουργεία , άλλοι έβγαλαν πάρα πολλά λεφτά. Ξέρεις όλο αυτό. Αλλά πιστεύω ότι η αληθινή μουσική, η μουσική που έχει ζουμί, που βγαίνει μέσα από δημιουργικές εντάσεις, από αληθινές αγωνίες και αληθινό ταλέντο, πάντα έχει ένα τρόπο και πάντα από τη δεκαετία του 1960 και μετά και πριν, μπορούσε να αλλάξει με ένα τρόπο κάποια μυαλά, κάποιους ανθρώπους, οπότε να αλλάξει και λίγο την ιστορία της, τον τρόπο που προχωράει η ανθρωπότητα.

- Όσον αφορά την πολιτική κατάσταση της χώρας , αισθάνεστε απογοητευμένος από την εμπειρία της κυβέρνησης της αριστεράς, αλλά και από την πολιτική γενικότερα;

Γ.Α.: Με την πολιτική στη χώρα μας, πάντα αισθανόμουν απογοητευμένος. Απλά νομίζω ότι τώρα έχει ξεβρακωθεί τόσο πολύ το πράγμα, που δεν υπάρχει και λόγος να μιλάμε για πολιτική. Μου φαίνεται πολύ καρτούν η ιστορία, πολύ θέατρο σκιών, πολύ κουκλοθέατρο. Άλλοι κινούν τα νήματα. Πια όλοι το ξέρουν. Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω πώς γίνεται να υπάρχουν άνθρωποι που να μιλούν σοβαρά για την πολιτική στην Ελλάδα, και για τους πολιτικούς της και για τα θέματά της. Έχουμε ξεβρακωθεί.

-Δυστυχώς πλέον δεν ξέρουμε τι πολιτική ακολουθεί ο καθένας και ποιοι είναι οι πολιτικοί.

Γ.Α.: Νομίζω και το ότι δεν ξέρουμε τι είναι πολιτική στην Ελλάδα, από τότε που γίναμε κράτος. Αυτό που είδαμε ξεκάθαρα αυτά τα τελευταία χρόνια, που ίσχυε από πάντα. Κάποιοι άλλοι αποφάσιζαν για εμάς και όχι οι κατά καιρούς πρωθυπουργοί και οι βουλευτές, το Κοινοβούλιο. Δε μπορώ να καταλάβω ακόμα γιατί το συζητάμε το θέμα. Μου φαίνεται γελοίο το ότι υπάρχει ακόμα κόσμος που πιστεύει στην πολιτική, έτσι όπως έχει λειτουργήσει και έτσι όπως συνεχίζει να λειτουργεί στη χώρα μας.

-Η αντίδραση προϋποθέτει τη δράση. Εμείς απλά αντιδρούμε στα μέτρα της οποιαδήποτε κυβέρνησης χωρίς να έχουμε περάσει από το στάδιο της δράσης, οπότε καθόμαστε απλά σε ένα καναπέ και παρακολουθούμε. Είμαστε απλοί παρατηρητές πολλές φορές.

Γ.Α.: Δεν ξέρω τι να πω. Είναι πάρα πολύ μεγάλη κουβέντα. Δεν ξέρω αν και ο ίδιος έχω καταλάβει πραγματικά τι γίνεται, αλλά έτσι κι αλλιώς σίγουρα δεν υπάρχει πράξη σοβαρή και δράση σοβαρή από τον κόσμο. Έχουν καταφέρει και γίνονται μόνο αποσπασματικά. Τώρα κατεβαίνουν οι αγρότες. Κάποτε είχαν κατέβει οι ταξιτζήδες. Μετά θα έρθει η δικιά μας σειρά. Μια κοινωνία αν είναι να αντιδράσει, αντιδρά ενωμένη και συνολικά.  Αυτό δεν έγινε και ούτε πρόκειται να συμβεί γιατί κανείς δε θέλει να ενωθεί και να βγάλει το φίδι από την τρύπα.

-Ωστόσο τα τελευταία χρόνια έχουν δημιουργηθεί πολλές συλλογικότητες. Πιστεύετε στη δύναμη των συλλογικοτήτων;

Γ.Α.: Ναι πιστεύω. Ας πούμε κάτι από τα πιο ωραία πράγματα που κάναμε και συνέβησαν τα τελευταία χρόνια είναι όταν είχαμε παίξει για αυτό το πάρκο στα Εξάρχεια, που ήταν να γίνει πάρκινγκ (σσ . στην Ναυαρίνου). Εκεί είδες μια γειτονιά που κατάφερε να κάνει μία αλλαγή των πραγμάτων, να διεκδικήσει και να αποκτήσει ένα χώρο για να παίρνει μία ανάσα εκεί πέρα, να το στήσει μόνη της κλπ. Μόνο σε αυτό μπορούμε να ελπίζουμε. Σε μικρά πράγματα στην καθημερινότητά μας, στις συντροφιές μας, στο πώς φερόμαστε στους γύρω μας. Δε λέω και τίποτα πρωτότυπο. Είναι το γνωστό ότι  η επανάσταση ξεκινά πρώτα στο μυαλό του καθένα μας.

- 26 και 27 Φεβρουαρίου θα εμφανιστείτε στο Piraeus 117 Academy για δύο μοναδικές συναυλίες με τους συνεργάτες σας. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τις προγραμματισμένες εμφανίσεις σας στην Αθήνα; Νομίζω ότι επίσης έχετε κανονίσει συναυλίες σε όλη την  Ελλάδα.

Γ.Α.: Αυτό τον καιρό είμαστε σε περιοδεία έτσι κι αλλιώς μέχρι το Μάρτιο. Έχουμε ξεκινήσει από το Νοέμβρη και μέχρι το Μάρτη παίζουμε είτε σε μικρά κλαμπάκια στην επαρχία, στο ΑΝ, είτε σε ένα μεγάλο χώρο, που θα γίνει τώρα στην Αθήνα είτε στη Θεσσαλονίκη. Είναι μια καινούρια μπάντα. Είναι νέα παιδιά και έχω κι εγώ μία καινούρια φόρα αν θέλεις. Άλλαξε κάπως και ο ήχος και ο τρόπος. Εντάξει είναι μέσα στον κύκλο ενός μουσικού να ανανεώνεται, να ξαναψάχνει, να ξανακολυμπάει. Αυτή τη στιγμή είναι μία εποχή που με ευχαριστεί, δηλαδή είμαι στο δρόμο και παίζουμε τη μουσική που είναι να παίξουμε αυτόν τον καιρό.

-Διασκευάζετε επίσης και ρεμπέτικα τραγούδια για τη συγκεκριμένη συναυλία.

Γ.Α.: Κοίταξε, αυτό το κάναμε παλαιότερα έτσι κι αλλιώς . Με το καινούριο σχήμα η μόνη διασκευή που παίζουμε από παλιά είναι μία του Τσιτσάνη

-Το ρεμπέτικο τι θεωρείτε ότι το κάνει μοναδικό ακόμα και στις ημέρες μας; Ακούμε δηλαδή τα τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη με την ίδια λατρεία που τα ακούγαμε και παλαιότερα.

Γ.Α.: Ναι είναι σπουδαίο. Νομίζω ότι είναι η μεγαλύτερη στιγμή του νεοελληνικού μας πολιτισμού, όλο αυτό το πράγμα. Και είναι αυτό που θα το κάνει το 3000, να συνεχίσουν να υπάρχουν νεανικές μπάντες, ρεμπέτικες κομπανίες, που θα κοιτούν να παίζουν με δέος και σεβασμό τα κομμάτια, που παίζονταν τότε. Υπάρχει τόσο μεγάλη δύναμη. Είναι η μεγαλύτερη στιγμή λαϊκού πολιτισμού αυτής της χώρας. Είναι τόσο δυνατό, που δε θα το σβήσει καμία χιλιετία ακόμα.

-Επίσης θα παρουσιάσετε και υλικό από το νέο δίσκο σας, που θα ηχογραφηθεί το χειμώνα.

Γ.Α.: Ήδη έχουμε ξεκινήσει τις ηχογραφήσεις. Δεν ξέρω πότε θα τελειώσουν, αλλά προς το παρόν δεν παρουσιάζουμε καινούρια κομμάτια, γιατί με έχει κουράσει αυτό με το youtube, που παίζουμε ένα καινούριο κομμάτι, όπως το παίζουμε και ώσπου να βγει ο δίσκος έχει 500.000  views και δεν αντιπροσωπεύει καθόλου την άποψή μου για το κομμάτι, απλά ήταν μια στιγμή, όπως παίχτηκε σε μία συναυλία κάποτε. Θέλω να λύσω πρώτα αυτό το θέμα και μετά θα αρχίσουμε να παίζουμε τα καινούρια μας

-Ο δίσκος πότε θα κυκλοφορήσει;

Γ.Α.: Την άνοιξη. Κάπου εκεί.

-Έχετε αποφασίσει τίτλο;

Γ.Α.: Δε θα πούμε ακόμα.

-Εκτός από αυτό, οι επόμενες συναυλίες σας;

Γ.Α.: Έχουμε συναυλίες μέχρι το Μάρτη.  Δε θυμάμαι τώρα το πρόγραμμα. Θα πάμε στο Βόλο και στη Λάρισα, στην Κύπρο, Σέρρες, Δράμα, Βόρεια Ελλάδα, καταλήγουμε Αθήνα, έχουμε μία συναυλία στη Θεσσαλονίκη το Μάρτιο και τελειώνουμε μετά και ξαναβγαίνουμε το καλοκαίρι, για να ασχοληθούμε λίγο πιο σοβαρά με τις ηχογραφήσεις.

-Κλείνοντας, τι είναι για εσάς η μουσική;

Γ.Α.: Ό,τι καλύτερο μου έχει συμβεί στη ζωή μου. Δε θα μπορούσα να ζήσω χωρίς αυτή. Ελπίζω να μην υπάρχει σε κανένα πλανήτη, σε καμία διάσταση ζωή χωρίς μουσική. Και είμαι σίγουρος ότι δε γίνεται να υπάρχει.


Πηγή: