Πανηγύρι του Αγίου
Αθανασίου στο χωριό μου (Βάγια Θηβών), παιδάκι και, θυμάμαι την ελιά στο δεξί
του μάγουλο, την «παχιά» προφορά του –λόγω αρβανίτικης καταγωγής– στα σύμφωνα
λι νι και σι, και το βελούδο της φωνής του. Ανάμεσα σε τραγουδίστριες, δύο ή
τρεις, ανάλογα με την ποσότητα βλακώδους πονηριάς του ιδιοκτήτη του μαγαζιού,
που είχε μετατραπεί για τις ανάγκες του πανηγυριού σε οικογενειακό κέντρο. Όταν
τραγούδαγε, σα να τραγούδαγε το στόμα του σε ξένο κορμί. Καμιά σύσπαση στο
πρόσωπό του, καμιά «εκφραστική» κίνηση, κανένα μέλος του σώματός του δεν
συμμετείχε στο χρώμα που εκσφενδόνιζε η φωνή του –η απόλυτη εφαρμογή της
Μπρεχτικής «αποστασιοποίησης» (αργότερα τα πρόσεξα και στους: Γρηγόρη
Μπιθικώτση, Στέλιο Καζαντζίδη, Σωτηρία Μπέλλου, Νίκο Ξυλούρη). Οι καλοί
χορευτές σηκώνονταν να χορέψουν μόνον όταν τραγούδαγε ο Παπασιδέρης. Γιατί;
«Ήταν τεμπάτος, κάρφωνε τις νότες», μου είπε το 1996 ο κλαρινίστας Παναγιώτης
Κοκοντίνης από το Αμπελοχώρι Θηβών.
…1922
και η δύναμη των προσφύγων και ταλαντούχων Μικρασιατών μουσικών, τραγουδιστών
και συνθετών, που πλημμύρισαν την κυρίως Ελλάδα,
επιβάλλει και σχεδόν κυριαρχεί και παραμερίζει την τοπική μουσική παράδοση
(τουλάχιστον στα πρώτα χρόνια γιατί, αργότερα αυτή η συγχώνευση επέφερε το
αποτέλεσμα που τώρα γνωρίζουμε). Καινούργια λαϊκά όργανα, αστικά λαϊκά
τραγούδια, αμανέδες και «τρόποι τραγουδίσματος» μεταφέρονται από τη Μικρά Ασία,
την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και την Ανατολική Θράκη στην κυρίως Ελλάδα.
Αυτή η ατμόσφαιρα υπάρχει και στους πρώτους δίσκους που
τυπώνονται λίγο αργότερα (1931), με την δημιουργία του πρώτου εργοστασίου
παραγωγής δίσκων στην Ελλάδα. Τα «μέσα ηχογράφησης» της εποχής απαιτούσαν
ικανότατους τραγουδιστές και μουσικούς, μιας και δεν υπήρχε η δυνατότητα για play-back, διορθώσεις κτλ. Γι’ αυτό και οι πρώτοι
τραγουδιστές των δίσκων επιλέγονται με πολύ αυστηρά κριτήρια. Ένας απ’ αυτούς
είναι και ο «Κουλουριώτης» Γιώργος Παπασιδέρης.
Προφανώς, το προαναφερόμενο μουσικό κλίμα, η
γειτνίαση της Σαλαμίνας με τον Πειραιά των ρεμπέτικων, η πεποίθηση της εποχής
ότι «τραγουδιστής που δεν μπορεί να πει αμανέ, δεν λογίζεται τραγουδιστής», ο
θαυμασμός του Παπασιδέρη για την ερμηνευτική δεινότητα των Μικρασιατών που τραγουδούσαν
αμανέδες (Ατραΐδης, Νούρος, Καρίπης, Αραπάκης κ.ά.), καθώς και οι
επιλογές της νεοσύστατης δισκογραφικής βιομηχανίας για ρεπερτόριο ήδη
καθιερωμένο, τον οδήγησαν στα πρώτα 5
χρόνια να δισκογραφήσει μόνον αμανέδες. Αμέσως
μετά, αυξήθηκε η δισκογραφική παραγωγή δημοτικών τραγουδιών, λόγω μεγάλης
ζήτησης. Έτσι, ακολουθώντας κι αυτός το «ποτάμι», δισκογράφησε 1800 περίπου
δημοτικά τραγούδια που, τώρα πια –με τις αμέτρητες επανεκδόσεις– γνωρίζουμε
καλά. Γνωρίζουμε επίσης ότι, το μεγαλύτερο μέρος των δημοτικών τραγουδιών που
δισκογραφήθηκαν τότε, αλλά και αργότερα, ήταν δημιουργία αφ’ ενός επώνυμων και
ταλαντούχων του συγκεκριμένου τόπου και αφετέρου αναδημιουργία όλης της τοπικής
κοινωνίας με τις αδιαμφισβήτητες προσθαφαιρέσεις σ’ αυτά, ώστε να
«κορομηλιάσουν». Μοναδικοί τραγουδιστές (όπως ο Παπασιδέρης) που, για τις
ανάγκες των τοπικών πανηγυριών μάθαιναν και τα τραγούδια του συγκεκριμένου
τόπου, τα πέρασαν στη δισκογραφική βιομηχανία που «εκμεταλεύτηκε» το ταλέντο
τους και την πρόσβασή τους σ’ αυτά.
Η έρευνα, που εν τω μεταξύ έχει γίνει για την συγκεκριμένη εποχή
(1930), μπορεί να επιβεβαιώσει αυτούς τους ισχυρισμούς, μιας και τραγούδια που
είναι καταγεγραμμένα ως δημιουργίες συγκεκριμένων σπουδαίων τραγουδιστών, δεν
ήταν παρά δημιουργίες της τοπικής κοινωνίας. Η σύνθεση δημοτικών τραγουδιών,
μπορούμε να πούμε ότι, τελείωσε με την πρώτη δισκογράφησή τους. Να σημειωθεί
και η «Προκρούστεια» επέμβαση σ’ αυτά, που συντελέστηκε με την δισκογράφησή
τους («δυτικού τρόπου» συγχορδιακή συνοδεία, αλλοίωση της διαστηματικής δομής των
μουσικών κλιμάκων κτλ.). Αυτό εξ άλλου, είναι ολοφάνερο τώρα, ακούγοντας τη
«διαστηματική» ευαισθησία των νέων μουσικών που παίζουν παραδοσιακά όργανα
–απόρροια της γνώσης τους– με την οποία προσεγγίζουν τα ίδια δημοτικά
τραγούδια.
Τι απομένει; Η χαρά της ακρόασης της υπέροχης φωνής του Παπασιδέρη και
άλλων σηματωρών τραγουδιστών της εποχής του με το μοναδικό «χρώμα» τους.
Ιδιαίτερη μνεία στις υψηλές τονικότητες που τραγουδούσε ο Παπασιδέρης
(φαινόμενο που παρατηρούμε και στις ηχογραφήσεις δημοτικών και ρεμπέτικων
τραγουδιών που ηχογραφήθηκαν στην Αμερική την δεκαετία του ’20 από τους εκεί
Έλληνες τραγουδιστές-μετανάστες Σωτήρη Στασινόπουλο, κα Κούλα, Μαρίκα Παπαγκίκα
κ.ά.) – παράμετρος που δεν υπάρχει τώρα. Λίγο πριν το τέλος της ζωής του, ο
Παπασιδέρης βρέθηκε να τραγουδά σε πανηγύρι και, εισπράττοντας την έκπληξη του
μουσικού στην επιθυμία του να τραγουδήσει από λα μινόρε, του είπε «παίξε από
λα, για ν’ ακουστεί το τίμιο λα του Παπασιδέρη».
Αν βρεθείτε στην Κούλουρη, κάντε μια βόλτα στη Μονή Φανερωμένης όπου,
μαζί με το «αυθαίρετο» του Άγγελου Σικελιανού (σχεδόν μέσα στη θάλασσα, ο
αθεόφοβος), θα δείτε και τη μορφή του Παπασιδέρη να τραγουδά στο πανηγύρι της.
Συνέντευξη του Θανάση Μωραΐτη με τον κλαρινίστα Παναγιώτη Κοκοντίνη για τον
Γιώργο Παπασιδέρη
(Αθήνα, Άγιος
Παύλος, 15.3.1996)
Στην κατοχή είχα πάρει μέρος στην
αντίσταση και τα λοιπά. Μας κλείσαν φυλακή εμάς τους ελασίτες, 9 χρόνια
περίπου κάθησα και βγήκα το 1952, 1η Αυγούστου, με τα μέτρα ειρηνεύσεως του Πλαστήρα.Ήμουνα επαγγελματίας μουσικός, αλλά χαμένος από την πιάτσα
τόσα χρόνια. Προπολεμικά, εκεί
με τους πρόσφυγες πού ’χαν έρθει στη Θήβα το 1922, κοντά στο
χωριό μου (Αμπελοχώρι),
πήρε το μυαλό μου έτσι και μ’ άρεσε η μουσική, έγινα επαγγελματίας και αφού βγήκα το 1952, έρχονται
τα Χριστούγεννα. Ο Παπασιδέρης
είχε κάνει εγχείρηση στο στομάχι και
μού ’ρχεται στη Θήβα, λέει: «Γεώργιος Παπασιδέρης».«Α, χαίρω
πολύ», λέω, «που φιλοξενώ στο φτωχικό μου σπίτι, έναν
τέτοιο άνθρωπο». Καθήσαμε
εκεί, μου λέει, «Πάω στην
Καρδίτσα, σ’ ένα γάμο». «Και
’γώ», του λέω.
Μού ’χανε πει για
ένα γάμο κάτι συνάδελφοι στην Αθήνα. Μου
λέει «Θέλω να
γραμμοφωνήσουμε, να περάσουμε
τον «Τριτσιμπίδα». Πήγαμε στηνΚαρδίτσα.
Εκεί που καθόμασταν στο καφενείο,
μου λέει, «Παίξε τον Τριτσιμπίδα». Τού
’παιξα ‘αλά Τούρκα’, με σμυρνέικο ύφος, τό ’κανα
σαμπάχ, κατά τα καρκινώματα των Τούρκων. Το
περάσαμε αυτό το τραγούδι σε δίσκο. Μετά περνάμε,
είχα γράψει ένα τραγούδι, το πρώτο από μες
στη φυλακή:
Γύρισα απότην ξενιτιά που μ’ είχανε σταλμένο
και ήρθα από το
σπίτι σου μα τό ’βρα κλειδωμένο
ρωτάω τις γειτόνισσες
μ’ αυτές δεν με γνωρίζουν κτλ.
Το περάσαμε. Τραγούδησε ο Γιώργος. Μετά, το τρίτο ήταν: «Λαλούδι της Μονεμβασιάς». Το τέταρτο, να συμπληρώσουμε το δίσκο (45 στρ.),
περάσαμε το: «Παιδιά μ’ σαν
θέλ’τε λεβεντιά». Ε, παίρνουμε
το δρόμο αυτό και είχαμε πολλά χρόνια
συνεργασία. Μετά έγραψε ο Γιώργοςτο: «Όλες οι
μελαχροινές». Πηγαίναμε στα Μέγαρα,
θυμάμαι, και μες στο λεωφορείο
μου λέει: «Νούσιε»
(στα αρβανίτικατο υποκοριστικό του Παναγιώτη,
Πανούσης), «Έχω κάτι λόγια εδώ. Πως τ’ ακούς;». «Ωραίο
είναι», λέω. Κάπνιζα
Καρέλια τότε και μες
στο λεωφορείο, πιάνω το πακέτο
και φτιάχνω το πεντάγραμμο. Έγραψα τη μελωδία για
να μη χάσω το χρώμα. Το
περάσαμε κι αυτό. Έπιασε πολύ.
Είχαμε συνεργασία
με τον Γιώργο, έως το
1973. Ήταν Δευτέρα του 1977 και βγαίνω εδώ
και βλέπω στην τηλεόραση τη φωτογραφία του Παπασιδέρη. «Τι;». «Πέθανε», είπε
ο σταθμός. Πω, πω! Πήγαινα για τον
Καναδά, σαν αύριο, για δουλειά. Τίνα κάνω τώρα; Τον Γιώργο; Τί διάολο. Περπάταγα για την Ομόνοια
και σκεπτόμουνα, τινα
του γράψω στο τηλεγράφημα, δηλαδή μέσα
από την ψυχή μου τα λέω
αυτά, γιατ’ είχα φάει ψωμί, είχα κοιμηθεί
στο σπίτι του, στα
σεντόνια του. Πιάνω και γράφω:
Πενθοφορούνε τα βουνά και τα πουλιά τονκλαίνε,
πενθοφορεί κι η Κούλουρη κι όλος ο κόσμος κλαίνε
και το στέλνω τηλεγράφημα. Μετά που γύρισα από τον Καναδά, το πέρασα σε δίσκο, μαζί μ’ άλλο ένα τραγούδι,
πάλι για τον Γιώργο:
Το μάθανε και
κλάψανε Ανατολή και Δύση
ο Παπασιδέρης βρε παιδιά δε θα ξαναγυρίσει
πολλά τραγούδια έγραψε για τουςκαπεταναίους
έγραψε κι ερωτικά για νέες και για νέους κτλ.
Βρίσκω τον Τάκη
Καρναβά, ένας τραγουδιστής.Τον
είχα πάρει σε πολλές δουλειές. «Έλα», του λέω, «να πεις δυο
τραγούδια, πέθανε οΠαπασιδέρης». Βρισκόμαστε, διαβάζουμε
τα λόγια, μόλις βλέπει αυτός «Δεν βρίσκεται τραγουδιστής
σαντον Παπασιδέρη». «Γιατί;» μου λέει, «δεν
βρίσκονται άλλοι τραγουδιστές σαν τον Παπασιδέρη;»«Α ...έτσι;»,
λέω. «Άστο, μην
το λες καθόλου». Το τραγούδησα εγώ. Θα στον δώσω το δίσκο Θανασάκη, να
τοβάλεις μαζί με τα άλλα του Γιώργου.
Ο Παπασιδέρης,
έτσι πιστεύω εγώ, ήτανε,
είναι και θα παραμείνειας
πούμε, σαν ο πατέρας του Δημοτικού τραγουδιού. Έμαθε τον κόσμο
να χορεύει. Ήταν τεμπάτος. Γιατί,άλλοι,
αφήνουν ουρά. Αυτός είχε ρυθμό. Άιντε , καλή
αντάμωση νά ’χουμε.
Συνέντευξη του Θανάση Μωραΐτη με τον Βαγγέλη Λαθούρη* για τον Γιώργο
Παπασιδέρη
(Σαλαμίνα, 17.4.1996)
Μ’ έφερνε σε
ευθυμία και έσπαγα ποτήρια. «Μη σπας», μου
έλεγε, «γιατί δεν θα τραγουδήσω». Γιατί μ’ έφερνε εμένα σ’ ευθυμία να πούμε,
επειδή γνωρίζω εγώ τα τραγούδια,
δηλαδή, τον καλλωπισμό του τραγουδιού
τον γνωρίζω καλά εγώ ψυχικώς, γι’ αυτό ερχόμουνα σε κέφι κι έκανα
ζημιά να πούμε.
Τον γνώρισα το
1930. Είχε γραμμοφωνήσει το πρώτο τραγούδι, αμανές ήταν:
Έχω πολλά
παράπονα στο στήθος μου γραμμένα,
πότε θα ’ρθεί αυτή
η στιγμή να στά ’πω ένα ένα, σε
σαμπάχ. Το τούμπα, δεν
θυμάμαι τι είχε. Την ώρα που ερχότανε από την Αθήνα με την πλάκα
στο χέρι, τον θυμάμαι. Ήρθε στον πατέρα μου απάνω πού
’χαμε ένα γραμμόφωνο "Star", μόνο εμείς
είχαμε γραμμόφωνο στην Κούλουρη . Έφερε το
βάλαμε εκεί,τ’ ακούσαμε. Ω! Ο Παπασιδέρης. Μετά έβγαλε τα: «Σουζινάκ»και «Χιτζασκιάρ». Από τότε κάναμε
παρέα, τραγούδαγε δε και στην ταβέρνα
μου συνέχεια, με τον Μανώλη Φιστιξή, ο Γιαννάκης με το σαντούρι, ο Ρούκουνας, η Βασιλική Τακουΐ,
πού ’χει παντρευτεί
στη Χασιά, ο Αραπάκης ο
τραγουδιστής.
Ο Παπασιδέρης,
τραγουδούσε κάθε φεγγάρι, κάθε πανσέληνο. Όταν είχε φεγγάρι, οι ψαράδες δεν πιάνανεψάρια και κάνανε
αναγκαστικά ρεπό 4-5 μέρες, αράζανε
κι ακούγανε τον Γιώργο. Πήγε να παίξει στηνΉπειρο. Φύγανε όλοι από το κέντρο που ήτανε οι Χαλκιάδες και πήγανε να ακούσουνε τον Παπασιδέρη.
Οι Κουλουριώτες, άλλοι τον
μισούσανε, άλλοι τον
αγαπούσανε. Γιατί ήτανε ο πρώτος να πούμε. Είναι έναςψάλτης του Πατριαρχείου, ο Στανίτσας. Τον έφερε ο Νίκος Σαλτάρης στη γιορτή της Αγίας Βαρβάρας.Ήθελε να φάει λακέρδα. «Μόνο στου
Βαγγέλη», τού ’πανε.
Ήταν στην παρέα κι ο Παπασιδέρης.
Άφού φάγανε, ευχαριστηθήκανε
να πούμε, ήρθαν σε κέφι και τραγούδησε ο Παπασιδέρης ένα τούρκικο
τραγούδι. Του λέει ο Στανίτσας: «Να σε ρωτήσω κάτι κύριε Παπασιδέρη; Έχεις σπορά
από την Τουρκία;».
«Όχι», του λέει
ο Γιώργος. Ο Παπασιδέρης είχε πάει στην Τουρκία, στη Σμύρνη, όταν
ήτανε μικρός μ’ ένα καΐκι του Γιώργη του Μάθεση, δούλευε στο καΐκι, ήτανε μούτσος,
14-15 χρονώ. Τού ’πε κι
άλλα τραγούδια αυτό το βράδυ. «Με σκλαβώσατε απόψε κύριε Παπασιδέρη»,
του λέει ο Στανίτσας, «με τα τραγούδια που μου είπατε». «Δεν κουράζεσαι;», τού ’λεγα ’γώ.
«Δεν κουράζομαι γιατί η
φωνή μου κατεβαίνει απ’ το κεφάλι» μου
απάντησε. Σαράντα μέρες απ’
τη μέρα που πέθανε ο Παπασιδέρης,
τραγούδι δεν έβαλα. Γιατί τον
αγαπούσαμε πολύ τον Γιώργο.
* Ο Βαγγέλης Λαθούρης γεννήθηκε
το 1913 στη
Κούλουρη. Είναι πασίγνωστος στη Σαλαμίνα, από την
ταβέρνα «Το πυροφάνι», που είχε στον Άγιο
Νικόλαο μέχρι πριν λίγα χρόνια. Ζει
με τη γυναίκα του, Μαρία, στο
ίδιο μέρος. Ήταν ‘κολητοί’ με τον Παπασιδέρη. Τα
περισσότερα δημοτικά τραγούδια
(ελληνικά καιαρβανίτικα),
τα ρεμπέτικα και οι αμανέδες της έκδοσης,
είναι από το αρχείο του.
Συνέντευξη του Θανάση Μωραΐτη με τη γυναίκα του Γιώργου
Παπασιδέρη, Αφροδίτη
(Σαλαμίνα,
24 Μαρτίου1996)
Ήμουν
μοναχοκόρη σε τέσσερα αδέρφια. Ένα βράδυ, μπαίνει σπίτι ο ένας αδερφός μου, μαζί με τονΓιώργο που κρατούσε τον πρώτο δίσκο που είχε βγάλει («Έχω πολλά παράπονα στο οτήθος μου γραμμένα»).
«Μάνα, ξύπνα, αρραβωνιάζω τη Βήτα απόψε». «Που; Σε ποιόνε;».
Ήμουν
17 χρονών τότε, το 1930.
«Πήγαινε ξύπνα την Αφροδίτη, να δούμε, τον θέλει τον Γιώργο;».
Τον
ήξερα, τον έβλεπα στο πηγάδι πουερχόμουνα, εδώ στην πλατεία που είναι τώρα.
«Σ’ αρραβωνιάζει απόψε ο αδερφός σου», μου λέει η μάνα.
«Σε ποιόν;»«Στον Γιώργο».
Είχε
μεγάλη οικογένεια ο Γιώργος, 9 αδέρφια, 5 αγόρια, 4 κορίτσια. Δούλευεμε τα κάρα τότε, καραγωγεύς. Ήταν
28 χρονώ που μ’αρραβώνιασε. Ο Σιδέρης Ανδριανός, ο λαουτιέρης,μεσολάβησε, έφερε κάποιον από την Κολούμπια, τον έβαλαν να
τραγουδήσει. Αυτό ήταν. Την άλλη μέραπήγε με τον αδερφό μου και
γραμμοφώνησε για την Κολούμπια. Παντρευτήκαμε, αφού πάντρεψε τις αδερφέςτου με τα χρήματα που έπαιρνε από
τις γραμμοφωνήσεις. 1000 δρχ. το τραγούδι. Ο γιος μας, οΧρήστος, γεννήθηκε το 1932. Ο
Γιώργος δεν σταμάταγε να τραγουδά. Ερχόταν σπίτι από τη δουλειά καιμου έλεγε: «Βήτα, δώσμου πουκάμισο, φανέλλα, να αλλάξω ρούχα, να φύγω». Τόσο πολύ. Αν είχα κρατήσειτα τηλεγραφήματα και τα γράμματα
που του στέλνανε από εκεί που τραγουδούσε, θα βλέπατε πως τονλατρεύανε. Τον καλούσανε σε όλα τα πανηγύρια, γάμους, βαφτίσια, παντού.
Πήρε και μια κιθάρα. Δενήξερε. Την είχε έτσι, κάτι να
κρατάει.
Ο
άντρας μου ήτανε ναύτης. Στον πόλεμο τραγουδούσε στον «Έλατο», στην Ομόνοια. Του πήγαινα ρούχα
γιατί, απαγορευόταν τότε, να έρθει στην Κούλουρη, δεν
τουςαφήνανε στο Πέραμα. Μετά το 1947, έβγαλε πολλούς
δίσκους. Ο λόγος του πέρναγε στην Κολούμπια.Τραγούδησε μέχρι το 1972. Τραγουδούσε και αρβανίτικα, του τα ζήταγε ο κόσμος,
τα είχε κάνει δίσκοπροπολεμικώς: «Ανθίση ντρίζα ε μάλιτ», «Ρα καμπάνα Παπαντήσε», «Σκόβα γκα Μαρίετ»,«Ατό τσε βένε ντε πηλό", «Λίτσε μόι Λίτσε». Καμιά φορά, πήγαινα κι εγώ μαζί του. Δεν έβγαζε πολλά λεφτά. Έπαιρνε 200δρχ. στο γάμο ή στο πανηγύρι. Πάντρεψε την Τακουΐ, την τραγουδίστρια, στη Χασιά.
Δίσκους
έβγαζε μέχρι τα τελευταία. Στα πανηγύρια πήγαινε, αλλάόχι όπως πρώτα, πολύ αραιά. Είχε τηνκαρδιά του. Είχαμε βάλει βηματοδότη το 1970. Συνεργάστηκε με πολλούς μουσικούς. Ο Σέμσης τον αγαπούσεπολύ. Ο γιος μας πήρε το δίπλωμα του γιατρού
το 1970. Το 1973 παντρεύτηκε την Αθηνά . Πέθανετο 1992. Έχω δύο εγγόνια, 20 χρονώ τώρα. Λίγο πριν πεθάνει ο άντρας μου, έβγαλε το τραγούδι:
Σαναποθάνω θάψτε με, στης εκκλησιάς
την πόρτα
να με πατούν οι έμορφες αυτές οι
μαυρομάτες
να με πατεί καιμια ξανθιά μιας χήρας θυγατέρα
νά’ρχεται στο μνήμα μου
Παρακάλεσε τον νεκροθάφτη να τον θάψειμπροστά στην πόρτα της εκκλησίας. Και έτυχε
και τον έχουμε εκεί.
Μια συνέντευξη με την άκρως ταλαντούχα και δραστήρια νέα ερμηνεύτρια
και τραγουδοποιό.
"Όταν εγώ σας έδειχνα τη συγκεκριμένη καλλιτέχνιδα, εσείς κοιτάζατε το δάχτυλο" θα έλεγα εάν ήμουν κακός και αλαζόνας αλλά δεν είμαι και γι' αυτό δεν το λέω, παρόλο που ήδη από το 2019 η ίδια είχε αρχίσει να δείχνει δείγματα του ερμηνευτικού της ταλέντου. Δεν μπορεί, κάποιο λόγο είχε ο Θάνος Μικρούτσικος που την καθοδηγούσε με τόση ζέση επί σκηνής στο Φεστιβάλ της ΚΝΕ, στα τραγούδια του, και βέβαια κάποιο λόγο είχαν οι άνθρωποι της Μικρής Άρκτου που της άνοιξαν την πόρτα στη δισκογραφία. Πλέον, η ίδια ετοιμάζει τον δεύτερο προσωπικό δίσκο της και με τραγούδια όπως το "Της Άνοιξης κολώνια" και "Παίρνω εγώ την ευθύνη" δείχνει και μια πολύ ενδιαφέρουσα συνθετική πτυχή της. Παράλληλα, με μια συνεχή παρουσία σε διαδικτυακές συναυλίες εν μέσω των lockdown και σε μαζώξεις με έντονο πολιτικό αποτύπωμα, δείχνει ότι διατηρεί ανοιχτές τις αντένες της έναντι της κοινωνίας. Η κυρία Πολυξένη Καράκογλου!
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
- Πώς προέκυψε το «παιχνίδι» με το BohemianRhapsody; Πώς είναι να κάνεις cover στα …ιερά και τα όσια της μουσικής φυλής μας;
Στην προηγούμενη
καραντίνα πέρα από τον εγκλεισμό και το φόβο έτυχε να αλλάξουν και πολλά
κεφάλαια στη ζωή μου. Η αδερφή μου που μέναμε μέχρι τότε μαζί παντρεύτηκε και
μου χάρισε μετά από κάποιους μήνες τον μελένιο ανιψιό μου, αποφάσισα να
παρουσιάσω τη μουσική και το στίχο μου και να ετοιμάσω το άλμπουμ που
κυκλοφορεί σύντομα χωρίς δισκογραφική εταιρεία, μετακόμισα σε άλλη περιοχή σε
καινούργιο σπίτι με τον σύντροφο μου. Οπότε όλα ήταν καινούργια και από την
πρώτη στιγμή που άκουσα το Bohemian Rhapsody στην εφηβεία μου, μιλούσε για την αλλαγή, αυτό σημαίνει για εμένα αυτό το
τραγούδι. Το να ακολουθείς τον άνθρωπο που είσαι και θες να είσαι χωρίς να σου
καίγεται καρφί σε πολλές περιπτώσεις η γνώμη των άλλων. Θα μπορούσα να πω πως,
αν μου επιτρέπεις, τη λέξη «παιχνίδι» θα την άλλαζα με τη λέξη «κάθαρση»…
Τεχνικά ήταν μια
αρκετά απαιτητική διαδικασία καθώς έφτανα να έχω την ίδια στιγμή να ηχογραφώ
έως και 22 φωνές, διαφορετικά κανάλια…αλλά το πιο δύσκολο ήταν εάν θα έβαζα η
όχι την προσωπική μου πινελιά σε αυτό το τραγούδι-θρύλος.
- Προφανώς και τη βάλατε. Παράλληλα, κυκλοφόρησε το πρώτο
τραγούδι από τον επερχόμενο δίσκο «Σημεία Στίξης», όπου εκτός από την ερμηνεία
υπογράφετε και στίχους και μουσική. Εν τέλει, εκτός από ερμηνεύτρια, όπως μας
συστηθήκατε στις «Πολύχρωμες ζακέτες», είστε και τραγουδοποιός; Και τι να
περιμένουμε από τον δεύτερο προσωπικό δίσκο σας;
Παρότι γράφω
μουσική από την εφηβεία μου, όταν διακρίθηκα στην Μικρή Άρκτο, αυτή μου η
ιδιότητα πάγωσε…όχι γιατί δεν έγραφα αλλά γιατί μπήκε μπροστά η ερμηνεύτρια
Πολυξένη για πολλούς λόγους… Μου έλειψε πολύ να μοιραστώ αυτή μου την πλευρά
και όταν ξεκινήσαμε με την Αθηνά Σπανού να κουβεντιάζουμε, προέκυπταν στίχοι
και μελωδίες
Ο δίσκος που θα
κυκλοφορήσει σύντομα είναι ένα αποτέλεσμα αβίαστου γραψίματος το οποίο το
απήλαυσα και συνεχίζω να το απολαμβάνω. Είναι η πορεία της ζωής ενός ατόμου που
συστήνεται, πέφτει, σηκώνεται, ρισκάρει, προχωρά, ερωτεύεται, ορίζει και
καθορίζεται από τις ρίζες του…
- Και ενός ατόμου που …παίρνει και την ευθύνη, αν κρίνω
από το πολύ ωραίο τραγούδι σας – πρόγευση του δίσκου. Νοιώθω όμως ότι η δική
σας ευθύνη ελάχιστη σχέση έχει με την …ατομική ευθύνη με την οποία μας
βομβαρδίζουν τα ΜΜΕ και οι κυβερνώντες. Πώς την ορίζετε, Πολυξένη την ευθύνη
μας σε αυτή την τόσο περίεργη συγκυρία;
Καμία σχέση δεν
έχει με την ατομική ευθύνη… Αλλά έχει με την ευθύνη ζωής. Υπάρχει μια στιγμή που βρίσκεις το κουράγιο να πεις «Δεν γίνεται να
συνεχιστεί, πρέπει κάτι να κάνω, με όποιο κόστος». Μου είπε μια μέρα η Αθηνά
μια ιστορία και μπορώ να πω ότι ταυτίστηκα πλήρως. Πιάνει φωτιά στο δάσος. Όλα
τα ζώα έντρομα τρέχουν να σωθούν μακριά από τη φωτιά. Κάποια στιγμή βλέπει ο
ελέφαντας το κολιμπρί να πετάει αντίθετα, και μια να πηγαίνει στη λίμνη και να
παίρνει νερό με το μικρό του ράμφος, μια να πηγαίνει στις φλόγες. Τον ρωτάει λοιπόν:
«Τι κάνεις εκεί κολιμπρί; Θα καείς» και απαντάει το κολιμπρί «Εγώ θα κάνω αυτό
που μου αναλογεί». Αυτός είναι ο λόγος που γράφτηκε αυτό το τραγούδι σε
συνδυασμό με την παρότρυνση να γίνουμε πολλά κολιμπρί που θα συνεργάζονται για
έναν κοινό σκοπό…
Μιλήστε μου λίγο για τη στιχουργό-συνεργάτιδά σας Αθηνά
Σπανού, τη γνωριμία και τη συμπόρευσή σας. Ομολογώ ότι έχει πολύ δυνατές
στιγμές η συγκεκριμένη στιχουργός, αν κρίνω π.χ. από το συγκλονιστικό «Οι μάχες
μου» από τον προηγούμενο δίσκο σας.
Χτύπησες φλέβα.
Αυτό το τραγούδι ήταν ο λόγος που έγιναν οι «Πολύχρωμες Ζακέτες». Τη γνώρισα
μέσω της Μικρής Άρκτου. Είχαν φέρει με τον Γρηγόρη Πολύζο τα τραγούδια τους
στην εταιρεία με ελπίδα συνεργασίας χωρίς να έχουν στο νου τους ποιος θα
μπορούσε να τα τραγουδήσει. Με κάλεσαν λοιπόν στη εταιρεία να διαβάσω και να
ακούσω αυτή τη δουλειά και είπα κατευθείαν το ναι. Έπειτα ξεκίνησε ένα παιχνίδι
με τους στίχους της που προέκυπταν μέσα από κουβέντες μας, άρχισα να γράφω
μουσική, προέκυψαν τραγούδια, προέκυψε και μια υπέροχη φιλία που έχει καταλήξει
σε οικογενειακά επίπεδα. Είναι υπέροχα αυτά που προκύπτουν χωρίς να τα
προγραμματίζεις - δε συμφωνείς; Νοιώθω πως έχω βρει την φίλη και τη συνεργάτιδα
που ήθελα σε όλες τις πλευρές. Είναι εξαιρετικός άνθρωπος και τη θαυμάζω
απεριόριστα.
- Ποια μουσικά ερεθίσματα και ποιες προσωπικές παραστάσεις
σας οδήγησαν το 2013 στην 4η Ακρόαση της Μικρής Άρκτου; Πότε και πώς
αποφασίσατε ότι θα …εισβάλλετε στον κόσμο της μουσικής;
Είχα μόλις
τελειώσει το σχολείο και έψαχνα απεγνωσμένα να βρω έναν δάσκαλο φωνητικής που
να με εμπνέει. Μετά από πολλά δοκιμαστικά, βρέθηκα με τον Γιάννη Φίλια ο οποίος
από το πρώτο τέταρτο με κέρδισε. Στο τέλος του μαθήματος λοιπόν μου είπε
«Γίνεται αυτή η ακρόαση, το ξέρεις; Να στείλεις γιατί λήγει σε 2 μέρες» και
κάπως έτσι χωρίς να ξέρω τίποτα έστειλα. Τώρα όσον αφορά το πότε αποφάσισα να
ασχοληθώ επαγγελματικά με τη μουσική, νομίζω πάντα το ήξερα ότι ο μόνος τρόπος
που έχω μάθει να αδειάζω από συναισθήματα είναι αυτός. Ήταν και είναι
μονόδρομος για εμένα.
- Τι πήρατε σαν μαθήτρια μουσικού σχολείου; Ποια η
εμπειρία των σπουδών σε έναν τέτοιο παιδαγωγικό οργανισμό;
Ήταν η πιο
υπέροχη περίοδος της ζωής μου. Μέχρι να μπω στο γυμνάσιο ήμουν και ένοιωθα
παράταιρη. Θες γιατί ποτέ δεν συμβάδιζα με την ηλικία μου, θες γιατί δεν
μπορούσα να βρω εύκολα φίλους να ταιριάξω; Όλα αυτά όμως εξανεμίστηκαν όταν
πάτησα το πόδι μου στο Μουσικό Σχολείο του Πειραιά: μουσική, όργανα ανοιχτοί
δάσκαλοι και παιδιά. Υπήρχε μια ονειρική αθωότητα και ακόμα και αν απαιτούσε
από εμένα περισσότερες ώρες διαβάσματος αλλά και παρακολούθησης δεν το αλλάζω
με τίποτα.
- Κάπου διάβασα ότι το πρωί απασχολείστε σε μια άσχετη
δουλειά. Πόσο εύκολο ή δύσκολο, πρακτικά, είναι να συνδυάζεις την τέχνη σου με
τον εκτός τέχνης βιοπορισμό;
Ναι το πρωί
εργάζομαι σε εκτελωνιστικό γραφείο μαζί με τον πατέρα μου. Δεν είναι εύκολο σε
καμία περίπτωση και αν δεν ήμουν και με τον πατέρα μου θα ήταν ακόμα πιο
δύσκολο. Είναι φοβερά υποστηρικτικός με αυτό που θέλω να κάνω στη ζωή μου και έχω
την άνεση να «κλέβω» πού και πού για στούντιο, γυρίσματα και συνεντεύξεις όταν
αυτά προκύπτουν. Επίσης πέρα από την πρωινή δουλειά διδάσκω και τραγούδι, κάτι
που το απολαμβάνω πολύ. Αυτός είναι και ο βασικότερος λόγος που δεν έψαξα να
βρω δουλειά πάνω στο πτυχίο μου, ως γεωπόνος. Θέλω να διδάσκω και να κυνηγήσω
τη μουσική μου. Μέχρι τότε με τον πατέρα και χίλια κομμάτια…
- Ποιες είναι οι σκέψεις σας αναφορικά με τις πολυάριθμες
καταγγελίες για περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο της τέχνης που
έχουν προκύψει τώρα τελευταία;
Οργή και θλίψη. Είναι μια μαύρη σελίδα που έπρεπε να αποκαλυφθεί για να
χτιστεί το μετά σε πιο υγιή θεμέλια. Παρόλα αυτά διαφωνώ με τον διασυρμό στην
πρωινή ζώνη. Τα θύματα θυμούνται ξανά την κακοποίησή τους ούτως η άλλως. Ας μην
τους βασανίζουμε περαιτέρω.
- Η πρώτη φορά που σας άκουσα ήταν στη σκηνή του Φεστιβάλ
της ΚΝΕ, σε μια συναυλία του Θάνου Μικρούτσικου. Πώς αντιδράσατε στο άκουσμα
της είδησης της απώλειάς του;
Ένοιωσα σαν να
έχω χάσει έναν πολύ δικό μου άνθρωπο. Πριν συνυπάρξουμε πάνω στη σκηνή τον είχα
γνωρίσει μονάχα μέσω του έργου του αλλά είχα ταυτιστεί και τον θαύμαζα πολύ.
Όταν τον γνώρισα και μετά έφυγε ήταν πολύ σκληρό. Εθνική απώλεια.
- Πολιτικά τραγούδια όπως αυτά του Μικρούτσικου γιατί
άραγε γράφονται τόσο σπάνια στις μέρες μας; ΟΚ, υπάρχει το χιπ χοπ, αλλά στην
κατεξοχήν έντεχνη σκηνή τα ψάχνουμε με το …τουφέκι!
Γιατί είναι
τέτοιες οι ιστορικές συνθήκες όπου ο κόσμος στη πλειοψηφία του είναι σε
υποχώρηση των απαιτήσεων του σε πολλά ζητήματα. Εκπτώσεις στο τι δικαιούμαι ως
εργαζόμενος, εκπτώσεις στις σχέσεις μου, εκπτώσεις στον προσωπικό ελεύθερο
χρόνο μου. Επομένως, πώς γίνεται η τέχνη να πηγαίνει συνειδητά και στην
πλειοψηφία της κόντρα στην τάση της εποχής; Υπάρχουν καλλιτέχνες που το κάνουν
και είναι οι ασυμβίβαστοι και αυτοί που δεν αντέχουν τα στενά όρια που σχεδόν
πάντα τους επιτάσσει η κοινωνία και η ζωή. Ευτυχώς υπάρχουν.
- Ελπίζω να μην ακουστώ ιερόσυλος, αλλά σε κάποιες live ερμηνείες σας με
παραπέμπετε στη Μαρία Δημητριάδη. Μαντεύω ότι την έχετε μελετήσει κι ίσως έχετε
εμπνευστεί κι απ’ αυτήν. Ευρύτερα, μνημονεύετε κάποιες γυναικείες φωνές που
υπήρξαν σημεία αναφοράς για σας και την τέχνη σας;
Τη θαυμάζω, με
συγκινεί βαθιά, αλλά να την έχω μελετήσει με την έννοια της μίμησης σε καμία
περίπτωση. Από όταν ξεκίνησα να τραγουδάω και να νοιώθω σίγουρη σε ένα ποσοστό
για τον τρόπο μου, αναζητούσα τα δικά μου συναισθήματα πάνω σε ό,τι
τραγουδούσα, τι μου γεννούσε η εκάστοτε ιστορία του τραγουδιού, η εποχή που
γράφτηκε, και πως αυτό όλο έχει λόγο στο σήμερα πέρα από μια απλή αναφορά. Θαυμάζω
πάρα πολύ τη Βικυ Μοσχολιού και την Τάνια Τσανακλίδου. Με συγκλονίζουν.
- Κι εγώ θαυμάζω, ξέρετε, την ευρύτερη κοινωνική και
πολιτική σας παρουσία. Δεν έχει να κάνει με την όποια κομματική μου προτίμηση –
απλώς παραδέχομαι τους ανθρώπους που συνδέουν την προσωπική τους ευημερία με τη
συλλογική δράση. Τι σας παίρνει και τι σας δίνει αυτή η συλλογική διάσταση;
Θα έλεγα πως μόνο
μου δίνει. Έρχομαι σε επαφή και συνυπάρχω με τόσο υπέροχους ανθρώπους, βαθιά
σκεπτόμενους, που ακόμα και αν είχα την πιο κουραστική μέρα της ζωής μου μέχρι
να τους βρω στο δρόμο ή σε μια κουβέντα για κάποιο σημαντικό θέμα, ξεχνάω κάθε
κόπωση και φεύγω με μια ελπίδα πως δεν είμαι μόνη μου. Μου περνάει πολύ συχνά η
σκέψη «Ωραία, γεννήθηκες και τώρα τι κάνεις;». Απαντάω λοιπόν: «Αυτό που μου
αναλογεί».
- Μεγαλώσατε στη Νίκαια. Ποιο είναι το αγαπημένο σας
μέρος εκεί; Και ποιο είναι το ιδανικό σάουντρακ της συνοικίας σας;
Δεν έχω αγαπημένο
μέρος στη Νίκαια αλλά αγαπημένη αίσθηση. Μπροστά από το πατρικό μου και στην
ευρύτερη περιοχή έχει φυτεμένες νεραντζιές, και κάθε Άνοιξη μοσχοβολάνε. «Της Άνοιξης
κολόνια» το τραγούδι που θα είναι στο καινούργιο άλμπουμ σε στίχους της Αθηνάς
Σπανού και μουσική δική μου.
«Τι κι αν περνούν οι εποχές τι κι αν περνούν τα χρόνια
κι αν το χαρτί παλιώνει και σβήνουν οι γραμμές
Στη μυρωδιά μιας νεραντζιάς της Άνοιξης κολόνια
Κοντά σου θα με φέρουνε χαρτάκια προσευχές»
- Και τι όνειρα ανεκπλήρωτα έχουν τα δικά σας χαρτάκια
προσευχές, Πολυξένη; Υπάρχει κάποιο προσωπικό, καλλιτεχνικό ή άλλο απωθημένο
που θέλετε οπωσδήποτε να εκπληρωθεί;
Να τραγουδώ και
να τραγουδάμε, να πάψουμε να νοιώθουμε μόνοι ή να γκρινιάζουμε γι’ αυτό και να
φροντίσουμε να βρούμε κι άλλους σαν εμάς. Να κυνηγάμε το καλύτερο και όχι με
την υλιστική έννοια αλλά με τη βαθιά ανθρώπινη. Και πολλά ακόμα που δεν έχουν
γραφτεί ακόμα.