Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

Κατερίνα Πολέμη: "Παρέα, η ζωή είναι πιο ωραία"

Πριν από πέντε χρόνια είχα την τύχη να συνομιλήσω με την Κατερίνα Πολέμη για τον Μετρονόμο, σε μια συνέντευξη που διαβάζετε ΕΔΩ. Από εκείνη την κουβέντα είχα βάλει στην άκρη για μελλοντική χρήση το ακόλουθο απόσπασμα, γιατί η κουβέντα είχε ξεπεράσει κατά πολύ τη διαθέσιμη έκταση. Ιδού!







Τόσο στην τέχνη όσο και στη ζωή φαίνεται να έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη μας στη συλλογικότητα, στο «μαζί». Εσείς έχετε μια καλλιτεχνική ή άλλη παρέα;

Η συλλογικότητα είναι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στον κόσμο - για τον άνθρωπο, για άλλα ζώα, για τα δέντρα, και πάει λέγοντας. Εγώ πιστεύω ότι «παρέα, η ζωή είναι πιο ωραία». Μαζί καταφέρνουμε να αγγίξουμε με μεγαλύτερη ταχύτητα μεγαλύτερη ουσία. Τώρα, έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη και παράλληλα εξελίχθηκε πολύ η τεχνολογία με αποτέλεσμα να μπορούμε πρακτικά και μόνοι μας να κάνουμε σχεδόν τα πάντα. Η τεχνολογία μας δίνει την γρηγοράδα αλλά η συλλογικότητα - έστω και μαζί με την τεχνολογία - μας δίνει την πραγματική μαγεία και ευφυΐα! Για να κάνει κάποιος κάτι με κάποιον άλλον αποτελεσματικά, πρέπει να μάθει να συνυπάρχει, να μαθαίνει κάθε μέρα πώς παίζεται το «παιχνίδι» της ομαδικότητας. Δεν είναι εύκολο και γι’ αυτό δεν επιλέγουν να το κάνουν πολλοί, αλλά είναι εφικτό με μεγάλη προσπάθεια και υπομονή στον εαυτό σου και στον άλλον. Εγώ έχω κάποιους ανθρώπους και συνεχίζω να ψάχνω επίσης - καλλιτέχνες και μη. Με συνεργασίες έχω γράψει κάποια από τα πιο αγαπημένα μου τραγούδια. Επιδιώκω να τους έχω στην ζωή μου γιατί με κάνουν καλύτερο άνθρωπο - και άρα και καλύτερη μουσικό.

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2018

Για την "Ηχώ" της Κριστέλλας Δημητρίου



ΗΧΩ
Σαπφώ, Αλκαίος και άλλοι αρχαίοι Έλληνες ποιητές
Κριστέλλα Δημητρίου, Σωτήρης Κακίσης, Λιζέτα Καλημέρη
Polytropon, 2017

Ο άγνωστος «Χ» ανοίγοντας το CD και βάζοντας την «Ηχώ» στον player δεν ήταν φυσικά το ερμηνευτικό μέγεθος της Λιζέτας Καλημέρη, ούτε η ποιητική αξία των αρχαίων λυρικών ποιητών μας, ούτε η ικανότητα του Σωτήρη Κακίση να μεταφέρει τα νοήματα των αρχαίων στη γλώσσα που μιλάμε σήμερα. Όλα αυτά είναι γνωστά, παγιωμένα, και καταξιωμένα. Μοναχά το κομμάτι της σύνθεσης και της ενορχήστρωσης ήταν το άγνωστο, καθώς υπογράφεται από την Κριστέλλα Δημητρίου, το προηγούμενο έργο της οποίας πάνω στην Σαπφώ και τον Καβάφη δεν είχα γνωρίσει μέχρι τώρα.

Η «Ηχώ» είναι ό,τι πιο επεξεργασμένο και δουλεμένο μουσικά θα ακούσετε σε άλμπουμ της τρέχουσας «έντεχνης» παραγωγής – ένα κλασικής υφής μουσικό περιβάλλον που δένει εξαιρετικά με τον ποιητικό λόγο. Η εμπειρία της ακρόασης είναι πραγματικά αναζωογονητική, καθώς ξετυλίγονται οι εμπνευσμένες συνθέσεις της Δημητρίου, η μελωδική τρυφερότητα αλλά και το ρυθμικό νεύρο των δημιουργιών της (ακούστε το θαυμάσιο "Το κύμα"!), και η έμφαση στην ενορχηστρωτική λεπτομέρεια με ενδιαφέρουσες συνομιλίες πιάνου – βιολιού ή μαντολίνου – σαξοφώνου! Το πιάνο κυρίαρχο, επιτέλους, γιατί το κυρίαρχο μοντέλο του «παίρνω την κιθάρα μου και τραγουδάω» έχει βρει προ πολλού τοίχο και γιατί υπάρχει ζωή και πέρα απ’ αυτό.

Το μεγάλο κατόρθωμα της Δημητρίου δεν είναι όμως κάποια μεμονωμένη σύνθεση ή ενορχηστρωτική επιλογή της. Το μεγάλο κατόρθωμα είναι η θαυμαστή υφολογική ενότητα του δίσκου – φεύγεις από την ακρόαση όχι έχοντας ακούσει το ένα ή το άλλο τραγούδι, αλλά έχοντας ενταχθεί σε ένα ιδιαίτερο ηχητικό και μουσικο-ποιητικό σύμπαν. Προσπάθησε, αγαπημένη μου αναγνώστρια, να σκεφτείς την τελευταία φορά που αντιμετώπισες ένα CD σαν ενιαίο σύνολο και όχι σαν άθροισμα τραγουδιών, για να καταλάβεις την αξία αυτού του επιτεύγματος.

Μόνη μου παρατήρηση, σε επίπεδο ερμηνείας, είναι ότι η φωνή της Δημητρίου – που επιλέγει να τραγουδήσει τη «Διδύμη» - έχει μια ενδιαφέρουσα χροιά αλλά και ένα έντονα ένρινο στοιχείο που στο συγκεκριμένο τραγούδι κυριαρχεί. Επίσης, αχρείαστη θεωρώ τη συμμετοχή του Αλκίνοου Ιωαννίδη. Υποθέτω ότι η επιλογή του για να τραγουδήσει το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου στόχο είχε να προσθέσει την ανεμελιά και την ελαφρότητα των στίχων, αλλά φοβάμαι πως ό,τι και να δώσεις στον Ιωαννίδη να τραγουδήσει, θα ακουστεί ο ίδιος στόμφος, ο τόσος ξένος προς την ουσία κάποιων τραγουδιών. Αυτά τα δύο τραγούδια, λοιπόν, τη «Διδύμη» και την «Ηχώ» με την ερμηνεία της Λιζέτας Καλημέρη θα τα ήθελα κι αυτά, και ουδεμία άλλη απαίτηση έχω.

Περιττό να πούμε, τελειώνοντας, ότι η ρυθμική ακρίβεια των μεταφράσεων της αρχαίας ελληνικής ποίησης από τον Κακίση είναι ένα εκ των θεμελίων του έργου, κάνοντας πιο εύκολη τη ζωή της μελοποιού. Το καλαίσθητο βιβλιαράκι, εικονογραφημένο με μοτίβα ζωγραφικών έργων της Δημητρίου, περιέχει όλα τα ποιήματα του δίσκου, και μια ανάγνωση στα γρήγορα επιβεβαιώνει τον μέσα τους ρυθμό – πολύτιμη πρώτη ύλη που αναδεικνύεται και εξελίσσεται περίτεχνα από την ταλαντούχα συνθέτρια.

Ηρακλής Οικονόμου




Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

τα Λαδάδικα του Θωμά Κοροβίνη




(…)
Μια νύχτα, Μάη του ’95, πέρασα ξανά απ’ τα Λαδάδικα. Γίνεται κι εδώ ό,τι έγινε και στην Πόλη. Πριν από λίγα χρόνια οι τούρκικες μαφίες ανατίναξαν σχεδόν εξ ολοκλήρου την ιστορική γέφυρα του Γαλατά, που στις αυθεντικές ταβέρνες της φώλιαζαν για έναν αιώνα τα κατατρεγμένα γιαβράκια και οι σεβνταλήδες Ανατολίτες της εσωτερικής μετανάστευσης, καθώς κι οι σπαρταριστές λαϊκές κομπανίες του δρόμου. Στη θέση της έστησαν μια καινούργια υπερσύγχρονη γέφυρα κι από κάτω της θα χτίσουν μεγάλα τουριστικά μαγαζιά και ρεστωράν για να αρπάζουν εσαεί τον αλλοδαπό και ντόπιο παρά προσφέροντας στους μπουρζουάδες πελάτες τους προκάτ φολκλορικά γλέντια.

Έτσι και στα δικά μας Λαδάδικα. Μια φρενίτις κομψευόμενου αγοραίου κόσμου. Νεοφώτιστοι της ρεμπετολαγνείας. Μεγαλοπιασμένοι βιοτέχνες, ατσαλάκωτα τεκνά, μισοξεβράκωτες πουτανίτσες του δήθεν ξαλού κόσμου, φάτσες δανεικές και αδιάβροχες. Αναβιώνει στη συμπρωτεύουσα η παρακμή της αθηναϊκής Πλάκας. Στη θέση των νοσταλγικών μπουάτ, ρεμπετοφανή και νεολαϊκά γκαρίσματα ανάμεικτα με τέκνο-μιούζικ. Αντί για συρτάκι-σόου με greek style ευζωνάκια, θα κουβαλήσουν, ίσως ανοιχτόχρωμες κοπέλες του Γιδά, κορίτσια απ’ το Ρουμλούκι, με μακεδονίτικες φορεσιές να χορεύουν χασαποσέρβικο.

Αργότερα θα ανακαλυφτούν άλλα – άλλοτε πλούσια και ανθηρά βοσκοτόπια – που θα καθιερωθούν ως μάντρες για τα καινούργια ξεσαλωμένα κοπάδια, που πάσχουν από ψυχική στειρότητα, από ερωτικό ευνουχισμό και άλλες συναφείς ασθένειες. Θα χτιστούν παγερά διασκεδαστήρια και καμουφλαρισμένα εκμαυλιστήρια πάνω στους επτασφράγιστους τάφους της αμαρτίας, που βρομοκοπούσε ανθρωπίλα και καθαρή ηδονή.
(...)

Θωμάς Κοροβίνης, Κανάλ Ντ’ Αμούρ: Αφήγημα για το ερωτικό περιθώριο της Θεσσαλονίκης του ’80, Αθήνα: Άγρα, 1996, σελ. 56-58

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Στον χορό των αρχαγγέλων





Στον χορό των αρχαγγέλων
Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Ερμηνεία: Γεράσιμος Ανδρεάτος
Δίσκος: "Ανα-γέννηση: Κρήτη ανάμεσα σε Βενετιά και Πόλη"


Στο χορό των αρχαγγέλων
μια παλιά αποκριά
που ευλογήθηκε το γέλιο
και του κόσμου η μαστοριά
τρώγαν για ψωμί διαμάντια
και ρουμπίνια και χρυσό
κι απ’ τα σύννεφα κομμάτια
για κρασί και για νερό

Στο χορό των αρχαγγέλων
μιαν αποκριά
σβήσαν τα πολύφωτα
κι άναψε το τίποτα
κι έτσι μπήκαν δαίμονες
απ’ τη μια μεριά

Στο χορό των αρχαγγέλων
μια γιορτή κι αποκριά
ρίξαν στους λαχνούς το γέλιο
το φιλί στη ζυγαριά
και ντυθήκαν μασκαράδες
με τις μάσκες του ληστή
και μονάχα τότε είδαν
άνθρωπος το τι εστί

Στο χορό των αρχαγγέλων
μιαν αποκριά
σβήσαν τα πολύφωτα
κι άναψε το τίποτα
κι έτσι μπήκαν δαίμονες
απ’ τη μια μεριά

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Τρία τραγούδια του Γιώργου Σταυριανού

Το αγαπημένο μου του Σταυριανού, κι άλλα δύο, από το κανάλι των Μ.Π. στο youtube. Μη μου πείτε ότι δεν σας έλειπαν!






Αποχαιρετισμός

Στίχοι - μουσική: Γιώργος Σταυριανός
Ερμηνεία: Αργύρης Κούκας
Δίσκος: Δέκα παιδικοί καϋμοί

Πέρσι ήσουν σύννεφο
φέτος έγινες βροχή
πέρσι ήσουν σύννεφο
φέτος έγινες βροχή
χθες ήσουν ψίθυρος
σήμερα έγινες φωνή

Αύριο πάλι το μαϊστράλι
θα σε πάρει αγκαλιά
γλυκές γοργόνες και αλκυόνες
θα σου δίνουνε φιλιά
αύριο πάλι το μαϊστράλι
θα σε πάρει στ’ ανοιχτά
και θ’ απομείνω έρημο κρίνο
μέσα στην αποθυμιά.

Πέρσι ήσουν ψίθυρος
φέτος έγινες φωνή
πέρσι ήσουν ψίθυρος
φέτος έγινες φωνή
χθες ήσουν όνειρο
σήμερα έγινες πληγή

Αύριο πάλι το μαϊστράλι
θα σε πάρει αγκαλιά
γλυκές γοργόνες και αλκυόνες
θα σου δίνουνε φιλιά
αύριο πάλι το μαϊστράλι
θα σε πάρει στ’ ανοιχτά
και θ’ απομείνω έρημο κρίνο
μέσα στην αποθυμιά

Θα γίνεις πέρασμα
για ταξίδι μακρινό
θα γίνεις πέρασμα
για ταξίδι μακρινό
στου χρόνου τ’ άγγιγμα
καλοκαίρι μου ζεστό

Αύριο πάλι το μαϊστράλι
θα σε πάρει αγκαλιά
γλυκές γοργόνες και αλκυόνες
θα σου δίνουνε φιλιά
αύριο πάλι το μαϊστράλι
θα σε πάρει στ’ ανοιχτά
και θ’ απομείνω έρημο κρίνο
μέσα στην αποθυμιά







Κλείσε τις πόρτες
Στίχοι - μουσική: Γιώργος Σταυριανός
Ερμηνεία: Μαρία Κανελλοπούλου
Δίσκος: Οι φόβοι του μεσημεριού

Κλείσε τις πόρτες, φεύγει η ζωή μου
τα χνάρια μου τα σβήνει ο καιρός
απομεινάρια άδολης μνήμης
που γυροφέρνει άγριος θεός

Κλείσε τις πόρτες να δω το κορμί μου
στο φως της νύχτας το πιο απατηλό
η αγάπη γίνηκε πύρινος κόσμος
και ένα τραγούδι αρχίζει τρελό

Σαν η προσπάθεια γίνεται μοίρα
και η αγάπη λιποθυμιά
φωνάζω "στάσου" και δες τι πήρα
πέφτει το βράδυ και φως πουθενά








Άγνωστη μοίρα μου
Στίχοι - μουσική: Γιώργος Σταυριανός
Ερμηνεία: Κατερίνα Βλάχου

Δίσκος: Το χρώμα της μνήμης

Άπληστος ουρανός φέρνει ξαστεριά
ακούραστος θεός πάνω σου αγρυπνά
κύματα φτερωτά σκάνε στην αυγή
κι εγώ τραβώ κουπιά γι' άγνωστη ακτή

Άγνωστη μοίρα μου, ανηφοριές
άχρηστη πείρα μου από το χθες
ξεκινώ και μετρώ τις ερημιές
και μακριά μου πετώ τις αποσκευές

Το σώμα μούλιασε μέσα στα νερά
μέσα μου φώτισε άγρια χαρά
δεν θέλω συμβουλές κι ούτε πλαίσιο
έχουν κι οι αναποδιές τέλος αίσιο



Άγνωστη μοίρα μου, ανηφοριές
άχρηστη πείρα μου από το χθες
ξεκινώ και μετρώ τις ερημιές
και μακριά μου πετώ τις αποσκευές

Κυριακή 12 Αυγούστου 2018

Εξαρτημένος από έρωτα: Ο Άλκης Αλκαίος στο "Όσο κρατάει ένας καφές"





Εξαρτημένος από έρωτα

Ο Άλκης Αλκαίος στο «Όσο κρατάει ένας καφές»



του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Ο δίσκος «Όσο κρατάει ένας καφές» μοιάζει σαν περίπου αποκηρυγμένος στη δισκογραφία του Θάνου Μικρούτσικου. Με εξαίρεση το τραγούδι «Άρλεκιν» που ερμηνεύει ο ίδιος ο συνθέτης και το «Μια παλιά φωτογραφία» που συμπεριλήφθηκε στον δίσκο «Στου αιώνα την παράγκα» σε ερμηνεία Δημήτρη Μητροπάνου, ο υπόλοιπος δίσκος μπήκε σ’ ένα είδος ραδιοφωνικού και συναυλιακού εμπάργκο που - το μόνο σίγουρο - δεν ανταποκρίνεται στην αισθητική αξία του έργου.

Ένας λόγος ίσως είναι το γεγονός ότι ο συνθέτης ποτέ δεν ένιωσε «δικό του» και εντός κλίματος τον ερμηνευτή, τον Διονύση Θεοδόση. Μιλώντας για το υπόβαθρο της συνεργασίας τους, ο Μικρούτσικος έχει αναφέρει τα εξής: «Η απόφαση να συνεργαστώ μαζί με το Διονύση δεν ήταν δική μου και δεν ήταν δική μου για τον εξής και μόνο λόγο. Εγώ είχα κάνει τότε ένα δίσκο με τη Χαρούλα (Αλεξίου), το «Η αγάπη είναι ζάλη» (1986) κι ένα με το Βασίλη (Παπακωνσταντίνου), το «Όλα από χέρι καμένα» (1988). Και, γενικά, κινιόμουνα σε κείμενα που απαιτούσαν μια άλλη αντιμετώπιση από τον τραγουδιστή. Ο Θεοδόσης – τον είχα ακούσει – ήταν ένας πολύ καλός τραγουδιστής, αλλά με μια ατσαλάκωτη ευγένεια, που εγώ - τουλάχιστον σε μένα - την ήθελα τσαλακωμένη» (1). Ίσως και να μην έχει τελείως άδικο ο Μικρούτσικος, εάν π.χ. αντιπαραβάλλουμε τις ερμηνείες του Θεοδόση με τη «βρώμικη» και πολύ πιο βιωματική κατάθεση του Βλάση Μπονάτσου στην πρώτη εκτέλεση του «Τις νύχτες που κυκλοφορώ» από την θεατρική παράσταση «Βίκτωρ & Βικτώρια». Αλλά ίσως και να έχει εν τέλει άδικο, διότι ο εύθραυστος Θεοδόσης κατέληξε να «κλειδώσει» με θαυμαστό τρόπο, ερμηνευτικά, με τη μελωδική και ποιητική ευαισθησία του έργου.

Παράπλευρη απώλεια της περιθωριοποίησης του δίσκου υπήρξε η αντίληψή μας για τον Άλκη Αλκαίο, ο οποίος έδωσε στίχους σε 11 τραγούδια (το «Άρλεκιν» υπογράφει ο Κώστας Τριπολίτης και το «Τις νύχτες που κυκλοφορώ» ο Γιώργος Παυριανός). Γιατί; Γιατί στον δίσκο αυτό κορυφώνεται, όπως θα υποστηρίξει το σύντομο αυτό σημείωμα, ο τρομακτικός, καθηλωτικός λυρισμός του Αλκαίου. Το «Όσο κρατάει ένας καφές» είναι, με άλλα λόγια, απαραίτητο εφόδιο για να κατανοήσουμε στην πλήρη της νοηματική και συναισθηματική έκταση την τέχνη του.

Δεν είναι ότι η κοινωνία δεν μπαίνει μέσα στο δίσκο. Η εμφανέστερη εκδήλωσή της βρίσκεται στο «Με το πλοίο του Φελίνι»: «Κανονικά χτυπάς την κάρτα στη δουλειά σου / μια μηχανή σε πρακτορεύει εφτά με τρεις» και «στάζουνε σούρουπο στα ντοκ οι ναυτεργάτες / συνωστισμός στα καφενεία κι ερημιά». Αλλά το κοινωνικό στοιχείο μπαίνει μοναχά από τις γρίλιες, από τις χαραμάδες, σ’ ένα δωμάτιο κυριαρχημένο από το απόλυτο ερωτικό συναίσθημα και την απώλεια.

Αφετηρία της προβληματικής του Αλκαίου στο «Όσο κρατάει ένας καφές» είναι ο ερωτευμένος άνθρωπος που ζητά και, σπανιότερα, απαιτεί μέσα σε μια σχέση λατρευτική, σχεδόν θρησκευτική. Όλο αυτό δημιουργεί μια αίσθηση κατάνυξης - ο δημιουργός ξεγυμνώνεται και μαζί του αναγκάζεσαι κι εσύ να μείνεις ολόγυμνος και μόνος. Αλλά περιέργως, παρόλο που στην ερωτική κατάσταση του Αλκαίου το υποκείμενο είναι ευάλωτο, εκπέμπει ταυτόχρονα μια δύναμη, μια ατρόμητη επιθυμία, ακριβώς γιατί θέλει να τροφοδοτηθεί από τον έρωτα και όχι να τον αποφύγει ή να προστατευθεί απ’ αυτόν. Τα έχει χάσει όλα, και την ίδια στιγμή τα ξαναδίνει όλα για να βιώσει εκ νέου αυτό το συναίσθημα. Υπό αυτή την έννοια, η κατάσταση του Αλκαίου είναι η εξάρτηση στην απόλυτή της μορφή· εξάρτηση από έρωτα.

Αξίζει να κάνουμε σύντομες στάσεις σε κάποια μεμονωμένα τραγούδια του δίσκου. Πρώτα και πάνω απ’ όλα, στέκει το «Μια παλιά φωτογραφία». Δύσκολα βρίσκει κάποιος τραγούδι που να συνοψίζει τόσο τέλεια τη γλυκύτητα και την πικρία του έρωτα μαζί, με τις δύο αυτές ιδιότητες ενωμένες και αξεχώριστες. Η φωτογραφία γίνεται μια δεύτερη παράλληλη σκηνή [«αγκαλιά στη θάλασσα»] πλάι στην τρέχουσα δράση, στο σκίσιμο της φωτογραφίας [«χθες την έκανα κομμάτια»], αλλά μην νομίσετε ότι το σκίσιμο σηματοδοτεί και κάποια τελεσίδικη απόφαση. «Όσες φορές μ’ έχεις φιλήσει / τόσες φορές σταυρώθηκα» - πολλές οι φορές της σταύρωσης, όχι μία, και άρα η αντίφαση μένει ζωντανή και άλυτη. Ο Αλκαίος αποχωρίζεται τη φωτογραφία αλλά μένει έρμαιο της ερωτικής αυτοκαταστροφής, δεν του είναι κάτι ευχάριστο αλλά επιστρέφει σ’ αυτό. Και αυτός είναι κι ο λόγος που τελικά αυτό που καταστρέφεται είναι το οπτικό ερέθισμα [«να μη βλέπουνε τα μάτια / πόσα χρόνια χάλασα»] και όχι το ίδιο το φορτίο.







Ενδεικτικό του ερωτικού αισθήματος του Αλκαίου είναι και το ομώνυμο τραγούδι του δίσκου. Εδώ ο Αλκαίος βρίσκεται στην πιο απροστάτευτη, την πιο εκτεθειμένη και εύθραυστη εκδοχή του, και αυτό που γράφει είναι μια ατέλειωτη παράκληση σε δεύτερο ενικό και προστακτική: «μην μ’ αφήνεις μόνο», «μείνε ακόμα λίγο», «κράτησέ με αν θες». Κι όμως! Δεν είναι η προστακτική του εξυπνάκια εδώ, αυτού που είναι από πάνω και δίνει συμβουλές αλά γκουρού [χρειάζεται να πούμε πόσο πολύ μας έχει μπουκώσει με αυτή την προστακτική της αλαζονείας το τωρινό τραγούδι;] αλλά η προστακτική της παράκλησης, αυτού που θέλει και ζητάει και αφήνεται τσαλακώνοντας το είναι του. Και δεν φοβάται να πληγωθεί κι άλλο, να εκτεθεί κι άλλο, να τα παίξει όλα ή τίποτα για εκείνη τη γνωστή και τόσο παράλογη ελπίδα: «κι ύστερα πες μου ‘γεια’ και πως θα ’ρθεις ξανά».

Το τραγούδι «Χίμαιρα» αποκαλύπτει μια άλλη πτυχή του κατά Αλκαίον ερωτικού συναισθήματος. Εδώ ο στιχουργός τραβάει το πέπλο από τον έρωτα και μας τον δείχνει στην πραγματική του διάσταση: ουτοπικός, απωθημένος, άπιαστος, απόλυτος. Η κατάσταση του έρωτα εξισώνεται με την ψευδαίσθηση: «κάτι σαν μύθο ή κιβωτό / μια αυταπάτη για να ζω / απόψε χάρισέ μου». Ταυτόχρονα, για τον Αλκαίο το να νοιώσεις γίνεται συνώνυμο του να ζεις. Ο έρωτας, δηλαδή, αναδεικνύεται σε ζωτικό συναίσθημα - αλλιώς δεν θα έγραφε ο στιχουργός το συγκλονιστικό «να ’χει η ζωή μου η φευγάτη / κι αυτή να κυνηγάει κάτι / τ’ απομεσήμερα». Το κυνήγι του ερωτικού αντικειμένου γίνεται εδώ όρος επιβίωσης· ούτε καριέρα, ούτε οικιακές συσκευές και καινούργιο αμάξι, μοναχά έρωτας.

Τέταρτη και τελευταία στάση στον δίσκο είναι το «Εξπρές». Θέλει πολλή προσπάθεια για να βρεις περιγραφή του ερωτικού πάθους και της παραζάλης που να είναι αντάξια αυτής που παρατίθεται εδώ. «Μες στη ζωή μου μπήκες σαν κομήτης / και ο έρωτας σου μάχη αιματηρή / τα χείλη σου ήταν κόκκινο πανί / κι η αγκαλιά σου αρένα της Μαδρίτης». Τι γράφει επιτέλους ο άνθρωπος! Πόσο ακριβής η αποτύπωση της ερωτικής μέθης! Στο «Εξπρές» η κατάσταση μεταξύ του υποκειμένου και του αντικειμένου είναι πιο ισορροπημένη - υπάρχει τόσο το «εσύ» όσο και το «εγώ», τόσο ο πρώτος ενικός όσο και ο δεύτερος ενικός, χωρίς το ένα να υπερκαλύπτει το άλλο. Αυτή η σχετική ισορροπία επιτρέπει στο τραγούδι να αναδείξει την κατάσταση του έρωτα, τον πανικό του, και όχι τους συμμετέχοντες σε αυτή την κατάσταση και το τι μπορεί να θέλουν ή να παθαίνουν. Και εν τέλει ο στιχουργός μένει πιστός στον έρωτα και παρασύρεται ξανά απ’ αυτόν: «μια άλλη που σου μοιάζει μου γελά / και με καλεί σ’ ένα τρελό μεθύσι».

Γενικά, ο Αλκαίος εξυψώνει τόσο το αντικείμενο όσο και την εμπειρία του πόθου, τα θέτει πάνω από τον εαυτό του, και υποτάσσεται σ’ αυτά προσδίδοντάς τους μια ιερότητα. Υπάρχει κάτι το ευγενές σ’ αυτό, σε αντίθεση με ό,τι έχουμε σήμερα κατά νου όταν τραγουδάμε «μπάσταρδε πονάνε οι λέξεις», ξερνώντας τον εγωισμό μας σε πλήρη κλίμακα. Απέναντι σε αυτόν τον τωρινό χουλιγκανισμό έρχεται να αντιπαρατεθεί η μόνιμη υποχώρηση του ερωτευμένου, η τρωτή φύση αυτού που βρίσκεται στο έλεος του άλλου δίχως καμιά εγγύηση και όρο. Γιατί εν τέλει αυτό είναι το μήνυμα του Αλκαίου: ότι δεν χρειάζεται να περισώσουμε τον εγωισμό που μας πλήγωσε ο έρωτας, δεν χρειάζεται να ανησυχούμε μήπως χάσαμε τα κομμάτια μας, να είμαστε σε επιφυλακή, αλλά να κυλιστούμε ακόμα πιο βαθιά και ακόμα πιο καταστροφικά μέσα στη ερωτική δίνη, ξανά και ξανά. Στο μυθικό δίλημμα Ιθάκη ή Τροία, ασφάλεια ή εκστρατεία, προορισμός ή ταξίδι, η απάντηση του Αλκαίου είναι σαφής: Τροία και πάλι Τροία, και αέναη μάχη του έρωτα μέχρι τέλους. [«Μεσάνυχτα σ’ ένα μπαράκι / μου πες πως ψάχνεις την Ιθάκη / μα το πρωί στα πρακτορεία / γύρευες θέση για την Τροία»].

Κλείνοντας, ίσως ήρθε η ώρα ο κύριος Θάνος να αναθεωρήσει τον όποιο δισταγμό του ως προς τη συγκεκριμένη του δημιουργία. Και - γιατί όχι; - να τολμήσει ακόμα και μια ζωντανή επανεκτέλεση ή και επανέκδοση του έργου. Αν ο Καββαδίας του αξίζει τρεις νέες αναγνώσεις, το «Όσο κρατάει ένας καφές» αξίζει σίγουρα άλλη μία. Και υπάρχουν αρκετοί νέοι τραγουδιστές που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν ερμηνευτικά μια τέτοια απόπειρα.

Σε κάθε περίπτωση, χωρίς αστερίσκους και υποσημειώσεις, το «Όσο κρατάει ένας καφές» είναι ένα αριστούργημα μοναδικής δύναμης και ευαισθησίας. Και την ίδια στιγμή, ο δίσκος είναι ένα διαβατήριο που σε ταξιδεύει στον πυρήνα του ερωτικού πάθους και της υπαρξιακής αναζήτησης του Άλκη Αλκαίου. Υπ’ αυτή την έννοια, αποτελεί απαραίτητο εργαλείο - πλάι στην ιστορική και πολιτική πράξη ενός «Εμπάργκο», ας πούμε - για την κατανόηση και την απόλαυση της κληρονομιάς ενός τεράστιου στιχουργού.


(1) Παρατίθεται σε Τάσος Π. Καραντής, «Θάνος Μικρούτσικος, Διονύσης Θεοδόσης: Όσο κρατάει ένας καφές», e-orfeas.gr, 23 Μαρτίου 2011.

Παρασκευή 10 Αυγούστου 2018

Τα Αγροτικά: Ένας δίσκος-μανιφέστο







«Τα Αγροτικά»: Ένας δίσκος-μανιφέστο με την ερμηνευτική σφραγίδα του πρώιμου Παπακωνσταντίνου





του Ηρακλή Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)


Ο δίσκος «Τα Αγροτικά» είναι ένα έργο με σαφή κοινωνικό ή ταξικό, αν θέλετε, προσανατολισμό. Αυτό το καταλαβαίνεις, καταρχήν, από τον τίτλο: το επίθετο «Αγροτικά» δεν σημαίνει φυσικά ότι τα τραγούδια καλλιεργήθηκαν στο χωράφι ή στο θερμοκήπιο, αλλά ότι είναι τραγούδια για τους αγρότες, για τις συνθήκες ζωής και εργασίας τους, και για τα κινήματά τους. Το καταλαβαίνεις κι από την αφιέρωση: «Τα ‘Αγροτικά τα αφιερώνουμε στους νέους αγώνες της αγροτιάς». Επιπλέον, στον δίσκο συναντάμε ένα κείμενο κοινωνιολογικής ανάλυσης που υπογράφουν οι δύο συντελεστές, ο συνθέτης Θωμάς Μπακαλάκος και ο στιχουργός Διονύσης Τζεφρώνης. Αξίζει να το παραθέσουμε ολόκληρο:

«Αγροτική χώρα η Ελλάδα και το πρώτο πρόβλημά της το αγροτικό. Οι αγρότες πάντοτε ήταν η πιο παραμελημένη τάξη. Κολλήγοι και δούλοι των κοτζαμπάσηδων ή καλλικατζαρέων και αργότερα των τσιφλικάδων έζησαν μέσα στη μιζέρια και στην εξαθλίωση. Δεν την ανέχτηκαν όμως για πολύ. Ήρθε η ώρα και φώναξαν: «Φτάνει πια δεν είμαστε ένας, είμαστε χιλιάδες», «Αυτή η γη είναι δική μας». Ρούφηξαν με δίψα τα λόγια του Μαρίνου Αντύπα και των άλλων ηγετών που αγκάλιασαν με θέρμη την ιδέα του αγροτισμού. Έδωσαν το αίμα τους στο Κιλελέρ, δημιουργώντας τους πρώτους ήρωες της αγροτιάς. Τους είπαν τότε αναρχικούς, τους φοβέρισαν ότι η στάση τους θα προκαλέσει ξένη εισβολή και ο πατριάρχης ακόμα λίγο έλειψε να τους αφορίσει. Η γη μοιράστηκε τελικά, με τον τρόπο όμως που ήθελαν οι υποστηρικτές των τσιφλικάδων. Επιπλέον με ασυδοσία οι διάφοροι τοκογλύφοι, οι μεσάζοντες, οι πιστωτικοί οργανισμοί (αγροτράπεζες) και τα μονοπώλια ανέλαβαν το έργο των τσιφλικάδων, απομυζώντας άκαρδα τον ιδρώτα του αγρότη. Βέβαια, με τους συνεχείς αγώνες άλλαξαν πολλά στη ζωή του αγρότη. Δεν είναι πια κολλήγος και παρακεντές. Υπάρχουν όμως ακόμα τσιφλίκια και τσιφλικάδικη ιδιοχτησία, υπάρχουν ακόμα φτωχοί αγρότες που πεινούν. Η εκμετάλλευση συνεχίζεται. Γι’ αυτό είναι και τώρα επίκαιροι οι λόγοι των αγροτιστών, Βαμβέτσου και Μέρου, όταν στα 1918, στη Λάρισσα, έλεγαν: -Με παρακλήσεις δεν γίνεται τίποτα. -Οι αγρότες πρέπει να οργανωθούν και να παλέψουν. -Οι αγρότες δεν είναι εχθροί των άλλων καταπιεζομένων τάξεων. Με την οργάνωσή τους απλώς θα επιμείνουν στην άμεση λύση του αγροτικού προβλήματος».

Τη σαφέστατη κοινωνική ταυτότητα του δίσκου την καταλαβαίνεις κι από τους τίτλους των περισσότερων τραγουδιών: «Όχι δεν πουλάμε», «Αυτή είναι η αγροτιά», «Ήταν παιδί της αγροτιάς», «Ο Αντύπας», «Απεργία», «Μετανάστευση», «Ο γέρο-αγρότης», «Εσύ μαζεύεις τη σοδειά»… Και βέβαια, την καταλαβαίνεις κι από τους στίχους, που σε δύο τραγούδια υπογράφει ο Μπακαλάκος (γέννημα-θρέμμα του θεσσαλικού κάμπου), και στα υπόλοιπα ο Τζεφρώνης. Οι στίχοι αναφέρονται στον αγρότη σαν κοινωνικό υποκείμενο («Ήταν παιδί της αγροτιάς μαζί με τόσους άλλους»), ενίοτε και σαν ήρωα («Να θυμηθούμε χωριανοί απόψε τον Αντύπα / τον φάγανε σαν το σκυλί οι παλιοτσιφλικάδες»). Έμφαση δίνεται στις σχέσεις εκμετάλλευσης της δουλειάς του αγρότη («Θα ’ρθουν πάλι τσούρμο οι μεσάζοντες, θα κερδοσκοπήσουν οι μεσάζοντες»), στις δυσκολίες του αγροτικού επαγγέλματος («Εσύ πονάς για το ψωμί, με δάκρυ το ποτίζεις, αυτή τη γη την αγαπάς, με ιδρώτα τη ραντίζεις») και στην οργανωμένη δράση των αγροτών («Δε χωρά λόγια πια, παρατήστε τη δουλειά, με τρακτέρ απ’ το χωριό, για την πόλη μια και δυο»).






Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα «Αγροτικά» δεν είναι η μόνη περίπτωση «αγροτικού» έργου στο ελληνικό τραγούδι. Ενδεικτικά, υπάρχει το «Κιλελέρ» από το 1971 με την ιδιοφυία του Διονύση Σαββόπουλου να κάνει στίχο μια ημερομηνία, «Έξι Μαρτίου χίλια εννιακόσια δέκα», και να τραγουδάει για την «πυρκαγιά στη Θεσσαλία και στα δώδεκα χωριά». Υπάρχει και ο «Θεσσαλικός Κύκλος» του Γιάννη Μαρκόπουλου, σε στίχους του Κώστα Βίρβου, που κυκλοφορεί το 1974. Πρόκειται για έναν σημαντικό και αδίκως λησμονημένο δίσκο, με τραγούδια συγκλονιστικά όπως «Αν είσαι άντρας τσιφλικά», «Ο δάσκαλος» και «Στα χειμωνιάτικα νυχτέρια», ο οποίος περιέγραψε με λαογραφική ακρίβεια τη ζωή στην ύπαιθρο, την εκμετάλλευση των αγροτών, τις δυσκολίες της χειραφέτησης των αγροτών, και τις αντιφάσεις της έλευσης της τεχνολογίας. Το 1986 εκδίδονται στον εξαιρετικά σπάνιο δίσκο «Κιλελέρ» η μουσική και τα τραγούδια από την ομώνυμη θεατρική παράσταση του Θεατρικού Θεάτρου, σε μουσική Βασίλη Τενίδη και στίχους Γιώργου Χαραλαμπίδη. (Σημειώστε ότι η παράσταση ανέβηκε για πρώτη φορά το 1975, την ίδια χρονιά που εκδίδονται και τα «Αγροτικά»). Πάλι το 1975, ο Πάνος Τζαβέλας τραγούδησε το «Τραγούδι για την Αγροτιά» από το αντάρτικο λημέρι του. Κι αν σας αρέσουν τα αντάρτικα, υπάρχει και το «Τραγούδι της Αγροτιάς» (Από κάμπους και λαγκάδια) γραμμένο πάνω σε ρωσική μελωδία, που ενορχήστρωσαν τόσο ο Θάνος Μικρούτσικος («Τα Αντάρτικα») όσο κι ο Νότης Μαυρουδής («Τραγούδια από την Ελληνική Αντίσταση»).

Στα «Αγροτικά» όπως και …παντού, σχεδόν, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ξετυλίγει απλόχερα την ερμηνευτική του αξία. Η εκφραστικότητά του είναι αξιοθαύμαστη· «συλλαβίζει» τους στίχους με έμφαση όταν χρειάζεται, υιοθετεί εύστοχα το σκωπτικό πνεύμα κάποιων τραγουδιών εισάγοντας ένα στοιχείο θεατρικότητας, και έχει απόλυτη αντίληψη του ρυθμού «προδίδοντας» τη μελλοντική ροκ πορεία του. Πάνω απ’ όλα, επιδεικνύει αυτή την απίθανη χροιά, αυτό το αειθαλές μέταλλο που παραμένει αναλλοίωτο μέχρι σήμερα. Ο δίσκος έχει και συμβολική αξία για τον Παπακωνσταντίνου, καθώς είναι ο πρώτος προσωπικός του όπου τραγουδάει δηλαδή όλα τα τραγούδια και όχι απλώς συμμετοχές. Ευρύτερα, στον πρώιμο Βασίλη Παπακωνσταντίνου των δίσκων «Τα Αγροτικά», «Της Εξορίας» και «Βασίλης Παπακωνσταντίνου» υπάρχει μια αμεσότητα, ένας τραχύς ήχος, μια βαθιά πολιτικοποίηση, ένα τραγούδι-δήλωση που σε χτυπάει κατακούτελα. Το γεγονός αυτό επιβάλλει να μην προσεγγίζουμε προκατειλημμένα την περίοδο εκείνη του τραγουδιστή, μέσα προς τέλη της δεκαετίας του ’70, σαν αρχαιολόγοι αλλά σαν ακροατές. Εκεί διαμορφώνεται ο σκληρός πυρήνας της τέχνης του Παπακωνσταντίνου - μιλώντας πάντα με όρους βαθύτερης ουσίας, ιδεολογίας και αισθητικής, και όχι με όρους ύφους και στυλ.

Μετά τα «Αγροτικά», ο Παπακωνσταντίνου συνεργάστηκε με τον Μπακαλάκο και στον δίσκο «Οι προστάτες» του 1979, όπου ερμηνεύει τα τραγούδια «Λάρυμνα», «Αρνούμαι να πεθάνω», και «Πρώτη του Μάη» (ο απεργιακός ύμνος με τον στίχο-σύνθημα «Δεν είναι αργία, ειν’ απεργία»). Τα μετέπειτα είναι λίγο-πολύ γνωστά. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, ο Μπακαλάκος αποστασιοποιείται σταδιακά από το τραγούδι και τη δισκογραφία, έχοντας προλάβει να διαγράψει μια κομματική πορεία εντός του ΠΑΣΟΚ η οποία επισκίασε εν πολλοίς - κακώς κατά την ταπεινή μου άποψη - την πρόσληψη του έργου του από τις επόμενες γενιές. (Δεν είναι εδώ ο χώρος για να αποτιμήσουμε το έργο του Μπακαλάκου, αλλά και μόνο το σπαρακτικό «Το γράμμα» με τη φωνή της Χαρούλας να είχε γράψει, θα έφτανε για να τον κατατάσσουμε σήμερα στους μεγάλους δημιουργούς του ελληνικού τραγουδιού). Και ο Παπακωνσταντίνου περνάει στην οργιαστική του φάση, τη φάση των 1980s, του «Φοβάμαι», της «Διαίρεσης», του «Χαιρετίσματα» και του «Χορεύω».

Σήμερα, τα «Αγροτικά» μοιάζουν κλεισμένα στο χρονοντούλαπο της ιστορίας για το ευρύ κοινό, καθώς μας χωρίζουν πάνω από τέσσερις δεκαετίες από τη μεταπολιτευτική ζέση των μέσων της δεκαετίας του ’70 και εντωμεταξύ το αστικό/έντεχνο/όπως-θέλετε-πείτε-το τραγούδι έπαψε να ασχολείται με κινήματα και το έριξε σε πιο εσωτερικές αναζητήσεις, κομμένα ντεπόν κλπ. Επίσης, εξαρχής η κοινωνική στόχευση του δίσκου ήταν συγκεκριμένη και οριοθετημένη, και ίσως λειτούργησε περιοριστικά για ένα ακροατήριο της πόλης που δεν ήταν φορέας του αγροτικού βιώματος. Το 2013, ο Μπακαλάκος εκμυστηρεύτηκε στη Βίκυ Φλέσσα και στην εκπομπή «Στα Άκρα»: «Εξέφρασα αυτούς τους ανθρώπους για τους οποίους δεν είχε μιλήσει ποτέ κανείς, τους κόπους, τους πόνους και τις αγωνίες τους. Έζησα αυτόν τον κόσμο και θα έλεγα ότι η πρώτη μου σκέψη όταν άρχισα να γράφω μουσική ήταν να τον εκφράσω». Και αυτή η έκφραση δεν είναι μόνο σε επίπεδο στίχου αλλά και μουσικής, με μελωδικές γραμμές και ενορχηστρώσεις που μαρτυρούν μια οικειότητα με το δημοτικό τραγούδι. Τέλος, και η ίδια η εμπειρία της αγροτιάς και της υπαίθρου μετασχηματίστηκε από τότε μέχρι σήμερα, με επιδοτήσεις, ευρωπαϊκά προγράμματα, συνεταιρισμούς, πελατειακές σχέσεις, νέες τεχνολογίες, ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ και πάει λέγοντας. Η αγωνιστική αισιοδοξία έδωσε τη θέση της στην αμοιβαία καχυποψία, τον κοινωνικό κανιβαλισμό, και τον τωρινό πόλεμο όλων εναντίων όλων για το ποιοι τα φάγανε, ποιοι βολευτήκανε, και ποιοι έμειναν απ’ έξω. Πάντως ο δίσκος συνεχίζει και συγκινεί τους καταρχήν παραλήπτες του. Αντιγράφουμε από το newsit.gr και το μακρινό …αντιμνημονιακό 2014: «Ο Θωμάς Μπακαλάκος είναι ο τραγουδιστής της αγροτιάς. Δε θα μπορούσε λοιπόν να λείπει από το πανελλαδικό συλλαλητήριο στην πλατεία Βάθη. Όταν πήρε το μικρόφωνο και τραγούδησε, οι αγρότες τον αποθέωσαν…».

Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνο σάουντρακ αγροτικών συλλαλητηρίων τα «Αγροτικά». Τραγούδια όπως τα «Γεια και χαρά σας βρε πατριώτες», «Όχι δεν πουλάμε» και «Απεργία» είναι εγγεγραμμένα στο κοινωνικοπολιτικό DNA του ελληνικού τραγουδιού και αφορούν και σήμερα τους ανθρώπους τόσο της πόλης όσο και του χωριού, καθώς βαθαίνει η φτωχοποίηση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού. Εξάλλου, το μαύρο χάλι των ελληνικών πόλεων και το απ’ την ανάποδη χάλι των ελληνικών χωριών είναι αλληλένδετα· η εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση, η ερήμωση της υπαίθρου, το στρεβλό μοντέλο ανάπτυξης της χώρας δεν αφορούν την «αγροτιά» αλλά τον καθένα από μας. Η διαχρονικότητα των «Αγροτικών» σε βρίσκει απρόσμενα, όταν π.χ. ακούς τη «Μετανάστευση» και συνειδητοποιείς ότι οι νέοι καιροί φέρνουν μαζί τους τα παλιά προβλήματα: «Την Κυριακή κι άλλο παιδί μας φεύγει, μακριά στα ξένα την τύχη του γυρεύει».

Και βέβαια, ακούστε ξανά την «Αγαπημένη», ένα σπαρακτικό ερωτικό τραγούδι δίχως χρονολογία που εκτοξεύει στα ουράνια η ερμηνεία του Παπακωνσταντίνου. «Της ερημιάς τα χρόνια μετράω, κι όπως παλιά να ’ρθεις λαχταρώ, δρόμους γιαλούς και χώρες περνάω, μα δεν μπορώ να σε βρω, να σε βρω». Γιατί εκτός από την εκμετάλλευση υπάρχει κι η μοναξιά, και η μεγάλη τέχνη το ήξερε πάντα αυτό, κι ακόμα κι αν δίνει προτεραιότητα πότε εδώ και πότε εκεί δεν φτιάχνει ποτέ προκατασκευασμένα κουτάκια για να απομονώσει το ένα από το άλλο.





Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

Σαράντα χρόνια "Τραγούδια του καιρού μας"





Σαράντα χρόνια Τραγούδια Του Καιρού Μας



του Ηρακλή Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ

Τα Τραγούδια Του Καιρού Μας είναι ένας δίσκος σε μουσική Σταύρου Κουγιουμτζή, στίχους Μιχάλη Μπουρμπούλη (5), Άκου Δασκαλόπουλου (3), Μάνου Ελευθερίου (1), Βαρβάρας Τσιμπούλη (1) και ένα ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, και ερμηνεία Κώστα Σμοκοβίτη και Αιμιλίας Κουγιουμτζή. Κυκλοφόρησαν το φθινόπωρο του 1977 κι από τότε θεωρούνται μια υποσημείωση στη δισκογραφία του Κουγιουμτζή - μια υποχρεωτική, τυπική αναφορά.

Γιατί, άραγε; Ήταν ο πληθωρισμός της εποχής; Ήταν η απουσία κάποιου τρανταχτού ονόματος στους ερμηνευτές; Μήπως δεν προωθήθηκε αρκετά από τον μηχανισμό για λόγους που θα μας μείνουν για πάντα άγνωστοι; Μήπως ο ίδιος ο Κουγιουμτζής δεν πίστεψε ποτέ σ’ αυτό τον δίσκο, έχοντας …τερματίσει με την προηγούμενη σοδειά του από το «Νάτανε το’21» μέχρι τις «Λαϊκές Κυριακές»;

Σε κάθε περίπτωση, η λήθη δεν ταιριάζει στα Τραγούδια Του Καιρού Μας. Και ο βασικός λόγος γι’ αυτό είναι η αίσθηση που αποκομίζεις ακούγοντάς τα. Τα Τραγούδια Του Καιρού Μας είναι τραγούδια της απουσίας, αλλά όχι τραγούδια της απώλειας. Είναι τραγούδια της δεύτερης ευκαιρίας, της δυνατότητας, και όχι του οριστικού αποχαιρετισμού. Και υπ’ αυτή την έννοια, είναι τραγούδια μιας ρευστής και σύνθετης συναισθηματικής υφής, όχι οριστικά, όχι τελεσίδικα.










Στο «Καλοκαίρι το Μορτάκι» του Άκου Δασκαλόπουλου ακούμε: «Κι εγώ στο χαμηλό πορτάκι / θέλω να μπω κι όλο ζητώ μιαν αφορμή». Η τρέχουσα απουσία μπορεί να πάψει, το χαμηλό πορτάκι μπορεί τελικά να ανοίξει, και οι δυο ήρωες να συναντηθούν. Το ίδιο και στο «Σαν τα τριαντάφυλλα»: «Στείλε μου, Κοσμά, ένα γράμμα / να ’ρθω στον Παράδεισο / να σου φέρω να φορέσεις / τ’ άσπρο σου πουκάμισο». Ακόμα και ο θάνατος δεν επαρκεί για να επέλθει η οριστική απώλεια όταν μπορείς πάντα να πας μια βόλτα στον παράδεισο για να συναντήσεις τον φίλο ή τον αγαπημένο σου.

Το ίδιο και στο ποίημα του Λαπαθιώτη «Το δρομάκι το παλιό», όπου η συνάντηση των δύο ερωτευμένων απλώς αναβάλλεται: «Ήρθ’ απόψε από νωρίς για να σ' ανταμώσω / μα ήμουν, απ' τις ευωδιές, λαγγεμένος τόσο». Το ίδιο και στη «Μικρή οθόνη»: «Το κορίτσι στην Ανάφη είναι μελαγχολικό / κι όλο γράμματα μου γράφει και ρωτάει πώς περνώ». Δεν φεύγει το κορίτσι, τελεσίδικα, μα και δεν είναι τελεσίδικα εδώ. Ακόμα και στο πιο «αποχαιρετιστήριο» τραγούδι, το συγκλονιστικό «Θα βάλω ρούχο δανεικό», ο Μιχάλης Μπουρμπούλης βάζει τον ήρωά του να μπαρκάρει όχι για να φύγει από το αντικείμενο του έρωτα, αλλά για να το συναντήσει: «και σε καράβι φορτηγό / στις μηχανές τεχνίτης / θα βγω στον κόσμο να σε ’βρω / φτωχός κι ερημοσπίτης».

Αλλά και ως προς τη μουσική δεν υπάρχει μία μόνο ατμόσφαιρα, δεν υπάρχουν μονόπαντες καταστάσεις, «χαρούμενο» τραγούδι, «λυπημένο» τραγούδι, και πάει λέγοντας. Δεν μπαίνει ταμπέλα στις συνθέσεις του Κουγιουμτζή, διότι ο ίδιος δεν γράφει μουσική με στόχο να κολακέψει μια ήδη υπάρχουσα συναισθηματική κατάσταση του ακροατή και να εκβιάσει μια στοχευμένη αντίδρασή του. Αυτή είναι η μέθοδος της αγοράς, που τόσο έντονα βλέπουμε να εφαρμόζεται σήμερα στο τραγούδι μας - μια λογική μάρκετινγκ όπου το συναίσθημα πρέπει να απλοποιείται, να πακετάρεται, και μετά να δίνεται σε ισχυρές δόσεις στον ασθενή - αγοραστή - ακροατή. Αντίθετα, εδώ ο ακροατής είναι αυτός που πρέπει να ακολουθήσει το συναίσθημα του δημιουργού, να το αφουγκραστεί μέσα στο βάθος του και τις απρόσμενες μεταπτώσεις του. Δίχως ευκολίες, με μπούσουλα μόνο την πηγαία, πλατιά μελωδικότητα του Κουγιουμτζή.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να αγαπάμε τα Τραγούδια Του Καιρού Μας. Εμένα μου έρχονται αυθόρμητα τουλάχιστον τρεις: «Το καλοκαίρι το μορτάκι», «Θα πάρω ρούχο δανεικό», «Σαν τα τριαντάφυλλα». Αλλά αν το καλοσκεφτείς, δεν γίνεται να αφήσεις απ’ έξω το «Λεωφορείο» και το «Παίρνω τους δρόμους» που ακτινοβολούν την αξιοπρεπή πικρία του Κουγιουμτζή. Και η «Μικρή οθόνη» και το «Μπλου-τζιν» άξια επίσης, καθώς μπλέκουν το κοινωνικό με το προσωπικό, τα ερωτικά γράμματα με το επεισόδιο της TV και τα φιλιά με τη διαδήλωση. Και κάπως έτσι παίρνεις όλο το πακέτο και φεύγεις.

Συνολικά, ο δίσκος αποτελεί αξιοπρόσεκτο δείγμα μιας τραγουδοποιΐας που, απέναντι στον ένα μονόδρομο της σάχλας και τον άλλο μονόδρομο της μοναξιάς, επιλέγει τη λεωφόρο του σύνθετου συναισθήματος. Υπ’ αυτή την έννοια, μέσα στην τωρινή αβάσταχτη βαρεμάρα του ελληνικού τραγουδιού, τα Τραγούδια Του Καιρού Μας διατηρούν τη διαχρονικότητα και την επικαιρότητά τους, δικαιώνοντας απόλυτα τον τίτλο τους σαράντα χρόνια μετά.

Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

Μάνος Ελευθερίου: Τα πρώτα χρόνια






Μάνος Ελευθερίου: Τα πρώτα χρόνια


Αφήγηση στους Σπύρο Αραβανή και Ηρακλή Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ


Πρέπει να ήμουν πολύ μικρός. Μια γυναίκα χωρίς πρόσωπο, πρέπει να ήταν η μάνα του πατέρα μου. Φορούσε μακρύ καφέ φόρεμα. Τη θυμάμαι μέχρι το στήθος, το πρόσωπό της καθόλου. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε. Είναι η πρώτη εικόνα που έχω στη μνήμη μου. Όπως και η παρουσία του δεύτερου συζύγου της προγιαγιάς μου. Ήταν ψηλός μάλλον με παχιά μουστάκια. Καθόμαστε σε έναν τεράστιο κύλινδρο, μια μυλόπετρα. Όταν πήγα στη Σύρα ύστερα από χρόνια, την ξαναβρήκα. Σήμερα δεν υπάρχει. Ήταν έξω από το σημερινό Βιομηχανικό Μουσείο στην Ερμούπολη.

Γεννήθηκα Μάρτη του ’38. Σε ένα μεγάλο σπίτι, διώροφο νεοκλασικό, μέσα στην Ερμούπολη. Δεν υπάρχει σήμερα. Αργότερα η μητέρα μου αγόρασε ένα νεοκλασικό με έναν ωραίο κήπο, ένα από τα λίγα σπίτια με κήπο. Δεν έχει γκρεμιστεί, όμως έχει αλλάξει τελείως η πρόσοψη. Στον κήπο αυτό έχτισαν σπίτι. Η οδός τότε λεγόταν Βασιλίσσης Αμαλίας. Είχε αγοραστεί με καλά χρήματα, το 1940, με χρυσή δραχμή όπως έλεγαν τότε, όχι χρήματα του πληθωρισμού, εντούτοις επειδή ο νόμος Σοφούλη έλεγε ότι από την 1η Απριλίου, όσα σπίτια πουλήθηκαν επιστρέφονται στους πωλητές, το χάσαμε. Εκείνα τα χρόνια, επί Κατοχής, ο κόσμος πουλούσε το σπίτι του για έναν τενεκέ λάδι ή δυο τσουβάλια πατάτες, να φάνε τα παιδιά τους μετά την Απελευθέρωση. Ήμαστε συνεχώς στα δικαστήρια. Ο τελευταίος δικηγόρος που είχαμε, πέθανε πρόσφατα, Κώστας Κριτσίνης, 89 ετών. Τον είχε βάλει ο πατέρας μου επειδή ήταν νεαρός δικηγόρος, φέρελπις. Ζούσαμε εκεί τότε δυο αδέρφια, εγώ με την αδερφή μου, Αγγελική, η μητέρα μου, η μητέρα της και ο δεύτερος σύζυγος της γιαγιάς μου. Πολλές φορές η γιαγιά μου έπιανε σπίτι αλλού. Στο σπίτι σπάνια έμπαιναν γειτόνισσες και φίλες της μαμάς μου. Ο κόσμος ερχόταν όταν υπήρχε γιορτή. Είχαμε μια παραδουλεύτρα, την Ελένη, και μια γυναίκα που ερχόταν και έπλενε τα ρούχα. Μια βασανισμένη γυναίκα. Είχε πολλά παιδιά. 

Τον πατέρα μου τον γνώρισα μεγάλος, έξι χρονών πρέπει να ’μουνα. Λόγω του πολέμου είχε αποκλειστεί στο εξωτερικό και δεν μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα. Όταν επέστρεψε, το 1945 έμεινε μαζί μας μέχρι το 1953. Τότε γεννήθηκαν και τα άλλα δύο αδέλφια μου, ο Στέλιος και η Λιλή. Η μητέρα μου γεννήθηκε στη Σύρο και η μητέρα της επίσης. Ο προπάππους μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν ή Μυκονιάτης ή Παριανός. Η προγιαγιά μου ήταν από την Πάρο. Είχε έλθει στη Σύρο για καλύτερη τύχη, μαύρη τύχη, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η μητέρα του πατέρα μου μαζί με όλη την οικογένειά της είχαν έρθει από τη Χίο κι αυτή στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο πατέρας μου έχασε πολύ νωρίς τον πατέρα του και αναγκάστηκε από μικρό μωρό να πηγαίνει να εργάζεται. Αυτός ο παππούς πρέπει να ήταν από την Απείρανθο της Νάξου. Υπάρχουν πολλοί εκεί μ' αυτό το όνομα. Και όλοι γράφουν μαντινάδες. Αυτό σημαίνει ότι είχαν ξεκινήσει από την Κρήτη και πιο μπροστά από την Κωνσταντινούπολη. Πολλές χώρες, πολλά βάσανα. Για τον μαύρο επιούσιο.

Τη γιαγιά μου, τη μητέρα της μητέρας μου, την έλεγαν Ευαγγελία Αντωνοπούλου Τη μαμά μου Ευδοξία. Τη βλέπω μέχρι και σήμερα, έρχεται καμιά φορά στον ύπνο μου. Ήταν πάντα κοντά στα παιδιά της. Τραγουδούσε, είχε καλή φωνή. Κάποτε, την περίοδο του πολέμου, ένας ελληνο-αμερικανός συγγραφέας, όταν ήταν νέα - εγώ ήμουν δυόμιση χρονών - της είπε να καλλιεργήσει τη φωνή της. Και εκείνη διερωτήθηκε: «Να καλλιεργήσω τη φωνή μου; Τι πάει να πει “καλλιεργώ;”». Στο νου της καλλιεργούνταν τα χωράφια. Και είχε δίκιο. Είχε πράγματι ωραία φωνή. Και η γιαγιά μου είχε ωραία φωνή. Η αδερφή μου, Αγγελική, το 1978, έκανε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο και έβαλε τη γιαγιά μου και τραγούδησε, 78 χρονών γυναίκα. Είχε μια φωνή κοντράλτα. Η μητέρα μου έγραφε και ποιήματα - τα έδωσε κάπου και χαθήκαν. Ζωγράφιζε κιόλας, και έχω αρκετά έργα της, λίγο τρομακτικά, εντελώς καφκικά έργα. Έγραψε και μια μικρή αυτοβιογραφία. Την δακτυλογράφησα σε τέσσερα αντίτυπα και τη μοιραστήκαμε τα τέσσερα παιδιά. Έχει και μια φοβερή, τραγική σκηνή εκεί. Γνώρισε τον πατέρα της, παιδάκι μια φορά, και αυτός δεν της έδωσε ούτε ένα δωράκι. Και τον ξαναείδε πια μεγάλη, ύστερα από 20-25 χρόνια, την περίοδο της Κατοχής. Και τη ρώτησε μόνο «πώς περνάς;». Ο παππούς μου είχε αρκετά κτήματα και χρήματα, αλλά δεν της έδωσε ποτέ τίποτα. Αλλά αυτή στα παιδιά της έδωσε τα πάντα.

Από τον πατέρα μου δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα από εκείνη την εποχή. Ήταν ένας ξένος. Τον απωθούσαμε κι εγώ και η αδερφή μου. Δεν έχω αναμνήσεις, μόνο δυο-τρεις εικόνες. Θυμάμαι μονάχα ότι του ζήτησα δυο φορές - στην Τετάρτη Δημοτικού ήμουνα - να με βοηθήσει σε μια διαίρεση, θυμάμαι σε ένα τραπέζι όπου ήπια για πρώτη φορά μπύρα, δεν θυμάμαι άλλες εικόνες. Δεν μπορούσε να δουλέψει επειδή είχε κηρυχθεί «εις αφάνειαν», και όταν πήγε να ψηφίσει το ’46, και εκείνος και πολλοί άλλοι ναυτικοί είχαν διαγραφεί. Τότε είχε βγάλει διαταγή ο Ζαχαριάδης: «αποχή από τις εκλογές». Ένα από τα πολλά θανάσιμα λάθη του Ζαχαριάδη, τη στιγμή που μπορούσε να έχει τουλάχιστον το 25% της ελληνικής Βουλής. Πιθανόν να ήταν της Μόσχας η διαταγή, αυτός ήταν λακές της Μόσχας. Την πλήρωσαν οι πολίτες. Μετά αναγκάστηκαν και πήγαν στους πολιτευτές του νησιού, και τους είπαν ότι «δεν μας αφήνουν να ψηφίσουμε, δεν μας βρίσκουνε». Οι περισσότεροι ήταν «αιρετικοί» αριστεροί, από τότε, και το 'καναν για να τιμωρήσουν το λάθος του Ζαχαριάδη. Στέλνουν επείγον τηλεγράφημα στο υπουργείο Εσωτερικών. Η απάντηση ήρθε την ίδια μέρα αλλά ήρθε αργά, όταν είχαν κλείσει οι κάλπες. Από τότε αρχίζει ένα κυνηγητό της αστυνομίας. Ο πατέρας μου απαγορευόταν να εργαστεί οπουδήποτε, αν έβρισκε δουλειά τον έδιωχναν ύστερα από μια βδομάδα. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν από συνοικέσιο. Δεν ευδοκίμησε ο γάμος. Οι σχέσεις τους δεν ήταν ευχάριστες. Αισθανόμασταν ότι υπάρχει ένας πόλεμος. Η μητέρα μου έγραψε πολλά πράγματα στην αυτοβιογραφία της. Πολλά που δεν φανταζόμασταν. Τρομακτικά. 

Με τα αδέλφια μου είχα άψογη συνεργασία και αγάπη. Πρώτος ήμουν εγώ, μετά η Αγγελική, μετά ο αδελφός μου, ο Στέλιος, και οι δυο πλέον πεθαμένοι, και μετά η Λιλή. Ο καθένας είχε τα δικά του. Η μεγάλη μου αδελφή έγινε ηθοποιός. Είχε γράψει και στίχους, κύκλους τραγουδιών με τον Θεοδωράκη και ήταν καλύτερη ποιήτρια από εμένα. Ο αδελφός μου έμαθε μουσική, έπαιζε στην μπάντα του Χαλανδρίου σχεδόν μέχρι το τέλος. Η μικρή σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, έγινε ζωγράφος και ζει από αυτό.

Πρώτη μέρα στο σχολείο, μπήκα στο προαύλιο και η μαμά μου μίλησε με μια κυρία και είπε: «Θα σου γνωρίσουμε ένα συμμαθητή σου που λέγεται Γιώργος Σαρλής». Έδωσα το χέρι μου, και έκτοτε γίναμε φίλοι. Έγινε καθηγητής στη Γεωπονική. Με τους συμμαθητές μου από την πρώτη δημοτικού έχω διατηρήσει σχέσεις μέχρι σήμερα. 

Ήμουν πολύ ήσυχος στην τάξη. Κάθε πρωί έπρεπε να έχουμε καθαρό μαντήλι, απαραιτήτως. Η δασκάλα μας, η δεσποινίς Αντωνακοπούλου μάς κοίταζε τα νύχια, να είμαστε καθαροί. Επίσης, κοίταζε τα αυτιά μας. Κυκλοφορούσαν κοριοί, ψείρες, ποντίκια και κατσαρίδες. Πρώτη ζήτηση σε όλη την Ελλάδα. Γι’ αυτό αναγκάστηκε και ο Μεταξάς να διατάξει να βαφτούν άσπρα τα νησιά. Ασβέστης μέσα-έξω για να φεύγουν τα μαμούνια, και έτσι έγιναν τα άσπρα νησιά.

Στο απολυτήριο έπαιρνα 10. Αιφνιδίως, όμως, ανακαλύφθηκαν έλεγχοι που εμφάνιζαν βαθμούς 8 και 9, μια ορισμένη χρονιά. Μάλλον τετάρτη ή πέμπτη δημοτικού. Θυμάμαι, ακόμα, ότι ζωγράφιζα πολύ ωραία τα νησιά. Έσκιζα όμως τα έργα μου για να έχω τη χαρά να τα ξανα-ζωγραφίσω. Ο τρόμος μου πάντως ήταν τα Μαθηματικά. Δεν καταλάβαινα με τίποτα τη μέθοδο των τριών. Διάβαζα με πάθος τα σχολικά βιβλία και το Μέγα Ωρολόγιον. Είχα μάθει απέξω όλους τους ύμνους. Το βιβλίο ανήκε στη μάνα του πατέρα μου - λίγα πράγματα μου έχουν μείνει από αυτή τη γυναίκα: ένα τραπέζι, μια φωτογραφία και ένα εκπληκτικό σακάκι γεμάτο χάντρες και πούλιες που η αδελφή μου το έβαζε τις Απόκριες. Χάθηκε κι αυτό. Σε ηλικία 11-12 χρονών, διάβαζα με μανία μια εφημερίδα που ερχόταν καθημερινά. Ήταν μια δεξιά εφημερίδα, ο «Εθνικός Κήρυξ». Κάποια στιγμή έφυγε μια οικογένεια από δίπλα μας και μας άφησαν τα βιβλία τους. Εκεί διάβασα πρώτη φορά την «Ωραία του Πέραν». Μετά το είδα και στον κινηματογράφο. Διάβαζα, επίσης, τα λαϊκά φυλλάδια, τα εικονογραφημένα, δηλαδή, φυλλάδια των 40 σελίδων που πουλούσαν τα περίπτερα. Διάβαζα τα ψευτο-λαϊκά, τα ψευτο-αστυνομικά μυθιστορήματα, λαϊκά περιοδικά, τον «Θησαυρό», ό,τι μου έπεφτε στα χέρια. Τότε γνώρισα για πρώτη φορά τους «Αθλίους» που με τρόμαξαν. Δεν έχω κρατήσει όμως καμία παιδική έκθεση, τίποτα από εκείνα τα χρόνια.

Η μητέρα μου είχε φωνόγραφο στο σπίτι, εγώ δεν τον πρόλαβα. Ραδιόφωνο αποχτήσαμε πολύ αργά, το ’50. Είχαμε το πρώτο ραδιόφωνο στη γειτονιά. Πρώτο τραγούδι από μεγάφωνο άκουσα σε ένα καφενείο, μεγάλος πια. Κατέβαινα κάτω στην Ερμούπολη, εκεί που είναι σήμερα το ΙΚΑ, στο καφενείο του Καλόγερα. Αυτός έβγαινε κάθε απόγευμα, έπλενε καλά τα μαρμάρινα τραπεζάκια, έριχνε νερό γύρω γύρω για να κατακαθίσει η σκόνη. Το μαγαζί έλαμπε. Έβαζε το γραμμόφωνο αλλά ακουγόταν από μεγάφωνο. Θυμάμαι το τραγούδι «Ο Πασατέμπος». Τα μαγαζιά της παραλίας στην Ερμούπολη, δεν έπαιζαν ρεμπέτικα αλλά ελαφρά, έπαιζαν την Βέμπο. Όταν πια έκανα τον κύκλο για να πάω στο μάθημα των γαλλικών – εκεί όπου σήμερα είναι η Νομαρχία - ήταν ένα σπίτι (εκεί μέσα διαδραματίζεται ο «Καιρός των Χρυσανθέμων»). Άκουγα από τα γύρω σπίτια στο πιάνο τα «Νυχτερινά» του Σοπέν.

Στο θέατρο πήγα για πρώτη φορά με τη μητέρα μου - στο θέατρο Απόλλων - στα 13 με 14. Με έπαιρνε μαζί της γιατί δεν είχε σύζυγο, είχα εγώ, ας το πούμε, αυτόν το ρόλο. Το καλοκαίρι πίσω από εκεί υπήρχε ένα υπαίθριο θέατρο. Είδα πολλές επιθεωρήσεις, μουσικό θέατρο. Μάλιστα μέχρι κάποια ηλικία δεν ήξερα ότι υπάρχει θέατρο πρόζας, νόμιζα ότι υπάρχει μόνο μουσικό θέατρο. Άκουγα και λίγα θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο αλλά δεν με ενθουσιάζανε. Θυμάμαι μια εκπομπή «Το θέατρο στο μικρόφωνο» ενός δημοσιογράφου του «Έθνους», Αχιλλέας Μαμάκης λεγόταν, από την οποία κάθε Κυριακή μεσημέρι περνούσαν οι Έλληνες ηθοποιοί οι οποίοι παρουσίαζαν τα έργα που έπαιζαν και μια μικρή σκηνούλα από αυτά. Ήταν μια διαφήμιση του έργου που θα ανεβάζανε. Ήταν και η μόνη παρηγοριά για αυτούς τους ανθρώπους. Τρέχανε από την Κυβέλη, που ήταν υποτίθεται μια μεγάλη πρωταγωνίστρια με μύθο πίσω της, μέχρι τον τελευταίο της επιθεώρησης. Ευτυχώς αυτή η εκπομπή έσωσε τις φωνές ορισμένων ηθοποιών που δεν θα ήταν αλλιώς πότε καταγεγραμμένες.

Η πρώτη μνήμη που μου έρχεται σήμερα όποτε πηγαίνω στη Σύρο είναι αυτά τα παιδικά μου χρόνια. Μια σκηνή με τον πατέρα μου να διασχίζουμε το δρόμο. Μια σκηνή με κάποιο θείο μου που είχε έρθει από Αγγλία, ξάδερφος του πατέρα μου, κι εγώ πήγαινα πρώτη Γυμνασίου και του είπα «δεν μπορώ να σας ακολουθήσω μέχρι την πλατεία». Δεν επιτρεπόταν οι μαθητές του Γυμνασίου να κυκλοφορούν μετά τις 9 το βράδυ. Και μου λέει: «ποιος θα μου πει εμένα κάτι, ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Τίποτα δεν ήταν, αλλά αυτό είναι το αιώνιο ελληνικό «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Εικόνες θυμάμαι, μια παραμονή Χριστουγέννων, μία σκηνή όπου η μητέρα μου φέρνει ένα γλυκό από ένα γάμο. Αυτή που παντρεύτηκε, η Αθηνά Μιχάλοβιτς, τώρα δεν γνωρίζει κανέναν, είναι 95 χρονών. Πρόσφατα πέθανε και η Ούρσουλα Ζησίδου. Αυτές ήταν οι δύο καλύτερες φίλες της μητέρας μου. Όταν πηγαίνω στη Σύρο, ρωτάω για ορισμένους, αν ζουν, αν υπάρχουν. Ένας - δυο συμμαθητές υπάρχουν επίσης εκεί, καθώς και μία κυρία που μου λέει για όλους τους θανάτους. Όλα αυτά δεν είναι ευεργετικά, βέβαια, αλλά σκέφτεσαι και τον εαυτό σου, καθώς μαθαίνεις όλο δυσάρεστα νέα. Θυμάσαι και τον στίχο του Σεφέρη «η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει», τον οποίο έγραψε νεότατος.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2018

Ο Δημήτρης Μαραμής για τον Μάνο Ελευθερίου





Θα σας εξομολογηθώ απλά τις σκέψεις μου όταν ακούω το όνομα του Μάνου Ελευθερίου: Ο ποιητής αυτός είναι ένας σύγχρονος Αμλέτος που σαρκάζει όλους τους Μακμπέτους, εκείνους που δεν είναι ικανοί να καταλάβουν τα αινίγματα και τους γρίφους, εκείνους που δεν υποψιάζονται τη βαθύτερη αλήθεια της ποίησης. Είναι προσκολλημένος στην αλήθεια, που είναι αιχμηρή και αμείλικτη, αλλά ποτέ δεν την αποκαλύπτει με πεζότητα. Την εκφράζει με σύμβολα που επιδέχονται πολλές ερμηνείες. Έχω την αίσθηση ότι οι στίχοι του είναι χρησμοί, είτε παλιοί είτε νέοι. Κάθε φορά μπορεί να σε αγγίζουν και να σε πονούν σε διαφορετικά σημεία, σμίγοντας το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον.

Η τέχνη του είναι καθαρή, χωρίς να είναι σαφής. Τόλμησε να μας χαρίσει τους χρησμούς του σε απλά λόγια που τραγουδιούνται ώστε να καρφώνονται στη μνήμη μας: όλα τα λόγια των τρελών που ήταν δικά μας λόγια. Ακροβατούν οι λέξεις του μεταξύ υλικών, ορατών πραγμάτων και άυλων ιδεών, αισθημάτων και φανταστικών πλασμάτων. Οι ήρωες της λογοτεχνίας ζωντανεύουν μέσα από τους στίχους του και περπατούν σε δρόμους πόλεων, σε γειτονιές μικρών νησιών όπου μπορεί να έχουμε περπατήσει κι εμείς. Κι όλα αυτά καθαρά, άμεσα, απλά. Δεν υπάρχει τίποτα το δυσνόητο στο λόγο του. Απλά παίζει με τα σύμβολα και τις αγάπες και τις μνήμες του. Του αρέσει η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού. Ίσως γιατί στο σκοτάδι κρύβεται η ασκήμια της αλήθειας των πραγμάτων και μπορείς να οραματιστείς την ομορφιά.

Τον αγαπώ και με αγαπά σιωπηλά. Συναντιόμαστε πάντα κατά τύχη...

Δημήτρης Μαραμής
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)




Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

Η πολιτική στο τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου






Η πολιτική στο τραγούδι του Μάνου Ελευθερίου


του Ηρακλή Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)


θα ’ρθει καιρός που θα φανούν οι κήρυκες
κι όχι μονάχα ψεύτες και ρουφιάνοι
Μ. Ελευθερίου, «Είσαι η Πρέβεζα και το Κιλκίς»


Ο Μάνος Ελευθερίου έχει υπάρξει θύμα μιας νόσου που έχει κατακλύσει το ελληνικό τραγούδι - νόσου ενδεικτικής του γηπεδικού επιπέδου των ακροατών: το να κρίνεις έναν δημιουργό και το έργο του από τις εκάστοτε απόψεις που αυτός εκφράζει για τη συγκυρία. Πέρα όμως από το αν ο Ελευθερίου ψήφισε «Ναι» ή «Όχι» στο δημοψήφισμα, πέρα απ’ το αν υποστηρίζει το α’ ή το β’ κόμμα, υπάρχει ένα στιχουργικό έργο τεραστίων διαστάσεων ποσοτικά και ποιοτικά που μας βοηθά να κατανοήσουμε τι πραγματικά εξέφρασε ο Ελευθερίου στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο.

Πυρήνας της κοσμοθεωρίας του Ελευθερίου είναι ο άνθρωπος, ο ορισμένος κοινωνικά και συλλογικά. Βασική ταυτότητα αυτού του ανθρώπου είναι η εργασία, και η κοινωνική θέση του που προκύπτει απ’ αυτήν. Ο στίχος του Ελευθερίου είναι ταξικός, γι’ αυτό και οι χώροι όπου συχνάζουν οι ήρωές του είναι καταρχήν οι χώροι όπου δουλεύει η εργατική τάξη. Χαρακτηριστικό είναι το «Κάθε πρωί» από τα «Λαϊκά» του Θεοδωράκη, όπου χωράνε «φάμπρικες», «γιαπιά», «σφαγεία» και «παλιά μηχανουργεία. Το ίδιο μοτίβο συναντάμε και στο «Το ψωμί μου είναι γλυκό»: «Τον πρώτο χρόνο φάμπρικα / τον άλλο στα ψυγεία / χωρίς να θέλω βρέθηκα / μες στα μηχανουργεία». Ο Ελευθερίου έλκεται από τους χώρους όπου οι άνθρωποι παράγουν, σχηματίζοντας έτσι και τη συλλογική τους ταυτότητα: «δρόμοι με τα κλωστήρια και τα μηχανουργεία» και «σχολάνε τα κλωστήρια στις εννιά». Και ενσωματώνει τακτικά στον στίχο του χώρους όπου συγκεντρώνεται ο λαϊκός κόσμος, μαζί: οι γειτονιές, το καφενείο, ο συνοικισμός.

Πλάι στον ανώνυμο λαό, ο Ελευθερίου βάζει τους δικούς του, πολιτικά φορτισμένους αγίους, ιδιαίτερα στα «Τροπάρια για Φονιάδες»: Ρόζα Λούξεμπουργκ, Τσε Γκεβάρα, Νίκος Πλουμπίδης. Η επιλογή του έχει να κάνει καταρχήν με το γεγονός ότι και οι τρεις φιγούρες υπήρξαν ηγέτες του οργανωμένου κομμουνιστικού κινήματος. Αλλά όχι μόνο αυτό. Πρόκειται για φιγούρες κυνηγημένες και αδικημένες, που εν τέλει βρίσκονται μόνες μπρος στον θάνατο και στους εκτελεστές τους. Την Λούξεμπουργκ την κυνηγούν οι πολιτοφύλακες των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών· τον Γκεβάρα που τον έχει ήδη εγκαταλείψει το Κομμουνιστικό Κόμμα Βολιβίας τον σκοτώνουν ο βολιβιανός στρατός και οι πράκτορες της CIA· και τον Πλουμπίδη τον εκτελούν «οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά», το μετεμφυλιακό κράτος της Δεξιάς μαζί με τους συντρόφους του στο ΚΚΕ, οι οποίοι ηλιθιωδώς τον θεώρησαν πράκτορα και προδότη.





Στη «Θητεία» βρίσκουμε άλλες δύο μεγάλες φιγούρες της αριστεράς. Ο στίχος «Η μοίρα κι ο καιρός το ’χαν ορίσει / Παρασκευή το βράδυ στις εννιά / η νύχτα χίλια χρόνια να γυρίσει» έχει γραφτεί για τον Γρηγόρη Λαμπράκη, κατά δήλωση του ίδιου του Ελευθερίου, καθώς Παρασκευή ήταν η μέρα της δολοφονίας του πολιτικού της ΕΔΑ από το παρακράτος. Και ο στίχος «Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι; / Ποιος είναι Καπετάνιος στα βουνά;» αναφέρεται στον Άρη Βελουχιώτη - το μάθαμε βλέποντας το κεφαλαίο «Κ» και την υποσημείωση του Ελευθερίου: «Ο ‘Καπετάνιος στα βουνά’ είναι, φυσικά, ο Άρης Βελουχιώτης. Αυτό ξέφυγε από τη λογοκρισία!».[i]

Ενδεικτική του πολιτικού προσανατολισμού του Ελευθερίου είναι και η συμμετοχή του στα ιστορικά «Τραγούδια του Αγώνα». Εν μέσω της Χούντας, αρχές του 1971, αποφασίζει και στέλνει τέσσερα τραγούδια στον Μίκη Θεοδωράκη που βρίσκεται στο Λονδίνο: «Η επιστολή», «Η αυλή», «Κλεισ’ το παράθυρο» και «Ποιος τη ζωή μου». «Η αυλή» είναι μια απ’ τις συγκλονιστικότερες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού, όπου η τρυφερότητα του ποιητή απέναντι στο ανώνυμο θύμα της οδού Μπουμπουλίνας συναντά τη βία και τη σκληρότητα των βασανιστών του. Γι’ αυτούς έγραφε τα τραγούδια του ο Ελευθερίου: τους αδικημένους και τους ταπεινούς, τους αθώους και τους κυνηγημένους. Όσο για το «Ποιος τη ζωή μου», έμελλε να ζήσει και μια δεύτερη ζωή στα χέρια του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα, στην αλλαγή του αιώνα, και να δώσει βήμα στην πολιτική έκφραση μιας επόμενης γενιάς, τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη γραφή του τραγουδιού.

Το στοιχειωμένο ερώτημα «πού πήγε αυτός που ξέρει να μιλά / που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;» του εν λόγω τραγουδιού μας πάει γραμμή στην καρδιά της αριστερής κοσμοθεωρίας του Ελευθερίου. Εδώ πλέον δεν μιλάμε για ιδέες και αξίες αφηρημένα, παρά αναζητάμε την καθοδήγηση, την ηγεσία - την πρωτοπορία, αν θέλετε, που θα μετουσιώσει τις ιδέες και τις αξίες σε πράξη. Ο ίδιος ο ποιητής εξηγεί τον συγκεκριμένο στίχο: «Ήταν αυτοί οι άνθρωποι που μπορούσαν να κάνουνε κάτι και εξαφανίστηκαν. Αν είχαν τη δυνατότητα και τις ευκαιρίες να αναδειχτούν σε ηγετικές μορφές θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Πρέπει να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και τις ευρωπαϊκές χώρες».[ii] Ο Ελευθερίου έχει πλήρη συνείδηση της υλικότητας των ιδεών· ότι δηλαδή οι ιδέες μετατρέπονται μέσα από τη συλλογική πράξη σε υλική δύναμη που μετασχηματίζει την πραγματικότητα. Και είναι έγνοια του που δεν υπάρχουν οι στοχαστές που θα γεννήσουν τις ιδέες, ούτε και οι ηγέτες που θα οργανώσουν τη μετατροπή των ιδεών σε μαζικό αίτημα: «μαλαματένια λόγια στο χορτάρι / ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά;».

Σημαντικό μοτίβο της πολιτικής ταυτότητας του Ελευθερίου είναι και η ενασχόληση με το έθνος. Την ελληνικότητα, όμως, την αντιλαμβάνεται ως ένα διαρκές αίτημα δικαίου και απελευθέρωσης, και όχι ως μια παγιωμένη κατάσταση εθνικού μεγαλείου και υπεροχής. Το ’21 εμπνέει τον ποιητή επειδή εμπεριέχει τον μοναχικό αγώνα και την αντιεξουσιαστική αυθάδεια του Αθανάσιου Διάκου «δεν ήτανε για τη δική σου γλώσσα / και να κρατάς το στόμα σου κλειστό». Και η εθνική μυθολογία, η Μονεμβασιά και το καριοφίλι, το κάστρο και η εκκλησιά, η αρματωσιά κι ο Μακρυγιάννης επανέρχονται στον στίχο του Ελευθερίου όντας κομμάτι του ίδιου σύμπαντος με τους κομμουνιστές που ξεφορτώνονται απ’ τα καμιόνια στην Καισαριανή και με την εναντίωση στους φασίστες που παραφυλάνε σε κάθε πόρτα. Το ίδιο ισχύει και για τη Σμύρνη που ξεφεύγει από τα όρια της εθνικής αφήγησης και γίνεται πανανθρώπινη αναφορά «στ’ άδικο και στο κρίμα». Αυτό που καίει τον Ελευθερίου είναι η προσφυγιά κι ο θάνατος κι ο λαός «που παίζανε στα ζάρια / τέσσερις φονιάδες στα παζάρια», και όχι ο ανιστόρητος εθνοκεντρισμός.







Θα ήταν ελλιπής η αναφορά μας δίχως μια στάση στις έννοιες της διάψευσης και της ήττας που σαν φάντασμα πλανιούνται στο στίχο του Ελευθερίου, ιδιαίτερα της μεταγενέστερης φάσης του απ’ τα μέσα του ’80 και δώθε. Δύο είναι οι βασικές πηγές αυτής της διάψευσης: η διαρκής ήττα του ελληνικού εργατικού κινήματος από τον Εμφύλιο ως τη δικτατορία και τη Μεταπολίτευση, και προπαντός το αδιέξοδο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με τις παρεκκλίσεις, τις παραμορφώσεις και τις βάρβαρες εκφάνσεις του. Και κάπως έτσι «όσοι πίστεψαν στον κόσμο / γίνανε τα θύματα», κι «εμείς με τόσα ιδανικά / βρεθήκαμε στα ξαφνικά / να ’μαστε προδομένοι», και τελικά «το τρένο δεν ξεκίνησε ποτέ για Κατερίνη».

Προσοχή όμως: ο φιλοσοφικά και ιστορικά κατοχυρωμένος υπαρξισμός του Ελευθερίου και η διάψευση που προκύπτει από τη στράτευση και την πράξη δεν έχουν καμία σχέση με τη μπουρδολογική κατάθλιψη που μεταδίδεται σαν ιός Έμπολα στο τωρινό ελληνικό τραγούδι. Άλλο το ένα, άλλο το άλλο. Το πρώτο βγαίνει απ’ το καμίνι της ζωής και της ιστορίας συνδέοντας το ατομικό με το κοινωνικό, ενώ το δεύτερο από την εκ των προτέρων τσιμεντωμένη απόσυρση.

Συμπερασματικά, ο Μάνος Ελευθερίου είναι ένας από τους συγκλονιστικότερους φορείς των αριστερών ιδεών στο ελληνικό τραγούδι. Πάντα με τον δικό του ιδιόμορφο τρόπο, πάντα με τις εμμονές και τα φαντάσματά του, δίχως συνταγές και ευκολίες, ο ποιητής εξέφρασε το διαχρονικό αίτημα της χειραφέτησης των κατατρεγμένων εμπνεόμενος από τον πιο απόλυτο ανθρωπισμό. Πηγή έμπνευσής του, όσο κλισέ κι αν ακούγεται αυτό, το όραμά του για έναν καλύτερο κόσμο. «Ξέρεις ότι στα νιάτα μας πολύς κόσμος, πολλοί νέοι τότε στιχουργοί νόμιζαν ότι γράφοντας ένα τραγούδι αλλάζουν και τον κόσμο;».[iii] Ο Ελευθερίου υπήρξε ένας απ’ αυτούς. Κι οι στίχοι του άλλαξαν μια για πάντα αυτό που σήμερα αντιλαμβανόμαστε ως νέο ελληνικό τραγούδι· άλλαξαν, δηλαδή, τον κόσμο.





[i] Μάνος Ελευθερίου, Τα λόγια και τα χρόνια, 1963-2013, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2013.
[ii] Συνέντευξη του Μάνου Ελευθερίου στην Κρυσταλία Πατούλη, TVXS, 19 Δεκεμβρίου 2011.
[iii] Συνέντευξη του Μάνου Ελευθερίου στον Ηρακλή Οικονόμου, Μουσικά Προάστια, 15 Μαΐου 2008.