Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΧΑΟΣ

 
(κανάλι youtube: goun33a)

Και πάνω που έχεις αφεθεί στο σκοτάδι στο θολό βασανιστικό μπλε έρχεται η κοπέλα πάνω στους αμμόλοφους και ανοίγει τα χέρια της αργά αλλά εμφατικά σαν απόφαση αφήνοντας σου μόνη επιλογή τη ζωή που κυλάει ως τη θάλασσα κι ακόμα παραπέρα.

Χάος ναι γι' αυτό δεν υπάρχει ουδεμία αμφιβολία όμως ένα χάος τόσο γοητευτικό ώστε το καράβι και το κουπί και το κατάρτι να φαντάζουν μονόδρομος και τα βράχια μπροστά να μην είναι τίποτε άλλο παρά ο πλήρης και πειστικός προορισμός.

Δηλαδή μπορεί να φοβάσαι το κολύμπι αλλά όπως είπε κι ο ποιητής δεν σταματήσαμε να πλατσουρίζουμε στις ομορφιές της θάλασσας μόνο και μόνο επειδή κάποιοι πνίγηκαν εντός της.

Τζων Άγκμπε

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

Συνέντευξη του Σπύρου Κουβέλη και του Γιώργου Τσεμπερόπουλου στον Σωτήρη Κακίση

 (Σπύρος Κουβέλης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος)




ΣΠύΡΟΣ ΚΟΥΒέΛΗΣ,
ΓΙώΡΓΟΣ ΤΣΕΜΠΕΡόΠΟΥΛΟΣ:

“ Είμαστε πια σε πόλεμο ! ” 


του Σωτήρη Κακίση


Δεν πρόκειται για «Ξαφνικό Έρωτα», ούτε για είσοδο στα οικολογικά θέματα του σκηνοθέτη Γιώργου Τσεμπερόπουλου από την «Πίσω Πόρτα». Αλλά για να μην πούμε όλοι σύντομα «’Αντε Γειά», τώρα που η οικολογία για όλο τον κόσμο εκτός από την Ελλάδα έχει καταστεί θέμα πρώτης προτεραιότητας, ο σκηνοθέτης του πρωτοποριακού κάποτε ντοκυμαντέρ «Μέγαρα» και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εγχώριας Greenpeace, με τον βουλευτή Επικρατείας Σπύρο Κουβέλη, αυτόν που γύρισε με την ίδια αγωνία από το εξωτερικό και τα Ηνωμένα Έθνη, σήμερα εδώ μιλάει, συνδιαλέγεται, έχει ένα σωρό πράγματα να πει, να πούνε.

Γιατί είμαστε σε πόλεμο πια, λέει, λένε. Γιατί δεν γίνεται άλλο να κλείνουμε τα μάτια. Γιατί δεν πάει άλλο. Γιατί ο εχθρός είναι εδώ και καιρό εντός των πυλών. Κι ο εχθρός αυτή τη φορά είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας χωριστά, κι όλοι μαζί σαν σύνολο. Με τις συνήθειες, με τον τρόπο, με την αδιαφορία, με τις σπατάλες, με την άγνοιά μας. Κι αν δεν αλλάξουμε πορεία αποφασιστικά, ακόμα χειρότερες μέρες σύντομα δυστυχώς θα δούμε.
Σ.Κ.



-Τελευταία, πολύ …οικολογικά τη βγάζουμε, δεν τη βγάζουμε; Εννοώ με τη Δ.Ε.Η. και τα σκουπίδια.

ΓΙώΡΓΟΣ ΤΣΕΜΠΕΡόΠΟΥΛΟΣ: Με μπλακ-άουτ γενικευμένο, θέλετε να πείτε;

-Θέλω να πω η Οικολογία δεν περιλαμβάνει και-

ΣΠύΡΟΣ ΚΟΥΒέΛΗΣ: Το σκοτάδι;

-Ναι. Το σκοτάδι με τη ρομαντική του, μια φορά κι έναν καιρό, έννοια…

Γ.Τ.: Τότε, να σπεύσω εγώ να πω πως το τριήμερο της Καθαρής Δευτέρας ήμασταν στην Αίγινα. Το πρώτο βράδυ, μια χαρά ήμασταν, όπως πάντα. Το δεύτερο βράδυ πέφτει ένας πανικός απίστευτος: έγινε μπλακ-άουτ ! Ο πανικός δε αυτός αφορούσε το φαΐ στο φούρνο μόνο, γιατί γκάζι είχαμε στα μάτια της κουζίνας. Η συνέχεια του πανικού αφορούσε το «-Και τώρα τι κάνουμε, πού πάμε;». «-Και γιατί πρέπει να βγούμε;», ρωτάω εγώ. «-Γιατί χωρίς ρεύμα μες στο σπίτι θα σκάσουμε, δεν θα σκάσουμε;»

-Στην Αίγινα;

Γ.Τ.: Στην Αίγινα. Εγώ όμως το είχα σχεδόν σκηνοθετημένο, γιατί ήξερα περί μπλακ-άουτ: εμφανίζω πάσης φύσεως κεριά, τ’ ανάβουμε, και γίνεται Η βραδιά. Κανένας δεν έφυγε, το ρεύμα ήρθε και δεν το πήραμε είδηση, κι απολαύσαμε πραγματικά, μα πραγματικά το σκοτάδι.

Σ.Κ.: Αν λοιπόν πάρουμε το σκοτάδι από την πλευρά της οικολογίας, ναι: ανάβουμε τα κεριά, κι οι άνθρωποι έρχονται ξαφνικά πάλι κοντά μεταξύ τους.

Γ.Τ.: Το πρόβλημα, βέβαια, έγκειται στο γεγονός πως δεν είμαστε έτοιμοι να ξαναζήσουμε έτσι. Π.χ. το θέμα του ψυγείου για όλους μας είναι πια άλυτο. Του μαγαζιού που πουλάει τα κρέατα και με τις διακοπές του ηλεκτρικού τα πετάει. Καμία κοινωνία, θέλω να πω, δεν είναι έτοιμη να ζήσει χωρίς ρεύμα.

Σ.Κ.: Εγώ, για να το σοβαρέψω λίγο, θα πω πως η συζήτηση όλη δεν είναι αν θα πρέπει να ζήσουμε στο μέλλον με ή χωρίς ρεύμα, αλλά αν καταναλώνουμε την ενέργεια που πραγματικά χρειαζόμαστε, ή 25 φορές περισσότερη. ¨Η, έστω, 10 φορές περισσότερη. Εκεί βρίσκεται το πρόβλημα. Γιατί ζούμε με τρόπο ώστε η σπατάλη ενέργειας να θεωρείται μέσο καλοπέρασης.

-«Σπάσ’ τα όλα, κάφ’ τα όλα, και αγάααααπαμε» ! Εσείς, κύριε Κουβέλη, πάντως ειδικεύεστε και στα οικονομικά της οικολογίας, αν δεν κάνω λάθος. Τι σημαίνει αυτό;

Σ.Κ.: Σημαίνει πως η δική μου άποψη για τα θέματα της ενέργειας ή της κατανάλωσης των φυσικών πόρων λέει πως δυστυχώς βρισκόμαστε εδώ και καιρό στο σημείο να έχουμε εξαρτήσει την καλοπέρασή μας και το μέτρο ανάπτυξής μας από το πόσο πολύ σπαταλάμε τα πάντα. Όμως η φτηνή και άφθονη ενέργεια είναι πια μόνο ένα όνειρο του παρελθόντος.

-Τέλος ! Που λέει κι η πιο έσχατη έκφραση της λαϊκής μόδας.

Σ.Κ.: Τέλος. Αρκεί να δει κανείς πόσο κάνει πια ένα βαρέλι πετρέλαιο, ή ένα λίτρο βενζίνης. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση: δεν υπάρχει επιστροφή σε προηγούμενες εποχές. Οφείλουμε να γίνουμε και πιο προσεκτικοί, και πιο ευρηματικοί στη χρησιμοποίηση κάθε μορφής ενεργείας.

-Εσείς τώρα μιλάτε για μια ξένη, πολύ πιο πολιτισμένη …πολιτιστική κατάσταση από της Ελλάδας. Εδώ εμείς δεν έχουμε καταφέρει να κάνουμε ανακύκλωση με τα σκουπίδια μας. Τι λέω; Ούτε ξέρουμε, εν έτει 2008, τι πάει να πει ανακύκλωση !

Γ.Τ.: Εγώ προσωπικά, από δύο πλευρές τα κοιτάω τα πράγματα: όντας Greenpeace εδώ και 30 χρόνια, και 17 από τότε που δημιουργήθηκε κι η ελληνική, είμαι σ’ αυτό συνειδητοποιημένος. Μάλιστα, αυθόρμητα, 23 χρονών, πριν καν υπάρξει ίσως ο όρος οικολογία, έκανα μια ταινία, «Τα Μέγαρα», όπου οι αγρότες οι ίδιοι μιλάνε για τα θέματα αυτά. Το είχα άρα μες στο πετσί μου από τότε εγώ το πρόβλημα. Και με μεγάλη χαρά βλέπω τώρα, 35 χρόνια μετά, πως όλος ο κόσμος, κι όχι μόνο οι άμεσα παθόντες, δείχνουν ν’ ανησυχούν.

-«Δείχνουν»;

Γ.Τ.: Ναι. Και εδώ ακριβώς είναι ο επιπλέον κίνδυνος. Στην «καραμέλα» της οικολογίας. Γιατί, εκτός από τον Σπύρο Κουβέλη και τον Κυριάκο Μητσοτάκη κανένας άλλος πολιτικός δεν μιλάει σοβαρά γι’ αυτά τα πράγματα.

-Κι ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης.

Γ.Τ.: Κι ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, πράγματι. Που προηγήθηκε μάλιστα. Κι ενώ λέγεται πως διάφοροι πολιτικοί αρχηγοί σε συζητήσεις τους δείχνουν να ενδιαφέρονται, στο δημόσιο λόγο τους δεν ασχολούνται με το θέμα. Δεν υπάρχει πολιτικός πολιτισμός στην Ελλάδα, δυστυχώς. Τα κόμματα παρουσιάζονται χωρίς κανενός είδους οικολογική άποψη. Και το δεύτερο κατ’ εμέ και μεγαλύτερο θέμα, που είναι ίσως παρεπόμενο του πρώτου, είναι ακριβώς αυτό που ειπώθηκε πριν: πώς, αν και άνθρωποι με οικολογική συνείδηση, μπορούμε να ζούμε κάθε μέρα ως οικολογικά γουρούνια.



 (Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Σωτήρης Κακίσης, φωτο: Γ. Πανουσόπουλος)



-‘Ητοι;

Γ.Τ.: Το βλέπω σε φίλους μου, σε ανθρώπους με τους οποίους έχουμε ίδιες απόψεις: όση ώρα μιλάμε, η βρύση στο μπάνιο τρέχει. Κάτι που εγώ πια το θεωρώ εγκληματικό. Είναι η στιγμή που «εγκληματεί» ο καθένας μας, όχι μόνο απέναντι στη δική του την τσέπη, αλλά κι απέναντι στον πλανήτη όλο, απέναντι στο μέλλον των παιδιών.

Σ.Π.: ‘Ετσι είναι.

-‘Ετσι είναι; Γιατί ο Γιώργος ο Τσεμπερόπουλος είπε κάτι και για τα κόμματα, κύριε Κουβέλη…

Σ.Π.: Να πούμε και για τα κόμματα. Κι εγώ θεωρώ πως ο πολιτικός πολιτισμός στην Ελλάδα όσον αφορά το περιβάλλον βρίσκεται σε πρωτόλεια φάση, για να μην τον πω τελείως ανύπαρκτο. Κι αυτό το εισπράττω συνέχεια ο ίδιος προσωπικά. ‘Οταν θέτω θέματα, που δεν άπτονται μιάς γενικολογίας, αλλά που περιέχουν κάτι που πονάει, και η άλφα λύση είναι πολύ πιο επώδυνη πολιτικά, βλέπω να προτιμώνται λύσεις βήτα, άνευ κόστους πολιτικού. Ακούω, όχι μόνο από συναδέλφους του δικού μου κόμματος, «-Κάτσε, ρε παιδάκι μου, θα ‘χω πρόβλημα με τους ψηφοφόρους μου, αν τους εναντιωθώ σ’ αυτό».

-Όπως;

Σ.Π.: Κάποιος θέλει, ας πούμε, να πάει να φτιάξει ένα ακόμα χιονοδρομικό κέντρο σε κάποιο παρθένο, απάτητο βουνό. Πώς να πάμε κι αλλού, τους λέω εγώ, όταν κι αυτά ακόμα που έχουμε δυσκολεύονται να δουλέψουνε; Γιατί; Από την άλλη, ο Γιώργος ο Παπανδρέου εγώ θεωρώ πως έχει επί του θέματος αρκετά μεγάλη ευαισθησία. Από το σημείο όμως αυτό ώς το σημείο η οικολογία να φτάσει να διατρέξει την πολιτική κουλτούρα της Ελλάδας, όντως απέχουμε πάρα πολύ. Και στο δεύτερο που έλεγε ο Γιώργος ο Τσεμπερόπουλος συμφωνώ, ο κοινωνικός πολιτισμός μας για το περιβάλλον είναι πάρα πολύ χαμηλά. Όλοι θέλουμε ένα καθαρό περιβάλλον, και σωστή αποκομιδή σκουπιδιών, και ενέργεια άφθονη, και, και, και, αρκεί όλα να συμβαίνουν μακριά κι έξω από μας. Εμείς θέλουμε να βρισκόμαστε στην άκρη του σωλήνα απ’ όπου βγαίνει το καθαρό νερό, αδιαφορώντας για οτιδήποτε μεσολαβεί γι’ αυτό. Μακριά από μας όλα να είναι, κι εμείς να απολαμβάνουμε μόνο το κάθε τι.

-‘Ελα όμως που για πολλά πια …τέλος !  Καθαρό νερό δύσκολα πια βγαίνει τον τελευταίο καιρό, στον Ωρωπό, στα Οινόφυτα. Δεν είμαστε πια στο παρά πέντε, στις και πέντε είμαστε: Κερκίνες κι Αχελώους και Κηφισούς έχουμε πια πολλούς ενώπιόν μας.

Σ.Π.: Στις και πέντε είμαστε. Η ζημιά που έχει γίνει σε πάρα πολλά μέρη είναι μη-αναστρέψιμη. Η ρύπανση των υδροφόρων οριζόντων μας είναι πια σε πολύ προχωρημένο επίπεδο. Σε κάποιους άλλους τομείς, βέβαια, ακόμα υπάρχει λίγος καιρός.

-Π.χ.;

Σ.Π.: Π.χ., το να μαζέψουμε τα σκουπίδια μας και να μάθουμε να τα διαχειριζόμαστε, αυτό μπορεί να γίνει προφανώς οποιαδήποτε στιγμή αποφασίσουμε να γίνουμε άνθρωποι.

-Δεν είναι παράδοξο το γεγονός ότι, ενώ στα σπίτια μας μέσα οι νεοέλληνες είμαστε πολύ πιο καθαροί από άλλους λαούς, έξω από την πόρτα μας «γαία πυρί μειχθήτω» ;

Σ.Π.: Εγώ θυμάμαι τη γιαγιά μου, η οποία καθάριζε την αυλή της μια φορά κι έναν καιρό, κι ύστερα έπιανε και καθάριζε και το πεζοδρόμιο. Τώρα οι άνθρωποι καθαρίζουν τα διαμερίσματά τους ή τις αυλές τους και πετάνε μετά τα σκουπίδια στο δρόμο έξω.

Γ.Τ.: Σ’ εμάς πάλι η κυρά-Μαρία, μετά την είσοδο της πολυκατοικίας, καθαρίζει αυτοβούλως κι όλο το τετράγωνο.

-Σαν τον Θανάση Βέγγο, που λέγεται πως κάποτε παραλίγο να σκουπίσει όλη την …Εθνική οδό !

Γ.Τ.: Αλλά η κυρά-Μαρία, βέβαια, αποτελεί είδος υπό εξαφάνιση. Ναι, λοιπόν, η οικολογία είναι ένα τεράστιο θέμα. Στην πράξη όμως τι γίνεται; Όσον αφορά στην πράξη, λοιπόν, χωρίς να υποτιμώ ούτε του νερού, ούτε οποιαδήποτε άλλη μόλυνση, το πάρα πολύ καίριο θέμα για μένα είναι το ενεργειακό. Που όλοι λέμε πως οι εναλλακτικές μορφές ενέργειας οφείλουν και δια νόμου να ανέλθουν στο 50 τοις εκατό. ‘Ως το 2050  να έχουμε φτάσει σε ποσόστωση τεράστια. Και δεν πηγαίνουμε καθόλου προς τα ‘κεί. Ούτε από πολιτική βούληση, ούτε από ατομική ευσυνειδησία. Ένα άλλο παράδειγμα, λοιπόν, αυτού του αδιεξόδου εδώ σ’ εμάς είναι κι οι ανεμογεννήτριες.

-Οι οποίες;

Γ.Τ.: Στη χώρα μας είναι προφανέστατο πως έπρεπε εδώ και πολλά χρόνια να έχουμε στραφεί στον πολλαπλασιασμό των αιολικών πάρκων. Όμως κανείς και πουθενά δεν τα θέλει, και δεν υπάρχει περίπτωση να γίνουν, παρά μόνο δια της επιβολής των συμφερόντων κάποιων εταιρειών. Κατά σύμπτωση, στην Πάρο, του πολύ επιτυχημένου απ’ όσο ξέρω πρώην δήμαρχου, τώρα στην κεντρική πολιτική σκηνή, κυρίου Ραγκούση, υπάρχει απόφαση πως οι ανεμογεννήτριες δεν ταιριάζουν με το ιστορικό, πολιτιστικό, τουριστικό -και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο- προφίλ του νησιού. Κι οποιουδήποτε άλλου νησιού, επομένως. Η ερώτησή μου άρα είναι: Ταιριάζουν όμως τα διϋλιστήρια πετρελαίου;

-Απαντήστε, λοιπόν, εσείς τώρα, κύριε Κουβέλη, ως …Ραγκούσης !

Σ.Π.: Απαντώ ως Κουβέλης πως δεν την ξέρω αυτή τη συγκεκριμένη υπόθεση της Πάρου. Ξέρω όμως τι έχει γίνει σε πάρα πολλά άλλα νησιά. Ξέρω τι ήταν να γίνει και δεν έγινε στη Σκύρο, που περνάς από την Εθνική οδό και βλέπεις ξαπλωμένες δίπλα τις ανεμογεννήτριες, που αρνήθηκαν οι Σκυριανοί να δεχτούνε. Τα αιολικά πάρκα δεν είναι ούτε επικίνδυνα, ούτε προβληματικά. Όταν όμως πας από τη μια μέρα στην άλλη και λες σε κάποιους «-Εδώ θα σας πνίξουμε στην ανεμογεννήτρια», ο άλλος φυσιολογικά τρομάζει. Υποψιάζεται από μίζες ώς συμφέροντα τελείως σκοτεινά. Η διαδικασία της εξήγησης στον κόσμο γιατί είναι καλύτερη η αιολική ενέργεια είναι ανύπαρκτη.





 (Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Σπύρος Κουβέλης)




-Εδώ γύρω, αρκετά δικαιολογημένα με τα όσα έχουν δει τα μάτια μας, υπάρχει ριζωμένη βαθειά μέσα μας η δυσπιστία.

Σ.Κ.: Εγω επανέρχομαι στα πρωτοποριακά όντως «Μέγαρα» του Τσεμπερόπουλου, μια κι έχω κι εγώ ασχοληθεί αρκετά με τα θέματα τα οικολογικά στον κινηματογράφο, με το φεστιβάλ της Ρόδου. Τεράστια σημασία έχει να ενημερωθεί ο κόσμος. Τεράστια ! Με φιλμ, με ντοκυμαντέρ, με σινεμά, με τηλεόραση.

-Πώς, αλά …Γκορ; Όπου ο ίδιος που βομβάρδισε την Ευρώπη, μας λέει τώρα για τα παγόβουνα;

Σ.Κ.: Ε, καλά, ο Τσεμπερόπουλος δεν είχε …εργοστάσιο με λιγνίτη πριν, οπότε γίνεται πιστευτός, σε αντίθεση ίσως με τον Γκορ που λέτε. Εγώ λέω για την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, γιατί δεν μπορείς να πάρεις όλους τους Έλληνες και να τους πας να δουν ένα αιολικό πάρκο. ‘H, όπως το έλεγε πολύ ωραία ο επικεφαλής της Greenpeace στην Ελλάδα, ο Νίκος ο Χαραλαμπίδης, δεν θα ΄βλαπτε να βάζαμε μερικές ανεμογεννήτριες στον Υμηττό πάνω. Να ξυπνάνε κάθε πρωί οι άνθρωποι και να τις βλέπουν, να τις συνηθίσουν, να μην τις φαντάζονται για τίποτα τρομακτικό.

Γ.Τ.: Κι ας μην λειτουργούν !

-Εδώ συνηθίσαμε στο ζέππελιν στη διάρκεια των Ολυμπιακών, και μας ψιλο-λείπει…

Σ.Κ.: Με τρεις ανεμογεννήτριες και μια τσιμινέρια στο Υμηττό δίπλα-δίπλα, θα καταλάβαινε επιτέλους πολλά ο κόσμος. Το ξεπάτωμα του πανέμορφου ελαιώνα στα Μέγαρα το ’82-’83, για να μη γίνει μετά τίποτα, εγώ σαν εικόνα από παιδάκι, έξω κι από το φιλμ του Τσεμπερόπουλου, την έχω ακόμα μέσα μου σαν ψυχικό τραύμα.

Γ.Τ.: Για να γίνει διϋλιστήριο πετρελαίου.

-Ο Γκάτσος άρα την Περσεφόνη του και στα Μέγαρα, όχι μόνο στην Ελευσίνα, αν όχι σ’ όλη πια την Ελλάδα, δεν θα ‘πρεπε να την αφήσει να ξαναβγεί.

Γ.Τ.: Το θέμα πάντως του ποιος λέει σήμερα αλήθεια και ποιος λέει ψέματα είναι πολύ σοβαρό. Εγώ, με το κίνδυνο πάντα να φανώ γραφικός, νοιώθω πως είμαστε πια σε πόλεμο. Όχι σε πόλεμο κανονικό, σαν εκείνους που ξέραμε ώς τον προηγούμενο αιώνα, με εισβολές και τέτοια. Αλλά, επειδή και σήμερα η ουσία είναι στο «ζωή ή θάνατος», όλα τ’ άλλα πάνε περίπατο. Κι εγώ επηρεασμένος από το γεγονός ότι έχω και μια μικρή κόρη, που το 1950 θα είναι ακριβώς στη μέση της ζωής της, νοιώθω πως το 1950 είναι σήμερα, έχει έρθει ήδη. Το δε 2020, που η Ελλάδα υποχρεούται να ‘χει κάνει πράγματα, είναι χτες.

-Άλλωστε, γρήγορα περνάει ο καιρός: γύρω στις 75 γενιές απέχουμε μόνο από την Αθήνα του Περικλή, ξέρετε.

Γ.Τ.: Πιάνω τον εαυτό μου, λοιπόν, να ξανασκέφτομαι με όρους ξεπερασμένους, να χωρίζω τους ανθρώπους σε αριστερούς και δεξιούς ακόμα. Αν έχεις σκέψη αριστερή, ας πούμε, αμφισβητείς τα πάντα, κοιτάς να ελέγξεις το κεφάλαιο, τέτοια. Αλλά στην περίπτωση τώρα άλλα παίζουν ρόλο: όταν εσύ, η γυναίκα σου, κάνετε ντους, την ώρα που σαπουνίζεστε, το ‘χετε κλειστό το ρημάδι το νερό, ή τ’ αφήνεις να τρέχει χωρίς λόγο; Την κλείνεις τη βρύση όσο πλένεις τα δόντια σου;

-Όπως έλεγε κι ο Λογοθετίδης, «-Μπαίνεις « κλικ » ! Βγαίνεις « κλικ » ! »

Γ.Τ.: Γιατί από τότε που τά ‘λεγε αυτά ο Λογοθετίδης έχει περάσει η ευημερία, που πολύ ωραία ήταν και τη χαρήκαμε, περάσαμε καλά όσοι προλάβαμε, αλλά τώρα είμαστε αλλού. Σε θέση μάχης, καλώς ή κακώς. Κι εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει αν θα με κοροϊδέψουν, ή κάποιοι θα βγάλουν λεφτά με τις μετατροπές της ενέργειας. Να ζήσουν χωρίς πρόβλημα τα παιδιά μου μ’ ενδιαφέρει.

Σ.Κ.: Φέτος το καλοκαίρι θα περάσουμε κατά τα φαινόμενα δύσκολα λόγω της έλλειψης νερού. Γιατί με τις απεργίες στη Δ.Ε.Η. ποιος ξέρει πόσο νερό έφυγε από τα φράγματα για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Κι ο κακομαθημένος ο ‘Ελληνας δεν σκέφτεται να κάνει κάτι να βοηθηθεί λίγο η κατάσταση, να μη βάλει σεσουάρ οπωσδήποτε μια μέρα για τα μαλλιά του, να μην ξεχάσει το θερμοσίφωνο ανοιχτό. Το μοντέλο μας λέει, «-Εγώ καταναλώνω όσο μπορώ περισσότερα, γιατί έτσι δείχνομαι πιο μάγκας»… Και σαν κράτος πάλι είμαστε αυτή τη στιγμή κάτω κι από το 1 τοις εκατό σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

-Σαν νοοτροπία «ο πωλών επί πιστώσει» εμείς πάντα είμαστε;

Γ.Τ: Μην ξαναπούμε τώρα πως ακόμα δεν έχουμε υπουργείο Περιβάλλοντος. Μην ξαναπούμε πού είμαστε, και τι κάνουμε. Τι δεν κάνουμε.

-‘Αρα, δεν έχουμε ελπίδα καμία;

Σ.Κ.: Έχουμε, αν καταφέρουμε να εκμεταλλευτούμε της Ευρώπης τις ήδη έτοιμες εξελίξεις. Αν δεν φοβόμαστε την αλλαγή. Αν σταματήσουμε να δουλεύουμε βάσει του νόμου της αδράνειας. Αν μάθουμε να στρίβουμε και λίγο, κι όχι να τραβάμε όπου κάθε φορά μας βγάζει ο δρόμος. Λύσεις υπάρχουν πάντα, ακόμα και τώρα, ακόμα και στις και πέντε. Συλλογική προσπάθεια χρειάζεται. Να πειστεί ο κόσμος προς τα πού επιβάλλεται να πάμε.

Γ.Τ.: Δηλαδή, οι τρεις πολιτικοί που έχετε αναπτυγμένη οικολογική συνείδηση, άντε κι ο Δήμας τέσσερις, να καταφέρετε να πείσετε κατ’ αρχήν τους άλλους δυό χιλιάδες. Και, σε προσωπικό επίπεδο, ο καθένας από μας ν’ αναλάβει την οικογένειά του. Το σπίτι του πρώτα. Αλλά και γύρω από το σπίτι του. Το πεζοδρόμιό του. Τη γειτονιά του. Το χωριό του. Την πόλη του. Τη χώρα του.

Σ.Κ.: Και να σταματήσουν ν’ ακούγονται από δημόσια στόματα διάφορα, σαν αυτό που ακούσαμε πρόσφατα, πως το διοξείδιο που εκπέμπεται από τα εργοστάσια του ηλεκτρικού δεν πρέπει να μας τρομάζει. Πως είναι σαν εκείνο που πίνουμε μαζί με τις γκαζόζες…

ΠΗΓΗ: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝή, «Κ», ΚΥΡΙΑΚή 1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2008




  (Βανέσσα Ζουγανέλη, Σπύρος Κουβέλης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος, φωτο: Σ. Κακίσης)

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

Εκδηλώσεις



Ο Θέμος Σκανδάμης μας προσκαλεί σε μία solo performance, μόνος στο σπίτι! Απόψε στις 22.00, Ζωοδόχου Πηγής 87, είσοδος ελεύθερη.








Το Public και οι εκδόσεις Μετρονόμος μας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου-cd "Λαμά σαβαχθανί" του Δημήτρη Λέντζου, τη Δευτέρα 29 Οκτωβρίου στις 21.00.







Την Πέμπτη 1η Νοεμβρίου στις 8 μ.μ. θα γίνει η παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Θεολόγου "Φταίνε τα τραγούδια", στο cafe DU LAC.





Και την Τρίτη 6 Νοεμβρίου, στις 19.00, διοργανώνεται συναυλία οικονομικής υποστήριξης "για τον Γιάννη", έναν νέο άνθρωπο που λόγω ενός ατυχήματος χρειάζεται την επείγουσα βοήθειά μας. Στο Live Stage Βοτανικό, με γενική είσοδο 8 Ευρώ και παρόντα κάποια από τα πολύ μεγάλα ονόματα του νέου ελληνικού τραγουδιού.

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Αγαθόν το εξομολογείσθαι: Βούλα Σαββίδη






ΑΓΑΘΟΝ ΤΟ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΑΙ:
Βούλα Σαββίδη


Ό,τι ακολουθεί δεν είναι απλώς μια συνέντευξη χωρίς ερωτήσεις, παρά πρώτη ύλη για τον αστρονόμο του μέλλοντος. Σε έναν άλλον πλανήτη, εκατομμύρια έτη φωτός μακριά, σε έναν άγνωστο μελλοντικό χωροχρόνο, αυτός ο αστρονόμος θα μελετήσει κάποτε την εκτυφλωτική έκρηξη ενός υπερκαινοφανούς αστέρα. Οι συντεταγμένες του άστρου, κάπου μεταξύ Αθηνών και Θεσσαλονίκης. Και το όνομα αυτού: Βούλα Σαββίδη.

Εμφανίζεται στη δισκογραφία το 1971 πλάι στο Χρήστο Λεοντή, ερμηνεύοντας δύο τραγούδια στο δίσκο «12 παρά 5». Το 1974, η φωνή της συμπλέει με τη ματιά του Χατζιδάκι πάνω στο ρεμπέτικο με «Τα Πέριξ». Ο ίδιος ο Χατζιδάκις βασίζει πάνω της ένα μεγαλόπνοο εγχείρημα: «Γι' αυτό κι εγώ με τα ‘ΠΕΡΙΞ’, αρχίζοντας να επιλέγω και να τοποθετώ τα εβδομήντα, ίσως κι ογδόντα πιο όμορφα τραγούδια της λαϊκής μας τούτης μουσικής περιοχής, επιχειρώ να τα μεταφέρω μες από μια αυθεντικά γυναικεία μορφή, λαϊκή ζωγραφιά μετέωρη στον κήπο του Βοτανικού ή στο Μπαξέ -Τσιφλίκι, μαστορικά ζωγραφισμένη από τον Μόραλη, με την φωνή ενός κοριτσιού από τη Θεσσαλονίκη που ονομάζεται Βούλα Σαββίδη». Δυστυχώς για όλους μας, το σχέδιο αυτό δεν θα έχει ποτέ την ανάλογη συνέχεια.

Ακολουθεί η συνεργασία με τον Μίμη Πλέσσα στα «Χαμένα χρόνια», το 1977, όπου η Βούλα Σαββίδη ερμηνεύει τα πέντε από τα έντεκα τραγούδια του δίσκου. Κι ύστερα, μέχρι τις αρχές του ’90, μεσολαβεί η απόλυτη, η τρομακτικότερη, η πιο εκκωφαντική σιωπή. Επανέρχεται την περίοδο 1992-1996. Το ρεύμα του έντεχνου που μόλις γεννιέται θα τη βρει εντός του, στο ερμηνευτικό τιμόνι τριών σημαντικών δίσκων: «Το φίλημα του χρόνου», «Καινούργια ρούχα», «Αλκυονίδα μέρα». Στο τραγούδι «Κι όλο μου λες», ένα από τα πολύ μεγάλα εκείνης της περιόδου σε στίχους Οδυσσέα Ιωάννου και μουσική Τάσου Γκρους, η ίδια τραγουδά: «Τ’ απόγευμα τρελαίνεσαι κι έξω στους δρόμους βγαίνεις / το σούρουπο μαζεύεσαι και σαν φλογίτσα τρέμεις».

Αναζητούσαμε εδώ και καιρό την τρεμάμενη φλογίτσα της Βούλα Σαββίδη, και τελικά βρήκαμε φλογοβόλο. Σε μια σύντομη κάθοδό της από τη Θεσσαλονίκη, τη συναντήσαμε απόγευμα και φτάσαμε κουβεντιάζοντας ως αργά τη νύχτα. Δεν πήγαμε σ’ αυτήν ψάχνοντας για φετίχ, είδωλα και «καταραμένους» μύθους· χορτάσαμε από τέτοιους. Την προσωπική της μαρτυρία και τη συγκλονιστική της φωνή ζητήσαμε, και μας τις χάρισε απλόχερα και τις δύο. Την ευχαριστούμε θερμά.
Μ. Γκαρτζόπουλος - Η. Οικονόμου




 
ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ

Η αφετηρία μου είναι σαν τα παραμύθια. Ήμουν ανακάλυψη του Λαμπρόπουλου, ο οποίος όντας κράτος εν κράτη ήρθε και με πήρε κυριολεκτικά απ’ το σπίτι μου 17 χρονών παιδί. Τότε πίστευα ότι θα σπουδάσω, καθώς ήμουν μια πολύ καλή μαθήτρια με κλίση προς τα φιλολογικά. Δεν ανήκω σε εκείνες τις περιπτώσεις που έλεγαν ότι «από μικρή ήθελα να γίνω τραγουδίστρια». Ήρθαν τα πράγματα πολύ ξαφνικά, αλλά τελικά πήγα εκεί που έπρεπε να πάω. Δεν λοξοδρομείς· τα πράγματα θα σε πάνε εκεί που πρέπει.

Ένας κουμπάρος μας είχε ένα συγκρότημα και τους είχαμε παραχωρήσει ένα μικρό δωματιάκι για να κάνουν πρόβες. Εγώ τότε μπερδευόμουνα στις πρόβες τους κι έτσι, εντελώς τυχαία, βρέθηκα να τραγουδάω ερασιτεχνικά. Πήγαμε κάποια στιγμή για πρόβα σε ένα μαγαζί στην Θεσσαλονίκη, το Minuite, επειδή εκεί υπήρχαν τα όργανα και κάναμε μια πρόβα ερασιτεχνική γιατί θα παίζαμε κάπου στην Κατερίνη. Στο μαγαζί τραγουδούσε εκείνη την εποχή ο Μητσιάς – τότε ήταν φαντάρος – ο Δημήτρης Ζεβγάς και η Σοφία Διαμαντή, η οποία αργότερα τραγούδησε στην «Εκδίκηση της γυφτιάς» και στα «Δήθεν» και τότε ήταν ακόμα φοιτήτρια. Αυτό ήταν το σχήμα. Ήταν ένα μαγαζί όπου έπαιζε από νωρίς ένα ροκ συγκρότημα και μετά είχε λαϊκό πρόγραμμα αλλά με πολύ ποιοτικό κοινό, κάτι αντίστοιχο με τις μπουάτ. Έτσι ξεκίνησε, σαν ένα αστείο! Ξεκίνησα την πρόβα, και ξαφνικά βρέθηκα να τραγουδάω στο μαγαζί με τον Μητσιά και το υπόλοιπο σχήμα. Τις πρώτες μέρες μαθαίνει ο Λαμπρόπουλος ότι υπάρχει μία φωνή που πρέπει να την ακούσει, ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη, κι έτσι ξεκίνησαν όλα.

Τότε ήταν διαφορετικά τα πράγματα. Επένδυαν αν έβλεπαν μία φωνή που αξίζει τον κόπο - και δε μιλάω για μένα, μιλάω γενικά. Στην πορεία των χρόνων, τα πράγματα εξελίχθηκαν με τρόπο τέτοιο ώστε ό,τι είναι ξεχωριστό, ιδιαίτερο, πάνω από τον μέσο όρο, το αφανίζουμε γιατί μας χαλάει τις ισορροπίες. Πριν δε συνέβαινε αυτό. Σταδιακά, η πιάτσα άρχισε να αγριεύει, κι αυτό έγινε ιδιαίτερα αισθητό την δεκαετία του ’90. Μεταπολιτευτικά, κάτι διασωζόταν ακόμη.

Ο Λαμπρόπουλος μου κάνει συμβόλαιο πριν καν κάνω δοκιμαστικό στο στούντιο. Δεν έχω συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας μου, καθώς όλα αυτά συμβαίνουν το 1971. Έτσι κατεβαίνω από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και γνωρίζω τον Χρήστο Λεοντή. Είχε πει ο Λεοντής στον Λαμπρόπουλο ότι δε θέλει να δουλέψει με καθιερωμένες φωνές, του βάζει εκείνος να ακούσει κάποιες, αλλά δεν του άρεσαν. Ο Λαμπρόπουλος, ο οποίος είχε μια ταινία με τη φωνή μου από δοκιμαστικά στο γραφείο του, τού λέει: «έλα λίγο επάνω να σου βάλω να ακούσεις κάτι». Και με το που ακούει τη φωνή μου λέει ο Λεοντής: «αυτή θέλω». Κάτι γίνεται όμως, και λίγο καιρό μετά φεύγει από τον Λαμπρόπουλο και πάει στην Philips, αλλά συνέχισε να θέλει τη φωνή μου για εκείνα τα τραγούδια. Τραγουδάω εκείνη την εποχή στο Ζουμ και έρχεται ο Λεοντής με έναν παραγωγό της Columbia. Με φωνάζει το γκαρσόν και μου λέει: «σε θέλουν δύο κύριοι». Έτσι έγινε η πρώτη δισκογραφική μου εμφάνιση, με τη συμμετοχή μου σε δύο τραγούδια στο δίσκο «12 παρά 5» του Λεοντή.




ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ

Κάθομαι με τον αδερφό μου σε ένα cafe στο Μουσείο και είμαι σε μία φάση να τα παρατήσω και να φύγω. Λέω: «δεν είσαι εσύ γι’ αυτό τον χώρο, υπάρχει αγριότητα…» και βλέπω στην εφημερίδα «Τα Νέα» ένα μικρό πλαίσιο: «Ο Μάνος Χατζιδάκις ζητάει νέες φωνές για ακρόαση». Μου λέει ο αδερφός μου, «δεν πας;». Εγώ ήμουν απ’ την αρχή αρνητική. Επιστρέφοντας στο σπίτι, άλλαξα γνώμη. Πήγα λοιπόν στην ακρόαση, όπου τραγούδησα το «Η πίκρα σήμερα» και με συνόδεψε στο πιάνο ο Τάσος Καρακατσάνης. Το επίπεδο των παιδιών που είχαν πάει ήταν πολύ υψηλό. Στην επιτροπή ήταν ο Χατζιδάκις, η Κική Μορφονιού, ο Βασίλης Τενίδης… Θυμάμαι ότι είχε στεγνώσει το στόμα μου, ήμουν πάρα πολύ κακή, και είπα μέσα μου «εντάξει, το έχασα το παιχνίδι». Φεύγω με το κεφάλι σκυφτό, αφήνω τα στοιχεία μου, και στην έξοδο με προλαβαίνει η Κική Μορφονιού και μου λέει, «Βρε κούκλα μου, έχεις ωραία φωνή, είναι κρίμα. Αν έρθεις την άλλη φορά βάλε κάτι, νερό, λεμόνι, για να βοηθηθείς». Εγώ την άκουγα και δεν την άκουγα την ίδια στιγμή, καθώς είχα μια βεβαιότητα ότι αποκλείεται να με ξανακαλέσουν.

Την επόμενη μέρα χτυπάει το τηλέφωνό μου. Νομίζω ότι ήταν ο Τενίδης - δεν είμαι βέβαιη - και με ρωτάει: «μπορείτε να ‘ρθείτε ξανά;». Εγώ δεν πίστευα στ’ αυτιά μου! Στο σπίτι ο Βαγγέλης, ο άντρας μου, προτείνει: «Δεν του λες ένα λαϊκό, ένα ρεμπέτικο;». «Μα καλά», είπα εγώ, «θα πάω στον Χατζιδάκι και θα του πω λαϊκό ή ρεμπέτικο;». Φτάνοντας εκεί το ξανασκέφτηκα. Όταν ήρθε η σειρά μου – ήμασταν πολύ λιγότερα παιδιά από την πρώτη ακρόαση, προφανώς είχε γίνει ένα πρώτο ξεσκαρτάρισμα – λέω «κύριε Χατζιδάκι να σας πω ένα ρεμπέτικο;». Με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω και μετά από μια σιωπή δευτερολέπτων μου λέει, «πες», αλλά με βαριά καρδιά. Και ξεκινάω το «Μάνα μου γιατί να με γεννήσεις»· δεν ξέρω κι εγώ πώς μου ήρθε εκείνη τη στιγμή. Βλέπω τον Χατζιδάκι, από την πρώτη στροφή, να έχει σηκωθεί από τη θέση του, να έχει έρθει μπροστά μου και να επαναλαμβάνει: «μη σταματάς, μη σταματάς». Είπα έτσι τρία τραγούδια.

Αμέσως εντάχθηκα στο πρόγραμμα του Πολύτροπου, το οποίο ήταν ενιαίο και περιελάμβανε το «Μεγάλο Ερωτικό», τον «Οδοιπόρο, το Μεθυσμένο κορίτσι και τον Αλκιβιάδη», και εμβόλιμα είχε το δικό μου μέρος με ρεμπέτικα. Ήμουν μία φιγούρα του Μόραλη σε σκηνικά του Χαρατσίδη. Με είχε τοποθετήσει μέσα στον κόσμο, τραγουδούσα ανάμεσα στα τραπέζια. Ήμουν τότε πολύ μικρή σε ηλικία, και έπρεπε στις παραστάσεις να μεταφέρω και το κλίμα της εποχής του ρεμπέτικου κάτω από τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μόραλη. Αυτή η συνεργασία είχε τελικά ως αποτέλεσμα τον δίσκο «Τα Πέριξ». Μετά το Πολύτροπο τραγούδησα ξανά Χατζιδάκι στο Σκορπιό, όπου έλεγα ορισμένες από τις «Μπαλάντες της Οδού Αθηνάς».

Ο Χατζιδάκις είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο. Ήταν ευχή και κατάρα ταυτόχρονα: ευχή γιατί καταλάβαινες τι είναι τέχνη σε υψηλό επίπεδο, και κατάρα γιατί όταν έφευγες απ’ αυτόν αντιλαμβανόσουν πόσο διαφορετικά ήταν τα μεγέθη. Είναι δίκοπο μαχαίρι. Στη δική μου περίπτωση - που ουσιαστικά από εκείνον ξεκίνησα - τι θα μπορούσα άραγε να κάνω μετά από ένα τέτοιο ξεκίνημα; Αυτό που αγάπησα πολύ ήταν η γενναιοδωρία του. Δε θα μιλήσω για το πνευματικό του επίπεδο, μέσω του οποίου πήρα πράγματα, ρούφηξα πράγματα. Έπρεπε βέβαια να έχεις κι εσύ κάποια στοιχεία, να μπορείς να διακρίνεις κάποια πράγματα. Θα μπορούσα να περάσω από δίπλα του χωρίς να καταλάβω τίποτα. Ήταν χαρά Θεού να δουλεύεις με τον Χατζιδάκι.

ΟΤΑΝ ΣΥΜΒΕΙ ΣΤΑ ΠΕΡΙΞ

Η ηχογράφηση των «Πέριξ» έγινε ζωντανά, τραγουδώντας μαζί με την ορχήστρα και όχι play back. Αυτή ήταν μια συνειδητή επιλογή του Χατζιδάκι. Το «Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά», για παράδειγμα, έγινε μια κι έξω. Μια φορά το είπα μαζί με την ορχήστρα κι έτσι μπήκε στο δίσκο. Ο Χατζιδάκις δεν παρενέβη καθόλου, καμία στιγμή δε μου είπε πώς να τραγουδήσω. Και τι ορχήστρα! Η εθνική Ελλάδος. Ο Καρακατσάνης, ο Φάμπας, ο Ζουγανέλης, ο Ροδουσάκης, η Κρίθαρη.

Κατ’ αρχήν ήταν να βγει μια σειρά από δίσκους με συνολικά 70 ρεμπέτικα τραγούδια, τα οποία ο Μάνος ήθελε να καταγραφούν με τη φωνή μου. Τα «Πέριξ» ήταν ο πρώτος δίσκος αυτής της σειράς. Τώρα, γιατί δεν προχώρησε… θυμάμαι πως είχαν προκύψει διάφορα κολλήματα και από κάποιους κληρονόμους των τραγουδιών, κάτι με τα ποσοστά, και ο Χατζιδάκις που δεν μπορούσε αυτά τα μίζερα πράγματα εγκατέλειψε την προσπάθεια. Μετά από τόσα χρόνια δεν είμαι σίγουρη αν αυτή ήταν η αιτία, όμως σίγουρα έπαιξε κι αυτό τον ρόλο του.

Ακόμα και τώρα μου αρέσει να τραγουδάω ανάμεσα στον κόσμο, και απεχθάνομαι τους μεγάλους χώρους. Όταν μιλάω με τους ανθρώπους τους κοιτάω στα μάτια, κάτι που άλλοι αποφεύγουν. Έτσι είμαι και με το κοινό, θέλω να το αισθάνομαι γιατί του είμαι ευγνώμων. Είναι απίστευτη η σχέση που έχω μαζί του· λείπω για χρόνια, βγαίνω ξανά, και είναι σα να μην έχω λείψει ούτε μια μέρα. Είναι απίστευτο. Κάθε φορά που θα βγω να τραγουδήσω στον κόσμο το κάνω με σκοπό να μεταλάβουμε. Το κοινό το αισθάνομαι συνωμότη μου. Νιώθω ότι αυτό που συμβαίνει είναι μια όμορφη συνομωσία ενάντια σε όλο αυτό το σκουπιδαριό που μας πνίγει.

Στη σκηνή όταν είσαι αληθινός σε οδηγεί η ίδια η μουσική, το ίδιο το συναίσθημα. Ποτέ δε σκέφτηκα πραγματικά ότι έχω εγκαταλείψει το τραγούδι, θα ήταν σα να μου αφαιρείς το οξυγόνο. Όταν πια φεύγω από μία μουσική παράσταση μού μένει αυτό που συνηθίζω να ονομάζω «η μοναξιά του ταξί». Είναι η στιγμή που μπαίνω σε ένα ταξί με έναν άγνωστο, έχω αδειάσει τελείως, ανυπομονώντας να φτάσω στην ασφάλεια του σπιτιού μου, και με τη σιωπή να κρατάει όσο και η διαδρομή.



 
ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Το να πω ότι ένας άνθρωπος είναι λαϊκός είναι για μένα ένας τίτλος τιμής. Είναι ο άνθρωπος ο ανεπιτήδευτος, ο ακατέργαστος, ο ατόφιος· πολύ σπάνιο αυτό. Έτσι είναι και με το τραγούδι, το λαϊκό τραγούδι έχει αμεσότητα. Τα τραγούδια του Χατζιδάκι είναι λαϊκά, κι εγώ αισθάνομαι λαϊκή. Κάποιοι ταυτίζουν ακόμα και σήμερα το λαϊκό με κάτι υποδεέστερο, αμόρφωτο. Δεν είναι έτσι· είναι τίτλος τιμής να είσαι λαϊκός.

Τα ρεμπέτικα καθόρισαν τότε μια εποχή, και κουβαλάνε και την καθαρότητα εκείνης της εποχής. Ας μην ξεχνάμε ότι τότε το ρεμπέτικο ήταν ένα είδος περιθωριακό, εξέφραζε μια κοινωνική τάξη που τότε θεωρείτο λούμπεν. Αργότερα μπήκε στα σαλόνια. Η αλήθεια τους είναι εκείνη που τούς έδωσε διάρκεια μέσα στο χρόνο. Ο χρόνος είναι αυτός που αξιολογεί και τοποθετεί κάθε πράγμα στη θέση του, και το ρεμπέτικο το τοποθέτησε εκεί που του άξιζε.

Αγαπάω πολύ τη φωνή του Καζαντζίδη, ακόμα και στα λυγμικά του. Ένα μέρος του κοινού τότε έδειχνε να απορεί, είναι όμως τα βιώματά μου. Μικρή έστηνα αυτί στην απέναντι οικοδομή για να ακούσω τη φωνή του Καζαντζίδη από το μικρό τρανζιστοράκι που είχαν οι εργάτες όταν δούλευαν. Και η Βιτάλη είναι για μένα μία σπουδαία φωνή. Στους νέους καλλιτέχνες και ερμηνευτές θα έλεγα κυρίως να είναι στέρεοι σε αυτό που πιστεύουν. Και το εννοώ γενικότερα, και όσον αφορά τον κώδικα αξιών, και αυτό που θέλουν να υπηρετήσουν· να μην παλινδρομούν.

Τραγουδάω όπως μιλάω. Αισθάνομαι κυρίαρχη, με μια τεράστια δύναμη, κι απ’ την άλλη είμαι δυστυχής. Ενώ η φωνή μου μού προσφέρει μία ανάταση, με προσγειώνει ανώμαλα η ασχήμια γύρω μου. Πάντως, μέσα στα χρόνια παρέμεινα φυσιολογική, χωρίς φκιασίδια. Δεν έχω χάσει το παιδί που είναι μέσα μου, κι αυτό με ισορροπεί. Μου αρέσει πολύ να ταξιδεύω, αλλά τα ωραιότερα ταξίδια που έχω κάνει είναι του μυαλού. Η φαντασία είναι το πιο πραγματικό μέρος του ανθρώπου.

Από τα «Πέριξ» με έχει στιγματίσει πολύ το τραγούδι «Χαράματα η ώρα τρεις». Από τους τρείς νεότερους δίσκους, τα τραγούδια που αγάπησα ιδιαίτερα είναι πολλά: «Όλο μου λες», «Αυτό που δεν κατάφερα», «Θα γίνω», «Καινούργια ρούχα». Το «Κι όλο μου λες» μου τονίζει τη ματαιότητα, το άμετρο των ανθρώπων: αν οι άνθρωποι συνειδητοποιούσαν πόσο γρήγορο είναι το πέρασμά μας, θα ήταν πιο άνθρωποι.

ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ

Μεγάλωσα στις δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης, το σπίτι μου είναι απέναντι απ’ τη Μονή Λαζαριστών. Εκεί ήταν τα τζουκ-μποξ απ’ όπου άκουγες λαϊκές φωνές: Καζαντζίδη, Διονυσίου, Καίτη Γκρέυ, Γαβαλά. Στα 14 μου, έρχεται από τον αδερφό μου στη Νότια Αφρική ένας μικρός θησαυρός! Ένα βαλιτσάκι με δίσκους: Beatles, Rolling Stones, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Dean Martin, Sammy Davis, Frank Sinatra, Virginia Lee κλπ. Έτσι αρχίζει να διευρύνεται ο μουσικός μου ορίζοντας και τα ακούσματά μου. Στο σπίτι μας δε θυμάμαι να ακούγαμε και πολύ μουσική. Ο αδερφός μου ήταν ποδοσφαιριστής τους ΠΑΟΚ, ερχόμουν από ένα σπίτι στο οποίο εκτός από αθλητικές εφημερίδες δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ήταν ένα περιβάλλον με ανθρώπους νοικοκυρεμένους, με καλοσύνη, αλλά εγώ προφανώς ήμουν έξω απ’ όλ’ αυτά. Αυτό το βαλιτσάκι λοιπόν ήταν ένα μεγάλο πανηγύρι για μένα. Και βιβλίο στα 14 μου έπιασα πρώτη φορά, από μόνη μου.

Στη Θεσσαλονίκη επέστρεψα το 1981 κι από τότε όλο ξαναγύριζα, αν και τους χειμώνες έμενα περισσότερο στην Αθήνα. Εδώ στην Αθήνα είναι η ψυχή μου. Παρόλο που στη Θεσσαλονίκη είναι κάτι παρέες… όπως σε ένα μέρος στις όχθες του Αξιού που μαζευόμαστε με κιθάρες και μπουζούκια. Μόνο στη Θεσσαλονίκη θα τα βρεις αυτά… είναι οι άνθρωποι πιο ζεστοί, της παρέας.

Από πολύ νωρίς έκανα οικογένεια και μοιράστηκα ανάμεσα στην οικογένεια και στο τραγούδι. Πέρα από τραγουδίστρια, υπήρξα παράλληλα η κλασική περίπτωση μάνας και συζύγου. Την εποχή του Πολύτροπου γεννήθηκε και ο γιός μου, ο Σταύρος. Ο ερχομός μιας νέας ζωής σε ωθεί να βάλεις σε δεύτερη μοίρα τον εαυτό σου. Είναι μια άσκηση ζωής αυτή! Εσύ είσαι πλέον πιο πίσω, και η δική σου η ζωή έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Δεν έχω πάψει να αισθάνομαι έτσι ακόμα και σήμερα.

Ο άντρας μου, ο Βαγγέλης Κόλκας, αποτέλεσε σχολή του μέτρου, της ηθικής και της σεμνότητας. Πιο ακομπλεξάριστος άνθρωπος δεν υπήρχε, ούτε πιο ελεύθερος. Από 16 χρονών παιδί ήμουν με το σύζυγό μου. Είχε μια πολύ ισχυρή προσωπικότητα και για αυτό είχε τον απόλυτο σεβασμό μου. Ακουμπούσα πάνω του. Υπήρχε απέραντος σεβασμός και εκτίμηση του ενός για τον άλλον· σεβόμουν την ελευθερία του, σεβόταν τη δική μου. Ό,τι με έκανε εμένα ευτυχισμένη έκανε κι εκείνον, και δεν υπήρχαν εγωισμοί και ανασφάλειες. Ο Ρασούλης μάλιστα, έχει γράψει κι ένα τραγούδι για τον Βαγγέλη. Το έδωσε στον Καζαντζή και μάλιστα χωρίς να μου πει τίποτα. Αρκετό καιρό μετά μου το αποκάλυψε.

Φίλους είχα και έχω πολλούς. Ένας από τους καλύτερούς μου φίλους ήταν ο Γιάννης Ζουγανέλης ο τουμπίστας. Και ο Μπουρμπούλης, ο Κοροβίνης, ο Μπουκάλας, ο Μητρόπουλος, ο Δημήτρης Λέκκας, ο Ρασούλης, ο Μοσκώφ, ο Κουράκης, κι άλλοι πολλοί. Ο Τάσος Γκρους είναι ένας εξαιρετικός επιστήμονας και άνθρωπος, με άποψη. Δεν έχει και πολλή σχέση με το χώρο ως νοοτροπία και πρακτική. Με αυτούς τους ανθρώπους κολλάω περισσότερο.




ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΝΟΧΗ

Εδώ και πολύ καιρό έχω ανάγκη τη φύση, να ακούω το θρόισμα των φύλλων, τη σιωπή. Δεν παρακολουθώ πολύ τα μουσικά πράγματα. Επειδή η μουσική αναμοχλεύει μνήμες, επιθυμίες, λόγω του πένθους - έχασα πρόσφατα τον σύζυγό μου - δεν ακούω πολύ μουσική. Και γενικότερα, επιδίωξα να μη βάλω σκουπίδια στη ζωή μου. Δεν ξέρω αν είναι καλό ή κακό αυτό… σίγουρα πάντως δε σημαίνει ότι είμαι αποκομμένη από το τι συμβαίνει γύρω μου ή ότι δεν έχω συναίσθηση της πραγματικότητας. Δε θέλω σε καμία περίπτωση να είμαι ισοπεδωτική· σποραδικά γίνονται ωραία πράγματα. Απλά, συνήθως αυτά δεν τ’ ακούς και πρέπει εσύ ο ίδιος να τα ανακαλύψεις. Όλοι αυτοί που τους παρουσιάζουν σαν σπουδαίους… δεν αρκεί μια ωραία φωνή. Πρέπει να υπάρχει το duende, το θείο και το δαιμόνιο, κι όλα αυτά να σε μεταλλάσσουν.

Η αποστολή της τέχνης είναι να σου ταρακουνάει το συνειδησιακό βόλεμα. Όταν έρχεσαι σε επαφή μαζί της, με οποιαδήποτε μορφή τέχνης, τότε αυτή σου αναδεικνύει τα καλά σου στοιχεία. Σε ταρακουνάει, αρχίζεις να σκέφτεσαι. Κάνοντας μία αναδρομή για να δούμε πότε υπήρξε άνθιση των τεχνών σε παγκόσμιο επίπεδο, συμπεραίνουμε ότι κάτι τέτοιο γίνεται νομοτελειακά, όπως στη δεκαετία του ’60. Τώρα ζούμε μια περίοδο στασιμότητας.

Η πολιτική δεν είναι κάτι απλό, είναι η επιστήμη της καθημερινότητας, το πώς θα κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη. Οι σύγχρονοι πολιτικοί το έχουν αυτό υπ’ όψιν τους; Αμφιβάλω. Έχουμε μόνο επαγγελματίες του είδους. Νοιάζονται για τον λαό; Ο λαός επιστρέφει ξανά στα ίδια πρόσωπα, στις ίδιες εξουσίες, γιατί είναι τρομοκρατημένος. Δεν ξέρει ποια οδό να ακολουθήσει, βρίσκεται σε σύγχυση. Και φυσικά, έχουμε τους αρχιερείς της προπαγάνδας και της λοβιτούρας, τις προοδευτικές μουσίτσες που είναι ακόμα πιο επικίνδυνες. Τα δόγματα εξαπατούν τον άνθρωπο, δημιουργούν φόβο, εξάρτηση, είναι μια μορφή εξουσίας. Μόνο μες στην ελευθερία μπορείς να βρεις την προσωπική σου αλήθεια. Το ζητούμενο για όλους είναι να βρουν τη γαλήνη, την αρμονία. Η εμπλοκή με την εξουσία είναι για να νιώθουν κάποιοι ασφαλείς, για να υπάρχουν.

Αισθάνομαι κατά κάποιο τρόπο αναρχική, με την έννοια ότι δε θέλω να υπακούω σε καμία μορφής εξουσία. Είμαι έτσι φτιαγμένη που η ίδια μπορώ να διαφυλάξω και τον εαυτό μου και τους άλλους, σέβομαι εμένα και τους γύρω μου. Ο αναρχικός δεν είναι το σύστημα που χρησιμοποιεί τα δέκα παιδάκια που σπάνε τις βιτρίνες· ο αναρχικός πάνω απ’ όλα σέβεται τον συνάνθρωπό του. Αναρχικός σημαίνει ελεύθερος. Δε θέλω να υπακούω στα δικά τους προγράμματα.

Έκανα παρέες από τα στέκια των Εξαρχείων. Δεν είχα καμία πολιτική ή πολιτιστική δραστηριότητα στα Εξάρχεια, ούτε συμμετείχα σε κάποια συλλογικότητα. Όμως, γνώρισα υπέροχους ανθρώπους, με μια απίστευτη αλληλεγγύη. Περνούσα από τα Εξάρχεια και άκουγα «γεια σου Βουλάρα». Σημασία έχει η στάση ζωής, οι επιλογές μας. Και σήμερα, την ανυπακοή μου πληρώνω. Δεν έχω ούτε ένα περιουσιακό στοιχείο, πάντα η ζωή μας φτερό στον άνεμο ήταν. Αλλά δεν ευτέλισα την τέχνη μου.

Έχω μετανιώσει για κάτι· έπρεπε να είχα παρέμβει πιο πολύ. Όπως και σε πολλούς άλλους ανθρώπους, πιστεύω ότι αυτό οφείλεται σε έλλειψη γενναιότητας. Όταν βλέπουμε τα κακώς κείμενα και σιωπούμε, είμαστε κι εμείς συνένοχοι· η ανοχή είναι συνενοχή. Όλοι έχουμε συμβάλει, ακόμα και με τη σιωπή μας, για να φτάσουν τα πράγματα εδώ που ήρθαν. Αντί να συγκρουστούμε, ανεχτήκαμε πολλά. Όσους λογάριαζα γενναίους χαθήκανε και όσους λογάριαζα δειλούς μας κυβερνούν. Έχω πολύ θυμό, όπως όλοι μας, και με ενοχλεί αυτή η υποβάθμιση των αξιών και του πολιτισμού, είναι όμως και μια ευκαιρία να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα· ποτέ δεν είναι αργά. Κατά βάθος είμαι πάρα πολύ αισιόδοξη, και πιστεύω πολύ στη αφύπνιση της συνείδησης. Μόνο άμα δω μια λαοθάλασσα να κατεβαίνει στο δρόμο θα ηρεμήσω.



ΣΕ ΛΑΘΟΣ ΜΑΧΗ

Κάποιοι άνθρωποι με την απουσία τους κάνουν πιο έντονη την παρουσία τους… δεν ξέρω αν είναι τόσο κατανοητό αυτό. Δεν υπήρξα ποτέ δημοσιοσχεσίτισσα. Οι περισσότεροι, ακόμα και στον χώρο, δεν ξέρουν καν τη φυσιογνωμία μου. Αυτό δεν έγινε τυχαία, το επεδίωξα, για να μπορώ να ζω όπως θέλω, να μη ζω σύμφωνα με αυτό που οι άλλοι πιθανόν να ήθελαν για μένα, κάτι που είναι πολύ ψυχοφθόρο. Είναι μεγάλη ανάσα να είσαι ο εαυτός σου. Αν μου πείτε, ποιο είναι το μεγαλύτερό μου κέρδος, θα απαντήσω: παρέμεινα υγιής. Βλέπω όλη αυτή την αρρώστια μες στο χώρο, και σκέφτομαι ότι ο χώρος αυτός δε με γοήτευσε ποτέ, παρά αντίθετα με τρόμαξε από την πρώτη στιγμή. Είπα: «πρέπει να μείνεις μακριά, απέναντι». Μοναχική πορεία, πολύ ακριβό το τίμημα.

Έβλεπα ανθρώπους να σιωπούν και πάντα με γοήτευαν πολύ, γιατί ήταν σαν να μου μιλούσαν πιο πολύ από εκείνους που φλυαρούσαν. Η σιωπή μπορεί να είναι πολύ πιο ουσιαστική και ηχηρή από τα πολλά λόγια. Μπορείς να λες πολύ περισσότερα πράγματα με τη σιωπή σου ή με τη στάση σου, και να δείχνεις την απέχθειά σου για τις πρακτικές και τη νοοτροπία που κυριαρχούν. Μπορείς να πεις τα πάντα σιωπώντας, και νομίζω ότι αρκετοί αποδέκτες της σιωπής μου την κατάλαβαν. Σιωπώ όχι γιατί δεν έχω λόγο, αλλά γιατί η σιωπή είναι μια στάση ζωής. Σε τόση οχλαγωγία, δε θα πνιγεί η φωνή σου αν βγεις να μιλήσεις; Τόσοι βγαίνουν και μιλάνε χωρίς να έχουν κανένα λόγο να το κάνουν, και ο κόσμος έχει μπερδευτεί.

Συνηθίζω να γράφω στίχους.

Περιουσίες τσαλακωμένες
οι μύθοι πέσαν μαζί κι οι βράχοι
φίλοι μου όλοι οι νικημένοι
που πήραν μέρος σε λάθος μάχη.

Εγώ αυτούς θεωρώ νικητές, και με αυτούς είμαι. Πετυχημένοι για μένα είναι εκείνοι που δεν ενέδωσαν στη χυδαιότητα και στη φτήνια, και παρέμειναν όρθιοι τηρώντας τις ηθικές τους αξίες. Γι’ αυτό κι εγώ αισθάνομαι νικητής· γιατί δεν έχασα ούτε για μια στιγμή τον εαυτό μου. Δεν είναι και μικρό πράγμα αυτό. Είναι λοιπόν καιρός αυτοί οι νικητές να βγουν μπροστά. Άλλωστε, τις μεγάλες αλλαγές πάντοτε τις φέρνουν οι εξαιρέσεις.