Τετάρτη 17 Μαρτίου 2021

Συνέντευξη με την Χρυσούλα Κεχαγιόγλου

 




Χρυσούλα Κεχαγιόγλου:


"Η παράδοση εμπεριέχει το σώμα των ανθρώπων"



Μια μεγάλη γυναικεία φωνή που σε μαγνητίζει από το πρώτο μέτρο, μια σημαντική λαϊκή ερμηνεύτρια που κινείται όμως με άνεση και στον χώρο της παγκόσμιας παραδοσιακής μουσικής. Ψυχή των Chrysoula K. & Púrpura, με σημαντικές εγχώριες και διεθνείς συνεργασίες, ακροβατεί μεταξύ πειραματισμού και λαϊκής στιβαρότητας με μια χροιά που δεν γίνεται να σε αφήσει ασυγκίνητο. Κυρίες και κύριοι, η μοναδική Χρυσούλα Κεχαγιόγλου!

 

τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου



 

- Σας βρίσκουμε λίγο πριν την …αποκάλυψη του νέου δίσκου των “Chrysoula K. & Púrpura”. Τι ετοιμάζετε;

 

Ετοιμάζουμε τον πρώτο μας ολοκληρωμένο δίσκο αποκλειστικά με πρωτότυπο υλικό, κάτι που ήταν το όνειρό μου από το ξεκίνημα του σχήματος! Δεν είναι ο πρώτος μας δίσκος, είχαμε δισκογραφήσει ακόμα έναν το 2018, για τις ανάγκες της περιοδείας μας στην Αυστραλία, αλλά περιείχε κυρίως διασκευές. Είχα την τύχη να ακούσω έξι εξαιρετικά τραγούδια των Θωμά Νουτσόπουλου και Δημήτρη Πάντου, τα οποία προσαρμόστηκαν στα όργανα και την αισθητική του σχήματος και θα ηχογραφηθούν ζωντανά στο στούντιο.


- Πώς προέκυψαν, αλήθεια, οι “Chrysoula K. & Púrpura”; Πώς σχηματίστηκε το συγκρότημα, αλλά και γιατί επιλέχθηκε το συγκεκριμένο του όνομα;

 

Το συγκρότημα δημιουργήθηκε με αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου που είχαμε κάνει το 2014 με το Λάζαρο Σαμαρά με τίτλο «Σα Φυλαχτό». Η ιδέα ήταν η σύνθεση των οργάνων να μπορεί να υποστηρίξει παράλληλα και το ποικίλο ρεπερτόριο που έχω δισκογραφήσει κατά καιρούς, το οποίο περιλαμβάνει τραγούδια ρεμπέτικα, κέλτικα, πιο σύγχρονα κλπ. Ξεκίνησε σαν ένα σχήμα με αρχηγό εμένα, αλλά κατέληξε να είναι ένα σύνολο στο οποίο η γνώμη όλων μετράει εξίσου και η αλήθεια είναι ότι εξαιτίας των συγκεκριμένων γυναικών που αποτελούν τις Púrpura το αποτέλεσμα ξεπέρασε κατά πολύ την αρχική μου ιδέα!

 

Το όνομα έχει σα ρίζα τη λέξη «Πορφύρα», που στα λατινικά γίνεται Purpura” (η ρίζα του “purple”, της λέξης «μωβ» στα αγγλικά) και στα πορτογαλικά παίρνει τόνο. Μας άρεσε η εκδοχή με τον τόνο - ο τόνος στη μουσική είναι μεγάλη υπόθεση! - και την κρατήσαμε.






- Ένα μεγάλο κομμάτι του ρεπερτορίου σας κινείται στη σφαίρα του παραδοσιακού τραγουδιού. Πώς αντιλαμβάνεστε την παράδοση; Και πώς την προσεγγίζετε, αισθητικά και μουσικά;

 

Είναι δύσκολο να οριστεί τι ακριβώς ονομάζουμε παραδοσιακή μουσική, αλλά για μένα οι λέξεις αυτές περιγράφουν οποιαδήποτε μουσική προκύπτει από ένα βίωμα που το σώμα του ανθρώπου δεν το «αντέχει» και επείγεται να το βγάλει από μέσα του, να το εκφράσει. Η χαρά του γονιού στο γάμο του παιδιού του, ο πόνος του αποχωρισμού, μια αυγή που σε συγκινεί τόσο που αυθόρμητα την τραγουδάς, το γλέντι που σε τραβάει να χορέψεις… Η παράδοση έχει κίνηση και συγκίνηση (συν-κίνηση), εμπεριέχει το σώμα των ανθρώπων, δε βασίζεται τόσο στο νου. Έτσι αντιλαμβάνομαι εγώ την παράδοση και έτσι την αποδίδω, ακολουθώντας το σώμα μου. Χορεύω πολύ και για αυτό αγαπώ πολύ το ρυθμό στα τραγούδια, τον θεωρώ βασικότατο στοιχείο τους, κάτι που δε μπορεί να μείνει στην άκρη και να μην προσεχθεί. Αγαπώ το ρυθμό των λέξεων στα τραγούδια, τον σέβομαι, θέλω να καταλαβαίνει όλος ο κόσμος τι λέει ένα τραγούδι- και κάποια παραδοσιακά έχουν στίχο που σε σφάζει!

 

Μουσικά, προσεγγίζω την παράδοση με θάρρος και θράσος ταυτόχρονα. Αδυνατώ να αντιγράψω πιστά οποιοδήποτε τραγούδι. Θεωρώ ότι αν έχει ήδη αποτυπωθεί με έναν τρόπο (και πολλά από αυτά έχουν ειπωθεί ανεπανάληπτα) η μουσική κι εγώ δε θα ωφεληθούμε από μια αναπαραγωγή. Γι’ αυτό αγαπώ τις διασκευές. Δεν είναι πάντα πετυχημένες, ούτε είναι πάντα αντάξιες της πρώτης ύλης τους, αλλά είμαι πολύ υπέρ της άποψης του αγαπημένου φίλου Κλέαρχου στη Σύρο που λέει: «Η λέξη ‘παίζω’ δε χρησιμοποιείται τυχαία στην περίπτωση της μουσικής».

 

- Με ενδιαφέρει, ιδιαίτερα, η επιλογή των οργάνων με τα οποία δουλεύετε, που αντανακλά μια «συνάντηση» της μουσικής του ελληνικού και μεσογειακού χώρου με την κλασική δυτική μουσική. Ποιο είναι το σκεπτικό σας ως προς αυτό;

 

Η ιδέα ήταν η σύνθεση των οργάνων να αποτελεί από μόνη της μια πρόκληση. Αλλά η αλήθεια είναι ότι διάλεξα και τις παίχτριες, παράλληλα με τα όργανα. Η επιλογή της Μαρίας Πλουμή στο λαούτο είχε να κάνει με την σχεδόν εξωφρενική αγάπη που τρέφει κι εκείνη για το ρυθμό. Ήθελα πολύ να μην είμαστε ένα άνευρο συγκρότημα. Η επιλογή της Έφης Ζαϊτίδου στο κανονάκι είχε να κάνει φυσικά με το ίδιο το όργανο που μουσικά έχει εντυπωσιακές δυνατότητες, αλλά είναι καθοριστική για τον ήχο του σχήματος η ικανότητα και η επιθυμία της Έφης να πειραματιστεί με είδη που δε συνδέονται παραδοσιακά με το συγκεκριμένο όργανο. Την ίδια επιθυμία για πειραματισμό έχουν και η Έλσα Παπέλη που παίζει τσέλο και η Σοφία Σερέφογλου που παίζει φλάουτο και φλάουτο με ράμφος. Η ιδέα είναι να παίζουμε μουσική όσο καλύτερα μπορούμε, δημιουργώντας κάτι που είναι ανατολικό, δυτικό, βόρειο ή νότιο ανάλογα με την επιθυμία και τη διάθεσή μας.

 

- Τον όρο «έθνικ μουσική» τον αποδέχεστε; Τι μπορεί να σημαίνει, πέρα από μία ταμπέλα, ένα εμπορικό σήμα, ίσως.

 

Δεν ασχολούμαι πολύ με τους ορισμούς των ειδών. Συνήθως πονοκεφαλιάζω όταν καλούμαι να συμπληρώσω κενά στο διαδίκτυο του τύπου «σε ποιο είδος ανήκει το τραγούδι που δημοσιεύετε» κλπ αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν ενδιαφέρομαι καθόλου για το θέμα της «τυποποίησης» των ειδών. Κατανοώ ότι είναι ένας κώδικας για να επικοινωνούν οι υπεύθυνοι marketing και οι μουσικολόγοι μεταξύ τους και το αφήνω πάνω τους.

 







- Μιλώντας για σας στην τηλεόραση, ο Γιώργος Νταλάρας σάς τοποθέτησε στη …λέσχη των «ανθρώπινων φωνών», μαζί με τεράστιες ερμηνεύτριες όπως η Χαρούλα Αλεξίου και η Βίκυ Μοσχολιού. Συμφωνώ. Είναι δύσκολο να μιλάει κάποιος για τον εαυτό του, αλλά τι ακριβώς εννοεί ο καλός μας τραγουδιστής;

 

Ο Γιώργος Νταλάρας, από το λίγο που τον γνωρίζω προσωπικά, είναι ένας πολύ σύνθετος άνθρωπος. Οπότε δε θα τολμήσω να αναλύσω τι εννοούσε με όλα αυτά τα καταπληκτικά που είπε στην εκπομπή, απλά θα τον ευχαριστήσω δημοσίως, εδώ που μου δίνεται η ευκαιρία.

 

Θα αναφερθώ, όμως, στις λέξεις «ανθρώπινη φωνή» επειδή τις έχω ακούσει συχνά από κόσμο που έρχεται να με ακούσει και θεωρώ την περιγραφή αυτή πολύ τιμητική. Νομίζω ότι ο χαρακτηρισμός «ανθρώπινη» έχει να κάνει με τη χροιά της φωνής μου, η οποία έχει μια καθαρότητα και μια ηρεμία. Ταυτόχρονα έχει, όμως, και μια αναγνωρισιμότητα- σου γίνεται εύκολα οικεία, θυμάσαι ότι την έχεις ξανακούσει. Φαντάζομαι ότι αυτοί που αγαπούν τη φωνή μου, όταν τραγουδώ νιώθουν σα να είναι στο σπίτι τους, με την πιο τρυφερή έννοια που μπορεί να έχει η έννοια «σπίτι». Έτσι μου έχουν πει. Γεγονός είναι, πάντως, ότι εγώ όποτε τραγουδώ αισθάνομαι ότι εκτίθεται ο καλύτερός μου εαυτός, ό,τι πιο «ανθρώπινο» έχω μέσα μου. Ίσως οι άνθρωποι το αντιλαμβάνονται, έχω μεγάλη εμπιστοσύνη στην αντίληψη του κοινού.

 

- Και πώς γίνεται μια τέτοια φωνή να μην έχει ένα πάγιο, κατοχυρωμένο αποτύπωμα στη δισκογραφία; Φταίει το (πλήρως διαλυμένο) δισκογραφικό μας σύστημα, ή υπήρξαν κι από σας διαφορετικές προτεραιότητες;

 

Η πορεία ενός ανθρώπου έχει να κάνει και με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο ζει, αλλά και με το χαρακτήρα του. Εγώ όντως ξεκίνησα να τραγουδώ σε μια εποχή που πια οι συνθέτες δεν είχαν τη δύναμη ή τη θέληση να «αναλάβουν» έναν ερμηνευτή και να του αναθέσουν ένα ολοκληρωμένο ρεπερτόριο. Ξεκίνησα, επίσης, και εν πολλοίς συνεχίζω να υπάρχω, σε μια εποχή όπου η φτήνια και η ευκολία δεν αντιμετωπίζονται σαν τέτοιες, αλλά πιάνουν πολύ χώρο στη μουσική πραγματικότητα.

 

Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι άργησα πολύ να αποφασίσω ότι η μουσική θα είναι η μοναδική δουλειά μου. Κατά καιρούς σπούδαζα - έχω δύο πανεπιστημιακά πτυχία -, ταξίδευα για λόγους προσωπικής αναζήτησης, έφευγα για καιρό από την Αθήνα που είναι το κέντρο των πραγμάτων… Ευτυχώς, όποτε επιστρέφω από έναν τέτοιο κύκλο αναζήτησης, η μουσική και οι μουσικοί με περιμένουν και με θυμούνται, πράγμα το οποίο πάντα μου προκαλεί έκπληξη. Σπάνια έχω μείνει από δουλειά και συνήθως συμμετέχω σε πράγματα που μου αρέσουν πολύ και με εξελίσσουν, αλλά η συνέπεια είναι μια αρετή που την έχουν άλλοι συνάδελφοι περισσότερο από εμένα και δικαίως απολαμβάνουν τα αποτελέσματά της περισσότερο.

 

Τέλος, ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό που έχω είναι μια σαφής τάση να μαλώνω με τους λάθος ανθρώπους - λάθος σε σχέση με την καριέρα μου -, ενώ αντίθετα χαίρω μεγάλης εκτίμησης από πάρα πολλούς συναδέλφους από τους οποίους δεν έχω να κερδίσω τίποτα από άποψη καριέρας, κερδίζω όμως πολύ σε μουσικό και ανθρώπινο επίπεδο. Δεν έχω διαλέξει το χαρακτήρα μου, αλλά τον έχω αποδεχτεί και είμαι ευχαριστημένη με την πορεία μου. Κοιμάμαι πολύ ήσυχα το βράδυ.

 

Πώς και πότε συνειδητοποιήσατε ότι ανήκετε στο τραγούδι; Μέσα από ποια ερεθίσματα, προσωπικά και καλλιτεχνικά, είπατε ότι αυτή η τέχνη θα γινόταν ο κόσμος σας;

 

Η αλήθεια είναι ότι μου πήρε πολύ καιρό να το αποφασίσω και ομολογώ ότι κατά καιρούς προκύπτει και πάλι η ιδέα μιας άλλης ζωής με πρωινό ωράριο, ασφάλιση και όλα αυτά που συνδέει ο πιο πολύς κόσμος με την εργασία του. Κάθε φορά, όμως, που φτάνει η στιγμή της απόφασης, συνειδητοποιώ ότι βλέπω τη σταθερότητα σαν ένα βήμα προς… τον παροπλισμό! Νομίζω ότι το πήρα απόφαση οριστικά κάνα χρόνο μετά που τελείωσα τη λογοθεραπεία, γύρω στο 2011. Αν σκεφτούμε ότι ξεκίνησα να δουλεύω το 1995, μπορώ να πω με σιγουριά ότι πήρα το χρόνο μου!

 

Ο πιο σημαντικός παράγοντας για αυτή τη διαρκή στροφή προς τη μουσική ήταν το ότι δε μπορούσα να φανταστώ να ζω σε ένα μέρος και να μην ταξιδεύω πια, παρά μόνο για διακοπές. Το να ταξιδεύω για να παίξω μουσική, ειδικά σε κοινό με άλλη γλώσσα και νοοτροπία, η αίσθηση ότι προσφέρω κάτι πρωτόγνωρο, η αποδοχή κι ο ενθουσιασμός των ανθρώπων που εκφράζεται με διαφορετικό τρόπο από αυτόν που ξέρω, οι καινούριες σκέψεις που μου γεννάει το ταξίδι και οι καλές συνήθειες που μπορώ να “δανειστώ” από άλλους πολιτισμούς, είναι μια μαγεία που δεν επιθυμώ να στερήσω από τον εαυτό μου ακόμα. Κατανοείτε, ίσως, μετά από όλα αυτά τι σημαίνει για μένα η καραντίνα...

 











Πράγματι! Προ καραντίνας, πάντως, συνεργαστήκατε με πολλούς και γνωστούς καλλιτέχνες στην καριέρα σας. Ποια «εγχώρια» συνεργασία σας ξεχωρίζετε και γιατί;

 

Οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους έχω συνεργαστεί, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είναι άνθρωποι που εκτιμώ βαθιά. Για να μην κάνω τη δύσκολη, θα ξεχωρίσω μερικούς, αλλά θα ζητήσω συγγνώμη από τους υπόλοιπους γιατί αν τους αναφέρω όλους θα γίνει πολύ βαρετή η συνέντευξη. Από τους πολύ γνωστούς καλλιτέχνες με τους οποίους έχω συνεργαστεί θα αναφέρω τον κύριο Μανώλη Μητσιά, επειδή με εντυπωσιάζει κάθε φορά που τον συναντώ η οικειότητα την οποία με κάνει να νιώθω και η αγωνία με την οποία ρωτάει πώς είμαι, τι κάνει η οικογένειά μου κλπ. Τον γνώρισα στη δουλειά, όντας μικρή και άσημη. Από την αρχή με έκανε να νιώσω σπουδαία και σημαντική. Είναι μια ποιότητα που εκτιμώ πολύ στους ανθρώπους.

 

Ο Νίκος Τατασόπουλος είναι, επίσης, ένας άνθρωπος που ξεχωρίζω, ο Μανώλης Πάππος, ο Παντελής Στόικος, ο Θοδωρής Κουέλης, ο Αλέξανδρος Καψακαβάδης, ο Θανάσης Σοφράς, ο Παναγιώτης Μπουζέας, η Λαμπρινή Γιώτη, η Ειρήνη Τριανταφυλίδη, η Ελπίδα Γαδ... Γράφω κυρίως συνθέτες, μουσικούς και άντρες, γιατί η αλήθεια είναι ότι επειδή εγώ δεν παίζω κάποιο όργανο, συνήθως είμαι η μόνη γυναίκα μέσα σε πολλούς άντρες. Λυπάμαι πολύ που δεν έχω να αναφέρω περισσότερες γυναίκες μουσικούς, αλλά πριν κάνω το αμιγώς γυναικείο μου σχήμα δεν είχα την πολυτέλεια να συνεργαστώ με πολλές γυναίκες που γνωρίζω κι εκτιμώ μουσικά. Ξέρω, όμως, ότι υπάρχουν, τις παρακολουθώ και χαίρομαι που πολλαπλασιάζονται τα τελευταία χρόνια.

 

Έχει πλάκα, πάντως, το ότι όταν με ρωτούν σχετικά με τις συνεργασίες μου που θεωρώ σημαντικές, μου έρχονται στο μυαλό κυρίως «άσημοι» συνάδελφοι οι οποίοι με καθόρισαν αισθητικά, όπως οι συνεργάτες μου στη Σύρο που είναι πια σαν οικογένειά μου, οι συνεργάτες που είχα στα Γιάννενα, οι άνθρωποι με τους οποίους έχω συνυπάρξει στα μικρά μαγαζιά της Αθήνας, τα μέλη των συγκροτημάτων που συνεργάζομαι… Οι διασημότητες βοηθούν στο marketing, αλλά η πραγματική ζύμωση γίνεται με τους ανθρώπους με τους οποίους διανύεις χιλιόμετρα στα πάλκα.

 

- Παράλληλα, υπάρχει και η διεθνής σας συνεργασία, στον δίσκο ‘The Long and the Short of It’, με σημαντικούς Ιρλανδούς μουσικούς. Πώς προέκυψε;

 

Η διεθνής αυτή συνεργασία προέκυψε λόγω της συνεργασίας μου με ένα σχήμα ρεμπέτικης και παραδοσιακής μουσικής που στην Ελλάδα είναι παντελώς άγνωστο, αλλά που στην Αυστραλία αποτελεί μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς - της Απόδημης Κομπανίας. Τα αδέρφια που αποτελούν τον πυρήνα της Απόδημης Κομπανίας, ο Γιώργος και ο Μανώλης Γαλιάτσος, γνώριζαν από χρόνια το θρύλο της Ιρλανδικής folk σκηνής Andy Irvine, ιδρυτή του συγκροτήματος Mozaik.

 

Μετά από δική μου παρότρυνση, κάναμε μια κοινή εμφάνιση στην Αυστραλία το 2013, όπου και με άκουσε. Η φωνή μου του άρεσε και κάποια χρόνια μετά αποφάσισε να συμμετάσχω στη δισκογραφική δουλειά του συγκροτήματος που είχαν φτιάξει με ένα άλλο θρυλικό Ιρλανδό μουσικό και παραγωγό, τον Donal Lunny. Στο σχήμα συμμετέχουν επίσης ο Αμερικανός Bruce Molsky (έπαιζε κάποια στιγμή με το Mark Knoplfler από τους Dire Straits, έτσι για να κατανοήσουμε τα μεγέθη στα οποία αναφερόμαστε), ο Ολλανδός Rens Van Der Zalm και ο Βούλγαρος Nikola Parov. Ο δίσκος κυκλοφόρησε το 2019. Μέσα στο 2020 έκανα και μια συμμετοχή σε έναν προσωπικό δίσκο του Andy Irvine με ηχογραφήσεις του από 1961 έως τώρα.

 

Τέλος, το 2018 στην Αυστραλία συνεργαστήκαμε ως Púrpura με τους John Mac Sherry, Donal OConor και Niall Hannah και το 2019 στο Φεστιβάλ Παξών είχα την τιμή να συνεργαστώ με τη συγκλονιστική μουσικό και τραγουδίστρια Muireann Nic Amhlaoibh. Αγαπημένη μου κλεμμένη φράση είναι το «Έξω πάμε καλά»!



 


- Παρόλο που βιώνουμε, αδιαμφισβήτητα, μια πολιτισμική (μουσική και μη) παγκοσμιοποίηση που ενισχύεται από την ψηφιακή τεχνολογία, πολύς κόσμος περιχαρακώνεται σε εθνικιστικές και ξενοφοβικές λογικές. Γιατί είναι τόσο δύσκολη η αποδοχή του «άλλου» και του «διαφορετικού»;

 

Ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται αυτή η παγκοσμιοποίηση είναι ένα λόγος που ο κόσμος φοβάται. Κι όταν φοβόμαστε, το πρώτο πράγμα στο οποίο εναντιωνόμαστε είναι αυτό που δε γνωρίζουμε. Ο κόσμος έχει καταλάβει ότι οι παγκόσμιες ευκαιρίες είναι για τους λίγους, ενώ αντίθετα τα παγκόσμια χρέη είναι για τους πολλούς. Κάποιος που φοβάται ότι θα εξαφανιστεί, οικονομικά, πολιτιστικά, ακόμα και κυριολεκτικά σε αυτήν την εποχή που ζούμε, δύσκολα αφήνει τις νέες πληροφορίες να του φωτίσουν το νου και να του ζεστάνουν την καρδιά. Γυρνάει σε ό,τι είναι για αυτόν οικείο, στη φωλιά. Καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν μεγαλώσει με ένταση, ανταγωνισμό, έλλειψη αποδοχής και ανοιχτωσιάς, επιστρέφουν σε αυτές τις συμπεριφορές. Είναι καταπληκτικό το ταλέντο των ανθρώπων να κάνουν μια δύσκολη συνθήκη ακόμα πιο δύσκολη, εμμένοντας σε άσχημες συμπεριφορές. Το ξέρω καλά, το κάνω κι εγώ.

 

- Τη συνέντευξή μας την κάνουμε σε μια συγκυρία όπου κυριαρχεί το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης έως και κακοποίησης στον χώρο της τέχνης. Ποιες είναι οι σκέψεις σας;

 

Η πρώτη σκέψη που μου έρχεται είναι ότι ελπίζω οι άνθρωποι που βρήκαν το θάρρος να μιλήσουν, να νιώσουν δικαιωμένοι. Με λύπη μου διαπιστώνω ότι δεν έχω πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη, έχω ασχοληθεί με το θέμα της σωματεμπορίας παλιότερα και είναι φοβερό το πόσο “ανώδυνα” ξεγλιστρούν οι υπεύθυνοι, με μικρές ποινές και γελοία χρηματικά ποσά ως εγγύηση. Η σεξουαλική κακοποίηση αποδεικνύεται ακόμα πιο δύσκολα από τη σωματεμπορία και οι θύτες στην παρούσα φάση είναι άτομα με διασυνδέσεις. Ελπίζω να εκπλαγώ ευχάριστα.

 

Εγώ προσωπικά δε μένω αμέτοχη μπροστά στη βία. Οι αντιδράσεις μου δεν είναι αποτέλεσμα σκέψης, είναι απλά αυτό που συμβαίνει, έχω παρέμβει σε περιστατικά βίας που συνέβησαν μπροστά μου, στο δρόμο, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, σε μαγαζιά που δούλευα. Δεν το κάνω από καλοσύνη, συμβαίνει χωρίς να το ελέγχω, ίσως έχω μια άγνοια κινδύνου. Στη δουλειά μου έχω αντιμετωπίσει τη βία ως κατάχρηση εξουσίας περισσότερο και όχι τόσο σεξουαλικά (αν εξαιρέσει κανείς τα άπειρα, χονδροειδή αστεία που αντιμετωπίζει οποιαδήποτε γυναίκα, σε όποιο χώρο κι αν εργάζεται).

 

Πίσω από όλα αυτά κρύβεται το ότι έχουμε θεοποιήσει τον ανταγωνισμό και την ιεραρχία. Θεωρούμε φυσιολογικό να έχει κάποιος άποψη για τον τρόπο που ζούμε, δεχόμαστε ανθρώπους ως ανωτέρους μας και τους υπακούμε, δεν ενηλικιωνόμαστε ποτέ. Θεωρούμε φυσιολογικό το να “θυσιάσουμε” πράγματα στο βωμό της επαγγελματικής καταξίωσης, δεχόμαστε τις προσβολές κάποιων γιατί είναι γνώστες και θα μας διδάξουν, είτε γιατί είναι ιδιοφυΐες και δικαίως είναι “περίεργοι”, κακοποιητικοί, αλαζόνες... Δεν ξέρω γιατί παραχωρούμε με τόση ευκολία τη ζωή μας σε άλλους. Εγώ δεν το κάνω. Δε θεωρώ τον εαυτό μου ανώτερο ή κατώτερο από κανέναν και δε λειτουργώ έτσι στην προσωπική μου ζωή, ούτε στη δουλειά μου. Συνεργάζομαι ή φεύγω.

 

- Στη Σύρο όλοι έχουν να λένε για τις ζωντανές σας εμφανίσεις – του τύπου «ήμουν κι εγώ εκεί». Πώς τα περάσατε στην Ερμούπολη; Θα ξανάρθετε έστω για κάποιο λάιβ;

 

Η Σύρος είναι για μένα η γη της επαγγελίας. Είναι ένας τόπος στον οποίο έφτασα «ξένη» όταν ήμουν τεσσάρων χρόνων και όπου κανείς πια δε θυμάται- ούτε εγώ- ότι δεν είμαι ντόπια. Είναι ένα μέρος που μέσα μου συνδέεται με την αποδοχή, την τέχνη ως εφαρμοσμένη καθημερινή πρακτική, την επιβίωση. Εκεί δουλεύω τα καλοκαίρια για να συντηρώ τους χειμώνες μου. Εκεί επιστρέφω όταν ζορίζομαι, εκεί πάω όταν είμαι χαρούμενη. Έχω παρουσιάσει του κόσμου τις μουσικές παλαβομάρες και πάντα είχα ένα κοινό που με αγκάλιασε και με ενθάρρυνε. Το να μεγαλώσω σε αυτό το νησί, με αυτήν την οικογένεια που έχω και με αυτή που απέκτησα εκεί με τα χρόνια, είναι το μεγαλύτερο δώρο που μου έχει κάνει η ζωή.



Δεν υπάρχουν σχόλια: