Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2021

Γιώργος Κομνηνάκης: "Ρυτίδες στο μέτωπο"






Ρυτίδες στο μέτωπο

 

του Γιώργου Κομνηνάκη

 


Ανασήκωσα το κεφάλι μου. Δίχως να το καταλάβω, από τον κάματο είχα αποκοιμηθεί. Φυσιολογικό, μέσα σε αφύσικες συνθήκες. Η τέταρτη μέρα συνεχούς πορείας μες στο χιόνι είχε ολοκληρωθεί, κι εγώ, ο Λοχίας Μίλτος Τραχούσης, ανήκων στο Σώμα Διοικητικής Μέριμνας, με αρμοδιότητα την εξασφάλιση νερού στους συμπολεμιστές μου, οι «υδραίοι» όπως μας φωνάζαν οι κληρωτοί, δεν όριζα τον εαυτό μου από την κούραση. 


Μεταχείρισης προνομιακής δεν τυχαίναμε, ίσα ίσα που μαζί με την εξάρτυση που είχαν όλοι, κουβαλάγαμε στην πλάτη κι από ένα θηριώδες δοχείο 24 οκάδες νερό. Εθελοντής πήγα στη θέση, από τα δώδεκά μου χρόνια στο εργοστάσιο μεταποίησης κουβάλαγα τσουβάλια, ήξερα τι σημαίνει βάρος. Άνδρας έμπειρος από την εφηβεία μου, είχα χρέος να βοηθάω στο σπίτι, η φτώχεια έβαζε δύσκολες ερωτήσεις και κάποιος έπρεπε να απαντάει. Και όταν τέλειωνε η δουλειά, για ικανοποίηση δική μου, δίωρα στην Άρση Βαρών του ΠΑΟΚ. Βλέπεις, ήμουν το εγγόνι του Αγησίλαου, του «καμαριού του Ντεπό», πρώτος αρσιβαρίστας στην πόλη για 12 χρόνια στις αρχές του αιώνα.  Τον θυμάμαι μικρός, τα δάχτυλά του κίτρινα καμένα απ’ τα τσιγάρα, ωραίος σαν όραμα, με κορμί σιδερένιο και τα μάτια του να καίνε.

 

Και τώρα εδώ. Η διαταγή ήταν σαφής: «Να φυλαχθεί ο πόρος Γρεβενά-Διαβατά πάση θυσία». Έβγαλα, αντίθετα με ρητή απαγόρευση, αλλά νιώθοντας την ασφάλεια του σκοταδιού της νύχτας, το κεφάλι μου πάνω από το χαράκωμα και έριξα μια γρήγορη ματιά στο διάσελο. Η εμπροσθοφυλακή μας ετοίμαζε θέσεις ακόμα πιο προκεχωρημένες, μαζί με τους μουλαράδες και τα μουλάρια. Είχε προηγηθεί μάχη την προηγούμενη εβδομάδα, κι ο κάμπος ήταν σπαρμένος κόκκαλα. Στα γρήγορα, όταν πήραμε το μέρος, είχαν στηθεί διάσπαρτα στην κοιλάδα, μικρά καντήλια, και το φως σαν κάφτρες από τσιγάρα, κεριά να καίνε σαν τσιγάρα, τσιγάρα παντού, ο κάμπος να καπνίζει, θεριό μαζί και θεριακλής. Και οι τάφοι από ψηλά να μοιάζουν με τραπέζια στημένα στην πλατεία του χωριού για της Παναγίας. Πάντα πήγαινες το βράδυ στο γλέντι για τη χάρη Της, έπρεπε να ήσουνα, μα γερός, μα άρρωστος, μα σακάτης. Αυτή σε κράταγε όλον τον χρόνο.


Γύρισα από έναν απότομο θόρυβο. Ο έφεδρος ανθυπολοχαγός, το νησιωτάκι μας  το μονάκριβο, σε μια διμοιρία ορεσίβιων, με το χαμόγελο πάντα στα μάτια του, πλησίαζε για να μου φέρει το βραδινό. Γιώργος, με το κατσαρό μαλλί, 6 γενιές Αμοργινός απ’ τον μπαμπά, με μάνα ξενομερίτισσα, από το Πυθαγόρειο της Σάμου, όπως μου είχε πει, με το χαμόγελο πάντα στα μάτια του, την πρώτη φορά που κάναμε μαζί τσιγάρο δίπλα δίπλα στο αμπρί. Του είχε πέσει το μικρό κλουβάκι που κουβαλούσε πάντα μαζί του, με το κατοικίδιό του, έναν μικρό λαγό. Μες στην ησυχία, ένα σύννεφο σπουργίτια τρόμαξαν και πετάχτηκαν τρομαγμένα τα σπουργίτια, που είχαν συνηθίσει στην ησυχία του βουνού. Ο Γιώργος κιτρίνισε «Κακό σημάδι», ψέλλισε. Γύρισε, με το πρόσωπο στον τοίχο του χαρακώματος, να μην αντικρίζουμε το βλέμμα του. «Όταν σας μιλώ, να με ακούτε. Χτες παρατηρούσα το γεμάτο φεγγάρι. Η όγδοη σελήνη έχει στίγματα, μια λησμονημένη πια παράδοση του νησιού μου λέει ότι αυτό μηνάει θάνατο».


Τότε, ένας θόρυβος σκέπασε τα πάντα, ξαφνικά, η νύχτα έγινε μέρα στην κοιλάδα, από ορυμαγδό πυροβόλων όπλων. Τα μουλάρια της εμπροσθοφυλακής  χτυπήθηκαν, από τον πόνο και τον χαλασμό αφηνίασαν, άρχισαν να τρέχουν ματωμένα, ίδια άγρια κόκκινα ποδήλατα σε πίστα θανάτου. Ο λαγός του Γιώργου του Αμοργινού τρελάθηκε από τον φόβο του. Ξέφευγε απ’ τα σύρματα ο τρελός λαγός, έπεφτε στις λάσπες, γύρω φέγγαν τα χαράματα, άνοιγε η νύχτα, έφεγγε ο κόσμος. Ο Γιώργος έβαλε τα γέλια δυνατά, ένα γέλιο αλλόκοσμο, ένα γέλιο καταραμένο.  Και τότε έσκασε το βλήμα δίπλα στο αμπρί μας. Κι εκείνο το φοβερό το γέλιο του κόπηκε με τη μία. Το χαμόγελο στα μάτια του έμεινε άδειο, με ένα ερωτηματικό. Κοίταξα τα σπουργίτια, το μυαλό μου πήγε πέρα από τον θάνατό του, τα σκέφτηκα να επισκέπτονται στην αποδημία τους την Αμοργό και να πίνουν νερό για να ξεκουραστούν στη βρύση της αυλής του Γιώργου.


Ανασήκωσα το κεφάλι μου. Δίχως να το καταλάβω, από τον κάματο είχα αποκοιμηθεί. Φυσιολογικό, μέσα σε αφύσικες συνθήκες. Η τέταρτη μέρα ανάρρωσής μου στο στρατιωτικό νοσοκομείο ξεκινούσε.






Δεν υπάρχουν σχόλια: