Δευτέρα 3 Ιουνίου 2013

Γιώργος Πανουσόπουλος, Νίκος Περάκης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος: Συνέντευξη στον Σωτήρη Κακίση

(Νίκος Περάκης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Γιώργος Πανουσόπουλος - Τα Νέα, Πρόσωπα)



ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΝΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ, ΝΙΚΟΣ ΠΕΡΑΚΗΣ, ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΣΕΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ

Η απαγόρευση της αλήθειας δεν την ξεριζώνει …
  

Του ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ


Είναι υπεύθυνοι για τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου, και καλλιτεχνικά και εμπορικά. Θα αρκούσαν μια Λούφα και Παραλλαγή, οι Απέναντι και ένας Ξαφνικός Έρωτας, για να πιστοποιηθεί αυτό. Αλλά το Ταξίδι του Μέλιτός τους, από τα Μέγαρα και μετά, συνεχίζεται πάντα, δεν είναι Άρπα-Κόλλα, είναι Βίος και Πολιτεία, Μανία για το σινεμά και Ελεύθερη πάντα Κατάδυση στων ψυχών μας τους βυθούς. Ο Γιώργος ο Πανουσόπουλος, ο Νίκος ο Περάκης, ο Γιώργος ο Τσεμπερόπουλος όλα αυτά τα χρόνια, εκτός από μεγάλο σινεμά και μια μεγάλη φιλία που αποδεικνύουν μεταξύ τους, ποτέ ώς τώρα Άντε Γεια δεν έχει πει ο ένας τους στον άλλον. Και σήμερα, εδώ για μια φορά, και οι τρεις μαζί είπαν να μιλήσουν, απλά και κατανοητά και ήρεμα, να τους ακούσετε για λίγο και τους τρεις μαζί, τις φωνές τους, σαν μια ταινία συνεντευξιακή σπονδυλωτή. Σαν μια κουβέντα στο σπίτι τους ειλικρινή, σαν μια συζήτηση, που το ύφος και τον χαρακτήρα του καθένα τους σαν μαγική εικόνα μπορεί ίσως να διαγράψει:




Δεν μιλάμε εδώ για Θηλυκή Εταιρεία, μιλάμε για ανδρική εταιρεία, κύριε Περάκη. Έτσι δεν είναι;


Γ. Τσεμπερόπουλος: Παρ' όλο που ...οι άντρες δεν υπάρχουν πια;

Εσείς τι λέτε επ' αυτού, μια και πεταχτήκατε;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Τι να πω; Εμένα, πάντως, δεν νιώθω να μ' έχει πατήσει κανένα τρένο...

Γ. Πανουσόπουλος: Εσένα σ' έχει πατήσει ...εταιρεία!

Ν. Περάκης: Ας τα ξεκαθαρίσουμε, πάντως, τα πράγματα: Εμείς οι τρεις είμαστε φίλοι, δεν είμαστε εταίροι. Ή, μάλλον, οι δυο τους είναι και εταίροι μεταξύ τους. Άρα, τους πάει η αντρική εταιρεία, που λέτε. Εγώ είμαι πάντα εκτός εταιρείας...

Φιλέταιρος, όμως, είστε!

Ν. Περάκης: Φιλομόφυλος, όχι πάντως...

Γ. Πανουσόπουλος: Είμαστε έτερος-εκάτερος ο ένας και έτερος-εκάτερος ο άλλος.

Ν. Περάκης: Και η Φιλμική Εταιρεία προέρχεται από τη Φιλική Εταιρεία, όπως και η «Θηλυκή Εταιρεία», άλλωστε.

Το ξέρουμε πως είστε πολύ καλός στους τίτλους τους ...διλεκτικούς. Των δύο λέξεων, θέλω να πω.

Γ. Πανουσόπουλος: Ναι. Όλων αυτών των τίτλων ο ...νονός είναι ο Νίκος.

Ν. Περάκης: Επιδίδομαι στα ...διφορούμενα, φαίνεται. Η αλήθεια για τη «Θηλυκή Εταιρεία» όμως είναι πως, αν και είχε συζητηθεί αυτός ο τίτλος, η κουμπάρα μου, η Ναταλία η Παπαϊωάννου, τον έφερε τελικά στο τραπέζι.

Η αλήθεια είναι πως εσείς οι τρεις, εδώ και πολλά χρόνια, πέρα από διαφημιστικές εταιρείες, είστε φίλοι και συνεργαζόμενοι, και μια φορά κι έναν καιρό δεν υπήρχε ταινία του ενός που να μην είχε καθοριστική συμβολή κι ο άλλος.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Ναι. Όσο για τη σχέση του Περάκη με τη «Φιλμική Εταιρεία» είναι μόνο από την ...πίσω πόρτα.

Ν. Περάκης: Θα μπλέξουμε τελικά μ' όλα αυτά τα υπονοούμενα, και θα τρέχουμε μετά και δεν θα φτάνουμε!

Αφήστε τα, λοιπόν, τα υπονοούμενα και απαντήστε μου καθαρά: Πώς καταφέρνετε τόσα χρόνια να μην είστε ...Απέναντι. Να μην έχετε πει μεταξύ σας Άντε Γεια. Τι ...Βίος και Πολιτεία είναι ο δικός σας στην Ελλάδα του άκρατου ατομικισμού και των συνεχών αντιπαραθέσεων;

Ν. Περάκης: Μήπως είμαστε ...γάλλοι; Σαν τους Τρεις Σωματοφύλακες, που ήσαν τέσσερις, τελικά, κύριε Κακίση μου; Που ήσαν ο ένας για όλους και όλοι για έναν; Άλλωστε, μόνο έτσι λειτουργεί το σύστημα. Με τα «όλοι μαζί» δεν γίνεται μάλλον τίποτα. Δεν γίνεται με ομάδες δημιουργία. Τι είμαστε; Οι αδελφοί Κοέν; Οι αδελφοί Ταβιάνι;

Γ. Πανουσόπουλος: Ούτε καν οι αδελφοί ...Ταπιάνι!



(Γιώργος Πανουσόπουλος, Νίκος Περάκης, Λούφα και Παραλλαγή)



Η ιστορία σας πάντως ξεκίνησε από ...«Λούφα και Παραλλαγή»; Έτσι δεν είναι;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Αν μιλάτε για μετά τον Στρατό, γιατί εκεί εγώ δεν τους πρόλαβα, από την «Άρπα-Κόλλα» ήδη είχε αρχίσει η αγαστή μας η συνεργασία. Τι λέω; Και πιο πριν: από τους «Απέναντι» του Πανουσόπουλου.

Ν. Περάκης: Ο ...γάμος μας πάει πιο παλιά: από το «Ταξίδι του Μέλιτος» του Γιώργου, Γιώργο.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Εκεί εμείς οι δύο, Νίκο μου, δεν είχαμε ακόμα γνωριστεί. Συξητούσαμε κι οι δύο με τον Πανουσόπουλο χωριστά.

Ν. Περάκης: Εγώ με τον Πανουσόπουλο είχαμε ξεκινήσει μαζί τότε από τα ρεπεράζ.

Γ. Πανουσόπουλος: Κι ο Τσεμπερόπουλος ήρθε προς το τέλος της ταινίας από την Αμερική, για να το τελειώσουμε το έργο μαζί...

Γ. Τσεμπερόπουλος: Έφυγε ο Περάκης στη Γερμανία, γύρισα εγώ από την Αμερική, πολλά ταξίδια, πολλά πηγαινέλα, με τον Πανουσόπουλο τότε σύνδεσμό μας.

Κανονική κατασκοπευτική ταινία το «Ταξίδι του Μέλιτος», δηλαδή. Σας κράταγε και κρυφούς ο Πανουσόπουλος μεταξύ σας. Όπως κι εμένα με τον Βασίλη Αλεξάκη στο «Μ' Αγαπάς;» κάπως...

Ν. Περάκης: Μας είχε ο Πανουσόπουλος τότε ...μυστικοσυμβούλους του!

Γ. Πανουσόπουλος: Θυμάμαι, έκανε κρύο στο ρεπεράζ, κασκόλ θυμάμαι, εκείνη την κοπέλα του Περάκη, τα σουβλάκια...

Να τα γράψουμε κι όλ' αυτά;

Ν. Περάκης: Ό,τι άπτεται του ιδιωτικού μου βίου, παρακαλώ να εξαλειφθεί εκ των προτέρων.

Γ. Πανουσόπουλος: Και να μη γράψετε τίποτα ...από τη μέση και κάτω, ει δυνατόν!

Ν. Περάκης: Γιατί καταλαβαίνουμε πως ο Τσεμπερόπουλος θέλει να διαφημίσει την «Πίσω Πόρτα», αλλά δεν μπορούμε να μιλάμε συνέχεια για πόρτες. Γιατί έτσι κι εκείνο το φοβερό ναυάγιο στην Πάρο, στις Πόρτες, πρόσφατα, θα μπορούσε ένας διεστραμμένος νους να πει πως κι αυτό ήταν μες στη διαφημιστική του εκστρατεία!

Μόνο ο νους τού Περάκη θα μπορούσε να έχει πάει ώς εκεί, Νίκο!

Γ. Πανουσόπουλος: Να πω όμως εγώ κάτι γι' αυτό το ναυάγιο;

Πείτε, για να πούμε μετά και για το ελληνικό σινεμά.

Γ. Πανουσόπουλος: Μα μπορεί να αφορά και το ελληνικό σινεμά αυτό που θέλω τώρα να σας πω.

Ν. Περάκης: Το ναυάγιο;

Γ. Πανουσόπουλος: Εμένα από αυτό το ναυάγιο εκείνο που μου μένει, και μένω και κατάπληκτος, δεν είναι που βούλιαξε το πλοίο. Ούτε με ταράζει η επιβεβαίωση της διαφθοράς διαφόρων, πολιτικών και μη. Αυτά τα ξέρουμε, τα ξέραμε. Εμένα, εκείνο που με τάραξε εδώ είναι το γεγονός ότι, δεδομένης όλης αυτής της κατάστασης, βρεθήκανε κάποιοι άνθρωποι, καθόλου λίγοι μάλιστα, πολλοί, οι οποίοι δεν λογάριασαν τίποτε εκείνες τις στιγμές και σώσανε άλλους ανθρώπους, διακινδύνευσαν τις ζωές τους για άλλους. Αυτό εμένα, λοιπόν, μου φάνηκε καταπληκτικό.

Οι Πάριοι και οι Αντιπάριοι. Οι φαντάροι από το ίδιο το πλοίο κι όποιοι άλλοι...

Γ. Πανουσόπουλος: Μα δεν είναι καταπληκτικό αυτό το πράγμα; Να βάζεις, θέλω θα πω, σε στιγμές ζωής και θανάτου, το φιλότιμό σου μπροστά. Αυτό πρέπει να μας μείνει από το ναυάγιο αυτό, τίποτ' άλλο.

Ν. Περάκης: Εμένα, Γιώργο, κι αυτό σαν κλισέ μού φαίνεται, όμως. Πως ο Έλληνας «μεγαλουργεί» μόνο ενώπιον της καταστροφής, μόνο όταν τα πράγματα έχουν φτάσει πια στο απροχώρητο.

Γ. Πανουσόπουλος: Εγώ δεν το πάω εκεί. Αλλά κι εσύ ο ίδιος, Νίκο, αν δεις ένα παιδάκι δίπλα σου να πνίγεται, θα πνιγείς για να το σώσεις. Αποκλείεται να τ' αφήσεις.

Αυτό το είπε κι ο φαντάρος: «-Τα σώσαμε εμείς τα παιδιά, αλλά μας σώσανε και τα παιδιά εμάς πρώτα».

Γ. Πανουσόπουλος: Μου 'λεγε ένας φίλος για κάτι παλιόπαιδα του λιμανιού τής Πάρου, για κάτι τσογλαναράδες, που όλη τη μέρα στα μπαρ την βγάζουνε, που πέσανε να πνιγούνε οι ίδιοι εκείνη τη νύχτα, για να σώσουνε τον κόσμο. Αυτό μ' άρεσε, αυτό θυμάμαι εγώ, τι να κάνουμε; Μπορεί και το ελληνικό σινεμά να 'ναι έτσι. Να μας οδηγεί σε ηρωισμούς την τελευταία στιγμή, εννοώ, να το σώσουμε, και να σωθούμε.



(Άρπα Κόλλα - Προσχέδιο αφίσας από τον Νίκο Περάκη - Συλλογή Σ. Κακίση)



Έχουνε γίνει και τέτοια στον ελληνικό κινηματογράφο, δεν έχουν; Δεν έχουν καταστραφεί άνθρωποι, δεν έχουνε χαθεί περιουσίες, ξεκινώντας από τον Βέγγο και πηγαίνοντας κι εγώ δεν ξέρω ώς πού. Ώς ποιον...

Ν. Περάκης: Σας ευχαριστούμε, αν θέλετε να καταλήξετε πως κι εμείς είμαστε κάποιου είδους ήρωες: που τη στιγμή που ναυαγούσε ο ελληνικός κινηματογράφος, που βούλιαζε, εμείς με αυτοθυσία κάναμε ακόμα ταινίες!

Γ. Πανουσόπουλος: Το κοροϊδεύεις; Εμείς, και άλλοι.

Ν. Περάκης: Και υπάρχουν αρκετοί που επέπλευσαν. Άλλοι βούλιαξαν κι άλλοι επιπλέουν. Ως φελοί...

Γ. Πανουσόπουλος: Και άλλοι, όπως λέει κι ο Κουτρουμπούσης, έχουν βουλιάξει και δεν το 'χουνε πάρει είδηση. Νομίζουν πως επιπλέουν ακόμα.

Εσείς, κύριε Τσεμπερόπουλε, γιατί σιωπάτε τόσην ώρα;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Γιατί εγώ την έχω πάρει σοβαρά όλη αυτή την υπόθεση. Άλλοι λένε πως τα πράγματα πήρανε πάλι την πάνω βόλτα στον ελληνικό κινηματογράφο, γιατί άλλαξαν μυαλά οι σκηνοθέτες, γιατί γίνανε πιο ανθρωποκεντρικοί και τέτοια. Τρίχες κατσαρές! Αποφάσισαν οι άνθρωποι που έχουν το χρήμα, το 'χω ξαναπεί, οι εταιρείες, πως βαρέθηκε πια ο κόσμος την τηλεόραση, και πως ξαναϋπάρχει ψωμί στο σινεμά. Αυτό έγινε.

Τόσο απλά;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Τόσο απλά. Ρίξανε λεφτά στις αίθουσες, σε μηχανήματα, βοήθησαν και τα κανάλια...

Γ. Πανουσόπουλος: Εγώ δεν πιστεύω πως είναι αποκλειστικά δικό τους θέμα.

Ν. Περάκης: Κατ' αρχήν, όλα αυτά δεν γίνανε για τις ελληνικές ταινίες. Γίνανε πρώτα για τις ξένες.

Γ. Πανουσόπουλος: Όλη η Ευρώπη έχει στραφεί προς τον κινηματογράφο, προς τον δικό της κινηματογράφο. Γιατί όλοι οι λαοί θέλουνε να ξαναδούνε και λίγο δικό τους πράγμα, δεν γινότανε να συνεχίζεται επ' άπειρον ο εξαμερικανισμός μας.

Πώς έλεγε ο Ταχτσής; Που προτιμούσανε να βλέπουνε οι δικοί μας τις άθλιες ελληνικές τσόντες, μόνο και μόνο για ν' ακούνε το καθετί στη γλώσσα τους. Στη γλώσσα μας.

Γ. Πανουσόπουλος: Ε, βέβαια.

Ν. Περάκης: Το ίδιο συνέβη και στην τηλεόραση. Με τις σειρές. Αυτήν τη στιγμή, η ελληνική τηλεόραση, για να σωθεί, προβάλλει δεκαοκτώ σίριαλ την ημέρα ελληνικά.

Χώρια τις παλιές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου και χώρια τις αθρόες μεταγλωττίσεις των βραζιλιάνικων υπο-προϊόντων...

Γ. Πανουσόπουλος: Στην Πολωνία το σινεμά ξαναπάει καλά, στην Ευρώπη όλη αλλάζουν πια τα πράγματα.

Ν. Περάκης: Εδώ και δέκα χρόνια σχεδόν έχει αρχίσει αυτή η στροφή στην Ευρώπη. Μέχρι που έχει αρχίσει και να ξανα-ξεθυμαίνει λιγάκι εκεί. Κάτι που ίσως το βρούμε κι εμείς μπροστά μας, αν υπολογίσουμε πως εδώ όλα γίνονται με καμιά δεκαριά χρόνια καθυστέρηση από την υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλά τώρα είμαστε στο μπουμ.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Βρε παιδιά, ποιο είναι ακριβώς αυτό το μπουμ; Δεν πήγαινε πάντα ο κόσμος σινεμά; Εγώ σ' αυτό αντιδρώ: Λένε: «Η μαύρη δεκαετία του '80». Ποια μαύρη; Δεν βγήκανε πάνω από δώδεκα ταινίες, με την καθεμιά τους πάνω από διακόσιες χιλιάδες εισιτήρια; Περισσότερες από μία τον χρόνο. Τι άλλο θέλουμε; Μαύρη μπορεί να 'τανε η δεκαετία, επειδή είχε εγκαταλείψει όλος ο κλάδος το επάγγελμα.

Δηλαδή;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Ο κλάδος μας αποτελείται από ένα σωρό επαγγέλματα. Ε, αυτά τα χρόνια, ιδίως τα «πάνω» επαγγέλματα, ο παραγωγός, ο σεναριογράφος και ο σκηνοθέτης, είχαν εξαφανιστεί όλοι. Και οι διανομείς και οι αιθουσάρχες. Όλοι κλείνανε τα μαγαζιά, κάνανε βιντεοκασέτες, τις στέλνανε στην τηλεόραση, κι αυτό ήτανε. Βρώμαγαν τα σινεμά, δεν γινότανε τίποτα, κι όλοι κλαιγόντουσαν. Όταν όμως του την βίδωσε κάποιου κι έφερε τα «Μαθήματα Πιάνου», μια ταινία που δεν ξέρανε πώς να την διανείμουν, και την διένειμαν σε μεγάλη αίθουσα αντί να την πάνε στο «Έλλη» μόνο ή στην «Αλκυονίδα» μόνο, και την παίξανε πέντε-έξι μεγάλα σινεμά, κι έκανε εκατόν είκοσι χιλιάδες εισιτήρια σε δύο εβδομάδες, τότε ξυπνήσανε, για μένα, όλοι. Τότε είπανε όλοι: «Έχει ψωμί εδώ».

Τι ψωμί; Τι διαφορά είχανε τα «Μαθήματα Πιάνου» από άλλες ταινίες;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Τότε ακόμα, Σωτήρη μου, οι αίθουσες ήσαν των χιλίων θέσεων.

Γ. Πανουσόπουλος: Και δεν μιλάμε για μία ακόμα αμερικανική ταινία.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Αλλά για μία ταινία εκ πρώτης όψεως αντι-εμπορική. Πριν, δηλαδή, τα «Μαθήματα Πιάνου» ήταν κάτι σαν ελληνική ταινία για όλους αυτούς: Παναγία μου! Αργοί ρυθμοί, κλασική μουσική, σκοτάδια, τέτοια. Αλλά να που πήγε ο κόσμος κάργα. Εναντίον σε όλες τις συνταγές που είχαν αυτοί μες στα μυαλά τους. Κι αμέσως μετά, για να ολοκληρώσω, άρχισαν να χωρίζουν τις αίθουσες. Να τις φτιάχνουν. Τότε ξεκινήσαμε για να φτάσουμε στο τώρα, υποστηρίζω εγώ. Αυτό δεν ακυρώνει, βέβαια, αυτό που λένε ο Πανουσόπουλος κι ο Περάκης, πως ο κόσμος την κάνει, τελικά, την αλλαγή.

Δεν υπήρξε και φταίξιμο των ίδιων των ελληνικών ταινιών, άρα; Δεν γυρίζονταν ένα σωρό αργές, κουραστικές, αλλοπρόσαλλες ταινίες στα καθ' ημάς;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Και τώρα δεν γυρίζονται τέτοιες ταινίες; Σ' όλον τον κόσμο αυτό δεν γίνεται; Στην Ελλάδα μόνο γίνεται αυτό;

Ν. Περάκης: Σίγουρα, τώρα δεν είναι πια η πλειοψηφία αυτές οι ταινίες στο σινεμά μας. Ενώ παλιότερα ήτανε. Και για να πούμε και τη λέξη της μόδας, την εσωστρέφεια, που την ακούμε πια παντού, σε κόμματα και δεν συμμαζεύεται, οπωσδήποτε περάσαμε και κάποιες φάσεις πολύ μεγάλης εσωστρέφειας. Αλλά αυτό ήταν παντού, νομίζω εγώ, όχι μόνο στον κινηματογράφο μας, στο σύνολο της κουλτούρας μας μάλλον. Και στη λογοτεχνία, και στο θέατρό μας, και παντού. Και ο τρόπος που αντιμετώπισε η κουλτούρα το σινεμά μας ήταν ανάλογος. Καλός ήταν μόνο ο εσωστρεφής κινηματογράφος και ο,τιδήποτε άλλο ήταν ανύπαρκτο ή ανάξιο σχολίων.

Δεν τους έκανε.

Ν. Περάκης: Ύστερα, πέρασε μια κρίση ο κινηματογράφος στο σύνολό του, όχι μόνο ο ελληνικός. Το κοινό είχε πράγματι μειωθεί δραματικά. Λόγω τηλεόρασης κατ' αρχήν. Μετά, λόγω των ιδιωτικών καναλιών. Που, όταν εμφανίστηκαν τα ιδιωτικά κανάλια, τον πήρανε σβάρνα τον κινηματογράφο. Και τώρα μόνο κατάφερε ο κόσμος, με τη συμμετοχή του, να υπαγορεύσει ίσως κι ένα γούστο. Όποιο κι αν είναι αυτό. Η ψυχαγωγία η σκέτη, αν θέλετε. Κι έτσι κατάφερε κι η ελληνική ταινία να ξανα-ανταγωνίζεται τις ξένες ως προς τους θεατές.

Γ. Πανουσόπουλος: Αλλάζουνε κι οι γενιές, παιδιά. Τώρα πάνε άλλοι σινεμά, νέοι άνθρωποι, που τις ελληνικές ταινίες δεν έχουν μάθει να τις βαριούνται…

Ν. Περάκης: Ίσως κι επειδή έχουν δει στην τηλεόραση τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, την κάθε ταινία ο καθένας από είκοσι πέντε φόρες, πάνε με άλλη διάθεση στο σινεμά, περιμένοντας να δούνε πάλι κάτι παρεμφερές.

Γ. Πανουσόπουλος: Αυτό που λες τώρα είναι κι επικίνδνυνο. Γιατί έχουν αρχίσει και κάποιοι να κάνουνε ριμέικ έργων φτιαγμένων πενήντα χρόνια πριν. Γυρίζουνε πενήντα χρόνια πίσω, για ν' ανανεωθούν!

Ν. Περάκης: Μπορείς, π.χ., να κάτσεις να κάνεις ένα ριμέικ της «Κάλπικης Λίρας». Πόσο θα το εκτιμήσει όμως το κοινό αυτό; Σε μερικούς σίγουρα θα αρέσει. Αλλά, αύριο μεθαύριο κι αυτό θα τελειώσει, θα εξαντληθεί, και πάλι θα αναρωτιόμαστε τι κάναμε λάθος.



(Νίκος Περάκης, Βίος και Πολιτεία)



Έχουν γίνει ριμέικ παλιών ελληνικών έργων και στο σινεμά;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Ετοιμάζονται.

Γ. Πανουσόπουλος: Ξεκινήσανε απ' όλ' αυτά τα θεατρικά, ετοιμάζονται για κάτι Κωνσταντάρες ακούω, τέτοια.

Ν. Περάκης: Εκεί τους οδηγεί η έμπνευσή τους κάποιους, για κάποιους λόγους.

«Αλλοίμονο στους Νέους»;

Γ. Πανουσόπουλος: Ο Τιμογιαννάκης γράφει «ολοταχώς προς τα πίσω»! Επιστροφή στην εποχή του Φίνου! Προτείνει να γυρίσουμε μισόν αιώνα πίσω.

Ν. Περάκης: Εδώ ακόμα και ριμέικ τηλεοπτικών επιτυχιών λίγο παλιότερων γίνονται πια.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Εγώ, πάντως, δεν πιστεύω πως μπορεί κάποιος να πάρει το μολύβι και να γράψει μια ιστορία ακριβώς μ' εκείνον τον τρόπο, μ' εκείνο το τρα-λα-λά το τότε, όσο κι αν τα θαυμάζει τα παλιά. Εκτός από περιπτώσεις που δεν πρόκειται να τις μάθουμε ποτέ, που θα τις φάει το μαύρο σκοτάδι. Ούτε κατασκευάζεται σήμερα η αθωότητα εκείνης της εποχής. Με τίποτα. Ούτε να παίξουνε πια οι ηθοποιοί μας έτσι γίνεται.

Γ. Πανουσόπουλος: Κάνουνε την απλή, εμπορική σκέψη: «Να ξανακάνουμε ταινίες σαν εκείνες με τον Κωνσταντάρα και τη Βουγιουκλάκη». Αυτό είναι. Ώς εκεί φτάνει η σκέψη κι η φαντασία τους. Γι' αυτό κι εγώ αποφάσισα, μια και όλοι αυτοί πήρανε κάμερες να κάνουνε σινεμά, να πάρω κι εγώ βιντεοκάμερες, να τους δείξω τι μπορώ να κάνω εγώ με τα μέσα που εγκατέλειψαν αυτοί, για να ασχοληθούν με τα δικά μας. Έτσι, για πλάκα. Για τη χαρά της κόντρας.

Άλλωστε, η καινούργια σας ταινία, το «Μια Μέρα τη Νύχτα», έχει πολλές σκηνές πάλι εκεί στη Βουλιαγμένης νύχτα, στα σημεία που κάνουνε κόντρες τα μηχανάκια...

Ν. Περάκης: Στο θέατρο, πάντως, πήγανε καλά τα ριμέικ των παλιών ταινιών. Υπάρχει ένα κύμα νοσταλγίας, αυτό είναι μια αλήθεια. Το ίδιο, για δυο-τρεις ταινίες, μπορεί να γίνει και στο σινεμά. Το πρόβλημα όμως εδώ έγκειται στη μίμηση. Και τον επιγονισμό τον έχουμε πληρώσει ακριβά, λέω εγώ, σ' αυτόν τον τόπο.

Γ. Πανουσόπουλος: Ήδη δεν βλέπουμε ένα σωρό μικρά «Safe Sex»;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Για μένα εδώ βρίσκεται ο πιο μεγάλος κίνδυνος. Το 'χουμε ξαναπάθει. Μ' όλες εκείνες τις άπειρες βιντεοκασέτες, στην αρχή των ιδιωτικών καναλιών, όλες σεξοκωμωδίες, όλες σ' εκείνο το γνωστό επίπεδο. Όλο το δυναμικό τότε των παραγωγών και των σκηνοθετών του παλιού κινηματογράφου, που δεν ξέρανε τι να κάνουνε μετά την τελευταία ταινία- αποτυχία της Βουγιουκλάκη, ορμήσανε στη βιντεοταινία. Γυρίζανε δέκα τον μήνα ο καθένας. Γεμίσαμε σεξοκωμωδίες, κάνανε πολλά λεφτά οι πρώτες, και βουλιάξαμε μετά κανονικά. Έτσι θα γίνει και τώρα, αν δεν γίνει κάτι εναντίον αυτής της τάσης. Εγώ δε, ισχυρίζομαι πως τα παιδιά που κάνανε το «Safe Sex» είχανε κάτι να πούνε. Τους ένοιαζε αυτό που κάνανε. Αλλά οι άμεσοι αντιγραφείς τους τίποτα δεν κάνανε.

Άρα, για να δούμε πού ακριβώς βρισκόμαστε.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Πού να βρισκόμαστε; Πριν τα βραβεία πάλι. Πριν τα μετάλλια!

Ν. Περάκης: Ανδρείας, που λέγαμε;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Θέλω να πω πως όλο αυτό το «χάι» ακριβώς αυτό είναι: είμαστε φέτος σε μια σεζόν που θα δούμε, όχι ποιος σαν άνθρωπος, αλλά ποιες τάσεις θα επιβραβευτούνε και θα επιπλεύσουνε από το κοινό. Παντού γίνεται, άλλωστε, αυτό. Απλώς, στην Ελλάδα καθετί γίνεται επί δέκα, μια και είμαστε ενθουσιώδεις και επιπόλαιοι άνθρωποι: πέτυχε μία ταινία; Είκοσι εφτά ταινίες φέτος! Πόσες θα επιζήσουν; Και οι επαγγελματίες του χώρου τι μαθήματα θα πάρουν; Γιατί, επιτέλους, την πρωτοβουλία να γίνονται ταινίες δεν την έχουν μόνο οι σκηνοθέτες εδώ. Την έχουν και οι παραγωγοί και οι διανομείς και οι αιθουσάρχες και οι καναλάρχες. Κι αυτό εγώ το βρίσκω υγιές. Θα κάνουμε απολογισμό τέλη Μαΐου, στο τέλος τελοσπάντων της σεζόν, μια και οι σεζόν πια σαν να μην έχουν τέλος, και θα δούμε τι κάναμε.

Και τότε θα τα ξαναπούμε;

Ν. Περάκης: Εγώ λέω πως αν επιμείνουν οι «τάσεις», τότε έχει εκ των προτέρων χαθεί το παιχνίδι.

Δηλαδή;

Ν. Περάκης: Αν μέσα σε τόσο λίγους δημιουργούς που υπάρχουνε, σχηματιστούν τάσεις, ή, ακόμα χειρότερα, αν υπαγορεύσουνε οι παραγωγοί ή οποιοσδήποτε άλλος, οι αιθουσάρχες, οι διανομείς, τρόπους, τότε για μένα είναι από χέρι χαμένο το παιχνίδι. Άλλο αν ένας παραγωγός, ας πούμε, προτείνει σ' έναν σκηνοθέτη κάτι πραγματικά καλό και καινούργιο. Δεν λέω αυτό. Λέω να μη γίνει κι εδώ το λεγόμενο ΜΑΙΝ STREAM: ΜΑΙΝ STREAM δράμα, ΜΑΙΝ STREAM κωμωδία, ΜΑΙΝ STREAM νοσταλγία, κ.λπ. Πρέπει να διατηρήσουμε την πρωτοτυπία, την ανεξαρτησία της σκέψης μας, όλα αυτά. Εδώ γνωριζόμαστε σχεδόν όλοι με το μικρό μας όνομα, και οι θεατές μας δεν είναι πια και τόσοι. Αν δεν είναι πρωτότυπο κάθε φορά το προϊόν μας, δεν νομίζω πως έχουμε και πολλές ελπίδες. Ακόμα στην οικοτεχνία είμαστε, ούτε καν στη βιοτεχνία δεν έχουμε φτάσει ακόμα, όσον αφορά στο ελληνικό σινεμά.

Εσείς την αποκλείετε τη βιομηχανία κατηγορηματικά;

Ν. Περάκης: Είμαστε μια μικρή χώρα, δεν μιλάμε για καμιά βαριά βιομηχανία, μη γελιόμαστε.

Με τίποτα δεν θα μπορούσε μια ελληνική ταινία να πετύχει μια παγκόσμια καριέρα;

Ν. Περάκης: Αυτό το περιμένουμε. Ώς τώρα δεν το 'χουμε καταφέρει.

Ούτε με τον Κακογιάννη;

Ν. Περάκης: Το κατάφερε ο Κακογιάννης με παραγωγό και διανομέα μια μεγάλη ξένη εταιρεία.

Γ. Πανουσόπουλος: Και με αγγλόφωνη ταινία. Ταινίες.

Ν. Περάκης: Έγιναν και απόπειρες να γυριστούν αγγλόφωνες ταινίες, αλλά απέτυχαν.

Ο Αγγελόπουλος;

Ν. Περάκης: Ο Αγγελόπουλος το πέτυχε σ' ένα επίπεδο πολιτιστικού κινηματογράφου, ως Art Cinema. Και αυτή είναι μια γωνιά που την έχει συμπληρώσει αυτός, μια εσοχή, ας πούμε, στο σύστημα, που την έχει ο Αγγελόπουλος καταλάβει. Οικοτέχνης είναι κι αυτός, άλλωστε.

Εσείς, κύριε Πανουσόπουλε, τι λέτε;

Γ. Πανουσόπουλος: Εγώ δεν θέλω να μιλάω για κινηματογράφο ελληνικό ή αγγλικό, γιατί, κατά βάθος, δεν μ' ενδιαφέρει. Εμένα μ' ενδιαφέρει πάντα ο προσωπικός κινηματογράφος. Τι ταινία θα κάνει ο Περάκης, τι ταινία θα κάνει ο Τσεμπερόπουλος. Τι ταινία θα ξανακάνει ο Πολάνσκι. Τι ταινία θα κάνουνε οι ...αδελφοί Κοέν, που λέγαμε. Τι ταινία θα κάνει ο Αγγελόπουλος. Γιατί τώρα που πήρε και το βραβείο, μπορεί να κάνει και καλές ταινίες. Ούτε οι εταιρείες μ' ενδιαφέρουνε ούτε το σύστημα γενικά. Εγώ χαίρομαι, όταν βλέπω μια καλή ταινία. Είτε την έχει κάνει ο Φελίνι είτε ο Κουροσάβα είτε ο Αγγελόπουλος, για μένα δεν έχει διαφορά.



(Γιώργος Πανουσόπουλος, Μια μέρα τη νύχτα)



Άλλωστε, πολλές ταινίες του Φελίνι και του Κουροσάβα, του Μπάστερ Κίτον, πολύ ελληνικές εμένα μου φαίνονται...

Γ. Πανουσόπουλος: Ακριβώς. Να παίρνω τώρα εγώ την ευθύνη για το τι θα γίνει σ' ολόκληρο το ελληνικό σινεμά; Η ζωή μου είναι πολύ μικρή για κάτι τέτοιο. Και τώρα πια έχει μικρύνει πάρα πολύ. Δεν έχω πια περιθώρια ν' ασχολούμαι με το Έθνος. Πρέπει να κάνω ταινίες όσο μπορώ πιο καλές, και όσο μπορώ, όσο προλάβω, περισσότερες.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Αλλά δεν παύεις όμως, όσα χρόνια σε θυμάμαι, να χαίρεσαι όταν γίνονται τρεις ταινίες, ας πούμε, αποδεκτές κι από σένα κι απ' τον κόσμο.

Γ. Πανουσόπουλος: Βρε, εγώ χάρηκα και με το «Safe Sex», που πήγε καλά. Κι ας μην το 'χω ακόμα δει. Χάρηκα που ξαναπήγε ο κόσμος σινεμά.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Όπως επίσης εγώ προσωπικά χαίρομαι, πέρα από οποιοδήποτε συμφέρον, και με τα «Village Centers». Γιατί τα «Village Centers» αύξησαν το κοινό από την ουρά του. Γιατί δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες παιδιά πηγαίνανε μόνο στις καφετέριες και βλέπανε τηλεόραση. Τώρα, η καφετέρια έχει αντικατασταθεί εν πολλοίς από τους χώρους των πολυσινεμά. Πάνε στην καφετέρια και πάνε και μετά σινεμά συνήθως. Και βλέπουνε και ταινίες. Κι εγώ υπήρξα πάντοτε υπέρ του «προσωπικού» κινηματογράφου, πάντως. Δεν πιστεύω πως υπάρχει πραγματικά καλή ταινία στο παγκόσμιο σινεμά, που να μην την έχουν πάρει προσωπικά ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος της. Ακόμα κι ο «Νονός Νούμερο Δύο»...

Γ. Πανουσόπουλος: Εμένα, οποιοδήποτε άλλο σινεμά με κοιμίζει, ομολογώ. Γι' αυτό δεν έχω δει τον «Τιτανικό», τα μεγάλα, ας πούμε, χιτ.

Ν. Περάκης: Μα ο «Τιτανικός», Γιώργο, αυτή κι αν ήτανε προσωπική ταινία. Ήτανε το έργο ενός μονομανούς, κανονικά. Ακόμα και το «Όσα Παίρνει ο Άνεμος», ενός παραγωγού σχεδόν παρανοϊκού δεν ήτανε; Ο «Τιτανικός» δύο εβδομάδες πριν παιχτεί, δεν ξέρανε ακόμη αν θα πατώσει ή θα θριαμβεύσει.

Γ. Πανουσόπουλος: Αυτό που θέλεις μάλλον να πεις, είναι πως υπήρξαν ένα σωρό παραγωγοί, που 'φαγαν το κεφάλι τους κάνοντας πολύ ωραίες ταινίες.

Ν. Περάκης: Πολύ ωραίες και πολύ πιο θαρραλέες από πολλούς δημιουργούς μεγάλους, που ακολούθησαν συχνά τον σίγουρο δρόμο.

Όπως; Ποιοι φάγανε το κεφάλι τους με ωραίες ταινίες, π.χ.;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Ο Κατσουρίδης, ο Βέγγος, για να ξαναπούμε πρώτα για τα δικά μας.

Γ. Πανουσόπουλος: Κι αμερικανοί πολλοί αντίστοιχα, εννοείται. Γενικά, το σινεμά παγκοσμίως στηρίχτηκε πάντα στο πάθος ανθρώπων που το αγαπάνε απίστευτα. Που λατρεύουν αυτήν τη δουλειά μέχρι παρανοίας. Μέχρι τρέλας.

Ευκαιρία εδώ να σας βάλω δύο ερωτήματα, που μοιάζουν να ενώνουν τον ελληνικό κινηματογράφο με τον παγκόσμιο. Δύο ονόματα: Κασσαβέτης και Καζάν.

Γ. Πανουσόπουλος: Αυτοί βρεθήκανε στην κατάλληλη χώρα και κάνανε και το καθήκον τους απέναντι στον εαυτό τους. Το λέω με παράπονο αυτό. Γιατί κι εμείς κάνουμε το καθήκον μας, αλλά σαν να 'μαστε πάντα σε λάθος χώρα.

Ν. Περάκης: Μπα. Μια χαρά χώρα είναι.

Γ. Πανουσόπουλος: Δεν έχεις όμως τη δυνατότητα να δουλέψεις με πολλά μεγάλα ταλέντα εδώ. Ενώ αν ήσουνα στην Αμερική, στη θέση του Καζάν, και δούλευες με τον Τένεσι Γουίλιαμς σεναριογράφο...

Ευχαριστώ εδώ, εκ μέρους των Ελλήνων σεναριογράφων.

Γ. Πανουσόπουλος: Ο Κασσαβέτης, από την άλλη μεριά, δεν έκανε αμερικανικό σινεμά. Έκανε πολύ προσωπικό κινηματογράφο. Και σε μια χώρα μάλλον αφιλόξενη σε τέτοια πράγματα.

Αυτών των δύο ο τρόπος δεν ήταν κατ' εξοχήν ελληνικός;

Γ. Πανουσόπουλος: Θα σας στενοχωρήσω εδώ πάλι, Σωτήρη. Δεν είναι το πρώτο χαρακτηριστικό του Κασσαβέτη και του Καζάν η εθνικότητά τους. Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι, με καθόλου ελληνικές ρίζες, που 'χουνε δώσει την ψυχή τους σαν κι αυτούς. Ο «Γίγας» τι σχέση έχει με την Ελλάδα;

Ν. Περάκης: Ακόμα και το «Αμέρικα-Αμέρικα», πάλι μια ταινία του Καζάν είναι. Δεν είναι το ελληνικό της στοιχείο κάτι που μπορεί να την χαρακτηρίσει, νομίζω εγώ. Ούτε του Κασσαβέτη οι ταινίες είναι κανενός ξένου για την Αμερική. Ως ηθοποιός, άλλωστε, ο Κασσαβέτης ήταν πλήρως αφομοιωμένος.

Οι ταινίες τους δεν μοιάζουν «ξένων», γιατί μιλάμε για μεγάλους δημιουργούς. Εμένα όμως δεν μου το βγάζετε από το μυαλό πως, σε δεύτερη ίσως ανάγνωση, κάτι πολύ δικό μας έχει ο τρόπος τους. Όπως είχε και ο τρόπος της Κάλλας, του Δημήτρη Μητρόπουλου.

Γ. Πανουσόπουλος: Αν θέλετε να πείτε πως αυτοί οι δύο είδαν αλλιώς το σινεμά, συμφωνώ. Αλλά και ο Γκοντάρ το 'δε αλλιώς το σινεμά, κι ένα σωρό άλλοι.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Αυτό που μπορώ να πω εγώ, είναι πως είναι εμφανές, και τώρα το σκέφτομαι αυτό, πως ο Καζάν και ο Κασσαβέτης δεν θα μπορούσαν ποτέ να είναι αγγλοσάξωνες. Ούτε αγγλοσάξωνες ούτε γερμανικής καταγωγής αμερικανοί, αλλά οπωσδήποτε κάτι άλλο.

Γ. Πανουσόπουλος: Αλλά ήταν αφομοιωμένοι πλήρως. Δεν ήταν όπως ο Καλλιφατίδης, σαν Έλληνας στη Σουηδία, πώς θα γράψω....

Ν. Περάκης: Πιο πολύ του Καζάν το πρόβλημα ήταν πολιτικό, παρά ο,τιδήποτε άλλο.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Και έκανε και την πολύ αμερικανική ταινία, τον «Συμβιβασμό». Που ήταν το «American Beauty» της εποχής εκείνης.



(Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Η Πίσω Πόρτα)



Ο Νίκος ο Περάκης έχει κάνει και σινεμά εκτός Ελλάδας, στη Γερμανία. Αν σας είχε δοθεί η δυνατότητα στην Αμερική, ας πούμε, θα είχατε κάνει τελείως άλλες ταινίες από αυτές που έχετε κάνει ώς τώρα, άραγε;

Ν. Περάκης: Αυτή είναι πολύ υποθετική ερώτηση. Αλλά οι αμερικανοί αυτό πετυχαίνουν. Όταν παίρνουν έναν γερμανό να τους κάνει ταινίες, τον βάζουν να κάνει αυτό που ξέρει να κάνει. Δεν τον βάζουν να κάνει καουμπόικα, ας πούμε. Αν έχει γυρίσει μια ταινία με υποβρύχια, τον βάζουν να γυρίσει κι εκεί ταινίες με πλοία ίσως. Με καταιγίδες και θύελλες.

Γ. Πανουσόπουλος: Εμένα τι θα με βάζανε να κάνω οι αμερικανοί; Ή τον Τσεμπερόπουλο;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Εγώ σου 'χω μια πρόταση για αγγλόφωνη ταινία. Να σε πάρω με τις βιντεοκάμερές σου και να πάμε, θα σου πω εκεί. Αλλά ποιος θα κρατήσει το μαγαζί; Αν μας κάνει τη χάρη ο Περάκης...

Γ. Πανουσόπουλος: Μπορεί να μας την πουλήσει τη «Φιλμική» ο Περάκης...

Ν. Περάκης: Ή να σας την βάλω στο Χρηματιστήριο!

Γ. Πανουσόπουλος: Σε καλό θα μας βγει, ούτως ή άλλως. Ξέρει τι κάνει ο Περάκης πάντα. Εμένα με ρωτήσανε αν δέχομαι να κάνω ριμέικ της «Ελεύθερης Κατάδυσης» στους βάλτους της Λουιζιάνα!

Ως πειρατής Λαφίτ; Τι απαντήσατε;

Γ. Πανουσόπουλος: Είπα: «Βεβαίως»!

Ν. Περάκης: Δέχεται ο Πανουσόπουλος να τον φάνε και οι κροκόδειλοι για το σινεμά!

Γ. Πανουσόπουλος: Σοβαρά; Τι θα ήθελα εγώ από τους αμερικανούς; Ένα πράγμα κατ' αρχήν, από τα πολλά: τους ηθοποιούς τους. Γιατί, αυτόν τον αιώνα, εγώ πιστεύω όπως οι αμερικανοί ηθοποιοί τον πήγανε πιο μπροστά απ' όλες τις μορφές τέχνης τον ρεαλισμό. Κάνανε την πιο μεγάλη πρόοδο. Όπως η NASA πήγε στον Άρη. Μπορεί κάποτε να ξαναρχίσουν να ξαναπαίζουν οι άνθρωποι ποιητικά, όπως ο Βαλεντίνο ή ο Κλαρκ Γκέιμπλ. Αλλά ο ρεαλισμός πιο πέρα από τον Ντε Νίρο δεν μπορεί να πάει.

Ν. Περάκης: Εγώ είχα πουλήσει τα δικαιώματα της πρώτης μου ταινίας, του «Μπόμπερ και Παγκανίνι», για ριμέικ στην Αμερική. Δεν το κάνανε, όμως, ποτέ.

Γ. Πανουσόπουλος: Τα πήρανε, όμως. Δεν την κάνανε ακόμα. Πού ξέρεις; Υπάρχει και «Λούφα και Παραλλαγή» αμερικανική, άλλωστε: το «Mash». Ο Τσεμπερόπουλος μόνο έχει γυρίσει ταινία στην Αμερική.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Τις τρεις μικρές. Και δύο θεατρικά, και δύο πιλότους για ντοκιμαντέρ. Τέλος πάντων. Εμένα, όμως, από εκείνη την περίοδο ξέρετε τι μου λείπει, κι έχω γίνει πενήντα χρόνων, και δεν το ξαναείχα, και μάλλον δεν θα το ξαναέχω ποτέ; Μου λείπει τόσο το πόσο εγώ, που τι ήμουνα τότε, ένας would-be φιλμέικερ, τους έμοιαζα, σε κάποιους ανθρώπους, σαν κελεπούρι. Και υπήρχαν άνθρωποι που στις παρέες και στις ομάδες εργασίας που κάναμε, εξαρτιόντουσαν από τη δική μου πιθανότητα να τα καταφέρω. Έλεγα εγώ μια ιστορία και αμέσως μου 'λεγε κάποιος: -Να την κάνω σενάριο; Εδώ όλο λέω, λέω ιστορίες, κι όλοι μου λένε: -Γιατί δεν το γράφεις, ρε φίλε;

Μπορώ να την κάνω σενάριο αυτή σας την ιστορία, Γιώργο;

Γ. Τσεμπερόπουλος: Κάντε ό,τι καταλαβαίνετε. Εδώ είμαστε όλοι ο καθένας μόνος του, αυτή είναι η διαφορά. Αυτός είναι ο κανόνας.

Που τον σπάει η δική σας ιστορία, των τριών σας. Των τόσα χρόνια και μαζί και μόνων... Για άντρες, όμως, μιλάμε αυτήν τη φορά συνέχεια. Για τις γυναίκες δεν θα πούμε τίποτε τελειώνοντας;

Γ. Πανουσόπουλος: Τι να πούμε; Εμείς οι τρεις ...και μαζί και μόνοι, έχουμε επτά γάμους, οπότε ό,τι είχαμε να πούμε, το είπαμε.

Ν. Περάκης: Παρ' όλα αυτά τις αγαπάμε, λέω εγώ.

Γ. Τσεμπερόπουλος: Και μας αγαπάνε κι αυτές, ελπίζω πάντα εγώ.


Πηγή: ΤΑ ΝέΑ, «ΠΡόΣΩΠΑ», ΣάΒΒΑΤΟ 25 ΝΟΕΜΒΡίΟΥ 2000.



(Γιώργος Τσεμπερόπουλος, Νίκος Περάκης, Σωτήρης Κακίσης - φωτο: Γιώργος Πανουσόπουλος)

Δεν υπάρχουν σχόλια: