Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Συνέντευξη με τη Μάρθα Φριντζήλα




Μάρθα Φριντζήλα:

«Αν ακούσεις ένα τραγούδι, πρέπει να βγεις και στο δρόμο»


Τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ, αρ. 976, 20 Σεπτεμβρίου 2009).
φωτογραφίες: Ορφέας Εμιρζάς, Κατερίνα Κατσιφαράκη



H Mάρθα Φριντζήλα είναι μια πολυδιάστατη καλλιτεχνική προσωπικότητα. Γεννήθηκε στην Ελευσίνα και σπούδασε μουσική και θέατρο. Από το 1993 δουλεύει ως επαγγελματίας ηθοποιός στο Εθνικό θέατρο και σε δημοτικά και ιδιωτικά θέατρα, ενώ διδάσκει υποκριτική στη σχολή του Εθνικού. Είναι μέλος του χώρου τέχνης «Κρατήρας» και σκηνοθέτης στη θεατρική ομάδα «Δρόμος με Δέντρα». Παράλληλα με το θέατρο, δραστηριοποιείται ως τραγουδίστρια τόσο στη δισκογραφία όσο και σε συναυλίες και φεστιβάλ στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Πρωτοεμφανίστηκε πλάι στον Θανάση Παπακωνσταντίνου, ενώ φέτος βρέθηκε επί σκηνής με την Τάνια Τσανακλίδου. Στην προσωπική της δισκογραφία ξεχωρίζει ο δίσκος «Baumstrasse» σε μουσική του Βασίλη Μαντζούκη και στίχους δικούς της και άλλων δημιουργών. Αύριο Δευτέρα και μεθαύριο Τρίτη θα την ακούσουμε ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής, σε δύο ξεχωριστές συναυλίες.



Τι ακριβώς θα παρουσιάσετε στο Μέγαρο Μουσικής στις 21 και 22 Σεπτεμβρίου;

Στο Μέγαρο Μουσικής θα παρουσιάσω δύο διαφορετικά προγράμματα. Η πρώτη μέρα θα είναι αφιερωμένη στα παραδοσιακά τραγούδια, σε ένα μουσικό ταξίδι από την Κύπρο μέχρι τον Πόντο, περνώντας από την Ήπειρο, τη Θεσσαλία, τη Ρούμελη και το Μοριά. Τη δεύτερη μέρα έχουμε φτιάξει ένα πρόγραμμα μαζί με τη μπάντα μου «The Cubara Project» που δουλεύουμε εδώ και σχεδόν τέσσερα χρόνια μαζί. Πρόκειται για ένα τελείως συνειρμικό πρόγραμμα, μας αρέσει ένα τραγούδι και λέμε «θα το βγάλουμε», είτε είναι Curt Weil, είτε Χατζιδάκις. Είναι τραγούδια χειροποίητα, δηλαδή ανήκουν σε ένα συνθέτη και ένα στιχουργό, δεν είναι αγνώστου πατέρα. Σ’ αυτή τη συναυλία έχω δύο αγαπημένους καλεσμένους, τον ακροβάτη και ηθοποιό Camilo Bentancor και την ηθοποιό Γαλήνη Χατζηπασχάλη. Αυτές οι δύο βραδιές δεν θα έχουν την αίσθηση «πάμε να κάνουμε ένα κονσέρτο». Τα παιδιά που συμμετέχουν και στις δύο βραδιές είναι, πέρα από εξαιρετικοί μουσικοί, και άνθρωποι που μ’ αρέσουν πολύ. Δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου να πάρω ένα όργανο επειδή παίζει καλά. Μ’ ενδιαφέρει πρώτα ο άνθρωπος και μετά το τι όργανο παίζει. Αν συναντούσα πέντε ωραίους φίλους που παίζουν όλοι φυσαρμόνικα, θα έφτιαχνα μια ορχήστρα με φυσαρμόνικες.


Πόσο συμβατός είναι ο χώρος του Μεγάρου με το καλλιτεχνικό φορτίο των συγκεκριμένων τραγουδιών, αλλά και το δικό σας;

Το Αίθριο του Μεγάρου είναι ένας χώρος διαφορετικός από τις μεγάλες αίθουσες. Μου δίνει την αίσθηση των παλιών αναψυκτηρίων, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά π.χ. και στο Κάιρο. Για μένα, δεν έχει κάποια φόρτιση σοβαρή ή αυστηρή, ούτε θα βάλουμε τα καλά μας για να πάμε στο Μέγαρο. Δεν βάζουμε τα καλά μας για να γλεντήσουμε με τους φίλους μας. Επίσης, είναι ένας χώρος που παρέχει έναν εξαιρετικό ηχητικό και φωτιστικό εξοπλισμό και πληρώνει και την παραγωγή για δύο συναυλίες.

Ως φίλη και συμμέτοχος του ελληνικού τραγουδιού, πώς θα αποτιμούσατε τη σχέση του Μεγάρου Μουσικής μ’ αυτό; Έχει ανταποκριθεί στις προσδοκίες;

Σ’ αυτό δεν μπορώ να σου απαντήσω γιατί δεν το παρακολουθώ από κοντά. Έχω πάει στο Μέγαρο για να δω μόνο ξένους καλλιτέχνες, με εξαίρεση ένα πρόγραμμα με Ηπειρώτες μουσικούς. Ξέρω πάντως ότι κάνει αφιερώματα σε καταξιωμένους Έλληνες καλλιτέχνες.


Την πρώτη μέρα στο Μέγαρο ερμηνεύετε παραδοσιακά. Τι νόημα έχει να ερμηνεύουμε την παράδοση σήμερα;

Δεν ερμηνεύουμε απλά την παράδοση, παραδίδουμε κι εμείς με τη σειρά μας κάτι. Τα τραγούδια αυτά μας ανήκουν. Αν είσαι ευαίσθητος άνθρωπος, θα τα παραδώσεις κι εσύ με αγάπη και φροντίδα. Μας παραδόθηκε κάτι, και πρέπει κι εμείς να τα παραδώσουμε. Δεν προσπαθώ να κάνω άλλη μια ανάγνωση ενός τραγουδιού, το τραγούδι δεν έχει ανάγκη από άλλη μία ερμηνεία. Θέλω πολύ να το τραγουδήσω και να το ακούσουν όλοι από μένα, όχι «και» από μένα.

Είστε ηθοποιός, σκηνοθέτιδα, ερμηνεύτρια, στιχουργός, καθηγήτρια θεάτρου, καθηγήτρια φωνητικής… Ποια ιδιότητα αντιπροσωπεύει καλύτερα τη Μάρθα Φριντζήλα;


Εγώ δεν βλέπω ότι έχω πολλές ιδιότητες. Όλες συνθέτουν ένα πολύ συγκεκριμένο πράγμα. Δεν αισθάνομαι ότι όλα αυτά είναι τόσο διαφορετικά μεταξύ τους. Σπούδασα θέατρο και κάνω από νωρίς τραγούδι.

Πώς έγινε η μετάβαση από το θέατρο στο τραγούδι;


Από μικρή τραγουδούσα και συμμετείχα σε χορωδίες. Κατά τη διάρκεια των σπουδών μου στη δραματική σχολή, έπρεπε να βιοπορίζομαι. Έτσι φτιάξαμε μια μπάντα και ξεκινήσαμε να τραγουδάμε σε κάποια μαγαζιά. Ρεπερτόριο; Τζαζ, Χατζιδάκις, ρεμπέτικα. Ήταν πάντα δίπλα μου το τραγούδι, δεν έγινε κάποια μεταπήδηση. Το μεγάλο μπαμ έγινε με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, το 2003, όπου με είδε πολύς κόσμος. Μέχρι τότε, είχα κάνει πολλές εμφανίσεις στο «Αλάβαστρον», στις «Φωνές», σε μικρά μαγαζιά των 100 ατόμων. Με τον Θανάση, όλα έγιναν πιο φανερά. Παράλληλα δούλευα και με τη θεατρική μου ομάδα στον «Κρατήρα».






Τι συμβαίνει με τον «Κρατήρα»; Υποπτεύομαι ότι είναι ένας χώρος σημαντικός για σας.

Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ότι πρέπει να κατεδαφιστεί γιατί έχει πρόβλημα στατικότητας… Θα φτιαχτεί ξανά από τους ιδιοκτήτες, γιατί δεν είναι και δικό μας, το νοικιάζουμε. Ο «Κρατήρας» είναι απ’ τα πιο σημαντικά πράγματα που έχω κάνει. Βρεθήκαμε κάποια στιγμή με τη θεατρική μου ομάδα «Δρόμος με δέντρα» ψάχνοντας έναν χώρο για παραστάσεις, βρήκαμε ένα παλιό συνεργείο και με πολύ προσωπική δουλειά και τη βοήθεια φίλων φτιάξαμε το χώρο σε δύο χρόνια. Μετά ήρθε η ομάδα χορού Sine Qua Non, ο νέος καραγκιοζοπαίχτης Άθως Δανέλλης, η ομάδα ακροβατών «Κι όμως κινείται», και κάναμε πολλές παραστάσεις. Δεν μπήκαμε ποτέ να κάνουμε παραστάσεις για ολόκληρη σεζόν, δεν μπήκαμε ποτέ στη λογική του να βγάλουμε λεφτά, δεν είχαμε εισιτήριο, όσοι επιθυμούσαν έβαζαν στο ταμείο του χώρου λεφτά για τη συντήρησή του, δεν πληρώθηκε ποτέ κανένας από τον Κρατήρα, όλοι πλήρωναν.


Σιγά σιγά ο «Κρατήρας» έγινε ένας μικρός αστικός μύθος, γιατί μπορούσες εκεί να συναντήσεις από καλλιτέχνες του δρόμου μέχρι μετανάστες, αλλά και καταξιωμένους καλλιτέχνες. Όταν δεν είχαμε λεφτά, ήρθαν οι Χαΐνηδες και έπαιξαν για να συνεισφέρουν. Η Δήμητρα Γαλάνη μας είχε χαρίσει ηχεία, κονσόλες… Κανείς δεν περίμενε κάτι πίσω, γιατί ήταν τόση η χαρά της δημιουργίας που ήμασταν όλοι πανευτυχείς. Και όταν φτιαχτεί ξανά ο χώρος, το μοντέλο αυτό αποκλείεται να αλλάξει. Θα παραμείνει ένας χώρος ανοιχτός, για ανθρώπους με πραγματικές αγωνίες, χωρίς καμία αγωνία για καριέρα.


Μακάρι να ξαναφτιαχτεί, γιατί πολλά στραβά συμβαίνουν τελευταία…

Όταν δεν ανταγωνίζεσαι τα μεγάλα θηρία, δεν σ’ ενοχλεί κανένας. Τα προβλήματα είναι μόνο φύσης οικονομικής. Μακάρι να βρίσκαμε κάποιους χορηγούς.


Μήπως δεν υπάρχουν λεφτά τώρα λόγω …Siemens;

Για να καταφέρει να πάρει μια μικρή ομάδα σαν τη δική μας λεφτά από το κράτος, πρέπει να πληρώσει με το καλημέρα τα μισά στο ΙΚΑ και τα άλλα μισά να τα δώσει σιγά σιγά πίσω στο κράτος. Πολιτισμός είναι η πολυτέλεια των ρομαντικών.


Έχει καταντήσει να είναι…

Ε, βέβαια, κατάντια είναι. Αυτή η χώρα θα μπορούσε να έχει τον πολιτισμό της κάπως ψηλά.


Τι προσπαθείτε να εμφυσήσετε στους μαθητές σας;

Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι μαθητές μου βλέπουν πόσο πολύ αγαπώ αυτό που κάνω, και πώς δεν μπορώ να υπάρξω χωρίς αυτό. Ένας νέος άνθρωπος, που έχει φάει και μια πετριά μέσα του, παίρνει πολύ κουράγιο όταν βλέπει ότι οι δάσκαλοί του δεν επαναπαύονται αλλά συνεχίζουν να αγωνιούν και να δουλεύουν. Αυτό που προσπαθώ να κάνω είναι να τους πείσω ότι, εφόσον κανείς δεν τους ανάγκασε να ακολουθούσουν αυτό το επάγγελμα, δεν θα πρέπει να φοβούνται να δουλεύουν ανά πάσα ώρα και στιγμή. Ακόμα και στις διακοπές τους θα μπορούν να στήνουν μια παράσταση, ακόμα και στην πλατεία θα μπορούν να βγαίνουν και να τραγουδάνε. Προσπαθώ να τους βγάλω λίγο από το μαράζι του «ποιος θα με πάρει τηλέφωνο να μου δώσει ένα ρολάκι». Προσπαθώ να φτιάξω πολύ δυνατούς ανθρώπους.


Έχετε βοηθήσει πολλούς πρωτοεμφανιζόμενους καλλιτέχνες. Συναντά στεγανά ένας νέος καλλιτέχνης; Ακόμα κι εσείς δεν θα έπρεπε να έχετε τώρα 2-3 προσωπικούς δίσκους πίσω σας;

Αυτά τα στεγανά υπάρχουν. Όμως, υπάρχει και μια υπερ-παραγωγή που είναι μια ανάγκη των εταιρειών, της τηλεόρασης, των δημοσιογράφων. Δεν το κατάλαβα ποτέ γιατί πρέπει ένας καλλιτέχνης να βγάζει κάθε χρόνο δίσκο, να κάνει κάθε χρόνο συνεργασία, να πουλήσει κάθε χρόνο τη πραμάτειά του. Βέβαια, εγώ δεν είμαι μόνο τραγουδίστρια, και ίσως κάποιος ο οποίος μόνο αυτό κάνει, να πρέπει να το αποδεικνύει συνεχώς. Έχουν φτάσει όμως να κάνουν όλοι συλλογή από τους δίσκους τους, χωρίς να θέλουν πολύ να βγάλουν ένα υλικό που ήδη έχουν. Ξεκινούν ανάποδα: «πρέπει φέτος να κάνω ένα δίσκο, άρα ας ψάξω να βρω το υλικό. Ποιος θα μου γράψει ένα τραγούδι;». Μου έχουν πει κάποιοι άνθρωποι του χώρου, μάνατζερ και δημοσιογράφοι, ότι «εσύ τώρα πρέπει να κάνεις ένα δίσκο προσωπικό. Εντάξει, ωραίο το Baumstrasse, αλλά πολύ πειραματικό. Πρέπει να πας σ’ αυτόν και σ’ αυτόν, να σου δώσουν από δύο τραγουδάκια». Έχω να σου πω λοιπόν ότι με τον Θέμο Σκανδάμη ετοιμάζουμε ένα προσωπικό δίσκο που θα τον λέμε «Προσωπικό Δίσκο» (σ.σ.: γέλια).


Ενδιαφέρουσα περίπτωση ο Σκανδάμης.

Ο Θέμος για μένα είναι ένας από τους πιο ωραίους τραγουδοποιούς, και είναι μάλιστα από τους «πιο τραγουδοποιούς» που έχω γνωρίσει. Τα πάντα τα κάνει τραγούδι. Συζητάμε, και την επομένη μέρα μπορεί να έρθει και να μας φέρει ένα τραγούδι που έγραψε από φράσεις που είπαμε εδώ. Γράφει καταπληκτικά, βασανίζεται πολύ, αγωνιά. Με τον Θέμο έχουμε κάνει μέχρι και παραστάσεις μαζί. Έχει παίξει τον Ερμή στον Ίωνα. Εγώ τον αγαπώ πάρα πολύ και τον θαυμάζω σαν μουσικό.


Τάνια Τσανακλίδου;

Λοιπόν, η Τάνια είναι μια ειδική περίπτωση. Είναι μια τραγουδίστρια και ηθοποιός, η οποία δεν έμεινε ως η τραγουδίστρια του «τάδε» συνθέτη. Έχει μια μοναχική πορεία, δεν τη χαρακτηρίζει κάποια συνεργασία της. Βρήκαμε έναν πολύ ωραίο τρόπο να επικοινωνούμε, γιατί κι αυτή ξεκινά από το ότι θέλει οπωσδήποτε να πει ένα τραγούδι. Φτιάξαμε ένα πρόγραμμα που πήγε πάρα πολύ καλά το χειμώνα και το καλοκαίρι, δεν πήγαμε να κοροϊδέψουμε τον κόσμο και να του «τα φάμε», και αυτό ο κόσμος το κατάλαβε. Δεν υποχωρήσαμε.


Θανάσης Παπακωνσταντίνου;

Ο Θανάσης για μένα πάνω απ’ όλα είναι ένας ποιητής. Τα λόγια του μου αρέσουν και με αγγίζουν πάρα πολύ. Άλλη ειδική περίπτωση. Ζει σ’ ένα χωριό και ζει μέσα σ’ αυτό, ένα δωμάτιο με τους τοίχους και τη μουσική.


Βασίλης Μαντζούκης;

Δεν μπορώ να σου πω τίποτα για τον Βασίλη, είναι το άλλο μου μισό, είμαστε συνεργάτες και ζευγάρι δεκατρία χρόνια, έχουμε κάνει τα πάντα μαζί.






Σύμφωνα με τη μαθήτριά σας Μέλια Πουρή, στην ερμηνεία σας αποδομείτε το τραγικό στοιχείο, δεν το αφήνετε να κορυφωθεί, το κόβετε με τον τρόπο σας, με έναν σαρκασμό, με ένα στοιχείο «ελαφρότητας». Γιατί;

Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ αυτό. Μπορεί να φταίει και το παρελθόν μου, η ζωή μου η ίδια, που το κάνω αυτό. Πάντοτε θυμάμαι ότι στις κηδείες κάτι μας έκανε να γελάσουμε. Σε οποιαδήποτε τραγική στιγμή υπήρχε κάτι που μας έβγαζε έξω απ’ αυτή. Όταν κάποιος πέφτει στο δρόμο και τον βλέπουμε, αυτός ζει μια τραγωδία αλλά εμείς βλέπουμε μια κωμωδία. Είμαστε πάντα με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω. Δεν πιστεύω στον καλλιτέχνη που παθιάζεται τόσο πολύ με ένα τραγούδι ώστε μετά για μισή ώρα πρέπει να του κάνουν αέρα, ή στον ηθοποιό που θέλει να δείξει στον χαιρετισμό του τέλους πόσο κουρασμένος είναι. Όταν άκουσα το ηχογράφημα μιας συναυλίας που με πιάσαν τα κλάματα, ήταν …για κλάματα. Φαντάσου έναν ποδοσφαιριστή που χάνει το γκολ και κλαίει για μισή ώρα, ή βάζει το γκολ και πανηγυρίζει για άλλη μισή!


Εμφανιστήκατε στο Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ με τον Φοίβο Δεληβοριά και τη Ματούλα Ζαμάνη τραγουδώντας Μάνο Χατζιδάκι. Γιατί μας αφορά ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ;

Εμένα μ’ ενδιαφέρει ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ σαν κάτοικος μιας μεγάλης πόλης. Θέλω στην πόλη που ζω να συναντήσω τους ανθρώπους που ζουν σ’ αυτήν. Να μπορώ να ακούσω τη μουσική τους, να δοκιμάσω την κουζίνα τους, να κοιτάξω τα πράγματα που φτιάχνουν με τα χέρια τους, να βρεθώ σε ένα πολύ-πολιτισμικό περιβάλλον. Είναι αυτονόητο.


Για πολύ κόσμο δεν είναι αυτονόητο…

Για πολύ κόσμο είναι αυτονόητο ότι πρέπει να πάρει δύο αυτοκίνητα, ή να στείλει 50 sms για να μείνει στην τηλεόραση ο τραγουδιστάκος στο show ή ο μαγκάκος στο big brother. Όταν αυτό θεωρείται αυτονόητο, δεν μπορώ να πείσω τον άλλον ότι είναι αυτονόητο να πάει στο Αντιρατσιστικό…


Και γιατί μας αφορά ο Χατζιδάκις;

Ο Χατζιδάκις μας αφορά γιατί είναι ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες και πνευματικούς ανθρώπους που γέννησε αυτή η χώρα, και ένας προφήτης. Ο Χατζιδάκις είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, και φοβάμαι ότι μιλάει για αύριο. Χθες ήμαστε στην Ελευσίνα σε ένα Live με την Τάνια (σ.σ.: Τσανακλίδου) και λέμε τον «Εφιάλτη της Περσεφόνης» σε έναν υπέροχο χώρο, στο παλιό Ελαιουργείο απέναντι από το λόφο με τα αρχαία. Εκεί υπάρχει και ο Τιτάνας, το εργοστάσιο. Το τραγούδι λέει «Τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα / και το καινούργιο παν να δουν διυλιστήριο». Αυτό στην Ελευσίνα δεν έγινε μόνο, αλλά και γίνεται, θα γίνει και αύριο. Αυτό βέβαια το είπε ο Γκάτσος, αλλά και ο Χατζιδάκις, τα περισσότερα απ’ όσα είπε γίνονται ακόμα, και θα γίνουν. Με συγκινεί πολύ ο Χατζιδάκις, και με συγκινεί περισσότερο το εξής. Νομίζω ότι τα έχω ακούσει όλα. Κάθε φορά ανακαλύπτω και κάτι καινούργιο στα τραγούδια του. Στο σύνολο του έργου του, μόνο 3-4 τραγούδια του δεν μου αρέσουν. Σίγουρα όλοι οι κάτοικοι αυτής της χώρας έχουν ένα τουλάχιστον τραγούδι του Χατζιδάκι που τους αφορά.








Θεωρώ την τέχνη σας βαθιά πολιτική. Πόσο εύκολο είναι να ασκείτε την τέχνη σας σε μια εποχή α-πολιτική;

Η τέχνη από μόνη της είναι πολιτική, δεν είναι μόνο για την τέρψη, για την απόλαυση. Η τέχνη βρίσκεται στο περιθώριο της κοινωνίας, αλλά μπορεί και να αλλάξει την κοινωνία. Για μένα, όταν πας να δεις ένα έργο πρέπει να αλλάξει η ζωή σου. Πρέπει να μην ξαναχτυπήσεις το παιδί σου. Πρέπει να μην ενοχλήσεις το γείτονά σου. Αν ακούσεις ένα τραγούδι, πρέπει να βγεις και στο δρόμο και να φωνάξεις για τα δικαιώματά σου, ακόμα κι αν το τραγούδι δε λέει «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους». Εσύ πρέπει να πάρεις την απόφαση να το κάνεις, αυτή είναι η δύναμη της τέχνης. Το έχει πει ο Σαμ Σέππαρντ: «Όταν φύγεις από μία παράσταση, πρέπει να κινδυνέψεις να σε πατήσει αυτοκίνητο». Κάποιος άλλος είπε ότι «αν ανέβει ο Άμλετ, θα γίνει επανάσταση».


Μακάρι να ήταν τόσο εύκολο!

Μακάρι να μπορούσε να παιχτεί ο Άμλετ τόσο εύκολα!


Που οδηγεί η δικιά σας Baumstrasse; Ποιο είναι το μεγάλο σας όνειρο; Τι θα θεωρήσετε επιτυχία σ’ αυτό που ασκείτε;

Πολύ δύσκολο να σου απαντήσω. Το να μην αλλάξει η ζωή μου, να είναι πάντα έτσι. Να είμαι πάντα με ανθρώπους που αγαπώ, φίλους μου, να συγκινούμαστε, να βλέπουμε ταινίες, να παίζουμε στον κόσμο, να μην κουραστούμε, να μην βαρεθούμε και να μην κιοτέψουμε. Να μην κωλώσουμε.

2 σχόλια:

Μάρκος είπε...

Εξαιρετική συνέντευξη.
Συγχαρητήρια!

Μουσικά Προάστια είπε...

Ευχαριστούμε!