Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2009

Συνέντευξη με τον Μάνο Αβαράκη




ΜΑΝΟΣ ΑΒΑΡΑΚΗΣ:


"ΔΕΝ ΚΛΑΙΕΙ, ΜΟΝΟ, Η ΦΥΣΑΡΜΟΝΙΚΑ"




τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής ΟικονόμουΔημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Δίφωνο", τ. 160, Απρίλιος 2009
Φωτογραφίες: Θ. Αρβανίτης



Είναι από εκείνους τους μουσικούς που λόγω της φύσης του οργάνου τους έχουν βρεθεί στη σκιά των μεγάλων συνθετών και ερμηνευτών. Για πολλούς, βλέπετε, η φυσαρμόνικα και το φλάουτο με ράμφος δεν είναι παρά συνοδευτικά όργανα άνευ σημασίας. Στα χέρια του όμως, αυτά τα όργανα συν-έγραψαν μερικές από τις λαμπρότερες σελίδες του ελληνικού τραγουδιού. Πρόσφατα, τον θαυμάσαμε επί σκηνής πλάι στην Αναστασία Μουτσάτσου, τον Νότη Μαυρουδή και τον Παναγιώτη Μάργαρη. Κυρίες και κύριοι, ο μεγαλύτερος Έλληνας βιρτουόζος της φυσαρμόνικας, ο κύριος Μάνος Αβαράκης!


Πώς και πότε συναντήσατε τη φυσαρμόνικα;


Το όργανο αυτό το συνάντησα σε ηλικία 16 χρονών. Ένας συμμαθητής μου έπαιζε στο σχολείο φυσαρμόνικα και μαζεύονταν γύρω του τα άλλα παιδιά. Μου άρεσε πολύ η συναισθηματική εικόνα που απέπνεε αυτό το όργανο, αλλά και το ότι είναι ένα μέρος της παρέας που σου επιτρέπει να επικοινωνήσεις με τους φίλους σου. Ξέρεις, μεγάλωσα στη δεκαετία του ’50, μια εποχή που η Ελλάδα είχε μόλις συνέλθει από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο. Δεν μπορούσε ένα παιδί να πει τότε ότι του αρέσει η μουσική. Η έννοια του «κάνω μουσική» δεν υπήρχε τότε.



Είστε αυτοδίδακτος;

Εντελώς!



Αλήθεια, μαθαίνεται η φυσαρμόνικα;

Μαθαίνεται, ναι, και στα ωδεία έχω διδάξει και φυσαρμόνικα. Όμως, είναι δύσκολο όργανο. Ή το πιάνεις πώς λειτουργεί και παίζεις, ή δεν το πιάνεις και δυσκολεύεσαι. Δεν μου αρέσει να αποστηθίζω βιβλία και να λέω ότι κουβαλάω εγκυκλοπαιδικές γνώσεις. Όπως έλεγε και ο πατέρας μου, το μεγάλο σχολείο είναι η ίδια η ζωή. Και στη μουσική, αυτό το δρόμο ακολούθησα, το σχολείο της ζωής, της λεγόμενης «πιάτσας». Εκεί μαθαίνεις να παίζεις μουσική. Το ωδείο δεν στο διδάσκει αυτό, εκεί μαθαίνεις τη γραμματική και το συντακτικό. Χρήσιμα είναι και αυτά.



Ποια είναι η κατάσταση της μουσικής παιδείας σε σχέση με τη φυσαρμόνικα;

Μηδενική...δεν υπάρχει τίποτα...αν και έχω κάνει προσπάθειες για τη στήριξη της διδασκαλίας της φυσαρμόνικας στα ωδεία. Υπάρχει μια εγγενής δυσκολία – και ευλογία από μία άλλη άποψη: ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένο υλικό για τη φυσαρμόνικα, δηλαδή κομμάτια που να έχουν γραφτεί γι’ αυτή. Μόνο για τη χρωματική φυσαρμόνικα (με μοχλό) έχουν γραφτεί κομμάτια. Εγώ παίζω διατονική φυσαρμόνικα, αλλάζοντας φυσαρμόνικες ανάλογα με τον τόνο.



Σαν καθηγητής, τι προσπαθείτε να εμφυσήσετε στους μαθητές σας;

Η έννοια «παίζω μουσική» είναι αρκετά σύνθετη έννοια. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθει ένα παιδί είναι ο τεχνικός χειρισμός. Πριν μάθει να εκφράζεται, πρέπει να μάθει να χειρίζεται το όργανο, και να εξασκείται πολύ στο παίξιμο. Στους μαθητές μου λέω: «για να κάνει τα μαγικά του, ο Νίκος Γκάλης έκανε τέσσερις ώρες την ημέρα κάμψεις και τρέξιμο».



Ποια μοντέλα βιρτουόζων της φυσαρμόνικας σας ενέπνευσαν;

Στην Ελλάδα, πρότυπό μου ήταν ο Γιώργος Αρμάος που έπαιζε σε ταινίες με μουσική του Χατζιδάκι, και ο Δήμος Μούτσης. Ανέκαθεν ήμουν φαν του Χατζιδάκι, και μάλωνα με τους φίλους μου που ήταν Θεοδωρακικοί λόγω Αριστεράς. Και εγώ αριστερός ήμουν, αλλά δεν μπέρδευα τη μουσική με τα υπόλοιπα. Με είχε επηρεάσει πολύ ο ρόλος που παίζει η φυσαρμόνικα στη «Μυθολογία» και το «Παραμύθι χωρίς όνομα» του Χατζιδάκι. Ο Μούτσης έπαιζε φυσαρμόνικα στα δύο αυτά έργα. Ξενυχτούσα ακούγοντας τον, και μελετώντας τον ανεξάρτητο ρόλο που έπαιζε το όργανο στη μουσική, την αντιστικτική γραμμή της, το λεγόμενο «κόντρακάντο».










Και πώς βρεθήκατε στη σκηνή και στη δισκογραφία;


Μέσα στη Χούντα, το 1970, πήγαμε με τον συνθέτη Νίκο Παπακώστα στη μπουάτ «Φεγγάρι» της Μνησικλέους. Τότε έπαιξα για πρώτη φορά φυσαρμόνικα δημόσια, και πήρα τα πρώτα μου χρήματα, 150 δραχμές! Όμως, εγώ ήθελα να σπουδάσω ζωγραφική και έδωσα εξετάσεις για τη Σχολή Καλών Τεχνών. Δεν μπήκα με την πρώτη, είχαμε και δυσκολίες στο σπίτι, και πήγα να δουλέψω σε ένα χυτήριο, αρχές του ’72. Τον Μάρτιο του ’73, ο Πάνος Γρηγοριάδης, ένας καλός φίλος μου που έπαιζε κιθάρα, με παίρνει και πάμε στον Χρήστο Λεοντή, ο οποίος εκείνη την εποχή δούλευε πάνω στο «Καπνισμένο Τσουκάλι». Στην παρέα τότε ήταν και ο Χρήστος Πανόπουλος που έπαιζε κρουστά, και ο Άγγελος Σφακιανάκης ο παραγωγός, που έπαιζε κρουστά κι αυτός. Του άρεσε πολύ η φυσαρμόνικα του Λεοντή, και μπήκα στη δισκογραφία με το «Καπνισμένο Λεοντή». Από τότε, είμαι μέσα σε όλα τα έργα του: «Παραστάσεις», «Αχ Έρωτα», «Μαντζουράνα στο Κατώφλι», «Πυγολαμπίδες», «Έρωτας Αρχάγγελος». Οφείλω σε αυτόν την είσοδό μου στο επάγγελμα.



Πάντως, μπήκατε και σε καλή εποχή στη δισκογραφία!

Ναι, ήταν μια καλή στιγμή. Η Ελλάδα ήταν μπουζουκοκρατούμενη, και οι πιο σοβαροί συνθέτες όπως ο Λεοντής, ο Σπανός και ο Λοΐζος αναζητούσαν νέους ήχους και νέους μουσικούς. Με τον Σπανό συνεργάστηκα στην «Τρίτη Ανθολογία», και με τον Λοΐζο έπαιξα οκαρίνα στα «Νέγρικα». Και με τον Θάνο Μικρούτσικο συνεργάστηκα, στον «Σταυρό του Νότου».



Ποιες συνεργασίες σας ξεχωρίζετε;

Η πιο συναρπαστική μου εμπειρία ήταν με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ο Χατζιδάκις με καθιέρωσε στο κύκλωμα των κλασικών μουσικών. Παίζαμε στους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας, το 1981. Έπαιζα έναν αυτοσχεδιασμό στο τραγούδι της Ηδύλης Τσαλίκη, σε ποίηση Καρυωτάκη. Πριν αρχίσει η συναυλία, έπρεπε να κουρδίσουμε τον τόνο. Οι υπόλοιποι μουσικοί της ορχήστρας σνομπάρανε τη φυσαρμόνικα. Πήγαν και του είπαν: «Μαέστρο, είναι χαμηλά η φυσαρμόνικα». Ο Χατζιδάκις τους απάντησε: «Αν δεν κουρδίσετε κύριοι πάνω στη φυσαρμόνικα, θα φύγετε και θα βγει να παίξει μόνος του ο κύριος Αβαράκης. Δεν είναι διακοσμητικό όργανο η φυσαρμόνικα». Αυτό για μένα υπήρξε το πρώτο μου δίπλωμα στη μουσική. Δισκογραφικά, συνεργάστηκα με τον Χατζιδάκι στους «Μύθους μιας Γυναίκας» με τη Νανά Μούσχουρη.



Έχετε παίξει φυσαρμόνικα και σε συμφωνική ορχήστρα;

Βεβαίως! Από το 1996 συνεργάζομαι με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, όποτε χρειάζονται φυσαρμόνικα. Τον Ιούλιο έπαιξα το «Blue» του Χατζιδάκι.



Η συμμετοχή φυσαρμόνικας σε συμφωνική ορχήστρα είναι παγκόσμια πρωτοτυπία;

Όχι. Υπάρχουν κάποια συμφωνικά έργα για χρωματική φυσαρμόνικα. Ο Λάρυ Άντλερ υπήρξε ο μεγάλος δάσκαλος της χρωματικής φυσαρμόνικας, και τον θεωρώ τον καλύτερο φυσαρμονικίστα που πέρασε ποτέ. Σημείο αναφοράς.



Το πρώτο πράγμα που μου φέρνει στο νου η φυσαρμόνικα είναι η παράδοση της μαύρης μουσικής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν νιώσατε ποτέ την ανάγκη να ασχοληθείτε με τα μπλουζ;

Όχι. Το μπλουζ είναι μια κουλτούρα που γεννήθηκε ανάμεσα στους Αφρο-αμερικανούς του Νότου. Κάθε λαϊκή μουσική, όπως και η δημοτική μας μουσική, έχει απόλυτη συνάρτηση με τον χώρο στον οποίον βρίσκεται. Εκεί έχει αυθεντικότητα. Την τεχνική του μπλουζ φυσικά την ξέρω και την ενσωματώνω στο παίξιμό μου. Αλλά αν έκανα εγώ ο ίδιος μπλουζ, θα θεωρούσα τον εαυτό μου ή παπαγάλο, ή ψεύτη ως προς την κουλτούρα μου. Εγώ είμαι λαϊκός φυσαρμονικίστας.



Πείτε μου μερικά βασικά ιστορικά στοιχεία για τη φυσαρμόνικα.

Η φυσαρμόνικα εφευρέθηκε γύρω στα 1820 στη Γερμανία από έναν ρολογά και μετά μπήκε σε μαζική παραγωγή από τον Ματίας Χόνερ. Ο εφευρέτης της είχε ακούσει το Κινέζικο όργανο «Σεγκ» που σχετιζόταν με τον φλάουτο του Πάνα, και βασιζόμενος σ’ αυτό είχε την ιδιοφυή ιδέα να φτιάξει το μοναδικό πνευστό όργανο που παίζει μονές φωνές και συγχορδία συγχρόνως, όπως το ακορντεόν. Βασικά, η φυσαρμόνικα είναι ένα φυσητό ακορντεόν.



Ο Μούτσης τραγουδά για «μια φυσαρμόνικα που κλαίει». Μόνο κλαίει η φυσαρμόνικα, ή παράγει κι άλλα συναισθήματα;

Η φυσαρμόνικα δεν είναι ένα απλό, ρομαντικό οργανάκι. Είναι και τραγικό όργανο, και με μεγάλη θεατρικότητα. Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε ότι η φυσαρμόνικα είναι όργανο παιδικό και θηλυκό. Η φυσαρμόνικα έχει το δικό της σεξ απίλ!



Ένας φίλος μου είπε ότι μια φορά στο Τορόντο παίξατε στην παρέα σας την Πέμπτη Συμφωνία του Μπετόβεν, έξω στο δρόμο. Είναι αλήθεια;

Μπορεί...το κύριο θέμα της! Πού να θυμάμαι, έχουν περάσει τριανταπέντε χρόνια!










Αλήθεια, τι προτιμάτε, στούντιο ή συναυλία;

Μες στο στούντιο κάθεσαι πίσω από ένα μικρόφωνο, πρέπει να είσαι συγκρατημένος. Στη συναυλία είσαι πιο απελευθερωμένος, και μπορείς να δείξεις αυτό που κάνεις. Στη δισκογραφία έχω παίξει σε δουλειές όπου τις άκουσα μετά και αναρωτήθηκα: «Καλά, τώρα γιατί με πληρώσανε;». Υπάρχουν δουλειές που συμμετείχα και δεν ακούς τη φυσαρμόνικα, ή την ακούς πολύ χαμηλά στο φόντο. Η μόνη φορά που με φορέσανε να παίξω σόλο, είναι στην «Άλλη Αγορά» του Μάνου Χατζιδάκι σε ενορχήστρωση του Νίκου Κηπουργού, ένα έργο που αγαπώ πολύ. Εκεί έπαιξα σόλο το «Τριαντάφυλλο στο Στήθος».

Πώς σας φαίνεται το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις αμοιβές των τραγουδιστών και στην αμοιβή των μελών της ορχήστρας;


Ξύνουμε πληγές τώρα...Το θεωρώ άδικο και απαράδεκτο. Ο χειρότερος μουσικός είναι ο καλύτερος τραγουδιστής...οι περισσότεροι δεν ξέρουν που πέφτει το ντο. Η β’ και η γ’ φίρμα παίρνει τα τριπλάσια χρήματα απ’ αυτά που παίρνει ο μουσικός, ο οποίος τραβάει και όλο το λούκι στις πρόβες. Το σταρ σύστεμ είναι μια ευφυής κατασκευή...


Έχετε συνεργαστεί εκτενώς με τη Νένα Βενετσάνου. Μιλήστε μου λίγο γι’ αυτή.


Η Νένα είναι σαν αδερφή μου πια, την αγαπάω πάρα πολύ και να το γράψεις αυτό. Τη γνώρισα μέσω του Λεοντή, μόλις είχε έρθει από Γαλλία όπου είχε ολοκληρώσει σπουδές στην Ιστορία της Τέχνης. Έχω συνεργαστεί στο μεγαλύτερο μέρος της δισκογραφίας της, και έχουμε παίξει πολύ στο εξωτερικό. Δεν νομίζω ότι προβάλλεται πολύ, σε σχέση με την αξία της.


Νότης Μαυρουδής;


Από τους πρωτεργάτες του Νέου Κύματος, εξαιρετικός κιθαριστής και δάσκαλος, με συνεπή διαχρονικά πορεία. Και ένας ιδιαίτερα ευαίσθητος άνθρωπος.

Χρήστος Λεοντής;


Ένας από τους αναμορφωτές του νεοελληνικού τραγουδιού μετά το ’60. Τίμιος και σεμνός, δεν κατέφυγε ποτέ σε τεχνάσματα για να αναδειχθεί, και έχει αδικηθεί από τα μέσα ενημέρωσης.

Τώρα που συμπληρώνονται τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου, δεν πρέπει να ξαναδούμε και να ξανακούσουμε το «Καπνισμένο Τσουκάλι»;


Ναι, βεβαίως. Θα είχε ενδιαφέρον να το ξαναδουλέψει, με την οπτική που έχει σήμερα και με την ωριμότητα των χρόνων που πέρασαν. Πρέπει κάτι να γίνει, οπωσδήποτε! Είναι όμως θέμα του Χρήστου, όχι δικό μου.

Ανδρωθήκατε μουσικά σε μια έντονα πολιτικοποιημένη περίοδο. Τι κρατάτε από εκείνη την εποχή και από την ένταξή σας στην Αριστερά;


Οι άνθρωποι έχουν την τάση να ωραιοποιούν το παρελθόν. Βγήκαν πολλά από εκείνη την εποχή, άλλα αρνητική, άλλα θετικά. Στα αρνητικά είναι φυσικά η δικτατορία. Στα θετικά είναι ο ενθουσιασμός που υπήρχε διάχυτος παντού. Ζήσαμε την εποχή των μεγάλων λαϊκών συναυλιών, που καθιέρωσε ο Μίκης και ακολούθησαν οι υπόλοιποι συνθέτες. Υπήρχε ένας αναβρασμός, ο κόσμος είχε ανάγκη να εκφραστεί. Τα πολιτικά κόμματα στηρίζανε τις συναυλίες, και οι καλλιτέχνες στηρίζανε τα κόμματα. Στην πορεία πολλά αλλάξανε, πολλά ξεχάστηκαν.

Παραμένετε αριστερός;


Ναι, παραμένω αριστερός, αν και δεν συμφωνώ με τις νομενκλατούρες. Ο πραγματικά αριστερός κόσμος, να ξέρεις, είναι απογοητευμένος και στεναχωρημένος.

Κύριε Αβαράκη, τι θελήσατε να εκφράσετε σ’ αυτά τα τριανταπέντε χρόνια ως μουσικός;


Αντιλήφθηκα τον ρόλο μου ως ένα είδος προσωπικής αποστολής: να γνωρίσω στους συνανθρώπους μου ένα όργανο του οποίου τις δυνατότητες δεν γνώριζαν. Παρά τις ελλείψεις της, η φυσαρμόνικα έχει μια τέτοια ευρεία γκάμα φωνής που την κάνει συναρπαστική.





Δεν υπάρχουν σχόλια: