Δευτέρα 2 Μαΐου 2011

Ο Καζαντζίδης των "εντέχνων"





Ο Καζαντζίδης των «εντέχνων»

του Ηρακλή Οικονόμου
(με την πολύτιμη βοήθεια του Κώστα Μπαλαχούτη)

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΌΑΣΙΣ"

Άλλο ένα αφιέρωμα στον Στέλιο Καζαντζίδη; Μάλλον όχι. Ζητήσαμε από οκτώ εκπροσώπους όλων των γενεών του λεγόμενου έντεχνου τραγουδιού -αλφαβητικά: τον Φοίβο Δεληβοριά, τον Αλέξανδρο Εμμανουηλίδη, τη Νατάσσα Μποφίλιου, τη Δανάη Παναγιωτοπούλου, τον Λάκη Παπαδόπουλο, τη Μαρία Παπαλεοντίου, τον Θέμο Σκανδάμη και τη Μάρθα Φριντζήλα- να μας μιλήσουν για το κεφάλαιο «Καζαντζίδης». Οι αναφορές τους, οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου ερμηνευτή, καταδεικνύουν ότι η κληρονομιά του συνεχίζει βασανιστικά να μας αφορά.

Η σχέση του Καζαντζίδη με το έντεχνο-λαϊκό τραγούδι που εξέφρασαν οι μεγάλοι συνθέτες των δεκαετιών του ’60 και του ’70 είναι ποσοτικά μικρή και χρονικά ασυνεχής. Από πλευράς ολοκληρωμένων δισκογραφικών καταθέσεων υπάρχουν οι δίσκοι "Καταχνιά", του Χρήστου Λεοντή σε στίχους Κώστα Βίρβου (1964) και "Στην Ανατολή", του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του συνθέτη και των Μ. Κακογιάννη, Γ. Καλαμίτση και Κ. Στυλιάτη (1974), έργα μεγάλης μουσικής και ποιητικής αξίας. Από πλευράς μεμονωμένων τραγουδιών και συμμετοχών ξεχωρίζουν οι ιστορικές συνεργασίες του Καζαντζίδη με τον Θεοδωράκη στη συναυλία στο «Κεντρικόν» το 1961 και στο θεατρικό «Όμορφη Πόλις» το 1962, καθώς και τα τέσσερα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι που ηχογράφησε ο Καζαντζίδης με τη Μαρινέλλα το 1961: Αθήνα, Κουρασμένο παλληκάρι, Το πέλαγο είναι βαθύ σε στίχους Νίκου Γκάτσου και Ο κυρ-Αντώνης, σε στίχους του ίδιου του συνθέτη. Πάνω κάτω την ίδια περίοδο συμμετέχει μαζί με τη Μαρινέλλα στην "Πολιτεία", του Μίκη Θεοδωράκη, σε στίχους των Τάσου Λειβαδίτη και Δημήτρη Χριστοδούλου, ερμηνεύοντας με τον μοναδικό του τρόπο τα σπουδαία τραγούδια Παράπονο, Μετανάστης, Σαββατόβραδο, Έχω μι’ αγάπη (και τον Καϋμό, που όμως δεν περιελήφθη στο lp). Επίσης, ο Καζαντζίδης απέδωσε το τραγούδι Ποιος δρόμος είναι ανοιχτός, με μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου, πάνω σε στίχους Δημήτρη Χριστοδούλου, που ακούστηκε στην ταινία Οι αδίστακτοι (σενάριο Νίκος Φώσκολος, σκηνοθεσία Ντίνος Κατσουρίδης), πάλι μαζί με τη Μαρινέλλα. Ακόμα, επανεκτέλεσε τη Φτωχολογιά και την Άπονη ζωή, των Ξαρχάκου - Παπαδόπουλου, το 1965, όταν άλλαξε εταιρεία (από την Columbia, όπου ξεκίνησε την καριέρα του το 1952, πήγε στην Odeon/Parlophone, μετέπειτα Minos). Την ίδια περίοδο ερμήνευσε δημιουργίες των Γιώργου Κατσαρού, Πάνου Τριανταφυλλίδη, αλλά και των Απόστολου Καλδάρα, Μανώλη Χιώτη, Λάκη Καρνέζη και Κώστα Παπαδόπουλου με σαφώς «έντεχνη» χροιά. Και, σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν τα δύο κλασικά Όταν βλέπετε να κλαίω και Δεν θα ξαναγαπήσω, των Μάνου Λοΐζου - Λευτέρη Παπαδόπουλου.



Οι συγκεκριμένοι δίσκοι και τα τραγούδια έγραψαν χρυσές σελίδες στην ιστορία του έντεχνου-λαϊκού τραγουδιού. Όμως, συνολικά η συμμετοχή του Καζαντζίδη σε αυτό το ρεύμα είναι περιορισμένη. Ο Στέλιος Ελληνιάδης δίνει τη δική του ερμηνεία: «Στην αρχή της δεκαετίας του ’60, όταν τραγουδάει Χατζιδάκι και Θεοδωράκη, ο Καζαντζίδης είναι στα φόρτε του με επιτυχίες που λειώνουν τις βελόνες των πικάπ από τη Θεσσαλονίκη και τη Στουτγκάρδη ως τη Μελβούρνη και το Πίτσμπουργκ. Κι αυτός είναι ίσως ο λόγος που οι έντεχνοι δεν επενδύουν πάνω του. Παρόλο που οι ερμηνείες του είναι αξεπέραστες, σφραγίζει τα τραγούδια τους με τη δική του προσωπικότητα». Αυτή η θέση όμως εμπεριέχει ένα παράδοξο: υπάρχει συνθέτης που να μη θέλει να φτάσει το έργο του στα πέρατα του κόσμου, με όχημα μια αρτιότατη, μεγάλη φωνή; Προφανώς όχι.



Ίσως η απάντηση στον γρίφο να βρίσκεται και στον ίδιο τον Καζαντζίδη, στο αισθητικό και κοινωνικό φορτίο που εξέφρασε και στην πρόσληψη αυτού του φορτίου από τους εκτός των λαϊκών τειχών δημιουργούς. Για κάποιους, ο Καζαντζίδης έγινε συνώνυμος με δύο προβληματικά χαρακτηριστικά: σε μουσικό επίπεδο με την εισαγωγή καθαρόαιμων ανατολίτικων μοτίβων ή και ολόκληρων τραγουδιών, και σε στιχουργικό επίπεδο με τον τονισμό του αναπόφευκτου της ταξικής μοίρας και του πόνου που αποπνέεται απ’ αυτήν. Για μια γενιά συνθετών με εμπειρίες από το εξωτερικό, οπλισμένων με βέλη από τη φαρέτρα της δυτικής μουσικής πρωτοπορίας, και ταγμένων στο αίτημα της μεταφοράς της υψηλής ποίησης στον λαό, αυτά τα χαρακτηριστικά δεν ήταν πάντα ευπρόσδεκτα. Ναι μεν είχε προηγηθεί η ένταξη του ρεμπέτικου στον κυρίαρχο μηχανισμό του τραγουδιού από συνθέτες όπως ο Μάνος Χατζιδάκις, αλλά ως γηγενές πολιτιστικό στοιχείο, και όχι ως κάτι μιμητικό όπως τα τραγούδια από τα… βάθη της Ανατολής.







Ως επί το πλείστον, το έντεχνο-λαϊκό διαφοροποιήθηκε από το καθεαυτό λαϊκό τραγούδι διεκδικώντας την ηγεμονία σε επίπεδο έθνους και όχι μόνο κοινωνικής τάξης. Η διαφοροποίηση του Καζαντζίδη είναι κρίσιμη. Όπως σημειώνει ο Γιώργος Τσάμπρας, «ο Καζαντζίδης με το τραγούδι, αλλά και με τη ζωή του, υπερασπίστηκε μέχρι τέλους την “ταπεινή” καταγωγή του λαϊκού τραγουδιού». Αντίθετα, το έντεχνο-λαϊκό βασίστηκε στην υπέρβασή της, μέσω της ένταξής του σε μια φιλολογία περί ελληνικότητας και εθνικής ταυτότητας. Τη στιγμή που ο Καζαντζίδης «οπτικοποιούσε» τη νομοτέλεια της προσφυγιάς, της μετανάστευσης, της φτώχειας, το έντεχνο-λαϊκό επεδίωκε την ένταξή του μέσα στο σύστημα ενός νέου «εθνικού πολιτισμού», βασιζόμενο στην αντικειμενική ή ιδεατή υποχώρηση αυτής της νομοτέλειας. Σε όλα αυτά προσθέστε και τη δωδεκαετή (1975-1987) δισκογραφική σιωπή του Καζαντζίδη, σε μια περίοδο όπου π.χ. η Σωτηρία Μπέλλου εντασσόταν αρμονικά στο έντεχνο συνεργαζόμενη με κορυφαίους συνθέτες του.



Καθόλου εποικοδομητική, δε, στάθηκε και η μυθοποίηση του Καζαντζίδη από τους πιστούς θαυμαστές του. Κάθε μύθος περιέχει στοιχεία που ανταποκρίνονται στην αλήθεια, τα οποία όμως εντάσσονται σε ένα πλαίσιο αφήγησης τόσο γραμμικό και απλουστευτικό, ώστε να καταλήγουν τελικά να αποστασιοποιούνται εντελώς από την πραγματικότητα. Έτσι και η διαχείριση του Καζαντζίδη από το κοινό του, προτάσσοντας τον μύθο έναντι της πραγματικότητας, λειτούργησε τελικά εναντίον της τελευταίας. Συνέπεια της μυθοποίησης υπήρξε η επιπόλαιη και μονοδιάστατη αποτίμηση του Καζαντζίδη, η παράβλεψη του μεγάλου εύρους και βάθους του έργου του, και ο εγκλωβισμός της κληρονομιάς του σε ένα μόνο είδος τραγουδιού - ή μάλλον στην καρικατούρα του.



Η υποχώρηση του έντεχνου λαϊκού, που συμβαδίζει με την αποχώρηση των μεγάλων συνθετών, σημαίνει ότι η συγκεκριμένη συζήτηση αφορά περισσότερο τον ιστορικό του μέλλοντος παρά τον ακροατή-αναγνώστη του παρόντος. Από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ένα παλλόμενο μουσικό ρεύμα, η σκηνή του «εντέχνου», παρέλαβε τη σκυτάλη της κοινωνικής αποδοχής και αισθητικής ηγεμονίας. Στις σελίδες που ακολουθούν εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος μοιράζονται τις απόψεις τους με τους αναγνώστες του Όασις. Κοινός παρονομαστής τους η αναγνώριση της φωνής του Καζαντζίδη και του τρόπου με τον οποίο εξέφρασε μιαν εποχή. Η άποψη που με διορατικότητα εξέφρασε ο Μανώλης Ρασούλης το 1983 συνιστά πλέον κοινό τόπο όλων: «Αν ρωτήσεις τον Καζαντζίδη από τι βιοστοιχεία αποτελούνται οι φωνητικές του χορδές δεν θα ξέρει να σου πει. Όμως από ένστιχτο αισθάνθηκε κάποια στιγμή ότι θα ’παιζε πρωταρχικό ρόλο στην τελική διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του ελληνικού τραγουδιού, και μοιραία της πολιτιστικής φυσιογνωμίας του νεοελληνικού έθνους, και φαίνεται: όταν τραγουδά έχει μια έκφραση οδύνης και αγαλλίασης συγχρόνως, χαρακτηριστικό δυνατών στιγμών ζωής». Οκτώ χρόνια μετά τον θάνατό του, η κληρονομιά του Στέλιου Καζαντζίδη παραμένει ζωντανή, πέρα από φολκλόρ υμνολογίες, μουσικές «όχθες» και ποδοσφαιρικούς διαχωρισμούς. Ο λόγος τώρα στους καλλιτέχνες, τους οποίους ευχαριστούμε θερμά για την ανταπόκρισή τους.







ΦΟΙΒΟΣ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑΣ
Τον Καζαντζίδη τον γνώρισα σόλοικα. Δεν ήμουν θαμώνας καφενείου, δεν οδήγησα ποτέ φορτηγό, δεν είχα ποτέ στο σπίτι μου κλουβί με καναρίνι. Είχα απλώς πικάπ και μια νοσταλγία 20άχρονου για κάτι ελληνικό, που στις αρχές του ’90 έμοιαζε να αποχωρεί οριστικά. Είχα πάρει τη 10πλή κασετίνα της ΕΜΙ και 2 - 3 άλμπουμ (Νυχτερίδες Κι Αράχνες, Η Ζωή Μου Όλη, Υπάρχω) και προσπαθούσα να ζήσω στο μυαλό μου τις προϋποθέσεις που τον έκαναν αληθινό θεό για τον φούρναρη, τον μανάβη, τον ιδιοκτήτη του βουλκανιζατέρ, όλον αυτόν τον σιωπηλό, γεμάτο ζωή κόσμο που είχε επανδρώσει της γειτονιές της πρωτεύουσας - κι εκείνες μέσα σε 40 χρόνια τού ήπιαν όλο το αίμα.


Αυτή η σχεδόν παρανοϊκή αίσθηση αδικίας (ότι κάποιος δηλαδή θέλει να πιει το αίμα απ’ τη δική μας ζωή), και ο θρησκευτικός τρόπος με τον οποίο τραγουδήθηκε απ’ τον Καζαντζίδη, είναι το νόημα που δίνει την αξία στη φωνή του - πέρα φυσικά από την ίδια της τη δύναμη. Την ώρα που η Ελλάδα έχανε την οριστική της μάχη στον πόλεμο με το παγκόσμιο χωριό, ένας άνθρωπος εξέφρασε το ανείπωτο παράπονο της ανατολίτικης πλευράς της, άφησε μέσα απ’ τη φωνή του την τελευταία της πνοή. Δεν τον ακούω πια όσο τότε, γιατί θα ήταν μακάβριο και γιατί θα ήμουν ψεύτης, τον θεωρώ όμως μέγιστο και βρίσκω πως κάτι λείπει απ’ αυτούς που δεν τον καταλαβαίνουν.







ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛΙΔΗΣ
Δεν είμαι απ’ αυτούς που μεγάλωσαν ακούγοντας στο σπίτι λαϊκά τραγούδια. Τουλάχιστον όχι φανατικά. Το λαϊκό τραγούδι το έμαθα αρκετά αργότερα, και με δική μου πρωτοβουλία. Το έπαιξα στην κιθάρα, το τραγούδησα και έβγαλα και μερικά ενοίκια απ’ αυτό. Στην αρχή ήμουν κάθετος: «Παιδιά, όχι Καζαντζίδη στο πρόγραμμα!» Δεν μπορούσα με τίποτα να βρω έστω και ένα τραγούδι που να μ’ αρέσει και να μπορώ να το πω χωρίς να ντρέπομαι. Με τον καιρό, βέβαια, βρήκα αρκετά. Δέκα απ’ αυτά τα έβαλα και μέσα στο πρόγραμμα. Όλα διαμάντια ερμηνευμένα άψογα από τον Καζαντζίδη. Τόσο χαρακτηριστική ερμηνεία, που δεν μπορείς να τα τραγουδήσεις χωρίς να μιμηθείς, έστω και λίγο, τη φωνή του.


Αυτό που με προβληματίζει, όμως, είναι ότι, πρώτον, μέσα από μια τεράστια δισκογραφία δυσκολεύομαι πραγματικά να αυξήσω τον αριθμό τραγουδιών που μ’ αρέσουν πολύ και, δεύτερον, ότι τα τραγούδια που αρέσουν σε ’μένα δεν τρελαίνανε τους φανατικούς καζαντζιδικούς που έρχονταν στο μαγαζί όπου δούλευα, πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον τα «διαμάντια» του (τραγούδια των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ζαμπέτα, Τσιτσάνη, Παπαϊωάννου κ.ά.) δεν τον χαρακτηρίζουν, για τον πολύ κόσμο. Θεωρώ, λοιπόν, τον Καζαντζίδη ένα ιδανικό εργαλείο στα χέρια ικανών συνθετών και μια φωνή που με το χαρακτηριστικό της ηχόχρωμα μπορεί εύκολα να εκφράσει τον απλό άνθρωπο. Πιστεύω όμως, παράλληλα, ότι χωρίς την καθοδήγηση ανθρώπων με ταλέντο και ουσία ήταν ικανός για τη χειρότερη επιλογή.







ΝΑΤΑΣΣΑ ΜΠΟΦΙΛΙΟΥ
Ο Στέλιος Καζαντζίδης σηματοδοτεί το πέρασμα από το ρεμπέτικο στο αστικό λαϊκό τραγούδι των πόλεων. Στην Ελλάδα του ’50-’60, την Ελλάδα της μετανάστευσης, των κοινωνικών φρονημάτων και των πληγών του Εμφυλίου, η μεγαλύτερη λαϊκή φωνή της Μεσογείου, για πολλούς, ο άνθρωπος που τίμησε με το προσωπικό του παράδειγμα ό,τι λόγια τραγούδησε ευλαβικά μέχρι το τέλος της ζωής του, αρνούμενος την ευτέλεια του χρήματος και της δόξας. Εγκατέλειψε στην καλύτερη στιγμή της καριέρας του τα πάλκα και τα μεγάλα μεροκάματα και συνέχισε απλά, όπως έλεγε χαρακτηριστικά, να τραγουδάει για τον λαό. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είχε πει «Ο Μπιθικώτσης τραγούδησε “Άξιον Εστί”, κι ο Καζαντζίδης το έκανε πράξη».


Το μαγικό με τη φωνή του είναι ο πλουραλισμός της στα χρώματα και το πόσο εύκολα μπορούσε, αν ήθελε, να περνάει μέσα στο πεντάγραμμο από τις χαμηλότερες στις ψηλότερες περιοχές. «Μια τέτοια φωνή γεννιέται κάθε διακόσια χρόνια», είπε ο Μάνος Χατζιδάκις για τον Καζαντζίδη μετά τη συνεργασία τους. «Η κλασική μουσική έχασε έναν βαρύτονο με απίστευτη άρθρωση, φυσική τεχνική και καθαρότητα ηχείου», έχουν πει άνθρωποι από αυτόν τον χώρο.


Εγώ όταν σκέφτομαι τον Στέλιο Καζαντζίδη θυμάμαι τον στίχο «Στέλιο μου, τα τραγούδια σου/απ’ την κασέτα ρίχ’ τα», από το τραγούδι του Λοΐζου και του Πυθαγόρα, και είναι αυτό ακριβώς που αισθάνομαι όταν τον ακούω• να τα ρίχνει απ’ την κασέτα ή τον δίσκο στην ψυχή μου. «Είμαι τραγούδι, είμαι λαός, δεν είμαι σκλάβος κανενός». Για ’μένα αυτός είναι ο Καζαντζίδης.







ΔΑΝΑΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Είμαι, από πολλές απόψεις, μακριά από τον θρύλο του Στέλιου Καζαντζίδη. Τον σκέφτομαι κυρίως όταν προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω αυτήν την πολύ ειδική και μοναδική στον κόσμο σχέση που έχει ο Έλληνας με το τραγούδι. Είναι γεγονός ότι αν το λαϊκό τραγούδι του ’60 έχει μια φωνή, αυτή είναι η δική του, και είναι επίσης γεγονός ότι αν κάτι λειτούργησε ως κοινός τόπος για όλους αυτούς τους εσωτερικούς μετανάστες που αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή στις πολυκατοικίες των Αθηνών, αυτό ήταν το λαϊκό τραγούδι.


Δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς το γεγονός ότι συγκρούστηκε με το κατεστημένο των μαγαζιών και της δισκογραφίας, που -ό,τι και να λέμε για το σημερινό τοπίο- ήταν απείρως πιο ισχυρό και απείρως πιο σκληρό. Το ’70 έχει ήδη φύγει από τη νύχτα γιατί δεν αποδέχεται τους όρους της, και λίγα χρόνια αργότερα σταματάει να ηχογραφεί δίσκους, γιατί ο Μάτσας αρνείται να επαναδιαπραγματευτεί το παλιό του συμβόλαιο με την εταιρεία και να του αυξήσει τα ποσοστά, την ίδια στιγμή που τραγουδιστές που δεν πλησίαζαν το δικό του μέγεθος και τη δική του απήχηση υπέγραφαν συμβόλαια πολύ πιο ευνοϊκά και προσοδοφόρα. Και, φυσικά, το συμβόλαιο δεν μπορεί να λυθεί, μέχρι που αυτό επιτυγχάνεται ύστερα από πρωτοβουλία πολιτικών και καλλιτεχνικών παραγόντων -μεταξύ αυτών και η Μελίνα Μερκούρη-, αρκετά χρόνια αργότερα, αφού έφεραν στη βουλή, ειδικά για την περίπτωσή του, έναν νόμο που κάνει υποχρεωτική την επαναδιαπραγμάτευση τέτοιου είδους συμβολαίων μετά το πέρας μιας τριετίας.


Γνωρίζω ανθρώπους που τη μια στιγμή τα σπάνε και συγκινούνται αληθινά ακούγοντας τον Καζαντζίδη να τραγουδάει τόσο μοναδικά τον ξεριζωμό και την ξενιτειά, και την άλλη στιγμή χειροκροτούν τις επιχειρήσεις-σκούπα της αστυνομίας στην Αθήνα και ψηφίζουν τον Καρατζαφέρη και τον κάθε Μαρκογιαννάκη. Και δεν μπορώ να μη βρω μια σχέση αυτού του οξύμωρου φαινομένου με το ότι ο ίδιος ο Στέλιος Καζαντζίδης, μόλις ο νέος νόμος τον αποδέσμευσε από την εταιρεία που χρόνια τον εκμεταλλευόταν, υπέγραψε με τους ίδιους ανθρώπους της ίδιας εταιρείας συμβόλαιο για έναν δίσκο και μπήκε στο στούντιο να ηχογραφήσει, ωσάν τα προηγούμενα χρόνια της εξορίας του από το τραγούδι να μη σήμαιναν τίποτα.






ΛΑΚΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ (ΛΑΚΗΣ ΜΕ ΤΑ ΨΗΛΑ ΡΕΒΕΡ)
Για ’μένα όποιος κάνει αποχή από την ’κονόμα στο ζενίθ της καριέρας του φαντάζει μύθος απλησίαστος, εκτός κι αν αντιμετωπίζει ψυχολογικές ιδιαιτερότητες. Αυτά όμως εμείς που είμαστε από μακριά δεν μπορούμε να τα γνωρίζουμε. Ο Στέλιος Καζαντζίδης, για προσωπικούς λόγους -δεν ξέρω ποιοι ήταν αυτοί-, κατά τη μαγική συγκυρία που ήταν ΒΑΣΙΛΙΑΣ (υπογραμμισμένο και με κεφαλαία) στο είδος του, τα παράτησε και πήγε για ψάρεμα. Στην ίδια κατηγορία τοποθετώ τον Τζον Λένον και τον Μάνο Χατζιδάκι. Φωτεινοί συνάνθρωποί μας, άξια παραδείγματα προς μίμηση.







ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ
Δεν είναι τυχαίο που ο Στέλιος Καζαντζίδης υπήρξε και συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο λατρείας για πάρα πολλούς Έλληνες. Η φωνή του, πέρα από τα μοναδικά τεχνικά χαρακτηριστικά της, έχει καταφέρει να ταυτιστεί με την ίδια την ελληνική ψυχή. Ένα γεγονός που κατά πρώτον οφείλεται στη θεματολογία των τραγουδιών του, τα οποία άγγιζαν αυτό που θα λέγαμε «λαϊκό αίσθημα» της εποχής, με θέματα όπως η ξενιτειά, ο έρωτας, ο χωρισμός, η φτώχεια, η εργατιά. Και κατά δεύτερον, αυτός ο ιδιαίτερος, συγκινησιακά χρωματισμένος τρόπος που τα ερμήνευε. Στη φωνή του μπορούσες να «δεις» τον πόνο του χωρισμού, την πίκρα της προσφυγιάς, τον καημό της προδοσίας… Εν κατακλείδι -και παίρνοντας ως δεδομένο ότι κάθε εποχή έχει το δικό της λαϊκό τραγούδι- η φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη εκπροσωπεί επάξια το λαϊκό τραγούδι της εποχής του.







ΘΕΜΟΣ ΣΚΑΝΔΑΜΗΣ
Ο Καζαντζίδης είναι μια φωνή στον πύργο του τραγουδιού εκατό πατώματα πάνω από το μικρό μου δωμάτιο, και τον ακούω να αντιλαλεί στους διαδρόμους. Μου είπαν πως υπάρχει κάπου στο Περιστέρι ένας τηλεφωνικός θάλαμος που έχει μεταμορφωθεί σε εικονοστάσι του. Πολύ θα ήθελα να σηκώσω αυτό το τηλέφωνο, αλλά δεν θα ήξερα ποιον αριθμό να σχηματίσω.


Κάπως ανυπόφορος μου ακουγόταν όταν ήμουν μικρότερος και είχα εκφράσει την εύλογη απορία στον πατέρα μου «Γιατί οι άνθρωποι όταν είναι λυπημένοι θέλουν να ακούν λυπημένα τραγούδια και όχι κάτι χαρούμενο για να νιώσουν καλύτερα;» Παραλογισμός βαρύς και δυσβάσταχτος μου φαινόταν. Ο πατέρας μου απάντησε «Όταν μεγαλώσεις θα καταλάβεις», ή κάτι ανάλογο, συνοδευμένο με έναν αναστεναγμό. Ήταν νωρίς για να μου εξηγήσει τα της διαλεκτικής του πόνου.


Και αργότερα, όμως, το φάντασμα αυτό συνέχισε να τραγουδάει με τη βαριά φωνή του και να χαλάει την περιποιημένη μελαγχολία τη δική μου και των συνομηλίκων μου. Κοίταζε κατάματα και έφερε πολύ περισσότερο πόνο από αυτόν που είχαμε συμφωνήσει μεταξύ μας ότι χρειάζεται για να είμαστε γοητευτικοί. Πώς τολμούσε; Πώς ήταν δυνατόν να μας βρίσκει σε κάτι ανύποπτες στιγμές και να μας ταράζει και να μας βάζει στα χείλη λόγια χωρίς κανένα στυλ, που μόλις συνειδητοποιούσαμε ότι τα μουρμουράμε νιώθαμε σαν να μας πιάσανε στα πράσα; Αδύνατον να καταφέρεις να μοιάσεις με εκείνον τον νέο που θαυμάζεις στην τηλεόραση, τον λίγο μελαγχολικό, πάντα όμως λαμπερό και άνετο, και έτοιμο να αλλάξει τον κόσμο, να τώρα μόλις τελειώσει αυτό το τσιγάρο, αν ξεχνιέσαι και μουρμουρίζεις «το τελευταίο βράδυ μου απόψε το περνάω», «αν είναι η μοίρα μου σακατεμένη» και άλλα τέτοια λόγια του φαντάσματος.


Μετά το φάντασμα πέθανε κιόλας, και -πράγμα παράξενο- η φωνή του αντί να σβήσει δυνάμωσε. Σε πολλές παρέες τη μιμηθήκαμε κοροϊδευτικά, μάταια προσπαθώντας να την κάνουμε να σωπάσει, αλλά σε ’μένα τουλάχιστον συνέβαινε το εξής: μόλις προσπαθούσα να τη μιμηθώ σαν να με τσιμπούσε μια ακίδα μεγαλείου, γυρνούσα το κεφάλι επάνω, συνειδητοποιούσα ότι επρόκειτο περί τεραστίου ρόδου, και το βούλωνα.


Η ερώτηση που είχα κάνει στον πατέρα μου σήμερα μου φαίνεται πως έχει απάντηση αυτήν ακριβώς που μου είχε δώσει. Όμως μου είναι αδύνατον να πω τι είναι αυτό που ξεχειλίζει όταν ακούω τον Στέλιο Καζαντζίδη. Απλώς κατάλαβα ότι στα δύσκολα μπορώ να τον εμπιστευτώ, κι αυτός ξέρει τι να κάνει με τον πόνο. Τον αφήνει να κυλάει, μέχρι που μια στιγμή τον στέλνει εκεί που παύει να είναι πόνος και γίνεται μια γλύκα παράξενη.






ΜΑΡΘΑ ΦΡΙΝΤΖΗΛΑ
«Μάνα σε ξεκληρίσανε/άπονες εξουσίες/καρδιά δεν σου αφήηησανεεε/μόοονοοο/ μόοονοοο/μόοοονο φωτογραφίιιιεεεες». Αυτή η φωνή που ανεβοκατεβαίνει με τρομερή ευκολία δίχως να χάνει στιγμή την αρρενωπότητα και τη σιγουριά της έχει σημαδέψει τον πατέρα μου• έχει σημαδέψει κι εμένα. Μεγάλωσα στην Ελευσίνα και θυμάμαι πως ένιωθα περήφανη που ο Καζαντζίδης επισκεπτόταν συχνά την πόλη μου για να συναντήσει τους φίλους του. Νιώθω περήφανη -θα το πω κι ας ακουστεί μακάβριο- που ο (Σ)τέλειος Καζαντζίδης είναι θαμμένος στην πόλη μου.


Το πρώτο τραγούδι του Καζαντζίδη που θυμάμαι είναι το Υπάρχω. Το είχα συνδέσει με το τρίκυκλο ενός γείτονά μας που το είχε γραμμένο με κεφαλαία γράμματα πάνω από την πινακίδα. Ο γείτονάς μας είχε χάσει τα τρία κορίτσια του, είχαν πεθάνει σε πολύ νεαρή ηλικία. Με το Υπάρχω στο τρίκυκλο έμπαινε στο μάτι της κοινωνίας. Σαν να έλεγε «Χτυπάτε με, πάρτε τα όλα, ό,τι κι αν γίνει εγώ θα υπάρχω». Ακριβώς έτσι φανταζόμουν τον Καζαντζίδη. Σαν έναν άνθρωπο πονεμένο που διακηρύσσει την ύπαρξή του.


3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Elafonissos

Μουσικά Προάστια είπε...

Με τον Γρηγορίου να πίνει φραπέδες στο κ.ψ.μ. της κατασκήνωσης...

Ανώνυμος είπε...

Είναι δύσκολο να καταλάβεις τι ήταν Ο Καζαντζίδης, αν δεν τον τραγουδήσεις....