Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Bob Dylan




 


Ο Διονύσης Σαββόπουλος για τον Bob Dylan

 

Ένα μικρό απάνθισμα κειμένων & συνεντεύξεων

 

 

επιμέλεια: Ηρακλής Οικονόμου

Δημοσιεύτηκε σε ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τεύχος 71, Απρίλιος-Ιούνιος 2019.

 

Αφιέρωμα στον Dylan χωρίς τον Σαββόπουλο γίνεται; Δεν γίνεται - ειδικά όταν τόσα πολλά έχουν γραφτεί για τη λειτουργία του πρώτου ως πηγή έμπνευσης του δεύτερου. Οι πιο αυστηροί κριτές κάνουν λόγο για αντιγραφές, αλλά οι πιο ψύχραιμοι και διαλεκτικά σκεπτόμενοι, όπως ο Νότης Μαυρουδής, μιλούν για επιρροές που ενσωματώθηκαν δημιουργικά στο «αξεπέραστο στυλ» και την «εκφραστική οντότητα» του Σαββόπουλου. Σε κάθε περίπτωση, η ελληνική διαδρομή του Dylan περνάει αναπόφευκτα μέσα από τη στάση Σαββόπουλου, και προφανώς δεν είναι μόνο οι καθαυτές διασκευές τραγουδιών του Dylan («Άγγελος εξάγγελος», «Ο Παλιάτσος κι ο Ληστής») που μαρτυρούν κάτι τέτοιο. Οι αναφορές του Νιόνιου που περιέχονται στο σύντομο αυτό απάνθισμα και καλύπτουν μισό αιώνα δείχνουν μια ουσιαστική και σε βάθος εμπλοκή με το έργο ενός τεράστιου καλλιτέχνη της ροκ - έργο που συναντήθηκε με τη δημιουργική ιδιοφυΐα του Έλληνα τραγουδοποιού και που σημάδεψε μια ολόκληρη εποχή και τη μουσική της.

 

Θερμές ευχαριστίες στην Ειρήνη Φιλιππίδου για τη βοήθειά της στην εξόρυξη των κειμένων.

 

 

 

 

«Ξεκινάω απ’ τη Θεσσαλονίκη των παιδικών μου χρόνων. Η πρώτη αγάπη μου ήταν η Μιμίκα. Ξεκινάω απ’ τον Ασλάνογλου, τον Χριστιανόπουλο, τον Αναγνωστάκη και τον Πεντζίκη, στον δρόμο που πηγαίνω συναντώ τον Μπρασένς και τον Ντύλαν. (…) Το γιε-γιε είναι μεγάλο πράγμα, όμως θα το πολεμήσω και για λόγους ιδεολογικούς και για λόγους γούστου. Η γιεγέδικη μουσική χρησιμοποιεί απίθανα μηχανήματα. Ενισχυτές, συστήματα ήχων, βιμπράτα. Εμείς δεν γυρεύουμε παρά τον φυσικό ήχο. Μας φτάνει η κλασική ξύλινη κιθάρα και η φωνή μας η καλή ή η κακή. Τον φουκαρά τον Ντύλαν! Τον φουκαρά τον Αντουάν! Πήρανε ηλεκτρικές και βάλανε περούκες. Μόνο τα αριστερά ελληνικά έντυπα εξακολουθούν να τους προβάλλουν».

 

Συνέντευξη στον Κώστα Λαχά, «Μακεδονική Ώρα», 11 Ιουλίου 1966 (σε Δ. Σαββόπουλος, Φορτηγό-10 Χρόνια Κομμάτια, Αθήνα: Εκδόσεις Ιθάκη, 1982, σελ.69).

 

 

«Με επηρέασαν κατ’ αρχήν ο πατέρας μου κι ύστερα οι φίλοι μου από τη Θεσσαλονίκη. Ύστερα ο Τρελός Πιερό και τελευταία ο Μπομπ Ντύλαν. Είμαι πολύ εύπλαστη προσωπικότητα. Ο επηρεασμός όλων αυτών των ανθρώπων πάνω μου υπήρξε εξουθενωτικός. Τελευταία βρίσκομαι κάτω από τη σκιά του Ντύλαν».

 

Συνέντευξη στον Δημήτρη Γκιώνη, «Δημοκρατική Αλλαγή», 6 Μαρτίου 1967 (σε Δ. Σαββόπουλος, Φορτηγό-10 Χρόνια Κομμάτια, Αθήνα: Εκδόσεις Ιθάκη, 1982, σελ. 70).

 

 

(Η ποπ) «κοιταγμένη κοινωνικά και πολιτικά είναι αντιδραστική. Εκφράζει μιαν άποψη πρωτάκουστη στην Ιστορία, ότι τάχα οι νέοι δεν έχουν καμιά σχέση με τους πατεράδες τους, είναι αθώοι και άμοιροι κάθε ενοχής που κατάπιε η ανθρωπότητα, άρα ελεύθεροι να διεκδικήσουν τη χαρά, που σαν φυλακισμένη βασιλοπούλα περίμενε να λευτερωθεί αιώνες αιώνων απ’ αυτούς ακριβώς που γεννήθηκαν μετά τον πόλεμο! Εμπρός λοιπόν για τον γάμο και τα μεγάλα γλέντια, τώρα αμέσως. Πρόκειται για μια συγκινητική μαζική φαντασίωση, που όμως στην καθημερινή ζωή εμφανίζεται σαν νευρωτική συμπεριφορά, υποχρεωμένη ν’ αντιδικεί συνεχώς με τα γεγονότα και μάλιστα χωρίς κανένα εφόδιο, εκτός από την τσακισμένη πίστη των πατεράδων και μιαν αγνή αίσθηση του ωραίου, που είναι περίεργο πώς την απέκτησαν αυτοί οι νέοι, αφού ουδέποτε ασκήθηκαν σ’ αυτό, ούτε και το κληρονόμησαν απ’ την παράδοση, την οποία εξάλλου απαρνήθηκαν. Ανεξήγητο αν δεν λάβουμε υπόψη κάτι που, αν δεν κάνω λάθος, λέγεται θεία χάρη και τους δόθηκε σαν παρηγοριά για το κομμάτι σκοταδιού που φάγανε. Μπορεί η μουσική να αντιπροσωπεύει κάτι βλαβερό για την κοινωνία και τους νόμους, στην τέχνη όμως επικρατούν λογικότερα κριτήρια. Η μουσική αυτή έχει, δόξα το θεό, μεγάλες τρύπες: την αφέλεια, την υπερβολή, τον αισθησιακό ρυθμό και την παραδοξότητα, μέσα από τις οποίες εισβάλλει η πραγματικότητα σε τόσο μεγάλη ποσότητα, που ανατρέπει το τραγούδι και το βουλιάζει. Αυτές ακριβώς οι ρωγμές είναι και η δόξα αυτού του τραγουδιού. Έγιναν από άγνοια και ανιδιοτέλεια των ηλεκτρικών μουσικών της Δύσης και ιδίως από τη βαθιά σεμνότητα ορισμένων ιδιοφυών του είδους, όπως ο Ντύλαν, ο Χέντριξ, ο Τζάγκερ και ο Ζάππα. Έτσι όλη αυτή η υπόθεση ξεπέρασε τον καταναλωτικό της χαρακτήρα και μπήκε στον χώρο της λαϊκής παραδοσιακής μουσικής».

 

Συνέντευξη στον Δημήτρη Γκιώνη, «Τετράδιο», 1974 (σε Δ. Σαββόπουλος, Φορτηγό-10 Χρόνια Κομμάτια, Αθήνα: Εκδόσεις Ιθάκη, 1982, σελ. 76-77).

 

 

«Μετά που αγοράσαμε πικάπ άκουγα ξένα. Γοητευόμουν με την άγνωστη γλώσσα. Τι ήταν όλα αυτά τα ου, ι, ας, ες, μπι; Τι κουβάλαγε η μαγική φράση κόμε πρίμα πιού ντι πρίμα ταμερό»; Ή «όνλι γιου» ή «σου λε σιέλ ντε παρί»; Δε με ενδιέφερε καθόλου η μετάφραση, απλώς τις μιμόμουνα. Μετά που άκουγα πιο δύσκολα, Μπρασένς να πούμε, ή Ντύλαν, τύχαινε να έρθει κανένας φίλος που μου περιέγραφε τι λένε τα λόγια, άκρες μέσες. Αυτό μου αρκούσε. Καθόμουνα μόνος, έβαζα τον δίσκο και ανακαλούσα στο μυαλό μου την άκρε-μέσες μετάφραση του φίλου κι έβαζα κι εγώ ό,τι ήθελα και μαγευόμουνα. Πολύ με επηρέασαν αυτές οι διηγήσεις των φίλων γλωσσομαθών πάνω στα τραγούδια των ξένων τραγουδιστών. Έτσι, τις ακριβείς μεταφράσεις των τραγουδιών που αγάπησα, Μπρασένς, Ντύλαν, Μπρελ, διάφορα μπλουζ, Στόουνς, ποτέ δεν τις χρειάστηκα κι ούτε μου έλειψαν».

 

Συνέντευξη στον Αθανασόπουλο-Γαλάντη, «Διαβάζω», Ιανουάριος 1978 (σε Δ. Σαββόπουλος, Η Ρεζέρβα, Αθήνα: Ιθάκη, 1981, σελ. 21).

 

 

«Το '70 άκουγα Bob Dylan, The Beatles, Frank Zappa, αλλά από την εφηβεία μου άκουγα πολύ Dylan και Georges Brassens. Χατζιδάκι άκουγα επίσης. Πάντα! Αυτό που έκανε ο Dylan ήταν πολύ σημαντικό! Έβαλε την ποίηση στο αμερικανικό τραγούδι και το έκανε να λέει βαθύτερα πράγματα, υπήρξε ο πρώτος ποιητής μέσα στην pop βιομηχανία. Ε, και με τη βοήθεια της αμερικανιάς, όλο αυτό έγινε πλανητικό! Τότε καταλάβαμε κι εμείς ότι η rock στην Ελλάδα πρέπει να έχει δυνατό στίχο μέσα από τη δική μας μουσική παράδοση και ταυτότητα!»

 

Δήλωση στον Αντώνη Μποσκοΐτη, ντοκιμαντέρ «Ζωντανοί στο Κύτταρο-Σκηνές Ροκ, 2006 (σε Α. Μποσκοΐτης, «Διονύσης Σαββόπουλος καλεί Bob Dylan», Lifo, 2 Δεκεμβρίου 2014).

 

 

«Τραγουδούσα όπως αισθανόμουν και όπως σκεπτόμουν, ανεξάρτητα απ’ το όποιο προσωπικό κόστος, όχι επειδή είμαι τάχα ανώτερος, αλλά επειδή δεν μπορώ να κάνω αλλιώς τη δουλειά μου. Όταν θέλω να πω ή να τραγουδήσω κάτι, δεν μπορώ να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή πώς θα το πάρει ο ένας ή ο άλλος. Με παίρνει στο λαιμό της η έμπνευση της στιγμής. Σαράντα έξι χρόνια, παρ’ όλα μου τα ελαττώματα ήρθα σε σύγκρουση όταν χρειάστηκε, όχι μόνο με τη Χούντα αλλά και με τις λογοκρισίες των κομματικών γραφείων και με περισπούδαστους δημοσιογράφους, που όταν ξέφευγα απ’ τα «κουτάκια» τους, με λασπολογούσαν και με καταστεναχωρούσαν. Εν τέλει ακόμη και με το αγαπημένο μου κοινό ήρθα μερικές φορές σε αντίθεση, αλλά δεν τραγουδώ για να κάνω τα χατίρια του κοινού, αλλά για να πω αυτό που αισθάνομαι. Για ‘μενα έτσι πρέπει να ‘ναι ο τραγουδοποιός. Ο Ντύλαν έλεγε τις προάλλες ότι ‘καλλιτέχνης που δεν τον προγκάρανε, δεν αξίζει τίποτα’».

 

Συνέντευξη στους Κατερίνα Μαχαίρα, Μαρία Πριόνα & Δημήτρη Μπαρσάκη, Παρρησία, 2 Ιουνίου 2011.

 

 

«Το ερέθισμα μπορεί να έρθει από οπουδήποτε, αλλά απ’ όπου και να έρθει πρέπει να πάρει μια μορφή, να σαρκωθεί, οπότε παίρνει για πηλό τη γλώσσα της εποχής, των φίλων, των συναδέλφων, παλαιών ή νεότερων. Συνήθως παλαιών (…) Κυρίως είναι σοβαροί παίχτες. Ο Αττίκ, ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Χατζιδάκις, ο Ζορζ Μπρασένς. Και τον Ντίλαν τον έχω ψηλά. (…) Μου έδωσε την άδεια να μεταφράσω τραγούδια του. Τι περίπτωση αυτός ο Ντίλαν! Η Αμερική, ξέρετε, δεν γνώριζε το υψηλό τραγούδι, ο Ντίλαν τής το έμαθε. Η Ευρώπη το ήξερε από τον Φρανσουά Βιγιόν, τον Γκάτσο, τον Χατζιδάκι, τον Κουρτ Βάιλ. Αλλά επειδή η Αμερική είναι τεράστιος μηχανισμός, επέβαλε πλανητικά τον Ντίλαν ως μοναδικό τραγουδοποιητή. Πολλοί με έχουν επηρεάσει. Και απ’ το σινεμά: Ο Φελίνι, ο Μπέργκμαν. Οι ποιητές μας. Ο Τσαρούχης. Οι Beatles. Ο Φρανκ Ζάπα. Μεγάλη λίστα…».

 

Συνέντευξη στον Δημήτρη Θεοδωρόπουλο, ΒΗΜΑgazino, 19 Αυγούστου 2016.

 

 

Θεωρώ υπέροχο το ότι η πανάρχαια παράδοση της προφορικής ποίησης συνεχίζεται στις μέρες μας μέσα από κάποιους χαρισματικούς τραγουδοποιούς κι ερμηνευτές, και δράττομαι της ευκαιρίας να εκφράσω τη χαρά μου που ένας κορυφαίος ομότεχνος μας, ένας Βάρδος, βραβεύτηκε με το Νόμπελ της σουηδικής Ακαδημίας. Τραγούδια και στίχοι του Μπομπ Ντύλαν είναι εδώ και πολύ καιρό μέρος της καθημερινότητας εκατομμυρίων ανθρώπων. Η απονομή του Νόμπελ από την μεριά της σουηδικής Ακαδημίας έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συγκεκριμένη στιγμή. Η παγκοσμιοποίηση, η οικονομική κρίση, η τρομοκρατία, η μετανάστευση, η ανάδυση ημιάγριων πολιτικών μορφωμάτων, γεμίζουν με φόβο τις ψυχές των ανθρώπων που μοιραία σε τέτοιες εποχές στρέφονται στις καταβολές τους, εκεί που επικρατεί η ανάγκη επιβίωσης, το «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και η βαρβαρότητα αλλά και το φως των ραψωδών, ο Όμηρος και οι λυρικοί ποιητές. Αυτό το φως αισθάνομαι ότι έρχεται να μας δείξει η χειρονομία της Σουηδικής Ακαδημίας, δίνοντας το Νόμπελ σε ένα κορυφαίο τροβαδούρο της εποχής μας.

 

«Η Μουσική των Λέξεων - Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», Ομιλία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 24 Νοεμβρίου 2017.





Δεν υπάρχουν σχόλια: