Τρίτη 19 Μαρτίου 2019

Συνέντευξη με τον Νίκο Ξυδάκη, με αφορμή τον Διονύσιο Σολωμό





Νίκος Ξυδάκης:
«Η ποιητική γλώσσα πάντα λειτουργούσε σαν διεγερτικό μέσα μου»


Από την Τετάρτη 20 έως την Κυριακή 24 Μαρτίου 2019, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, ο Νίκος Ξυδάκης και η Όλια Λαζαρίδου αφηγούνται και ερμηνεύουν θραύσματα από το έργο του Διονύσιου Σολωμού. Μαζί τους, πολύτιμοι συμπαραστάτες, οι μουσικοί Έφη Ζαϊτίδου και Μιχάλης Νικόπουλος. Με αφορμή την παράσταση «Με μια αναπνοή», ο μεγάλος Έλληνας συνθέτης μιλά στο "Περιοδικό" και στα "Μουσικά Προάστια" για τη σχέση ποίησης και μουσικής, και για την προσωπική του σύνδεση με τον ποιητικό λόγο.


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου


Τι ακριβώς είναι η παράσταση «Με μια αναπνοή»;

Καταρχήν, έχει τη μορφή μιας αφήγησης. Το πρώτο μέρος με την Όλια Λαζαρίδου και τον Μιχάλη Νικόπουλο είναι μια αφήγηση της ιστορίας του «Λάμπρου». Το δεύτερο μέρος, όπου συνοδεύει στο κανονάκι η Έφη Ζαϊτίδου, περιλαμβάνει τέσσερα-πέντε τραγούδια από αυτά που έχω μελοποιήσει στο παρελθόν. Με την Όλια Λαζαρίδου μας συνδέει μια φιλία ετών…

…και μάλιστα το 2005 είχατε συνεργαστεί στο «Ημερολόγιο Δεύτερο» με «Το όνειρο της Μαρίας», πάλι του Σολωμού. Τι είναι αυτό που έχει κάνει τη Λαζαρίδου να είναι κομμάτι της συνομιλίας σας με το Σολωμό;

Συμμετείχε πράγματι με «Το όνειρο της Μαρίας» αλλά είναι και μια σχέση παλιά, όχι μόνο με την Όλια, αλλά και των δυο μας με το Σολωμό. Η Όλια Λαζαρίδου είχε ξεκινήσει αυτήν την αφήγηση του «Λάμπρου», η οποία όμως ήταν μια μικρής διάρκειας αφήγηση, κάπου 25-30 λεπτά. Κάποια στιγμή, για να μπορέσει αυτό να μεγαλώσει λίγο αλλά και γνωρίζοντας την κοινή μας αγάπη για το Σολωμό, μου πρότεινε να συμμετέχω με έναν τρόπο κι εγώ. Έτσι φτάσαμε στο να γίνουν αυτές οι παραστάσεις. Στην αφήγηση υπάρχουν από τον Μιχάλη Νικόπουλο σχόλια από λαϊκά τραγούδια γιατί ο «Λάμπρος» ακούγεται σαν μια ερωτική, μια δραματική ιστορία βέβαια, αλλά και σαν μια λαϊκή ιστορία. Οπότε, αυτό σχολιάζεται με έναν τρόπο αποσπασματικό από τον Μιχάλη Νικόπουλο με κάποια λαϊκά τραγούδια, τα οποία ενίοτε δεν ακούγονται και ολόκληρα.

Στο δεύτερο μέρος, ακούγονται κάποια «πορτρέτα». Πρόκειται για τα μικρά - και αριστουργηματικά - αυτά ποιήματα του Σολωμού, της πρώτης περιόδου· δεν είναι, δηλαδή, οι μεγάλες του συνθέσεις. Υπάρχει ένα ποίημα που είναι από τα πρώτα του, τα «μικρά» όπως τα λένε οι γνώστες και οι φιλόλογοι, η «Ψυχούλα» που αναφέρεται στο θάνατο ενός μικρού παιδιού. Στο θάνατο επίσης αναφέρεται το «Προς τον Κύριον Γεώργιον Δε Ρώσση» που είναι ένας τρόπος να ανακοινώσει σε έναν φίλο του που ζει στο Λονδίνο το θάνατο του πατέρα του στην Κέρκυρα και έγραψε ένα ποίημα για αυτό, εξ ου και ο τίτλος.

…το οποίο είναι και ο τίτλος του δίσκου σας από το 1990.

Ακριβώς. Επίσης, ακούγεται η «Ευρυκόμη» που και αυτό είναι ένα αριστουργηματικό ποίημα, ενώ συνοδεύονται και από κάποια αποσπάσματα εν είδει ύμνων από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους, που παίζουν κι έναν ρόλο εισαγωγικό. Αυτό είναι μια πολύ λιτή, σχεδόν γυμνή θα έλεγα παράσταση. Μάλιστα, με την Όλια λέμε ότι ίσως δέκα χρόνια πριν, ή ακόμη και πέντε, δεν θα τολμούσαμε να παρουσιάσουμε αυτό το έργο τόσο λιτά· είναι σαν να είμαστε εμείς οι ίδιοι πλέον τα ποιήματα και ο τρόπος που τα αποδίδουμε. Ξεκινήσαμε λοιπόν μ’ αυτό το ρίσκο, γιατί έχει να κάνει και με δύσκολα συναισθήματα. Παρ' όλα αυτά νομίζω ότι το κοινό ανταποκρίθηκε και έτσι συνεχίσαμε την παράσταση, εξ ου και τώρα θα την παρουσιάσουμε και σε πέντε παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, από τις 20 μέχρι τις 24 Μαρτίου.








Τι ακριβώς σας συγκινεί στο Σολωμό και στο ποιητικό του φορτίο ώστε να γυρνάτε σε αυτόν ξανά και ξανά; Γιατί ο Σολωμός;

Καταρχήν, ο Σολωμός αποδεικνύεται ότι έχει μία δύναμη και σχεδόν πάντα ακούγεται επίκαιρος και πολύ βαθιά ανθρώπινος. Οπότε, αυτή η επιστροφή έχει να κάνει με το ότι αντλούμε κάποια δύναμη από αυτά τα ποιήματα και απ’ αυτόν τον λόγο που είναι εξαιρετικά δυνατός. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να έχω και πολλά επιχειρήματα για την ποίηση του Σολωμού. Από μόνη της είναι πραγματικά κάτι που εμένα τουλάχιστον με συγκινεί και μάλιστα λέω ότι όποτε και να παίζω αυτά τα τραγούδια νοιώθω ακριβώς το ίδιο συναίσθημα, το ίδιο ρίγος που διαπερνάει κι αυτά τα ποιήματα. Επί χρόνια, δεν ξέρω γιατί αλλά είχα επιλέξει τα ποιήματά αυτά να τα συμπεριλαμβάνω στις συναυλίες που γίνονταν πριν από το Πάσχα ή την άνοιξη, στις αρχές της άνοιξης, γιατί ακριβώς περιέχουν έναν «ηλεκτρισμό» που περιέχει και αυτή η εποχή, η πρώιμη άνοιξη.

Αυτό είναι ένα στοιχείο που διαπερνά πάρα πολύ την ποίηση του Σολωμού, και με έναν οξύμωρο μάλιστα τρόπο διότι υπάρχει ένα έντονο πένθος στα ποιήματά του, αλλά συγχρόνως υπάρχει και μια βαθύτατη ευφορία που δεν μπορώ, ομολογώ. να την εξηγήσω. Ελπίζω ότι μέσα από τη μουσική που έχω γράψει και τον τρόπο που τα μελοποίησα - που είναι λίγο πολύ σαν ψαλμοί - να βγαίνει ακριβώς αυτό το στοιχείο που είναι κάτι που θαυμάζω στον Σολωμό. Δηλαδή αυτό το πένθος, αυτό το τραγικό στοιχείο αλλά και μια δύναμη αναγέννησης που υπάρχει μέσα στην καρδιά αυτών των ποιημάτων. Είναι δηλαδή όπως λέει ο ίδιος «ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι έρμο». Αυτό περιγράφει όλη την ποίηση του Σολωμού.

Έχετε κάποια συγκεκριμένη φιλοσοφία όταν μελοποιείτε; Πώς ακριβώς προσεγγίζετε σαν συνθέτης το ποιητικό κείμενο; Αν υπάρχει φυσικά τρόπος να περιγραφεί αυτό…

Αυτά τα ποιήματα του Διονύσιου Σολωμού έγιναν με έναν εξαιρετικά αυθόρμητο τρόπο, ίσως είναι και τα πρώτα ποιήματα που μελοποίησα μετά από τους πρώτους δίσκους με τραγούδια που είχα κάνει. Λόγω της εποχής είχα μια επιφύλαξη προς τη μελοποιημένη ποίηση - ας το πούμε έτσι - γιατί υπήρχε το κυρίαρχο ρεύμα τότε, του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη κι όλο αυτό, και έτσι απέφευγα να μελοποιώ ποιήματα. Αυτό όμως βγήκε εντελώς αυθόρμητα διαβάζοντας τον Σολωμό, που πάντοτε με συγκινούσε και κατά καιρούς κατέφευγα στην ποίησή του. Άρχισα σχεδόν αυθόρμητα να τα μουρμουρίζω, για να το πω έτσι απλά, και μαζεύτηκε ένα υλικό μέσα από αυτά τα ποιήματα του Σολωμού. Το υλικό αυτό, μάλιστα, εγώ δεν το προόριζα για ηχογράφηση, απλά στις ηχογραφήσεις που κάναμε εκείνη την εποχή έκλεβα κανένα μισάωρο με τους μουσικούς μου και έλεγα να τα γράψουμε λίγο αυτά για να τα έχω στο αρχείο μου, αλλά όχι προς έκδοση. Σε μια συγκεκριμένη συγκυρία - οι εταιρείες μου ζητούσαν εκείνα τα χρόνια κάποιους δίσκους που ήμουν υποχρεωμένος να δώσω - παρά τις επιφυλάξεις μου, είπα ότι έχω ένα υλικό και ότι μπορεί αυτό να εκδοθεί.

Αυτή ήταν η πρώτη σχέση. Στην πορεία, ό,τι ποιήματα έχω αγγίξει έχουν σχέση με την προφορικότητα, δηλαδή είναι κοντά στο τραγούδι. Καμιά φορά αστειευόμενος λέω ότι αν κανείς βγάλει από κάτω το όνομα του ποιητή που δίνει ένα κύρος και μια έμφαση και γράψει το οποιοδήποτε όνομα, μπορεί κάποιος που δεν γνωρίζει να ξεγελαστεί και να νομίσει ότι αυτά είναι κατά κάποιο τρόπο «κανονικά» τραγούδια.

Ήταν προτεραιότητα για σας να διατηρηθεί η φόρμα του τραγουδιού…

Ακριβώς. Θέλω αυτή τη φόρμα, και την απλότητα αυτή να την κρατήσω. Κάνοντας ένα ποίημα όπως το «Ερωτικό» του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, ή τη Σαπφώ, ή κάποια ποιήματα του Μιχάλη Γκανά, όλο αυτό δεν ξεφεύγει από την έννοια του τραγουδιού.

Έγινε κάποια στιγμή μόδα η μελοποιημένη ποίηση; Ήταν ίσως αυτός ο λόγος που τη δεκαετία του ’80 διστάσατε να εκδώσετε μελοποιημένη ποίηση;

Κοιτάξτε, όλα αυτά πάντοτε παίζουν κάποιον ρόλο όταν κυριαρχεί μια σχολή, ένα είδος, μπορεί σε μια στιγμή να θέλει κανείς να διαχωρίσει κατά κάποιον τρόπο τη θέση του. Κυρίως σε μένα λειτούργησε η απέχθεια προς την ιδέα του να αντλεί κανείς κύρος από την ποίηση, Δεν είναι απαραίτητο ότι μελοποιώντας έναν ποιητή κάνεις κι ένα έργο κύρους - πάντα η αξία του ίδιου του έργου έχει σημασία.

Συμφωνείτε με τη θεωρία ότι η μουσική είναι ένα μέσο για τη διάδοση της ποίησης στις «μάζες»;

Όχι, καθόλου, είμαι τελείως αντίθετος. Αυτό που με ενδιέφερε πάντα ήταν εάν το έργο είχε μία δύναμη. Από εκεί και πέρα, ως μέσον για να αναβαθμιστεί το κοινό, δεν είχα ποτέ καμία ιδιαίτερη συμπάθεια σ’ αυτό.








Πώς μπήκατε στον κόσμο της ποίησης σαν αναγνώστης;

Τα πρώτα χρόνια μέσα στη δικτατορία, η ποίηση ήταν για κάποιους από εμάς ένα είδος καταφύγιου. Κατέφευγα εκεί σ’ έναν κόσμο που, μέσα σ’ ένα ζοφερό κλίμα, αποτελούσε μία ανάσα. Τώρα, πίσω στα χρόνια της Αιγύπτου και του Καΐρου όπου μεγάλωσα, υπήρχε ο θρύλος και ο μύθος του Κωνσταντίνου Καβάφη. Αυτά όλα πιθανότατα να έπαιξαν ρόλο - να ξεχάστηκαν κι από μένα τον ίδιο και μετά να ήρθαν στην επιφάνεια όσο προχωρούσα στη μουσική και ήθελα να κάνω κάποια πράγματα. Ο ποιητικός λόγος μού έδινε έναν αέρα· πέρα από το περιεχόμενο, η γλώσσα, αυτός ο μεταφορικός λόγος, μου έδινε και έναν αέρα στη μουσική, ώστε να υπάρχει και στη μουσική μια ποιητική ή μια ονειρική ατμόσφαιρα. Η ποιητική γλώσσα, με τις μεταφορές, με τις αναπνοές, πάντα λειτουργούσε σαν ένα διεγερτικό μέσα μου. Απελευθέρωνε κατά κάποιο τρόπο τη μουσική μου φαντασία.

Τα λαϊκά τραγούδια όπως και το ρεμπέτικο είχαν κι αυτά την ποιητικότητά τους, αλλά ο λόγος τους ήταν κυρίως ρεαλιστικός. Ενίοτε, μερικά ρεμπέτικα μοιάζουν πάρα πολύ «στεγνά». Από εκεί όμως παράγεται και η συγκίνηση, απ’ αυτόν τον ρεαλισμό του λόγου. Αυτός μπορεί να μην ήτανε ένας λόγος που εμένα με παράσερνε - παρότι μου άρεσε και έχω επιχειρήσει στην περιοχή αυτή. Και δεν είναι τυχαίο ότι οι άνθρωποι που συνεργάστηκα και έγιναν και φίλοι μου ήταν ο Μιχάλης Γκανάς, ο Θοδωρής Γκόνης, ή ο Διονύσης Καψάλης πιο πρόσφατα. Νομίζω ότι εκεί απελευθερωνόταν πολύ περισσότερο ο μουσικός μέσα μου.

…σε σχέση με την πρώιμη περίοδό σας και τους στίχους ας πούμε του Μανώλη Ρασούλη;

Εκεί ήταν μια άλλη γλώσσα, είχε ένα στοιχείο παιγνιώδες, αυτοσαρκασμού. Υπήρχαν πινελιές κι από άλλα πράγματα, αλλά το κύριο στοιχείο ήταν αυτό. Η λαϊκή μουσική έχει και μια κωμική φλέβα, μπορείς να παίξεις μέσα απ’ τους ρυθμούς, το ύφος, όπως π.χ. με ένα τσιφτετέλι. Τα λαϊκά τραγούδια περιέχουν αυτή τη δύναμη της κωμωδίας, μπορείς να παίξεις με αυτές τις φόρμες, με αυτούς τους ήχους, με αυτό το αίσθημα της ευθυμίας.

Ο Σολωμός θεωρείται ο «εθνικός» ποιητής. Πώς αντιλαμβάνεστε το «εθνικό» και την ελληνικότητα στην τέχνη, αν φυσικά αποδέχεστε αυτούς τους όρους…

Με τον στόμφο και τον χαρακτήρα που πήρε το εθνικό, εγώ θα ήμουν επιφυλακτικός. Εξάλλου, μελοποιώντας τα πρώιμα ποιήματα του Σολωμού - που δεν είναι ούτε ο εθνικός ύμνος ούτε οι «Ελεύθεροι Πολιορκημένοι» που έχουν κι αυτή την ιστορική αναφορά στον αγώνα του ’21 - δεν με ενδιέφερε να κάνω ένα μεγάλο έργο ή ένα εθνικό έργο στον Σολωμό. Κι αυτό, να σας πω την αλήθεια, αισθάνομαι ότι με διασώζει μέχρι τώρα. Τα τραγούδια αυτά δεν θα τα συνδέει μόνο ένας τόπος ή ένα περιβάλλον ή μια ιστορική στιγμή, αλλά το ίδιο το ποίημα θα διατηρεί τη δική του δύναμη, περιέχοντας παράλληλα τις αναφορές και τα τοπικά στοιχεία του. Με τον Σολωμό, ενστικτωδώς θα έλεγα, ξεκίνησα από τα μικρά ποιήματά του και έφτασα στις μεγάλες του συνθέσεις, κάνοντας ορισμένα σπαράγματα. Αυτή η ιδέα ενός ολοκληρωμένου εθνικού έργου δεν ισχύει. Είναι σαν να παρακολούθησα τη σπουδαία αποτυχία που είχε ο ίδιος, αυτό το ανολοκλήρωτο. Και μην ξεχνάτε ότι τα μεγάλα του έργα είναι έργα που δεν ολοκληρώθηκαν.





Δεν υπάρχουν σχόλια: