Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

Σωτήρης Κακίσης: Χριστούγεννα στο μέτωπο




Σωτήρης Κακίσης


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ*



Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει
κι από τα μάτια σβήνει η στεριά.
Μες στα κατάρτια πετούνε οι γλάροι
κι εγώ σου λέω -Έχε γεια…




(Η εικονογράφηση του διηγήματος από τον Γιώργο Σταθόπουλο στην πρώτη του δημοσίευση στο περιοδικό “Playboy” τη Δεκαετία του ’80).




Όταν λέω μέτωπο, εννοώ αυτό εδώ. Εδώ πάνω. Πάνω απ’ τα μάτια. Το μέρος που λάμπει, όταν είσαι καλά, όταν σ’ αρέσουν αυτά που γίνονται. Όταν δεν είσαι σε αντίστροφη μέτρηση, όταν δεν λες πότε να τελειώνουμε με τις κινήσεις, να βολευτούμε σ’ ένα φέρετρο δύο επί μισό, να κλάψει επιτέλους κάνα ματάκι και για μας.

Πολύ μικρός άρχισα τις κατά μέτωπο επιθέ­σεις στη Μοίρα μου. Τριών ετών έκανα ένα σάλτο από την αγκαλιά της μητέρας μου και άρπαξα το κατάφωτο Χριστουγεννιάτικο Έλατο, και κουτρουβαλιαστήκαμε και οι δύο κάτω, ανακατευτήκανε τα φωτεινά λαμπιόνια του με τις φω­τεινές σκέψεις μου, και πάει το δέντρο, γλίτωσα εγώ από τη λάμψη του που με τυραννούσε. Κινηματογραφικά είναι ωραία σκηνή, το παιδί να προσπαθεί να γίνει ένα με το μυτερό φως, αλλά στην πραγματικότητα είναι σκηνή επικίνδυνη, θέ­λει κασκαντέρ. Ιδίως αν αυτό συνεχίζει να γίνε­ται, μέσες-άκρες, μια ζωή ολόκληρη.

Πέφτω με τα μούτρα, παιδιά. Τις γυναίκες τις βλέπω με αστεράκι στην κορφή, κατάφωτες, με μπάλες και νάνους κρεμασμένους στα κλαδιά τους όλους τους προηγούμενους άντρες τους, επικίνδυ­νες στη γωνιά του δωματίου να γοητεύουν και τους έξω απ’ το παράθυρο, λίγους διαβάτες που δεν χρωστάνε τίποτα, ας είναι καλά μες στο σκοτάδι τους. Εγώ ηλεκτρίζομαι και δεν κρατιέμαι, με πολεμική κραυγή ορμάω καταπάνω στα γέλια των ελάτων, αστράφτουμε κι οι δύο τότε σαν κεραυνός, ολοκαύτωμα γίνονται τα αισθήματα μας κι εμείς μαζί. Κι ύστερα, χιόνι καλείται με κά­ποιο μαγικό ραδιοτηλέφωνο, κι έρχεται να πέσει από πάνω μας. Μες στο χιόνι, σκεπασμένη και παλιά μένει η σβηστή πια γυναίκα, εγώ σηκώνο­μαι αργά, παγωμένος, τινάζομαι απαλά να φτάσουν πάλι στον προορισμό τους οι νιφάδες, και απομακρύνομαι προς άλλα Χριστούγεννα με ίχνη βαριά μες στο χιόνι, μες στο παρελθόν, μες στο μυαλό των γύρω μου.

Πολλά χρόνια είχαν περάσει απ’ την πρώτη ε­πίθεσή μου, από την αγκαλιά της μητέρας μου. Το ρεβεγιόν εκείνο που αρχίζει την αποψινή μου ιστορία, είναι άλλα Χριστούγεννα, Χριστούγεννα του 1983 πια. Εκείνο το ρεβεγιόν, λοιπόν, προγραμματίστηκε από τη μελαγχολία μου να είναι ήρεμο. Στο μπαρ εκείνο που ξενυχτούσε και τις άλλες νύχτες, με τη Μαρία τη φίλη μου πίσω από τον πάγκο, ενώ ο Χρήστος θα ήταν, λέει, ντισκ-τζόκεϊ, να μη θυμάμαι την Ελεάννα, να περάσει η ώρα. Και περνούσε η ώρα, και νιώθαμε μέτρια, όλο και πιο μέτρια, μέχρι που παρουσιάστηκε άλ­λη φίλη μου, η Σοφία.

-Πάμε αλλού, είπε η Σοφία. Με πήρε, με πήγε αλλού.

Τι θέλαμε να πάμε στο Κέντρο που τραγουδού­σαν και χαίρονταν; Το Αστεράκι έλαμψε πριν προλάβουμε να καθίσουμε, στην τρίτη λάμψη της, στο τρίτο επίμονο βλέμμα της προς το μέρος μου, άνοιξα τα μάτια μέσα από τον Σωτήρη Κακίση, κι η Παρθένος Σοφία πάνω μου χαμογε­λούσε, το Κέντρο γέμισε πρόβατα, ταύρους και άλογα που κάπνιζαν.

Πρέπει να παραδεχτώ πως φταίει κι εκείνος που είναι συνεχώς νεογέννητος, Ιησούς Χριστός, όπως θέλετε πέστε τον, αλλά πιο πολύ φταίει η λάμψη, που, όχι μόνο στέκεται, αλλά και τη βλέ­πεις μόνο εσύ, ο συνεχώς νεογέννητος. Η Αγγελικούλα άρχισε να με κοιτάει. Μια τραγούδαγε και δυο με κοίταζε. Κοίταγα κι εγώ, αν μ’ άρεσε μια η φωνή της, το βλέμμα της μ’ άρεσε δύο. Έλεγε τραγουδάκια για ταξίδια, για καράβια, για γλάρους πάνω απ’ τα καράβια, και, ιδιαιτέρως, για μια θάλασσα γυαλί γύρω-γύρω. Για ευτυχία, δηλαδή.

Έμεινα κι έπινα νερό ως τις πέντε τα ξημερώ­ματα, ενώ οι άλλοι της παρέας, πολύ εντός της ζωής, χωρίς λάμψη, χωρίς θάλασσα, ούτε καν ψα­ράδες, μαθητές μου, πίνανε και κατεβάζανε τα ποτά σαν αμαξοστοιχία τα ίσια χιλιόμετρα, και μεθύσανε έως θανάτου. Αυτό ήτανε καλό. Γιατί έτσι βρεθήκαμε στα άδυτα του Κέντρου, να κά­νουν εμετούς οι μπεκρήδες, κι εγώ κι η Σοφία να ζητάμε βοήθεια, και να προστρέχει η Αγγελικούλα κι άλλοι μουσικοί, και να συστηνόμαστε. Κρυβότανε η Αγγελικούλα, αναβόσβηνε τα λαμπιόνια της πίσω απ’ την πλάτη ενός μουσικού, χαμογελούσε και σοβάρευε, άνοιγε κι έκλεινε, μέχρι να το πει κάποτε: -Να ξανάρθετε να τα πού­με, είπε στην πόρτα του 166 που μας έπαιρνε με τους μπεκρήδες. Στον Ερυθρό Σταυρό κάθισα και μου ’καναν κι εμένα καφεΐνη, μπας και ξεμεθύσω από το νερό της θάλασσάς της. Τι παιδί που ’μουνα!

Πρέπει να ήτανε το μακρύτερο ρεβεγιόν από καταβολής Χριστουγέννων, γιατί νιώθω σαν να συνεχίστηκε ως την άνοιξη που χωρίσαμε πια και γίνανε όσα γίνανε, και την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, την Καθαρά Δευτέρα, το Πάσχα, τα βλέπω σαν ώρες, όχι σαν εποχές, τις βδομάδες σαν δευτερόλεπτα, τα πιο βαριά μου δευτερόλεπτα ίσαμε τώρα.

Ξαναπήγαμε στο Κέντρο πιο λίγοι, όσο πιο ξεμέθυστοι γινότανε. Ήρθε σχεδόν αμέσως στο τραπέζι μας, κι ας καθίσαμε αυτή τη φορά μα­κριά απ’ το πάλκο της. Πάει να πει, μπήκε αμέσως στην πρίζα η λάμψη της, χωρίς αναβόσβημα, με φράσεις διαρκείς και επίφοβες: «Άσ’ τα τ’ άλλα τώρα. Να πούμε για μας», κι ένα σωρό χαμόγελα. Οι βελόνες της του ελάτου ήταν κρυφές τότε πιο πολύ από κάθε άλλη φορά, βελούδο φτιάχνανε όλες μαζί, καμιά τους δεν άφηνε να μείνει μία-μία.

Κατάφερα να μείνω μόνος μου με το βελούδο τώρα. Πήρα το τηλέφωνό της, ή βρέθηκε στο πορτοφόλι μου μυστικά, δεν θυμάμαι. Θυμάμαι την οδό Σκουφά, ενώ την πήγαινα να πάρει ένα ταξί για τον Πειραιά που ’μενε, και νομίζω ότι ήδη είχαμε δει μαζί την Πλατεία απέναντι να απογειώνεται μες στη νύχτα σαν ζέπελιν κίτρινο, σαν ρόδι πανηγυρικό να δαγκώνει την πλατεία κά­ποιος.

Την επομένη τ’ απόγευμα την πήγαινα σε δοκιμασμένο, συγκινησιακό φιλμ, στον «Εξωγήινο», που μια βδομάδα πριν είχα πάει τη Σοφία κι είχε κλάψει με μαύρο δάκρυ. Αυτός ο κινηματογράφος, φάτσα στο Δημοτικό Θέατρο, μύριζε κάτουρο απ’ άκρου εις άκρον, αλλά εγώ της πρωτόπιανα το χέρι και σκιρτούσαμε, και μες στον απαίσιο αέρα του εμείς σφιγγόμασταν, και, από ’να σημείο κι ύστερα, μου ’βαλε κι η Αγγελικού­λα τα κλάματα, όπως είχα προβλέψει. Την έφερα με τον Ηλεκτρικό στο Κέντρο της, φορώντας την επίσημη στολή του μηχανοδηγού και τις ρίγες στο κασκέτο, κι εκείνη χαλαρωμένη μου ’πε για τον πατέρα της που ’χε πεθάνει, για πιο δύσκολα χρόνια, για τον «άλλον» που είναι καιρό μαζί του και δεν ξέρει πώς θα τον χωρίσει κι αν θα τον χωρίσει. Τσακ, έκανε εκεί ψηλά στο μυαλό μου πίσω απ’ το μέτωπο, αλλά άλλαξα ώσπου να πεις κύμινο την καμένη ασφάλεια, και τη φίλησα την Αγγελικούλα.

Η Σοφία ρωτούσε: «Το κάνατε;». Γέλαγα ε­γώ: «Στον έρωτα», απαντούσα, «το “το κάνατε” έρχεται μόνο του. Δεν έχω κανένα άγχος. Μη φοβάσαι, Σοφία, θα το κάνουμε».

Με πήρε δυο μέρες μετά απ’ το Κέντρο που είχανε απογευματινή πρόβα κι έκανε κρύο, κι ήθελε να πάω στο πάρκο δίπλα, να με δει να πάρει κουράγιο, γιατί δεν ήταν καλά. Πήγα και βρήκα στο πάρκο ένα σπουργιτάκι με φόρεμα μακρύ, ένα κεφαλάκι τόσο δα να βγαίνει απ’ όλη την Παγκόσμιο Ιστορία και να ζητάει τα φώτα μου. Τη φί­λησα στα μαλλιά τόσο παθιασμένα όσο δεν φαντάζεστε, και την περίμενα πια στο σπίτι μου, ήρεμος ακόμα, ακόμα στην αγκαλιά της μητέρας μου.
           
(Αυτό που είναι ενδιαφέρον επίσης είναι, ότι όλες σχεδόν οι ιστορίες μου έχουν -ελ μέσα τους. Αγγ-ελ-ικούλα, Ελ-ένη, Ελ-πίδα, Ελ-εονώρα, Έλ-λη, Π-ελ-ασγία, Ελ-ισάβετ, από το Έλ-α­-το, προφανώς. Τι άλλο;).

Ένα βράδυ που χιόνιζε πολύ, ήρθε επιτέλους σπίτι μου. Δεν ήρθε μόνη της. Φύγαμε μαζί με την καλύτερη της φίλη απ’ το Κέντρο. Φοβότανε. Καταλάβαινε πως συσπειρωνόμουνα να κάνω ρε­σάλτο, πόσο αντέχει κανείς τον πειρασμό, πόσο; Άντεξα όμως παραπάνω απ’ όσο νόμιζε. Πολύ ψύχραιμος ήμουνα, Σοφάκι, το ξέρεις εσύ, το ξέ­ρει κι εκείνη καλά, κι ας κάνει πως δεν με ξέρει τώρα, τρία έτη σκότους αργότερα. Είπε πως ήθελε να μείνει μαζί μου και να πάω τη σωματοφύ­λακα της σ’ ένα ταξί, άλογο, πήγα να πω. Της έβαλα στο βίντεο, τζάκι, πήγα να πω, Χοντρό-Λιγνό, φωτιά, πήγα να πω, και, ώσπου να γυρί­σω απ’ τα χιόνια, είχε χωθεί στο κρεβάτι μου και φορούσε τις πιτζάμες μου, την αδυναμία μου, πήγα να πω. Θυμάμαι τόσο τη μυρωδιά της, τις αγκαλιές μας εκείνη τη νύχτα, το χειμώνα, θυμά­μαι, απέξω, πώς είχε λυσσάξει και δεν μπορούσε ούτε το δαχτυλάκι μας ν’ αγγίξει. Τόσο πολύ τα θυμάμαι όλα, που τα θυμάσαι κι εσύ, Αγγελικού­λα, τι να κάνεις; Κάναμε ωραίο έρωτα το πρωί, μπρούμυτα σε θυμάμαι, και, ύστερα, αλίμονο, θυ­μάμαι που πανικοβλήθηκες κι έτρεχες, γιατί είχε πάρει, λέει, στο σπίτι σου ο «άλλος» και σ’ έψαχνε. Τσακ, τσακ, έκανε πάλι εδώ πάνω, πίσω απ’ το μέτωπο.

Δεν πέσαμε ακόμα. Όλ’ αυτά είναι που πετάω ακόμα στον αέρα, με βλέπετε σε σλόου-μόσιον προς το Έλατο. Απ’ το σπίτι του «άλλου» με πήρε Κυριακάτικα μου ψιθύρισε «Σ’ αγαπάω», και το ’κλεισε.

Ήρθανε τώρα κι οι καλές στιγμές. Πότε ήτανε που μάθαινε οδήγηση και μούντζωνε τα σκυλιά στο δρόμο, πότε ήτανε που της διάβαζα από τη­λεφώνου το «Άσπρο Ελάφι» του Θέρμπερ σε δική μου μετάφραση κι αποκοιμιότανε με το τηλέφωνο ανοιχτό και την Πριγκίπισσα στ’ όνειρό της, πότε ήτανε που με διόρθωνε κι έλεγε, «Ο ποιητής είμ’ εγώ!», πότε ήτανε που πήρε επιτέλους τ’ αυ­τοκίνητο και της αγόρασα το φαρμακείο για τ’ αυτοκίνητο, και πηγαίναμε στην Πειραϊκή, στα φιόρδ της, και ξάπλωνε στα γόνατα μου κι έλαμπε πραγματικά, εκτός πρίζας. Κι ο καιρός, οι ώρες που λέγαμε, μας χαριζόντουσαν και περνού­σαν τελείως αλλιώς. Ας ήταν ο «άλλος». Τα ’χανε η Αγγελικούλα με την ψυχραιμία μου όταν τον έβλεπα να μην ξέρει. Δεν μ’ ένοιαζε. Ήμου­να στον αέρα, βλέπετε.

Μέχρι που η μπάλα άρχισε να κατεβαίνει προς το καλάθι. Τώρα το σουτ δεν κόβεται πια, το κα­λάθι μετράει μπει-δεν μπει. Τώρα πάμε κι οι δυο. Πλησιάζει ο κεραυνός, η φωτιά, το κουτρουβάλιασμα, οι σκηνές που έχω προφτάσει να σας διηγηθώ, για να μην τα βρείτε σκούρα κι εσείς.

Κάθομαι και σκέφτομαι έντρομος από τα γλέ­ντια σας γύρω, από τα μελομακάρονα και τις δί­πλες, τις δίπλες σκέφτομαι που κάνει η καρδιά του ανθρώπου όταν νιώσει, το βάρος του άλλου μεγαλύτερο απ’ το δικό του, όταν καταλάβει ότι ο άλλος πάει, τον αγάπησε για τα καλά, και θα τον καταλάβει, θα τον αποκαλύψει, θα τον δει στο φως σαν χαλκομανία, θα τον ταπεινώσει. Άλλο που τελικά δεν γίνεται έτσι: όταν αγαπήσεις πια, τον βοηθάς τον άλλον, γίνεσαι γίγαντας, και μαζί τα σαρώνετε όλα, τους σαρώνετε όλους. Φοβήθηκε. Τι να πω; Αν στεκότανε όσο πιο ίσια γινότανε, αν άφηνε να κυλήσουν από πάνω της οι νάνοι, αν κρατούσε βελούδο τις βελόνες της, αν μου φώναζε με τη δυνατή φωνή του Ελάτου «Μη!», όλα θα συνεχιζόντουσαν έτσι καλά, κι ένα πρωί θα παύαμε να ’μαστε Έλατο και παι­δάκι, θα μεταμορφωνόμασταν σ’ έναν και μοναδι­κό άνθρωπο, περιηγητή και φιλόσοφο, ποιητή και γονείς.

Ήταν να πάει στη Θεσσαλονίκη, να τραγουδή­σει. Ο «άλλος» δεν τέλειωνε, σαν τον Πήτερ Σέλερς στο «Πάρτι» έπεφτε και ξανασηκωνότανε, και σάλπιζε με χίλιες σφαίρες στο κορμί του. Πήγα κι εγώ στη Θεσσαλονίκη και τη μπέρδε­ψα. Συναντιόμασταν κρυφά κι αργά, κι έλεγε «Σωτήρη, Σωτήρη…» μες στον ύπνο της, κι ένα μεσημέρι με μαύρα γυαλιά φάγαμε έκτος πόλεως, πολύ ανήσυχοι πριν την καταιγίδα. Δεν μου ’λεγε πια «Τι ’ναι, παιδί μου;», μπορεί να φώναζε να μην της πάρουν τα κίτρινα τριαντάφυλλά μου από το δωμάτιο του ξενοδοχείου, άλλα δεν το εννοούσε πια. Και να τα πάρουνε ήθελε πια, και να με πάρουνε, να μη μ’ ακούει, να μη με βλέπει, να ησυχάσει, ν’ αναβοσβήνει στη γωνιά της. Ε­γώ τώρα την είχα πετάξει στα σκουπίδια την ψυ­χραιμία, τόσο ψύχραιμα που τα ’χανε πάλι χάσει όλοι. «Μη την πετάς τόσο ψύχραιμα την ψυχραι­μία, Σωτήρη». «Όχι, ο Έρωτας δεν ακούει, δεν βλέπει, δεν ενδιαφέρεται. Σκοτώνει ή δεν σκοτώ­νει. Αποδεικνύει, Σοφία».

Πήρα κι άλλα κίτρινα τριαντάφυλλα και πήγα στο σπίτι της μάνας της πρωί. Αν είναι δυνατόν, εγώ! Μόνο που δεν με σκότωσε, σαν γαμπρός σε θεατρικό του Κουν με τον Χατζημάρκο, εγώ! Με πήρε με τσιμπίδα, άυπνο και παλαβό, και μ’ έφε­ρε στην Αθήνα μου. Εξαφανίστηκε. Προσπαθού­σε να κινηθεί απ’ τη γωνιά της, να βγει απ’ το δωμάτιο, αλλά δεν την έπαιρνε η κερκόπορτα, η πρίζα βγήκε, έσβησε και το τεχνητό φως, πόδια δεν είχε. Αγγελικούλα μου, ως εδώ σε συγχωρώ, ως εδώ κι εγώ φταίω το ίδιο.

Μετά όμως; Μετά όμως βρήκε έναν τρίτον. Τόσο πολύ φοβήθηκε. Έναν που περπάταγε κάτω στο δρόμο, που τον εντόπισε απ’ το παράθυρο. Στη Σοφία είπε ότι ασφυκτιούσε μαζί μου, ότι την πίεζα υπερβολικά, ότι τα σκηνοθετούσα όλα, ότι δεν μ’ άντεχε. Δεν είπε για τον διαβάτη. Δεν μπορείς να σκέφτεσαι ταυτόχρονα και τον «άλ­λον», και τον διαβάτη, και τον Σωτήρη. Ούτε το Τρίο Στούτζες δεν μπορεί έτσι.

Έκλαψα. Έφυγα, χωρίς να ξέρω για τον νέο «άλλον». Έλεγα να την ξανασηκώσω, να μείνει στη γωνιά της να λάμπει, να ευτυχήσει με κά­ποιον πιο έμπειρο, πιο σαμουράι. Και, τότε, την είδα να παρκάρει τ’ αυτοκίνητό της με το φαρμακείο μπρος στο σπίτι μου. Και να μην έρχεται σε μένα, δυο μέρες μετά. Να έρχεται για τον νέο της «άλλον», τον διαβάτη που ’χε σπίτι ακριβώς δίπλα στο δικό μου, επιδεικτικά. Κι εγώ που νόμιζα πως θα σε κέρδιζα για μια φορά, Πατέρα, και το Πάσχα του ’83 δεν θα σταυρωνόμουνα, λί­γη αλλαγή θα χάριζες στο χριστεπώνυμο πλήρωμά σου, όλο καρφιά και Ρωμαίους, βαρέθηκα.

Τι άλλο να σας πω; Γίναμε μπίλιες. Οι βελόνες του Ελάτου την κάνανε την καρδιά μου σαν εκεί­να που ’χουνε οι ράφτες και δεν τις σκορπάνε κά­τω. Η έκρηξη ακούστηκε μέχρι τη Νέα Υόρκη. Η φωτιά τσουρούφλισε συγγενείς και φίλους, που τρέξανε να βοηθήσουνε με κουβάδες συμβου­λές. Αν δεν ήτανε το χιόνι, ακόμα θα καιγόμασταν. Αν δεν ήταν το χιόνι, κι άλλες κυβερνήσεις θα ’χανε πέσει.

Κρυοπαγήματα έπαθα αρκετά στο μέτωπο αυτό. Την Αγγελικούλα τη βλέπω και σκιρτάω, αλλά ξέρω ότι δεν είναι η Αγγελικούλα μου του ’83, του ’84. Το βλέμμα μου βλέπει διαμέσου της, πίσω της ψάχνει άλλα πράγματα.

Να ’ναι καλά.


*Από το διπλό βιβλίο του Σωτήρη Κακίση, «Τέσσερις Ώρες Αγκαλιά / Μαρίας Εγκώμιον», που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις «Βακχικόν».

1 σχόλιο:

ραφαήλ είπε...

Αχχχ.. δυνατό.