Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Συνέντευξη με τον Απόλλωνα Κουσκουμβεκάκη






Απόλλωνας Κουσκουμβεκάκης:

«Ελληνική μουσική δεν είναι μόνο η ‘Ιτιά’ και η ‘Συννεφιασμένη Κυριακή’»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)


Αναζητώντας τον, ανακάλυψα έναν πολυπράγμονα άνθρωπο της ελληνικής μουσικής, με βαθιά μουσική παιδεία και πολλά «ένσημα» ως κλασικός κιθαριστής, μαέστρος και ενορχηστρωτής. Η δισκογραφική του παρουσία στον χώρο της κλασικής κιθάρας περιλαμβάνει ηχογραφήσεις έργων μπαρόκ, ρομαντικής και λατινοαμερικάνικης μουσικής, αλλά και ελλήνων συνθετών, ενώ σε δική του ενορχήστρωση κυκλοφόρησε πέρυσι ένας διπλός δίσκος με τραγούδια του Μιχάλη Σουγιούλ. Όμως, ο λόγος της δικής μου αναζήτησης ήταν άλλος: το εξαιρετικό δισκογραφικό του ντεμπούτο ως συνθέτης, πέρυσι, με το έργο «Ο Νοέμβρης των ματιών της». Ο Απόλλων Κουσκουμβεκάκης!


Ποια εσωτερική ορμή σας οδήγησε στον «Νοέμβρη των ματιών της»; Ποιοι «δαίμονες», όπως αναφέρετε στο ένθετο;

Από παιδί με συντροφεύει μια μελαγχολία, μια φυσική έλξη για τα πιο σκοτεινά χρώματα της μουσικής. Δύσκολα με συγκινεί μια απόλυτα εξωστρεφής και χαρούμενη μουσική. Αυτοί οι «μελαγχολικοί δαίμονες» θεριεύουν κάθε φθινόπωρο, απολύτως φυσιολογικά, καθώς αυτό εμπεριέχει τη μελαγχολία της μετάβασης από κάτι φωτεινό και ζεστό σε κάτι σκοτεινό και κρύο. Παρ’ όλα αυτά, το συναίσθημα που δημιουργεί - σε μένα τουλάχιστον - «Ο Νοέμβρης των ματιών της» είναι αυτό της χαρμολύπης, αυτής δηλαδή της δημιουργικής μελαγχολίας που δε σε «ρίχνει στα πατώματα», αλλά προκαλεί ανάταση.

Και η απόφαση να εκδώσετε CD - εν μέσω μιας ασύλληπτης κρίσης της ελληνικής δισκογραφίας - πώς προέκυψε; Με ποιο σκεπτικό;

Προέκυψε από τη βαθιά μου ανάγκη να κάνω μουσική, με οποιαδήποτε ιδιότητα - αυτή τη φορά ως πρωτογενής δημιουργός, συνθέτης. Η μουσική είναι για μένα λύτρωση, η σωτηρία της ψυχής μου, και εννοώ βέβαια τη μουσική που κατατίθεται και εκτίθεται δισκογραφικά ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Η μουσική δεν υπάρχει όταν μένει στο συρτάρι σου. Δεν έχω αυταπάτες, γνωρίζω τις συνθήκες της κρίσης που περιγράφετε. Αν η μουσική μου «μιλήσει» σε 100-200 ανθρώπους και πετύχει το στόχο της άμεσης συγκίνησης, είμαι εντάξει. Και αυτό το έχω ήδη πετύχει.

Οι ιδιότητες του κιθαριστή, του ενορχηστρωτή και του μαέστρου σε ποιο βαθμό στάθηκαν σύμμαχοί σας στην πρώτη συνθετική σας «έξοδο»;

Με βοήθησαν να αποκτήσω ανοικτό μυαλό, μου άνοιξαν πολλά παράθυρα στη μεγάλη αίθουσα της μουσικής. Με δίδαξαν να μην κολλάω ετικέτες στη μουσική και ότι, όσο κλισέ κι αν ακούγεται, υπάρχουν μόνο δύο είδη μουσικής: η καλή και η κακή.

Κλεονίκη Δεμίρη, Ειρήνη Τουμπάκη - διαφορετικές καταβολές, ίδια ερμηνευτική αρτιότητα και εκφραστικότητα. Με ποιο κριτήριο επιλέξατε τούτες τις φωνές, και τι προσέδωσαν στα τραγούδια σας;

Το κριτήριό μου ήταν η γοητεία του contrast που δημιουργείται από την εναλλαγή δύο τόσο διαφορετικών φωνών· η ομορφιά των αντιθέτων που έλκονται και αλληλοσυμπληρώνονται. Θα μου επιτρέψετε όμως να σταθώ λίγο στην Ειρήνη Τουμπάκη. Πρόκειται για ένα μεγάλο ταλέντο, μια από τις σημαντικότερες τραγουδίστριες της γενιάς της. Αν προσέξει τις επιλογές της, μπορεί σε βάθος χρόνου να αποτελεί όνομα αναφοράς στο ελληνικό τραγούδι, σαν τις κυρίες Αλεξίου και Γαλάνη σήμερα.






Το σημερινό τραγούδι χαρακτηρίζεται από τον κατακερματισμό της μελωδίας. Η μελωδία έχει άτυπα αναχθεί στον «μεγάλο εχθρό». Εσείς γιατί επιμένετε σ’ αυτήν;

Η μουσική που έχει κυριαρχήσει τους τελευταίους αιώνες, το λεγόμενο «τονικό σύστημα», αποτελείται από δύο βασικές παραμέτρους: τη μελωδία και το ρυθμό. Αν δεν υπάρχει η μια από τις δύο η μουσική είναι λειψή. Νομίζω ότι η μελωδία έχει αναχθεί σε «μέγιστο εχθρό» από αυτούς που δεν έχουν την παιδεία να καταλάβουν την ομορφιά της, αλλά και από αυτούς που δε μπορούν να φτιάξουν μια ενδιαφέρουσα μελωδία. Ξέρετε - μιλώντας ως καθηγητής μουσικής -, μπορείς να διδάξεις σε ένα μαθητή τα πάντα, την αρμονία, την αντίστιξη, την ενορχήστρωση. Το μόνο που δεν διδάσκεται είναι πως να φτιάξεις μια μελωδία που να έχει λόγο ύπαρξης, να μην είναι ούτε ελιτίστικη ούτε φτηνή, και να έχει τη δύναμη της άμεσης συγκίνησης χωρίς να χρειάζεται πολλαπλές ακροάσεις.

Πώς έχει εξελιχθεί μέσα στο χρόνο το μέσο επίπεδο του έλληνα ακροατή; Ο Παντελίδης και η Πάολα είναι φυσική κατάληξη κάποιας διαδικασίας που εντοπίσατε από καιρό;

Ο νεοέλληνας ακούει Παντελίδη και Πάολα για τον ίδιο λόγο που βγαίνει μπροστά σου στο φανάρι για να περάσει πρώτος, για τον ίδιο λόγο που αν σε πετύχει να διασχίζεις το δρόμο πεζός κορνάρει και μουτζώνει επειδή τον αναγκάζεις να κόψει ταχύτητα, για τον ίδιο λόγο που πιστεύει ότι για όλα τα δεινά του φταίνε πάντα οι «άλλοι» που τον ζηλεύουν επειδή είναι Έλληνας. Ο λόγος είναι η τρομακτική έλλειψη παιδείας. Προφανώς οι εταιρείες και τα ραδιόφωνα έχουν κάνει ζημιά. Αλλά δε μας φταίει κανείς αν μπερδεύουμε τον έρωτα με την καψούρα, την αστρονομία με την αστρολογία και τον Παπαδιαμάντη με το άρλεκιν. Εμεις δεν περάσαμε Αναγέννηση και Διαφωτισμό· όταν η Δύση ανακάλυπτε τη δύναμη της επιστήμης και του ορθού λόγου, εμείς ζούσαμε Μεσαίωνα.

Ισχύει ότι η είσοδός σας στη μουσική έγινε μέσω της ροκ; Και γιατί αλλάξατε ρότα αργότερα;

Περίπου 9 χρόνων ξεκίνησα κιθάρα στο Ωδείο. Λίγο αργότερα η επανάσταση της εφηβείας μου με οδήγησε - και νιώθω ευτυχής γι’ αυτό - στην ηλεκτρική κιθάρα και το ροκ. Έπαιζα επαγγελματικά με συγκροτήματα σε rock club της εποχής, βιοποριζόμουν απ’ αυτό, πλήρωνα και τα δίδακτρά μου στο Ωδείο. Το ροκ ήταν ένας έρωτας, όπως μετά η κλασική κιθάρα, η μουσική δωματίου, η ενορχήστρωση, η σύνθεση. Και όπως όλοι οι μεγάλοι έρωτες, έσβησε φυσιολογικά και έγινε σεβασμός και αγάπη.

Στην κλασική κιθάρα τι σας τράβηξε; Και από πού - από ποιους συνθέτες - θα συστήνατε σε έναν νέο άνθρωπο που αγαπάει αυτό το όργανο να ξεκινήσει τις ακροάσεις του;

Στην κλασική κιθάρα με τράβηξε αυτή η απίστευτη πολυφωνία από ένα τόσο μικρό όργανο και η ερωτική της σχέση με τον ερμηνευτή. Την κιθάρα την αγκαλιάζεις, την χαϊδεύεις. Θα πρότεινα στους νέους κιθαριστές να ξεκινήσουν με τα έργα που γράφτηκαν για κιθάρα, όχι μεταγραφές. Να γνωρίσουν τον Sor, τον Tarrega, τον Barrios και μετά τους σύγχρονους· γράφονται αξιόλογα έργα για κιθάρα σήμερα. Ταυτόχρονα, όμως, θα τους έλεγα να έχουν ανοικτό μυαλό, καθώς η μουσική είναι πολύ μεγαλύτερη από έξι χορδές...

Ακούγοντας το δίσκο, «έφυγα» προς Ιταλία μεριά, προς Νίνο Ρότα, προς Νικόλα Πιοβάνι… Ποια είναι η σχέση σας με την τεράστια πηγή που λέγεται ιταλική κινηματογραφική μουσική;

Στα δύο ονόματα που αναφέρατε θα προσέθετα τον Έννιο Μορικόνε και τον Χένρυ Μαντσίνι. Λατρεύω τον Ιταλικό κινηματογράφο, του οποίου αναπόσπαστο κομμάτι και μεγάλο μέρος της γοητείας αποτελούν οι μουσικές του.

Ευρύτερα, πού σας έχουν οδηγήσει τα μουσικά ή και πραγματικά σας ταξίδια;

Με οδήγησαν σε κάποια μορφή αισθητικού κοσμοπολιτισμού, στο «σύνδρομο του Οδυσσέα». Στην πεποίθηση δηλαδή ότι ελληνική μουσική δεν είναι μόνο η «Ιτιά» και η «Συννεφιασμένη Κυριακή», αλλά κάθε μουσική που σέβεται οτιδήποτε αληθινό, το αφομοιώνει και το παρουσιάζει με έναν μοναδικά ελληνικό τρόπο.

Ποιες φιγούρες αναγνωρίζετε ως μεγάλους δασκάλους της τέχνης σας; Και τι σας δίδαξαν ο καθένας;

Το ροκ της εφηβείας μου με δίδαξε τον τσαμπουκά, τη δύναμη της χλεύης του κατεστημένου. Ροκιά για μένα είναι να μη φοβάσαι να ορμάς με το κεφάλι στον τοίχο, γνωρίζοντας ότι οι πιθανότητες είναι εναντίον σου, αλλά αρνούμενος να εγκαταλείψεις την ελπίδα ότι κάποτε θα σπάσει ο τοίχος... Η κλασική κιθάρα με δίδαξε την ομορφιά του χαμηλόφωνου, τη μεγάλη αλήθεια ότι τα σημαντικότερα πράγματα στη ζωή λέγονται ψιθυριστά. Ο Μάνος Χατζιδάκις με δίδαξε την αφαίρεση, ότι δεν πρέπει να προσθέτεις συνεχώς στοιχεία στη μουσική σου για να την κάνεις καλύτερη, αλλά να αφαιρείς, μέχρι να μείνει μόνο η ουσία. Οι μεγάλοι Ιταλοί του σινεμά με δίδαξαν τη δύναμη της μουσικής που γεννά εικόνες.

Από την προηγούμενη δισκογραφία σας ως κιθαριστής και ενορχηστρωτής, ποιος είναι ο δίσκος - ή οι δίσκοι - για τον οποίο αισθάνεστε πραγματικά υπερήφανος;

Έχω κάνει δέκα δίσκους ως σολίστ κιθάρας και ενορχηστρωτής, τους αγαπώ όλους, είναι όλοι τους παιδιά μου. Αν έπρεπε οπωσδήποτε να επιλέξω θα ξεχώριζα ως κιθαριστής το δίσκο που έκανα το 1990 με έργα για κιθάρα του Αμάραντου Αμαραντίδη και ως ενορχηστρωτής το διπλό CD  που έκανα αρχές του 2014, με την Athens Chamber Orchestra και ερμηνεύτρια τη Γλυκερία, με τραγούδια του Μιχάλη Σουγιούλ.















Πιστεύετε ότι συνθέτες σαν τον Σουγιούλ ορθά κατατάσσονται στον χώρο του ελαφρού τραγουδιού; Σας εκφράζει αυτή η ορολογία;

Όχι φυσικά! Ο Αττίκ, ο Γιαννίδης, ο Χαιρόπουλος, ο Σουγιούλ είναι συνθέτες με ταλέντο και βαθιά γνώση της μουσικής· πρόκειται για το ελληνικό αστικό τραγούδι του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Δεν υπάρχει τίποτα ελαφρύ στα περισσότερα τραγούδια τους. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: Το «Πόσο λυπάμαι» του Κώστα Γιαννίδη είναι ένα από τα σημαντικότερα ελληνικά τραγούδια του 20ου αιώνα, μια σπάνια συνύπαρξη όμορφης μελωδίας, αρμονίας και στίχου. Τι ελαφρύ υπάρχει σ’ αυτό το τραγούδι; Είναι πολύ σημαντικότερο από πολλές άριες όπερας με αδιάφορη μουσική και σαχλό λιμπρέτο. Αυτοί οι συνθέτες απαξιώθηκαν, ακόμα και από το μεγάλο Μάνο Χατζιδάκι, έχουν όμως ήδη πάρει την εκδίκησή τους! Έναν αιώνα μετά τη δημιουργία τους, τα τραγούδια αυτά είναι ζωντανά. Θυμηθείτε πόσες επανεκτελέσεις σε δίσκους και συναυλίες έχουν τα τελευταία χρόνια το «Ζητάτε να σας πω» και το «Ας ερχόσουν για λίγο».

Επανειλημμένα έχετε ορίσει τη μουσική σας ως «νεορομαντική». Πόσο έντονος είναι ο κίνδυνος της ευκολίας, του μελό στο συγκεκριμένο είδος, και ποιο το μυστικό για να το αποφεύγετε;

Ορίζω τη μουσική μου ως «νεορομαντική» για να τη διαχωρίσω από τα «σύγχρονα» μουσικά ιδιώματα, καθώς διέπεται από τους κανόνες του «τονικού μουσικού συστήματος». Ο κίνδυνος δεν είναι το μελό, απέχω πολύ απ’ αυτό. Ο κίνδυνος είναι το ρετρό! Καθώς ο ήχος μου είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν της τρέχουσας δισκογραφίας, μπορεί να θεωρηθεί ως νοσταλγία άλλων εποχών· εγώ όμως δεν το νιώθω έτσι. Στο δίσκο που ετοιμάζω τώρα, με έναν νέο κύκλο τραγουδιών, ενώ κρατάω τις ίδιες αισθητικές παραμέτρους, διαφοροποιούμαι χρησιμοποιώντας πιο γήινο και λιγότερο ποιητικό στίχο, και σε κάποια τραγούδια ζεϊμπέκικο και χασάπικο ρυθμό με λαϊκή ορχήστρα.

Στο «Ο Νοέμβρη των ματιών της» είναι αδύνατον να παρακάμψει κανείς τα ορχηστρικά ηχοχρώματα της ηχογράφησης. Ποια είναι η ιστορία της Athens Chamber Orchestra και ποιοι οι βασικοί σολίστ που συμμετείχαν στην ηχογράφηση;

Η Athens Chamber Orchestra είναι μια ορχήστρα δωματίου που έφτιαξα για τις ανάγκες των προγραμμάτων που επιμελούμαι και της οποίας έχω την καλλιτεχνική διεύθυνση. Βασίζεται στα πιο «βελούδινα» ηχοχρώματα, δηλαδή στα ξύλινα πνευστά, τα νυκτά και τα έγχορδα. Αποτελείται από εξαιρετικούς σολίστ. Στην ηχογράφηση συμμετείχαν, ως σολίστ, η Ροδούλα Χατζή στο φλάουτο, ο Ξενοφών Συμβουλίδης στο όμποε, ο Μέρκος Καραλής στο κλαρινέτο, η Μαρία Σπυράτου στο πιάνο, ο Παναγιώτης Μεταλληνός στα κρουστά, η Λαρίσα Ζιχάρεβα στο ακορντεόν, ο Alfred Shtuni  στο βιολί, η Λίντα Νίνα στη βιόλα, ο Βαγγέλης Νίνα στο τσέλλο, ο Δημήτρης Ασλανίδης στο κόντραμπάσσο, ο Γιάννης Ράπτης στο ακουστικό μπάσο, ενώ εγώ έπαιξα τις κιθάρες και τα μαντολίνα.

Και τώρα ποιο καλλιτεχνικό απωθημένο σας μένει να εκπληρώσετε;

Δεν έχω απωθημένα, είμαι χορτάτος. Ελπίζω να  συνεχίσω να δουλεύω, να εξελίσομαι, να ερωτεύομαι και να αγαπώ και, αν είμαι τυχερός, η δουλειά μου να σημαίνει κάτι για κάποιους.

Αν υποθέσουμε ότι η μουσική του «Νοέμβρη» ήταν σάουντρακ μιας ταινίας, πώς τελειώνει αυτή; Εκπληρώνεται ο έρωτας των πρωταγωνιστών; Ή τελικά κανένας έρωτας δεν εκπληρώθηκε ποτέ;


Τι όμορφη ερώτηση! Μα ο «Νοέμβρης των ματιών της» είναι σάουντρακ στην ταινία της ζωής μου... Στο τέλος της ταινίας οι πρωταγωνιστές υπόσχονται αιώνιο έρωτα ο ένας στον άλλο και βαθιά μελαγχολούν, γιατί αισθάνονται το ψέμα του «για πάντα».

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Eξαιρετική συνέντευξη !! Μπράβο Απόλλωνα!

Ελευθερία είπε...

Πράματι, εξαιρετικη συνέντευξη!
Ευχαριστουμε Απόλλωνα που μέσα από την αγάπη σου για τη Μουσικη κάνεις και εμάς κοινωνους της ομορφιάς!