Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2008

Το λαϊκό ως υπονοούμενο




Τυχεροί όσοι πήραν το προτελευταίο τεύχος του περιοδικού "Δίφωνο" και άκουσαν στο cd «Τα Τραγούδια του Ασώτου» την Καίτη Ντάλη να τραγουδάει «Το παιδί του δρόμου», του Γιώργου Μητσάκη. Τυχεροί, όχι μόνο γιατί είναι πανέμορφο το τραγούδι, ούτε μόνο επειδή η φωνή της Καίτης Ντάλη είναι πραγματικά συγκλονιστική. Τυχεροί, επειδή στο τραγούδι αυτό συμπυκνώνεται μέσα σε ένα μόνο δευτερόλεπτο όλη η ουσία του επιθέτου «λαϊκό» (χωρίς εισαγωγικά) που κοσμεί το καλό ελληνικό τραγούδι. Το δευτερόλεπτο στο οποίο αναφέρομαι βρίσκεται στην παύση που κάνει η Ντάλη τελειώνοντας το τραγούδι. Αλλά ας διαβάσουμε την τελευταία στροφή:

Καρδιές τσαλάκωσα, ψυχές φαρμάκωσα
ίσως ακόμα και ο θεός να με μισεί
όσο και να μετανιώνω, κάθε κρίμα μου πληρώνω
και για όλα η αιτία είσ’ εσύ
μ’ έκανες παιδί του δρόμου και στενάζω απ’ τον καημό μου
και για όλα, και για όλα, φταις εσύ


Στο στίχο «και για όλα, και για όλα, φταις εσύ», η λέξη «εσύ» δεν βγαίνει από τη φωνή της μεγάλης τραγουδίστριας. Ακούγεται μόνο ένα ανολοκλήρωτο «εσ…», μία υποψία, ένας δισταγμός, ένα υπονοούμενο. Φυσικά, κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι αυτή η παύση είναι ένας λόξυγκας, ότι η ερμηνεύτρια στραβοκατάπιε ή έφυγε από το μικρόφωνο, ή ότι το μικρόφωνο έμεινε από ρεύμα. Θα ήθελα όμως να ισχυριστώ κάτι άλλο: ότι ο λυγμός της Ντάλη συνιστά τον ορισμό του λαϊκού χωρίς εισαγωγικά.

Ας πάμε τώρα σε ένα άλλο τραγούδι, στην «Ιστορία μου, αμαρτία μου», όπως αυτό ερμηνεύεται ζωντανά από την Ελευθερία Αρβανιτάκη στον δίσκο «Εκτός Προγράμματος». Στο κουπλέ

...αυτή τη γλύκα της κλεμμένης ευτυχίας
λίγο πολύ, όλοι την έχουμε γευτεί


η Αρβανιτάκη τελειώνει τη φράση με ένα μακρόσυρτο «γευτείίίίί…», μια κατάληξη ικανοποίησης, εντυπωσιασμού, έως και θριάμβου. Το ίδιο γίνεται με το επόμενο κουπλέ

...που θα φανείς όπως ο κλέφτης στο σκοτάδι
κι απ’ τη λαχτάρα η καρδιά μου να σφιχτεί


και την κατάληξη «σφιχτείίίίί». Φυσικά κάποιος μπορεί να ισχυρισθεί ότι αυτό το επιδέξιο τελείωμα της φράσης επιλέχθηκε για λόγους καλλιτεχνικούς, επειδή ακούγεται καλύτερα, καταδεικνύει τις εντυπωσιακές φωνητικές δυνατότητες της τραγουδίστριας, ή οτιδήποτε άλλο. Θα ήθελα όμως να ισχυριστώ κάτι άλλο: ότι το παρατεταμένο «κράτημα» της Αρβανιτάκη συνιστά τον ορισμό του «λαϊκού» με εισαγωγικά.

Γιατί είναι λαϊκή η παύση της Ντάλη; Το «εσ…» της Ντάλη είναι γεμάτο ερωτηματικά, το κυριότερο από τα οποία αφορά την προσωπική και κοινωνική ευθύνη για την κατάσταση που περιγράφει το τραγούδι. Είναι ένας δισταγμός που εκφράζει την πιθανότητα να μην «για όλα φταις εσύ» αλλά να φταίω κι εγώ, να φταίει η κοινωνία, η ζωή, οι αδικίες της, οι ταξικοί περιορισμοί, αλλά και η καταδίκη και η νομοτέλεια του έρωτα. Η συγκεκριμένη ερμηνεία είναι συνεπώς λαϊκή γιατί, ενώ δεν χάνει σε τίποτα από την περιγραφική της ακρίβεια και δύναμη, υπονοεί αποσιωπώντας τη διασύνδεση αυτού που περιγράφεται με ένα πλέγμα πολύπλοκων κοινωνικών σχέσεων.

Επίσης, το «εσ…» της Ντάλη αποτυπώνει μια διαλεκτική σχέση ανάμεσα στον ερμηνευτή ως κοινωνικό υποκείμενο και στο τραγούδι ως προσωπικό και συλλογικό βίωμα. Το τραγούδι μένει ατελείωτο γιατί απλούστατα, το τραγούδι ως βίωμα επιδρά άμεσα και σε ζωντανή μετάδοση στο τραγούδι ως καλλιτεχνική πράξη. Τα δύο αυτά παρουσιάζονται αδιαχώριστα, ως ενότητα, και συναντιούνται φυσικά στο πρόσωπο του υποκειμένου-τραγουδιστή.

Προσοχή όμως: η αυθαίρετη κρίση μας δεν συνδέεται με τις – αναμφισβήτητες - φωνητικές ικανότητες της Αρβανιτάκη ή της οποιασδήποτε άλλης τραγουδίστριας. Δεν μιλάμε για πρόσωπα, αλλά για ένα ολόκληρο πρότυπο ζωής και, εν τέλει, ιδεολογίας. Αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι η τραγουδίστρια ως ερμηνεύτρια τραγουδιών, αλλά ως κοινωνικό υποκείμενο και φορέας βιωμάτων και ιδεών.

Με άλλα λόγια, η αρτιότητα της ερμηνείας της Αρβανιτάκη παράγει μια αναντιστοιχία, ενώ η ατέλεια της ερμηνείας της Ντάλη παράγει τη λαϊκότητα. Η Αρβανιτάκη μιλάει για την αμαρτία με τρόπο αναμάρτητο, με μια θριαμβική προέκταση της εκφοράς του στίχου που σίγουρα εντυπωσιάζει το κοινό, αλλά που έρχεται σε αντίθεση με το βιωματικό φορτίο του τραγουδιού. Έτσι, ενώ η Ντάλη φτάνει στα άκρα αυτό που το τραγούδι μόλις υπονοεί, η Αρβανιτάκη το ακυρώνει, και όλα αυτά με στιγμιαίες, σχεδόν ανεπαίσθητες επιλογές. Και οι δύο ερμηνεύτριες υποτάσσουν αναπόφευκτα και αναγκαία την ερμηνευτική τους οντότητα στην κοινωνική τους οντότητα. Όμως, αυτή η υποταγή στη μία περίπτωση γεννά το υπονοούμενο και το ερωτηματικό, και στην άλλη την επίδειξη και το θαυμαστικό. Δηλαδή, την προσωπική λύπη του τραγουδιού, η Ντάλη τη μεταβάλει σε συλλογικό λυγμό, ενώ η Αρβανιτάκη σε συλλογικό επιφώνημα ενθουσιασμού. Καθόλου τυχαίο ότι στο τέλος των μακρόσυρτων «γευτείίίίί» και «σφιχτείίίίί» ακούγεται ένα ενθουσιώδες «ναι!» από το πλήθος, λες και πανηγυρίζουμε για το «λάθος μου μεγάλο» και την «αρρώστια μου μες στα στήθια μου». Αυτή η κατάφαση, αυτό το «ναι!» σε ένα τραγούδι που λέει «όχι…» συνιστά την ουσία του «λαϊκού» με εισαγωγικά.

Στη ρίζα των δύο αντιθετικών ερμηνευτικών επιλογών βρίσκεται μια διαφορετική αντίληψη για τη μοίρα και τις αιτιώδεις σχέσεις της. Η μοίρα της Ντάλη είναι η αρχαιοελληνική μοίρα της αφετηρίας, του ξεκινήματος, της υποταγής στο φορτίο που φέρεις στην αρχή και καθορίζει τη μετέπειτα πορεία σου. Αντίθετα, η μοίρα της Αρβανιτάκη είναι η μεταμοντέρνα μοίρα του παρόντος, της α-χρονικότητας, του ανθρώπου που ότι δεν τον σκοτώνει τον κάνει πιο δυνατό. Η μία αντίληψη αμφισβητεί το γεγονός ότι για όλα φταίει μόνο ένα πρόσωπο, και εκτείνει τις ευθύνες και τη σιωπηλή κριτική της σε άλλες ατομικές και συλλογικές διαδρομές. Η άλλη αντίληψη, η τόσο δικιά μας, αμφισβητεί την ίδια την πιθανότητα του να φταίει κάποιος και κάτι. Δεν φταίει κανείς, γιατί απλούστατα δεν υπάρχει φταίξιμο, ούτε πρόβλημα που να μπορεί να οριστεί μέσω μιας αιτιότητας μέσα στη feel good και new age αισθητική και ιδεολογία μας.

Οι οποιεσδήποτε ομοιότητες μεταξύ των μικρόκοσμων που παράγουν οι δύο συγκεκριμένες ερμηνείες, και των κόσμων που παράγουν τις δύο αυτές ερμηνείες ως κοινωνικές πρακτικές δεν είναι φυσικά τυχαίες. Η ερμηνεία όμως των διαφορών ανάμεσα στους κόσμους αυτούς, ανάμεσα στο κόσμο που παράγει το «εσ…» και τον κόσμο που παράγει το «ναι!», ξεπερνά τα όρια του σύντομου αυτού σημειώματος και χρήζει ευρύτερης κοινωνιολογικής ανάλυσης. Ίσως όμως ανεπαίσθητα, να έχουμε συνείδηση αυτής της αναντιστοιχίας του «λαϊκου», του χάσματος αυτών των δύο κόσμων, και ίσως αυτή η συνείδηση να αποτελεί προνόμιό μας και τραγωδία μαζί.
ηρ. οικ.

ΥΓ: Για να προλάβουμε την κριτική του ότι συγκρίνουμε ανόμοια τραγούδια, δηλ. ανόμοια πράγματα, αρκεί να αντιπαραβάλλουμε άλλες ερμηνείες του ίδιου τραγουδιού. Όχι, δεν χρειάζεται να πάτε μέχρι την πηγή και την Ρίτα Σακελαρίου. Μια Τάνια Τσανακλίδου «2 χρόνια ζωντανά από το Μετρό» αρκεί.

4 σχόλια:

Ισμήνη Μπονάτσου/ Ismini Bonatsou είπε...

πολύ ενδιαφέρον!!!
(μια μεγάλη κουβέντα, πως ο καλλιτέχνης παγιδεύεται μέσα στην τελειότητα που κυνηγάει, χάνοντας την ουσία...)

Μουσικά Προάστια είπε...

Γεια σου Ισμήνη! Φαντάζομαι ότι αυτό το ζήτημα τίθεται για κάθε καλλιτέχνη, ανεξάρτητα από το αντικείμενο της δημιουργίας του. Βέβαια, και η ουσία της τέχνης (εάν υπάρχει μία) διαφέρει από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία.

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια κύριε Οικονόμου, πολύ ιδιαίτερη η ανάλυσή σας.

Μουσικά Προάστια είπε...

Μιχάλη, σας ευχαριστώ θερμά και περιμένω τις επόμενες κριτικές σας παρατηρήσεις.