Κυριακή 13 Απριλίου 2008

Χειμερινοί Κολυμβητές: Η συγκίνηση της ελληνικής επαρχίας και η ανάμνηση του έρωτα




















Χειμερινοί Κολυμβητές:
Η συγκίνηση της ελληνικής επαρχίας και η ανάμνηση του έρωτα


του Δημήτρη Κατσιάνου



Όταν ήμουν μικρός πηγαίναμε εκδρομή κάποιες μέρες του χειμώνα στο χωριό μου. Είχαμε συχνά την τύχη να περνάμε ώρες ατέλειωτες στο πατρικό σπίτι, να συζητάμε, να ακούμε ιστορίες, να σιωπάμε. Απολαμβάναμε επίσης ωραία φαγητά καθώς περιμέναμε ή παίζαμε ή σιωπούσαμε. Συχνά ο καιρός ήταν βροχερός, τόσο που δεν είχαμε πολλές επιλογές για άλλες δραστηριότητες. Ο χρόνος σταματούσε και η σιωπή απλώνονταν στο χώρο. Πάντα φέρνω την εικόνα αυτή στο νού κι η βροχή απλώνεται έμμετρα στα τζάμια. ‘Υστερα ερχόταν ο θείος από το δικαστήριο. Ήταν ένας άνθρωπος μόνος, πολύ συναισθηματικός κι ευαίσθητος, με ιδιαίτερο χαρακτήρα. Περίμενε να τελειώσουν όλες οι μικροδουλειές του σπιτιού κι όταν ήταν σίγουρος ότι η παρουσία του δε θα έφερνε καμία αναστάτωση, έστρωνε ήσυχα τραπέζι και για τον εαυτό του. Ήταν πάντα ολιγαρκής, με μια διαρκή ανασφάλεια, μια αγωνία να μην ενοχλεί, παρόλο που ήταν πολύ αγαπητός. Ήταν δικαστικός υπάλληλος. Μετά από πολλά αμφίβολα χρόνια, η μονιμότητα του είχε εξασφαλίσει μια παρηγοριά, αποτελώντας ένα από τα λίγα σταθερά στοιχεία της ζωής του.

Οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας είναι μοναδικές, όμως η ροή του χρόνου μονόδρομη. Καθώς μεγάλωνα, διαπίστωνα κι αποδεχόμουν την απόσταση που με χώριζε από αυτές. Ωστόσο, ένα απόγευμα σε μια εκπομπή της ΕΡΤ 3, πρόσεξα ένα συγκρότημα παρατεταγμένο στη σκηνή της Αίγλης Θεσσαλονίκης κι έναν κύριο με ιδιότυπη φωνή να ζωντανεύει μελωδικά κι αναπάντεχα εκείνες τις παιδικές μου αναμνήσεις:

Κυριακή στην επαρχία, με βροχή απ’ το πρωί
Φεύγει όλη η ζωή μας στο φαί και στη σιωπή

κι έπειτα:

Μονιμότητα , Θεά μας, άδυτο προσωρινό
Έχεις γίνει της ζωής μας φάντασμα αλληγορικό
 
Εκείνο το απόγευμα, οι Χειμερινοί Κολυμβητές ήρθαν στο καθιστικό κι αφού καλησπέρισαν όλους μας και το θείο, άρχισαν να μιλούν για τις παλιές ιστορίες. Από τον πρώτο αυτό διάλογο μαζί τους, μέσα από τις αρμονικές μελωδίες και την ευγένεια που τους διέκρινε, κατάλαβα ότι είναι ένα συγκρότημα που περιγράφει κι υπερασπίζεται ό,τι έχουμε αγαπήσει. Αν αυτό το έχουμε χάσει, μας δίνουν μια ευκαιρία να το ξαναβρούμε. Όποιος ενδιαφέρεται και θέλει να τους συναντήσει, πρώτα να δει σε εκείνα τα σπίτια της ελληνικής επαρχίας με τις καμάρες, τις ψηλές σκούρες πόρτες και τα γεωμερικά σχέδια, τις αυλές και τις βουκαμβίλιες. Ύστερα να έλθει μ’ ένα δώρο και μια καλησπέρα, να περάσει στο σαλόνι με τους άλλους και να συμμετέχει στο τελετουργικό της ωραιότατης απογευματινής παρέας.





Το έργο τους έχει καταγραφεί σε λιγοστούς και υπερπολύτιμους δίσκους. Το ύφος τους διαφαίνεται στο καταγεγραμμένο ηχητικό υλικό και υπαγορεύεται από τη στάση που με συνέπεια κρατούν τόσα χρόνια, αναδεικνύεται όμως στις συναυλίες. Εκεί, μαγεύουν το κοινό με την ιδιοφυία τους και μας μιλούν για την αξία του μέτρου, μέσα από σύμβολα και ιστορίες.

Επικεντρώνονται στη μελωδία. Είναι ίσως το μοναδικό σύγχρονο συγκρότημα που διακριτικά υπερασπίζεται τη μονοφωνία κι επιμένει στην ανάπτυξη των μουσικών φράσεων και θεμάτων κατά την οριζόντια διάταξη. Αποφεύγεται η μαρμαρυγή των αθροιζόμενων συγχορδιών και η επιδεικτική κι άσχημη πολυπλοκότητα που πολλοί άλλοι, παραδομένοι στο πνεύμα της εποχής, επιδιώκουν. Με φροντίδα εξασφαλίζονται η συνάφεια μεταξύ διαδοχικών μουσικών φράσεων και η έξυπνη εναλλαγή τους.

Πιστοί στην κληρονομιά του ρεμπέτικου και στην ανάδειξη της μελωδίας συνεχίζουν να μας εκπλήσουν χρησιμοποιώντας τα μουσικά όργανα της ρεμπέτικης έως και της σμυρνέικης ορχήστρας: Τρίχορδο μπουζούκι, Μεσομπούζουκο, Κιθάρα, Βιολί (έως ότου ο Δημήτρης Πολυζωίδης εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Βιέννη), Ακκορντεόν, Κοντραμπάσσο, Κλαρίνο. Εντυπωσιακό είναι ότι στην ορχήστρα δεν υπάρχουν κρουστά, καθώς διάθεση του συγκροτήματος είναι να αναδείξει το μέλος. Ο ρυθμός του τραγουδιου δεν επιβάλλεται από ρυθμικά κτυπήματα κρουστών αλλά προκύπτει από τον σωστά μετρημένο στίχο, τον αρμονικό κυματισμό της μελωδίας τη συνάφεια των μουσικών οργάνων, τον πηγαίο συγχρονισμό των μουσικών. Όπως ακριβώς συμβαίνει στις ηχογραφήσεις του ρεμπέτικου, όπου ο ρυθμός πηγάζει από την αρτιότητα της σύνδεσης μελωδίας και στίχου. Οι αναζητήσεις των παληών μουσικών στα μακάμ, μέσα από τη σύνθεση κι από τα διάφορα ταξίμια που αποτελούσαν ουσιαστικά μέρη των τραγουδιών, αντιπροσωπεύονται εδώ από μια διαρκή επιδίωξη για μοναδικούς αυτοσχεδιασμούς κι εκδρομές ή εκτροπές ή εκτροφές σε γειτονικές κλίμακες, ακολουθώντας τους δαιδάλους της μουσικής τέχνης.

Η θεματολογία τους είναι εντυπωσιακά ενδιαφέρουσα. Μιλούν για τη φύση και απαριθμούν βότανα και μυρωδικά σε περιβόλια. Κοιτάζουν από ψηλά τον Παγασητικό κόλπο. Μας μεταφέρουν πέρα στου Αιγαίου τα νησιά και σ’ ένα ονειρικό πανηγύρι στη Θάσο. Αγαπούν τις ιστορίες και δεν περιφρονούν το παρελθόν, γυρίζουν με το αστικό λεωφορείο για να βρουν τα στέκια της νεότητας τους και κλαίνε, όταν αντικρύζουν ερείπια. Με αγάπη χαιδεύουν τις ανθρώπινες αδυναμίες και θυμούνται τους ανύπαντρους υπερήλικες φίλους του μπαρμπα-Σταύρου Καραμανιώλα, (τους Μεγάλους Παλαιούς). Αυτοσαρκάζονται, αστειεύονται, μεταφέρονται σε διάφορες εποχές και μέρη, ταξιδεύουν στο Παρίσι, στα Βαλκάνια, στην Ανατολή, στην Αυστραλία, στο Χρόνο. Μας προσκαλούν να παρακολουθήσουμε ένα μαγικό συναγωνισμό ταχύτητας ανάμεσα στον Ποδηλατιστή και στη Σεβρολέτ του Θοδωρή στα μεταπολεμικά χρόνια. Καταγράφουν τους μονολόγους απελπισμένων ανθρώπων, δείχνουν συμπάθεια στους ερωτευμένους και δεν περιγελούν τις περιπέτειές τους. Σέβονται τον ανεκπλήρωτο έρωτα κι αναρωτιούνται αν είναι η επίφασή του αυτό που βασανίζει τους νεαρούς τα καλοκαιρινά βράδια. Επικαλούνται την έννοια της μνήμης κι εμπιστεύονται το ρόλο της. Ακουμπούν τη λύπη και σέβονται τους λόγους που την προκαλούν. Πάντα περιμένουν και χαίρονται την Άνοιξη, το έργο τους στρέφεται γύρω από αυτήν. Το μηχανάκι αστράφτει στον ήλιο κι ο έρωτας δύο νέων εικονογραφείται με μια βόλτα,μια εκδρομή, άπλετος, διάχυτος, λαμπερός, απλός.

Τα τραγούδια τους αναφέρονται εκτενώς στην ελληνική επαρχία και περιγράφουν πρόσωπα, μέρη και καταστάσεις με τρόπο που αναδεικνύει τη συγκίνηση για τη μοναδικότητά τους, αλλά και το παράπονο για την απομάκρυνσή από το πλαίσιο που η φύση επιφυλάσσει για τον αυτοπροσδιορισμό μας. Τολμούν να επιμένουν θεματολογικά στις εικόνες της ελληνικής επαρχίας, σε στιγμές και συνήθειες που συχνά γνωρίζουμε μέσα από φωτογραφικά λευκώματα παλαίμαχων φωτορεπόρτερ, και μας προσκαλούν σε μια περιπλάνηση στις επαρχιακές διαδρομές. Μιλούν για τις δακοκτονίες, μια αγροτική δραστηριότητα που έχει χαρακτήρα ιεροτελεστείας: Μια πομπή δακοκτόνων με συγκεκριμένες αρμοδιότητες ο καθένας, γεωπόνοι, αρχιεργάτες, μεταφορείς, ψεκαστές, χαράσσουν πορεία ανάμεσα στους ελαιώνες ραντίζοντας τα δέντρα για να τα προφυλάξουν από το δάκο, την αρρώστια της ελιάς. Η πορεία αυτή είναι ουσιαστικά μια αφορμή να γνωρίσουμε την πρόσφατη Ελλάδα της αγροτικής οικονομίας, αυτήν που έζησε η αμέσως προηγούμενη από εμάς γενιά, και την οποία η αστική ζωή βίαια αντικατέστησε κι απομυθοποίησε. Μας μιλούν για τη γεωργική δραστηριότητα, στα Μάλγαρα, με τους τοπικούς ορυζόνες, στην Ξάνθη με τα καπνά, ή για την αλιεία στην Καβάλα και τη Σαμοθράκη, θυμίζοντάς μας τις καθημερινές αγωνίες ανθρώπων που δεν ζούν στους ρυθμούς των μεγάλων αστικών κέντρων. Το τραγούδι τους "Ο Ξένος", προέρχεται από τις λέξεις με τις οποίες διηγήθηκε κάποτε την προσωπική του εμπειρία ένας συνταξιδιώτης του Αργύρη Μπακιρτζή και στη σύνθεση αυτών των λέξεων είναι κρυμμένη μια βαθιά συνείδηση του απαξιωτικού τρόπου με τον οποίο εκποιήθηκε η σχέση του ανθρώπου με τη γη και μετατράπηκε σε χάντρες και καθρεφτάκια της αστικής ομογενοποίησης.






Η παρέλαση των εικόνων συνεχίζεται στην Καβάλα, στον Πρίνο και στο Κατσαβίδι, συγνώμη, στο Καζαβίτι της Κάσου, εχμ, Θάσου , στην Ξάνθη, όπως και στα ενδότερα της κοινωνικής ψυχολογίας: Περιγράφουν την οικογενειακού χαρακτήρα επίσκεψη σε συγγενείς στη "Ρωμυλία" και διαπιστώνοντας το κενό επικοινωνίας που συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις ανακύπτει, σκιαγραφούν τις διαχωριστικές γραμμές με τις οποίες η ζωή μοιραία κι αναπότρεπτα αποξενώνει τους ανθρώπους, αφού οι συγγενείς ζούν σε κόσμους συμπαγείς. Αναφέρονται επίσης στα υπαίθρια καλοκαιρινά πανηγύρια και τη συναρπαστική, σχεδόν μαγική, τους ενέργεια. Οι εκδηλώσεις αυτές είναι στολισμένες με πολλά στοιχεία της λαικής παράδοσης, κι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ευνοούν την κοινωνική ζωή είναι λειτουργικά κι αισθητικά ζηλευτός και περιγραφικός του λαού μας. Σπουδαίο είναι το γεγονός ότι, σε μια σχεδόν κατ’ επίφαση έντεχνη περίοδο του ελληνικού τραγουδιού, υπάρχουν δημιουργοί που πλάθουν από την πρώτη ύλη του ελληνικού τραγουδιού, ήτοι την καθημερινή φυσική και κοινωνική ζωή, τις αποχρώσεις και τα συναισθήματα που ως σπινθήρες προκύπτουν από την τριβή του ανθρώπου με τις αναζητήσεις του. Με αυτό το σκεπτικό και με διακριτικότητα ευγένεια και νοσταλγία η ανάμνηση της ελληνικής επαρχίας μας προκαλεί συγκίνηση και λύπη. Κάποτε προλάβαμε να παρακολουθήσουμε τον νομοτελειακό ρυθμικό βηματισμό των ηλικιωμένων θαμώνων ενός επαρχιακού καφενείου, όταν πια η βραδιά περνούσε και κατηφόριζαν προς τα σπίτια τους. Στα τραγούδια των Χειμερινών Κολυμβητών υπάρχουν στιγμές που τους συναντάμε ξανά.

Με το έξυπνο και πρωτοποριακό τους χιούμορ παρέχουν αντίβαρο για τη σοβαροφάνεια και τους αποκλεισμούς που κατακλύζουν τη ζωή μας. Θίγουν τη μικροαστική νοοτροπία χωρίς να προσβάλλουν την μικροαστική τάξη. Κατανοούν δηλαδή τους λόγους που η νεαρή κοπέλα χρησιμοποιεί διαφανή όζα για τον καλλωπισμό της, όμως δεν την κατηγορούν για αυταρέσκεια ούτε την κρίνουν αρνητικά. Νίωθουν για αυτήν μια διακριτική μελαγχολία, αφού τόσο αβίαστα προσαρμόζει τον εαυτό της στα προτυπα της εποχής. Μέσα από ανάλογα παραδειγματα μας στέλνουν ένα μήνυμα για τον αδυσώπητο τρόπο με τον οποίο άλλαξε και αλλάζει η ελληνική κοινωνία προς δυτικότερα πρότυπα. Με τις εύστοχες παρατηρήσεις και τον ιδιοφυή σαρκασμό της πραγματικότητας ή του παρελθόντος, μας παρέχουν αφορμές προβληματισμού. Προτείνουν στο κοινό μια θεματολογία εγγύτερη στις πραγματικές διαστάσεις της ζωής κι όχι σε αυτές που η τηλεόραση και η έντυπη ευμορφία της καλοζωίας επιβάλλουν. Αναζητούν την διακριτιτική τρυφερότητα κι αγάπη που υπάρχει στις ανθρώπινες σχέσεις και αναδύεται ήδη με τις καθημερινές αφορμές. Μέσα από τη μουσική, την ποίηση και τη συμπεριφορά τους μας προτρέπουν να αναζητήσουμε την αμοιβαιότητα και τη λιτή ομορφιά.

Οι Χειμερινοί Κολυμβητές δεν διεκδικούν τη χλαμύδα του ποιοτικού τραγουδιού γιατί δεν έχουν την αγωνία αυτή. Δεν διεκδικούν τα χρήματα, γιατί παραμένουν ερασιτεχνικό σχήμα, έχουν βγάλει ελάχιστους δίσκους σε σχεδόν τριάντα χρόνια πορείας και ,μετά βίας, δίνουν κάποιες συναυλίες σε ετήσια βάση. Οι συναυλίες αυτές είναι πραγματικά ξεχωριστές, εντυπωσιακές σε καλλιτεχνικό πλούτο και πρωτοπορία.Η εκτέλεση-παρουσίαση των τραγουδιών περιλαμβάνει την πλήρη ιστορική ή κοινωνική ανάλυση κάθε τραγουδιού πριν, μετά ή κατά τη διάρκειά του. Επίσης πρόζα, άπλετο παρεμβαλλόμενο χιούμορ, συμμετοχή των ακροατών σε όλα τα επίπεδα, από το καλλιτεχνικό έως το εντελώς πρακτικό: κάποτε μια συναυλία γινόταν σε υπαίθριο χώρο και μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα έκανε την εμφάνισή της. Τότε θεατές έσπευσαν να κρατάνε αδιαβροχο κάλλυμα πάνω από την ορχήστρα.






Οι μουσικοί πειραματισμοί είναι απολαυστικοί, οι αυτοσχεδιασμοί πλούσιοι. Η ενορχήστρωση κάθε τραγουδιού διαμορφώνεται ανάλογα με το περιέχομενο του. Η καθιερωμένη, πριν από κάθε τραγούδι, εκτεταμένη παρουσίασή του από τον Αργύρη Μπακιρτζή και η αρμονία με την οποία η θεματολογία του εκτυλίσσεται επιτρέπουν στον ακροατή να σχηματίσει τις εικόνες που αυτό περιγράφει.

Παράλληλα, ως ερευνητές του ελληνικού τραγουδιού, μας παρουσιάζουν ζωντανά κάθε φορά πολλά απίθανα και σπάνια τραγούδια εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους τα αναμόχλευσαν, το πλαίσιο της εποχής τους, και πώς αυτά αντανακλούν στο σήμερα. Είναι αυτό ένδειξη της διαρκούς επικοινωνίας τους με το κοινό τους, αφού διαμορφώνεται μια αμφίδρομη προσδοκία για τα καινούργια 'σπάνια' τραγούδια σε κάθε νέα εμφάνιση.

Ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται κάθε συναυλία τους είναι γεμάτος εκπλήξεις και συνολικά συναρπαστικός. Παρουσιάζουν τα τραγούδια σε ενότητες - κύκλους τις οποίες εκείνη τη στιγμή συνδέουν, ανανεώνουν ή ανακαλύπτουν. Διακόπτουν τραγούδια για να κάνουν γκάλοπ σχετικά με το αν θα ξαναβρούμε ό,τι χάσαμε ή για να ανακοινώσουν ότι ένα αυτοκίνητο εμποδίζει και ξαφνικά έρχεται νέα διακοπή όταν κάποιο μέλος του συγκροτήματος αντιλαμβάνεται ότι το ΙΧ της αναγγελίας είναι το δικό του! Έπειτα διαμαρτύρονται γιατί ο Γιώργος Τσαλίκης δεν πήγε στη Γιουροβίζιον επικαλούμενοι λόγους κοινωνικών φρονημάτων εξαιτίας του πιθανού προγόνου του (ή τουλάχιστον συνονόματου), αειμνήστου δακοκτόνου Γεωργίου Τσαλίκη ή Ζαλίκη. Απαρριθμούν απρόβλεπτα επίθετα που συναντούν στον τηλεφωνικό κατάλογο με συμπάθεια και χιούμορ. Επιλέγουν καθοριστικά τραγούδια που σχετίζονται με τοπογραφικά κι άλλα επιμέρους στοιχεία κάθε τους εμφάνισης και με περηφάνια μας τα παρουσιάζουν. Επιμένουν λόγου χάρη να τραγουδούν «της Λαρίσης το Ποτάμι» σχεδόν όλο το βράδυ επειδή παίζουν σε συναυλιακό χώρο πλησίον του Σταθμού Λαρίσης, ή με περιπαικτική διάθεση γιορτάζουν τα πεντηκοστά γενέθλια του Μιχάλη Σιγανίδη διαλέγοντας τον πλέον κατάλληλο «Πενηντάρη» του Γιώργου Ζαμπέτα. Για όσους παίζουν μουσική, όλο αυτό ακούγεται σαν μια πρόβα από αυτές που θυμόμαστε για πάντα.

Οι Χειμερινοί Κολυμβητές περισσότερο ενδιαφέρονται να καταγράψουν την αντανάκλαση ή την ανάμνηση του έρωτα, τα αποτυπώματά του στις ζωές των ηρώων τους. Η αναφορά στον έρωτα σχετίζεται περισσότερο με μια αμφίρροπη έννοια, μ’ ένα ολόγραμμα. Το πολλαπλό είδωλο, όσο κι αν έχει τραγουδηθεί, δεν μιλάει για τον έρωτα αλλά για την αντανάκλασή του, αυτή την φευγαλέα συγκίνηση που έπεται του ερωτικού αδιεξόδου. Είναι όταν τα συμπεράσματα έχουν εδραιωθεί, οι κοινωνικές κι άλλες διαφορές έχουν γίνει ενσύνειδες κι αποδεκτές από τον υποψήφιο ερωτευμένο που πλέον μας μιλάει κοιτώντας μια πολλαπλά αναλυόμενη εικόνα της θεωρητικής αγαπημένης του. Κι ίσως τα κρύσταλλα που κοιτάζει ο ποιητής να μην είναι άλλα από τα πρίσματα της σκέψης και της κοινωνίας που διαθλούν τον έρωτα με μοιραιότητα και ασσυμετρία στα εξ ών συνετέθη, σκορπώντας σιωπηλά την εντροπία του, ώστε μέσα στο σπίτι μοναχός μόνο την ανάμνηση μπορεί ο ερωτευμένος από όλα αυτά κι από τις παλιές του ρομαντικές σκέψεις να κρατήσει. Οι παλιοί κι αυθόρμητοι έρωτες της παιδικότητας επίσης μνημονεύονται κι η ανάμνησή τους και μια αυθόρμητη θλίψη αόρατα περιβάλλουν τον Αργύρη Μπακιρτζή. Κάποιες φορές μια ανάμνηση είναι τόσο αδιευκρίνιστη που σχεδόν αναίτια μας κρατά. Αν κι ακούγεται αρκετά μελαγχολικό, ίσως είναι αλήθεια: «Κάθε πρωί σ’ άναζητώ, ολημερίς σε ψάχνω και κάθε ηλιοβασίλεμα ρωτώ για σένα πάντα», μέσα σε αναπάντεχη κατάνυξη, μονολογεί ο Αργύρης Μπακιρτζής και το αίνιγμα του χωρισμού αγγίζει τα παράπονα ενός απελπισμένου νέου, έως ότου «Το Πέρασμά Σου», του Κώστα Βάρναλη, του δίνει μια κάποια -επίσης μάταιη- απάντηση: «Σ’αυτή τη μαύρη γης και ζήση, που περπατούσαμε τυφλά..» Τυφλός ο έρωτας, ως η ανάμνησή του.

Στην ανεξήγητη και μακρινή ματαιότητα της ζωής αποδίδεται και το ναυάγιο του Σειρίου, με το μελωδικό αποχαιρετιστήριο τραγούδι που ακολουθεί να μιλά για την τραγική μοίρα των τελευταίων του ταξιδιωτών. Σε μια τέτοια, λοιπόν, τελευταία νύχτα, τα κύματα της θάλασσας κι ο Κώστας Σιδέρης μας προσκαλούν στην Αρζεντίνα κι ο απόηχος τους φέρνει το τραγούδι εκεί όπου ο έρωτας το δημιούργησε, για να πληρωθεί ένας ακόμη κύκλος. Οι θεματικές ενότητες του Αργύρη Μπακιρτζή είναι, αντιλαμβανόμαστε, περισσότερο φιλοσοφικές ενότητες.

Η φιλοσοφική διάθεση της μουσικής αυτής παρέας φυσικά επεκτείνεται και προσδίδει ξεχωριστά στοιχεία στη συμπεριφορά τους: Είναι ευγενικοί, οικείοι, φυσιολογικοί άνθρωποι κι όχι φαύλοι. Στα διαλείμματα των συναυλιών διαχέονται στο κοινό, χαιρετούν φίλους και γνωστούς, ρωτούν για την ποιότητα της ακουστικής του χώρου. Ύστερα ανεβαίνουν ξανά στη σκηνή και το υπερθέαμα συνεχίζεται έως ότου με ένα αφιέρωμα στον Σαίξπηρ από τα «Ξένα Λυρικά» αρχίζει η συναυλία να κατηφορίζει προς το τέλος της. Εκεί ακούμε τον Πόθο κι ύστερα το τραγούδι του Τρελλού και το τραγούδι του Νεκροθάφτη, για να συνεχίσουμε στην ονειρική ανοιξιάτικη βόλτα των ερωτευμένων, «βγήκε ο καλός με την καλή». Η πανδαισία ολοκληρώνεται με το αριστούργημα της ελληνικής παράδοσης «Ο ήλιος και το φεγγάρι», ένα τραγούδι της Σαμοθράκης, που με διάφορες παραλλαγές βρίσκουμε σε άλλα μέρη της Ελλάδας ως λαική καντάδα. Κατά την παρουσίαση της ορχήστρας ακούμε τον Σκοπό Αποχωρισμού Γάμου, μία από τις πιο όμορφες μελωδίες της ελληνικής μουσικής κληρονομιάς. Αν είμαστε τυχεροί , ακούμε και τα νυφιάτικα δίστιχα: ‘’Νύφη μου το φουστάνι σου Αγγέλοι σου το ‘ράψαν και στο δεξί του το πλευρό το όνομά σου ‘γράψαν’’. Ένας γάμος είναι ένα χαρμόσυνο γεγονός, όμως ο γαμήλιος σκοπός που παίζουν οι Χειμερινοί Κολυμβητές είναι μια λυπητερή μελωδία, όπως λυπητερή είναι πάντα κατά βάθος η μουσική.

Η δραστηριότητα και το ύφος των Χεμερινών Κολυμβητών είναι ένας θησαυρός για τα καλλιτεχνικά πράγματα σήμερα. Η αντίληψή τους για τη ζωή και την τέχνη είναι σπάνια για τα δεδομένα της εποχής όπως σπάνια είναι η ευαισθησία τους. Η παρέα της μυροβόλου μιλάει για τη ζωή με έναν εσωτερικό τρόπο, χωρίς την ασχήμια του μονοδιάστατου λόγου, υπερασπιζόμενη την φυσική αλληλουχία των πραγμάτων. Έφηβοι, εσκεμμένα ανασφαλείς και για αυτό δημιουργικοί, ιδιοφυείς κι ευαίσθητοι, οι Χειμερινοί Κολυμβητές μας προτείνουν μελωδικά κάτι, επιτέλους, μοναδικό και σπουδαίο.

Δημήτρης Κατσιάνος

Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στο Δημήτριο Νικολό ή Τζίμη, ο οποίος θα μπορούσε να είναι ήρωας των τραγουδιών τους.



12 σχόλια:

το Άρωμα του Τραγουδιού είπε...

Αυτό είναι κείμενο!!! Πλήρες, αναλυτικό, προσωπικό, με ισορροπία, με δομή, με πνεύμα, με ψυχή, με ωραία ελληνικά, καλογραμμένο.
Απλά, ΚΑΤΑΠΛΗΚΤΙΚΟ.

Φίλοι των μουσικών προαστίων, συνεχίζετε να μας εκπλήσσετε ευχάριστα.

Κύριε Κατσιάνο, σας ευχαριστώ για την ομορφιά αυτού του κειμένου

Μουσικά Προάστια είπε...

Ευχαριστούμε θερμά αγαπητέ Μάκη, μακάρι το σχόλιό σου να πείσει τον Δημήτρη να γράφει συχνότερα στο μπλογκ!
Ηρακλής

ΥΓ: Quiz: Ποιος (και γιατί...)μετέτρεψε το "συχνάζεις στο Μικρό Καφέ" σε "συχνάζεις στα μικρά καφέ" όταν επανεκτέλεσε "Το πολλαπλό σου είδωλο";

το Άρωμα του Τραγουδιού είπε...

Μπορώ να απαντήσω?



Ο Γιώργος Νταλάρας σε live ηχογράφηση (νομίζω στο Αττικόν).
Το γιατί το έκανε δεν το γνωρίζω, πιθανολογώ ότι τον βόλευε (!) σαν τίτλος του τραγουδιού το «συχνάζεις στα μικρά καφέ» παρά «το πολλαπλό σου είδωλο» . Το σίγουρο είναι ότι το είχε πετσοκόψει το τραγούδι, αφαιρώντας του ολόκληρη των εισαγωγή («ήρθε κι απόψε ξαφνικά…» κλπ κλπ) και το ξεκίναγε από εκεί που τον βόλευε. Αν δεν κάνω λάθος σε κείνο το live ήταν ενωμένο σε ποτ πουρί με τον «Αύγουστο» του Νίκου Παπάζογλου.

Μουσικά Προάστια είπε...

Σωστός! Έτσι, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι! Καλή συνέχεια με το "άρωμα του τραγουδιού".

Giousurum είπε...

exo ginei pleon taktikos sas episkeptis. me keimena san auto i parea megaloνei kai allo. kali synexeia.

Μουσικά Προάστια είπε...

Με Pink Floyd και Deep Purple, η παρέα θα μεγαλώνει σίγουρα. Συγκροτηματάρες!

Ανώνυμος είπε...

Μάκη, σε ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια και χαίρομαι που σου άρεσε το κείμενο

giousouroum επίσης σε ευχαριστούμε για την υποστήριξη

Δημήτρης, ΜΠ

exitmusician είπε...

Ήμουν σίγουρος ότι κάτι ετοιμάζατε για τους Χ.Κ. αλλά δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα ήταν τόσο εξαιρετικό. Κακώς βέβαια, γιατί τέτοια κείμενα αποτελούν ευτυχώς τον κανόνα στο μπλογκ σας και όχι την εξαίρεση.

Ελπίζω κι εγώ τα καλά σχόλια να πείσουν τον Δημήτρη να γράφει συχνότερα - έστω και σε πιο σύντομη μορφή.

Μουσικά Προάστια είπε...

Χρηστάρα, πώς πάει; Τα κείμενά σου για τον Παναθηναϊκό πιάσαν τόπο, βρε μπας και σε διαβάζει ο πρόεδρος; Πολλά φιλιά!
Ηρ.

Ανώνυμος είπε...

Μια από τις καλύτερες συνεντεύξεις
Συγχαρητήρια
Argonautis

savon des bebes gentilles είπε...

gia na prospathiso na apantiso kai sto giati "sta mikra kafe" kai oxi "sto mikro café"

ta tragoudia ton xeimerinon sinithos kratoun anafores leptomereis apo topous kai xronos. to sugkekrimeno tragoudi diigitai kati pou diadramatizetai stin kavala. i mirovolos anoixis itan tin epochi ekeini klassiko steki tis kavalas (anakainismeni os "kafeneio" uparxei os simera). ekeini tin epochi anoixe kai "to mikro kafe, sta protupa mias sugxronis kafeterias. kata sunepeia mazeuontan diaforetikon politikon kai isos koinoikon anaforon anthropoi. o ntalaras tragoudontas loipon sta mikra kafe (apo agnoia kai paranoisi?) edose simasia ston epithetiko prosdiorismo "mikra" pou katholou den endiaferi ton stixourgo stin pragmatikotita kai etsi xanetai an thelete kai to noima tis anaforas.

ug. i argentina upirxe i proti ntiskotek tis peramou, xoriou parathalassiou tis kavalas pou apo to ogdonta kai meta oi kavaliotes kanoun mpania kai "exoun" kai ena deutero spiti.

Μουσικά Προάστια είπε...

Πολύ ενδιαφέρουσα προσθήκη, ευχαριστούμε!