Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

ΚΥΚΛΟΦόΡΗΣΑΝ ΟΙ ΔύΟ ΝέΕΣ ΠΟΙΗΤΙΚέΣ ΣΥΛΛΟΓέΣ ΤΟΥ ΣΩΤήΡΗ ΚΑΚίΣΗ "ΜΙΑ ΔάΦΝΗ" και "ΑΝάΠΟΔΑ Ο άΝΕΜΟΣ" ΣΕ ΚΟΙΝή έΚΔΟΣΗ ΑΠό ΤΟ ΒΑΚΧΙΚόΝ ...

 

( Με πίνακες εξωφύλλων του Χρήστος Κεχαγιόγλου )



 

Μια δάφνη

1.

την πιο με­γά­λη δάφ­νη σ’ όλη τη Βό­ρεια Εύ­βοια, στο σπί­τι μου απέ­ξω, στην πόρ­τα του κή­που, έχω. τη φυ­τέ­ψα­με μι­κρή, κι έγι­νε δέ­ντρο που περ­νάς από κά­τω του, που δεν την κα­τα­λα­βαί­νεις, που την ψά­χνεις ξαφ­νι­κά, πού εί­ναι, πού χά­θη­κε, σαν τη ζωή: πιο με­γά­λη από σέ­να γί­νε­ται, τε­λι­κά, πιο ψη­λή, πιο σκιε­ρή, πιο δέ­ντρο, πιο άν­θρω­πος. και τα φύλ­λα της για το φαΐ της μά­νας μου πο­λύ πα­ρα­πά­νω από την ευω­διά της, πο­λύ πα­ρα­πά­νω από μέ­να πια.

2.

πί­σω από ένα μυρ­μή­γκι ένα άλ­λο μυρ­μή­γκι, ακό­μα πιο αό­ρα­το, ακό­μα πιο βια­στι­κό. κι οι πέ­τρες στο δρό­μο του σαν άλ­λων ζω­ών οι τά­φοι, υπό­γεια πά­νω στη Γη μνη­μεία, οι απο­χρώ­σεις τους κτε­ρί­σμα­τα, ανα­θή­μα­τα, χρυ­σές στα φώ­τα οι πέ­τρες από κά­τω, για τα μυρ­μή­γκια τί­πο­τα, ή όλα, ή κά­τι ανά­με­σα τε­λι­κά, και νε­κροί οι πέ­τρες, και οι πιο τρο­με­ρές με την ακι­νη­σία τους οι πέ­τρες. να κρυ­φτώ κι εγώ σαν τρί­το μυρ­μή­γκι κά­που, πί­σω τους, να στα­θώ βια­στι­κά κι εγώ σαν χρό­νος, σαν ανά­με­σα σ’ όλα κι εγώ πά­νω από τη δάφ­νη μου με­τέ­ω­ρος για πά­ντα.

3.

κοί­τα τον ύπνο! δεν λέ­ει να ση­κω­θεί από­ψε αυ­τός, συ­νέ­χεια δι­κός μου σύμ­μα­χος, δεν λέ­ει ο ύπνος σαν άν­θρω­πος κι όχι θε­ός πια να μειώ­σει τα πρό­σω­πα εντός του, που εκτός του από κά­θε επο­χή πη­γαι­νο­έρ­χο­νται, σαν Νέ­κυια όλο και πιο αχα­νής εκτεί­νο­νται. και φω­νές, πα­ντού φω­νές αναί­μα­κτες, και σκιές χω­ρίς αί­μα έξω άλ­λες, κι εγώ στον δι­κό μου ύπνο μέ­σα ανή­μπο­ρος, μ’ όλους όσους με πλη­σιά­ζουν όλο και πιο ξέ­νος, όλο και πιο άγνω­στος. άυ­πνος, νυ­σταγ­μέ­νος, αδύ­να­μος, αδύ­να­τος σαν άν­θρω­πος κι ο ύπνος μου.

4.

δί­πλα μου η Ρό­δος. σαν να’ χει περ­πα­τή­σει από ’κει χα­μη­λά στον χάρ­τη, με την Κω σαν κο­ρι­τσά­κι κρα­τώ­ντας την απ’ το χέ­ρι, σαν να ’ρ­θα­νε οι δυο τους εδώ από κά­τω, κο­ρι­τσά­κια μου η Ρό­δος κι η Κως, όμορ­φα νιά­τα τα πολ­λών χι­λιά­δων χρό­νων νε­ρά τους, η θά­λασ­σα, οι θά­λασ­σές τους ολό­γυ­ρα, και, ακό­μα πιο βα­θιά, στη μέ­ση του Αι­γαί­ου πη­γαί­νο­ντας, στο βρά­χο εδώ από κά­τω, σαν με βαρ­κού­λες τον Ιλι­σό ξα­να­βρί­σκο­ντας, τον Ιλι­σό ξε­σκε­πά­ζο­ντας κι ακο­λου­θώ­ντας, στο σπί­τι μου, στην οδό Σε­μέ­λης κι η Κως κι η Ρό­δος, δεν ξέ­ρω για­τί, αλ­λά να, κι αυ­τές δί­πλα μου.

5.

ως εδώ, ως εκεί μπό­ρε­σα. η κα­ται­γί­δα των λέ­ξε­ων άλ­λων ως τώ­ρα επο­χών, κι οι έν­νοιες, πο­λι­τι­σμοί ολό­κλη­ροι στο μυα­λό μου μέ­σα το στε­νά­χω­ρο, το μο­νο­τά­ξιο, το μι­κρό, σι­γά―σι­γά κο­πά­ζου­νε. τώ­ρα πια ψι­λό­βρο­χο εδώ μέ­σα ανα­κου­φι­στι­κό, (κι ανη­συ­χία μό­νο για όσα για μας ήθε­λα να γί­νουν), τα μά­τια μου όχι πια δια­πε­ρα­στι­κά, του εγω­ι­σμού τής ζω­ής μου υπά­κουα, απο­φα­σι­στι­κά, απο­φα­σι­σμέ­να. τα μά­τια μου μά­τια εκα­τομ­μυ­ρί­ων πια με­γά­λων παι­διών, της Ιστο­ρί­ας όλης πε­ρί­λη­ψη. τα μά­τια μου όλο και πιο παι­διά, όλο και πιο έκ­πλη­κτα.


 



Ανάποδα ο άνεμος

 

1.

τε­λεί­ω­σαν οι άν­θρω­ποι. τι άχρη­στο, άλ­λω­στε, εί­δος, τι υπερ­φί­α­λο, τι κε­νό. εδώ, ανά­με­σα στις γά­τες, πό­σο πιο κα­λά, πό­σο πιο αν­θρώ­πι­να. με κοι­τά­νε όλες στα μά­τια, με τα ωραία, πο­λύ ωραία, με­γά­λα τους μά­τια, με σέ­βο­νται, με υπο­λή­πτο­νται, με ανέ­χο­νται, με φρο­ντί­ζουν. κι οι πα­τού­σες τους εί­ναι τό­σο τρυ­φε­ρές, μα τό­σο τρυ­φε­ρές! να, σαν καρ­διές οι πα­τού­σες τους μο­νά­χες τους, σαν καρ­διές τέσ­σε­ρις επι­πλέ­ον πά­νω τους, από κά­τω τους, πά­νω μου. κύ­ριοι, κυ­ρί­ες των δυ­νά­με­ων, με τα νύ­χια γύ­ρω τους όχι στέ­φα­νος εξ αγκα­θών, αλ­λά εξό­ρι­στα κι ανι­διο­τε­λή κι αυ­τά πά­νω τους φω­το­στέ­φα­να.

2.

πιο πο­λύ απ’ όλα αγα­πάω το τε­λευ­ταίο που τρέ­χει με το κο­πά­δι, την πιο μι­κρή, την πιο λα­χα­νια­σμέ­νη ζέ­βρα, την πιο όμορ­φη. πιο πο­λύ αυ­τή η ζέ­βρα εί­ναι στη ζωή μου, με τις ρί­γες της σαν ση­μαία μαυ­ρό­α­σπρη κι εξαί­ρε­τη, απ’ όλα τα χρώ­μα­τα της ζού­γκλας ελεύ­θε­ρη, απε­λευ­θε­ρω­μέ­νη. και το σχέ­διό της, το σχέ­διό μου αυ­τό εί­ναι: σαν σχέ­διο από τον έγ­χρω­μο και κου­ρα­στι­κό πο­λύ πί­να­κα να φύ­γω, σαν αρ­χαϊ­κό σκα­ρί­φη­μα από τον σύγ­χρο­νό μου κό­σμο να δρα­πε­τεύ­σω. για­τί λιο­ντά­ρι και τί­γρη ο χρό­νος γύ­ρω μου, ύαι­νες πει­να­σμέ­νες και ζού­γκλα ο λα­ός μου, ο πά­ντα, ο από πά­ντα πο­λύ επι­κίν­δυ­νος.

3.

κοι­μά­μαι πια και στον ύπνο μου. στα όνει­ρα μέ­σα με βλέ­πω να κοι­μά­μαι, ωραία—ωραία κι ήσυ­χα, κι αυ­τό κά­πως μ’ ανη­συ­χεί. τι όνει­ρα λέω να βλέ­πω έτσι που με βλέ­πω, για­τί να μη μπο­ρώ να τα δω; κι αν πιο μέ­σα στο μαύ­ρο υπάρ­χει κι άλ­λο μαύ­ρο, στο σκο­τά­δι μέ­σα κά­τι ακό­μα πιο σκο­τει­νό, για­τί να το δω, για­τί ακό­μα πα­ρα­πά­νω να στε­να­χω­ρη­θώ; σε κα­νέ­να μου πά­λι όνει­ρο μέ­σα ο άλ­λος εγώ που κοι­μά­μαι δεν ξυ­πνάω, να ρω­τή­σω, να μου πω. κοι­μό­μα­στε κι οι δύο μα­ζί ήρε­μα, κι εγώ μό­νο στο όνει­ρό μου μέ­σα πά­ντα ξα­γρυ­πνάω.

4.

κι από το σι­νε­μά ανά­πο­δα: βλέ­πο­ντας ται­νί­ες, λέ­ξεις στον ακό­μα πιο σκο­τει­νό θά­λα­μο του μυα­λού μου κα­τα­φεύ­γουν, ξυ­πνά­νε, πα­ρα­δί­νο­νται. όπου οι σκη­νές τους όλες μπερ­δε­μέ­νες, οι κα­λύ­τε­ρες όλες μα­ζί, οι χει­ρό­τε­ρες χω­ρι­στά. τις χει­ρό­τε­ρες όμως ξαφ­νι­κά εγώ λυ­πά­μαι ο γέ­ρο­ντας πια, στα πιο απο­τυ­χη­μέ­να της επι­κρά­τειάς τους ση­μεία στρέ­φο­μαι, βρί­σκο­μαι, αφιε­ρώ­νο­μαι. για­τί εκεί το φως ακό­μα πιο λί­γο, ακό­μα πιο ανή­μπο­ρο, ανί­σχυ­ρο, λι­τό. όχι σαν λα­μπρή πο­λύ τε­λευ­ταία ζωή ακρι­βώς πριν τον θά­να­το.

5.

νό­η­μα πά­ντως δεν έχει ού­τε αυ­τός ο άνε­μος, ο ανά­πο­δα τώ­ρα μέ­σα μου, ο ανα­μνη­στι­κός, ο επι­πλέ­ον. από τα ίδια μέ­ρη, από τις ίδιες επο­χές ξα­να­περ­νώ­ντας αλ­λιώς τα ίδια γε­γο­νό­τα για­τί να μου ξα­να­θυ­μί­ζει, τα ίδια πρό­σω­πα για­τί να μη μ’ αφή­νει να ξε­χά­σω; μι­κρή η επι­κρά­τεια της ζω­ής μου για να θυ­μά­μαι τό­σους πολ­λούς και τό­σα πολ­λά, μι­κρός ο χρό­νος μου, όσα πρό­λα­βα να κά­νω και να πω. κι ένα όνο­μα ή δύο, ένας τό­πος ελά­χι­στος θα μου έφτα­νε, θα μου ήταν υπε­ραρ­κε­τός.




Ποι­ή­μα­τα από τη δι­πλή ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Σω­τή­ρη Κα­κί­ση Μια δάφ­νη / Ανά­πο­δα ο άνε­μος, που κυκλοφορεί από τις εκ­δό­σεις Βακ­χι­κόν.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: