Σάββατο 2 Μαρτίου 2013

Βασίλης Χουλιάρας: Ένα περίεργο όνειρο



(Ένα διήγημα που επρόκειτο να δημοσιευτεί στο blog oxy-moron, αλλά το πρόλαβε η απώλεια του Φώτη Μπατσίλα. Επ' ευκαιρία, να σημειώσουμε ότι η επαναλαμβανόμενη αναφορά δημοσιογράφων στο πρόσφατο βιβλίο για τον Χρήστο Βακαλόπουλο ως βιβλίο σε επιμέλεια "Φώτη Μπαζίνα" μόνο ως κακόγουστο αστείο και ως ασχετοσύνη μπορεί να εκληφθεί. Εκτός κι αν αντιγράφουν ο ένας τον άλλον, οπότε πάμε πάσο).





ΕΝΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΟΝΕΙΡΟ 

του Βασίλη Χουλιαρά

(από τη συλλογή διηγημάτων Μικρές ιστορίες για πριν τον ύπνο, εκδ. Γαβριηλίδης)


Έπεσε να κοιμηθεί και είδε ένα περίεργο όνειρο. Είδε ότι αργά τη νύκτα σηκώθηκε από το διπλό κρεβάτι όπου κοιμόνταν και τράβηξε προς το ντουλάπι όπου αποβραδίς είχε λέει κρύψει ένα τσεκούρι. Έσκυψε και το πήρε στα χέρια και άρχισε να χαϊδεύει την κόψη της λεπίδας του.

Όλοι έλεγαν ότι ήταν ο πιο καλοσυνάτος άνθρωπος του κόσμου, και δεν έπεφταν έξω. Ποτέ του δεν είχε πειράξει ούτε μύγα. Από γεννησιμιού του ήπιων τόνων, προσπαθούσε πάντα να κινείται εντός ορίων και να μην προκαλεί με τη συμπεριφορά του. Πάντα συνεπής στις υποχρεώσεις του, πρώτα στο σχολείο, μετά στη σχολή, στο στρατό και τώρα στη δημόσια υπηρεσία όπου δούλευε. Και από τότε που παντρεύτηκε, όχι πως πριν έκανε καμιά άσωτη ζωή, από το σπίτι στη δουλειά και από τη δουλεία στο σπίτι. Με λίγα λόγια, ένα πρότυπο πολίτη και καλού οικογενειάρχη. 

Στο διπλό κοιμόταν ακόμα η από δεκαετίας γυναίκα του. Η γυναίκα του, που υπεραγαπούσε και της έκανε όλα τα χατίρια αγόγγυστα. Όμως τώρα ήταν βράδυ, ονειρεύονταν και ένιωθε για πρώτη φορά ελεύθερος από κάθε είδους συμβάσεις. Μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Πράγματα που άλλωστε δεν θα είχαν καμία ουσιαστική συνέπεια, μιας και το πρωί θα ήταν όλα στη θέση τους.

Έτυχε λοιπόν να κρατά ένα τσεκούρι και δίπλα να είναι εκείνη. Έτσι, χωρίς να το πολυσκεφτεί, σήκωσε το τσεκούρι ψηλά και το κατέβασε στης γυναίκα το σώμα. Το θέαμα ομολογουμένως ήταν ανατριχιαστικό, μα ο άνθρωπός μας περισσότερο εντυπωσιάστηκε από το αποτέλεσμα της πράξης του παρά τρόμαξε.

Δεν έμεινε να κοιτάζει το έργο του. Γρήγορα άφησε το χάος της κρεβατοκάμαρας και τράβηξε προς το σαλόνι σκεπτόμενος ότι έπρεπε να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και να δηλώσει το «φόνο που διέπραξε», όπως αντίστοιχα θα έκανε σε παρόμοια περίπτωση αν ήταν ξύπνιος, μιας και, παρόλο που κοιμόνταν πάνω απ’ όλα παρέμενε ένας ευσυνείδητος πολίτης.

Εν συνεχεία κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Σε ένα ντουλάπι βρήκε κάτι ξηρούς καρπούς, τους πήρε και επέστρεψε στο σαλόνι. Άνοιξε την τηλεόραση και ξάπλωσε στον καναπέ περιμένοντας. Η αστυνομία δεν άργησε να ’ρθει να τον μαζέψει.

Όλα έμοιαζαν τόσο αληθοφανή. Τον οδήγησαν στο αστυνομικό τμήμα, για την προβλεπόμενη ανάκριση. Δεν του έκανε καρδιά να τους πετάξει κατάμουτρα ότι δεν υπήρχαν και ότι ήταν πλάσματα της φαντασίας του. Είπαμε, επρόκειτο για ευγενική ψυχή. Έτσι αποφάσισε να παίξει μέχρι τέλους το παιχνίδι.

Μετά από άπειρες ερωτήσεις, γιατί τη σκότωσε, θέλοντας να τους ικανοποιήσει, γνωρίζοντας την απέχθεια των ανθρώπων της τάξης για το χάος και τη μανία τους για την εύρεση ενός κάποιου αιτίου σε κάθε φαινόμενο, τους δήλωσε ότι το έκανε γιατί δεν μπορούσε να την ακούει να ροχαλίζει, ενώ ήξερε ότι ήταν ψέμα, μιας και η γλυκιά του πάντα κοιμόνταν ήσυχα και ήρεμα στην πλευρά της, μα δεν μπορούσε να βρει κάτι άλλο να την κατηγορήσει. 

Τα μέσα ενημέρωσης τον είχαν λέει κύριο θέμα. Παντού άκουγε και διάβαζε σχόλια και αναλύσεις για την περίπτωσή του. Έγκριτοι δημοσιογράφοι και γνωστοί ψυχολόγοι, παθολόγοι με ειδικότητα στο ροχάλισμα και πολιτικοί, κατασκευαστές κρεβατιών και τραγουδιστές, τηλεοπτικοί μαϊντανοί και πλήθος άλλοι μυστήριοι κατέθεταν την έγκυρη άποψή τους. Άλλοι υποστήριζαν με πάθος ότι έφταιγαν τα στρώματα και ο δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας, και άλλοι η παγκοσμιοποίηση, το μισθολόγιο, ο έγγαμος βίος, τα άστρα και η πανσέληνος. Τους κοίταζε όπως παρακολουθεί κανείς μια παράσταση στην οποία, αν και δεν το θέλει, είναι υποχρεωμένος να παραμείνει από κάποιες ακατανόητες δεσμεύσεις. 

Μόνο στην αίθουσα του δικαστηρίου, τη στιγμή που του ανακοινώνονταν η ποινή του - δις ισόβια, ενώ σύσσωμος ο Τύπος ζητούσε τη θανατική του καταδίκη - μη μπορώντας πια να κρατηθεί, παρόλο που καταλάβαινε ότι με αυτό τον τρόπο έδειχνε απείθεια προς το δικαστήριο, ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια σκεπτόμενος τι εντύπωση θα έκανε στους γνωστούς του αυτή η απίθανη ιστορία που έπλασε εν υπνώσει το μυαλό του όταν θα τη διηγιόταν την άλλη μέρα. 

Όμως η εν λόγω συμπεριφορά είχε ως αποτέλεσμα στην επόμενη έκδοσή τους με πρωτοσέλιδους τίτλους οι εφημερίδες να αποφαίνονται ότι ο άνθρωπός μας επρόκειτο περί ενός αιμοσταγούς και ανθρωπόμορφου τέρατος. 

Τώρα στη ψυχιατρική πτέρυγα της φυλακής που κρατείται περιμένει πότε επιτέλους θα τελειώσει το όνειρό του κι αποφεύγει μια καταραμένη ιδέα που σιγά-σιγά αρχίζει να του τριβελίζει το μυαλό.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

διάβασα το βιβλίο, και ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη! Οι ιστορίες διαβάζονται πραγματικά "μονορούφι". Μπράβο!