Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Ελληνική αγγλόφωνη σκηνή: Καλωσήρθατε στη ...Βηρυτό




Τους ξέρετε τους Beirut; Είχε τύχει να τους ακούσω επιπόλαια, μέσω μιας φανατικής θαυμάστριάς τους στο Βέλγιο. Όποτε συναντιόμασταν στο φοιτητικό της δωμάτιο, οι Beirut έπαιζαν ξανά και ξανά στον υπολογιστή της. Αυτό το Goulag Orkestar το είχε λιώσει, μαζί με το The flying club cup, φυσικά, και τη μεγάλη επιτυχία τους, Nantes. Από τότε πάνε τρία χρόνια περίπου. Μόλις πρόσφατα ξανάκουσα με προσοχή το δεύτερο δίσκο τους. Αυτό που ήξερα τότε, το έμαθα και σήμερα: ότι οι Beirut είναι ένα πραγματικά σημαντικό συγκρότημα, συγκροτώντας από μόνο του μία σχολή στη σύγχρονη παγκόσμια μουσική σκηνή. Η σημασία τους δεν έγκειται τόσο στην εκ του μηδενός δημιουργία, αλλά στη σύνθεση του ήδη υπάρχοντος. Πολυσυλλεκτικοί στις επιρροές και τους ήχους τους, με ταξιδιάρικες μελωδίες, στο μεταίχμιο ανάμεσα στη παραδοσιακή μουσική των λαών και το ίντι-ροκ του σήμερα, δικαιολογημένα έκαναν το μεγάλο «μπαμ» με την εμφάνισή τους.

Υπήρχε όμως και κάτι που δεν ήξερα όταν άκουγα τους δύο δίσκους των Beirut πίσω στο Βέλγιο του 2008: ότι αυτό το συγκρότημα θα ενέπνεε, σε βαθμό υπερθετικό, την ελληνική αγγλόφωνη σκηνή. Ακόμα και το πιο άχρηστο αυτί θα αναγνωρίσει αμέσως στους Beirut στοιχεία που έχουν μεταφυτευθεί άμεσα, απευθείας, στρέιτθρου - σαν τη βροχή του Ζαμπέτα -  στους καθ’ ημάς αγγλόφωνους. Προσοχή: ΟΧΙ σε όλους, ΟΧΙ πάντα, ΟΧΙ με την ίδια ένταση και σίγουρα ΟΧΙ με τους ίδιους τρόπους.

Όταν τα συναντάς για πρώτη φορά, αυτά τα στοιχεία είναι εξαιρετικά ενδιαφέροντα και πρωτότυπα - μέσα στην επανάληψή τους· όμως όταν τα βρίσκεις συμπαγή στη δεύτερη εν Ελλάδι ζωή τους, δεν μπορείς παρά να τα βρεις ελαφρώς παράδοξα και ποσοτικώς υπέρμετρα.

Έχουμε και λέμε: καταρχήν πνευστά, πολλά πνευστά. Πνευστά που κορυφώνουν την μουσική ατμόσφαιρα - αλλά την κορυφώνουν συνεχώς, χωρίς ανάσα. Βαλκάνιος γάμος ή έθνικ κηδεία; Βεβαίως, εμείς ως Έλληνες Βαλκάνιοι έχουμε το προνόμιο να ακούμε Μπρέγκοβιτς εδώ και είκοσι χρόνια. Φαίνεται όμως ότι αυτό δεν μας έχει κάνει πιο υποψιασμένους από το κοινό της Αγγλοσαξονίας. Κι αν μπορούμε να αναγνωρίζουμε από χιλιόμετρα Μπρεγκοβιτσιανούς ύμνους σαν το Gulag Orkestar, δεν μπορούμε να αντισταθούμε στους ίδιους ύμνους με άλλο ονοματεπώνυμο.

Όταν δεν έχουμε πνευστά, έχουμε ακορντεόν και κινηματογραφική ενορχήστρωση αλά Amelie. Αλλά και εκεί φαίνεται ότι μας πρόλαβαν οι Beirut με τις ελαφρώς γαλλικές επιρροές - τις οποίες οι ίδιοι οι ίδιοι έχουν εντοπίσει και αποδεχτεί - στο The Flying Club Cup και τη σύνδεσή του με το γαλλικό chanson. Ποιος θα το έλεγε, αγαπημένες μου αναγνώστριες, ότι η Ελλάδα θα σηκωνόταν μια μέρα από τη γωνίτσα της στην Ανατολική Μεσόγειο, και θα καρφωνόταν στο χάρτη ανάμεσα στο Παρίσι και το Σεράγιεβο. Συνέβη όμως κι αυτό. Καλωσήρθατε στην παγκοσμιοποιημένη μας μοναξιά.

Η ομοιότητα των Beirut με τους αγγλόφωνους δεν είναι μόνο ενορχηστρωτική αλλά και ρυθμική. Έγκειται κυρίως στα βαλσάκια τριών τετάρτων (A Sunday Smile, Prenzlauerberg, Cherbourg) και μαρς, όπου η Ανατολική Ευρώπη παίρνει επιτέλους την εκδίκησή της από τη Δύση. Μπλου τζιν και αμαξάρες εσείς; Από τη Ρωσία με αγάπη, εμείς. Ο πρώτος δίσκος των Beirut ονομάστηκε Ορχήστρα του Γκουλάγκ, παραπέμποντας στην αιματοβαμμένη Σιβηρία. Και η ιδέα διασύνδεσης με τον ανατολικο-ευρωπαϊκό πολιτισμό και την ιστορία του δεν περιορίστηκε στον Zach Condon.

Η ομοιότητα είναι και μελωδική, ως προς τη δομή της. Συνίσταται στο εξής απλό στοιχείο: την επανάληψη του ίδιου μοτίβου από την αρχή ως το τέλος του τραγουδιού, με όλους τους δυνατούς τρόπους. Το μοτίβο πρέπει να είναι βατό, σύντομο, και η επανάληψή του πρέπει να αγγίζει τα όρια του τρανς, της νιρβάνας, της θέωσης. Η γοητεία του μινιμαλισμού επιστρέφει, ο Μέρτενς και ο Γκλας παίρνουν την εκδίκησή τους, και το ξαναζεσταμμένο φαγητό καίγεται, όχι πλέον σε τσουκάλι πάνω στη φωτιά αλλά σε μοντέρνο φούρνο μικροκυμάτων.

Στο επίπεδο του ύφους, εντοπίζεται μία μόνιμη αίσθηση παιδικής αθωότητας, κατά προτίμηση χαμένης. Σε αυτήν την αθωότητα αρωγός είναι η χρήση τριγώνων και καλάντων, μουσικών κουτιών, και κάθε άλλου τρυφερού οργάνου που παίζαμε μικροί. Βρε, δεν πάει να τριανταρίζεις… δεν πάει να ’χεις τελειώσει το φανταρικό ή το πανεπιστήμιο, να ’σαι ένα βήμα πριν την παντρειά… Στην Ελλάδα σήμερα οφείλεις να παραπέμπεις ασταμάτητα στη χαμένη ή κερδισμένη σου παιδικότητα. Φοβάμαι ότι η Αμελί Πουλέν έκανε απίστευτη ζημιά στα καρβουνάκια του εγκεφάλου μας: τα έκαψε. Η ίδια, βεβαίως, δεν φταίει σε τίποτα... οι απόγονοί της όμως; Και από την ατέλειωτη εκδρομή του Γκαϊφύλλια καταλήξαμε στην πενταήμερη εκδρομή του κολλεγίου. Τρόμος στο κολλέγιο Νο2, δηλαδή, όπως το all-time classic βιβλίο του Κακίση.

Και μιλώντας για αυτό το ύφος χαμένης αθωότητας που γίνεται συνενοχή και συνομωσία του σύμπαντος (μην ξεχνάμε τον Πάολο Κοέλιο, τον εθνικό μας συγγραφέα), φτάνουμε σε άλλο ένα στοιχείο των Beirut που τα τρυφερά αυτάκια θα εντοπίσουν και αλλού: τη μοιραία, μελαγχολική ερμηνεία. Και είναι μία ερμηνεία που παραμένει ίδια, ό,τι και να λένε οι στίχοι. Η μελαγχολία αυτή συνδέεται απόλυτα με την χαμένη αθωότητα που προαναφέραμε· εκεί συναντά τις φροϋδικές ρίζες της. Το ελαφρώς κλαμένο ύφος που συναντώ σε βίντεο-κλιπ και εξώφυλλα μου θυμίζει τις φωτογραφίες της τάξης μου στην Α’ Λυκείου. Και μιας που είπα βίντεο-κλιπ, ας θυμηθούμε και τη εν Ελλάδι χρήση παιδικών φωτογραφιών και αποσπασμάτων από οικογενειακά βίντεο για τις ανάγκες των βίντεο-κλιπ, που οι Beirut πρώτοι δίδαξαν στο Postcards from Italy.

Η αίσθηση που λαμβάνω από την αγγλόφωνη, μετά-Beirut, σκηνή στην Ελλάδα είναι ωσάν να έρχεται το τέλος του κόσμου ένα πράγμα, ανεξαρτήτως λέξεων και φράσεων. Και, οκ, το τέλος του κόσμου θα έρθει, το ξέρουμε, ο ήλιος μεγαλώνει, σε μερικά δισεκατομμύρια χρόνια δεν θα έχει μείνει ούτε κατσαρίδα στον πλανήτη μας, και θα ’χουμε γίνει όλοι στάχτη και μπούρμπερη. Αλλά μέχρι να έρθει αυτό το τέλος, δεν υπάρχει τρόπος να παρηγορηθούμε; Ακόμα και ο Ναζίμ Χικμέτ στα μπουντρούμια του φασισμού ονειρεύεται ωραία κορίτσια, λουλουδιασμένους κήπους και βόλτες στο λιβάδι. Ακόμα και ο Ρίτσος στη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη ονειρεύεται κόκκινες πολιτείες και ένδοξα στάδια. Μπορείς να απομακρύνεις ή να προσεγγίσεις όσο εσύ θες αυτές τις παραστάσεις· δεν μπορείς όμως να μη θαυμάσεις τον πειστικό τρόπο με τον οποίον στοιχειοθετούν τόσο τη χαρά, όσο και τον πόνο τους. Και αυτό είναι το κύριο πρόβλημα των αγγλόφωνων σήμερα: η στοιχειοθεσία, το «γιατί συμβαίνει αυτό και όχι κάτι άλλο;» Το πρόβλημα δεν είναι η μελαγχολία, αλλά η μανιέρα της.

Η ιστορία θα τελείωνε εδώ, αν η αγγλόφωνη Beirutίαση δεν άρχιζε να χτυπά και την ελληνόφωνη «έντεχνη» τραγουδοποιία, επιλεκτικά πάντα, με υπόγειο και έμμεσο τρόπο. Αλλά αυτό είναι αλλουνού παπά ευαγγέλιο που θα διαβάσουμε σε επόμενο επεισόδιο.
ηρ.οικ.

ΥΓ: Το κείμενο δεν έχει αναφορές σε ελληνικές διευθύνσεις και ονόματα, επίτηδες. Χάνει έτσι σε αξιοπιστία και πειστικότητα, γίνεται άδικο και αξιωματικό, αφαιρεί αντί να προσθέτει. Κερδίζει όμως την ησυχία και τη λήθη του. Και δίνει το περίγραμμα ενός παζλ· τα κομματάκια του ας τα βάλετε εσείς, αγαπημένες μου αναγνώστριες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: