Τετάρτη 25 Ιουνίου 2008

Συνέντευξη με τον Κώστα Φασουλά





ΚΩΣΤΑΣ ΦΑΣΟΥΛΑΣ:

"ΑΥΤΗ Η ΑΝΗΣΥΧΙΑ ΠΟΥ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ ΘΑ ΓΕΝΝΗΣΕΙ ΣΥΝΤΟΜΑ ΑΜΙΓΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ"



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ)


Από τις δουλειές με δημιουργούς όπως ο πρόωρα χαμένος Μάριος Τόκας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νότης Μαυρουδής, ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Γιώργος Ανδρέου μέχρι τη συνεργασία με τον διεθνούς φήμης συνθέτη Steve Wood, ο στιχουργός Κώστας Φασουλάς ακολουθεί μια διακριτή πορεία στο ελληνικό τραγούδι. Η τελευταία δουλειά του «Άσπρο μαντήλι ανέμιζε» σε μουσική Μάριου Τόκα και ερμηνεία Βασίλη Σκουλά έχει τύχει θερμής υποδοχής από το κοινό. Όσο για το κλειδί της στιχουργικής ανθοφορίας του Φασουλά, δεν είναι άλλο από το βρόχινο νερό των Ανωγείων.

Η συνέντευξη με τον Κώστα Φασουλά δημοσιεύτηκε - σε πιο "κόμπακτ" εκδοχή - στο περιοδικό «Δίφωνο» (αρ. 151, Μάιος 2008).
-----



Ήταν κι η γιαγιά μου από τα Ανώγεια. Πως επηρέασε ο τόπος αυτός το ξεκίνημά σας; 

Κ.Φ.: Ώστε είμαστε και χωριανοί! Πράγματι, γεννήθηκα στα Ανώγεια της Κρήτης και έφυγα 20 χρονών από εκεί. Τα Ανώγεια είναι ένας τόπος όπου, εάν υπάρχει μέσα σου ένας κήπος έτοιμος να ανθίσει, το βρόχινο νερό του προσφέρεται απόλυτα για ανθοφορία. Κατάγομαι από ένα μέρος όπου ένα μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού γράφει μαντινάδες, τραγουδάει, ή παίζει κάποιο μουσικό όργανο. Σε όποιον κήπο ανατραφείς, την ευωδιά αυτού παίρνεις, σε ακολουθεί σε όλη σου τη ζωή και σε ανύποπτο χρόνο εμφανίζεται μπροστά σου.


Από τα Ανώγεια πέρασε και ο Χατζιδάκις. Έτυχε να τον γνωρίσετε;


Είχα την τύχη να συναντηθώ με τον Χατζιδάκι· το αναφέρω με έντονο δισταγμό καθότι θυμώνω πάρα πολύ με όλους αυτούς που ξαφνικά προέκυψαν φίλοι του Χατζιδάκι. Τον γνώρισα ως μαθητής Λυκείου στα Ανώγεια, εκείνος έκανε τον «Μουσικό Αύγουστο» εκεί, και αργότερα συναντιόμασταν στην Αθήνα. Κάποιες κουβέντες του Χατζιδάκι από τότε αποτελούν οδηγό για μένα. Πάντα μου έλεγε: «να φοβάσαι και να αποστρέφεσαι τους ανθρώπους που δεν έχουν χιούμορ». Είχα την τύχη να διαβάσει τα πρώτα μου κείμενα για τα οποία ήταν εξαιρετικά ενθαρρυντικός. Εγώ στην αρχή έγραφα μικρά ποιήματα και αυτός είδε ότι θα μπορούσαν να γίνουν τραγούδια. Μου είπε: «τα ποιήματά σου κρύβουν μέσα τους τραγούδια, βρες τα».


Μαθητής του Χατζιδάκι υπήρξε και ο Νικόλα Πιοβάνι…


Στα Ανώγεια ο Χατζιδάκις σύστησε τον Νικόλα Πιοβάνι στο ελληνικό κοινό. Ένα βράδυ καθόμαστε στην πλατεία του χωριού με τον Πιοβάνι στην παρέα μας. Λέω στο Χατζιδάκι: «εγώ μια μέρα θα συναντηθώ με τον Πιοβάνι». Μου απαντάει: «μου επιβεβαιώνεις για μια ακόμη φορά το πόσο τρελοί είστε εσείς οι Ανωγιανοί». Μετά από 25 χρόνια έρχονται ο Γιάννης Ιωάννου και η Καλλιόπη Βέττα και μου ζητούν να γράψω στίχους πάνω στη μουσική της ταινίας «Η ζωή είναι ωραία». Ο Πιοβάνι διάβασε τους στίχους μεταφρασμένους στα ελληνικά και τους ενέκρινε. Θα ήθελα πολύ να μιλούσα Ιταλικά, να του μεταφέρω αυτή τη μικρή ιστορία. Τότε είχα τη διαίσθηση ότι κάποτε θα συναντηθώ μ’ αυτόν και πράγματι συναντήθηκα· κάναμε ένα τραγούδι μαζί, το οποίο αγαπώ ιδιαιτερα.
Πόσο δύσκολη ήταν η είσοδός σας στο χώρο της δισκογραφίας;
Ευγνωμονώ την τύχη μου γιατί δεν ταλαιπωρήθηκα και δεν ανεβοκατέβηκα εταιρικά σκαλιά για να δείξω στίχους μου. Πριν καλά-καλά ωριμάσει μέσα μου η επιθυμία να ασχοληθώ με τη στιχουργική, γνωρίζομαι με τον Μάριο Τόκα ο οποίος μελοποίησε αμέσως κάποια τραγούδια, ένα από τα οποία έγινε και μεγάλη επιτυχία, τα «Δίδυμα Φεγγάρια». Ξεκίνησα καλά με γκολ από τα αποδυτήρια, και αυτό το οφείλω αναμφίβολα στη βοήθεια και την προτροπή του Τόκα. Στην πορεία συναντήθηκα και με κάποιους άλλους ανθρώπους τους οποίους εκτιμούσα και εκτιμώ, τον Δημήτρη Παπαδημητρίου, τον Γιώργο Ανδρέου, τον Παντελή Θαλασσινό, τον Δημήτρη Αποστολάκη από τους Χαΐνηδες, τον Νότη Μαυρουδή, ανθρώπους που θα ήθελα να τύχουν στο δρόμο μου και έτυχαν. Διεκδικώ να συναντιέμαι με ανθρώπους που εκτιμώ.


Ποιες είναι οι κύριες ποιητικές και στιχουργικές επιρροές στο έργο σας;


Ο δικός μου λόγος είναι επηρεασμένος από τη λαϊκή ποίηση της Κρήτης. Επίσης, καταλυτικό ρόλο στη αγωγή της γραφής μου έχει παίξει ο λόγος του Νίκου Γκάτσου. Έγραψα ένα τραγούδι στη μνήμη του, το «Αγάπες που μ’ ανάθρεψαν» που μελοποίησε εμπνευσμένα ο Δημήτρης Παπαδημητρίου και ερμήνευσε με τρόπο εξαιρετικό η Φωτεινή Δάρρα, στον δίσκο «Οι Μάγισσες της Σμύρνης». Ταυτόχρονα, δεν ξεχνώ την επιρροή του λόγου του Σεφέρη, του Ελύτη και του Καρούζου. Αυτοί οι άνθρωποι σπείρανε μέσα μου μπόλια τα οποία βοήθησαν τη δική μου ποιητική γέννα.


Αναφέρεστε στην λαϊκή, παραδοσιακή ποίηση. Τι είναι παράδοση;

Είναι μια πολιτισμική αίσθηση, στοιχείο αναγκαίο για την ανθρώπινη ψυχή, είναι το θρόισμα μιας κυτταρικής μνήμης, ο ακριβώς προφορικός λόγος.


Υπάρχει διαφορά μεταξύ ποίησης και στιχουργικής;

Η ποίηση και η στιχουργία είναι δυο πράγματα που «λογομαχούν» χρόνια… Δεν υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ στιχουργού και ποιητή. Εγώ γνωρίζω τραγούδια που είναι κορυφαία ποιήματα. Η ποίηση και ο στίχος είναι δυο σύννεφα που συναντιόνται και ρίχνουν την ίδια ακριβώς βροχή. Κάποιοι που γράφουν τραγούδια κολακεύονται όταν τους λένε ποιητές. Εμένα μ’ αρέσει να με λένε στιχουργό, δε μ’ αρέσει να με λένε ποιητή. Αν εμείς που γράφουμε στίχους καταλαβαίναμε την ευθύνη της αποστολής μας, θα ήμασταν πολύ φειδωλοί σ’ αυτό που κάνουμε. Η αποστολή είναι ιερή, αλλά όπως θα έχεις διαπιστώσει έχει χάσει την ιερότητά της.


Θα εντάσσατε τη στιχουργική σας στο λεγόμενο «έντεχνο» τραγούδι που τόσο έχει επικριθεί;

Εγώ δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι λοιδορούν τον όρο «έντεχνο». Σίγουρα, ένα τραγούδι που είναι κόσμιο, που γράφεται μέσα από μια αλήθεια ψυχής, που έχει λόγο να γραφτεί, αυτό το τραγούδι είναι έντεχνο. Το άλλο είναι αγοραίο, γράφεται εκ του πονηρού. Άλλο το ερωτικό τραγούδι και άλλο το αισθηματικό. Υπάρχει διαχωρισμός έντεχνου-αγοραίου, όπως υπάρχει και διαχωρισμός ερωτικού-αισθηματικού. Ο Καλδάρας λέει «δε σε κρίνω που δε μ’ αγαπάς», κι ο άλλος λέει «αν φύγεις, θα πέσω στις ράγες του τρένου». Δεν υπάρχουν διαφορές στη προσέγγιση; Και αυτό που με πικραίνει είναι ότι ολοένα διακρίνω ανθρώπους οι οποίοι, έχοντας πάρει το χρίσμα του σοβαρού, λοιδορούν το έντεχνο ρεπερτόριο. Φοβάμαι ότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν πάρει μια ισχυρή δόση μόλυνσης και τους συμφέρει πάρα πολύ αυτός ο εμπαιγμός. Αυτό πάντως το οποίο διακρίνω στο έντεχνο ελληνικό τραγούδι να υπάρχει ως μέγα πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι που το περιβάλλουν δεν έχουν χιούμορ.







Είναι ανυπέρβλητο το εμπόδιο της γλώσσας για την τύχη του ελληνικού τραγουδιού στο εξωτερικό;

Δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο στην εξαγωγή της ελληνικής γλώσσας στο εξωτερικό. Πρόσφατα, δίσκος της Φαραντούρη πήρε ένα σημαντικό βραβείο των Γερμανών κριτικών, πολύ σημαντικότερο από μια πρώτη θέση στη Eurovision. Ο δίσκος μου με τον Αμερικανό συνθέτη και παραγωγό Steve Wood, όπου τραγουδάνε ο Λιδάκης, η Τσαλιγοπούλου, ο Φραγκούλης η Λοτσάρη, και η Σιαμαντά, έχει ιδαίτερα καλή εμπορική τύχη στην Αμερική. Η ελληνική γλώσσα, ο ήχος των λέξεών της, είναι ένα πράγμα χαρμόσυνο και φωτεινό. Μπορεί ο άλλος να μην καταλαβαίνει τι εννοεί, αλλά ο λόγος αυτός κρύβει μια συγκίνηση. Αυτό που λένε, ότι δεν μπορεί το ελληνικό τραγούδι να λειτουργήσει στο εξωτερικό είναι μια τεράστια σαχλαμάρα. Για μένα ήταν ιδιαίτερα τιμητική η συνάντηση με τον Steve Wood, είναι ένας άνθρωπος γνωστός στο διεθνές στερέωμα. Πριν πάρει τη μετάφραση των δικών μου στίχων, ο Wood ήξερε το περιβάλλον και το νόημα των δικών μου στίχων. Με τίμησε πολύ αυτή η συνεργασία και την κρατάω στη μνήμη μου ως κάτι πολύ ακριβό.


Ο διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision πώς σας φαίνεται;

H Eurovision είναι ανάξια λόγου. Όλο αυτό είναι ισοδύναμο μιας καλής διαφήμισης, ας πούμε, μιας εταιρείας που παράγει αναψυκτικά. Τα συγχωροχάρτια μας θα πρέπει να αρχίσουμε να τα δίνουμε με φειδώ. Να μη φορτώνουμε με συγχωροχάρτια τη Eurovision.







Μέσα στο 2007 βγήκε και το «Άσπρο μαντήλι ανέμιζε» σε μουσική του Μάριου Τόκα, με την ερμηνεία του Βασίλη Σκουλά. Σταθερή αξία η φωνή του;

Ο Σκουλάς είναι ένας από τους ερμηνευτές που θαυμάζω, έχει αυτό το αρχέγονο στοιχείο στη φωνή που με συνεπαίρνει. Το «Άσπρο μαντήλι» ανέμισε πάνω στην ιδέα που είχαμε με τον Τόκα να σμίξουμε τον έντεχνο-λαϊκό ήχο με αυτόν της Κρητικής μουσικής παράδοσής. Εγχείρημα εύκολο σε πρώτη ανάγνωση, όμως αληθινά δύσκολο στην πραγματοποίηση του. Ο Σκουλάς ήταν αυτός που μπορούσε να υπηρετήσει αυτή την αποστολή. Ευτυχώς ο δίσκος αγαπήθηκε και σε λίγες μέρες γίνεται χρυσός, παρόλο που δεν τον τίμησαν τα ραδιόφωνα καθότι ο Σκουλάς δεν είναι Αθηναιοκεντρικός τραγουδιστής.


Είναι καλύτερα τα πράγματα στην περιφέρεια;

Πιστεύω ότι τα μέσα της περιφέρειας λειτουργούν ανεπηρέαστα. Διακρίνω ότι, όσο περνάει ο καιρός, η διαπλοκή στη δισκογραφία στενεύει. Και ενώ κάποτε αυτό που λέμε διαπλοκή ήταν ένα μικρό λιονταράκι μέσα σε ένα κλουβί του ζωολογικού κήπου, και όλοι έπαιζαν μαζί του, στις μέρες μας αυτό βγήκε έξω και πειράζει απειλητικά τους περαστικούς. Αναπτύσσονται ολοένα και περισσότεροι μισθοφόροι τραγουδιστών, γραφείων, όχι τόσο εταιρειών – αυτές έχουν μείνει πίσω - άνθρωποι οι οποίοι φανατίζονται με τα πρόσωπα που υπηρετούν γιατί πιθανόν να πληρώνονται καλά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αρχίζει το παιχνίδι να χάνει τη γοητεία του. Δεν είναι προς όφελος του τραγουδιού αυτή η διαπλοκή, ούτε καν προς όφελος αυτών που την επιτρέπουν.


Ισχύει ότι σε κάποια φάση ο δημιουργός υποκαταστάθηκε από τον τραγουδιστή;

Η υποκατάσταση του δημιουργού από τον τραγουδιστή είναι μια πικρή αλήθεια που ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια από κάποιους δισκογραφικούς μέντορες, οι οποίοι θεώρησαν ότι με τον τρόπο αυτό θα ταπεινώσουν τους δημιουργούς και θα αναδείξουν τους τραγουδιστές. Καταρχήν, η ιστορία των πολυσυλλεκτικών δίσκων αρχίζει και ναυαγεί. Στην αρχή κάτι συνέβη, τότε που οι δημιουργοί ήταν απονήρευτοι και έδιναν κάποια καλά τους τραγούδια στους τραγουδιστές. Αλλά αυτό έχει αλλάξει, και το λέω σε όσους τραγουδιστές είναι φίλοι μου: «Κάνετε μια τεράστια γκάφα όταν ζητάτε τραγούδια από δημιουργούς». Όταν ζητάς από ένα δημιουργό δυο τραγούδια, δεν θα σου δώσει τα καλύτερά του. Τα ακριβά του σερβίτσια τα φυλάει για ένα δίσκο που θα είναι δικός του, και όχι για δύο τραγούδια που ζητάς από αυτόν. Αν υπάρχει σωτηρία στο τραγούδι, θα έρθει μόνο αν αυτό επιστρέψει στους δημιουργούς, αν αρχίσουν οι δημιουργοί να κάνουν κύκλους τραγουδιών. Θεωρώ ότι η ιστορία των πολυσυλλεκτικών δίσκων διέρχεται μια υπέροχη παρακμή.


Υπάρχει τελικά κρίση στην ελληνική δισκογραφία;

Υπάρχει, και δε φταίει ούτε η πειρατεία, ούτε οι δημιουργοί. Φταίνε οι «ενοικιαστές,» δηλαδή οι άνθρωποι των πολυεθνικών εταιρειών που διαχειρίστηκαν με τρόπο εξαιρετικά πρόχειρο τη λειτουργία που τους έχει δοθεί. Όταν ενοικιάζεις ένα σπίτι, παίρνεις το τρυπάνι και ανοίγεις τρύπες μεγάλες για κάδρα που δεν χρειάζονται τόσο μεγάλη τρύπα. Όταν το σπίτι είναι δικό σου, ανοίγεις την τρύπα που αξίζει στο κάδρο. Οι άνθρωποι που διαχειρίστηκαν όλα αυτά τα πολυεθνικά πακέτα άνοιξαν μεγάλες τρύπες για μικρά κάδρα, και ξέρουμε όλοι το αποτέλεσμα. Θα πω και κάτι που δε με νοιάζει όπως και να ερμηνευτεί. Προτιμώ να καταλήξει η δισκογραφία σε ελληνικά χέρια παρά στα χέρια του κάθε πολυεθνικού, ο οποίος μπορεί να έρθει αύριο στην Ελλάδα και να καταστρέψει τις μήτρες όλων των ελληνικών δίσκων επειδή…τον απάτησε η κοπέλα του που ήταν Ελληνίδα! Με αφορμή τις εκπομπές που κάνω τώρα στο Γ’ Πρόγραμμα και ψάχνοντας την ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κανένας πολυεθνικός δεν θα ηχογραφούσε τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Καρούζο, τον Αναγνωστάκη, τον Ρίτσο, όπως ο Πατσιφάς. Κανείς δεν θα ηχογραφούσε τη Λαμπέτη να διαβάζει Καβάφη.


Ξεχωρίζετε κάποιους νέους, ελπιδοφόρους δημιουργούς;

Εγώ διακρίνω σε πάρα πολλούς ανθρώπους εξαιρετική ποιότητα λόγου και μουσικής, οι οποίοι θα φωτίσουν το τοπίο ακόμα περισσότερο και προσωπικά με κάνουν ιδαίτερα αισιόδοξο. Δεν ανήκω σε αυτούς που λένε «αχ, κάποτε γίνονταν μεγάλα πράγματα». Και σήμερα γίνονται μεγάλα πράγματα. Αλλά σε ολόκληρη Αθήνα, τα ραδιόφωνα που τα υπηρετούν είναι δύο ή τρία, το ραδιοφωνικό τοπίο σκυλοκρατείται. Με πικραίνει αυτό, δεν βλέπω ανοίγματα στο χώρο του ραδιοφώνου αν εξαιρέσουμε το Τρίτο Πρόγραμμα, τον Μελωδία και το Δεύτερο Πρόγραμμα, που να φιλοξενούν το καλό ελληνικό τραγούδι.


Μιλήστε μας λίγο για την ενασχόλησή σας με το ραδιόφωνο.

Η εκπομπή μου στο Γ’ Πρόγραμμα έχει τίτλο «Παιχνίδια του Χρόνου», παρουσιάζεται κάθε Παρασκευή εννιά με δέκα το βράδυ, και αναφέρεται σε ιστορικούς δίσκους του ελληνικού τραγουδιού. Κάνω ένα παιχνίδι με το χρόνο, φτιάχνω ένα παραμύθι με αληθινά γεγονότα και ιστορίες που συνέβησαν την ίδια εποχή που κυκλοφόρησε ο δίσκος που μεταδίδω. Αυτή είναι η φιλοσοφία της εκπομπής, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα παίξω και δίσκους που θεωρώ ότι, αν και σύγχρονοι, ο χρόνος αρχίζει να συμμαχεί μαζί τους.






Έχετε γράψει και τραγούδια για την τηλεόραση…

Η πλάκα είναι ότι την τηλεόραση σαν μέσο δεν την αγαπώ καθόλου. Θεωρώ όμως ότι το μέσο αυτό είναι ικανό να περάσει πράγματα με τρόπο πονηρό και έξυπνο, τα οποία με άλλο τρόπο δεν μπορούν να περάσουν. Αν μπορείς να γράψεις ένα καλό τραγούδι σε μια σειρά που τη βλέπουν πολλοί άνθρωποι και μπορείς να υποψιάσεις κάποιους ανθρώπους, νομίζω ότι η αποστολή είναι εξαιρετική και η τηλεόραση παίζει ένα ρόλο καλό. Με ρωτάς για τον Δημήτρη Παπαδημητρίου. Ο Δημήτρης είναι φίλος μου, τον εκτιμώ ιδιαίτερα ως συνθέτη και ως άνθρωπο. Τα τραγούδια που έχουμε κάνει τα αγαπώ επίσης πάρα πολύ. Έχουμε κάνει πολλά για τηλεοπτικές σειρές, και για τον Δημήτρη Μητροπάνο, και για τη Φωτεινή Δάρρα.


Ποιο είναι το αγαπημένο σας τραγούδι από αυτά που έχετε γράψει;

Εγώ δεν εκτιμώ εξίσου όλα τα τραγούδια μου, για τον απλούστατο λόγο ότι οι δημιουργικές στιγμές δεν είναι όλες απαραίτητα σημαντικές. Είναι λίγες οι σημαντικές μας στιγμές, και αυτό αφορά όλους τους δημιουργούς, είτε θέλουν να το παραδεχτούν είτε όχι. Επομένως, υπάρχουν τραγούδια που τα ακούω πάρα πολύ και τραγούδια που τα κοιτάζω με εξαιρετικό δισταγμό, γιατί με ξεγέλασαν τη στιγμή που τα έγραψα. Είναι πολλά τα τραγούδια που αγαπώ.


Από πού εμπνέεται η γραφή σας;

Ας μη γελιόμαστε, η τέχνη είναι λύτρωση. Όταν γράφεις ένα τραγούδι το οποίο έχει λόγο να γεννηθεί, την ίδια ακριβώς στιγμή καταφέρνεις να λυτρωθείς από κάτι. Η έμπνευση δεν είναι τίποτε άλλο από μια ακριβή κυρία η οποία σου ανοίγει την έξοδο κινδύνου πριν πιάσει φωτιά στην κουζίνα. Τα τραγούδια δεν είναι απαραίτητα προσωπικές ιστορίες. Έχω γράψει τραγούδια που είναι αποτέλεσμα ετερο-βιωμένων καταστάσεων, ιστορίες φίλων, κουβέντες από τα διπλανά τραπέζια, εικόνες και βλέμματα που αξίζουν περιγραφής. Όλο αυτό είναι ένα πλεκτό από το οποίο δεν ξέρεις ποτέ ποια κλωστή θα τραβήξεις για να κάνεις εσύ κάτι δικό σου.


Γράφετε τραγούδια κυρίως ερωτικά. Τι είναι ο έρωτας;

Αντιλαμβάνομαι τον έρωτα σαν μια ωραία μάχη. Η δεξαμενή είναι ανεξάντλητη, το βιβλίο ανανεώνει συνεχώς τις σελίδες του. Γίνεται πάρα πολύς λόγος γιατί εμείς οι δημιουργοί δεν γράφουμε χαρούμενα τραγούδια. Η λύπη συμφέρει την έμπνευση· η χαρά δεν τη συμφέρει. Τη χαρά τη βιώνεις, δεν την περιγράφεις. «Μα καλά», θα με ρωτήσεις, «τη λύπη δεν τη βιώνεις;». Ναι, τη βιώνεις, αλλά θες και να λυτρωθείς.
Από την άλλη, λένε ότι δε γράφονται αμιγώς πολιτικά τραγούδια στις μέρες μας. Είμαστε πολύ κοντά στο να συμβεί αυτό το πράγμα. Όλοι βλέπουμε ότι σιγά σιγά αρχίζει να διογκώνεται γύρω μας μια ανησυχία, την οποία μέχρι πρόσφατα δεν είχαμε αποκωδικοποιήσει. Τώρα αρχίζουμε και την αποκωδικοποιούμε, ορίζουμε τις πηγές και τις αιτίες της. Αυτή η ανησυχία που πλησιάζει σαν ομίχλη καταπάνω μας θα γεννήσει σύντομα αμιγώς πολιτικά τραγούδια.


Τι σας ανησυχεί;

Οι διεφθαρμένες ψυχές. Στην καθημερινότητά μας συναντούμε ολοένα και περισσότερο διεφθαρμένους ανθρώπους, ανθρώπους που έχουν ανατραφεί στη διαφθορά. Ανήκω σε αυτούς που ψάχνουνε φως. Ακόμα και αυτό που συμβαίνει τώρα με τον Τσίπρα, που κάποιος μπορεί να το ορίσει ως ένα πρόσκαιρο επικοινωνιακό παιχνίδι, για μένα κάτι σημαίνει. Βέβαια, θα ήθελα να ακούσω από τον Τσίπρα ένα λόγο που να έχει στοιχεία ανατροπής, κάτι το ουτοπικό, κάτι το ωραία απραγματοποίητο. Μέχρι τώρα ακούω κουβέντες της γενιάς του πατέρα του. Θα ήθελα να τον ακούσω να λέει και κουβέντες δικές του. Με συγκινεί η σιωπή του νέου Αρχιεπισκόπου, οι νέοι άνθρωποι με την γόνιμη δυσπιστία τους, και με χαροποιεί αφάνταστα η διαφαινόμενη παρακμή του τραγουδιού που προσβάλει την αισθητική μου. Τώρα με το ασφαλιστικό κατεβαίνει πολύς κόσμος στις διαδηλώσεις, άνθρωποι οι οποίοι διεκδικούν. Βλέπεις ότι φωτιά υπάρχει μέσα σ’ αυτό τον κόσμο που τον κυβερνάει η διαφθορά. Υπάρχει φως. Θα πρέπει απλά να βρεθούν εκείνοι οι οποίοι θα το δουν και θα σεβαστούν την λάμψη του.



2 σχόλια:

BOSKO είπε...

Ο Φασουλάς, πράγματι, είναι από τις καλύτερες περιπτώσεις στιχουργών μας, πολύ πιο μπροστά από άλλους υπερτιμημένους και πολυθεσίτες. Τέλος πάντων...

Μουσικά Προάστια είπε...

Μπόσκο, έχεις δίκιο. Δυστυχώς, η καλλιτεχνική αξία ενός έργου ή ενός δημιουργού δεν αποτυπώνεται πάντα στη δημόσια αποδοχή του.

ΥΓ: Μπάι δε γουέι, καλή επιτυχία με την ταινία σου στη Δράμα!