Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2008

Τα πουλιά μια φορά - Ανέκδοτο έμμετρο παραμύθι του Μάνου Ελευθερίου


Τα Μουσικά Προάστια συνοδεύουν τις ευχές τους για ένα ειρηνικό και δημιουργικό 2008 με Τα πουλιά μια φορά, ένα ανέκδοτο έμμετρο παραμύθι του Μάνου Ελευθερίου. Ευχαριστούμε τον ποιητή που μας εμπιστεύτηκε τη δημοσίευση αυτού του έργου, το οποίο παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο κοινό δέκα χρόνια μετά τη συγγραφή του.
ηρ.οικ.










ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ

του Μάνου Ελευθερίου


1. Σε χρόνια μακρινά
που ήταν αλλιώς ο κόσμος
κι αλλιώς οι φυλακές
ένας φυλακισμένος
για λίγα μόνο χρέη
μες στο κελί του κλαίει.
Και κλαίει και λογαριάζει
πως μες στη μοναξιά του
καθημερνές δε βλέπει
μήτε και Κυριακές.

2. Του ρίξανε ποινή
δυο μήνες και δυο μέρες
γιατί είχε δανειστεί
από κακούς εμπόρους.
Μα ο δόλιος πού να ξέρει
της αγοράς τους όρους
πως πρέπει να πληρώσει
εφτά φορές τους τόκους.
Και πήγαν όλα στράφι.
Και σπίτι και χωράφι.

3. Αλλάζαν οι χρονιές
με ειρήνη και πολέμους
κι αυτός μες στο κελί
μ’ όλους τους ξεχασμένους
για συντροφιά ζητούσε
τα σίδερα που ζούσε.
Κι απ’ το παραθυράκι
της φυλακής κοιτάζει
τη θάλασσα που αλλάζει
και γίνεται γυαλί.

4. Στην άκρη ενός γκρεμού
σ’ ένα μικρό νησάκι
στη μέση τ’ ουρανού
εκεί την είχαν χτίσει
τη φυλακή που λέμε
- το θέμε δεν το θέμε -.
Ήταν σκληρά τα χρόνια
κι ήταν αλλιώς οι ανθρώποι.
Σαν τσίρκο ήταν ο κόσμος
κι η μοίρα καθενού.

5. Διπλές οι κλειδαριές
κι οι πόρτες σιδερένιες
κι οι νύχτες σκοτεινές.
Την καλημέρα μόνο
τη λέει στους φρουρούς του
κι αναγαλλιάζει ο νους του.
Κι όλο παραμιλάει –
το δίκιο του γυρεύει
γι’ αυτό και ταξιδεύει
σε μέρες γιορτινές.

6. Θυμάται εκκλησιές
με βάγια στολισμένες
στις ακροθαλασσιές.
Και κάνει το σταυρό του
σαν παίρνει το φαγάκι
στο πήλινο πιατάκι.
Κι όταν ψωμί του κλέβουν
οι άλλο κοροϊδεύουν
μα εκείνος δεν ακούει
ψέματα και βρισιές.

7. Δεν είχε συγγενείς
να τον επισκεφθούνε
αδέλφια και γονείς.
Δε λέγαν τ’ όνομά του
μήτε και κάποιοι φίλοι
μη λερωθούν τα χείλη.
Μόνη παρηγοριά του
τον ουρανό να βλέπει
και τα πουλιά του κόσμου
που δε μιλάει κανείς.

8. Κι έβλεπε τα πουλιά
στης φυλακής τους τοίχους
που χτίζανε φωλιά
με ρίζες και κλαδάκια
πουλιά ταξιδεμένα
και θαλασσοδαρμένα.
Κι αρχίζει να ξηλώνει
μια μάλλινη φανέλα
που ήτανε πια κουρέλια
τριμμένη και παλιά.

9. Κι απλώνει τις κλωστές
για να ‘χουν τα πουλάκια
φωλίτσες πιο ζεστές.
Κι αυτά ξεθαρρεμένα
του παίρνουν λίγη λίγη
κλωστή που ξετυλίγει.
Και τέλειωσε η φανέλα.
Και τώρα τι να κάνει;
Αρχίζει να ξηλώνει
δυο κάλτσες του πλεχτές.

10. Και τέλειωσαν κι αυτές.
Και τώρα τι να κάνει
να βρει ξανά κλωστές;
Χωρίς δεύτερη σκέψη
χωρίς άλλη κουβέντα
αρπάζει την κουβέρτα.
Τη σκίζει με τα δόντια
μικρές μικρές λουρίδες
μα βλέπει πως δε φτάνουν
πως είναι λιγοστές.

11. Απέξω απ’ το κελί
είναι πουλιά χιλιάδες
που τον πολιορκούν.
Ήρθαν απ’ άλλους κόσμους
πουλιά από ξένες χώρες
που αγιάζουνε τις ώρες.
Κι όλο του τραγουδάνε
κι όλο ζητούν κουρέλια
κι όλο ξεσπούν σε γέλια
και γύρω του πετούν.

12. Πουλάκια της αυγής
πουλιά μόνο της νύχτας
που έχουν το φως της γης.
Πουλιά από ξένους κόσμους
που έχουν τ’ όνομά τους
από τα χρώματά τους.
Μαύρα, χρυσά, γαλάζια,
που μοιάζουν με λουλούδια
με φρούτα και με φλούδια
και ζουν μεσουρανίς.

13. Πουλιά που έχουν φτερά
θαρρείς απ’ τον αέρα
κι απ’ τα βαθιά νερά.
Πουλιά που ζουν στα χιόνια
κι αυτά που ζουν στους δρόμους
και τα ‘χουν ταχυδρόμους.
Πουλιά της ευτυχίας
και σαν ζωγραφισμένα
πουλιά που ήταν για σένα
κρυφά και φανερά.

14. Πουλάκια των βουνών
πουλιά θαλασσοπούλια
πουλιά των ποταμών.
Που χτίζουν τη φωλιά τους
για μια μεγάλη αγάπη
μ’ άχυρα και με λάσπη.
Ήρθαν πουλιά αγιασμένα
και σαν ευλογημένα
που πίνουν τις βροχούλες
και μόνο σπόρους τρων.

15. Κι εκείνος τα κοιτά.
Κι από τα πράγματά του
από τα λιγοστά
παίρνει απ’ το κρεβάτι
το μόνο του σεντόνι
και στα πουλιά τ’ απλώνει.
Θαρρείς λευκή σημαία
ξεδίπλωσε ωραία
κι εκείνα τον κοιτάζουν
σχεδόν γονατιστά.

16. Και παίρνει με ορμή
και το φτωχό του στρώμα
χωρίς να το σκεφτεί
πως πάνω εκεί κοιμόταν
και το’ χε στην ουσία
μόνη περιουσία.
Και τ’ άχυρα σκορπίζει
στο δυνατό αέρα
γιατί κι αυτά ζητούσαν
φωλίτσα να χτιστεί.

17. Έτσι τόσο γλυκό
δεν το ‘παν οι ανθρώποι
ποτέ το “ευχαριστώ”.
Γιατί ποτέ δε μάθαν
πως η ευγνωμοσύνη
είναι δικαιοσύνη.
Πετούσαν τα πουλάκια
μα θέλαν μ’ άλλο τρόπο
να πουν το ευχαριστώ τους
μέσα στον κόσμο αυτό.

18. Και σκέφτηκαν λοιπόν
να τον ελευθερώσουν
να βγει απ’ το ζυγό
που ζούσε ξεχασμένος
πολλούς καιρούς και χρόνια
κι απ’ τ’ άδικο κλεισμένος.
Μα αυτά ήτανε πουλάκια
και τι μπορούν να κάνουν.
- Μπορούμε, αρκεί να θέμε,
ακούν τον αρχηγό.

19. Ρωτούσαν οι φρουροί
και τρέχαν πάνω κάτω
να δουν τι έχει συμβεί.
Γιατί πουλιά χιλιάδες
τα ράμφη τους χτυπούσαν
στους τοίχους με μανία.
Και τρίζαν τα θεμέλια
της φυλακής και τρίζαν
και συνεχώς γκρεμίζαν
με φοβερή βουή.

20. Γκρεμίστη το κελί
κι εκείνα στα φτερά τους
τον πήραν σα χαλί.
Κι έφυγε – παν μαζί του
μακριά, ψηλά στα ουράνια
σε μαγικά λιμάνια.
Κι έμειναν να κοιτάζουν
οι άλλοι σα χαμένοι.
Κοιτούσαν ντροπιασμένοι
σκυφτοί και σιωπηλοί.

-------------
Σημείωση (M.E.): Η τελευταία σκηνή παραπέμπει σε σκίτσο του GURMELIN.

Μάνος Ελευθερίου
Πάσχα, 27-28/4/1997


© Μάνος Ελευθερίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: