Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2021

Συνέντευξη με την Irini Qn

 



Irini Qn:

«Κάθε μάχη για εξουσία υπονομεύει την ευτυχία μας»

 

 

Μια συνέντευξη-ποταμός με την ανερχόμενη τραγουδοποιό που τάραξε τα δισκογραφικά νερά με το «Χωρίς το τόξο στην αρένα».

 


Εμφανίστηκε στο τέλος του 2020 με έναν δίσκο που έκανε τους δισκοκριτικούς να παραμιλάνε. Τυχαίο; Δεν νομίζω. Το «Χωρίς το τόξο στην αρένα» είναι ό,τι πιο εμπνευσμένο και δυνατό έχουμε ακούσει τελευταία, με μελωδίες που σου μένουν στο μυαλό, με μια ερμηνεία ψιθυριστή σαν παραμύθι, και με στίχους που συγκλονίζουν παραμένοντας όμως μακριά από τον εκβιασμό του μελό. Είναι σίγουρο ότι η συγκεκριμένη τραγουδοποιός θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον και γι’ αυτό σπεύσαμε να την απασχολήσουμε κι εμείς με ένα κάρο ερωτήσεις στο παρόν, προσπαθώντας να «αποκρυπτογραφήσουμε» τον πολυδαίδαλο κόσμο των τραγουδιών της. Κυρίες και κύριοι, η Irini Qn!


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου

 



Αισθάνομαι ότι μαζεύατε πολλά χρόνια μέσα σας αυτά τα τραγούδια και την ανάγκη να τα μοιραστείτε. Τι σας απέτρεψε από το να εκτεθείτε νωρίτερα; Πού ήσασταν και τι κάνατε πριν το δισκογραφικό σας ντεμπούτο;

 

Πράγματι αυτά τα τραγούδια τα μάζευα χρόνια, την οπτική μου βασικά για κάποια βιώματα που τελικά έγιναν τραγούδια. Πολλά πράγματα με απέτρεψαν από το να εκτεθώ νωρίτερα, κυρίως όμως δικές μου περιοριστικές αντιλήψεις καθώς και μία έντονη περιέργεια που με έκανε να κινούμαι συνεχώς και να μην στέκομαι σε κανένα πεδίο για πολύ. Όπως και να έχει, από μικρή αγαπούσα το τραγούδι. Το 2013, λοιπόν, και έχοντας ικανοποιήσει κάμποση από την περιέργειά μου στους υπόλοιπους τομείς, αποφάσισα να ξεκινήσω μαθήματα φωνητικής. Βασικά, δεν ήταν ακριβώς απόφαση. Η αγάπη είχε μεταμορφωθεί σε επείγουσα ανάγκη. Λίγους μήνες μετά έγραψα το πρώτο τραγούδι και για τα επόμενα τέσσερα χρόνια έγραφα ασταμάτητα. Την ίδια περίοδο είχα την τύχη να γνωρίσω τον Γιώργο Ανδρέου, ο οποίος άκουσε όλο το υλικό και με ενθάρρυνε να το δισκογραφήσω. Έτσι και έγινε, με τον ίδιο μάλιστα να αναλαμβάνει την καλλιτεχνική επιμέλεια της παραγωγής και πολλά ακόμη. Χρειάστηκαν άλλα δυόμιση χρόνια περίπου μέχρι να ολοκληρωθεί ο δίσκος. Μετά, δουλέψαμε με τον Mike Hall το artwork, παράλληλα ήρθε το σοκ της πρώτης καραντίνας. Η κυκλοφορία του δίσκου μετατέθηκε τελικά για τον Νοέμβρη του 2020.

 

Τα ’δωσε όλα ο Ανδρέου, είναι αλήθεια, με ενορχηστρώσεις εξαιρετικά προσεγμένες και ατμοσφαιρικές. Πώς συναντηθήκατε και πώς δουλέψατε; Και σε ποιο βαθμό αισθάνεστε ότι ο ίδιος «έπιασε» ενορχηστρωτικά τις προθέσεις και τα νοήματά σας;

 

Τον Γιώργο Ανδρέου τον γνώρισα σε ένα σεμινάριο του Μικρού Πολυτεχνείου το 2015. Ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντικός με τη δουλειά μου και αναπτύξαμε μια ζεστή σχέση. Έναν χρόνο αργότερα και με αφορμή ένα κωμικοτραγικό συμβάν επικοινώνησα μαζί του οπότε και με παρότρυνε να πάρω την υπόθεση της τραγουδοποιίας πιο σοβαρά. Η πίστη του Γιώργου στη δουλειά μου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο να στραφώ πιο αφοσιωμένα στην τραγουδοποιία και η συνεργασία μας σ’ αυτόν τον πρώτο δίσκο ήταν μεγάλο σχολείο για μένα. Πρώτα καταγράψαμε όλο το υλικό στο πιάνο στο studio του Γιώργου (Big Time Studio). Τα «Παιχνίδια» μάλιστα είναι ένα τραγούδι που μπήκε στον δίσκο ακριβώς όπως ηχογραφήθηκε εκείνη την πρώτη βραδιά, πιάνο-φωνή. Αφού καταγράψαμε όλο το υλικό, έκανα μία επιλογή – κυρίως με βάση τον στιχουργικό πυρήνα. Έπειτα συζητήσαμε αρκετά. Πόσο θα πειραματιστούμε με τον ήχο, αν θα συνυπολογίσουμε στην ενορχήστρωση το ενδεχόμενο των ζωντανών εμφανίσεων. Αφού τα αποφασίσαμε και αυτά, έστειλα στον Γιώργο τις παρτιτούρες για πιάνο και από εκεί και πέρα ανέλαβε εκείνος. Θεωρώ πως κατανόησε τα νοήματα και τις προθέσεις μου σε βαθμό υπερθετικό. Η προσέγγισή του δεν ήταν μόνο ευφυής αλλά και βαθιά τρυφερή. Αφού ολοκλήρωσε τις ενορχηστρωτικές προτάσεις του, μου έδωσε χώρο να κάνω τις δικές μου προτάσεις, να συνομιλήσουμε. Οι δικές μου προσθήκες ήταν ελάχιστες και βασίζονταν ουσιαστικά στην ατμόσφαιρα που είχε φτιάξει ο Γιώργος. Είχα κάποιες ιδέες όπως βιμπράφωνο αντί για μαρίμπα, σαξόφωνο στον Μονόλογο, τσέλο στην Εξομολόγηση, άλλους ήχους στις ηλεκτρικές κιθάρας, λεπτομέρειες. Πήγαμε σε όποιο στούντιο εξυπηρετούσε τον κάθε μουσικό - κάποιους μουσικούς μάλιστα μου τους πρότεινε ο Γιώργος γιατί εγώ τότε γνώριζα ελάχιστους -, γράψαμε και έπειτα ο Γιώργος πήρε το υλικό αυτό και το ενσωμάτωσε στον κόσμο που είχε φτιάξει. Θα ήθελα, όμως, να αναφερθώ και στην ηχογράφηση της φωνής. Νιώθω πολύ τυχερή που δούλεψα με έναν τόσο έμπειρο συνθέτη ως ερμηνεύτρια. Οι οδηγίες του Γιώργου στην ηχογράφηση ήταν εξαιρετικά εύστοχες και με βοήθησαν ακόμη περισσότερο να ερμηνεύσω τα τραγούδια μου με τον τρόπο που ήθελα.

 





Δεν μπορώ πράγματι να μην αναφερθώ και στη φωνή σας. Σαν ένα επιπλέον μουσικό όργανο την ακούω στιγμές-στιγμές στον δίσκο, με αναζητήσεις που παραπέμπουν π.χ. στη Σαβίνα Γιαννάτου. Πώς έγινε η μετάβαση από τις σπουδές πιάνου στην ερμηνεία; Τι παραπάνω σας έδωσε ως έκφραση και ως ευαισθησία;

 

Θα ακουστεί άδικο για το πιάνο αλλά για όσα χρόνια σπούδαζα κλασικό πιάνο είχα την αίσθηση του φιμώματος. Αγαπούσα μεν να παίζω αλλά έπαιζα αυστηρά από παρτιτούρες και δεν τόλμησα ποτέ να αυτοσχεδιάσω. Με το τραγούδι, από την άλλη, είχα μια σχέση αγάπης και καημού από παιδί. Κάθε φορά που έβλεπα άνθρωπο να τραγουδάει στη σκηνή, ένιωθα έναν κόμπο στο στομάχι. Ήθελα να ανέβω και εγώ εκεί. Δεν ήταν, όμως, κάτι που έφερνα στην επιφάνεια ως αίτημα. Όταν τελικά ξεκίνησα μαθήματα, ένιωσα τρομερή ελευθερία και χαρά. Ήμουν εγώ το μουσικό όργανο, δε χρειαζόμουν ούτε παρτιτούρες ούτε τίποτα. Μόνο λέξεις χρειαζόμουν, που τους είχα μεγάλη αδυναμία έτσι κι αλλιώς, και να τις μάθω να χορεύουν αρμονικά με την αναπνοή. Πέρασα από χίλια κύματα βέβαια μέχρι να βρω το προσωπικό μου ερμηνευτικό ύφος. Πήγαινα στον έναν καθηγητή μού έδειχνε ένα σύστημα, πήγαινα στον άλλον μού έδειχνε άλλο. Όταν σταμάτησα τα μαθήματα, βρήκα τη φωνή μου. Είχε και αυτή η φουρτούνα τη γλύκα της. Θυμάμαι κάποιον καιρό που έλεγα στον εαυτό μου «δεν υπάρχουν όμορφες και άσχημες φωνές στην τραγουδοποιία. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που θέλουν να μιλήσουν με ένα ρούχο πάνω τους». Αυτό είναι για μένα το τραγούδι. Και χαίρομαι βαθιά αν κατάφερα το ρούχο αυτό να είναι καλαίσθητο και άρτιο. Ακόμα πάντως βρίσκομαι εν μέσω αναζητήσεων και παραμένω ανοιχτή σε νέα ερμηνευτικά μονοπάτια αν το απαιτήσει το υλικό. Να πούμε βέβαια πως η Σαβίνα Γιαννάτου υπήρξε ερμηνεύτρια-φάρος για μένα όπως η Αρλέτα, η Δανάη και η Φλέρυ Νταντωνάκη.

 

Προφανώς, η απόφαση αποκλειστικής ενασχόλησης με την τραγουδοποιία δεν είναι παίξε-γέλασε. Πώς φτάσατε σε αυτήν την απόφαση; Νιώθετε δικαιωμένη;

 

Έφτασε κάποια στιγμή, μετά από αρκετές εμπειρίες και δουλειές, που διαπίστωσα ότι δεν ήταν μόνο η περιέργεια που με ωθούσε να αλλάζω μονίμως επαγγελματικό τομέα. Κάτι άλλο με έσπρωχνε, κάτι πιο σοβαρό. Όσο ενδιαφέρουσα και να ήταν η δουλειά, μετά από λίγο ασφυκτιούσα, ένιωθα ότι βρισκόμουν σε λάθος μέρος. Δεν ξέρω πώς να το περιγράψω καλύτερα. Τώρα που το βλέπω από απόσταση καταλαβαίνω πως η καλλιτεχνική μου πλευρά διεκδικούσε όλο και περισσότερο οξυγόνο. Όταν άρχισα να γράφω τραγούδια, ένιωσα απίστευτη ανακούφιση. Μετά, γνωρίζοντας ανθρώπους που εκτιμούσα καλλιτεχνικά και βλέποντας πως με ενθάρρυναν να συνεχίσω, αποφάσισα να πάρω την υπόθεση στα σοβαρά. Ιδίως από τη στιγμή που ο Γιώργος με ενθάρρυνε να κυκλοφορήσω έναν δίσκο με το υλικό μου, έστρεψα όλη μου την προσοχή εκεί με την ευχή να πετύχει. Για να βιοπορίζομαι, βέβαια, εξακολούθησα να εργάζομαι σε τομείς άσχετους με τη μουσική αλλά πάντα με κριτήριο τον χρόνο, την ενέργεια και την ελευθερία κινήσεων που μου έδινε η εκάστοτε εργασία προκειμένου να μπορώ να αφοσιωθώ στο γράψιμο τραγουδιών και στην ολοκλήρωση του δίσκου. Δεν ξέρω πού θα με οδηγήσει αυτή η απόφαση και σίγουρα η συγκυρία δε βοηθάει τις προβλέψεις. Ξέρω πως όφειλα στον εαυτό μου να το προσπαθήσω και με αυτήν την έννοια αισθάνομαι παραπάνω από δικαιωμένη μέχρι τώρα. Νιώθω μια πρωτόγνωρη πληρότητα με την ανταπόκριση που έχει ο δίσκος.

 

Στα νεότερα παιδιά που ξεκινάνε τώρα, εντός και εκτός των τεχνών, και βομβαρδίζονται από την τρομοκρατία της «καριέρας» και του «τι ζητάνε οι εταιρείες», τι θα λέγατε; Αξίζει να καταπνίγεις την επιθυμία και τη δημιουργικότητα μέσα σου;

 

Κοιτάξτε, είμαι άνθρωπος που αγαπά πολύ την ελευθερία κινήσεων. Οτιδήποτε στάσιμο και περιοριστικό με κάνει να ασφυκτιώ μετά από λίγο. Αυτό, όμως, δεν ισχύει απαραίτητα για όλους τους ανθρώπους. Είναι θέμα ιεράρχησης αναγκών και επιθυμιών. Πιστεύω, πάντως, πως κάθε άνθρωπος έχει κάποιες δεξιότητες που στο κατάλληλο επαγγελματικό πεδίο (ή και σε παραπάνω από ένα) θα τις μοιράζεται με χαρά προσφέροντας έτσι στο κοινωνικό σύνολο ενώ σε ένα ακατάλληλο γι’ αυτόν/ήν πεδίο θα συρρικνώνεται ο ίδιος/η ίδια και θα στερεί από το κοινωνικό σύνολο τα χαρίσματά του/της. Όταν βρισκόμαστε εκεί που μάς ταιριάζει, μοιραία κάνουμε κάποιου τύπου καριέρα. Εμένα μ’ αρέσει αυτή η λέξη. Καριέρα σημαίνει, για μένα, αφοσίωση σ’ αυτό που αγαπάς, ρίζωμα σε εδάφη που νιώθεις πως ανήκεις, τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. Θα έλεγα, λοιπόν, στα νεότερα παιδιά να μένουν εκεί που ανθίζει το μέσα τους, να φεύγουν από εκεί που μαραζώνουν και να θυμούνται ότι η διαδρομή όλων μας είναι προσωπική. Ούτε τι ζητάνε οι εταιρείες, ούτε τι δε ζητάνε. Πού νιώθουν πως ανήκουν είναι το θέμα. Αυτό, τουλάχιστον, με δίδαξε η εμπειρία μου ως τώρα σ’αυτόν τον τομέα.

 

Στο ‘Yunan’ προδίδετε ένα κοσμοπολίτικο υπόβαθρο – υποθέτω με αρκετή παραμονή στο εξωτερικό. Τι αποκομίσατε από τα ταξίδια σας;

 

Πράγματι, έζησα για κάποιο διάστημα στο εξωτερικό. Πρώτα πήγα στη Μαδρίτη για Erasmus. Για πρώτη φορά ζούσα μόνη μου και μάλιστα σε μία μεγάλη πόλη. Την ερωτεύτηκα ακαριαία. Τα άτομα με τα οποία συναναστράφηκα εκεί ήταν εντυπωσιακά ανοιχτόμυαλα σε θέματα φύλου και κουλτούρας. Εκεί άρχισα να αντιλαμβάνομαι τι θα πει σεξισμός, ακριβώς επειδή τον έβλεπα σε πολύ μικρότερο βαθμό απ’ όσο είχα συνηθίσει. Έπειτα πήγα στην Πάντοβα. Λάτρεψα τα δείπνα στα σπίτια, τις άπειρες εκδοχές μακαρονάδας, τον ήχο της μόκας. Εκεί κατάλαβα πόσο σημαντικό μού είναι να κάνω αστεία. Θυμάμαι όταν ακόμα δε μιλούσα καλά τη γλώσσα που έλεγαν αστεία οι γύρω μου κι ενώ καταλάβαινα τι έλεγαν και είχα την ατάκα έτοιμη στα ελληνικά, δεν ήξερα να πω την αντίστοιχη στα ιταλικά. Γιατί τα αστεία είναι σαν την ποίηση, αν πας να τα μεταφράσεις ακριβώς, τα σκότωσες. Μού στοίχιζε αυτό πολύ, τα κατάφερα όμως στο τέλος. Και έπειτα πήγα στη Λετονία. Πρώτα Λιεπάχα, ύστερα Ρίγα. Στη Λετονία ήταν μια πολύ δύσκολη εμπειρία. Γνώρισα πάλι αξιόλογους ανθρώπους αλλά ο καιρός με διέλυσε. Δηλαδή γύρισα στην Αθήνα και ούτε που σκέφτηκα να ξαναφύγω, να ζήσω έξω. Τουλάχιστον μέχρι τώρα που μιλάμε. Τι αποκόμισα... Σχέσεις με ανθρώπους αποκόμισα, φιλίες και κουβέντες για τις οποίες είμαι ευγνώμων.



 



Ακούγοντας τα τραγούδια σας γίνεται κατανοητή σχεδόν αμέσως η εστίασή σας στο ζήτημα του φύλου και της έμφυλης ταυτότητας. Το ενδιαφέρον σας υπήρξε πρωτίστως φιλοσοφικό, ή αισθανθήκατε από νωρίς το βάρος της πατριαρχίας;

 

Η αλήθεια είναι πως από μικρή με παίδευε πολύ το βάρος της πατριαρχίας, και ας μην ήξερα τότε πως λεγόταν έτσι. Δεν καταλάβαινα γιατί το γεγονός πως είμαι κορίτσι μού απαγορεύει κάποιες συμπεριφορές - ή κρίνομαι έντονα για αυτές - και μου επιβάλλει να ανέχομαι διαφόρων ειδών προσβολές. Μεγαλώνοντας, τα δυσάρεστα περιστατικά έμφυλου χαρακτήρα απλώς πλήθαιναν και φυσικά άρχισα να παρατηρώ τι συνέβαινε και σε άλλες γυναίκες γύρω μου. Ήξερα πως από καθαρή τύχη δεν είχα βρεθεί εγώ στη θέση τους και κάποιες φορές απλώς βρέθηκα αργότερα. Τώρα όσον αφορά στην ταυτοτική αναζήτηση, προσωπικά από νωρίς ταυτιζόμουν με το φύλο μου, ένιωθα δηλαδή γυναίκα. Έφερα, όμως, και κάποια χαρακτηριστικά τα οποία δεν έδειχναν να  εμπίπτουν στην «γυναικεία» ιδιοσυγκρασία, με την παραδοσιακή έννοια. Κι αυτό, για όσο καιρό αγνοούσα τον όρο «πατριαρχία», μού δημιουργούσε μεγάλη εσωτερική σύγκρουση. Γι’ αυτό και θεωρώ πως στην περίπτωσή μου φύλο και ταυτότητα υπήρξαν βαθιά αλληλένδετα, όπως και για πολλές ακόμη γυναίκες νομίζω.

 

Τη συνέντευξή μας την κάνουμε σε μια περίοδο όπου το ζήτημα της σεξουαλικής παρενόχλησης βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, με αφορμή μια σειρά σοβαρότατων καταγγελιών στον χώρο του αθλητισμού και της τέχνης. Ποιες είναι οι σκέψεις σας σε αυτή τη συγκυρία;

 

Η σκέψη μου είναι μία: το ζήτημα αυτό να παραμείνει στην ημερήσια διάταξη για πολύ καιρό ακόμη. Η κοινωνία μας έχει υπάρξει βαθιά συντηρητική και κακοποιητική απέναντι στις γυναίκες και τις θηλυκότητες. Η πλειοψηφία αντιδρά με σεβασμό και ενσυναίσθηση στα γεγονότα που αποκαλύπτονται. Πολύ σημαντικό αυτό, δείχνει πως έχουμε ωριμάσει συλλογικά σε έναν βαθμό. Είναι πραγματικά δύσκολο να δούμε τα πράγματα έξω από το πατριαρχικό πλαίσιο, ακόμη και για εμάς τις γυναίκες. Μιλάμε για ένα σύστημα μέσα στο οποίο κινούμαστε αιώνες. Χρειάζεται επαγρύπνηση, αλληλοσεβασμός και ανοιχτότητα σε έναν νέο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, νομίζω. Και φυσικά διεκδίκηση νέου νομοθετικού πλαισίου και επαναδιαμόρφωση των θεσμών ώστε να αντανακλούν αυτήν την νέα οπτική.

 

Στο επίκεντρο της προσοχής σας, και ενίοτε της κριτικής σας, συναντάμε πότε τον άνδρα-πατέρα, πότε τον άνδρα-εραστή, πότε ακόμα και τον άνδρα-κομμάτι του εαυτού σας! Πείτε μου, Irini Qn, ποιο είναι επιτέλους το πρόβλημα με τα αρσενικά; Σε τι συνίσταται η παθολογία τους;

 

Η κριτική μου στρέφεται σίγουρα στην πατριαρχία. Εκεί βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, το πρόβλημα. Oπότε, θα πω πως την παθολογία, εν γένει, την εντοπίζω σε εκείνες τις σχέσεις που δεν συναντιόμαστε με το άλλο άτομο ως ολοκληρωμένες και συνειδητοποιημένες προσωπικότητες. Και αυτό, νομίζω, πηγαίνει πέρα από το φύλο ή τον εκάστοτε ρόλο. Γι’ αυτό και θα έλεγα πως στο επίκεντρο της προσοχής μου – τουλάχιστον σ’ αυτόν τον πρώτο δίσκο – βρίσκονται στην πραγματικότητα οι σχέσεις, κυρίως οι ερωτικές αλλά όχι μόνο. Και πώς αυτές διαστρεβλώνονται υπό το βάρος της πατριαρχίας, πώς ανθίζουν έξω από αυτήν.

 

Λέτε ότι κάτι πάει στραβά και με τη συναισθηματική έκφραση των ανθρώπων σήμερα: «Πήρα να πω ότι στα χρόνια τα δικά μας / αν κάτι αξίζει είναι η ατόφια αγκαλιά». Τι παράγει στα χρόνια μας αυτόν τον δισταγμό, την αποξένωση, όλη αυτή την ατομικιστική αυτάρκεια; Μήπως τελικά ό,τι αφήνει όρθιο η πατριαρχία το αποτελειώνει η ζούγκλα της αγοράς και του οικονομικού ανταγωνισμού;

 

Επιθυμώ να συνδέομαι βαθιά με τους ανθρώπους που επιλέγω στη ζωή μου και με αυτήν την έννοια προσπαθώ να στρέψω τον προβολέα προς την κατεύθυνση που βρίσκω πιο ουσιαστική για μένα, αν θέλετε. Πολύ συνειδητά επέλεξα τη λέξη «αξίζει» και τη λέξη «ατόφια» που συνήθως παραπέμπουν στον χρυσό. Μετράμε την αξία μας σε αντικείμενα και εμφανίσεις και το χρυσάφι των συναισθημάτων μας το αγνοούμε. Η ζούγκλα της αγοράς και του οικονομικού ανταγωνισμού δε διαφέρει και πολύ από τη ζούγκλα της μάχης των φύλων και εν τέλει από οποιαδήποτε μάχη για την εξουσία. Και η εξουσία στα μάτια μου δεν είναι κάτι πολύτιμο αλλά κάτι διαστρεβλωτικό για την ανθρώπινη φύση και υπονομευτικό για την ευτυχία μας.

 

Στα τραγούδια σας αντανακλάται μια βαθιά γνώση της ψυχολογίας ως επιστήμη και της ψυχοθεραπείας ως πρακτική. Πώς έγινε αυτή η συνάντησή σας κι αυτή η εξοικείωση;

 

Από παιδί μ’ άρεσε να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου. Προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τα κίνητρά τους, τα συναισθήματά τους, να μπω κάπως στη θέση τους. Υποθετώ πως με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσα να συνδεθώ μαζί τους, άγουρα και άχαρα βέβαια. Στην πρώιμη εφηβεία άρχισα να έχω έντονους προβληματισμούς για θέματα που δεν έδειχναν να απασχολούν τις παρέες μου, όπως η έμφυλη ταυτότητα, ο θάνατος, η βία. Στα δεκαεννιά μου αποφάσισα να κάνω ψυχοθεραπεία. Πιο πολύ η περιέργεια με οδήγησε (και) εκεί. Πολύ ωραία εμπειρία η οποία κατ’ αρχάς με ώθησε να στραφώ προς τα δικά μου κίνητρα, τα δικά μου συναισθήματα, τη δική μου θέση. Δυστυχώς, αυτή η πρώτη εμπειρία διήρκησε λίγο καθώς έπρεπε να φύγω στο εξωτερικό για σπουδές. Έπειτα, συνέχισα την προσωπική ενδοσκόπηση σε άλλες διαδρομές: διαβάζοντας, κάνοντας σχέσεις, ταξιδεύοντας. Ώσπου βρέθηκα σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Χρειάστηκε μία συνεδρία για να βρω την έξοδο κινδύνου και αρκετά χρόνια συνεδρίες για να συνειδητοποιήσω πώς βρέθηκα εκεί. Το διάστημα εκείνο διάβαζα παράλληλα Jung, Freud, Reich αλλά όχι αντιμετωπίζοντας την Ψυχολογία ως αντικείμενο μελέτης. Προσωπικές απαντήσεις έψαχνα, την προσωπική μου εξέλιξη διεκδικούσα.

 






Αφιερώνετε ένα τραγούδι («Γεράσαμε μαζί») στην Αρλέτα. Εξηγήστε μου παρακαλώ αυτή την αφιέρωση.

 

Στην πραγματικότητα την Αρλέτα τη γνώρισα και την αγάπησα για τις ερμηνείες της. Βρίσκω τη φωνή της συγκινητική, τρυφερή, πέρα ως πέρα αληθινή. Το παίξιμό της επίσης πολύ απαλό και ζεστό. Η επιτομή της καλαισθησίας για μένα. Ο θάνατός της συνέπεσε με μία ιδιαίτερα δύσκολη και μοναχική περίοδο της ζωής μου. Άκουγα τα τραγούδια της (όπως και κάποιων ακόμη γυναικών τραγουδοποιών) συνεχώς εκείνον τον καιρό. Ήταν η συντροφιά μου. Την ίδια περίοδο έμπαινα στο studio να ηχογραφήσουμε με τον Γιώργο το raw υλικό. Ως νέα ερμηνεύτρια τότε, είχα εγκλωβιστεί επικίνδυνα στα γρανάζια της τεχνικής σε βάρος της προσωπικής μου αισθητικής. Ακούγοντας την Αρλέτα να τραγουδάει ένιωσα σαν να μου έκλεινε λίγο το μάτι. Σαν να μου θύμισε τι πραγματικά ήθελα για τα τραγούδια μου. Όταν ολοκληρώθηκε ο δίσκος, το λιγότερο (και το μόνο) που μπορούσα να κάνω ήταν να της αφιερώσω το «Γεράσαμε μαζί», ένα τραγούδι που συχνά λέγαμε με τον Γιώργο πόσο θυμίζει εκείνη.

 

Είναι μάλλον κοινότοπο να επισημάνω και μια κάποια δημιουργική συγγένεια με τη Λένα Πλάτωνος, ως προς την πρωτοτυπία και την καινοτομία των μελωδιών σας εννοώ. Μπορούμε άραγε να ορίσουμε την πρωτοπορία;

 

Όσες φορές και να ακούσω αυτήν την επισήμανση, πάντα θα χαίρομαι και θα με τιμά! Η Λένα Πλάτωνος είναι μία δημιουργός που εκτιμώ βαθιά και θαυμάζω για το έργο της. Η δεύτερη αφιέρωση που υπάρχει στον δίσκο μου πηγαίνει σε εκείνη άλλωστε. Για να πω την αλήθεια μου, νομίζω πως είμαι ο τελευταίος άνθρωπος που θα μπορούσε να ορίσει οτιδήποτε σε γενικό πλαίσιο. Βρίσκω τους ορισμούς βαθιά προσωπικούς, δηλαδή. Για παράδειγμα, μιλώντας για πρωτοπορία, μπορεί για κάποιους/ες να είναι πρωτοποριακή μία δουλειά και για κάποιους/ες άλλους/ες να μην είναι. Ίσως, βέβαια, για τους κριτικούς να είναι πιο εύκολο να το αντιληφθούν όλο αυτό. Νομίζω ο/η δημιουργός σπάνια αντιλαμβάνεται την πρωτοπορία στο έργο του/της. Όπως και να έχει, χαίρομαι πολύ όταν ακούω ανθρώπους να μιλάνε για καινοτομία στη μουσική μου. Η αλήθεια είναι πως δεν με αφορά η υπέρβαση της φόρμας ή το σπάσιμο των καθιερωμένων αισθητικών δομών ή ο πειραματισμός per se. Το μόνο που θέλω είναι να μην εγκλωβίζομαι κάπου με το ζόρι. Η ελευθερία και η προσωπική μου αισθητική έχουν σημασία για μένα όταν γράφω, αυτές με αφορούν.

 

…«παντού σειρήνες / και δε θέλω το δικό τους καταφύγιο» από το ίδιο τραγούδι, την αριστουργηματική «Εξομολόγηση». Την κατανοώ την άρνηση των σειρήνων, αλλά εσείς που στρέφεστε για να αντλήσετε πίστη και δύναμη; Ποιο είναι το δικό σας καταφύγιο;

 

Είμαι τυχερός άνθρωπος. Έχω εισπράξει καλοσύνη στη ζωή μου και έχω γνωρίσει ανθρώπους με ακεραιότητα. Εκεί στρέφομαι και από εκεί αντλώ δύναμη και πίστη. Οι άνθρωποι με τις ατόφιες αγκαλιές είναι το καταφύγιό μου. Και εύχομαι να είμαι κι εγώ καταφύγιο για εκείνους/ες.

 

Για το τέλος, επιτρέψτε μου μια πιο προσωπικού ενδιαφέροντος ερώτηση: σε δύο από τα τραγούδια σας αναφέρετε το Κουκάκι και τη Σύρο, αντίστοιχα. Πώς σχετίζεστε με τα δύο αυτά μέρη; Υπάρχει πιθανότητα να πιούμε κάποτε έναν καφέ στην Ερμούπολη;

 

Όταν ξεκίνησα να γράφω τραγούδια, έμενα στο Κουκάκι. Το «Το Κορίτσι με Το Ρύζι», για παράδειγμα, γράφτηκε εκεί. Τότε συμφιλιώθηκα και με το πιάνο που μέχρι εκείνη τη στιγμή με περίμενε στωικά στο πατρικό μου. Την Σύρο, από την άλλη, την επισκεπτόμουν συχνά παλιότερα, την βρίσκω υπέροχη. Αυτήν την περίοδο δεν υπάρχει κάτι που να με συνδέει με το νησί αλλά ένας ωραίος καφές στην Ερμούπολη είναι μια χαρά λόγος για να ξαναεπισκεφθώ το νησί όταν, επιτέλους, μας επιτραπούν οι μετακινήσεις εκτός νομού!



Δεν υπάρχουν σχόλια: